Περιεχόμενα
- α.ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ (1)
- β. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ (116)
- γ. ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (77)
- γ. ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (3)
- γ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (12)
- δ1. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (14)
- δ1. ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (16)
- δ1. ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (43)
- δ2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (75)
- ε1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (238)
- ε2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ (59)
- ε3. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ (10)
- ε4. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΓΩΝΤΕΧΝΗΣ (8)
Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ* Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ * * * Από το Ρέθυμνο και τη λοιπή Ελλάδα
Ο άγιος Γεώργιος, ο μεγαλομάρτυς, ο Τροπαιοφόρος (23 Απρ.), στρατιωτικός άγιος και Δρακοντοκτόνος, από τους γνωστότερους αγίους της Ορθοδοξίας, καταγόταν από σπουδαία οικογένεια της Καππαδοκίας και είχε το υψηλό αξίωμα του κόμητος, όταν μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284-304) στη Νικομήδεια ή, κατ’ άλλους, στη Λύδα[1], που ήταν αναμφίβολα πατρίδα της μητέρας του. Ως μεγαλόψυχος στρατιωτικός και ένοπλος Άγιος, ο Γεώργιος θεωρείται, κατά το απολυτίκιό του, ως των «αιχμαλώτων ελευθερωτής», των «πτωχών υπερασπιστής» και των «βασιλέων υπέρμαχος». Στην Υμνογραφία του, επίσης, ο άγιος Γεώργιος αποκαλείται «Χριστού γεώργιον», γιατί το όνομα «Γεώργιος» είναι πνευματική μεταφορά από την αγροτική ζωή και παράγεται από το ουσιαστικό γεώργιον, το [< ρ. γεωργώ (γη + έργο)], που σημαίνει το καλλιεργημένο χωράφι ή άγρό. Γίνεται όμως και επίθετο «γεώργιος», για τον άνθρωπο που επιδέχεται την πνευματική καλλιέργεια, ή που τον επέλεξε γι’ αυτό ο Θεός.
Ο άγιος Γεώργιος, από τους πλέον δημοφιλείς αγίους της Ορθοδοξίας, εικονίζεται πολύ συχνά σε βυζαντινούς και νεότερους ναούς της Ελλάδας και, μάλιστα, σε αυτούς της υπαίθρου, όπου τιμάται ιδιαίτερα. Μετά τον 11ο αιώνα, εμφανίζεται πάντοτε έφιππος, ντυμένος με τη στρατιωτική του ενδυμασία, να τιθασσεύει τον δράκο και να σώζει από βέβαιο θάνατο τη βασιλοπούλα, που του είχε δοθεί ως βορά, για να αφήσει το νερό της πολιτείας να τρέξει ελεύθερα προς χρήσιν από τον λαό. Πριν από τον 11ο αι. οι παραλλαγές του βίου του αγίου Γεωργίου δεν αναφέρουν το επεισόδιο της δρακοντοκτονίας, ενώ στις παραστάσεις ο άγιος εικονίζεται να σκοτώνει τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό [2].
Ο άγιος Γεώργιος φονεύει τον δράκοντα και σώζει τη βασιλοπούλα (α΄μισό 17ου αι., Κρητικής Τέχνης, Ιστορικό Μουσείο Μόσχας) |
Τέλος, στη Μάνδρα της Ξάνθης, υπάρχει εικόνα του αγίου Γεωργίου με την επωνυμία του Κουδουνά. Σε αυτόν αφιερώνουν οι μητέρες τα άρρωστα παιδιά τους, στα οποία κρεμούν ένα κουδουνάκι, από αυτά πού κρέμονται στην εικόνα του, μέχρι το παιδί να γίνει καλά και να επέλθει η ίαση. Ο ίδιος άγιος Γεώργιος (ο Κουδουνάς), στην Πρίγκηπο, θεωρείται ότι θεραπεύει την παραφροσύνη με τα κουδούνια που απεικονίζονται στην εικόνα του, που, σε παλιότερες εποχές, τα φόραγαν στους τρελούς. Γι’ αυτό και όταν εκεί λένε: «αυτός είναι για τον Κουδουνά» εννοούν ότι είναι φρενοβλαβής. Στον εν λόγω άγιο Γεώργιο συρρέουν κάθε χρόνο στη γιορτή του- πέραν των ορθοδόξων- και δεκάδες Τούρκοι, που τους ωθεί στον άγιο η πίστη τους ότι θα τους βοηθήσει στο πρόβλημά τους. Είναι χαρακτηριστικό, περαιτέρω, ότι οι μουσουλμάνες με σεβασμό παρακαλούν τον αϊ- Γιώργη να κάνει το θαύμα του, του εξηγούν τις επιθυμίες τους με κάθε λεπτομέρεια, του γράφουν σημειώματα, του αφήνουν και λίγα χρήματα, μήπως και αυτό βοηθήσει. Ανάβουν κεριά, κολλούν ζάχαρες πάνω στον βράχο, δένουν κόμπους πάνω σε δέντρα και θάμνους…[4]
Υπάρχει, πάντως, και άλλη παραλλαγή τής παραπάνω ιστορίας . έτσι, σε συλλογή θαυμάτων του αγίου Γεωργίου παρουσιάζεται ο Άγιος ως έξυπνος επιχειρηματίας, που ξέρει πώς να αυξήσει την περιουσία του, πώς να κάνει παζάρια και πώς να παίρνει την ανταμοιβή του με το παραπάνω, να απαιτεί και να παίρνει από τρεις εμπόρους την υπέρογκη πληρωμή του σε κανονικό νόμισμα και όχι υποτιμημένο, εξωθώντας τους να του πουν: «αϊ- Γιώργη μου, ακριβά πουλάς τα σφουγγάτα σου και εμείς από σένα δεν αγοράζομε ξανά»[7].
Είναι προστάτης της στάνης και της ποιμενικής ζωής. Σχεδόν κάθε χωριό έχει και από ένα ξωκκλήσι αφιερωμένο σε αυτόν. Ένας λόγος που οι κτηνοτρόφοι τον θεωρούν προστάτη τους είναι γιατί η εορτή του συμπίπτει με την εποχή που η φύση στην Ελλάδα λουλουδίζει και θεωρείται ως απαρχή του καλοκαιριού. Τότε παρατηρείται και η μετακίνηση των κοπαδιών από τα χειμαδιά προς τα ψηλότερα μέρη. Οι ποιμένες, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στα χωριά της Πυλίας, ετοιμάζουν στη στάνη τους ιδιαίτερο εορτασμό. Προσκαλούν συγγενείς και φίλους και παραθέτουν γεύμα, σφάζοντας τον «αϊγιοργίτ(σ)η», όπως λέγεται ο σιτευτός αμνός που προορίζεται για την εορτή του Αγίου[9]. Σύμφωνα με όλα αυτά, ο καλοσυνάτος άγιος Γεώργιος φαίνεται να έχει πάρει στα έθιμα του ελληνικού λαού τη θέση του Πάνα, του αρχαίου ελληνισμού[10].
2. Ο αϊ- Γιώργης στην Ασή- Γωνιά
Είναι πολύ εντυπωσιακά τα ποιμενικά έθιμα που αναβιώνουν στη χάρη τού αϊ- Γιώργη στην Ασή- Γωνιά, στους Κούμους και στην Καρωτή Ρεθύμνου. Ιδιαίτερα στην Ασή- Γωνιά οι βοσκοί στολίζουν τα πρόβατά τους με τα μελωδικότερα λέρια τους και τα οδηγούν στην εκκλησία του προστάτη τους αϊ- Γιώργη του Γαλατά. Τα ζώα μαντρώνονται στην «κούρτα» έξω από την εκκλησία και αρμέγονται ένα- ένα. Ευλογούνται από τον ιερέα και, στη συνέχεια, το γάλα προσφέρεται στους κατοίκους του χωριού και σε όλον τον κόσμο που συρρέει στη χάρη του. Το έθιμο από τους κατοίκους θεωρείται τόσο παλιό όσο και το ίδιο το χωριό. Σε 30.000 υπολογίζονται τα ζώα της περιοχής και είναι αδιανόητο για κάποιον Ασηγωνιώτη βοσκό να μην οδηγήσει τα πρόβατά του να τα ευλογήσει ο ιερέας την ημέρα αυτή[11]. Λέγεται ότι κάποτε ένας κτηνοτρόφος της περιοχής αρνήθηκε να οδηγήσει το κοπάδι του στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου, προφασιζόμενος ότι η απόσταση είναι μεγάλη και τα ζώα του κουράζονται. Το ίδιο βράδυ ο κτηνοτρόφος, ενώ βρισκόταν στο βουνό, αισθάνθηκε μία ράβδο να τον χτυπά με δύναμη σε όλο του το κορμί, χωρίς να βλέπει γύρω του κανένα.
__________________________
[2] Τίτου Παπαμαστοράκη, Θεόδωρος και Γεώργιος, Ο δράκος και το παλληκάρι, στο «Επτά Ημέρες», ένθετο τής «Κυριακάτικης Καθημερινής», 27/10/2002, 15.
[4] Μάγιας Τσόκλη, «Αη- Γιώργης Κουδουνάς, ο άγιος χριστιανών και μουσουλμάνων», εφημ. Καθημερινή (Αθηνών) 16/11/2011.
[5] Το είδος τής δωρεάς (σφουγγάτο) αποδεικνύει, πιστεύω, την παιδική αφέλεια και αθωότητα. Το σφουγγάτο θα ήταν η αγαπημένη τροφή του μικρού παιδιού. Παρόμοια αφιερωτική πρακτική συναντάμε και στον δεκατετράχρονο Μακρυγιάννη, στο απόσπασμα «Στο πανηγύρι τ’ Αγιαννιού», των Απομνημονευμάτων του, όπου τον βλέπουμε προσβεβλημένο κι’ αυτόν για το ξύλο οπού έφαγε από έναν πατριώτη- γιατί του έσπασε το όπλο του- να προστρέχει στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, να αρχινά τα κλάματα και με μεγάλες φωνές και μετάνοιες να του λέγει: «Τ’ είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές εκάμαμεν συμφωνίες με τον άγιον».
[6] Φαίδ. Κουκουλέ, «Το σφουγγάτον του αγίου Γεωργίου», Ημερολόγιον τής Μεγάλης Ελάδος (ΗΜΕ), τ. 15, 281 και Αναστασίου Γ. Βρόντη, «Ο άγιος Γεώργιος στη Ροδίτικη λογοτεχνία», Λαογραφία 11 (1934-37), 216-245.
[11] Εύας Λαδιά, «Στου Αη- Γιώργη τη χάρη, Αναβιώνουν τα έθιμα των προβάτων σε Ασή Γωνιά- Κούμους και Καρωτή», εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα 23/4/2010.
[14] Εξαιρετικά οι τσοπάνισσες της Ρόδου ευλαβούνται τον άη- Γιώργη. Τον έχουν προστάτη τους στα ποίμνιά τους και τους φανερώνει τα χαμένα κατσικοπρόβατα.
[16] Οι λεύτερες παρακαλούν τον άη- Γιώργη να ανοίξει η τύχη τους και να παντρευτούν.
[17] Στην Ηράκλεια της Προποντίδας επικαλούνται και τον άγιο Γεώργιο τον Αράπη, γιατί η εικόνα του είναι ανάγλυφη σε μαύρη πέτρα, αλλά και γιατί, κατά την παράδοση, ο άγιος ήταν μελαψός (βλ. και άι- Γιώργης Σποριάρης, επίσης στους Προστάτες Αγίους).
Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ -2-
Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*
[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής
Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος»
(1860), σελ. 1209- 1276]
- 2ο –
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
www.ret-anadromes.blogspot.com
http://historicalcrete.ims.forth.gr
Ο Χάρος των
δημοτικών τραγουδιών, σαν κύριο όνομα, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό
όνομα Χάρων (-ωνος), από ρίζα χαρ- (χαίρω,
χαρά) και τούτο, φυσικά, κατ’ ευφημισμόν από το ομώνυμο επίθετο ο,
η χάρων, που χρησιμοποιείται με τη σημασία του «χαροπός»,
για χαρακτηρισμό κυρίως του λιονταριού, του αετού και των Κυκλώπων, δεδομένου
ότι το επίθετο «χαροπός» στον Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή
χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την απαστράπτουσα λάμψη των ματιών των αρπακτικών
πουλιών και ζώων. Και ο Χάρος, λοιπόν, ονομάζεται έτσι από τα αστραφτερά του
μάτια.
Αυτός ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων Ελλήνων, επειδή ακριβώς έχει λαϊκή την προέλευση, είναι τελείως άγνωστος στην Αγία Γραφή. Με την πάροδο του χρόνου ο Χάρος, σαν περισσότερο δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα, αντικατέστησε πρώτα τον προσωποποιημένο Άδη και ύστερα τον, επίσης, προσωποποιημένο και περισσότερο δημοφιλή Θάνατο, θεότητα της ομηρικής εποχής και αδελφό του Ύπνου. Όλες οι ιδέες και παραστάσεις για τον Άδη, Θάνατο, και Χάρο (Χάροντα) των αρχαίων Ελλήνων, με την πάροδο του χρόνου, συγχωνεύτηκαν και διατηρήθηκαν από τον ίδιο τον λαό στον προσωποποιημένο νεοελληνικό Χάρο, που κατακλύζει πια τα νεοελληνικά μοιρολόγια και, μάλιστα, και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, όπως δέχεται ο λαογράφος Γ. Σπυριδάκης[4].
Γι’ αυτό στα νεοελληνικά μοιρολόγια δεν είναι καθόλου συνήθεις
χριστιανικές αναφορές συνειδητής πίστης στον Θεό. Εκπλήσσει, μάλιστα, το
γεγονός ότι- παρά την εξαιρετική σημασία που αποδίδουν στην Ανάσταση του
Χριστού η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ίδιος ο ελληνικός λαός- στα μοιρολόγια δεν
υπάρχει η παραμικρή πίστη σε ανάσταση των νεκρών, όπως την πιστεύει η
Ορθοδοξία. Και όχι απλά η λέξη κόλαση είναι ανύπαρκτη στα
Κρητικά Μοιρολόγια, αλλά ούτε και οι λέξεις Παράδεισος, Ουρανός, Άδης δίνονται
ως συνώνυμες. Ο Άδης, όπως τον συναντάμε στα Μοιρολόγια είναι κοινός για όλους,
δίχως να ξεχωρίζει σε Κόλαση και Παράδεισο. Δεν
υπάρχουν τιμωρίες για τους αμαρτωλούς και ο Άδης των δημοτικών τραγουδιών
φαίνεται να συγγενεύει ξεκάθαρα προς τον Άδη της αρχαίας Ελλάδος. Είναι η
βέβαιη και γενική κατάληξη μετά τον θάνατο, όπου οι ψυχές εξακολουθούν μεν να
ζουν και να υπάρχουν (ως σκιές πλέον), αλλά το σώμα εξαφανίζεται και χάνεται[5].
Μάλλον, λοιπόν, κάποιες φορές, εντελώς ασυναίσθητα, μαζί με τον Χάρο, «μπλέκει» η μοιρολογήτρα στα μοιρολόγια της και τον Θεό όχι, όμως, με την πίστη που απαιτεί από τον πιστό χριστιανό η ευαγγελική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, στο μοιρολόγι της συλλογής του Γ. Τσουδερού «Μάνας για το γιο τζη που τον εσκότωσεν αστροπελέκι»[6] η μάνα πάνω στον πόνο της, για τον αδόκητο θάνατο του παιδιού της, μάλλον ασυναίσθητα και επηρεασμένη από την καθημερινή πραγματικότητα (πβ. καθημερινή επιφώνηση: αχ Θέ μου!), βάζει στο στόμα της και το όνομα του Θεού (ως ανώτερου του Χάρου, από τον οποίο ο Χάρος παίρνει τις διαταγές, όπως κατά την αρχαιότητα τις έπαιρνε από τον Πλούτωνα[7]), τον οποίο, μάλιστα, και ελέγχει και ψέγει δριμέως, κατά το ανθρώπινο, γιατί τακτοποίησε με αυτόν τον τρόπο τα πράγματά Του και επέτρεψε στον Χάροντα να χαθούν τα τόσα κάλλη και η ομορφιά του παλικαριού της:
«Παιδί
μου, κανακάρη μου,
φως μου κι απαντοχή μου,
πώς
σ’ έκαμεν ο Χάροντας
σήμερ’
ανεβουλής[8] μου;
……………………………
Θε μου, πώς τα κουλάντρισες
ούλα
τα σόρντινά σου
κι άφηκες και χυθήκανε
τα κάλλη τσ’ αφεντιάς του;»
Έτσι, στο νεοελληνικό μοιρολόγι ο Χάρος, βασικά, έγινε δεκτός,
γιατί άρεσε και προσαρμοζόταν άριστα στη δεκτικότητα της λαϊκής ψυχής, χωρίς,
πάντως, να λησμονηθεί τελείως ούτε ο Θάνατος, ούτε ο Άδης των
αρχαίων Ελλήνων[9].
Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνει την προέλευση του νεοελληνικού Χάρου από
τον Χάρο (Χάροντα) της κλασικής αρχαιότητας, γνώμη που
ασπάζονται και ο Ν. Πολίτης και ο Στ. Κυριακίδης.
φως μου κι απαντοχή μου,
Θε μου, πώς τα κουλάντρισες
κι άφηκες και χυθήκανε
τα κάλλη τσ’ αφεντιάς του;»