Κωστής Ηλ. Παπαδάκης * * * Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872 – 1950), Βιβλιοπαρουσίαση υπό του Αντώνη Ε. Στιβακτάκη

 


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

 

Κωστής Ηλ. Παπαδάκης

 

Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης 

(1872 – 1950)

Ο αντιστασιακός από Αρκαδίας Μητροπολίτης Κρήτης.

 Ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της Γεωργικής Σχολής Μεσαράς. Ρέθυμνο 2020

 

Του Αντώνη Ε. Στιβακτάκη

 

          Κάθε φορά που βλέπει το φως της δημοσιότητας κάποιο βιβλίο του εκλεκτού και πολύτιμου φίλου Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, αυτό και μόνο αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός για το Ρέθεμνος, για την Κρήτη, για τα Ελληνικά Γράμματα, για τον πολιτισμό γενικότερα.

       Αυτό ισχύει και για το νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872 – 1950). Ο αντιστασιακός από Αρκαδίας Μητροπολίτης Κρήτης. Ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της Γεωργικής Σχολής Μεσαράς», το οποίο είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας από τη «Γραφοτεχνική Κρήτης» και αναμφίβολα φέρει έντονη τη σφραγίδα συγγραφικής δωρεάς του εν λόγω πολυγραφότατου συγγραφέα.

       Πρόκειται περί μιας εμπεριστατωμένης και αρκετά εκτεταμένης βιογραφίας του αοιδίμου Ιεράρχου Βασιλείου Μαρκάκη (1872 – 1950), ο οποίος διετέλεσε αρχικά Επίσκοπος της Νέας Επισκοπής Αρκαδίας (1902 – 1941) και εν συνεχεία Μητροπολίτης Κρήτης (1941 – 1950).

       Μάλιστα, θα έλεγα ότι το εν λόγω βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία συμπυκνωμένη επιτομή της ιστορίας της Εκκλησίας της Κρήτης κατά το 1ον ήμισυ του 20ου αιώνα.

       Στην αρχή του βιβλίου παρατίθεται με ημερομηνία «Εν Ηρακλείω τη 18η  Νοεμβρίου 2019» μία σύντομη Επιστολή – Χαιρετισμός του τότε Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ειρηναίου, Προέδρου της Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ.κ. Ειρηναίον, στην οποία αναφέρει ότι «...η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης κατά την Τακτικήν Συνεδρίαν Αυτής τη 17η Οκτωβρίου ε.ε (2019) απεφάσισεν όπως εκθύμως επιλογήση την, υπό της Ενορίας Αγίου Παντελεήμονος Κεραμέ της Υμετέρας Θεοσώστου Επαρχίας, έκδοσιν βιβλίου τού εγκρίτου συγγραφέως συνταξιούχου φιλολόγου καθηγητού – Θεολόγου κ. Κωνσταντίνου Παπαδάκη, το οποίον αφορά εις την προσωπικότητα του αοιδίμου Μητροπολίτου Κρήτης κυρού Βασιλείου (Μαρκάκη) γόνου εκλεκτού της ως είρηται Ενορίας...».

Ακολουθεί «Αδελφικός Χαιρετισμός για τον Μεγάλο Επίσκοπο και Μητροπολίτη Κρήτης Βασίλειο» από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ.κ. Ειρηναίο και εν συνεχεία «Χαιρετισμός (του) Εφημερίου Κεραμέ» π. Τίτου Λίτινα.

       Ο Πρόλογος του βιβλίου ανήκει στον συγγραφέα του Κωστή Ηλία Παπαδάκη. Είναι μεστός, περιεκτικός, εμπνευσμένος από τη συγκλονιστική πορεία της ζωής του αοιδίμου Ιεράρχου Βασιλείου, γραμμένος με την γνωστή εντόνως συναισθηματική και συγχρόνως διθυραμβική πέννα του εκλεκτού και εμπειρότατου συγγραφέως.

       Στη συνέχεια παρατίθεται το Α΄ Μέρος του βιβλίου, το οποίο έχει τον τίτλο: «Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872 – 1950) – Βιογραφία» και εκτείνεται από τη σ. 21 έως και τη σ.152, περιλαμβάνοντας 14 κεφάλαια και δεκάδες υποκεφάλαια, τα οποία φωτίζουν λεπτομερώς την πορεία της ζωής του διαπρεπούς Ιεράρχου.

       Ακολουθεί το Β΄ Μέρος, το οποίο έχει τίτλο: «Ο Βασίλειος Μαρκάκης μέσα από εγκυκλίους του» (σ.157 – 177), το οποίο έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφού σ’ αυτό παρατίθεται «μία σειρά τριάντα επιλεγμένων εγκυκλίων από το Αρχείο της (Νέας) Επισκοπής Αρκαδίας, οι οποίες, επιλεγμένες μία προς μία, φωτογραφίζουν, μπορούμε να πούμε, και επισφραγίζουν καθαρότατα σημαντικές πτυχές τής ποιμαντορίας του αοιδίμου Ιεράρχη, ως Επισκόπου Αρκαδίας κατά τα έτη 1908 – 1941».

       Αξίζει να αναφερθεί ότι οι εν λόγω εγκύκλιοι χαρακτηρίζονται από τον εκλεκτό συγγραφέα: α) ως πατριωτικές, β) ως εγκύκλιοι που αναφέρονται και κινούνται από την πίστη, την ευσέβεια και αγάπη του Βασιλείου προς τον Θεό και τη γνωστή φιλομάθειά του, γ) ως εγκύκλιοι που αναφέρονται στις αρετές της φιλανθρωπίας και πράξεων αγάπης του Βασιλείου και δ) ως εγκύκλιοι που καταδεικνύουν την αγάπη του για την πρόοδο, το πράσινο και αγροτική ανάπτυξη του τόπου.

       Στο Γ΄ και τελευταίο Μέρος του βιβλίου γίνεται εκτενής αναφορά στο κοινωνικό πρόσωπο του Μητροπολίτη Κρήτης Βασιλείου μέσα από το «Βιβλίο Επισκεπτών» της Επισκοπής του στους Αγίους Δέκα, επίσης, από μιαν «ευχετήρια κάρτα» του Νίκου Καζαντζάκη και από μιαν εγγραφή του Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Β. Τωμαδάκη.

       Το βιβλίο «κλείνει» με την παράθεση τού «Παρακλητικού Κανόνος εις την Υπεραγία Θεοτόκον εν ώρα πολέμου», τον οποίο ο Μητροπολίτης Βασίλειος ανεύρε σε προϋπάρχον παλαιότερο κείμενο, ανωνύμου υμνογράφου, τον διόρθωσε σε πολλά σημεία, διασκεύασε και προσάρμοσε στα κρητικά και εθνικά δεδομένα της εκάστοτε πολεμικής αναμέτρησης, τον εξέδωσε το πρώτον κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και δεν έπαυεν «ανά πάσαν πολεμικήν αναμέτρησιν» δι’ εγκυκλίων του αλλά και με τα απ’ άμβωνος κηρύγματά του να προτρέπει τους πιστούς της Εκκλησίας της Κρήτης, όπως τον αναγιγνώσκουν τόσον «επ’ εκκλησίαις», όσο και «κατά μόνας» στο «ταμείον» των οικιών τους, κατά την ατομική τους προσευχή».

       Ακολουθεί λεπτομερής παράθεση της πλούσιας βιβλιογραφίας στην οποία στηρίχθηκε ο συγγραφέας για τη συγγραφή αυτού του πολύτιμου συγγράμματος.

       Ο εμπειρότατος ιστορικός ερευνητής χρησιμοποίησε σημαντική και εν πολλοίς σπάνια βιβλιογραφία, διερεύνησε αρχεία και βρήκε στοιχεία που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.

       Πρέπει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ότι τα κείμενα του βιβλίου πλαισιώνονται από πλήθος ιστορικών- μερικές από τις οποίες είναι σπάνιες- φωτογραφιών, που του προσδίδουν εποπτικότητα και το κάνουν περισσότερο προσιτό και ενδιαφέρον στον αναγνώστη.

       Τέλος, γίνεται αναλυτική αναφορά τής όλης εργογραφίας του συγγραφέα, από την οποία καταδεικνύεται ότι πρόκειται, πράγματι, περί ενός από τους πολυγραφότερους σύγχρονους συγγραφείς της Κρήτης σ’ ένα ευρύτατο πεδίο συγγραφικής αναζήτησης, έρευνας, καταγραφής και παρουσίασης.

       Τον ευχαριστούμε θερμά και τον ευγνωμονούμε!

FRANZ W. SIEBER * * * Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817 * * * Μετάφραση εκ του Γερμανικού κειμένου, Εισαγωγή, Σχόλια υπό ΔΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ Αρχαιολόγου


   FRANZ  W. SIEBER

 

Ταξίδι στη νήσο Κρήτη

του ελληνικού Αρχιπελάγους

κατά το έτος 1817

        

Μετάφραση εκ του Γερμανικού κειμένου,

Εισαγωγή, Σχόλια

υπό ΔΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ

Αρχαιολόγου

 

[Εκδόσεις Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε., Αθήνα 2022, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 712]

 

   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                        http://ret-anadromes.blogspot.com

  Σε εποχές που τα ταξίδια ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα και επισφαλή, το περιηγητικό κείμενο λειτουργούσε πολλαπλά, τόσο για τον ταξιδιώτη/συγγραφέα, που ενδιαφερόταν να συγκρατήσει και να μεταφέρει μνήμες και εικόνες ενός κόσμου μακρινού, που γνώριζε ότι πολύ δύσκολα θα τον αντίκριζε ξανά, όσο και για τους αναγνώστες/αποδέκτες, που συμμερίζονταν την ταξιδιωτική του εμπειρία νοερά, εφόσον και γι’ αυτούς τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια ήταν εγχείρημα ή και όνειρο, πρακτικά, συνήθως, απλησίαστο και όλως ανέφικτο.

Για τον λόγο αυτόν, τα κείμενα των περιηγητών, σε παλιότερες εποχές, έτυχαν ιδιαίτερα μεγάλης προσοχής και σημασίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το μυθιστόρημα, με την κλασική του μορφή και δομή, συχνά γίνεται επίπονο και κουραστικό. Αντίθετα, το περιηγητικό χρονικό, πολλές φορές, καθίσταται αφήγηση- με λογοτεχνική χάρη- τόπων, γεγονότων, εικόνων, προσώπων με αποτέλεσμα να έχουμε, τελικά, ένα εξαίσιο στο είδος του πεζογράφημα. Και αυτό, βέβαια, εξαρτάται σε έναν μεγάλο βαθμό και από τις περιγραφικές και λογοτεχνικές ικανότητες τού κάθε περιηγητή. 

Παρακολουθούμε, λοιπόν, απλές και σύντομες αναφορές σε συγκεκριμένους τόπους, πλούσιες αρχαιογνωστικές αναλύσεις μνημείων και σημαντικών αρχαιολογικών χώρων ή γλαφυρές περιγραφές των ντόπιων ηθών και εθίμων, που κάνουν τα κείμενα αυτά να προσφέρουν σημαντικά πλούσιο υλικό για τον ιστορικό, τον αρχαιολόγο, τον φυσιοδίφη ή και τον απλό αναγνώστη. Έτσι- σύμφωνα με τα παραπάνω και την προσωπική τού κάθε περιηγητή οπτική γωνία- τα περιηγητικά κείμενα κατατάσσονται σε θεματικές ενότητες που άπτονται τόσο τού φυσικού και δομημένου χώρου, όσο και της αρχαιογνωσίας, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, των εκφάνσεων τού καθημερινού βίου και πολιτισμού και των τρόπων πολιτικής εξουσίας. Λίγο- πολύ, και όλως σχηματικά, θα λέγαμε ότι συνθέτουν αυτό που συχνά ονομάζουμε «συνολική ιστορία».

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα υπήρξε κατεξοχήν τόπος έλξης των περιηγητών σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως επί Τουρκοκρατίας από το έτος 1500 μέχρι και το 1900. Είναι, περαιτέρω, γνωστό ότι η περιηγητική γραμματεία αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών, αν και συχνά μονομερή, για τον ελλαδικό χώρο, που από την αρχαιότητα έχει σημαδευτεί με περιηγητές, όπως τον Ηρόδοτο και, στη συνέχεια, και με τους Αρτεμίδωρο, Διόδωρο Σικελιώτη, Μεγασθένη, Παυσανία, Στράβωνα και, αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, τους Επιφάνιο, Στέφανο Βυζάντιο και  Ιωάννη Φωκά, ενώ ακόμα πιο αργά- και όσον αφορά ειδικότερα στην Κρήτη- και με τους ευρωπαίους Tournefort, Pococke, Sonnini, Simonelli, Savary, Olivier, R. Pashley, Scott, Sieber μέχρι και τον Βαυαρό Δέφνερ, των αρχών τού 20ου αιώνα.

Σήμερα, ο γνωστός Ρεθεμνιώτης και καλός φίλος Δρ. Αρχαιολόγος κ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης έρχεται στον χώρο της περιηγητικής γραμματείας με ένα πολύ γνωστό- αλλά από άλλες γλώσσες- περιηγητικό κείμενο, που αφορά στις περιηγητικές εντυπώσεις, τα βιώματα και τις πληροφορίες που μας δίνει, για τον χρόνο διαμονής του στην Κρήτη, ένας νεότερος, της Τουρκοκρατίας, περιηγητής, ο αυστριακός ιατρός Franz W. Sieber.

Oι πληροφορίες τού Sieber ανάγονται ειδικότερα στο έτος 1817, καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου περιηγούνταν ανά την νήσο Κρήτη. Οι αναμνήσεις του δε αυτές, να σημειωθεί, δεν περιορίζονται σε μιαν απλή καταγραφή εντυπώσεων, όπως θα περίμενε κανείς από ένα περιηγητικό κείμενο. Ο Sieber, αντίθετα, κάνει Ιστορία, τονίζει με προσεκτικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του τον στενό δεσμό των Ελλήνων προς τον έξοχο και λαμπρό πολιτισμό των προγόνων τους και εκφράζει γενναία συναισθήματα έναντι κατακτημένων και κατακτητών, έναντι Ελλήνων και Τούρκων. Συχνά, μάλιστα- όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους Ευρωπαίους περιηγητές- αφήνεται να εκφράσει όλο το μίσος από το οποίο διακατέχεται η ψυχή του έναντι των Τούρκων αφεντάδων, φανερώνοντας, ταυτόχρονα, φιλέλληνα συναισθήματα πόνου για την επικρατούσα κατάσταση δουλείας και ξεπεσμού στην Ελλάδα.

Από τη μεριά αυτήν αξίζει να εξάρουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τής Περιηγητικής Γραμματείας, που μας γνωρίζει τις δραστηριότητες και τις συνήθειες, τους νόμους και τους συνεκτικούς δεσμούς των Ελλήνων και των άλλων εθνοτήτων που διαβίωναν στις περιοχές τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα από τη ματιά που έριχναν στον τόπο και στα στοιχεία ετερότητας οι διάφοροι ξένοι περιηγητές. Μέσα από αυτήν τη ματιά τού άλλου, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, αρχαιοδίφες και διπλωμάτες, έμποροι και συλλέκτες, φυσιοδίφες, συχνά και ιερωμένοι καταθέτουν τις αναζητήσεις τους και τους τρόπους πραγματοποίησης των στόχων τους στις αποστολές τους και στις περιπλανήσεις τους, αποτυπώνοντας τα βιώματά τους και τις παρατηρήσεις τους στα περιηγητικά κείμενά τους, αλλά και τις σκέψεις τους που γεννιούνται από τη θέαση και τη συνάντησή τους με έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον δικό τους.

Βλέπουμε, έτσι, τον εν λόγω περιηγητή Sieber να αναφέρεται άλλοτε σε κλιματολογικές, εδαφολογικές, γεωργικές, βιοτεχνικές κ.λπ. πληροφορίες και άλλοτε να προχωρεί βαθύτερα σε εύστοχες ψυχολογικές για τους Κρητικούς παρατηρήσεις, να μελετά τα ήθη και τα έθιμα τού νησιού, τα οποία πλουσίως και επιμελώς φαίνεται να έχει γνωρίσει. μιλά, επίσης, για τους χορούς, τα φαγητά, τους αρραβώνες και τις διασκεδάσεις των Κρητικών (αναφέρεται, μάλιστα, σε αρραβώνα και γάμο στο Ρέθυμνο), ενώ παρακολουθεί και τα τής Εκκλησίας, παραθέτοντας θρησκευτικά έθιμα και λεπτομερείς περί νηστείας πληροφορίες. Έτσι, το παρουσιαζόμενο βιβλίο φαίνεται να έχει την αναφορά του στην Κρήτη συνολικά.

Ξέχωρη σημασία κατά την επίσκεψη του στην Κρήτη προσλαμβάνει και το ενδιαφέρον του και η ενδελεχής έρευνά του περί το φυτικό βασίλειο της Κρήτης και τη Βοτανολογία, οι εύστοχες παρατηρήσεις του οποίου γύρω από τις θεραπευτικές ιδιότητες των διαφόρων φυτών και βοτάνων είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές. Περισυλλέγει, λοιπόν, μεγάλες ποσότητες από αυτά τις οποίες και συσκευάζει και παίρνει μαζί του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πράγα, προς χρήση στις ιατρικές εφαρμογές του, ενώ σημαντικό αποδεικνύεται και το ενδιαφέρον, τα συναισθήματα και οι σχέσεις που o Sieber, ως ιατρός, ανέπτυσσε με τους αρρώστους που συναντούσε κατά τις περιηγήσεις του ανά τη Μεγαλόνησο, τους οποίους φρόντιζε αδαπάνως ιατρικά, με αποτέλεσμα να υποχρεώσει και να δημιουργήσει γύρω του ένα μεγάλο φιλικό κύκλο.    

Ειδικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη κρίνεται και η λεπτομερής του Sieber αναφορά στην επικρατούσα- τον καιρό της επίσκεψής του στην Κρήτη- φοβερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας) και των περιοριστικών μέτρων και προφυλάξεων που και τότε επιβάλλονταν (δεν κάθιζαν στο ίδιο κάθισμα και δεν έδιναν το χέρι σε άνθρωπο που υποπτεύονταν ότι νοσούσε από πανούκλα), πράγματα που ενθυμίζουν αντίστοιχα μέτρα και της δικής μας εποχής κατά της επιδημίας του κορωνοϊού.  

  Ο Μεταφραστής εκ της θεματολογίας του βιβλίου κινούμενος δράττεται τής ευκαιρίας και προσαρτά στο κείμενο καταπληκτικά υποσελίδια σχόλια, που επεκτείνουν, συμπληρώνουν και νοηματοδοτούν σπουδαία την υπό του περιηγητή παρεχόμενη γνώση, ενώ και αυτή τη μετάφρασή του εκ του Γερμανικού- με την άμεση και ουσιαστική βοήθεια της συζύγου του δρ. Μαρίας Gehlhoff- Βολανάκη- κάνει πολύ πιο κατανοητή με την προσθήκη, συχνά, λέξεων ή και ολόκληρων επεξηγηματικών φράσεων σε παρένθεση.

Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό και δόκιμο φίλο συγγραφέα δρα Ιωάννη Ηλ. Βολανάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των ρεθεμνιώτικων και όχι μόνο Γραμμάτων, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ * * * «Η συμβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα»* * * Του ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ

 


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 

«Η συμβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα»

 

Κριτικό Σημείωμα του: ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ

 

    Δύο πολύ αξιόλογα βιβλία εκδόθηκαν πρόσφατα από τον δήμο Αγίου Βασιλείου, σχετικά και τα δύο με τις εορταστικές εκδηλώσεις των διακοσίων χρόνων από την Εθνοσωτήρια Επανάσταση του 1821, μια και ο δήμος αυτός, προς τιμήν του, πραγματοποίησε πλήθος εκδηλώσεων μ’ αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός σε πολλά επί μέρους σημεία της περιοχής του. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων υπήρξε η ημερίδα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Σπήλι στις 17 Ιουλίου 2021 με τη σύμπραξη οκτώ Αγιοβασιλειωτών, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί από παλιότερα με την τοπική ιστοριογραφία. Τα Πρακτικά αυτής της ημερίδας αποτελούν το ένα βιβλίο με τον γενικό τίτλο: «200 Χρόνια από την Επανάσταση του 1821 στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου» .

    Το δεύτερο βιβλίο είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματικός καρπός του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, με τον γενικό τίτλο: «Η συμβολή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα», στο οποίο εξιστορεί όχι μόνο τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στα στενά όρια της επαρχίας κατά το διάστημα (1821-1830) , αλλά κι εκείνα τα οποία έλαβαν χώρα σ’ ολόκληρη την Κρήτη, εφόσον υπήρχε ενεργός συμμετοχή Αγιοβασιλειωτών ή «Λαμπαίων», όπως αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Κριτοβουλίδης τους κατοίκους του Αγίου Βασιλείου. Ο συγγραφέας στον πρόλογο του διευκρινίζει: «…Κριτήριό μας για τη θεώρηση ενός πολεμικού γεγονότος ως «αγιοβασιλειώτικου» – στην περίπτωση που αυτό λαμβάνει χώρα εκτός της επαρχίας- θέσαμε τη συμμετοχή σε αυτό Αγιοβασιλείωτη οπλαρχηγού ή Αγιοβασιλειωτών πολεμιστών. Και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες οι συμμετοχές αυτές «καθ’ άπασαν την Κρήτην», που, στην παρούσα έκδοση, έφθασαν να προσμετρούν περί τις σαράντα (40), ενώ οι οπλαρχηγοί της επαρχίας – με κορυφαίους τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό και τον αδελφό του Στρατάρχη Γεώργιο Τσουδερό – σε πολλές μάχες της Μεγαλονήσου, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο….».

    Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα το ’21 η επαρχία Αγίου Βασιλείου είχε την τύχη να έχει ηγέτες από την ιστορική οικογένεια των Τσουδερών, απογόνων της κραταιάς βυζαντινής οικογένειας των Καλλέργηδων. Η θρυλική μορφή του Μελχισεδέκ Τσουδερού, Ηγουμένου της Ιεράς και σεβάσμιας Μονής Πρέβελη, συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση της περιοχής κατά την προεπαναστατική περίοδο και στην προμήθεια πολύτιμων όπλων, με χρήματα της Μονής, με τα οποία οπλίστηκε το πρώτο συντεταγμένο πολεμικό Σώμα στην Κρήτη το 1821, το λεγόμενο και Πρεβελιώτικο Σώμα. Δεν είναι ιστορικό λάθος, ούτε ακραίος τοπικισμός, αν ισχυριστούμε ότι, ανεπίσημα η επανάσταση στην Κρήτη ξεκίνησε από την ευρύτερη περιοχή του Πρέβελη, με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την 23η έως την 26η Μαίου 1821 και με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Τσουδερογούμενο. Η ενεργός συμμετοχή του εξάλλου από την επίσημη έναρξη της Επανάστασης στις 29 Μαίου 1821, μέχρι και τις 5 Φεβρουαρίου 1823, όπου δυστυχώς για την Κρήτη πληγώθηκε θανάσιμα σε φονική μάχη με τους Τούρκους στο Πολεμάρχι Κισάμου, τον καταξιώνει ως μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες της επαναστατημένης Κρήτης, με διττή ιδιότητα, εκείνη του Οπλαρχηγού κι εκείνη του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη.

    Τη σκυτάλη έκτοτε ανάλαβε επάξια ο αδελφός του Γεώργιος Τσουδερός ως εκατόνταρχος στην αρχή (1821), πεντακοσίαρχος (1822) και Στρατάρχης από το 1828 και μετά, αλλά ας δούμε τι γράφει για τον μεγάλο αυτό Πολέμαρχο ο συγγραφέας: «Ο Γεώργιος Τσουδερός είναι ο μεγάλος και χαρισματικός άνδρας, οπλαρχηγός και στρατάρχης της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, που συμμετείχε ως αρχηγός σε πάρα πολλές μάχες και επέζησε του αγώνα του Εικοσιένα. Έλαβε δε μέρος και στην επανάσταση των Χαιρέτηδων (1841). Δεν καταδέχτηκε να φύγει από την Κρήτη μαζί με τα παιδιά του, αλλά τριγυρνούσε μόνιμα στα ρεθεμνιώτικα, επιχειρώντας γρήγορες επιθέσεις παντού, για να μη προφταίνουν οι Τούρκοι να εντοπίζουν τη βάση του. Η δράση του Γεωργίου Τσουδερού έχει μείνει στην ιστορία, γιατί υπήρξε από τους ελάχιστους Κρητικούς αρχηγούς που διέτρεξε ολόκληρη την Κρήτη σπιθαμή προς σπιθαμή, από την Κίσαμο μέχρι τη Σητεία, πολεμώντας τον εχθρό. Τρομοκρατούσε και ξεμονάχιαζε τους Τούρκους και τους ανάγκαζε να κλείνονται φοβισμένοι στα φρούριά τους….» Σε άλλο σημείο ο συγγραφέας δείχνει μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του: «…Είναι γεγονός ότι ο Γ. Τσουδερός έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης όλων των οπλαρχηγών της Κρήτης και πάντα όλοι προτιμούσαν τη συνεργασία μαζί του, γιατί από την αρχή του αγώνα κρατήθηκε μακριά από μικρομίση κι προσωπικές προστριβές, καλούμενος πάντα ως διαιτητής μέσα στους διαρκείς διαπληκτισμούς των άλλων…».

    Ανάμεσα στους τελευταίους ηρωικούς μαχητές που συνέχιζαν με πείσμα μέχρι και το τελευταίο έτος (1830) τον άτακτο πόλεμο κατά των Τούρκων ήταν ο Γ. Τσουδερός που συγκρατούσε ακόμα ολόκληρο το σώμα του, με τον αδελφό του Ιωάννη και τον γιο του Αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν οι Τσουδεροί να κρατήσουν τους εχθρούς μέσα στο Ρέθυμνο κι έτσι τα γυναικόπαιδα που ήθελαν να φύγουν για την ελεύθερη Ελλάδα έμειναν απείρακτα στις νότιες παραλίες. Εγκατέλειψε την Κρήτη από τους τελευταίους, στα μέσα του έτους 1831, «…αφού είδε με πόνον ψυχής υποχρεωθείσαν πάλιν την πατρίδα του να επανέλθη εις τον αυτόν ζυγόν», γράφει ο σύγχρονός του Καλλίνικος Κριτοβουλίδης.

    Ο μεγάλος αυτός Πολέμαρχος, που ακριβοδίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο «Κολοκοτρώνης» της Κρήτης, ο οποίος έδωσε τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία της κι έχασε έναν του γιό, τον Μανόλη, στη μάχη του Βρύσινα στις 15/4/1822, πέρασε φρικτές στερήσεις στο υπόλοιπο της ζωής του. Το 1833 στη Μεθώνη στην Πελοπόννησο παρουσιάστηκε στον βασιλιά Όθωνα, ο οποίος εκτιμώντας τις υπηρεσίες του, του υποσχέθηκε αναγνώριση και οικονομική ενίσχυση. Έτσι το 1838 ο Γ. Τσουδερός ονομάζεται Συνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγας. Τέλος πέθανε από την πείνα, πάμπτωχος, μακριά από την πατρίδα του στο Τολό Αργολίδος στις 10 Αυγούστου 1846, σε ηλικία 90 ετών, μέσα σε έναν αχυρώνα.

Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός
     Υ.Γ. Σε επιφώνησή του, μετά την παρουσίαση των δύο βιβλίων στο Σπήλι στις 24/8/22, ο Κωστής Παπαδάκης πρότεινε να κατασκευαστεί με δαπάνη του δήμου Αγίου Βασιλείου η προτομή του Στρατάρχη Γεωργίου Τσουδερού, ως οφειλόμενη τιμή του συνόλου των Αγιοβασιλειωτών για τους αγώνες του εναντίον των Τούρκων και ως ανθρώπου που ενθάρρυνε και οργάνωσε τους προγόνους μας και υπό την ηγεσία του οδηγήθηκαν στον ιερό υπέρ της ελευθερίας αγώνα το 1821.

    Θα είναι μεγάλη τιμή, νομίζω κι εγώ, για τον δήμο Αγίου Βασιλείου και τον δήμαρχο Γιάννη Ταταράκη να υλοποιήσει αυτήν την υποχρέωση!