Η ΑΓΑΠΗΤΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-
ΑΓΙΟΙ, ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΟΝΤΕΣ ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Θεράποντες αγίους ειδικούς επί παθήσεων ζώων και φυτών η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία έχει να απαριθμήσει αρκετούς. στα ζώα τον άγιο Μάμαντα- άγιο βοσκό εικονιζόμενο με το χαρακτηριστικό στραβοράβδι στο χέρι του, συχνά, καθήμενο επί λέοντος (εικ. 1)- και τον άγιο Μόδεστο, λόγω των σχετικών θαυμάτων τους προς αυτά, ενώ θαύματα και θεραπείες ζώων αναφέρονται ότι ενέργησαν και ο άγιος Βλάσιος, οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός από την Ασία και ο άγιος θεόδωρος ο Στρατηλάτης.
Θεράποντες αγίους ειδικούς επί παθήσεων ζώων και φυτών η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία έχει να απαριθμήσει αρκετούς. στα ζώα τον άγιο Μάμαντα- άγιο βοσκό εικονιζόμενο με το χαρακτηριστικό στραβοράβδι στο χέρι του, συχνά, καθήμενο επί λέοντος (εικ. 1)- και τον άγιο Μόδεστο, λόγω των σχετικών θαυμάτων τους προς αυτά, ενώ θαύματα και θεραπείες ζώων αναφέρονται ότι ενέργησαν και ο άγιος Βλάσιος, οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός από την Ασία και ο άγιος θεόδωρος ο Στρατηλάτης.
Εικ. 1. Ο άγιος Μάμας από την Παφλαγονία, άγιος θεράπων των ζώων και προστάτης των ποιμένων (τέλη 15ου αι.) |
Για τα φυτά, πάλι, ο Αϊ- Ρούφνης (άγιος Ονούφριος) ρουφά (αρνητική παρετυμολογία)- όπως πιστεύει ο ελληνικός λαός- τα στάχυα[1] σε όσους γεωργούς δε σέβονται τη μνήμη του. Επίσης, ο Αϊ- Βλάσσης, που το όνομά του υποδηλώνει αναβλαστικές ιδιότητες (θετική παρετυμολογία), θεωρείται ότι προστατεύει τους γεωργούς, ενώ ο άγιος Τρύφων (το όνομά του παραπέμπει στο επίθετο τρυφερός)- που και επίσημα αναγνωρίζεται ως ο προστάτης άγιος των γεωργών και των αμπελουργών- θεραπεύει από ασθένειες τους αγρούς και τα αμπέλια, καθώς και τα δέντρα και τα φυτά από τα τρωκτικά, τις κάμπιες, τις ακρίδες, που τα παραβλάπτουν κτλ. Είχε, μάλιστα, επιτελέσει και σχετικό θαύμα απομάκρυνσης από τους αγρούς μεγάλου σμήνους ακρίδων. Έτσι, όταν συμβεί βλάβη στους αγρούς και στους κήπους από ακρίδες ή ερπετά, διαβάζεται ειδική ικετήρια ευχή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου προς τον άγιο Τρύφωνα και θαυματουργικά το κακό φυγαδεύεται (εικ. 2).
Να πούμε, στο σημείο αυτό, ότι οι άγιοι παρεμβαίνουν είτε θανατώνοντας τα ζώα- όταν αυτά στρέφονται εναντίον του ανθρώπου και του προξενούν σοβαρές υλικές καταστροφές- είτε ανασταίνοντάς τα, όταν και πάλι καθίστανται απαραίτητα προς ανακούφιση του πόνου και της ταλαιπωρίας των αφεντικών τους[2] ή όταν ο θάνατός τους είναι αποτέλεσμα δαιμονικής συνεργίας[3]. Έτσι και ο όσιος Φλαβιανός, ο έγκλειστος (17Φεβρ.), με μόνη την προσευχή του- όπως άλλοτε και ο τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς Γεώργιος- θανάτωσε ένα άγριο θηρίο και φόνευσε ένα επικίνδυνο και φαρμακερό φίδι, που λέγεται «ασπίδα» και πολλούς ανθρώπους γλίτωσε από τα θανατηφόρα δήγματά του. Επίσης, ο Ιερομάρτυς Μίλος (10 Νοεμβρίου) με τον τίμιο σταυρό και το εξορκιστικό του φύσημα διάνοιξε την κοιλιά του και θανάτωσε ένα φοβερό θηρίο, που είχε μπει στη σπηλιά ενός ασκητή της ερήμου[4]. Τέλος, ο άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων θανάτωσε ένα φαρμακερό φίδι που είχε εγκατασταθεί στην πηγή του νερού που έπιναν τα πρόβατα ενός πτωχού τσοπάνη. Το φίδι δηλητηρίαζε το νερό και τα πρόβατα του κτηνοτρόφου, το ένα μετά το άλλο, ψοφούσαν. Ο άγιος το μεν φίδι, όπως σημειώσαμε, θανάτωσε, τα δε νεκρά ζώα ζωοποίησε. Τα πάντα δημιουργήθηκαν για να τα χρησιμοποιεί και να τα επωφελείται ο άνθρωπος. Όταν ενοχλούν τον άνθρωπο ή στρέφονται εναντίον του και καθίστανται βλαβερά προς αυτόν, οι άγιοι επεμβαίνουν προς ανακούφισή του. Έτσι, με τον τρόπο αυτόν, οι άγιοι αντιμετωπίζουν την υλική διάσταση του κόσμου τούτου σε σχέση πάντοτε προς τον Θεό και έχοντας ως γνώμονα και κανόνα των ενεργειών τους την προστασία, το συμφέρον και την ανακούφιση του ανθρώπου.
Η Ορθόδοξη, λοιπόν, Εκκλησία δεν έχει να μας παρουσιάσει θεράποντες αγίους μόνο για τους ανθρώπους, για τον απλούστατο λόγο ότι η αγαπητική μέριμνα του Δημιουργού Πατέρα δεν σταματά μόνο στον άνθρωπο, αλλά στρέφεται και προχωρεί και πέρα από αυτόν και σε αυτά τα άλογα ζώα και τα φυτά, καθώς και στην υπόλοιπη υλική διάσταση του κόσμου τούτου[5]. Έτσι, βλέπουμε τους διάφορους ασκητές και αγίους της Εκκλησίας μας να συμπεριφέρονται προς τη φύση και τη ζωή με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη. τη βλέπουν ως κάτι ζωντανό, ως πολύτιμη δωρεά και παρακαταθήκη του Θεού προς τον άνθρωπο. Θεωρούν ότι όλα τα πλάσματα τής γης, όλα ανεξαιρέτως τα πλάσματα, ακόμη και τα πιο ταπεινά, ακόμη και το παραμικρό φυλλαράκι, το κάθε έντομο, η χρυσή μέλισσα, το μυρμήγκι, όλα αποπνέουν τη δόξα τού Θεού, όλα στρέφονται και οδεύουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν, προς δόξαν Αυτού. Γι’ αυτό όλα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αγάπης. Αγαπώντας το κάθε τι στη ζωή θα καταλήξουμε να αγαπάμε τον κόσμο όλο με μια παγκόσμια αγάπη[6]. Και συνεχίζει παρακάτω. πρέπει ν’ αγαπούμε όχι για μια στιγμή, μα ως το τέλος. Ο καθένας, ακόμα κι ο πιο χυδαίος άνθρωπος, είναι ικανός να νιώσει μια καρποφόρα αγάπη. Ο αδελφός μου ζητούσε συγνώμη απ’ τα πουλιά. Κάτι τέτοιο μπορεί να φανεί ανόητο, αλλά είναι σωστό, γιατί όλα μοιάζουν με τον Ωκεανό, όπου όλα συγκεντρώνονται κι όλα επικοινωνούν κι έχουν μια θέση εκεί μέσα κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος τού κόσμου[7].
Ως άριστοι φυσιοδίφες και φυσιολόγοι και βαθείς γνώστες της χριστιανικής κοσμολογίας και φιλοσοφίας, οι Άγιοι δεν «εκμεταλλεύονται» τη φύση, χρησιμοποιώντας την ασύστολα και με πονηρή κερδοσκοπική διάθεση και αποκαθιστούν, έτσι, τον κλονισμό της αρμονίας και συνεργασίας, που επήλθε από την απομάκρυνση του αμαρτήσαντος ανθρώπου από τον Θεό. Τρέφουν τα πουλιά του ουρανού και τα ζώα, ακόμα και αυτά τα ασήμαντα για τον κοινό άνθρωπο μυρμήγκια και διατηρούν σχέσεις εγκάρδιας φιλίας με τα άγρια ζώα της ερήμου. Καθίστανται, με λίγα λόγια, υπεύθυνοι για τον κόσμο μέχρι και το τελευταίο πράσινο χορταράκι και ως κατά χάριν «υιοί του Θεού» σώζουν την κτίση από τον θρυμματισμό, από τη φθορά και από τη διάσπαση της ενότητας[8] και σώζονται και οι ίδιοι, μετέχοντας οργανικά στο ζωηφόρο Σώμα του Χριστού και εγκεντριζόμενοι στη λειτουργική ενότητα της Εκκλησίας.
Η «θεωρία της ατομικής σωτηρίας», όπου ο άνθρωπος δεν ασχολείται παρά μόνο με τη σωτηρία της ψυχής του, εκφράζει μιαν επικίνδυνη όσο και διεστραμμένη παραμόρφωση και δεν απαντάται στους ασκητές και αγίους της Εκκλησίας μας, ούτε, φυσικά, στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. «Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό ως ένα μακροκοσμικό ον, για τούτο είναι φυσικό και λογικό να υπάρχει μέσα του μακροκοσμική αίσθηση και συνείδηση του κόμου. Γι’ αυτό ο άνθρωπος που δεν τον έχει διαταράξει και διασπάσει η αμαρτία αισθάνεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων. αισθάνεται τη χαρά και την λύπη των δημιουργημάτων ως δική του, γιατί, κατά κάποιο μυστικό τρόπο, είναι φορέας του κλήρου όλων των δημιουργημάτων»[9]. Να γιατί δεν μπορούμε μόνοι μας να σταθούμε μπροστά στον Θεό. να γιατί δεν σωζόμαστε ατομικά, στηριζόμενοι στην ατομική μας αξιομισθία και αυτοεπιβεβαίωση, παρά όλοι μαζί, «συλλογικά», και ανάλογα με τη στάση που ο καθένας μας θα επιδείξει, συνολικά, απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει- θεωρούμενος, δηλαδή, ο κόσμος- ανθρώπινος, ζωικός και υλικός- στο σύνολό του και ως ενιαία οργανική δομή και ενότητα. Η νίκη του κακού και η κατάργηση της αμαρτίας, δεν είναι ένα ατομικό γεγονός, ένα είδος δικαίωσης και αυτοεπιβεβαίωσης της ανθρώπινης μονάδας, αλλά είναι η πραγματικότητα μιας καινούριας ανθρωπότητας, η μεταμόρφωση της Ιστορίας, η φανέρωση ενός καινούριου συλλογικού ανθρώπινου ήθους[10], που βρίσκει τη λύτρωση μετέχοντας οργανικά στο ζωηφόρο Σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας και προσπαθώντας να σώσει σύμπασα την κτίση από τη φθορά και τον θάνατο.
Ή, όπως έλεγε ο Σολόβιεφ, «θα σωθεί εκείνος μόνο που σώζει τους άλλους»[11], που νιώθει υπεύθυνος για τον κόσμο και προσπαθεί να θεραπεύσει και αναστηλώσει τον κόσμο στην αρχική, στην προπτωτική του κατάσταση. Γι’ αυτό ο πιστός οφείλει με τη χάρη τού Θεού «εν ταπεινώσει» να καταστεί πνευματικός και χρήσιμος στον κόσμο και τους συναθρώπους του. Η φύση ζητά και επιδιώκει να υποκαταστήσει τις δυνατότητες της θείας Χάρης. κάθε απολυτοποιημένη και αυτόνομη φυσική επιθυμία ανάγεται στην πρώτη εκείνη ανταρσία της αυτονομίας: «εν η αν ημέρα φάγητε από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, έσεσθε ως θεοί». Η άσκηση, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η πραγματική αντίσταση του ανθρώπου στη φορά που έχει η φύση να απολυτοποιηθεί από τη Χάρη. είναι η ενεργητική έκφραση της θέλησής του για επαναφορά της φύσης σε κοινωνία με τη χάρη[12]. Για τούτο ο άνθρωπος καλείται να βιώσει και γνωρίσει τον Θεό μέσα από τη σωστή χρήση του κόσμου στα όρια της «Ευχαριστίας»- που είναι η ίδια η πραγματικότητα της ζωής μας- χρησιμοποιώντας τον κόσμο, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, με τρόπο «ευχαριστιακό» και σε άμεση επαφή με το πρόσωπο του Θεού Λόγου[13]. Ότιδήποτε γίνεται σεμνά, με αγάπη και ευχαριστία είναι καλοδεχούμενο. Αν όμως το κάνουμε χωρίς αγάπη, χωρίς ευχαριστία, για να «παίξουμε» λίγο με τη ζωή, αυτή, κάποτε, θα μας εκδικηθεί. Το θράσος να διαχειριζόμαστε τη ζωή ως θεοί είναι το μεγάλο λάθος. Η θεότητα χαρίζεται, δεν διεκδικείται, ούτε υφαρπάζεται. Αν τη δεχτείς ως δώρο, την παίρνεις. Αν τη διεκδικήσεις αλαζονικά, τη χάνεις[14].
Αυτό, βέβαια, μπορεί να αναχθεί σε στάση ζωής και ευχαριστίας όλων μας απέναντι στην υλική πραγματικότητα. Πώς; Με τον ανάλογο σεβασμό μας προς αυτήν, κατά το υπόδειγμα των αγίων, με την αυτάρκεια και την ολιγάρκεια που θα πρέπει να μας διακρίνουν στη σχέση μας προς τη φύση. Να αρκούμαστε, δηλαδή, στα λίγα και απαραίτητα, στη λογική χρήση των καρπών της και να μη διακατεχόμαστε από το πάθος της πλεονεξίας. Έτσι, και εμείς θα έχουμε επάρκεια αγαθών, αλλά και η φύση θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των επερχόμενων γενεών, διαθέτοντας τα προς τούτο απαραίτητα αποθέματα (αειφόρος ανάπτυξη). Πρέπει να το καταλάβουμε ότι η γη και το περιβάλλον δεν μας ανήκουν. τα έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας, καθώς οι επιπτώσεις μπορούν να αποβούν μοιραίες για τις επόμενες γενιές, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Είμαστε διαχειριστές, οικονόμοι, εργαζόμενοι και φύλακες της φύσης, σύμφωνα με τον γνωστό λόγο της Γενέσεως [«εργάζεσθαι αυτόν (τον παράδεισον) και φυλάσσειν»[15]]. Δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση ο άνθρωπος να θεωρήσει τον εαυτό του ιδιοκτήτη και κατακτητή, αφεντικό, κύριο και κυρίαρχο της φύσης[16] και να καταχραστεί τα δώρα της. Γιατί, όπως λέγει ο Clement (θέλει τόνο στο 1ο e), ανάλογα προς τη χρήση που κάνουμε στο φυσικό μας περιβάλλον, εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε ο «λόγος» δια του οποίου εκφράζεται η κτίση και απευθύνεται προς τον Θεό. από εμάς τους ανθρώπους εξαρτάται αν η φύση, τελικά, θα βλασφημεί ή θα προσεύχεται προς τον Θεό. Από το αν θα μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε το σώμα μας, αλλά και σύμπασα τη κτίση, σε ναό του Αγίου Πνεύματος, όπου ο Θεός θα λατρεύεται και θα προσκυνάται στο διηνεκές[17].
Αναφέρομε, στο σημείο αυτό, την τόσο χαρακτηριστική περίπτωση του αγίου Σιλουανού, ενός σύγχρονού μας Αγιορείτη Ρώσου Αγίου, που ένιωθε απεριόριστη συμπόνια και αγάπη για κάθε τι το ζωντανό, για κάθε κτίσμα του Δημιουργού Πατέρα. Πίστευε πως κάθε κακομεταχείριση που τα βλάπτει είναι αντίθετη με τη διδαχή της χάρης. Ο Γέροντας Σιλουανός έλεγε ενδεικτικά πως το πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνια και την αγάπη προς ολόκληρη την υλική κτίση, ώστε να μην επιτρέπεται να κόβουμε ούτε ένα φυλλαράκι του δένδρου χωρίς αποχρώντα λόγο, χωρίς ανάγκη. «Να ένα πράσινο φύλλο πάνω στο δένδρο και συ το έκοψες έτσι, χωρίς ανάγκη! Αν και δεν είναι αμαρτία, η πράξη αυτή, πώς να το πω, προκαλεί οίκτο. Η καρδιά που έμαθε να αγαπά, λυπάται και διάκειται φιλικά προς ολόκληρη την κτίση». Όμως, να που η συμπόνια αυτή για το πράσινο φύλλο του δένδρου ή για το αγριολούλουδο που πατούμε, συνδυαζόταν μέσα στην ψυχή του Γέροντα με την πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Ως συνειδητός χριστιανός ήξερε πως όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο. γι’ αυτό, όταν είναι ανάγκη, ο άνθρωπος έχει την άδεια να μπορεί να χρησιμοποιήσει και να επωφεληθεί τα πάντα, όσα υπάρχουν γύρω του στο φυσικό βασίλειο. Ο ίδιος ο Γέροντας, θέριζε το σανό, έκοβε τα ξύλα στο δάσος και τα αποθήκευε για το χειμώνα, έτρωγε ψάρια[18]. Το ίδιο αγαπητική και διακριτική βρίσκουμε τη μέριμνα του Γέροντα Σιλουανού και προς αυτά τα ζώα. Είναι αξιοσημείωτες στα γραπτά του οι σκέψεις και τα αισθήματά του προς τα ζώα, που είναι και αυτά πλάσματα του Θεού. Ήταν, λοιπόν, πραγματικά, εκπληκτική η συμπόνια του, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ όσα διηγείται για το κλάμα που έκανε συνειδητοποιώντας, κάποτε, την τραχύτητά του, όταν, χωρίς ανάγκη, σκότωσε μια μύγα ή έριξε ζεστό νερό για να σκοτώσει τη νυχτερίδα που κατοίκησε στο μπαλκόνι του ή, τέλος, πόσο λυπήθηκε όταν αντίκρισε στο δρόμο ένα κατακομματιασμένο φίδι[19]. Και η αγάπη του αυτή τον ειρήνευε μέσα του σε τέτοιο βαθμό, που τον άκουαν συχνά να λέγει στη ρωσική μονή τού Αγίου Παντελεήμονος, όπου πριν μερικα χρόνια εκοιμήθη: «Θεέ μου, μη μου δώσεις άλλη χαρά, γιατί, αν βαστάξει ένα λεπτό ακόμα, η καρδιά μου θα σπασει!»[20].
Τη σημασία των λόγων αυτών του Γέροντος Σιλουανού ενός σύγχρονου «οικολόγου αγίου», μπορούμε να κατανοήσουμε και αξιολογήσουμε σε βάθος μόνο όταν αναλογισθούμε το μέγεθος της άκριτης οικολογικής καταστροφής που συντελείται στις μέρες μας από τον άνθρωπο της πτώσης και της αμαρτίας, τον άνθρωπο που στερείται πίστης και αγάπης προς τον Θεό και τη Δημιουργία Του. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον έβαλε στον Παράδεισο, με τις αισθήσεις του υγιείς και φυσικές, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία το λογικό που δόθηκε από τον Θεό κατευθύνει τη βούληση του ανθρώπου. Όταν, όμως, ο άνθρωπος κατά το προπατορικό αμάρτημα έτεινε το αυτί του πρόθυμα σε «αυτόν» που συνάντησε στον Κήπο, δηλαδή τον πειράζοντα, και ακολούθησε τα προστάγματά του, αντίθετα προς τη θέληση και τις οδηγίες του Θεού Δημιουργού, όλες οι αισθήσεις του στράφηκαν εναντίον της φύσεως, διαστρεβλώνοντας την αρχέγονη τάξη[21]. Γι’ αυτό, έκτοτε, και τα άγρια ζώα τον περιφρονούν και είναι όλα έτοιμα να εφορμήσουν κατ’ αυτού και να τον κατασπαράξουν. Εκεί όπου δεν υπάρχει Θεός δεν υπάρχει ούτε και άνθρωπος. Η απώλεια της εικόνας τού Θεού συνεπιφέρει απλούστατα την εξαφάνιση και του ανθρώπου, απανθρωπίζει τον κόσμο, πολλαπλασιάζει τους «δαιμονισμένους».
Οι άγιοι, αντίθετα, ζώντας στην προπτωτική κατάσταση, αγαπούν και σέβονται τον Δημιουργό, επεκτείνοντας τον σεβασμό και την αγάπη τους αυτήν και προς όλη την κτιστή και άκτιστη δημιουργία- που είναι προέκταση της ανθρώπινης δημιουργίας- άρα και προς αυτά τα ζώα και τα φυτά[22], με τα οποία διατηρούν κλίμα ζωηρής φιλίας και εγκαρδιότητας. Η μοναστική, ιδιαίτερα, παράδοση τιμά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τονίζει την αγάπη του πλησίον και την άσκηση της καρδιάς. Εντυπωσιάζει με την υπερβολή όχι του φόβου, αλλά της αγάπης που ξεχειλίζει και της τρυφερότητας προς το σύμπαν «για κάθε δημιούργημα ακόμα και γι’ αυτά τα ζώα, τους δαίμονες»[23] και τα φυτά. Ο άγιος Αρσένιος, για παράδειγμα, ο Καππαδόκης, ο Θαυματουργός (10 Νοεμβρίου), σύμφωνα με το συναξάρι του, συχνά πήγαινε να τελέσει αγρυπνίες σε απομονωμένα εξωκκλήσια, βαδίζοντας ανυπόδητος και δίχως να χρησιμοποιεί ζώο, για να μιμηθεί τον Χριστό που πήγαινε πάντα με τα πόδια, αλλά και από συμπόνια και ευσπλαχνία για τα ζώα, που δεν ήθελε να τα κατατυραννά[24].
Οι άγιοι, διατηρώντας αρμονικές σχέσεις με όλη την κτιστή και άκτιστη δημιουργία, προγεύονται από τώρα την ειρήνη των εσχάτων ημερών, που- σύμφωνα και με το κήρυγμα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης- θα είναι μια επιστροφή στην προπτωτική παραδείσια κατάσταση, που χαρακτηριστικό της γνώρισμα θα έχει την τέλεια υποταγή στο θέλημα και τον νόμο του Θεού. Έτσι, κάθε στιγμή ξαναβρίσκει το νόημά της μέσα στην Ιστορία, επειδή βρήκε την εσχατολογική της διάσταση. Η εσχατολογία δεν καταργεί τον χρόνο, αλλά αποκαλύπτει το μεταχρονικό του νόημα, που άξονα του έχει τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό οι Κανόνες απαγορεύουν να προσευχόμαστε γονατιστοί την Κυριακή, ένα λάθος που παρατηρείται συχνά στον πιστό λαό μας, που το θεωρεί μεγάλη ασέβεια να μη γονατίσει την ώρα της Θ. Λειτουργίας, όταν ο ιερέας «βγάζει» τα Άγια ή κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Ο άγιος Βασίλειος την όρθια στάση προσευχής, την ημέρα της Κυριακής, την εξηγεί ταυτίζοντας την με την αναζήτηση των ουρανίων πραγμάτων. Είναι μια στάση «εσχατολογική» της προσμονής της Παρουσίας, η στάση εκείνη που τείνει προς τον ουρανό και προς το υπέρτατο, προς το «έσχατον»[25].
Το περιεχόμενο και οι τρόποι εκδήλωσης της εσχατολογικής αυτής ειρήνης περιγράφονται από τον Ησαΐα με αναλυτικό και εξαιρετικά παραστατικό τρόπο: «και εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται. Και αναπαύσεται επ’ αυτόν πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας. εμπλήσει αυτόν πνεύμα φόβου Θεού…και συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνός, και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω, και μοσχάριον και ταύρος και λέων άμα βοσκηθήσονται, και παιδίον μικρόν άξει αυτους. και βους και άρκτος άμα βοσκηθήσονται, και άμα τα παιδία αυτών έσονται, και λέων και βους άμα φάγονται άχυρα. Και παιδίον νήπιον επί τρώγλην ασπίδων[26] και επί κοίτην εκγόνων ασπίδων την χείρα επιβαλεί. Και ου μη κακοποιήσωσιν, ουδέ μη δύνωνται απολέσαι ουδένα επί το όρος το άγιόν μου, ότι ενεπλήσθη η σύμπασα του γνώναι τον Κύριον ως ύδωρ πολύ κατακαλύψαι θαλάσσας»[27].
Το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα από τον Ησαΐα δίνει, νομίζω, με σαφήνεια και καθαρότητα την έκταση της εσχατολογικής ειρήνης- όταν η ιστορία του κόσμου τούτου θα έχει φθάσει στο τέλος της- που περιλαμβάνει την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων, αλλά και την αποκατάσταση των αρμονικών σχέσεών τους προς σύμπασα τη κτίση και την επαναφορά τους στην προ της πτώσεως κατάσταση, όταν ο Αδάμ συμβίωνε ειρηνικά με τα ζώα του παραδείσου και το γύρω του κτιστό περιβάλλον[28]. Όποιος βιώνει αυτήν την ειρήνη έχει καταλλαγεί με όλη τη κτίση και έχει «καρδίαν ελεήμονα», κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, για όλη την κτίση. Έχει, όπως επεξηγεί ο ίδιος, «καύσιν καρδίας υπέρ πάσης τής κτίσεως. Υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος …Εκ τής πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης τής συνεχούσης την καρδίαν … ου δύναται βαστάσαι ή ακούσαι ή ιδείν βλάβην τινά ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην…»[29]
Κατά παρόμοιο τρόπο- προς αυτόν του Ησαΐα από την Π. Διαθήκη- λειτουργούν και οι αφηγήσεις των συναξαριστών γύρω από ζώα, συχνά, μάλιστα, και από άγρια θηρία, λιοντάρια, αρκούδες, κροκοδείλους κτλ.[30],τα οποία βρίσκονταν πολύ στενά συνδεδεμένα με ορισμένους Αγίους κι ασκητές της Εκκλησίας μας και υπήρχε αρμονική και αγαστή μεταξύ τους επικοινωνία και αναστροφή, όπως αυτήν των πρωτοπλάστων, πριν από την πτώση, στον Κήπο του Παραδείσου, όταν οι σχέσεις τους με τη φύση χαρακτηρίζονταν από απόλυτο σεβασμό, τάξη, αγάπη, μέτρο, ισορροπία, πνευματικό κάλλος και ομορφιά. Στους αγίους υποτάσσεται η άλογος φύση, που εκφράζεται στα άλογα πάθη του σώματος, στα στοιχεία της φύσης και στα άγρια θηρία του αγρού.
Έτσι, σύμφωνα με τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μεγάλο, ερημίτη στο όρος Όλυμπος (4 Δεκ.)- που η τιμία κάρα του φυλάσσεται σήμερα στην Ι. Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους- «κατά τη δημιουργία τους τα ζώα σεβόντουσαν τον άνθρωπο που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόναν και ομοίωσιν» Θεού και δεν του ενέπνεαν κανένα φόβο. Τώρα, όμως, τα φοβόμαστε, γιατί έχουμε παραβεί τις εντολές του Θεού. Εάν αγαπάμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και τις εντολές Του, κανένα ζώο δεν μπορεί να μας βλάψει»[31]. Και ο ίδιος, μάλιστα, ο άγιος Ιωαννίκιος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με άγρια ζώα, που στους άλλους γύρω του έσπερναν μόνο φόβο και πανικό και τιμάται ως προστάτης και θεράπων κατά των φιδιών και παντός ιοβόλου. Το ίδιο συνέβαινε και με τον όσιο Μακάριο τον Ρωμαίο (23 Οκτ.), που, σύμφωνα με το συναξάρι του, συζούσε σε σπήλαιο με δύο λιοντάρια σε άγρια κατάσταση[32]. Επίσης, ο άγιος μάρτυς Αρτέμων ακολουθούνταν μόνιμα από δύο ελάφια και έξι άγριους όνους, ο όσιος Άτταλος ο θαυματουργός(6 Ιουνίου) κάθε πρωί υποδεχόταν τα άγρια πουλιά που φιλικά τον επισκέπτονταν στο κελί του, ο άγιος Βλάσιος, ο ιερομάρτυς, συζούσε σε σπηλιά μαζί με άγρια ζώα, που όμως ποτέ δεν τον πείραζαν, ο σεβάσμιος Γέρων Ζωσιμάς δέχθηκε τις υπηρεσίες ενός λιονταριού, στην προσπάθειά του να ανοίξει μόνος του εκεί στην έρημο, γέρων και αδύναμος, τον τάφο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, ενώ τον άγιο Αλέξανδρο, επίσκοπο Ιεροσολύμων (12 Δεκ.), τον άγιο Μάμαντα, την αγία Θέκλα, την αγία Ευφημία, την αγία Βλανδίνη εν Λουγδούνοις τα θηρία, στα οποία τους έριξαν για να τους κατασπαράξουν, τους πλησίασαν ήμερα, κυλίονταν στα πόδια τους και τους τα έγλυφαν με καταφανή αβρότητα και ευγνωμοσύνη. Για την τελευταία μάρτυρα, την Βλανδίνη, σημειώνει ο Ευσέβιος[33] ότι τα απολυθέντα θηρία ουδαμώς ήψαντο αυτης, τουτου δε ένεκεν και «ανελήφθη αύτη πάλιν εις την ειρκτήν, εις άλλον αγώνα τηρουμένη». Και ο Ντοστογιέβσκη αναφέρεται στην περίπτωση ενός μεγάλου αγίου που είχε πάει στο δάσος να βρεί την σωτηρία τής ψυχής του και κεί δέχθηκε την επίσκεψη μιας άγριας αρκούδας. Ο άγιος ένιωσε τρυφερότητα για το ζώο, το πλησίασε χωρίς να φοβηθεί, τούδωσε ένα κομμάτι ψωμί: «Πήγαινε τής είπε κι ο Χριστός νάναι μαζί σου!». Και το θηρίο έφυγε πειθαρχημένο χωρίς να τού κάνει κακό[34]. Και τα παραδείγματα αυτά αγίων που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις συμπάθειας και αγάπης προς τα ζώα, ή δέχθηκαν εκδουλεύσεις από άγρια ζώα κατά την επίγεια ζωή τους ή κατά την ώρα του μαρτυρίου τους, δεν έχουν τέλος στους συναξαριστές[35].
Ο σημερινός άνθρωπος της πτώσης και της αμαρτίας κατακυρίευσε μεν τη γη, με έναν τρόπο, όμως, ιδιαζόντως άπληστο, επιθετικό, αλαζονικό και αυθάδη, υπερβαίνοντας, πέρα από κάθε λογική, τα εσκαμμένα και δημιουργώντας αμέτρητα δεινά, που στον αιώνα μας έχουν υπέρμετρα γιγαντωθεί και στρέφονται αμείλικτα εναντίον του. Απώλεσε, έτσι, τις αρμονικές σχέσεις του με τα ζώα και το λοιπό άκτιστο περιβάλλον, την πρώτη αθωότητα του Παραδείσου. Παράλληλα, εξαιτίας της εντατικής εκβιομηχάνησης μολύνθηκε το φυσικό περιβάλλον ανεπανόρθωτα, για πρώτη φορά σε τέτοια πρωτοφανή έκταση για ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων, τα σαπισμένα νερά, τα νεκρωμένα εδάφη, τα νοσογόνα φυτοφάρμακα και τα όσα άλλα εφιαλτιικά συμπτώματα ζει ο σημερινός άνθρωπος των βιομηχανικών μεγαλουπόλεων, όλα αποδείχνουν ένα τραγικό λάθος που παίρνει ραγδαία τις διαστάσεις θανάσιμης απειλής. Ό,τι ονομάζουμε πρόοδο και «ανάπτυξη», αποδείχθηκε βιασμός της φύσης και διαφθορά της, που καταντά αναπόφευκτα βασανισμός και απειλή θανάτου για τον άνθρωπο[36]. Παρακολουθούμε, έτσι, τη φύση να αργοπεθαίνει κάτω από το δικό του θανάσιμο σφικταγκάλιασμα. τα ζώα να πονούν, να υποφέρουν, τα δένδρα και τα φυτά να μαραίνονται και να προσβάλλονται από θεομηνίες και ασθένειες, όλη την αναίσθητη φύση να υπόκειται στη φθορά και τον θάνατο.
Σήμερα, που, παρά ποτέ άλλοτε, το οικολογικό πρόβλημα έχει αναδειχθεί σε μέγιστο πρόβλημα της εποχής μας, ο άνθρωπος επιβάλλεται να φέρει και πάλι την ισορροπία, την τάξη και την κοσμιότητα στη φύση, που «συστενάζει και συνωδύνει»[37] κάτω από το νόμο της φθοράς και του θανάτου. Ο διάβολος ενεργεί στην κτίση ως ξένη, «παράσιτη, ‘παραφύσιν’ δύναμη», γι’ αυτό και ο λεγόμενος «φυσικός κόσμος» δεν είναι πλέον καθόλου φυσικός, αφού δεν βρίσκεται στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας, αλλά σε κατάσταση αποστασίας, που οδηγεί στη φθορά και τον θάνατο[38].
Αποτελεσματική και βέβαιη λύση στο πρόβλημά του αυτό ο άνθρωπος θα αναζητήσει μόνο στον λόγο του Θεού, που εκφράζεται και ερμηνεύεται με όσα αμέσως παραπάνω αναφέραμε για τους Αγίους, που η αγάπη τους προς τον Θεό επεκτείνεται και ενσαρκώνεται σε απεριόριστο σεβασμό και αγάπη και προς τον συνάνθρωπο[39] και, κατ’ επέκταση, και προς αυτά τα ζώα και τα φυτά και τη λοιπή κτιστή και άκτιστη πραγματικότητα. Μόνο, λοιπόν, η επιστροφή του ανθρώπου στην προ πολλού απωλεσθείσα αθωότητα και η συμφιλίωση, μετάνοια και ειρήνευσή του με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη λοιπή δημιουργία, μπορούν να φέρουν, και πάλι, στην καρδιά του την επιζητούμενη σωτηρία. «Επιστράφητε, υιοί, επιστρέφοντες, και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών»[40], λέγει ο Θεός προς τους αποστάτες υιούς τού Ισραήλ, στον Ιερεμία. Η επιστροφή στον Θεό και τίποτε άλλο, από όσα αλλότρια και άσχετα προς την εντολή τής αγάπης με τόσο πόνο και αγωνία ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί, μπορούν να τον σώσουν, να τον αναγεννήσουν, αφθαρτοποιήσουν, πνευματοποιήσουν και αθανατοποιήσουν. Τότε, με τη σειρά της, και η δημιουργία, ολόκληρη η κτίση, που από την αρχή υποτάχθηκε από τον Δημιουργό «υποκάτω των ποδών αυτού»[41], θα έχει πλέον και εκείνη ελευθερωθεί, αναγεννηθεί, μεταμορφωθεί και καταστεί εξ ίσου άφθαρτος και, τρόπον τινά, πνευματική και θεοφόρος[42], μαζί με το κάθε διεσπασμένο, τεμαχισμένο και αλλοτριωμένο άτομο. «διότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού»[43].
Το μέτρο και την ελπίδα στον άνθρωπο να σπουδάσει και πάλι με σεβασμό και ταπείνωση την αλήθεια του κόσμου και να ξαναβρεί τη σωστή σχέση και επικοινωνία μαζί του, το δίνουν οι άγιοι. Οι άγιοι και οι χαρισματούχοι είναι οι θεραπευτές και αναστηλωτές του κόσμου στην αρχική του κατάσταση, που χαρακτηριζόταν από την αρμονική ισορροπία των σχέσεων μεταξύ κόσμου και ανθρώπου. Το βεβαιώνουν τα άφθονα παραδείγματα, που καταθέσαμε αμέσως παραπάνω, των θαυμαστών σχέσεών τους με τα ζώα και τη κτιστή πραγματικότητα, που όλα εμπνέονται όλα από σεβασμό, ταπείνωση και αγάπη. Τα σημεία, τα θαύματα που οι άγιοι επιτελούν, εκφράζουν τη «μερική», προς ώρας, επαναφορά στην ομαλή αρχέγονη κατάσταση της δημιουργίας πριν από την πτώση, όταν οι Προπάτορες συνεγάζονταν αρμονικά με τον Θεό στον Κήπο του Παραδείσου. Η πτώση συνέβη, όταν ο άνθρωπος απέρριψε την συνεργασία του αυτή με τον Θεο και άρχισε διά της αμαρτίας να εργάζεται και να συνεργάζεται με τον διάβολο. Η άλογος και ανόργανη κτίση θα συνεχίσει να «συστενάζει και συνωδύνει» υπό τη δουλεία της φθοράς και του θανάτου, μέχρι τη μεγάλη εκείνη στιγμή που θα λυτρωθεί δια των «υιών του Θεού», των αγίων, δηλαδή, εκείνων ανθρώπων που με πίστη και αγάπη θα συμμορφώνονται προς το θέλημα του Τριαδικού Θεού και θα συνεργάζονται μαζί Του για την αποκατάσταση στον κόσμο της ζωής του Παραδείσου και της αρχέγονης τάξης σε αυτόν.
Εδώ- στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου περί τη Χριστιανική Οικολογία- σημειώνουμε ότι στο πνεύμα αυτό των αγίων κινούμενη η Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτοστάτησε στην οικολογική ευαισθητοποίηση με πολλούς τρόπους τόσο σε παγχριστιανικό επίπεδο, με το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», όσο και σε διορθόδοξο με την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο, μάλιστα, καθιέρωσε την 1η Σεπτεμβρίου- αρχή της Ινδικτιώνος- ως Ημέρα Προσευχής για την προστασία του περιβάλλοντος.
Ο αληθής Χριστιανισμός έχει τόσα πολλά να πει για τη φύση και το περιβάλλον. Τη φύση την έχει μέσα στους κόλπους του, την αισθάνεται, τη ζη, συμπάσχει και συγχαίρει με αυτήν. Η ιστορία της αποκαλύψεως και της λυτρώσεως του ανθρώπου, που αρχίζει μέσα από τον κήπο της Γεθσημανή και τον κήπο της Αναστάσεως- όπου ο Αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε ως κηπουρός στη Μαρία τη Μαγδαληνή- είναι συνυφασμένη, κατά κάποιο τρόπο, με την κτίση και την υλική πραγματικότητα[44], και, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, βοηθά αποτελεσματικά τον άνθρωπο, μέσω αυτής, να διΐδει τον άορατο Κτίστη, τον Δημιουργό. «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους»[45]. Ο εργάτης, κατά κάποιο τρόπο, γίνεται γνωστός από τα έργα του. η ποικιλία, το πλήθος, η τάξη, η ωραιότητα, η αρμονία, η διαφορετική φύση και αρμονία των δημιουργημάτων, η σκοπιμότητα αυτών και ο συνδυασμός πάντων των μερών προς αποτέλεσιν ωραίου και αρμονικού συνόλου, αποδεικνύουν δαψιλώς τον Δημιουργό και την αΐδιον αυτού δύναμη και θεότητα[46].
***********
[1] Δημ. Σ. Λουκάτου, Δημ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Ιωάννινα/ Θεσσαλονίκη, 1966, 140.
[2] Πρβλ. ευχή αγίου Μοδέστου στο "Μικρόν Ευχολόγιον", Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 198810, 297, όπου σημειώνεται: "ίνα διά της ευεξίας και του πληθυσμού των βοών και λοιπών τετραπόδων ζώων, καλλιεργήται μεν η γη, αυξάνωσι δε οι καρποί και αφθόνως οι δούλοι σου οι επικεκλημένοι το όνομά σου απολαύωσι των ιδίων γεωργιών. Εκ τουτων δε αυτάρκειαν έχοντες, περισσεύωσιν εις παν έργον αγαθόν".
[3] Πρβλ. Ματθ. η΄, 32, Μάρκ. ε΄, 13, Λουκ. η΄, 33.
[4] Αρχ. Νικοδήμου Παυλοπούλου, Αγιοδρόμιο, Εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα 2002, 637.
[5] Για τις σχέσεις του ανθρώπου προς τα ζώα βλ. την εργασία του Σωτηρίου Λυσικάτου, Οι Άγιοι και τα Ζώα, περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 2 (1999), 42-44.
[6] Φ. Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμάζωφ, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα χ.χ., 310 και 333.
[7] Ό.π., 334.
[8] Ρωμ. η΄, 19- 21.
[9] Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αθήναι 1969, 24.
[10] Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα 1970, 160- 161.
[11]Παύλου Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν, Θεσσαλονίκη 1970, 190. Πρβλ. και Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, ό.π., 72.
[12] Χρήστου Γιανναρά, ό.π., 89.
[13]Timothy Ware, The Orthodox Church, Penguin Books (19642), 204. Αμφιλ. Ράντοβιτς, Η καθολικότης της Ορθοδοξίας- Σομπόρνοστ ή βυθός της αλογίας, στον τόμο Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, 28. Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, ό.π., 175.
[14] Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, Αρχή Χρόνου- Αρχή Κόσμου- Αρχή Ζωής, εφημερ. “To Βήμα” Αθήνας τής 24/12/2006, Βήμα Science, 5.
[15] Γεν. 2, 15.
[16]Μάριου Μπέγζου- Αθανάσιου Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ Ενιαίου Λυκείου), Αθήνα χ.χ., 153-54.
[17] Πρβλ. Olivier Clement, Πλησιάζοντας την Ορθοδοξίαν, στον συλλογικό τόμο «Τρία δοκίμια περί Ορθοδοξίας», 61.
[18] Σκέψεις του Αγίου Σιλουανού για τα φυτά και τα ζώα, περιοδ. Διάλογος (Διορθόδοξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων), τ. 37, Αθήνα Ιούλ.- Σεπτ. 2004, 36-37.
[19] Ανάλογο παράδειγμα στη Δύση έχουμε αυτό τού αγίου Φραγκίσκου, που ανακηρύχθηκε άγιος προστάτης της φύσης το 1980, ενώ άγιος είχε ανακηρυχθεί δυο χρόνια μετά το θάνατο του, το 1228.
[20] Μωυσέως Μοναχού, Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων, Αθήνα χ.χ.2, 110.
[21] Λόγοι Ησαΐου, του Νεωτέρου, P. G. 40, 1105- 1206, στο βιβλίο Ορθόδοξος Πνευματικότης, Γραμμένο από ένα μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, (Πρόλογος- Μετάφρασις: Σάββα Χρ. Αγουρίδη), Αθήναι χ.χ., 66.
[22] Σωφρ. Ζαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992.
[23] Ισαάκ Σύρου, Λόγος 50, 306.
[24] Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 3ος (Νοέμβριος), Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας- Άγιον Όρος, Αθήναι 2005, 116.
[25] Π. Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 19822, 39.
[26] Ασπίς= όφις φαρμακερός της Αιγύπτου. Τρώγλη ασπίδων= φωλιά όφεων φαρμακερών, εχιδνών. Δηλαδή το νήπιο που θηλάζει ακόμα, θα θέτει το χέρι του παίζοντας στη φωλιά των εχιδνών και εκείνες δεν θα το πειράζουν, δεν θα του κάνουν κακό, γιατί η γη θα είναι πλήρης από την γνώση του Κυρίου, όπως τα νερά κατακαλύπτουν την θάλασσα.
[27] Ησαΐα 11, 1-3 και 6-10.
[28] Γεωργίου Γαλίτη, Ο Κύριος και ο Θεός της ειρήνης, Θεσσαλονίκη 2000, 78 (ανάτυπο από τον τόμο «Οι δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του Αποστόλου Παύλου»- Εισηγήσεις Θ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων). Με παρόμοιο τρόπο εκφράζεται και ο προφήτης Ιεζεκιήλ, όταν σημειώνει «…και αφανιώ θηρία πονηρά από της γης και κατοικήσουσιν εν τη ερήμω και υπνώσουσιν εν τοις δρυμοίς….και τα θηρία ουκέτι μη φάγωσιν αυτους…» (Ιεζ. 34, 25-29).
[29] Βλ. Ισαάκ τού Σύρου, Ασκητικά, Λογος 81, έκδ. Θεοτόκη, Αθήνα 1895, 306, στον Γεωργίου Γαλίτη, ό.π., 86.
[30] Σουλτάνα Λάμπρου, Αναστάσεις Ζώων στους Βίους των Αγίων, περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 2 (1999), 60.
[31] Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 3ος (Νοέμβριος), Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας- Άγιον Όρος, Αθήναι 2005, 47.
[32]Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, χ.χ., 282 (οικείο λήμμα).
[33] Ευσεβίου V, 1, 42.
[34] Φ. Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμάζωφ, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα χ.χ., 310.
[35] Πρβλ. και την περίπτωση του μυθικού Ορφέα, ο οποίος λέγεται ότι διά του άσματός του σαγήνευε τα άγρια θηρία και κινούσε λίθους και άγρια δένδρα.
[36] Χρήστου Γιανναρά, Αλφαβητάρι της Πίστης, 19917, 84.
[37] Ρωμ. 8, 23.
[38] Ιω. Ρωμανίδη, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήναι 1957, 60 εξ.
[39] Εάν τις είπει ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον άδελφόν αυτου μισή, ψεύστης εστίν. ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτου ον εώρακεν, τον Θεόν ον ουχ εώρακεν ου δύναται αγαπάν. Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτου, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτου (Ιω. α΄ 4, 20-21).
[40] Ιερεμ. γ΄, 22.
[41] Εβρ. β΄, 8 και Εφεσ. α΄, 22 («και πάνατα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού»).
[42] Πρβλ. Ν. Μπερτιάγεφ, Πνεύμα και ελευθερία, μετάφρ. Μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίου, Αθήναι 1952, στον Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ο Άνθρωπος, Αθήναι 1966, 365.
[43] Ρωμ. η΄, 21.
[44] Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, ό.π., 363.
[45] Ρωμ. α΄, 20.
[46] Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τ. Α΄, Αθήναι 1956,42.
Η Ορθόδοξη, λοιπόν, Εκκλησία δεν έχει να μας παρουσιάσει θεράποντες αγίους μόνο για τους ανθρώπους, για τον απλούστατο λόγο ότι η αγαπητική μέριμνα του Δημιουργού Πατέρα δεν σταματά μόνο στον άνθρωπο, αλλά στρέφεται και προχωρεί και πέρα από αυτόν και σε αυτά τα άλογα ζώα και τα φυτά, καθώς και στην υπόλοιπη υλική διάσταση του κόσμου τούτου[5]. Έτσι, βλέπουμε τους διάφορους ασκητές και αγίους της Εκκλησίας μας να συμπεριφέρονται προς τη φύση και τη ζωή με απεριόριστο σεβασμό και αγάπη. τη βλέπουν ως κάτι ζωντανό, ως πολύτιμη δωρεά και παρακαταθήκη του Θεού προς τον άνθρωπο. Θεωρούν ότι όλα τα πλάσματα τής γης, όλα ανεξαιρέτως τα πλάσματα, ακόμη και τα πιο ταπεινά, ακόμη και το παραμικρό φυλλαράκι, το κάθε έντομο, η χρυσή μέλισσα, το μυρμήγκι, όλα αποπνέουν τη δόξα τού Θεού, όλα στρέφονται και οδεύουν, χωρίς να το καταλαβαίνουν, προς δόξαν Αυτού. Γι’ αυτό όλα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο αγάπης. Αγαπώντας το κάθε τι στη ζωή θα καταλήξουμε να αγαπάμε τον κόσμο όλο με μια παγκόσμια αγάπη[6]. Και συνεχίζει παρακάτω. πρέπει ν’ αγαπούμε όχι για μια στιγμή, μα ως το τέλος. Ο καθένας, ακόμα κι ο πιο χυδαίος άνθρωπος, είναι ικανός να νιώσει μια καρποφόρα αγάπη. Ο αδελφός μου ζητούσε συγνώμη απ’ τα πουλιά. Κάτι τέτοιο μπορεί να φανεί ανόητο, αλλά είναι σωστό, γιατί όλα μοιάζουν με τον Ωκεανό, όπου όλα συγκεντρώνονται κι όλα επικοινωνούν κι έχουν μια θέση εκεί μέσα κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος τού κόσμου[7].
Ως άριστοι φυσιοδίφες και φυσιολόγοι και βαθείς γνώστες της χριστιανικής κοσμολογίας και φιλοσοφίας, οι Άγιοι δεν «εκμεταλλεύονται» τη φύση, χρησιμοποιώντας την ασύστολα και με πονηρή κερδοσκοπική διάθεση και αποκαθιστούν, έτσι, τον κλονισμό της αρμονίας και συνεργασίας, που επήλθε από την απομάκρυνση του αμαρτήσαντος ανθρώπου από τον Θεό. Τρέφουν τα πουλιά του ουρανού και τα ζώα, ακόμα και αυτά τα ασήμαντα για τον κοινό άνθρωπο μυρμήγκια και διατηρούν σχέσεις εγκάρδιας φιλίας με τα άγρια ζώα της ερήμου. Καθίστανται, με λίγα λόγια, υπεύθυνοι για τον κόσμο μέχρι και το τελευταίο πράσινο χορταράκι και ως κατά χάριν «υιοί του Θεού» σώζουν την κτίση από τον θρυμματισμό, από τη φθορά και από τη διάσπαση της ενότητας[8] και σώζονται και οι ίδιοι, μετέχοντας οργανικά στο ζωηφόρο Σώμα του Χριστού και εγκεντριζόμενοι στη λειτουργική ενότητα της Εκκλησίας.
Η «θεωρία της ατομικής σωτηρίας», όπου ο άνθρωπος δεν ασχολείται παρά μόνο με τη σωτηρία της ψυχής του, εκφράζει μιαν επικίνδυνη όσο και διεστραμμένη παραμόρφωση και δεν απαντάται στους ασκητές και αγίους της Εκκλησίας μας, ούτε, φυσικά, στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. «Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό ως ένα μακροκοσμικό ον, για τούτο είναι φυσικό και λογικό να υπάρχει μέσα του μακροκοσμική αίσθηση και συνείδηση του κόμου. Γι’ αυτό ο άνθρωπος που δεν τον έχει διαταράξει και διασπάσει η αμαρτία αισθάνεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων. αισθάνεται τη χαρά και την λύπη των δημιουργημάτων ως δική του, γιατί, κατά κάποιο μυστικό τρόπο, είναι φορέας του κλήρου όλων των δημιουργημάτων»[9]. Να γιατί δεν μπορούμε μόνοι μας να σταθούμε μπροστά στον Θεό. να γιατί δεν σωζόμαστε ατομικά, στηριζόμενοι στην ατομική μας αξιομισθία και αυτοεπιβεβαίωση, παρά όλοι μαζί, «συλλογικά», και ανάλογα με τη στάση που ο καθένας μας θα επιδείξει, συνολικά, απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει- θεωρούμενος, δηλαδή, ο κόσμος- ανθρώπινος, ζωικός και υλικός- στο σύνολό του και ως ενιαία οργανική δομή και ενότητα. Η νίκη του κακού και η κατάργηση της αμαρτίας, δεν είναι ένα ατομικό γεγονός, ένα είδος δικαίωσης και αυτοεπιβεβαίωσης της ανθρώπινης μονάδας, αλλά είναι η πραγματικότητα μιας καινούριας ανθρωπότητας, η μεταμόρφωση της Ιστορίας, η φανέρωση ενός καινούριου συλλογικού ανθρώπινου ήθους[10], που βρίσκει τη λύτρωση μετέχοντας οργανικά στο ζωηφόρο Σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας και προσπαθώντας να σώσει σύμπασα την κτίση από τη φθορά και τον θάνατο.
Ή, όπως έλεγε ο Σολόβιεφ, «θα σωθεί εκείνος μόνο που σώζει τους άλλους»[11], που νιώθει υπεύθυνος για τον κόσμο και προσπαθεί να θεραπεύσει και αναστηλώσει τον κόσμο στην αρχική, στην προπτωτική του κατάσταση. Γι’ αυτό ο πιστός οφείλει με τη χάρη τού Θεού «εν ταπεινώσει» να καταστεί πνευματικός και χρήσιμος στον κόσμο και τους συναθρώπους του. Η φύση ζητά και επιδιώκει να υποκαταστήσει τις δυνατότητες της θείας Χάρης. κάθε απολυτοποιημένη και αυτόνομη φυσική επιθυμία ανάγεται στην πρώτη εκείνη ανταρσία της αυτονομίας: «εν η αν ημέρα φάγητε από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, έσεσθε ως θεοί». Η άσκηση, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η πραγματική αντίσταση του ανθρώπου στη φορά που έχει η φύση να απολυτοποιηθεί από τη Χάρη. είναι η ενεργητική έκφραση της θέλησής του για επαναφορά της φύσης σε κοινωνία με τη χάρη[12]. Για τούτο ο άνθρωπος καλείται να βιώσει και γνωρίσει τον Θεό μέσα από τη σωστή χρήση του κόσμου στα όρια της «Ευχαριστίας»- που είναι η ίδια η πραγματικότητα της ζωής μας- χρησιμοποιώντας τον κόσμο, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, με τρόπο «ευχαριστιακό» και σε άμεση επαφή με το πρόσωπο του Θεού Λόγου[13]. Ότιδήποτε γίνεται σεμνά, με αγάπη και ευχαριστία είναι καλοδεχούμενο. Αν όμως το κάνουμε χωρίς αγάπη, χωρίς ευχαριστία, για να «παίξουμε» λίγο με τη ζωή, αυτή, κάποτε, θα μας εκδικηθεί. Το θράσος να διαχειριζόμαστε τη ζωή ως θεοί είναι το μεγάλο λάθος. Η θεότητα χαρίζεται, δεν διεκδικείται, ούτε υφαρπάζεται. Αν τη δεχτείς ως δώρο, την παίρνεις. Αν τη διεκδικήσεις αλαζονικά, τη χάνεις[14].
Αυτό, βέβαια, μπορεί να αναχθεί σε στάση ζωής και ευχαριστίας όλων μας απέναντι στην υλική πραγματικότητα. Πώς; Με τον ανάλογο σεβασμό μας προς αυτήν, κατά το υπόδειγμα των αγίων, με την αυτάρκεια και την ολιγάρκεια που θα πρέπει να μας διακρίνουν στη σχέση μας προς τη φύση. Να αρκούμαστε, δηλαδή, στα λίγα και απαραίτητα, στη λογική χρήση των καρπών της και να μη διακατεχόμαστε από το πάθος της πλεονεξίας. Έτσι, και εμείς θα έχουμε επάρκεια αγαθών, αλλά και η φύση θα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των επερχόμενων γενεών, διαθέτοντας τα προς τούτο απαραίτητα αποθέματα (αειφόρος ανάπτυξη). Πρέπει να το καταλάβουμε ότι η γη και το περιβάλλον δεν μας ανήκουν. τα έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας, καθώς οι επιπτώσεις μπορούν να αποβούν μοιραίες για τις επόμενες γενιές, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Είμαστε διαχειριστές, οικονόμοι, εργαζόμενοι και φύλακες της φύσης, σύμφωνα με τον γνωστό λόγο της Γενέσεως [«εργάζεσθαι αυτόν (τον παράδεισον) και φυλάσσειν»[15]]. Δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση ο άνθρωπος να θεωρήσει τον εαυτό του ιδιοκτήτη και κατακτητή, αφεντικό, κύριο και κυρίαρχο της φύσης[16] και να καταχραστεί τα δώρα της. Γιατί, όπως λέγει ο Clement (θέλει τόνο στο 1ο e), ανάλογα προς τη χρήση που κάνουμε στο φυσικό μας περιβάλλον, εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε ο «λόγος» δια του οποίου εκφράζεται η κτίση και απευθύνεται προς τον Θεό. από εμάς τους ανθρώπους εξαρτάται αν η φύση, τελικά, θα βλασφημεί ή θα προσεύχεται προς τον Θεό. Από το αν θα μπορέσουμε να μεταμορφώσουμε το σώμα μας, αλλά και σύμπασα τη κτίση, σε ναό του Αγίου Πνεύματος, όπου ο Θεός θα λατρεύεται και θα προσκυνάται στο διηνεκές[17].
Αναφέρομε, στο σημείο αυτό, την τόσο χαρακτηριστική περίπτωση του αγίου Σιλουανού, ενός σύγχρονού μας Αγιορείτη Ρώσου Αγίου, που ένιωθε απεριόριστη συμπόνια και αγάπη για κάθε τι το ζωντανό, για κάθε κτίσμα του Δημιουργού Πατέρα. Πίστευε πως κάθε κακομεταχείριση που τα βλάπτει είναι αντίθετη με τη διδαχή της χάρης. Ο Γέροντας Σιλουανός έλεγε ενδεικτικά πως το πνεύμα του Θεού διδάσκει τη συμπόνια και την αγάπη προς ολόκληρη την υλική κτίση, ώστε να μην επιτρέπεται να κόβουμε ούτε ένα φυλλαράκι του δένδρου χωρίς αποχρώντα λόγο, χωρίς ανάγκη. «Να ένα πράσινο φύλλο πάνω στο δένδρο και συ το έκοψες έτσι, χωρίς ανάγκη! Αν και δεν είναι αμαρτία, η πράξη αυτή, πώς να το πω, προκαλεί οίκτο. Η καρδιά που έμαθε να αγαπά, λυπάται και διάκειται φιλικά προς ολόκληρη την κτίση». Όμως, να που η συμπόνια αυτή για το πράσινο φύλλο του δένδρου ή για το αγριολούλουδο που πατούμε, συνδυαζόταν μέσα στην ψυχή του Γέροντα με την πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Ως συνειδητός χριστιανός ήξερε πως όλη η κτίση δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο. γι’ αυτό, όταν είναι ανάγκη, ο άνθρωπος έχει την άδεια να μπορεί να χρησιμοποιήσει και να επωφεληθεί τα πάντα, όσα υπάρχουν γύρω του στο φυσικό βασίλειο. Ο ίδιος ο Γέροντας, θέριζε το σανό, έκοβε τα ξύλα στο δάσος και τα αποθήκευε για το χειμώνα, έτρωγε ψάρια[18]. Το ίδιο αγαπητική και διακριτική βρίσκουμε τη μέριμνα του Γέροντα Σιλουανού και προς αυτά τα ζώα. Είναι αξιοσημείωτες στα γραπτά του οι σκέψεις και τα αισθήματά του προς τα ζώα, που είναι και αυτά πλάσματα του Θεού. Ήταν, λοιπόν, πραγματικά, εκπληκτική η συμπόνια του, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ όσα διηγείται για το κλάμα που έκανε συνειδητοποιώντας, κάποτε, την τραχύτητά του, όταν, χωρίς ανάγκη, σκότωσε μια μύγα ή έριξε ζεστό νερό για να σκοτώσει τη νυχτερίδα που κατοίκησε στο μπαλκόνι του ή, τέλος, πόσο λυπήθηκε όταν αντίκρισε στο δρόμο ένα κατακομματιασμένο φίδι[19]. Και η αγάπη του αυτή τον ειρήνευε μέσα του σε τέτοιο βαθμό, που τον άκουαν συχνά να λέγει στη ρωσική μονή τού Αγίου Παντελεήμονος, όπου πριν μερικα χρόνια εκοιμήθη: «Θεέ μου, μη μου δώσεις άλλη χαρά, γιατί, αν βαστάξει ένα λεπτό ακόμα, η καρδιά μου θα σπασει!»[20].
Τη σημασία των λόγων αυτών του Γέροντος Σιλουανού ενός σύγχρονου «οικολόγου αγίου», μπορούμε να κατανοήσουμε και αξιολογήσουμε σε βάθος μόνο όταν αναλογισθούμε το μέγεθος της άκριτης οικολογικής καταστροφής που συντελείται στις μέρες μας από τον άνθρωπο της πτώσης και της αμαρτίας, τον άνθρωπο που στερείται πίστης και αγάπης προς τον Θεό και τη Δημιουργία Του. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, τον έβαλε στον Παράδεισο, με τις αισθήσεις του υγιείς και φυσικές, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία το λογικό που δόθηκε από τον Θεό κατευθύνει τη βούληση του ανθρώπου. Όταν, όμως, ο άνθρωπος κατά το προπατορικό αμάρτημα έτεινε το αυτί του πρόθυμα σε «αυτόν» που συνάντησε στον Κήπο, δηλαδή τον πειράζοντα, και ακολούθησε τα προστάγματά του, αντίθετα προς τη θέληση και τις οδηγίες του Θεού Δημιουργού, όλες οι αισθήσεις του στράφηκαν εναντίον της φύσεως, διαστρεβλώνοντας την αρχέγονη τάξη[21]. Γι’ αυτό, έκτοτε, και τα άγρια ζώα τον περιφρονούν και είναι όλα έτοιμα να εφορμήσουν κατ’ αυτού και να τον κατασπαράξουν. Εκεί όπου δεν υπάρχει Θεός δεν υπάρχει ούτε και άνθρωπος. Η απώλεια της εικόνας τού Θεού συνεπιφέρει απλούστατα την εξαφάνιση και του ανθρώπου, απανθρωπίζει τον κόσμο, πολλαπλασιάζει τους «δαιμονισμένους».
Οι άγιοι, αντίθετα, ζώντας στην προπτωτική κατάσταση, αγαπούν και σέβονται τον Δημιουργό, επεκτείνοντας τον σεβασμό και την αγάπη τους αυτήν και προς όλη την κτιστή και άκτιστη δημιουργία- που είναι προέκταση της ανθρώπινης δημιουργίας- άρα και προς αυτά τα ζώα και τα φυτά[22], με τα οποία διατηρούν κλίμα ζωηρής φιλίας και εγκαρδιότητας. Η μοναστική, ιδιαίτερα, παράδοση τιμά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τονίζει την αγάπη του πλησίον και την άσκηση της καρδιάς. Εντυπωσιάζει με την υπερβολή όχι του φόβου, αλλά της αγάπης που ξεχειλίζει και της τρυφερότητας προς το σύμπαν «για κάθε δημιούργημα ακόμα και γι’ αυτά τα ζώα, τους δαίμονες»[23] και τα φυτά. Ο άγιος Αρσένιος, για παράδειγμα, ο Καππαδόκης, ο Θαυματουργός (10 Νοεμβρίου), σύμφωνα με το συναξάρι του, συχνά πήγαινε να τελέσει αγρυπνίες σε απομονωμένα εξωκκλήσια, βαδίζοντας ανυπόδητος και δίχως να χρησιμοποιεί ζώο, για να μιμηθεί τον Χριστό που πήγαινε πάντα με τα πόδια, αλλά και από συμπόνια και ευσπλαχνία για τα ζώα, που δεν ήθελε να τα κατατυραννά[24].
Οι άγιοι, διατηρώντας αρμονικές σχέσεις με όλη την κτιστή και άκτιστη δημιουργία, προγεύονται από τώρα την ειρήνη των εσχάτων ημερών, που- σύμφωνα και με το κήρυγμα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης- θα είναι μια επιστροφή στην προπτωτική παραδείσια κατάσταση, που χαρακτηριστικό της γνώρισμα θα έχει την τέλεια υποταγή στο θέλημα και τον νόμο του Θεού. Έτσι, κάθε στιγμή ξαναβρίσκει το νόημά της μέσα στην Ιστορία, επειδή βρήκε την εσχατολογική της διάσταση. Η εσχατολογία δεν καταργεί τον χρόνο, αλλά αποκαλύπτει το μεταχρονικό του νόημα, που άξονα του έχει τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό οι Κανόνες απαγορεύουν να προσευχόμαστε γονατιστοί την Κυριακή, ένα λάθος που παρατηρείται συχνά στον πιστό λαό μας, που το θεωρεί μεγάλη ασέβεια να μη γονατίσει την ώρα της Θ. Λειτουργίας, όταν ο ιερέας «βγάζει» τα Άγια ή κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Ο άγιος Βασίλειος την όρθια στάση προσευχής, την ημέρα της Κυριακής, την εξηγεί ταυτίζοντας την με την αναζήτηση των ουρανίων πραγμάτων. Είναι μια στάση «εσχατολογική» της προσμονής της Παρουσίας, η στάση εκείνη που τείνει προς τον ουρανό και προς το υπέρτατο, προς το «έσχατον»[25].
Το περιεχόμενο και οι τρόποι εκδήλωσης της εσχατολογικής αυτής ειρήνης περιγράφονται από τον Ησαΐα με αναλυτικό και εξαιρετικά παραστατικό τρόπο: «και εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται. Και αναπαύσεται επ’ αυτόν πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας. εμπλήσει αυτόν πνεύμα φόβου Θεού…και συμβοσκηθήσεται λύκος μετά αρνός, και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω, και μοσχάριον και ταύρος και λέων άμα βοσκηθήσονται, και παιδίον μικρόν άξει αυτους. και βους και άρκτος άμα βοσκηθήσονται, και άμα τα παιδία αυτών έσονται, και λέων και βους άμα φάγονται άχυρα. Και παιδίον νήπιον επί τρώγλην ασπίδων[26] και επί κοίτην εκγόνων ασπίδων την χείρα επιβαλεί. Και ου μη κακοποιήσωσιν, ουδέ μη δύνωνται απολέσαι ουδένα επί το όρος το άγιόν μου, ότι ενεπλήσθη η σύμπασα του γνώναι τον Κύριον ως ύδωρ πολύ κατακαλύψαι θαλάσσας»[27].
Το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα από τον Ησαΐα δίνει, νομίζω, με σαφήνεια και καθαρότητα την έκταση της εσχατολογικής ειρήνης- όταν η ιστορία του κόσμου τούτου θα έχει φθάσει στο τέλος της- που περιλαμβάνει την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων, αλλά και την αποκατάσταση των αρμονικών σχέσεών τους προς σύμπασα τη κτίση και την επαναφορά τους στην προ της πτώσεως κατάσταση, όταν ο Αδάμ συμβίωνε ειρηνικά με τα ζώα του παραδείσου και το γύρω του κτιστό περιβάλλον[28]. Όποιος βιώνει αυτήν την ειρήνη έχει καταλλαγεί με όλη τη κτίση και έχει «καρδίαν ελεήμονα», κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο, για όλη την κτίση. Έχει, όπως επεξηγεί ο ίδιος, «καύσιν καρδίας υπέρ πάσης τής κτίσεως. Υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος …Εκ τής πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης τής συνεχούσης την καρδίαν … ου δύναται βαστάσαι ή ακούσαι ή ιδείν βλάβην τινά ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην…»[29]
Κατά παρόμοιο τρόπο- προς αυτόν του Ησαΐα από την Π. Διαθήκη- λειτουργούν και οι αφηγήσεις των συναξαριστών γύρω από ζώα, συχνά, μάλιστα, και από άγρια θηρία, λιοντάρια, αρκούδες, κροκοδείλους κτλ.[30],τα οποία βρίσκονταν πολύ στενά συνδεδεμένα με ορισμένους Αγίους κι ασκητές της Εκκλησίας μας και υπήρχε αρμονική και αγαστή μεταξύ τους επικοινωνία και αναστροφή, όπως αυτήν των πρωτοπλάστων, πριν από την πτώση, στον Κήπο του Παραδείσου, όταν οι σχέσεις τους με τη φύση χαρακτηρίζονταν από απόλυτο σεβασμό, τάξη, αγάπη, μέτρο, ισορροπία, πνευματικό κάλλος και ομορφιά. Στους αγίους υποτάσσεται η άλογος φύση, που εκφράζεται στα άλογα πάθη του σώματος, στα στοιχεία της φύσης και στα άγρια θηρία του αγρού.
Έτσι, σύμφωνα με τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μεγάλο, ερημίτη στο όρος Όλυμπος (4 Δεκ.)- που η τιμία κάρα του φυλάσσεται σήμερα στην Ι. Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους- «κατά τη δημιουργία τους τα ζώα σεβόντουσαν τον άνθρωπο που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόναν και ομοίωσιν» Θεού και δεν του ενέπνεαν κανένα φόβο. Τώρα, όμως, τα φοβόμαστε, γιατί έχουμε παραβεί τις εντολές του Θεού. Εάν αγαπάμε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και τις εντολές Του, κανένα ζώο δεν μπορεί να μας βλάψει»[31]. Και ο ίδιος, μάλιστα, ο άγιος Ιωαννίκιος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με άγρια ζώα, που στους άλλους γύρω του έσπερναν μόνο φόβο και πανικό και τιμάται ως προστάτης και θεράπων κατά των φιδιών και παντός ιοβόλου. Το ίδιο συνέβαινε και με τον όσιο Μακάριο τον Ρωμαίο (23 Οκτ.), που, σύμφωνα με το συναξάρι του, συζούσε σε σπήλαιο με δύο λιοντάρια σε άγρια κατάσταση[32]. Επίσης, ο άγιος μάρτυς Αρτέμων ακολουθούνταν μόνιμα από δύο ελάφια και έξι άγριους όνους, ο όσιος Άτταλος ο θαυματουργός(6 Ιουνίου) κάθε πρωί υποδεχόταν τα άγρια πουλιά που φιλικά τον επισκέπτονταν στο κελί του, ο άγιος Βλάσιος, ο ιερομάρτυς, συζούσε σε σπηλιά μαζί με άγρια ζώα, που όμως ποτέ δεν τον πείραζαν, ο σεβάσμιος Γέρων Ζωσιμάς δέχθηκε τις υπηρεσίες ενός λιονταριού, στην προσπάθειά του να ανοίξει μόνος του εκεί στην έρημο, γέρων και αδύναμος, τον τάφο της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, ενώ τον άγιο Αλέξανδρο, επίσκοπο Ιεροσολύμων (12 Δεκ.), τον άγιο Μάμαντα, την αγία Θέκλα, την αγία Ευφημία, την αγία Βλανδίνη εν Λουγδούνοις τα θηρία, στα οποία τους έριξαν για να τους κατασπαράξουν, τους πλησίασαν ήμερα, κυλίονταν στα πόδια τους και τους τα έγλυφαν με καταφανή αβρότητα και ευγνωμοσύνη. Για την τελευταία μάρτυρα, την Βλανδίνη, σημειώνει ο Ευσέβιος[33] ότι τα απολυθέντα θηρία ουδαμώς ήψαντο αυτης, τουτου δε ένεκεν και «ανελήφθη αύτη πάλιν εις την ειρκτήν, εις άλλον αγώνα τηρουμένη». Και ο Ντοστογιέβσκη αναφέρεται στην περίπτωση ενός μεγάλου αγίου που είχε πάει στο δάσος να βρεί την σωτηρία τής ψυχής του και κεί δέχθηκε την επίσκεψη μιας άγριας αρκούδας. Ο άγιος ένιωσε τρυφερότητα για το ζώο, το πλησίασε χωρίς να φοβηθεί, τούδωσε ένα κομμάτι ψωμί: «Πήγαινε τής είπε κι ο Χριστός νάναι μαζί σου!». Και το θηρίο έφυγε πειθαρχημένο χωρίς να τού κάνει κακό[34]. Και τα παραδείγματα αυτά αγίων που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις συμπάθειας και αγάπης προς τα ζώα, ή δέχθηκαν εκδουλεύσεις από άγρια ζώα κατά την επίγεια ζωή τους ή κατά την ώρα του μαρτυρίου τους, δεν έχουν τέλος στους συναξαριστές[35].
Ο σημερινός άνθρωπος της πτώσης και της αμαρτίας κατακυρίευσε μεν τη γη, με έναν τρόπο, όμως, ιδιαζόντως άπληστο, επιθετικό, αλαζονικό και αυθάδη, υπερβαίνοντας, πέρα από κάθε λογική, τα εσκαμμένα και δημιουργώντας αμέτρητα δεινά, που στον αιώνα μας έχουν υπέρμετρα γιγαντωθεί και στρέφονται αμείλικτα εναντίον του. Απώλεσε, έτσι, τις αρμονικές σχέσεις του με τα ζώα και το λοιπό άκτιστο περιβάλλον, την πρώτη αθωότητα του Παραδείσου. Παράλληλα, εξαιτίας της εντατικής εκβιομηχάνησης μολύνθηκε το φυσικό περιβάλλον ανεπανόρθωτα, για πρώτη φορά σε τέτοια πρωτοφανή έκταση για ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων, τα σαπισμένα νερά, τα νεκρωμένα εδάφη, τα νοσογόνα φυτοφάρμακα και τα όσα άλλα εφιαλτιικά συμπτώματα ζει ο σημερινός άνθρωπος των βιομηχανικών μεγαλουπόλεων, όλα αποδείχνουν ένα τραγικό λάθος που παίρνει ραγδαία τις διαστάσεις θανάσιμης απειλής. Ό,τι ονομάζουμε πρόοδο και «ανάπτυξη», αποδείχθηκε βιασμός της φύσης και διαφθορά της, που καταντά αναπόφευκτα βασανισμός και απειλή θανάτου για τον άνθρωπο[36]. Παρακολουθούμε, έτσι, τη φύση να αργοπεθαίνει κάτω από το δικό του θανάσιμο σφικταγκάλιασμα. τα ζώα να πονούν, να υποφέρουν, τα δένδρα και τα φυτά να μαραίνονται και να προσβάλλονται από θεομηνίες και ασθένειες, όλη την αναίσθητη φύση να υπόκειται στη φθορά και τον θάνατο.
Σήμερα, που, παρά ποτέ άλλοτε, το οικολογικό πρόβλημα έχει αναδειχθεί σε μέγιστο πρόβλημα της εποχής μας, ο άνθρωπος επιβάλλεται να φέρει και πάλι την ισορροπία, την τάξη και την κοσμιότητα στη φύση, που «συστενάζει και συνωδύνει»[37] κάτω από το νόμο της φθοράς και του θανάτου. Ο διάβολος ενεργεί στην κτίση ως ξένη, «παράσιτη, ‘παραφύσιν’ δύναμη», γι’ αυτό και ο λεγόμενος «φυσικός κόσμος» δεν είναι πλέον καθόλου φυσικός, αφού δεν βρίσκεται στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας, αλλά σε κατάσταση αποστασίας, που οδηγεί στη φθορά και τον θάνατο[38].
Αποτελεσματική και βέβαιη λύση στο πρόβλημά του αυτό ο άνθρωπος θα αναζητήσει μόνο στον λόγο του Θεού, που εκφράζεται και ερμηνεύεται με όσα αμέσως παραπάνω αναφέραμε για τους Αγίους, που η αγάπη τους προς τον Θεό επεκτείνεται και ενσαρκώνεται σε απεριόριστο σεβασμό και αγάπη και προς τον συνάνθρωπο[39] και, κατ’ επέκταση, και προς αυτά τα ζώα και τα φυτά και τη λοιπή κτιστή και άκτιστη πραγματικότητα. Μόνο, λοιπόν, η επιστροφή του ανθρώπου στην προ πολλού απωλεσθείσα αθωότητα και η συμφιλίωση, μετάνοια και ειρήνευσή του με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τη λοιπή δημιουργία, μπορούν να φέρουν, και πάλι, στην καρδιά του την επιζητούμενη σωτηρία. «Επιστράφητε, υιοί, επιστρέφοντες, και ιάσομαι τα συντρίμματα υμών»[40], λέγει ο Θεός προς τους αποστάτες υιούς τού Ισραήλ, στον Ιερεμία. Η επιστροφή στον Θεό και τίποτε άλλο, από όσα αλλότρια και άσχετα προς την εντολή τής αγάπης με τόσο πόνο και αγωνία ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί, μπορούν να τον σώσουν, να τον αναγεννήσουν, αφθαρτοποιήσουν, πνευματοποιήσουν και αθανατοποιήσουν. Τότε, με τη σειρά της, και η δημιουργία, ολόκληρη η κτίση, που από την αρχή υποτάχθηκε από τον Δημιουργό «υποκάτω των ποδών αυτού»[41], θα έχει πλέον και εκείνη ελευθερωθεί, αναγεννηθεί, μεταμορφωθεί και καταστεί εξ ίσου άφθαρτος και, τρόπον τινά, πνευματική και θεοφόρος[42], μαζί με το κάθε διεσπασμένο, τεμαχισμένο και αλλοτριωμένο άτομο. «διότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού»[43].
Το μέτρο και την ελπίδα στον άνθρωπο να σπουδάσει και πάλι με σεβασμό και ταπείνωση την αλήθεια του κόσμου και να ξαναβρεί τη σωστή σχέση και επικοινωνία μαζί του, το δίνουν οι άγιοι. Οι άγιοι και οι χαρισματούχοι είναι οι θεραπευτές και αναστηλωτές του κόσμου στην αρχική του κατάσταση, που χαρακτηριζόταν από την αρμονική ισορροπία των σχέσεων μεταξύ κόσμου και ανθρώπου. Το βεβαιώνουν τα άφθονα παραδείγματα, που καταθέσαμε αμέσως παραπάνω, των θαυμαστών σχέσεών τους με τα ζώα και τη κτιστή πραγματικότητα, που όλα εμπνέονται όλα από σεβασμό, ταπείνωση και αγάπη. Τα σημεία, τα θαύματα που οι άγιοι επιτελούν, εκφράζουν τη «μερική», προς ώρας, επαναφορά στην ομαλή αρχέγονη κατάσταση της δημιουργίας πριν από την πτώση, όταν οι Προπάτορες συνεγάζονταν αρμονικά με τον Θεό στον Κήπο του Παραδείσου. Η πτώση συνέβη, όταν ο άνθρωπος απέρριψε την συνεργασία του αυτή με τον Θεο και άρχισε διά της αμαρτίας να εργάζεται και να συνεργάζεται με τον διάβολο. Η άλογος και ανόργανη κτίση θα συνεχίσει να «συστενάζει και συνωδύνει» υπό τη δουλεία της φθοράς και του θανάτου, μέχρι τη μεγάλη εκείνη στιγμή που θα λυτρωθεί δια των «υιών του Θεού», των αγίων, δηλαδή, εκείνων ανθρώπων που με πίστη και αγάπη θα συμμορφώνονται προς το θέλημα του Τριαδικού Θεού και θα συνεργάζονται μαζί Του για την αποκατάσταση στον κόσμο της ζωής του Παραδείσου και της αρχέγονης τάξης σε αυτόν.
Εδώ- στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου περί τη Χριστιανική Οικολογία- σημειώνουμε ότι στο πνεύμα αυτό των αγίων κινούμενη η Ορθόδοξος Εκκλησία πρωτοστάτησε στην οικολογική ευαισθητοποίηση με πολλούς τρόπους τόσο σε παγχριστιανικό επίπεδο, με το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», όσο και σε διορθόδοξο με την πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο, μάλιστα, καθιέρωσε την 1η Σεπτεμβρίου- αρχή της Ινδικτιώνος- ως Ημέρα Προσευχής για την προστασία του περιβάλλοντος.
Ο αληθής Χριστιανισμός έχει τόσα πολλά να πει για τη φύση και το περιβάλλον. Τη φύση την έχει μέσα στους κόλπους του, την αισθάνεται, τη ζη, συμπάσχει και συγχαίρει με αυτήν. Η ιστορία της αποκαλύψεως και της λυτρώσεως του ανθρώπου, που αρχίζει μέσα από τον κήπο της Γεθσημανή και τον κήπο της Αναστάσεως- όπου ο Αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε ως κηπουρός στη Μαρία τη Μαγδαληνή- είναι συνυφασμένη, κατά κάποιο τρόπο, με την κτίση και την υλική πραγματικότητα[44], και, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, βοηθά αποτελεσματικά τον άνθρωπο, μέσω αυτής, να διΐδει τον άορατο Κτίστη, τον Δημιουργό. «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους»[45]. Ο εργάτης, κατά κάποιο τρόπο, γίνεται γνωστός από τα έργα του. η ποικιλία, το πλήθος, η τάξη, η ωραιότητα, η αρμονία, η διαφορετική φύση και αρμονία των δημιουργημάτων, η σκοπιμότητα αυτών και ο συνδυασμός πάντων των μερών προς αποτέλεσιν ωραίου και αρμονικού συνόλου, αποδεικνύουν δαψιλώς τον Δημιουργό και την αΐδιον αυτού δύναμη και θεότητα[46].
***********
[1] Δημ. Σ. Λουκάτου, Δημ. Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Ιωάννινα/ Θεσσαλονίκη, 1966, 140.
[2] Πρβλ. ευχή αγίου Μοδέστου στο "Μικρόν Ευχολόγιον", Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 198810, 297, όπου σημειώνεται: "ίνα διά της ευεξίας και του πληθυσμού των βοών και λοιπών τετραπόδων ζώων, καλλιεργήται μεν η γη, αυξάνωσι δε οι καρποί και αφθόνως οι δούλοι σου οι επικεκλημένοι το όνομά σου απολαύωσι των ιδίων γεωργιών. Εκ τουτων δε αυτάρκειαν έχοντες, περισσεύωσιν εις παν έργον αγαθόν".
[3] Πρβλ. Ματθ. η΄, 32, Μάρκ. ε΄, 13, Λουκ. η΄, 33.
[4] Αρχ. Νικοδήμου Παυλοπούλου, Αγιοδρόμιο, Εκδόσεις «Αστήρ», Αθήνα 2002, 637.
[5] Για τις σχέσεις του ανθρώπου προς τα ζώα βλ. την εργασία του Σωτηρίου Λυσικάτου, Οι Άγιοι και τα Ζώα, περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 2 (1999), 42-44.
[6] Φ. Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμάζωφ, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα χ.χ., 310 και 333.
[7] Ό.π., 334.
[8] Ρωμ. η΄, 19- 21.
[9] Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Αθήναι 1969, 24.
[10] Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, Αθήνα 1970, 160- 161.
[11]Παύλου Ευδοκίμωφ, Η πάλη με τον Θεόν, Θεσσαλονίκη 1970, 190. Πρβλ. και Χρήστου Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, ό.π., 72.
[12] Χρήστου Γιανναρά, ό.π., 89.
[13]Timothy Ware, The Orthodox Church, Penguin Books (19642), 204. Αμφιλ. Ράντοβιτς, Η καθολικότης της Ορθοδοξίας- Σομπόρνοστ ή βυθός της αλογίας, στον τόμο Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα 1971, 28. Χρ. Γιανναρά, Η ελευθερία του ήθους, ό.π., 175.
[14] Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, Αρχή Χρόνου- Αρχή Κόσμου- Αρχή Ζωής, εφημερ. “To Βήμα” Αθήνας τής 24/12/2006, Βήμα Science, 5.
[15] Γεν. 2, 15.
[16]Μάριου Μπέγζου- Αθανάσιου Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ Ενιαίου Λυκείου), Αθήνα χ.χ., 153-54.
[17] Πρβλ. Olivier Clement, Πλησιάζοντας την Ορθοδοξίαν, στον συλλογικό τόμο «Τρία δοκίμια περί Ορθοδοξίας», 61.
[18] Σκέψεις του Αγίου Σιλουανού για τα φυτά και τα ζώα, περιοδ. Διάλογος (Διορθόδοξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων), τ. 37, Αθήνα Ιούλ.- Σεπτ. 2004, 36-37.
[19] Ανάλογο παράδειγμα στη Δύση έχουμε αυτό τού αγίου Φραγκίσκου, που ανακηρύχθηκε άγιος προστάτης της φύσης το 1980, ενώ άγιος είχε ανακηρυχθεί δυο χρόνια μετά το θάνατο του, το 1228.
[20] Μωυσέως Μοναχού, Η κοινωνία της ερήμου και η ερημία των πόλεων, Αθήνα χ.χ.2, 110.
[21] Λόγοι Ησαΐου, του Νεωτέρου, P. G. 40, 1105- 1206, στο βιβλίο Ορθόδοξος Πνευματικότης, Γραμμένο από ένα μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, (Πρόλογος- Μετάφρασις: Σάββα Χρ. Αγουρίδη), Αθήναι χ.χ., 66.
[22] Σωφρ. Ζαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, έκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992.
[23] Ισαάκ Σύρου, Λόγος 50, 306.
[24] Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 3ος (Νοέμβριος), Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας- Άγιον Όρος, Αθήναι 2005, 116.
[25] Π. Ευδοκίμωφ, Η Προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 19822, 39.
[26] Ασπίς= όφις φαρμακερός της Αιγύπτου. Τρώγλη ασπίδων= φωλιά όφεων φαρμακερών, εχιδνών. Δηλαδή το νήπιο που θηλάζει ακόμα, θα θέτει το χέρι του παίζοντας στη φωλιά των εχιδνών και εκείνες δεν θα το πειράζουν, δεν θα του κάνουν κακό, γιατί η γη θα είναι πλήρης από την γνώση του Κυρίου, όπως τα νερά κατακαλύπτουν την θάλασσα.
[27] Ησαΐα 11, 1-3 και 6-10.
[28] Γεωργίου Γαλίτη, Ο Κύριος και ο Θεός της ειρήνης, Θεσσαλονίκη 2000, 78 (ανάτυπο από τον τόμο «Οι δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του Αποστόλου Παύλου»- Εισηγήσεις Θ΄ Συνάξεως Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων). Με παρόμοιο τρόπο εκφράζεται και ο προφήτης Ιεζεκιήλ, όταν σημειώνει «…και αφανιώ θηρία πονηρά από της γης και κατοικήσουσιν εν τη ερήμω και υπνώσουσιν εν τοις δρυμοίς….και τα θηρία ουκέτι μη φάγωσιν αυτους…» (Ιεζ. 34, 25-29).
[29] Βλ. Ισαάκ τού Σύρου, Ασκητικά, Λογος 81, έκδ. Θεοτόκη, Αθήνα 1895, 306, στον Γεωργίου Γαλίτη, ό.π., 86.
[30] Σουλτάνα Λάμπρου, Αναστάσεις Ζώων στους Βίους των Αγίων, περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 2 (1999), 60.
[31] Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. 3ος (Νοέμβριος), Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας- Άγιον Όρος, Αθήναι 2005, 47.
[32]Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, χ.χ., 282 (οικείο λήμμα).
[33] Ευσεβίου V, 1, 42.
[34] Φ. Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμάζωφ, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα χ.χ., 310.
[35] Πρβλ. και την περίπτωση του μυθικού Ορφέα, ο οποίος λέγεται ότι διά του άσματός του σαγήνευε τα άγρια θηρία και κινούσε λίθους και άγρια δένδρα.
[36] Χρήστου Γιανναρά, Αλφαβητάρι της Πίστης, 19917, 84.
[37] Ρωμ. 8, 23.
[38] Ιω. Ρωμανίδη, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήναι 1957, 60 εξ.
[39] Εάν τις είπει ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον άδελφόν αυτου μισή, ψεύστης εστίν. ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτου ον εώρακεν, τον Θεόν ον ουχ εώρακεν ου δύναται αγαπάν. Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτου, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτου (Ιω. α΄ 4, 20-21).
[40] Ιερεμ. γ΄, 22.
[41] Εβρ. β΄, 8 και Εφεσ. α΄, 22 («και πάνατα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού»).
[42] Πρβλ. Ν. Μπερτιάγεφ, Πνεύμα και ελευθερία, μετάφρ. Μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίου, Αθήναι 1952, στον Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, Οι Πατέρες της Εκκλησίας και ο Άνθρωπος, Αθήναι 1966, 365.
[43] Ρωμ. η΄, 21.
[44] Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, ό.π., 363.
[45] Ρωμ. α΄, 20.
[46] Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τ. Α΄, Αθήναι 1956,42.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου