Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες στην είσοδο του καθολικού της Ι. Μονής Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ, Ρεθύμνου (κλίτος Τιμίου Προδρόμου). Από το Αγιογραφείο της Ι. Μονής (1997). |
ΤΩΝ
ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ
Εξισλαμισμοί-
Το
φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού
κατά
την Τουρκοκρατία (2)
ΚΩΣΤΗΣ
ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
www.ret-anadromes.blogspot.com
Συχνά,
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ένας Τούρκος που ήθελε μπορούσε πολύ εύκολα να
εξαναγκάσει έναν γνωστό του χριστιανό σε εξισλαμισμό, μεταχειριζόμενος,
συνήθως, τη συκοφαντία. τον συκοφαντούσε, δηλαδή, ότι ύβρισε
τον Μωάμεθ ή ότι είπε, δήθεν, ότι θέλει να γίνει μουσουλμάνος. Συλλαμβανόταν,
τότε, ο κατηγορούμενος, φυλακιζόταν και εάν δεν εκτελούσε τις σχετικές
υποδείξεις για εξισλαμισμό, υποβαλλόταν σε συστηματικά βασανιστήρια και άλλες
αποτρόπαιες πράξεις, που, συνήθως, έφταναν μέχρι και αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο[1].
Έτσι προήλθε ο μεγαλύτερος αριθμός των νεομαρτύρων. Και είναι
χαρακτηριστικό ότι το έτος 1794, που ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εξέδωσε το
πρώτον το «Νέον Μαρτυρολόγιον», περιέλαβε σε αυτό εβδομήντα πέντε (ως τότε)
ανέκδοτα μαρτύρια, καταχωρίζοντας ως «νεομάρτυρες» μόνον όσους άθλησαν από το
1453 και εξής[2].
Τα
σημειώνουμε όλα αυτά προκειμένου να δείξουμε το μέγεθος του τρόμου που
καταπλάκωνε τους χριστιανούς των δύστηνων εκείνων χρόνων τής Τουρκοκρατίας «και
των αφορήτων δυστυχιών και κολάσεων, ων υπέφερον»[3]. Από την άλλη μεριά, ο αγώνας και η
αγωνία των υπόδουλων Κρητικών να διατηρήσουν, μέσα σε αυτό το κλίμα
αβεβαιότητας και τρομοκρατίας, αλώβητη την πίστη τους στον Χριστό και να μην
εξισλαμιστούν, τους ωθούσε, δυστυχώς, σε αναγκαστική αλλοίωση του
χαρακτήρα τους και σε υποκρισία, που, συχνά, κατέληγαν στον κρυπτοχριστιανισμό
ή, το χειρότερο, στον εξισλαμισμό,
γιατί έτσι μονάχα μπορούσαν να γλιτώσουν τη ζωή τους και την περιουσία τους.
Ενδιαφέρον έχει το πώς αντιμετώπισε τους κρυπτοχριστιανούς
το Πατριαρχείο. Για τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας η μοναδική μας πληροφορία
προέρχεται από την παράδοση που καταγράφηκε, απ’ όσο γνωρίζουμε, για πρώτη φορά,
το έτος 1868 από τον δημοσιογράφο Εμμανουήλ
Βυβιλάκη της Αθήνας[4].
Σύμφωνα με αυτήν, κάποια στιγμή, οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη
γνώμη τού Οικουμενικού Πατριάρχη, σχετικά με το κατά πόσον επιτρεπόταν ένας
χριστιανός να γινόταν «επιφανειακά» μόνο και «κατ’ επίφασιν» μουσουλμάνος, αλλά
μέσα του και «εν κρυπτώ» να συνεχίζει να έχει φόβο Θεού και να διατηρεί τη
χριστιανική του πίστη και ελπίδα. Ο Πατριάρχης, επειδή, ίσως, και να φοβήθηκε
μια πιθανή μαζική εξωμοσία τού χριστιανικού στοιχείου, απάντησε αρνητικά,
αντιπροτείνοντας το γνωστό απόσπασμα του Ευαγγελίου: «ὅστις δ’ αν ἀρνήσηταί
με έμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, αρνήσομαι καγώ αὐτὸν έμπροσθεν του πατρός μου του εν
ουρανοίς»[5].
Τότε οι
Κρητικοί, πάνω στην αγωνία και απογοήτευσή τους και μην αντέχοντας άλλο τις
διώξεις και τα μαρτύρια που υφίσταντο από τον κατακτητή, κατέφυγαν στον
Πατριάρχη των Ιεροσολύμων Νεκτάριο
Πελοπίδα (1661- 1669), που ήταν Κρητικός στην καταγωγή, από το
Βενεράτο του Χάνδακα[6].
Αυτός είδε το θέμα τού κρυπτοχριστιανισμού πιο συγκαταβατικά από τον
Οικουμενικό Πατριάρχη και σύμφωνα με τη θεολογική αρχή τής «θείας οικονομίας»,
επιτρέποντας, δηλαδή, και δίδοντας το δικαίωμα στους χριστιανούς να αλλάξουν
την πίστη τους «επιφανειακά» και «κατ’ επίφασιν» και αυτό, βέβαια, μόνον «εν
αναποδράστω ανάγκη», θεωρώντας ότι και όσοι υπό τον φόβο των διώξεων θελήσουν να
πιστεύουν και να ασκούν τον χριστιανισμό στα «κρυφά», θα μπορέσουν και αυτοί,
τελικά, να επιτύχουν τη σωτηρία τους, εφόσον συνεχίζουν και τηρούν, κατά το
δυνατόν, τις εντολές τού Κυρίου. Η απόφασή του, δηλαδή, υπήρξεν απόρροια της
σκέψης του ότι «δυοίν κακοίν προκειμένοιν
βέλτιστον το μη χείρον», ακολουθώντας παλιά τακτική τής Εκκλησίας , που
είχε τηρήσει και ο Πατριάρχης Ιωάννης
Καλέκας περί το έτος 1340, επιτρέποντας τον κρυπτοχριστιανισμό στους
κατοίκους της τουρκοκρατούμενης Νικαίας της Μ. Ασίας[7].
Άνοιξε,
έτσι, η απόφαση αυτή τον δρόμο και έδωσε διέξοδο σε πολλούς χριστιανούς να
στραφούν και να ακολουθήσουν τον κρυπτοχριστιανισμό, μοναδικό ανά τον
κόσμο φαινόμενο, απόρροια των αφορήτων πιέσεων και των ατέλειωτων διωγμών που
το υπόδουλο χριστιανικό στοιχείο, από την πρώτη, κιόλας, στιγμή, υφίστατο από
τον βάρβαρο Τούρκο κατακτητή. Έγιναν, έτσι, «Λινοβάμβακοι» (ή Λινομπάμπακοι)-
όπως ονομάζονταν οι κρυπτοχριστιανοί στην Κρήτη και την Κύπρο και η λέξη
υπονοεί τη «διπλή ύφανση», λόγω της διπλής τους ταυτότητας.
χριστιανικής και μουσουλμανικής. Ακούγονταν, επίσης, και ως Τουρκορρωμιοί, ενώ
σε άλλες ελληνικές διαλέκτους ονομάζονταν και με άλλα παρόμοια συμβολικά
ονόματα, όπως «Λαρδοκοφτήδες» (επειδή έτρωγαν χοιρινό κρέας), «Μέσοι» ή
«Παράμεσοι», «δίπιστοι», «γυριστοί» ή «κλωστοί» (που στην ποντιακή διάλεκτο το
ρήμα «κλώθω» σημαίνει γυρίζω), ενώ τους Τουρκοκρητικούς αρνησίθρησκους
τους αποκαλούσαν «ξεσκούφωτους», «μπουρμάδες» και «μουρτάτες»[8].
Η
ζωή, βέβαια, αυτών των «κατ’ επίφασιν» μουσουλμάνων χριστιανών ήταν στο εξής
ένα διαρκές συνειδησιακό μαρτύριο, όταν στα φανερά μεν αναγκάζονταν να
εμφανίζονται ως ο Mαχμούτ αγάς ή ο Αλής, στα κρυφά δε ως ο χριστιανός Nικόλαος
ή ο Ηλίας[9]
ή όταν όλη την ημέρα τους έβλεπες με πόνο ψυχής να κρατούν στα χέρια τους και
να «διαβάζουν», τάχατες, το κοράνιο, ενώ τη νύκτα ξεκλείδωναν στα κρυφά και
ξέχωναν από τα βάθη της κασέλας του σπιτιού τους και με δάκρυα στα μάτια
διάβαζαν το ιερό Ευαγγέλιο (!). Μηχανεύονταν, επίσης, χίλιους τρόπους, από τη
μια να τηρούν το τυπικό της χριστιανοσύνης και από την άλλη να φυλάγονται μήπως
και αποκαλυφτούν. Φανερά στο Ισλάμ και κρυφά στην Ορθοδοξία! Όμως, την πιο
μεγάλη οδύνη και συναισθηματική φόρτιση ένιωθαν όταν επέστρεφαν στο σπίτι τους
από το τζαμί και με συγκίνηση και αβάστακτες για τον «κατ’ επίφασιν»
εξισλαμισμό τους τύψεις, ξέχωναν από τα αμπάρια τους τις κρυμμένες εικόνες του
Χριστού και της Παναγίας, άναβαν το καντήλι και το θυμιατό και τις θυμιάτιζαν,
ζητώντας μέσα από βαθιά και έμπονη προσευχή, ευλάβεια και κατάνυξη το έλεος και
τη συγχώρεση του Θεού.
[1] Άμαντος,
Κωνσταντίνος, «Νεομάρτυρες», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Δ΄, Εν Αθήναις 1953-54: 163.
[6] «Τρόφιμος δε της αυτής
Σχολής εγένετο και ο εκ Βενεράτου του Χάνδακος Νικόλαος Πελοπίδας (1602-1680),
ο μετονομασθείς είτα, ως κληρικός, Νεκτάριος, Νεκτάριος ο σοφώτατος διά την
σοφίαν αυτού επονομαζόμενος» (Εμμανουήλ Γ. Παντελάκης, «Το Σινά και η
Κρήτη», Επετηρίδα Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόμ. Α΄, Αθήνα 1938, σ.
173).