ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΟΤΣΥΦΟΣ (1903;- 1936)


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΟΤΣΥΦΟΣ (1903; - 1936)
Ένα σπάνιο υπόδειγμα δασκάλου και κοινωνικού εργάτη

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/

   Ο Παντελής Κοτσυφός (1903; - 1936) ήταν φιλόλογος καθηγητής και αρχαιοδίφης, από το Ρουσοσπίτι Ρεθύμνου. Διετέλεσε άμισθος Διευθυντής (Επιμελητής) τού πρώτου Μουσείου Ρεθύμνου, στην οδό Καστρινογιαννάκη, που είχε ιδρύσει ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος»[1], καθώς και μέλος τής «Εταιρείας των Φίλων Ρεθύμνης».

  Από τους Ρεθεμνιώτες τής εποχής του ο Κοτσυφός θεωρήθηκε θύμα τής μεγάλης του εργατικότητας και των αδιάπαυστων προσπαθειών του προκειμένου να τακτοποιήσει και διοργανώσει το πρώτο εκείνο Μουσείο τού Ρεθύμνου, το Μουσείο που υπήρξε ο πυρήνας και η απαρχή τού σημερινού αρχαιολογικού Μουσείου τής πόλης. Σε αυτές, λοιπόν, τις κοπιώδεις και εξαντλητικές προσπάθειες που κατέβαλλε ο Κοτσυφός και τις πολύωρες μεταμεσονύκτιες φιλολογικές και αρχαιολογικές μελέτες που επιδιδόταν για την ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη απόδοσή του στο πολυσχιδές έργο που είχε αναλάβει, αποδόθηκε από τους συμπολίτες του η ασθένεια που τον οδήγησε, τελικά, στον θάνατο, η φυματίωση, μια ασθένεια τής εποχής που έκανε θραύση και είχε να κάνει με τις κακές συνθήκες ζωής, τη σκληρή δουλειά και την κακή διατροφή και διαβίωση[2].

  Και πράγματι, ο Παντελής Κοτσυφός υπήρξε ο κλασικός τύπος ανθρώπου «παθόντος εν τη υπηρεσία και για την υπηρεσία». Και αυτό έρχεται να μας το διαβεβαιώσει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο ο μόνος αρμόδιος και κατάλληλος να εκφράσει άποψη, ο καθηγητής του και τώρα προϊστάμενος και καλός συνάδελφός του στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκης. Γράφει, λοιπόν, ο Πρεβελάκης, ανάμεσα στα άλλα, σε σχετικό επικήδειο λόγο του για τον πρόωρο θάνατο τού «πεφιλημένου μαθητού και νυν οτρηρού και ενθουσιώδους συναδέλφου», Παντελή, και τα εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Και το μικρόν παρ’ ημίν αρχαιολογικόν Μουσείον εν ω με προφανή κίνδυνον της υγείας του και τής ζωής του ο χαλκέντερος διενυκτέρευε φυλάττων ως άλλος Κέρβερος, επιμελώς τακτοποιών και εμβριθώς μελετών τα εν αυτώ ολίγα μεν πολύτιμα δε αρχαία, βαθύτατα θα αισθανθεί την έλλειψιν τού επιμελητού του, εις ου την επιμέλειαν και τας αόκνους προσπαθείας εστήριζεν ελπίδας πολλάς και βασίμους ου μόνον αποκτήσεως στέγης ιδίας και ανταξίας των εν αυτώ κειμένων, αλλά και πλουτισμού αυτού διά νέων εκ περισυλλογής και εξ ανασκαφών ανά τον νομόν Ρεθύμνης ευρημάτων»[3].

  Αλλά και ο ίδιος ο Κοτσυφός, στην τελευταία του επιστολή προς τον Γυμνασιάρχη του Μιχαήλ Πρεβελάκη, που την έστειλε από την Αθήνα ένα χρόνο μετά την απομάκρυνσή του από τα καθηγητικά και λοιπά καθήκοντά του, λόγω τής σοβαρής ασθενείας που τον είχε καταβάλει, έγραφε τα εξής άκρως συγκινητικά: «Λυπούμαι, σεβαστέ μου Γυμνασιάρχα, διότι ευρίσκομαι εις την σκληράν ανάγκην να διακόψω την διδασκαλίαν, αλλ’ ελπίζω ότι χάριτι θεία θα επαναλάβω αυτήν μετά την ανάκτησιν τής υγείας μου θάττον ή βραδύτερον, ζητώ δε να λάβω σύνταξιν ως παθών εν τη υπηρεσία και δι’ αυτήν, ίνα μη αποθάνωμεν εν τω μεταξύ υπό τής πείνης και εγώ και η δυστυχής μητέρα μου».

  Ο Παντελής προαισθανόμενος τον θάνατό του, βαθιά πικραμένος, ενδιαφέρεται και φροντίζει για την γριά μητέρα του, που μετά τον θάνατό του θα την άφηνε μόνη, πια, στη ζωή, χωρίς καμιά σύνταξη και την παραμικρή οικονομική δυνατότητα. Ήδη γιος και μητέρα είχαν περιέλθει σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία, αφού για λόγους υγείας, τώρα και ένα χρόνο, ο Παντελής διατελούσε σε καταναγκαστική αργία και έμενε χωρίς μισθοδοσία. Προβλέπει, λοιπόν, τα επερχόμενα χειρότερα, για την μάνα, δεινά και ζητά ο υπερήφανος και φιλόστοργος γιος και ελπίζει σε μια σύνταξη ως «παθόντος εν τη υπηρεσία», αφού δεν είχε προλάβει να τεκμηριώσει δικαίωμα σύνταξης, μιας σύνταξης που θα απέβαινε ο μόνος, για τη δύστυχη μάνα, οικονομικός πόρος στη ζωή της, για να θυμάται τον φίλτατο γιο και να μην καταστεί βάρος σε κανένα, φίλο ή συγγενή.

  Στον πρόωρο, πάντως, θάνατο τού Κοτσυφού φαίνεται ότι συντέλεσαν και τα πολλά και σφοδρά κτυπήματα που αλλεπάλληλα τού επιφύλαξε η μοίρα στη ζωή. Ανύπανδρος, ακόμα, λόγω τού νεαρού τής ηλικίας του, διέμενε μόνος με τη γριά μητέρα του, η οποία στο παρελθόν είχε χάσει και άλλα παιδιά της, βλέποντας τα να πέφτουν το ένα μετά το άλλο και, τώρα, τελευταίος τής είχε απομείνει ο Παντελής της, το μόνο στήριγμα και η απαντοχή των γηρατειών της. Με τον θάνατον και εκείνου η γριά μητέρα θα έμενε πια μόνη, έρημη και αβοήθητη στον κόσμο.

   Ο Παντελής Κοτσυφός πέθανε νεότατος (Αύγουστο 1936), στον έβδομο, μόλις, χρόνο από τον διορισμό του στην παιδεία (1928), στο φθισιατρείο «Διόνυσος» τής Αθήνας, όπου για μήνες ολόκληρους έβλεπε τη ζωή του να σβήνει, με συνεχείς αιμοπτύσεις, και να χάνεται κάτω από τη φοβερή ασθένεια[4].



Φωτό: Παντελής Κοτσυφός (1903;- 1936) (Η φωτ.προέρχεται από τη συλλογή τού κ. Γιώργη Δρανδάκη)



   Ο Παντελής Κοτσυφός υπήρξε εξαιρετικά αγαπητός στους μαθητές και συναδέλφούς του. Σε όλους τους Ρεθεμνιώτες άφησε μνήμη αγαθή ως πρόθυμος και ευσυνείδητος εθελοντής δάσκαλος και κοινωνικός σκαπανέας. Γι’ αυτό και ο πρόωρος θάνατός του θεωρήθηκε από όλους απώλεια μεγάλη και δυσαναπλήρωτο το κενό που άφηνε πίσω του.

  Όπως υπεύθυνα βεβαιώνει και πάλι ο προϊστάμενος του στον «Οίκο Παιδείας», Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης, ο Παντελής Κοτσυφός βοηθούσε πρόθυμα τη διεύθυνση τού σχολείου, αναπλήρωνε όλους τους απόντες συναδέλφους του, παρακολουθούσε από κοντά την εν γένει αγωγή και συμπεριφορά των μαθητών του ως φίλος και μεγαλύτερος αδελφός και βοηθούσε και καθοδηγούσε φροντιστηριακά τους αδύνατους στα μαθήματά τους δωρεάν, εντός και εκτός σχολείου, μεταβαίνοντας προς τούτο, αν χρειαζόταν, και σ’ αυτά τα σπίτια τους, πράγματα εντελώς άγνωστα σε μια εποχή που οι καθηγητές ήταν, κατά τεκμήριο, εξαιρετικά απόμακροι και σοβαροί και τους κυρίευε ο αυταρχισμός και η αυστηρότητα.

  Κι εμείς σήμερα, εβδομήντα δύο χρόνια από τον θάνατό του, ευχόμαστε αιωνία η μνήμη τού Παντελή Κοτσυφού.


[1] Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, «Ο Κωνσταντίνος Εμμ. Πετυχάκης (1853- 1929) και ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ρεθύμνης», περιοδ. Αναζητήσεις, Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ρεθύμνου, τ. 3-4 (1996), 99- 105.
[2] Βλ. και σχετικό «Ευχαριστήριον» τού Π. Κοτσυφού, ως Επιμελητή τού Μουσείου Ρεθύμνου, προς τον ρεθεμνιώτη γιατρό Γεώργιο Χατζηγρηγόρη, όπου καταγράφονται υπό τού Κοτσυφού λεπτομερώς αρχαιότητες προερχομένες από διάφορα μέρη τού Νομού Ρεθύμνης και τής Κρήτης, γενικότερα, που δωρήθηκαν από τον Γ. Χατζηγρηγόρη προς το Μουσείο Ρεθύμνου(«Ευχαριστήριον», εφημερ. Ο Τύπος 17-1-1935).
[3] Μιχαήλ Πρεβελάκη, «Παντελής Κοτσυφός», Κρητική Επιθεώρησις τής 2/9/1936.
[4] Κρητική Επιθεώρησις τής 28/8/1936.