Μάνου Χ. Γοργοράπτη *** Ρέθεμνος * Σημεία των καιρών


Μάνου Χ. Γοργοράπτη

         Ρέθεμνος
               Σημεία των καιρών

[Εκδόσεις Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη, Ρέθυμνο 2017, σχ. 8ο (20Χ29),σσ. 248]

    ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

"Ο ζήλος του oίκου σου κατέφαγέ με" (Ιω. β΄,17) μονολογούσα συνεχώς αναδιφώντας τις σελίδες του πρώτου βιβλίου του φίλου Μάνου Χ. Γοργοράπτη, με τον τίτλο "Ρέθεμνος, Σημεία των καιρών", που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις- «Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη». Ενός βιβλίου που, σε καμιά περίπτωση, δεν θα μπορούσε να του προσαφθεί ο χαρακτήρας του πρωτόλειου - όπως από ταπείνωση ο φίλος συγγραφέας μού το αποκάλεσε, προσκαλώντας με στην μοναδικά πρωτότυπη παρουσίασή του, στον κινηματογράφο «Παντελής»- αφού, στην πραγματικότητα, δεν στερείται ωριμότητας και διαθέτει εξαιρετικά σπουδαίες αρετές.

Το βιβλίο αυτό - κατάθεση ειλικρινούς αγάπης και λατρείας του συγγραφέα του για την πόλη μας- στο Πρώτο του Μέρος περιλαμβάνει ένα σύνολο από 31+1 «Μνήμες Ρεθεμνιωτών» της μεσοαστικής τάξης, που πάλλουν όλες τους από ζωντάνια, ρεαλισμό και παραστατικότητα, πλούσιο συναίσθημα και αρχοντιά και που, οι περισσότερες, για πρώτη φορά έρχονται, τώρα, από τη γραφίδα του Μάνου, στο φως της δημοσιότητας, ενώ στο Δεύτερο Μέρος ο συγγραφέας βγάζει από το ρεθεμνιώτικο χρονοντούλαπο άλλες δεκάξι μνήμες από γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη μας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Τις παραπάνω σαράντα οκτώ (48), συνολικά. μνήμες ο συγγραφέας διανθίζει με μοναδικές άγνωστες φωτογραφίες, που, συνήθως, τις ανασύρει από τα ανεξερεύνητα και άγνωστα αρχεία των πληροφορητών του.

Ο Μάνος Γοργοράπτης χειμαρρώδης και πληθωρικός στην πληροφόρηση, στα συναισθήματα και στην ανθρωπιά, γράφει με γλώσσα απλή και ευχάριστη, γυρίζοντάς μας σε μιαν άλλη πιο ανθρώπινη εποχή, όταν όλοι ήταν δεμένοι μεταξύ τους- γείτονες, φίλοι και συγγενείς- και λεπτές μυρωδιές ξεχύνονταν από τις γλάστρες με τα μυριστικά και τα ποικιλόχρωμα γαρίφαλα, που στόλιζαν ένα γύρο τα ρεθεμνιώτικα κονάκια σε κάθε γειτονιά.

Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας την καταγραφή της ιστορίας του κάθε τόπου. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου της πατρίδας μας- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκτασιν, και στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονταν οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα χωριά και τις πόλεις μας, για μιαν έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση της ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική, που, σε καμιά περίπτωση, δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες της λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό αγάπης ερωτικής και βαθιάς νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αλλά, συχνά, και των μεταγενέστερων ώριμων πια αναμνήσεων από τον τόπο καταγωγής.

Το ακριβές χωρόχρονο- η απαραίτητη προϋπόθεση για τον εντοπισμό ενός γεγονότος ή προσώπου- στο οποίο αναφέρεται το εν λόγω βιβλίο, είναι το β΄ μισό του παρελθόντος αιώνος και, μάλιστα, οι δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ο συγγραφέας με προσεκτικά και παρατηρητικά βήματα σεργιανίζει στα σοκάκια και στην ιστορία της πόλης του, ζωντανεύοντας το ανθρώπινο πρόσωπο μιας πολιτείας που αλλάζει και παλεύει συνεχώς για την επιβίωσή της, αλλά, ταυτόχρονα, και ανασυντάσσεται, δημιουργεί και διεκδικεί το μέλλον της. Είναι ιδιαίτερα συγκλονιστική η κοπιώδης προσπάθεια στην οποία αποδύεται, προκειμένου να αναστήσει γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης μας, αλλά και πλήθος απλών συμπολιτών μας, από αυτούς που σε κάθε εποχή δίνουν πνοή, δροσιά και ζωντάνια στο ανθρώπινο πρόσωπο  και στην καθημερινότητά της.

Ο Μάνος Γοργοράπτης από το βιβλίο του αυτό φαίνεται ότι πραγματικά γνωρίζει άριστα να συνομιλεί με τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές τους. Με εξαιρετική ευχέρεια καταγράφει ακόμα και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες της ταυτότητάς τους- όπως τού εξιστορούν οι ίδιες οι οικογένειές τους- τα χαρακτηριστικά τού ανθρώπινου προσώπου και του χαρακτήρα τους. Μέσα από διάφορα γεγονότα, σημαντικά και ασήμαντα, που σημάδεψαν τη ζωή της πόλης μας, ο συγγραφέας αφήνει σαφώς να διαφανεί το ήθος και η ψυχή των απλών συμπολιτών μας, ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης, που έδωσαν την προσωπική τους μαρτυρία με το πέρασμά τους από αυτόν εδώ τον τόπο και, που, έκτοτε, παραμένουν στο διηνεκές άφθαρτοι στην καρδιά και στη μνήμη μας. Και είναι τα πρόσωπα αυτά και τα γεγονότα- με τα οποία καταπιάνεται η πένα του Μάνου Γοργοράπτη- όσα, συνήθως, περνούν απαρατήρητα από το μάτι της επίσημης ιστορίας. Έτσι, ο φίλος Μάνος με το υλικό του αυτό αποφεύγει επιμελώς αυτό που μανιωδώς επιδιώκει η Ιστορία να εντοπίσει, δηλαδή, το μεγάλο και τρανταχτό ιστορικό γεγονός και ασχολείται με πράγματα, που, ίσως, δεν είχαν ποτέ την τύχη να περιβληθούν με τον τιμητικό μανδύα του ιστορικού γεγονότος και παρέμειναν εντελώς άγνωστα και, στην καλύτερη περίπτωση, στα «ψιλά» των τοπικών εφημερίδων. Η μετάδοση, πάντως, και αυτής της γνώσης έχει τη θέση της στην Τοπική Ιστορία και είναι μεγάλης ιστορικής και πολιτισμικής αξίας για κάθε τόπο.

Δεν ξέρω αλλά νιώθω να πλημμυρίζουν την ψυχή μου μόνo ευγνωμοσύνη, συγκίνηση και αγάπη μπροστά σε αυτήν την αγαπητική διάθεση και προσφορά του φίλου Μάνου Γοργοράπτη προς την πόλη μας και στην επίμονη προσπάθεια που κατέβαλε, προκειμένου να ανοίξει το, πολλές φορές, ερμητικά κλεισμένο βιβλίο της όμορφης ζωής της. Έτσι, με το παρόν έργο του μπορούμε πια να αφουγκραστούμε την αναπνοή του παλιού Ρεθέμνους, των παιδικών- εμάς των μεγαλύτερων- αναμνήσεών μας, τα βήματα των ανθρώπων του, να φάμε- όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μάνος στον Πρόλογό του- γαλακτομπούρεκο στου Γρηγοριάδη, να αγοράσουμε υφάσματα και γυαλιά από τον Πλατύρραχο, να δωρίσουμε πορσελάνες του Κυδωνάκη, να αγοράσουμε ψωμί από τον Γιάννη Τζέληση ή τον Κοτάκη και να αγοράσουμε το πηλήκιο και τα γραφικά των γυμνασιακών μας χρόνων από τα καταστήματα του Κώστα Μπαρμπουνάκη ή του Αριστόδημου Χατζηδάκη. Συμπολιτών όλων αυτών που, αν και έζησαν δίπλα μας, όμως, πολλές φορές, κυριολεκτικά χάνονται και σβήνουν από τη θύμησή μας μέσα στις λίγες δεκαετίες που μας χωρίζουν από αυτούς. Φταίει, φυσικά, η ανθρώπινη μνήμη που ασθενεί, φταίνε, όμως, και οι πολυπρόσωπες- απρόσωπες σύγχρονες κοινωνίες και η εξαντλητική πολυπραγμοσύνη στην οποία αυτές μας υποβάλλουν.

          Μετά από όλα αυτά, θεωρούμε ότι ο συμπολίτης μας Μάνος Γοργοράπτης είναι άξιος του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας, για όσα πολύτιμα στοιχεία μάς διέσωσε με το βιβλίο του αυτό. Βαθιά μέσα του ο Μάνος έχει τη συναίσθηση της ευθύνης και ο  κίνδυνος της λησμονιάς είναι, φαίνεται, που βάρυνε περισσότερο στη ζυγαριά της αυτοκριτικής του, επιθυμώντας διακαώς να διασώσει από τον αφανισμό, να πληροφορήσει και να ψυχαγωγήσει τους συμπολίτες του. Η εκπλήρωση με το παρουσιαζόμενο βιβλίο τής επιθυμίας του αυτής αποτελεί, θεωρούμε, γι' αυτόν, την πιο μεγάλη ευχαρίστηση και ανταμοιβή.


Ρ Ε Σ Ι Τ Α Λ Π Ι Α Ν Ο Υ *** Από το μπαρόκ στο μοντέρνο *** του πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ελευθερίου Κουμασίδη


Ρ Ε Σ Ι Τ Α Λ   Π Ι Α Ν Ο Υ


Από το μπαρόκ στο μοντέρνο


του πανοσιολ. Αρχιμ. π. Ελευθερίου Κουμασίδη


 ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
      
http://ret-anadromes.blogspot.com



        Το Ρέθυμνο, τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017, έζησε στιγμές μουσικής μαγείας και ανάτασης, με τη συναυλία που έδωσε ο πανοσιολ. αρχιμανδρίτης π. Ελευθέριος Κουμασίδης, στο Ωδείο της πόλης μας, με τον τίτλο: «Από το μπαρόκ στο μοντέρνο». Τη συναυλία αυτή συνδιοργάνωσαν η Ι. Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και το Μουσικό Σχολείο Ρεθύμνου και την τίμησαν με λόγο μεστό τόσο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ευγένιος όσο και ο Διευθυντής του Μουσικού Σχολείου κ. Σπυρίδων Ραφτάκης


         Η μεγαλύτερη όμως χαρά, από τη συναυλία αυτήν, ήταν για μας ότι στο πρόσωπο του πιανίστα, π. Ελευθερίου, αντικρίσαμε έναν κληρικό απαλλαγμένο από προκαταλήψεις, με εξαιρετική ευρύτητα πνεύματος και εντυπωσιακό ζήλο στη διακονία του, παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα και της σοβαρής μουσικής και μάλιστα μέσω ενός τόσον απαιτητικού οργάνου, όπως είναι το πιάνο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και το γεγονός ότι ο εν λόγω ιερεύς καταφέρνει να δίνει επιτυχώς και συναυλίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, χαρίζοντας στους ακροατές του τέρψη και παραμυθία και χωρίς, όπως υπογραμμίζεται, να αμελεί στο ελάχιστο και τα ιερατικά του καθήκοντα. Ε, αυτό είναι, ασφαλώς, μια αληθινή ευλογία για τον ίδιο και το ποίμνιό του, πράγμα που τον έχει κάνει ιδιαίτερα αγαπητό τόσο στη Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, της οποίας είναι κληρικός, όσο και στο νησί του, το Αγκίστρι της Αίγινας, όπου υπηρετεί, εξυπηρετώντας και τους τρεις οικισμούς αυτού, Σκάλα, Μύλους και Λιμενάρια.

         Ο π. Ελευθέριος Κουμασίδης γεννήθηκε στην Αίγινα. Είναι απόφοιτος της Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών και πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ είναι, επίσης, και πτυχιούχος πιάνου του Ωδείου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε με βαθμό «Άριστα» και τιμητικό έπαινο. Στην Αίγινα, ειδικά, έχει δώσει αρκετές συναυλίες, έχοντας καθιερώσει κάθε καλοκαίρι να δίνει και μια συναυλία στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου της πόλης, ενώ επί σειρά ετών πλαισίωνε και τη Δημοτική Χορωδία του νησιού. Ως εφημέριος στο Αγκίστρι έχει δώσει νέα πνοή στη λειτουργία των Κατηχητικών Σχολείων του νησιού μαζί με τους συνεργάτες του.
          Στη συναυλία της Δευτέρας ο π. Ελευθέριος παρουσίασε έργα
Mozart, Chopin, Bach, de Falla, Debussy, Sati. Και πιο συγκεκριμένα, από τον Μότσαρτ ερμήνευσε τη Φαντασία σε ρε, έναν υπέροχο συνδυασμό βιεννέζικου ύφους με το εκφραστικό αισθηματικό ύφος του Bach. Εδώ, ο π. Ελευθέριος άφησε να κλείσει η φαντασία με συγκρατημένο αλλά λυτρωτικό μείζονα τρόπο. Από τον Μπαχ επέλεξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα του (τις γνωστές τοκάτες και φούγκες) και πιο συγκεκριμένα την τοκάτα σε μι, της οποίας, επίσης, είχαμε μια δεξιοτεχνική απόδοση. Ακολούθησε ο Σοπέν, που, όπως είναι γνωστό, αξιοποίησε στο έπακρον τους παραδοσιακούς, κυρίως, χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, που, όμως, οι δικές του δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορες και δεξιοτεχνικές, Στη συναυλία της Δευτέρας ο πιανίστας ερμήνευσε τη Μαζούρκα έργο 17, που απέδωσε με εξαιρετικά ευέλικτες ταχύτητες, καθώς και το υπέροχο πρελούδιο της βροχής, τονίζοντας στην νότα «λα» τον ήχο της σταγόνας. Η δεξιοτεχνία του π. Ελευθερίου έλαμψε γλυκά αφήνοντας τα κομμάτια να κυλήσουν απαλά χωρίς ιδιαίτερες εκρήξεις, όπως για παράδειγμα στο Νυχτερινό του de Falla που ακολούθησε. Σε αυτό βοήθησε και η επιλογή των ίδιων των κομματιών από τον ερμηνευτή πιανίστα.


         Με τα κομμάτια αυτά ο π. Ελευθέριος πρότεινε στο ακροατήριό του μια ποιότητα τα ακούσματα της οποίας θα συνεχίσουν να το συνοδεύουν για καιρό. Κομμάτια ορισμένα δύσκολα και απαιτητικά, ο π. Ελευθέριος τα προσέγγισε με ευκολία και αμεσότητα, δίνοντας μια ανάγνωση λεπτομερώς επιμελημένη. Σε όλα ανεξαιρέτως τα σημεία της παρτιτούρας ο πιανίστας κατάφερε να ελευθερώσει γενναιόδωρα όλη την κομψότητα και την αέρινη χάρη της μουσικής. Οι νότες έσπασαν και ξεπέρασαν απαλά τις φυλακές του πενταγράμμου και ανέπνευσαν ολόδροσες μαζί με το κοινό. Ο π. ελευθέριος, περαιτέρω, κατόρθωνε να δίνει στις νότες του ζωή, καθαρότητα και ζωντάνια, να αναδεικνύει παραγράφους και ενότητες και να τονίζει ανάσες ολίγων, μόλις, δευτερολέπτων, που, σταματώντας το χρόνο αστραπιαία, πρόβαλαν τη δομή και το σκεπτικό του μουσικοσυνθέτη. Και το κυριότερο ο π. Ελευθέριος απέδωσε όλα τα κομμάτια που ερμήνευσε με ένα πραγματικό ρομαντικό στυλ, με την ηρεμία και τον στοχασμό που χαρακτηρίζει την εποχή από τη οποία και προέρχονται, αποφεύγοντας μιαν παταγώδη και εκρηκτική εκτέλεση, με εξαιρετικά φωτεινά ξεκινήματα κι όμορφες κατακλείδες.


 Ευχή μας ο π. Ελευθέριος να συνεχίσει να τονίζει επιτυχώς την ποιμαντική παρουσία του ράσου και σε τέτοιες λόγιες και σοβαρές κοσμικές εκδηλώσεις, παράλληλα με τις καθαρά πνευματικές του καθοδηγητικού ρόλου του στην Εκκλησία.  

Μοναχής Φιλοθέης *** «Ο μπαρμπα- Γιάννης των Ελλήνων»



Μοναχής Φιλοθέης
 
«Ο μπαρμπα- Γιάννης των Ελλήνων»
[Εκδόσεις «Επιστροφή», Μητροπόλεως Αργολίδος, 2016, σχ. 8ο (25 Χ 17), σσ. 108]

     ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

«Ο μπάρμπα- Γιάννης των Ελλήνων» είναι ένα βιβλίο πρωτότυπο, γραμμένο σε απλή, εκλαϊκευμένη μορφή και με πλουσιότερη, θα έλεγα, τη λογοτεχνική – διηγηματική παρά την ιστορική μορφή στη δομή του, καίτοι διαπραγματεύεται ένα καθαρά ιστορικό θέμα, τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον «μπάρμπα- Γιάννη»- όπως θωπευτικά και αγαπητικά ο ελληνικός λαός αποκαλούσε τον πρώτο του Κυβερνήτη.

Η διήγηση, περαιτέρω, λειτουργεί στο εν λόγω βιβλίο κατά τρόπο πρωθύστερο. δηλαδή από το τέλος, από τη στιγμή της δολοφονίας του Κυβερνήτη, η οποία του ανακοινώνεται μυστικά την παραμονή από μια έμπιστη του γυναίκα. Όλα, στη συνέχεια, μέχρι το τέλος της διήγησης και μέχρι να λάβει χώρα η άθλια πράξη των Μαυρομιχαλαίων αποτελούν ένα κουβάρι αναμνήσεων του Κυβερνήτη, από τα πρώτα, ακόμα, παιδικά του χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, αναμνήσεων που έρχονται και περνούν σαν κινηματογραφική ταινία από το μυαλό του. Έτσι, το βιβλίο με τον όμορφο αυτόν λογοτεχνικό τρόπο που είναι δοσμένο απευθύνεται και μπορεί να γίνει ευχάριστο ανάγνωσμα όλων των ηλικιών και μάλιστα των νέων της Ελλάδας.

Συγγραφέας του βιβλίου είναι η μοναχή Φιλοθέη, Ηγουμένη του Ι. Ησυχαστηρίου «Παναγία των Βρυούλων», της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, που με αγάπη περισσή και πραγματικό σεβασμό και ενδιαφέρον προς το πρόσωπο του Κυβερνήτη έσκυψε και διεξήλθε μεγάλο πλήθος πηγών- τους περισσότερους από 10 τόμους του Αρχείου Ι. Καποδίστρια (Κέρκυρα 1976- 1983, υπό Κων. Δαφνή)- καθώς και πληθώρα μελετών γύρω από το πρόσωπό του. Κίνητρο της μοναχής Φιλοθέης να ασχοληθεί με τον Καποδίστρια στάθηκε, σύμφωνα με το προλογικό της σημείωμα, το γεγονός ότι από μικρή είχε έναν καημό που την κατέτρωγε αδυσώπητα. ότι δεν είχε κι εκείνη, ως πρόσφυγας (Μικρασιάτισσα) που ήταν, μια πατρίδα σαν όλα τα άλλα παιδιά στο σχολείο. Η ανάγκη και η αγωνία της αυτή, να έχει κι εκείνη μιαν πατρίδα, είναι που την ώθησαν πρωταρχικά να αγκαλιάσει και να δεχτεί ως πατρίδα της ολόκληρη την Ελλάδα και να νιώσει, έτσι, για πρώτη φορά, στην ψυχή της ένα καινούριο, παράξενο συναίσθημα πληρότητας και ηθικής ικανοποίησης. Διαβάζοντας, στη συνέχεια, ενώ μεγάλωνε και προόδευε στη μόρφωσή της, την ιστορία του ελληνικού έθνους, για την οποία έδειχνε ιδιαίτερη κλίση και ενδιαφέρον, δεν ήταν πια δύσκολο να φθάσει και να οδηγηθεί στην ασφαλή σκέψη ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας- με τον οποίο ασχολείται το παρουσιαζόμενο βιβλίο της- υπήρξε ο πρώτος έλληνας πολιτικός που αγάπησε πραγματικά την Ελλάδα και δούλεψε ακούραστα, όσο τον άφησαν οι εχθροί του, θυσιάζοντας τα πάντα, για να φτιάξει στους Έλληνες μιαν καινούρια πατρίδα, τη νεότερη Ελλάδα. Η νεανική της αυτή αγωνία είναι που την οδήγησε, ίσως, στο να αφιερώσει το βιβλίο της αυτό στα νιάτα της Ελλάδας, στο «ροδόχρουν τούτο όνειρο της πατρίδος μας», όπως χαρακτηριστικά και με νόημα αποκαλούσε τα ελληνικά νιάτα ο Κυβερνήτης Καποδίστριας.

Το βιβλίο, ειδικότερα, εστιάζει, κυρίως, στη βαθιά χριστιανορθόδοξη και εθνική ταυτότητα του Κυβερνήτη, που όσο διατελούσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας δούλευε μεν στο πλευρό του Τσάρου, αλλά ούτε στιγμή δεν έπαυσε να εργάζεται και για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Αναφέρεται στην σχέση του με την Ελληνορουμάνα αρχοντοπούλα Ρωξάντρα Στούρτζα, που ομόρφυνε για λίγο την πολυτάραχη ζωή του, αλλά και στη σωτηρία της Ελβετίας, αφού, ως γνωστόν, ο Καποδίστριας υπήρξε ο εμπνευστής της ελβετικής ουδετερότητας, αλλά και ο άνθρωπος που κατάφερε να «φέρει» στην ελβετική συμπολιτεία τα καντόνια της Γενεύης και της Λωζάνης, νικώντας κατά κράτος, διπλωματικά, τον άρχοντα της ευρωπαϊκής διπλωματίας στη μετά τον Ναπολέοντα εποχή, τον Μέτερνιχ, ενώνοντάς την και κερδίζοντας τον απεριόριστο σεβασμό και την αγάπη των Ελβετών, που θεωρούν, έκτοτε, τον Καποδίστρια ως εθνικό τους ήρωα. Αναφέρεται, επίσης, στα φοβερά για την Ελλάδα συνεδρια στο Τροπάου και στο Λάιμπαχ και τον θανάσιμο εχθρό του Καποδίστρια, τον αυστριακό πρωθυπουργό Μέτερνιχ, που έδωσαν στους επαναστατημένους Έλληνες- και μάλιστα στα χρόνια μετά την ίδρυση της Ι. Συμμαχίας (που λειτουργούσε, πάντοτε, σκληρά και αμείλικτα απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα)- την πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο στον αγώνα τους οι Έλληνες να περιμένουν τη βοήθεια καμιάς Ευρωπαϊκής Κυβέρνησης. Παρακολουθούμε, τέλος, τις προσπάθειές του για τη διεθνοποίηση του ελληνικού αγώνα και τη δημιουργία ενός τεράστιου φιλελληνικού ρεύματος στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, ενώ ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας ο Καποδίστριας θέτει, πλέον, τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους σε μια χώρα ερειπωμένη και έναν λαό καθημαγμένο, μέχρι τη μέρα της δολοφονίας του (27 Σεπτεμβρίου 1831) από χέρια δυστυχώς... ελληνικά.    

      Το προλόγισμα του βιβλίου από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκτάριο- φίλο αγαπητό των φοιτητικών μας χρόνων- μας υπενθυμίζει ότι το Ναύπλιο και το Άργος διασώζουν ακόμη και σήμερα πολλά από τα ίχνη της εκεί παρουσίας του μεγάλου αυτού πολιτικού άνδρα, αφού το πρώτο, το Ναύπλιο- ως η δεύτερη (μετά την Αίγινα), πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους- δέχτηκε πλούσια την ευεργετική τού Κυβερνήτη παρουσία, αλλά είχε και το θλιβερό προνόμιο να ζήσει τη φρικτή εμπειρία της άθλιας δολοφονίας του, έξω από τον ναό του αγίου Σπυρίδωνος, όπου ο Κυβερνήτης προσήρχετο για τον συνήθη, κυριακάτικο, εκκλησιασμό του.

Η έκδοση του ωραίου αυτού βιβλίου έγινε από τις εκδόσεις «Επιστροφή» της Ι. Μητροπόλεως Αργολίδος, ενώ ενισχύθηκε οικονομικά από την Περιφερειακή Ενότητα Αργολίδος. Η πλούσια εικονογράφησή του ανήκει στην αρχιτέκτονα Μαριάννα Α. Φιλήντρα και η καλλιτεχνική του επιμέλεια στη σκιτσογράφο Τέτη Σώλου.

Ύστερα από αυτά, γίνεται, νομίζουμε, καταφανής η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου πονήματος για την ιστορία του τόπου. Ευχαριστούμε θερμά και συγχαίρουμε ειλικρινά την οσιολογιωτάτη Ηγουμένη Μοναχή Φιλοθέη γι' αυτήν την όντως μεγάλη και γενναιόδωρη προσφορά της προς το "θησαυροφυλάκιο» του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.