Η αρχαία πόλη Φοίνικας, σημερινό Λουτρό Σφακίων και το ναΰδριο τού Αποστόλου Παύλου στον «Οπίσω Αιγιαλόν» * * * (κτίσμα του οσίου κυρ Ιωάννου του Ξένου, κτίτορος της Παναγίας των Μυριοκεφάλων)


Η αρχαία πόλη Φοίνικας, σημερινό Λουτρό Σφακίων
και το ναΰδριο τού Αποστόλου Παύλου
στον «Οπίσω Αιγιαλόν»

(κτίσμα του οσιου κυρ Ιωάννου του Ξένου, κτίτορος της Παναγίας των Μυριοκεφάλων)


ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
                www.ret-anadromes.blogspot.com
                         
μ ε ρ ο σ   2ο
                                                  
Ο Φοίνικας, να σημειώσουμε, αφορά σε τόπο βιβλικό, για τον οποίο γίνεται σαφής αναφορά στο βιβλίο των «Πράξεων Αποστόλων» ότι εκεί «είχαν ελπίδα», μετά τους Καλούς Λιμένες, το πλοίο που μετέφερε προς Ρώμη τον Απόστολο Παύλο (και άλλους 276 επιβάτες) να παραχειμάσει. Επειδή, δηλαδή, οι Καλοί Λιμένες (κατ’ ευφημισμόν μόνο «καλοί») ήταν ακατάλληλο λιμάνι («ανεύθετος λιμήν») και δεν προσφερόταν προς «παραχειμασίαν» (=για να περάσουν, δηλαδή, τον χειμώνα), έλπιζαν (ο Κυβερνήτης και οι συνταξιδεύοντες με τον Παύλο) ότι θα μπορούσαν  να έφθαναν στον Φοίνικα, λιμάνι κάτω από πλαγιές και ένεκα τούτου ασφαλές καταφύγιο για τα πλοία («δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα της Κρήτης βλέποντα κατά λίβα και κατά χώρον»[1]) (εικ. 1).

Όμως, είναι γνωστό ότι το πλοίο δεν μπόρεσε, τελικά, να πλησιάσει τον Φοίνικα, γιατί ο άνεμος που σηκώθηκε αμέσως μετά τον απόπλου από τους Καλούς Λιμένες, «…ο καλούμενος “τυφωνικός Ευροκλύδων…”»[2], θερμός και δυνατός νοτιανατολικός άνεμος, που δημιουργεί, όταν φυσά, σφοδρή θαλασσοταραχή, τους έσπρωξε προς τη νήσο Γαύδο[3]. Οι ντόπιοι ψαράδες και οι «άνθρωποι της θάλασσας», οι ασχολούμενοι με τουριστικές και επαγγελματικές θαλάσσιες διαδρομές, τον «καραβοπνίχτη» αυτόν άνεμο- του οποίου η διάρκεια φτάνει και τις δέκα ημέρες- τον ξέρουν πολύ καλά και τον ονομάζουν «σοροκολεβάντε». Έτσι, ακριβώς μου τον περιέγραψε, τον «σιρόκο» άνεμο, και ο φίλος ενοικιαστής βαρκών και ταχύπλοων σκαφών που γνώρισα στο Λουτρό Σφακίων, Νεκτάριος Φιοτάκης. Το κείμενο της Καινής Διαθήκης, αναφερόμενο στο γεγονός αυτό, γράφει, περαιτέρω, τα εξής χαρακτηριστικά: «…συναρπασθέντος δε του πλοίου… τω ανέμω επιδόντες εφερόμεθα… νησίον δε τι υποδραμόντες[4] καλούμενον Κλαύδην[5] μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι της σκάφης». Οπότε, ούτε κι εκεί, στη Γαύδο (Κλαύδην), κατάφεραν να «ποδίσουν», αφού την προσπέρασαν και αυτήν με μεγάλη ταχύτητα, λόγω των ισχυρών ανέμων.
 Επομένως, στο μέρος αυτό των Σφακίων- όπου ο Ιωάννης ανεγείρει «ευκτήριον» οίκο προς τιμήν του αποστόλου των Εθνών, Παύλου- ναι μεν ο θείος Απόστολος δεν πάτησε, τελικά, το πόδι του, η ύπαρξη, όμως, για το μέρος αυτό, σαφούς βιβλικής αναφοράς («δύναιντο καταντήσαντες εις Φοίνικα παραχειμάσαι»), το έχει, θεωρούμε, αυτή και μόνη καθαγιάσει και στο γεγονός αυτό οφείλεται, βέβαια, και η εδραία παράδοση που δημιουργήθηκε κατά τα μεταγενέστερα χρόνια ότι από εκεί πέρασε και καθαγιάσε, άρα, τον τόπο ο Απόστολος Παύλος. Και πράγματι, στον Φοίνικα υπάρχουν τρεις, τουλάχιστον, βασιλικές από τις οποίες η αρχαιότερη πιστεύεται ότι ήταν αφιερωμένη στον απόστολο Παύλο[6]. Σε αυτήν τη βασιλική, την αρχαιότερη όλων, κάνει λόγο και ο Γ. Μανουσάκης, γράφοντας σε διαδικτυακή σελίδα των Χανιώτικων Νέων: «Η κόγχη του Αγίου Παύλου, μιας μεγάλης Βασιλικής που ήταν μητρόπολη στα (πρώτα) βυζαντινά χρόνια, ξεχωρίζει στον χώρο των ερειπίων»[7] (εικ. 2).

Θέλω να πιστεύω ότι αυτή, ακριβώς, η εδραία πίστη και του Ιωάννου του Ξένου στις παραδόσεις αυτές είναι που τον ώθησε στην ανέγερση αυτού του τόσον περικαλλούς, απομονωμένου, όμως (από τα λοιπά καθιδρύματά του) ναού προς τιμήν του αποστόλου Παύλου. Ενός ναού, δηλαδή, που δεν είχε να προσφέρει τίποτε απολύτως, στο σημείο αυτό όπου βρισκόταν, από οικονομική, γεωργική ή κτηνοτροφική άποψη, στην αλυσίδα των λοιπών καθιδρυμάτων του, όπως, όμως, συνέβαινε με όλα τα άλλα που είχε, μέχρι τη στιγμή εκείνη, ιδρύσει (μονές, μετόχια και κελλιά). Ήταν, λοιπόν, θεωρούμε, αυτή μόνη η εδραία του Οσίου πίστη για την διέλευση από το σημείο εκείνο του αποστόλου Παύλου, την οποία ήθελε, με τη δημιουργία του ευκτήριου αυτού κατάγραφου οίκου, να διατρανώσει στο διηνεκές[8] (εικ. 3).

Ο εν λόγω ευκτήριος οίκος του αγίου Παύλου είναι ο πιο μικρός απ’ όσους ο Ιωάννης είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη οικοδομήσει. Σταυροειδής μετά τρούλου- στον βυζαντινό, δηλαδή, ρυθμό που έκτιζε τους ναούς του- διατηρείται ακόμα και σήμερα ανατολικά της Αγίας Ρουμέλης, κοντά σε πηγή με ψυχρότατο νερό, στην άμμο, σχεδόν πάνω από το κύμα, ώστε τον χειμώνα, όταν αγριεύει η θάλασσα του Νότιου Κρητικού, το κύμα να πέφτει με ορμή στη νοτική πλευρά του ναού, όπως σημειώνεται σε περιγραφή του ευρύτερου χώρου από τον Φλωρεντινό μοναχό Χριστόφορο Μπουοντελμόντι[9] (εικ. 4).

 Η αντοχή του ναού στις δύσκολες καιρικές συνθήκες έχει, στις μέρες μας, προβληματίσει πολλούς ειδικούς επιστήμονες, ενώ, από πολύ παλιά είχε εκφραστεί η άποψη ότι ο ναός αυτός σύντομα θα κατέρρεε (εικ. 5). Ο Μιχαήλ Δέφνερ στις «Οδοιπορικές Εντυπώσεις» του δεν του έδινε πολλά χρόνια ζωής και σημείωνε εναγώνια την ανάγκη να σωζόταν το σεβάσμιο και πανάρχαιο τούτο μνημείο της χριστιανικής πίστης και λατρείας, μια εκκλησία χιλίων τόσων χρόνων, στην παραρρέουσα πηγή της οποίας (παρά τη θέση Σελούδα), κατά την τοπική χριστιανική παράδοση, ο απόστολος Παύλος βάπτισε πολλούς ντόπιους ειδωλολάτρες[10].
Όπως, περαιτέρω, ο Κ. Λασσιθιωτάκης παρατηρεί, απορείς ακόμα για το πώς και το γιατί ένας τέτοιος ναός οικοδομήθηκε σε αυτήν την απρόσιτη ερημιά, τόσο μακριά από τους ανθρώπους[11]. Και συμπληρώνει χαρακτηριστικά για τη στατικότητα του οικοδομήματος- αντίθετα προς τους παραπάνω εκφρασθέντες φόβους του Μιχαήλ Δέφνερ- ότι ακόμα και το κονίαμα που δένει τις πολύχρωμες πέτρες εξωτερικά και τα χαλίκια στην εσωτερική όψη των τοίχων έγινε πέτρα κι έτσι το μικρό αυτό κτίσμα απέκτησε μονολιθικότητα βράχου και μοιάζει με ένα κομμάτι βουνού, στις ρίζες της Σελούδας, που υψώνεται απότομα από το βόρειο μέρος[12] (εικ. 6).

Δεν γνωρίζουμε για πόσον, ακριβώς, χρόνο ο Άγιος παρέμεινε στη συγκεκριμένη περιοχή του Αγίου Παύλου, Σφακίων. Στη Βιογραφία του, πάντως, διευκρινίζει ότι παρέμεινε για «ημέρας ικανάς», για αρκετό, δηλαδή, χρονικό διάστημα, πράγμα που μας δημιουργεί την εύλογη απορία προς τι η εκδαπάνηση τόσου χρόνου σε μια τέτοια έρημη περιοχή. Πιθανόν, το απόμερο και ερημικό τής περιοχής να μην επέτρεψαν τη δημιουργία ενός μεγάλου συνεργείου κατά την ανέγερση τού εν λόγω ναού, που, για τον λόγο αυτόν αλλά και για τους δύσκολους κατασκευαστικούς της περιοχής όρους, η οικοδόμησή του θα πήρε αρκετό χρονικό διάστημα, η δε προσωπική τού Αγίου εργασία θα πρέπει εδώ να υπήρξε ιδιαίτερα δυνατή. Αυτός, ασφαλώς, θα είναι και ο λόγος του μικρού μεγέθους του, που, παρ’ όλα αυτά, έχει, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, πλούσια καλαισθησία και την ευλογία του Αγίου να αντέχει στις αντίξοες καιρικές συνθήκες που αντιμετωπίζει στον χώρο αυτόν διαχρονικά. Πιθανόν, περαιτέρω, να πήρε «ημέρας ικανάς» η διαμονή του αγίου Ιωάννου στον Οπίσω Αιγιαλό και για λόγους ησυχασμού, προσευχής και νηστείας, πράγματα που ο Άγιος μονίμως επεδίωκε, γιατί τον ανέπαυαν και τον εφοδίαζαν με τα απαραίτητα μέσα και το πνευματικό οξυγόνο προς συνέχιση του επίγειου έργου του, του επανευαγγελισμού, δηλαδή, των κατοίκων της Μεγαλονήσου στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αμέσως μετά τη μακρά νύκτα της Αραβοκρατίας.









[2] Πράξ. κζ΄, 14. «Μετ’ ου πολύ δε έβαλε κατ’ αυτής [της Κρήτης] άνεμος τυφωνικός ο καλούμενος Ευροκλύδων».
[3] Ο Αντουράκης (Αι Μοναί των Μυριοκεφάλων και Ρουστίκων Κρήτης μετά των παρεκκλησίων αυτών, Αθήνα 1977 (διδακτορική διατριβή), 47- 48), ο Κ. Λασσιθιωτάκης [«Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης» Ε΄ επαρχία Σφακίων, Κρητικά Χρονικά, ανάτυπο από τον τ. κγ΄ (1971), 102], ο Γ. Σταματάκης και η Δέσποινα Αθανασιάδου– Στεφανουδάκη [«Επικοινωνιακή προσέγγιση του Αυτοβιογραφικού κειμένου και της Διαθήκης του οσίου Ιωάννου του Ξένου», α΄ Κισαμίτικο Συνέδριο (Πρακτικά υπό έκδοσιν), σημ. 67] θεωρούν εσφαλμένα ότι ο απόστολος Παύλος διήλθε και παραχείμασε, τωόντι, στον τόπο αυτόν, τον Φοίνικα. Στο σημείο αυτό υπάρχει, πράγματι, μια γενικότερη θεολογική σύγχυση, από λανθασμένη ανάγνωση, του κειμένου των Πράξεων. Προς τούτο και η παραπάνω λεπτομερής αναφορά μας στο σχετικό αγιογραφικό απόσπασμα του ευαγγελιστή Λουκά.
[4] Η σημασία της μετοχής «υποδραμόντες» είναι ότι με το σκάφος παρέπλευσαν τη Γαύδο παρακτίως, που ορθωνόταν κάθετα από πάνω τους.
[5] Κλαύδη ή Καύδος, στο Σουΐδα Καυδώ και στον Πτολεμαίο  (3, 15, 8) Κλαύδος είναι η σημερινή νήσος Γαύδος.
[6] Γιώργη Γρ. Σταματάκη, «Χίλια χρόνια όρθιος στα Κύματα», περιοδ. Κρητικό Πανόραμα, τ. 23 (2017), 98- 119.
[7]  http://www.haniotika-nea.gr/agios-pavlos-sfakion-erimon-topon-opiso-egialon/.
[8] Πβ. και Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, «Σχέσεις Αστερουσίων και επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου- Σχέσεις παράλληλοι Ρεθεμνιώτικου και Ηρακλειώτιου Νότου», εισήγηση μας στο συνέδριο με τίτλο: Τα Αστερούσια της παράδοσης και της Ιστορίας, του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο 2017, σελ. 284, όπου διαπιστώνουμε ότι αυτή, ακριβώς, η πίστη και ευγενής του απλού κρητικού λαού λαχτάρα να πέρασε, δηλαδή, και να πάτησε και στη γη του ο απόστολος Παύλος, έχει συντελέσει ώστε, απ’ άκρου εις άκρον στα νότια παράλια της Μεγαλονήσου, από τα οποία διήλθε το πλοίο του Αποστόλου, να έχουν ανεγερθεί και αρκετά άλλα ναΰδρια προς τιμήν του [όπως στα Φέρμα Ιεράπετρας, στα Καπετανιανά Μονοφατσίου, στον Άι- Γιάννη Πυργιώτισσας και στα Σακτούρια Αγίου Βασιλείου (Γ. Σταματάκης, ό.π., 117)], εκτός αυτού, στους Καλούς Λιμένες, για τους οποίους μόνον υπάρχει σαφής βιβλική αναφορά ότι διέμεινε για κάποιο διάστημα.
[9] Cristoforo Buondelmonti, Descriptio Insule Crete, edition critique και μετάφραση στα ελληνικά και εισαγωγή της Μάρθας Αποσκίτη, Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415, Έκδοση Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, Ηράκλειο 1983, 41.
[10] Μιχ. Δέφνερ, Οδοιπορικαί Εντυπώσεις από την Δυτικήν Κρήτη, 174- 175. Πβ. και Ν. Ψιλάκη, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, Β΄, Ηράκλειο 1993, 450. Ν. Β. Τωμαδάκη, «Όσιος Ιωάννης ο Ξένος και η Διαθήκη του», Κρητικά Χρονικά 1948 (Ἰαν.-Ἀπρ.), τ. Ι΄, 60, 65, 72. 
[11] Πβ. Κ. Λασσιθιωτάκη «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης» Ε΄ επαρχία Σφακίων, Κρητικά Χρονικά, ανάτυπο από τον τ. κγ΄ (1971), 103, όπου, ανάμεσα στα άλλα, υποθέτει ότι η εκκλησία αυτή κτίστηκε από τον Άγιο για να μαρτυρεί τους πόνους της δικής του άσκησης σε αυτόν τον άγριο ερημότοπο.

Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης * * * Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο * * * (Δοκίμιο πνευματικής και κοινωνικής αναζήτησης)



Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο
[Εκδόσεις Λεξίτυπον, Αθήνα 2019, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 250]


   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

«Πρόσκληση» σε πνευματικό συμπόσιο, σε αγρυπνία λόγου και διαλόγου, στον φτωχό, πλην φιλόξενο, πνευματικό του αγρό, απευθύνει ο γνωστός φίλος θεολόγος κ. Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης. Μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι την εν λόγω «πρόσκλησή» του απευθύνει ειδικά και κυρίως, στον βέβαιο για την αθεΐα του ή στον εφησυχασμένο με τον αγνωστικισμό του πνευματικό άνθρωπο (όχι, βέβαια, πως και οι άλλοι δεν χρήζουν της μετοχής τους στην «πρόσκληση» αυτή).
 Ο λόγος για το τελευταίο βιβλίο του κ. Ρηγινιώτη, που αφορά σε ένα δοκίμιο πνευματικής και κοινωνικής αναζήτησης, υπό τον εντυπωσιακό και «προκλητικό», ίσως, (για τον αποδέκτη του) τίτλο: «Επιστολή προς τον σκεπτόμενο άθεο» και υπότιτλο: «Δοκίμιο πνευματικής και κοινωνικής αναζήτησης». Πρόκειται για ένα βιβλίο διακοσίων πενήντα σελίδων, που «προκαλεί» και προσκαλεί σε αναζήτηση της αλήθειας τους άθεους, τους σκεπτόμενους άθεους, προς τους οποίους, όπως αναφέραμε, κυρίως, απευθύνεται. Η λέξη «σκεπτόμενος» (άθεος) κέκτηται, προφανώς, εδώ, ειδική βαρύτητα και σημασία, αναφερόμενη σε ανθρώπους που θέλουν, αναζητούν και βασανίζονται από πνευματική δίψα και νοσταλγία, που απλώνουν τη στοχαστική τους ματιά, στους ανοιχτούς ορίζοντες των αιωνίων προβλημάτων, που δεν σταματούν σε μικρές και εφήμερες λύσεις, αλλά αποζητούν κάτι βαθύτερο, που τους το δίδαξε η ιστορία και η βαθιά τους εμπειρία από τη ζωή. γιατί αντιλαμβάνονται ότι όλα τα μεγάλα ερωτηματικά δεν βρίσκουν την απάντησή τους παρά μόνο κάτω από το άπλετο φως της αιωνιότητας.
Και όλα τα παραπάνω συμβαίνουν κατά τρόπο, θα έλεγα, όλως αντίθετο απ’ ό,τι προς τον «μη σκεπτόμενο άθεο», τον πεπεισμένο, δηλαδή, και πωρωμένο συνειδησιακά άνθρωπο, τον ορθολογιστή. Αυτός, ίσως, δεν περιλαμβάνεται στα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται το παρόν βιβλίο, παρότι και για τη δεκτικότητα αυτών των τελευταίων, των «μη σκεπτομένων» αθέων, ο συγγραφέας αφήνει ένα μικρό ερωτηματικό.
Αυτός, λοιπόν, ο τελευταίος, ο μη σκεπτόμενος άθεος, ο πεπεισμένος ορθολογιστής, είναι, θα λέγαμε, η πωρωμένη καρδιά, που δεν θέλει με κανένα τρόπο να αποδεχθεί την αλήθεια, αλλά συνειδητά και επίτηδες διαστρέφει τα πράγματα έτσι, ώστε να ονομάζει το φώς σκοτάδι και το σκοτάδι φώς. Είναι αυτός που απορρίπτει όχι από άγνοια αλλά θεληματικά, πεισμόνως, έθελόκακα, αλαζονικά και με πολύ μίσος την αλήθεια, πού μαρτυρείται με καταφάνερο τρόπο από τη θεία αποκάλυψη, από τον ίδιο τον Θεό, και αντιστέκεται συνειδητά και με αμετάκλητη απόφαση μέχρι τέλους απέναντι σ’ αυτήν. Ε! για τον άνθρωπο αυτόν, το παρουσιαζόμενο βιβλίο δεν έχει να πει και πολλά πράγματα, αφού ο άνθρωπος αυτός υπόκειται στο βαρύτατο αμάρτημα της «βλασφημίας κατά του ίδιου του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 12,31).
 Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι καθαρά απολογητικός, επιδιώκοντας την επιστημονική άμυνα και δικαίωση των θεμελιωδών αληθειών του Χριστιανισμού, εξακτινωνόμενος, πάντως, προς τούτο και σε όλους τους λοιπούς- πλην της Απολογητικής- κλάδους της Θεολογίας. στην Εκκλησιαστική Ιστορία, στη Δογματική, στη Βιβλική Θεολογία και Ανθρωπολογία, ενώ τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου και στην Ιεραποστολική διακονία σαν αποτέλεσμα της δύναμης του ευαγγελικού λόγου τόσο μεταξύ των εθνών, όσο και μεταξύ ανθρώπων, που, αν και βαφτίστηκαν στη νηπιακή τους ηλικία χριστιανοί, όμως παρέμειναν ξένοι και αλλότριοι προς τη χριστιανική πίστη και λατρεία.
Είναι από τα σπάνια βιβλία που έχω συναντήσει, στα οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να πλησιάσει τη χριστιανική αλήθεια μέσα από τη βοήθεια που του παρέχουν όλοι γενικά οι κλάδοι της θεολογίας, γνωρίζοντας και κατέχοντας να τους χειρίζεται όλους εξαιρετικά- έχοντας την προς τούτο γνώση- προς επίτευξη του επιθυμητού, δηλαδή της ανάδειξης και απόδειξης της σωτηριώδους αλήθειας του Ευαγγελίου. Όμως, στην προσπάθεια του συγγραφέα, που είναι, όπως αναφέραμε, καθαρά απολογητική, μπορώ να πω ότι κορυφαίες επιστήμες για να χειριστεί τα θέματα της αθεΐας αποδεικνύονται η Πατρολογία (δηλαδή οι Πατέρες) και η Αγιολογία (δηλαδή οι Άγιοι) και μάλιστα στους τελευταίους οι Άγιοι όλων των χωρών της Ορθοδοξίας- για να δείξει τη διάσταση του φαινομένου - στη διδασκαλία των οποίων καταφεύγει (Ρώσοι, Άγγλοι, άγιοι της Αλάσκας και της Αφρικής), αποδεικνύοντας, έτσι, περίτρανα ότι χωρίς την ερμηνεία που έδωσαν στις άγιες Γραφές (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας, κανένας απολογητικός (αμυντικός) της Θεολογίας στόχος, προς απόδειξη του πιστευτού και εφετού (ποθητού), δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί.     
Το βιβλίο, παρότι, κατά βάσιν, είναι επιστημονικό, λόγω του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, εκτεινόμενο σε ευρύτατη χρήση υψηλής θεολογικής, φιλοσοφικής, ψυχολογικής και κοινωνικής ορολογίας, όμως διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα, γιατί το θέμα του είναι ενδιαφέρον και διανθίζεται γενναιόδωρα από τη δρόσο των Αγίων Γραφών και τη διδασκαλία των Πατέρων και μάλιστα από τις χαριτωμένες εκείνες διηγήσεις των «Γεροντικών», που ήταν, είναι και θα είναι οι ευχάριστοι και κατανοητοί για όλους πρακτικοί οδηγοί της γνήσιας ευαγγελικής ζωής με σκοπό την αγιότητα!
Οι συλλογές αποσπασμάτων εκ του βίου και της διδαχής των αγίων και Ασκητών της ερήμου (άλλως "Πατερικά" ή "Αποφθέγματα των Πατέρων»)- Ελλήνων, Ρώσων, Ρουμάνων και των λοιπών ορθοδόξων της καθ’ ημάς Ανατολής (γνωστά και ως Γεροντικό, Λειμωνάριο, Λαυσαϊκόν, Γεροντικό του Βορρά (άλλως Ρωσικό Γεροντικό) των Πατέρων (Στάρετς) της Όπτινα κ.λπ.)- αποτελούσαν πάντοτε τα προσφιλέστατα αναγνώσματα των μοναχών αλλά και όλων των αγωνιζομένων πιστών. Οι εμπειρίες και τα βιώματα των «βιαστών της Βασιλείας του Θεού» είναι αναμφίβολα οι αψευδέστατοι οδοδείκτες και μάρτυρες για την «κατά Χριστόν» πορεία των χριστιανών. Οι Άγιοι, έχοντας περάσει από το στάδιο αυτό της καθάρσεως και του φωτισμού και ζώντας την εμπειρία της θέωσης μπορούν να μεταδίδουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος διά των λόγων και των έργων τους, που η αΐδιος θεία Χάρη καθιστά τις διδασκαλίες και τις πρακτικές τους διαχρονικές, θεμέλιο κάθε εποχής.
 Μέσα στο πνεύμα του βιβλίου ανάγεται και το θέμα των μεταστροφών και επιστροφών πρώην αθέων και αλλόθρησκων στο χώρο της Ορθοδοξίας (Κάλλιστος Ware, Nilus Stryker, Γκλεμπ Πονεμοσένσκι, Σεραφείμ Ρόουζ, Αθανάσιος Κοne, ο γιατρός Timothy Bloom). Και δεν είναι, αλήθεια, πράγμα διόλου ασήμαντο όταν ένας καθηγητής της ιατρικής από τον άκρατο υλισμό του φθάνει να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο ή όταν ένας  αγγλικανός πάστορας καταλήγει με μια ολόθερμη πίστη να γονατίσει μπρος στο μυστήριο της ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι παραπάνω ανήσυχοι στρατοκόποι που, τελικά, βρήκαν στην Ορθοδοξία «το ύδωρ το ζων, το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον», ας σπρώξουν το μάνταλο κάθε ανήσυχης ψυχής.
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο Θεόδωρο Ι. Ρηγινιώτη και του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο της Εκκλησίας και της Παιδείας γενικότερα, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι σπουδαία και μεγάλη.

ΧΑΡΗΣ Κ. ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ * * * «Θα υπάγω εις τους Κήπους» * * * Επισκέψεις στο αστικό πράσινο του Ρεθύμνου


ΧΑΡΗΣ Κ. ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ

«Θα υπάγω εις τους Κήπους»
Επισκέψεις στο αστικό πράσινο του Ρεθύμνου

 [Εκδόση: Γραφοτεχνική Κρήτης, Ρέθυμνο 2019, σχ. 8ο (22Χ11), σσ. 162]


   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
 http://ret-anadromes.blogspot.com

Ποιητικός ο τίτλος του νέου βιβλίου του Χάρη Κ. Στρατιδάκη «Θα υπάγω εις τους Κήπους», από το γνωστό παιδικό τραγούδι «Δεν περνάς Κυρά Μαρία» και με υπότιτλο: «Επισκέψεις στο αστικό πράσινο του Ρεθύμνου», μάς εισάγει αμέσως στα περιεχόμενά του. Πρόκειται, ακριβώς, για ένα βιβλίο λουλουδιασμένο απ’ αρχής μέχρι τέλους και πολυμερώς και πολυτρόπως ευωδιάζον, τρίτο στη σειρά Περιηγήσεις στην Ιστορία του Ρεθύμνου, των Εκδόσεων Γραφοτεχνικής Ρεθύμνου. Το βιβλίο- όπως δηλώνεται από τον συγγραφέα- στηρίζεται σε δυο διαφορετικές περιηγήσεις, των οποίων ο ίδιος υπήρξε στο παρελθόν σχεδιαστής και εμψυχωτής.
Και πράγματι, σύμφωνα με τα παραπάνω, θέμα του βιβλίου είναι παν ό,τι αφορά στο πράσινο του Ρεθύμνου χθες και σήμερα. Βρίσκουμε δε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την εξαντλητική από μέρους του συγγραφέα αναφορά του και στις πιο απίθανες πηγές πρασίνου στην πόλη μας διαχρονικά, τόσο σε όλες τις ποικιλίες φυσικού πρασίνου και βλάστησης όσο, ακόμα, και σε σωρεία πλαστών και εικονικών από τον χώρο της Τέχνης (γλυπτικής, ζωγραφικής και ποίησης) ανθέων. Μήπως και αυτά, εξάλλου, δεν αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά του Ρεθύμνου;
Το πράσινο, περαιτέρω, ο συγγραφέας το εντοπίζει στα πιο απίθανα σημεία της πόλης μας, που ο ανυποψίαστος ξένος ή και αυτός ο ντόπιος διαβάτης ούτε καν, ίσως, θα μπορούσε  ποτέ να υποψιαστεί την ύπαρξή του, όπως, για παράδειγμα, αυτό των βενετσιάνικων τειχών με μια εικοσάδα διαφορετικών φυτών και χλωρίδας που θάλλουν μονίμως και με τις ρίζες τους αναλίσκουν ανεπανόρθωτα τη στερεότητα του κάστρου. Το πράσινο, επίσης, των σεπεριών, στην ατέλειωτη αμμουδιά του Ρεθέμνους, ανατολικά της πόλεως, που τείνουν στις μέρες μας να εξαφανιστούν, όπως και τα πανεύοσμα κρινάκια που ευδοκιμούσαν, άλλοτε, άφθονα στις ράχες τους, μαζί με αγριοκυπάρισσα, «πίπιλα» και αθανάτους. 
Ο συγγραφέαςαναφέρεται, επίσης, στις λουλουδιασμένες αυλές των παλιών ρεθεμνιώτικων σπιτιών και στους δασωμένους μοσχομυριστούς εσωτερικούς κήπους, όπως αυτόν που αποτύπωσε και διέσωσε σε περίφημο σχέδιό του ο γνωστός Βοημός περιηγητής Fr. Sieber. Και εντυπωσιάζει περαιτέρω, στο σημείο αυτό, η αναφορά τού συγγραφέα και σε αυτά, ακόμα, τα «άνθη», όπως τα αποκαλεί, «της πέτρας», τις περίφημες, δηλαδή, και μοναδικές απεικονίσεις ανθέων σε βενετσιάνικα θυρώματα, σταυροθόλια, κρήνες κ.λπ., στα οποία η οργιάζουσα και χωρίς φραγμούς, φαντασία του συγγραφέα δίνει ζωή, ζωντάνια και υπόσταση, αρώματα και φυσικές ομορφιές, προχωρώντας εντυπωσιακά και ακόμα πιο πέρα, μεταφέροντάς μας σε στίχους μυριστικούς από τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους του έμμετρου μυθιστορήματος «Ερωτόκριτος».
Η ιδιαίτερη οικολογική του συγγραφέα ευαισθησία εκφράζεται σε ειδικό κεφάλαιο του βιβλίου, όπου «θρηνούνται» τα, κατά καιρούς, δένδρα «θύματα» της λεγόμενης αναπτυξιακής πολιτικής της πόλης μας, όπου και γίνεται εύφημος μνεία σε συμπολίτες μας που διακρίνονται ή διακρίθηκαν για την οικολογική τους συνείδηση και την υιοθέτηση, εκ μέρους των, πρακτικών φιλικών προς το περιβάλλον.
Άλλα σπουδαία κεφάλαια είναι και τα αφορώντα στο περιαστικό πράσινο («από τον Εβλιγιά στο φαράγγι των Μύλων») και στους σχολικούς κήπους, που ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς προσφέρουν αφιλοκερδώς τα προϊόντα τους στο έργο φιλανθρωπίας της πόλης μας!   
Με ανάλογο ενδιαφέρον διαβάζονται και τα κεφάλαια του βιβλίου που αφορούν σε ειδικότερες ενημερώσεις, όπως αυτές περί γηγενών και εισηγμένων φυτών και δέντρων, Οικολογικών Σωματείων και συμπολιτών μας εραστών και φίλων του πρασίνου.  
Στο πνεύμα του βιβλίου εντάσσονται και οι ενδεικτικές προτάσεις Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, εμπλεκομένων με διάφορα γνωστικά αντικείμενα (Αισθητική Αγωγή, Ελληνική Γλώσσα, Ευέλικτη Ζώνη, Μελέτη Περιβάλλοντος, Ιστορία).
Πολύτιμο, τέλος, «εργαλείο» για τον δάσκαλο και τον ερευνητή βρίσκουμε και το «Αλφαβητάρι» των ειδών που κατά καιρούς έχουν φιλοξενηθεί στον Δημοτικό μας Κήπο, ενώ όλως ενδιαφέρον και εξαιρετικά ενημερωτικό θεωρούμε και το φωτογραφικό υλικό, τόσο σε ασπρόμαυρη και έγχρωμη εκτύπωση, όσο και σε ψιμυθευτά και λεπτοκαμωμένα έγχρωμα φυτολόγια, πραγματικά κοσμήματα σκορπισμένα ανά τις σελίδες του βιβλίου.
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο συγγραφέα Χάρη Κ. Στρατιδάκη. Η αίσθηση του χρέους απέναντι στον τόπο του είναι, νομίζουμε, αυτή που καθοδηγεί την κάθε πολύτιμη προσπάθειά του, που είναι ανάγκη βαθιά εσωτερική και αντανακλά το περίσσευμα της καρδιάς του. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης του καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση και δικλείδα για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και καταξίωση ενός τόπου.