ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

 

Μ. Βασίλειος -έργο Ν. Βασσάλου- 1916 

  ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ


  ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ιδιοκτησία λέμε ό,τι απέκτησε ο άνθρωπος με την τίμια εργασία του ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο και το κατέχει ως χρήσιμο για την ατομική και οικογενειακή του ευτυχία και καταξίωση. Περαιτέρω προς τον παραπάνω ορισμό και σύμφωνα, πάντοτε, με την ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική, η ιδιοκτησία του κάθε ανθρώπου, εκτός του ότι θα πρέπει να είναι με νόμιμο τρόπο αποκτημένη, θα πρέπει και να επαρκεί για τη θεραπεία των κυριοτέρων αναγκών του, της καθημερινής, δηλαδή, τροφής, της ενδυμασίας, της κατοικίας, της μόρφωσης των παιδιών της οικογένειας, της καλής και ωφέλιμης ψυχαγωγίας κ.λπ.[1]

Αν προσέξουμε, πάντως, την εποχή μας, θα παρατηρήσουμε ότι- όλως αντίθετα προς τον παραπάνω χρυσό κανόνα τής χριστιανικής Ηθικής- τη σημερινή ανθρωπότητα διακατέχει ένας πρωτοφανής πυρετός πλουτομανίας, με ό,τι αρνητικό και δυσάρεστο για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου μπορεί να σημαίνει αυτό. Το χρήμα, στις μέρες μας, έχει αναχθεί σε θεό και υπέρτατη αξία, εκτοπίζοντας αρχές και ιδανικά για τα οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει ο άνθρωπος. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι όσο ο άνθρωπος πλουτίζει σε υλικά αγαθά άλλο τόσο φτωχαίνει σε ευτυχία, ανθρώπινα αισθήματα και ανώτερα ιδανικά. Όσο κυριαρχεί ο πλούτος ως μοναδική επιδίωξη και προσδοκία του ατόμου, άλλο τόσο ο άνθρωπος, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, καθίσταται φτωχότερος και σε αυτά τα υλικά αγαθά και χάνει ό,τι όμορφο και ανώτερο χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου. Γιατί, όπως ο ι. Χρυσόστομος φιλοσόφως αποφαίνεται, «πλούσιος οὐκ ἐστιν ἐκεῖνος ὁ τά πολλὰ περιβεβληµένος, ἀλλ’ ὁ µὴ πολλῶν δεόµενος»[2].     

 Θεολογική θεώρηση 

του θέματος του πλούτου

  Ο χριστιανισμός δε στάθηκε ποτέ υπέρμαχος ούτε του πλούτου ούτε, όμως, και της φτώχειας. Και βέβαια, ο άνθρωπος της φτώχειας, της στέρησης και της ανάγκης, που στερείται και αυτού του επιούσιου, δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή και τη χριστιανική διδασκαλία. Ακριβώς, γιατί η φτώχεια του αυτή θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να τον κάνει να δυσανασχετήσει και να βαρυγκωμήσει ενάντια στον Θεό. Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος της πτώχειας και της ανέχειας να είναι ευτυχής, εκτός αν διαθέτει έναν σπάνιον ηρωισμό, ώστε και η φτώχεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανόνας για τους χριστιανούς. 

Γι’ αυτό, ήδη από την Π. Διαθήκη, αναγνωρίζεται στον άνθρωπο το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας [ο Αβραάμ, για παράδειγμα, και ο Ιώβ ήταν πλούσιοι (όπως και ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος στην Καινή Διαθήκη][3] και, ακόμα, προβλέπονταν και σχετικά μέτρα προς διασφάλισή της. με την έβδομη, για παράδειγμα, εντολή του Δεκαλόγου απαγορευόταν η κλοπή της ξένης περιουσίας, ενώ με τη δέκατη απαγορευόταν και αυτή η απλή επιθυμία των αγαθών του πλησίον. Το «οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν ἐνδεής»[4] αποτελούσε επί αιώνες το κοινωνικό ιδεώδες της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο, στη συνέχεια, υιοθετήθηκε και από τον Χριστιανισμό.

Ενώ όμως ο άνθρωπος της φτώχειας δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, όμως, πολύ περισσότερο και ο πλούσιος δε θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, αφού υπόκειται σε τόσους πειρασμούς και δυσκολίες με κίνδυνο κάποια στιγμή να απολέσει την ψυχή του. Αυτό καθαυτό το να είναι κανείς πλούσιος προσδίνει υπερβολική προσκόλληση στα υλικά αγαθά, και μπορεί, γι’ αυτό, να αποτελέσει ψυχικό πάθος τελείως ασυμβίβαστο με τη χριστιανική αντίληψη της αρετής. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να πλουτίζει κανείς χωρίς και να αδικεί[5].

 Έτσι, στην Καινή Διαθήκη ο Κύριος με τις παραβολές του «άφρονος πλουσίου» και του «Λαζάρου» και με τα λόγια Του προς τον πλούσιο νεανία, στην «Επί του Όρους Ομιλία», έδειξε ότι οι μεγάλες περιουσίες εγκυμονούν τεράστιους ηθικούς κινδύνους και γι’ αυτό οι πλούσιοι είναι πολύ δύσκολο- όχι, όμως, αδύνατον- να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού[6]. «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν»[7] και, ακόμα, «οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε»[8], διεμήνυσε ο Κύριος προς την τάξη αυτών των ανθρώπων, στην ομιλία Του «Επί του Όρους». Με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος δεν ελέγχει τον σωστά κινούμενο πλούτο, αλλά τη μωρία των ανθρώπων του κόσμου τούτου στο να θεωρούν την απόλαυση των υλικών αγαθών ως την μόνη τους "παρηγορία" και στο να στηρίζουν την ευτυχία τους σε αυτά θεωρώντας τα ως το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτουν. Οι άνθρωποι αυτοί κορεσμένοι από τον εαυτό τους, γεμάτοι μέχρι πάνω από τα αγαθά και τις απολαύσεις του παρόντος βίου- αλλ’ όχι και «χορτασμένοι»- καυχώνται γι’ αυτά και φθάνουν να μεταφέρουν και να τοποθετούν τον ουρανό και τον παράδεισό τους πάνω στη γη, παραμερίζοντας σε δεύτερη θέση την παράκληση (την παραμυθία) του Θεού και τα πνευματικά και ουράνια αγαθά. Οι άνθρωποι, λοιπόν, αυτοί έχοντας την πλήρη και τέλεια "παρηγορία" τους από τον πλούτο τους στην παρούσα ζωή, δεν τους μένει να ελπίζουν σε τίποτε στη μέλλουσα, όταν θα έχουν στερηθεί της παρηγορίας τους αυτής και των υλικών τους ανέσεων με τις οποίες είναι τώρα μέχρι πάνω γεμάτοι, αλλά που όλα παραμερίζονται, καταργούνται και χάνονται στη μέλλουσα ζωή[9].

 Κατέκρινε, ακόμα, ο Κύριος τους πλουσίους όταν αυτοί απορροφούνται από τη μέριμνα του πλούτου τους, με αποτέλεσμα να παραμελούν ανώτερα ιδανικά και καθήκοντα[10] και, κυρίως, όταν δεν φείδονται για κανένα θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να πλουτίσουν, αλλά όλες τις ελπίδες τους τις αναθέτουν στον πλούτο και επιτρέπουν αντί αυτοί να άρχουν του πλούτου τους, ο πλούτος να άρχει επ’ αυτών[11]. «Πλοῦτος οὐκ ὀρθῶς κυβερνώμενος ἀκρόπολίς ἐστι κακίας», αποφαίνεται Κλήμης ο Αλεξανδρείας.

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από όσους αντιτάχθηκαν στον Χριστό προέρχονταν από την τάξη των πλουσίων, όπως και αυτοί που καταπίεσαν τους πρώτους χριστιανούς. «Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον»[12] (και εννοεί τον Ιησού Χριστό), λέγει Ιάκωβος ο Αδελφόθεος αναφερόμενος στους πλουσίους γενικά- χωρίς να αναφέρεται, ασφαλώς, στις ελάχιστες εξαιρέσεις των αγαθών πλουσίων. Και προκειμένου να καταστήσει σαφές στους χριστιανούς αναγνώστες του πόσον ανόητος είναι ο θαυμασμός και η κατάπληξη που δοκιμάζουν πολλοί για τα πλούτη τους, συνεχίζει: «ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς»[13]. εσείς, δηλαδή, οι πλούσιοι ζήσατε με τρυφές και απολαύσεις πάνω, εδώ, στη γη και περάσατε βίο σπάταλο και άσωτο. Παχύνατε τις φιλήδονες καρδιές σας σαν θρεφτάρια που τα παχαίνουν για την ημέρα της σφαγής τους. Έτσι και για σας επιφυλάσσεται η ημέρα της κρίσεως σαν άλλη ημέρα σφαγής και καταστροφής σας[14].

Ο απόστολος Παύλος προβάλλει συχνότερα και σαφέστερα το ιδανικό της  α υ τ ά ρ κ ε ι α ς, το οποίο και στην πράξη ενσαρκώνει κατά τον τελειότερο τρόπο, συντηρούμενος, στις πόλεις στις οποίες εγκαθίσταται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με το εισόδημα που του εξασφαλίζουν τα δυο ροζιασμένα χέρια του και η τέχνη του σκηνοποιού, την οποία ασκεί στα περιθώρια του αποστολικού του έργου. Με τον τρόπο αυτόν ο απόστολος Παύλος δίδασκε την υποχρέωση κάθε χριστιανού να εργάζεται και παρείχε τον εαυτόν του ως παράδειγμα «προς μίμησιν» όταν έλεγε: «ἐν κόπῳ καί μόχθῳ νύκτα καί ἡμέραν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί»[15], ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούμενος και στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του θα διακηρύξει: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας. οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα. ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»[16]. Η χρήση, λοιπόν, του πλούτου συνίσταται στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου, «ἡ δέ ὑπὲρ τὴν χρείαν (χρήσις), ἢ πλεονεξίας, ἢ φιληδονίας, ἢ κενοδοξίας ἔχει τὴν νόσον»[17].

Στην Καινή Διαθήκη, κατά τους αποστολικούς χρόνους, συναντούμε το τελειότερο παράδειγμα κοινοκτημοσύνης και μέριμνας προς τους πτωχούς, όταν, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά… οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. ᾿Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων»[18].

  Άρα οι απόστολοι είχαν δημιουργήσει «κοινό ταμείο», προορισμένο για τη μέριμνα των πτωχών, που αφθονούσαν, ως φαίνεται, στην εποχή τους. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν βρισκόταν σε έσχατη ανάγκη, χάρις στην ενότητα των καρδιών και την κοινότητα των αγαθών, που εξασφαλιζόταν από τις γενναίες εισφορές των χριστιανών που βρίσκονταν σε κάποια οικονομική άνεση. Έτσι, οι χριστιανοί από καιρού σε καιρό πωλούσαν περιουσίες τους και «ετίθουν τα χρήματα παρά τους πόδας των αποστόλων», πράξη, ακριβώς, που φανερώνει την απεριόριστη τιμή και εμπιστοσύνη που ένιωθαν οι πωλούντες χριστιανοί προς το πρόσωπο των Αποστόλων, αλλά και την αγία περιφρόνηση που εκδήλωναν προς τα πλούτη του κόσμου τούτου οι απόστολοι[19].



[1] Πβ. Α΄ Τιμ. στ΄, 8.

[2] Migne P.G. 48,  982.

[3] Υπάρχουν, πάντως, απόψεις θεολόγων (πβ. Γ.Δ.Ροδίτη, Χριστιανισμός και πλούτος, Αθήναι 1970, 206-217) που ισχυρίζονται ότι ο πλούτος κρίνεται εντελώς ασυμβίβαστος προς τη χριστιανική πνευματικότητα. Την άποψή τους αυτή στηρίζουν σε μαρτυρίες της Αγ. Γραφής – που, στο σημείο αυτό, πιστεύουν ότι είναι παραπάνω από σαφείς- όπως, για παράδειγμα, στην επί του Όρους ομιλία, όπου ο Χριστός διδάσκει: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει …», αλλά και παρακάτω, όταν λέγει: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ΄,19-21). Όμως, θα ήταν αδιανόητο να θεωρήσουμε ότι οι πλούσιοι δεν έχουν θέση στον Χριστιανισμό παρά μόνον οι φτωχοί και στερημένοι, ενώ τίθεται εδώ και το ερώτημα: «Εντάξει, και μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να είμαστε στερημένοι ή μέχρι ποιου σημείου πλούσιοι;». Άρα, είναι λογικότερο να δεχτούμε ότι οι πάντες, πτωχοί και πλούσιοι, έχουν θέση και είναι δεκτοί στην Εκκλησία του Χριστού. Απλά διαφέρουν οι δυσκολίες που ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει για την εισδοχή του στη Βασιλεία των Ουρανών. Πάντως, όσοι έχουν οσαδήποτε πλούτη χωρίς, όμως, η ψυχή τους να είναι προσκολλημένη σε αυτά ή να μεγαλοφρονούν για την κατοχή τους, αλλά αντίθετα αισθάνονται τη ματαιότητα αυτών και την ανεπάρκειά τους για να καταστήσουν την ψυχή ευτυχή και αν χρησιμοποιούν τον πλούτο τους αυτόν για τις ανάγκες του πλησίον, αυτοί υπερνίκησαν τη δυσκολία που φέρνει ο πλούτος στον άνθρωπο και μπορούν με ευκολία να ακολουθήσουν τη διδασκαλία του Χριστού (Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1993, 190).

[4]  Δευτ. ιε΄, 4.

[5] «Ὀλέθριον γάρ το πάθος, θα τονίσει ο ι. Χρυσόστομος, καί οὐκ ἔστι μή ἀδικούντα πλουτεῖν» β΄ ομιλία στην Α΄ Τιμ. επιστ., Migne P. G. 561-2).

[6]  Ο δε Ιησούς είπε: «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. 19, 23-24, Μάρκ.10,25. Λουκ. 18, 25). Επειδή, κατά καιρούς, ορισμένοι θεολόγοι εξέλαβαν ότι ο λόγος αυτός του Ιησού φανερώνει την πλήρη αδυναμία των πλούσιων να εισέλθουν στην Βασιλεία των ουρανών, σημειώνουμε, εδώ, ότι σημασιολογικά η λέξη «δυσκόλως» του λόγου του Ιησού, όπως και το συγκριτικό «ευκοπώτερον» δεν φανερώνουν την αδυναμία αλλά τη δυσκολία με την οποία οι πλούσιοι εισέρχονται στη Βασιλεία του Θεού, λόγω ακριβώς των πολλών πειρασμών που έχουν, λόγω του πλούτου τους, να αντιμετωπίσουν (πβ., εδώ, και Δημ. Ι. Κυρτάτα, Παιδαγωγός, Αθήνα 1994, 26).

[7] Λουκ. στ, 24.

[8] Λουκ. στ, 25.

[9] Πβ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 1952, 206. Πβ. εδώ και τη γνωστή παραβολή του «Πλουσίου και του Λαζάρου» (Λουκ. ιστ΄, 19- 31), όπου ο Αβραάμ απευθυνόμενος προς τον πλούσιο του λέγει: «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· …»

[10] Ματθ. στ΄, 19-34.

[11] Λουκ. ιβ΄, 15-21 και Ματθ. ιθ΄, 15-21.

[12] Ιακ. ε΄, 6.

[13] Ιακ. ε΄, 5.

[14] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τ. Γ΄, Αθήναι 1982, 282 (ερμηνευτική απόδοση).

[15] Β΄Θεσσ. γ΄. 8-9.

[16] Τιμ. Α΄, στ΄, 6-9.

[17] P. G. 31, 1232.

[18] Πράξ. δ΄, 32, 34- 36.

[19] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, 172.

Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης * * * ΣΤΟΥ ΑΪ- ΜΗΝΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

 

Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης

 

ΣΤΟΥ ΑΪ- ΜΗΝΑ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

[Εκδόσεις «ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗ», Ηράκλειο 2023, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 200]

  

Κωστής Ηλ. Παπαδάκης

    http://ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο της Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Στου Αϊ Μηνά το Κάστρο», παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά ιστορικών διηγήσεών του, τη ζωή των παλιών Ηρακλειωτών, των Ηρακλειωτών που έκτισαν και τράνωσαν την πολιτεία τους στα χρόνια πριν και αμέσως μετά την Κατοχή, ανεβάζοντας και κρατώντας τον πήχη της προόδου πολύ ψηλά και δημιουργώντας το σημερινό Ηράκλειο, το Ηράκλειο της οικονομικής και πολιτιστικής ευημερίας.

Με τις διηγήσεις του αυτές ο φίλος συγγραφέας ζωντανεύει, περαιτέρω, και αναζωογονεί ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης του Μεγάλου Κάστρου Ιστορίας. Με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα ανασταίνει ανθρώπους, παλιούς Ηρακλειώτες, που ανταλλάσσανε «καλημέρες» αγάπης στους τότε ζωντανούς και πολυσύχναστους δρόμους της πολιτείας και μέσα στον αγώνα της καθημερινής τους βιοπάλης, προκειμένου να διασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους. Όλοι αυτοί ήταν οι άνθρωποί του, οι δικοί του άνθρωποι, που τον υποδέχτηκαν, τον αγκάλιασαν και τον αγάπησαν ειλικρινά όταν, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, έφτασε ξένος και αναζητητής ενός καλύτερου μέλλοντος από το ξέμακρο χωριό του, τον Χόνδρο της Βιάννου, στην πόλη του Μεγάλου Κάστρου και διορίστηκε ως ταχυδρομικός διανομέας, ειδήσεων «κουβαλητής», στο εκεί ταχυδρομείο. Τη στιγμή εκείνη ξεκινούσε ένα επάγγελμα που δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι θα το αγαπούσε τόσο πολύ. Άνθρωπος ελεύθερος, ευγενικός, δραστήριος και κοινωνικός έζησε ανεπανάληπτες στιγμές ψυχικής ευεξίας και χαράς από τις δυνατότητες που του έδινε το νέο του αυτό επάγγελμα με το να επικοινωνεί και να γνωρίζει ανθρώπους, περνοδιαβαίνοντας καθημερινά από τους κεντρικότερους δρόμους της μεγάλης καστροπολιτείας, εκεί γύρω από το ιστορικό της κέντρο, και στον πιο κεντρικό της περιοχής δρόμο, την οδό της 25ης Αυγούστου. Ο δρόμος αυτός, με τον περίφημο ναό του αγίου Τίτου και τα περήφανα νεοκλασικά κτίρια και καταστήματά του, ήταν η οδός των τραπεζών, των πρεσβειών και των ναυτιλιακών και τουριστικών γραφείων. Και κοντά σε αυτά, ήταν, να σημειωθεί, και ο μοναδικός δρόμος της Καστροπολιτείας, που οδηγούσε από το λιμάνι στο κέντρο της πόλης και το αντίθετο και η δυνατότητα αυτή του έδινε και μιαν άλλη αξία. Ήταν, πώς να το κάνουμε, ο δρόμος του μισεμού και του καλοσωρίσματος, όπως χαρακτηριστικά τον σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Εκεί ο Δ. Θεοδοσάκης γνώρισε όλη την οικονομική και πολιτιστική αφρόκρεμα της καστροπολιτείας, το αρχοντολόι της εποχής. Ανάπτυξε σχέσεις φιλίας μαζί τους και, επικοινωνιακός τύπος όπως ήταν, χαιρόταν αυτήν την επικοινωνία κι ένιωθε βαθιά μέσα στην ψυχή του απεριόριστη χαρά και ευτυχία. Και όλα αυτά τα σημειώνει με έξοχο τρόπο, απαθανατίζοντάς τα σε ποίημά του με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός», που ανάρτησε στον πίνακα των ανακοινώσεων του Ταχυδρομείου την τελευταία μέρα της συνταξιοδότησής του.    

Eυτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη δυνατή «αδυναμία», που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους οδοιπόρους στο όνειρο και στα πρώτα βήματα της ζωής. Και στο βιβλίο τού Δ. Θεοδοσάκη η δύναμη αυτή, η νοσταλγία για τα παλιά, είναι που μεγαλώνει το όνειρο και προετοιμάζει και προδιαθέτει για την πνευματική σοδειά που θα επακολουθήσει. Γιατί το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό βιβλίο, από μακριά μυροφόρο και έντονα αισθαντικό, πρέπει να θεωρηθεί ως ένα μικρό «αντιδώρημα» του συγγραφέα- είκοσι χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του- προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία που του χάρισε κι εκεινού το σπουδαίο αυτό χτες της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Αυτές τις ακατάλυτες μνήμες επέλεξε κι έπλεξε ο συγγραφέας σ’ ένα «ματσάκι αλησμονιάς», σ’ ένα πνευματικό κι ευώδες τριαντάφυλλο, προκειμένου να το δωρίσει και να το κρατήσουν στα χέρια τους οι παλιοί του εκείνοι φίλοι σαν έναν μεγάλο ευχαριστήριο «αποχαιρετισμό», αλλά και οι νεότεροι και όλοι εκείνοι που μέλλεται να έρθουν, για να δουν και εκείνοι και να μάθουν για τη ζωή του μόχθου και της αρετής των προγόνων τους, των παλιών Ηρακλειωτών.

Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού και τη λεπτότητα των αισθημάτων για την πατρώα γη και τους αγαπημένους του συμπολίτες. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές διηγήσεις, ενώ η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, λυρικές εξάρσεις υποκειμενικών βιωμάτων, υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική τού συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.

Με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, ο Δημήτρης Θεοδοσάκης καταφέρνει να ζωντανέψει τη ζωή δεκατεσσάρων ανθρώπων μέσα από τις αφηγήσεις σαράντα δυο (!) γνωστών και φίλων του αφηγητών και από δεκάδες αυθεντικές φωτογραφίες, με ήρωες και πρωταγωνιστές πρόσωπα υπαρκτά, που τα περισσότερα από αυτά, αν δεν πρόκειται για προγόνους τους που έχουν προ πολλού φύγει από τη ζωή, και ο ίδιος τα συνανεστράφη στα πενήντα, τόσα, χρόνια που έζησε ανάμεσά τους. Ανθρώπους τόσο του μόχθου, όσο και της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής του Ηρακλείου, πανεπιστημιακούς, εμπόρους και βιοπαλαιστές. Δειγματικά αναφέρουμε τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Καποδιστριακού  Πανεπιστημίου Γεώργιο Γρατσέα, τον προοδευτικό και σπουδαίο οφθαλμίατρο Γιώργο Ι. Μαρκάκη, δημιουργό του περίφημου Λαογραφικού Μουσείου «Λυχνοστάτης», τον ρεθεμνιώτη Σπύρο Χιωτάκη, από τη Μύρθιο Ρεθύμνου, εκεί στα πόδια του Βρύσινα, παρά το φράγμα των Ποταμών, που ίδρυσε το τουριστικό Γραφείο Solmas Tours, με ένα ολόκληρο στόλο τουριστικών πούλμαν για τη μεταφορά των τουριστών ανά τη Μεγαλόνησο, τον Μανόλη Ματθαιακάκη, τελευταίο καφετζή στην κεντρική οδό της 25ης Αυγούστου, τον σπουδαίο κλασικό φιλόλογο και συγγραφέα, Κωστή Στεφανάκη, που με τη ζωή και την πολιτεία  του δίδαξε τον πατριωτισμό, τη γνώση και την αρετή, τον Αγκόπ Καζαντζιάν και τη γυναίκα του Σύλβια, που, για να σωθούν από την γενοκτονία των Τούρκων, οδηγήθηκαν από τη Μικρασία στο Ηράκλειο, όπου δραστηριοποιήθηκαν διατηρώντας κατάστημα υποδημάτων και άλλους πολλούς συμπολίτες του, με τη δική του μεγάλη ή μικρή του ιστορία ο καθένας.

Τα θερμά μου, και πάλι, συγχαρητήρια στον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, τον όμορφο αυτόν του «Κάστρου Ταχυδρόμο» και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα και τη νεότερη του Μεγάλου Κάστρου ιστορία.

 

Ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος * * * Ένας Ιεράρχης άξιος της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της

 

Ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος    

Ένας Ιεράρχης άξιος της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της

  

Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,

«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε

για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας

                                                (Κ. Π. Καβάφης)

 

του Κωνσταντίνου Ι. Ανδρουλιδάκη

Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης   

 

        Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές μορφές της νεότερης ιστορίας της Κρήτης υπήρξε αναμφίβολα ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Ε΄ (κατά κόσμον Β. Μαρκάκης). Το έναυσμα για να αναφερθούμε στον μακαριστό ιεράρχη είναι το πολύ αξιόλογο βιβλίο του ευφήμως γνωστού φιλολόγου και θεολόγου κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872-1950), Ρέθυμνο 2020. Ας σημειωθεί ότι στον Βασίλειο είναι αφιερωμένο το ειδικό τεύχος του περιοδικού της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας Εν Εσόπτρω (τεύχος 54, 2019), με σημαντικές εργασίες, μεταξύ των οποίων και συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη κ. Μακαρίου με την κυρία Πολύμνια Λιοπυράκη-Μαρκάκη (θυγατέρα του αείμνηστου και σεβάσμιου πρωτοπρεσβύτερου  Βασιλείου Μαρκάκη, πρώτου ανιψιού του Μητροπολίτη), η οποία αποτελεί ανεκτίμητη πηγή μαρτυριών για τον ιεράρχη.

     Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία κύρια μέρη. Το πρώτο αποτελεί μια διεξοδική –και μάλιστα την πρώτη έγκυρη και αξιόπιστη- βιογραφία του Βασιλείου, το δεύτερο παρουσιάζει Εγκυκλίους του Επισκόπου, αντιπροσωπευτικές της διακονίας του, και το τρίτο αναπτύσσει το ευρύτερο κοινωνικό πρόσωπό του, ιδίως μέσω του «Βιβλίου Επισκεπτών» της Επισκοπής Αρκαδίας. Το βιβλίο στηρίζεται στο σύνολο των διαθεσίμων πηγών και μαρτυριών, κοσμείται δε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. 

      Αξίζει να δούμε την εγκόσμια πορεία του Βασιλείου μέσα από μια πολύ συνοπτική χρονογραφία του βίου του. Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Κεραμέ της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και έχοντας καρεί μοναχός, σπουδάζει, ως υπότροφος της ιστορικής Μονής Πρέβελη, στην ένδοξη Θεολογική Σχολή Χάλκης, χειροτονείται διάκονος και αποφοιτά αριστούχος το 1896. Τη Σχολή τούτη ελάμπρυναν σπουδαίοι καθηγητές, όπως ο Χρήστος Ανδρούτσος της Θεολογίας και ο Βασίλειος Αντωνιάδης της Φιλοσοφίας. Ας ελπίσομε ότι δεν θα βραδύνει η επαναλειτουργία της, παρά την αντισυνταγματική και αντιευρωπαϊκή αντίδραση της Τουρκίας, η οποία παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδη και οικουμενικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως λ.χ. τη θρησκευτική ελευθερία. Έπειτα σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρετεί ως διάκονος και ιεροκήρυκας σε Ναούς της Αθήνας. Από το 1898 έως το 1902 υπηρετεί ως σχολάρχης στην περίφημη «Σχολή του Αγίου Πνεύματος» της Μονής Πρέβελη, με διευθυντή τον λαμπρό φιλόλογο Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκη, ο οποίος διετέλεσε αργότερα Γυμνασιάρχης στο Ρέθυμνο (μαθητής του και ο μεγάλος συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης). Το 1902 (σε ηλικία μόλις 30 ετών!), με την καθοριστική υποστήριξη του πνευματικού πατέρα του, Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, εκλέγεται Επίσκοπος Αρκαδίας. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός που επιδαψιλεύει ο Ευμένιος στον Βασίλειο: «[…] ανήρ την τε θύραθεν και την έσω παιδείαν πεπαιδευμένος και δυνάμενος πατρικαίς νουθεσίαις ποίμνιον ποιμένων πνευματικόν».   

      Ο νέος Επίσκοπος Αρκαδίας αφοσιώθηκε με ζήλο στην υψηλή αποστολή του. Εκτός από την υποδειγματική ποιμαντική διακονία του, επιδόθηκε αμέσως, με ζέση και δυναμισμό, σε ένα ευρύ δημιουργικό έργο που καταπλήσσει με την εμβέλεια, τον οραματισμό αλλά και την πρακτική αποτελεσματικότητά του. Ειδικότερα, ανήγειρε γρήγορα, και μάλιστα με δικές του δαπάνες, ένα απλό και απέριττο επισκοπείο, πολύ ωραίο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής (αργότερα δωρεά προς τον τοπικό Δήμο). Εξ άλλου, έκτισε Ναούς σε χωριά της επαρχίας του, λ.χ. τον νέο Ναό της Ι. Μονής Παναγίας Καλυβιανής και τον μικρό Ναό στη μνήμη των Αγίων Δέκα (τη λεγόμενη «Αγία Λίμνη»), ενώ επίσης  ανακαίνισε τον ενοριακό Ναό των Αγίων Δέκα.

      Από τα πιο σημαντικά έργα του Βασιλείου υπήρξε η ίδρυση και λειτουργία, με δική του πρωτοβουλία, σχεδιασμό και καθοδήγηση, της ονομαστής Πρακτικής Γεωργικής Σχολής Μεσσαράς (με ειδικό Νόμο της Κυβέρνησης Βενιζέλου του 1920). Ήταν το μεγαλόπνοο όραμα μιας πρότυπης Γεωπονικής Σχολής με σκοπό «την πρακτικήν γεωργικήν μόρφωσιν των νέων, δια να καθίστανται ούτοι ικανοί να εκμεταλλεύωνται τα ίδια αυτών κτήματα, να διεξάγωσι μικράς γεωργικάς επιχειρήσεις ή να αναλαμβάνωσιν επιστασίαν ή υπηρεσίαν αρχιεργάτου εις οιανδήποτε γεωργικήν επιχείρησιν». Ας σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη Γεωργική Σχολή της Κρήτης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα ιδρυθεί και η Γεωργική Σχολή Ασωμάτων στο Ρέθυμνο. Η Γεωργική Σχολή Μεσσαράς ευτύχησε να έχει πανάξιους διευθυντές, με πρώτο τον Ανδροκλή Ξανθουθίδη, ανιψιό του σπουδαίου αρχαιολόγου Στέφανου Ξανθουδίδη (στη δεκαετία του 1960 τον διαδέχθηκε ο εξαίρετος γεωπόνος και υπέροχος άνθρωπος κ. Ανδρέας Αγγελάκης). Αρκεί να σημειωθεί ότι η Σχολή είχε φέρει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, λ.χ. την αλωνιστική μηχανή Marshall, ενώ στο τυροκομείο της δημιουργήθηκε η πρώτη γραβιέρα στην Κρήτη.    

     Όπως είναι το σύνηθες στη ζωή, ούτε ο Βασίλειος απέφυγε τα προβλήματα, τις δυσχέρειες, τους ποικίλους και χαλεπούς «ριπτασμούς του βίου» και τις σχετικές πικρίες (λ.χ. με αφορμή το ημερολογιακό ζήτημα, που είχε προκαλέσει ο τότε ηγούμενος της Ι. Μονής Κουδουμά, ή την εμπλοκή του στο λεγόμενο «Μητροπολιτικό ζήτημα», λόγω της διεκδίκησης από τον Βασίλειο, τα έτη 1933-34, της Μητρόπολης Κρήτης, σύμφωνα άλλωστε με τον τότε ελληνικό Νόμο). Τελικά, μετά την παύση του Τιμοθέου (Βενέρη), εκλέγεται Μητροπολίτης Κρήτης τον Απρίλιο του 1941. Τότε ακριβώς εντείνεται η πατριωτική αγωνιστική δράση του. Ήδη από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940/41, ως Επίσκοπος Αρκαδίας, ανέλαβε δράση και στρατεύτηκε στον πολεμικό αγώνα. Εκτός από το ποιμαντικό έργο του (με εγκυκλίους, παρακλήσεις και συνεχείς επισκέψεις στα χωριά για να εμψυχώνει το ποίμνιό του), οργάνωνε εράνους για τη συγκέντρωση ρουχισμού και άλλων εφοδίων για να στέλνονται στο μέτωπο. Για τον σκοπό αυτόν προσέφερε μάλιστα και τα δυο του άλογα, που τότε ήταν τον μόνο μεταφορικό του μέσο.

     Αλλά η υψηλότερη, η κορυφαία ώρα του αγωνιστή ιεράρχη εσήμανε έπειτα από τη ναζιστική επίθεση, στη Μάχη της Κρήτης και ιδίως στην Κατοχή. Σύμφωνα με γραπτές και προφορικές μαρτυρίες συγχρόνων (λ.χ. του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης καπετάνιου Μανώλη Μπαντουβά), στις 20 Μαΐου 1941 (την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης), μετά τον Εσπερινό στον Ναό του Αγίου Μηνά, ο Βασίλειος και οι άλλοι ιερείς βροντοφώναξαν: «Όλοι μαζί εναντίον των Ούνων!», παρότρυναν όλους να πάρουν μέρος στον αγώνα εναντίον του εισβολέα, όρμησαν στην αποθήκη του Στρατού (δίπλα στο Πανάνειο), άρπαξαν όσα όπλα μπορούσαν, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, κοντά στη Χανιώπορτα, και πήραν θέσεις μάχης εναντίον τού εχθρού. Αλλά και στη συνέχεια, για όσο διάστημα μπόρεσε να μείνει στην έδρα του, εξακολούθησε τον αγώνα με όλα τα διαθέσιμα μέσα, τελειώνοντας τα φλογερά κηρύγματά του με την ευχή: «Καλή Λευτεριά!», και σε κάθε εορτή: «Και του χρόνου ελεύθεροι!».  

    Αλλά φυσικά αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Στις 24 Μαρτίου 1942, ο Νομάρχης Ηρακλείου ζήτησε από τον Βασίλειο, έπειτα από διαταγή των αρχών Κατοχής, την επομένη, κατά την πανηγυρική δοξολογία, να μιλήσει υπέρ των Γερμανών. Και ο ιεράρχης του απάντησε: «Όχι, κ. Νομάρχα, δεν θα ομιλήσω υπέρ των Γερμανών, αλλά κατά!». Και πραγματικά, κατά το κήρυγμά του στις 25 Μαρτίου 1942, ο Μητροπολίτης διατράνωσε από άμβωνος ότι ως Επίσκοπος και Έλληνας δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατάσταση τούτη, και μάλιστα αναφέρθηκε στη σωτηρία της Βασιλεύουσας από την Υπέρμαχο Στρατηγό. Είναι προφανές ότι ο Βασίλειος έδρασε έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων και των συνεπειών. Και εδώ ισχύει: «Αρχή άνδρα δείκνυσι» (Το αξίωμα δείχνει και αναδεικνύει τον άνδρα)! Πραγματικά, ας αναλογισθούμε τι διαδραματίζεται εδώ: ένας πρεσβύτης Επίσκοπος, τολμά με γενναιότητα, ανδρεία και θάρρος να υψώσει αγέρωχα το ασθενικό του ανάστημα απέναντι στον στυγερό κατακτητή. Γνώριζε ασφαλώς τι τον περίμενε και όμως τόλμησε.

     Την επομένη κιόλας συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο με διαταγή να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Από την εκτέλεση κατόρθωσαν να σώσουν τον Βασίλειο ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης αλλά και ο Ιταλός Διοικητής. Η διαταγή της εκτέλεσης μετατράπηκε σε εξορία στην Αθήνα, ο Βασίλειος μεταφέρθηκε με στρατιωτικό αεροσκάφος στο Τατόϊ, όπου και τον εγκατέλειψαν με προφανή σκοπό τον θάνατό του. Το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής το πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», από όπου και συνέχισε, όσο ήταν δυνατόν, την ποιμαντική αλλά και αντιστασιακή δράση του. Επιτέλους, τον Φεβρουάριο του 1945 επέστρεψε και πάλι, νικηφόρος, στην έδρα του στην ελεύθερη Κρήτη, όπου και εκοιμήθη τον Ιανουάριο του 1950. Τον Βασίλειο διεδέχθη ως Μητροπολίτης (και από το 1967 Αρχιεπίσκοπος) ο αείμνηστος Ευγένιος (1950-1978) και εκείνον ο επίσης αείμνηστος Τιμόθεος (1978-2006). Για την προσωπικότητα των αοιδίμων ιεραρχών, ο αναγνώστης αξίζει να διαβάσει την εξαιρετική μελέτη του καθηγητή της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Γεωργίου Κρασανάκη, Οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης Ευγένιος και Τιμόθεος, Ηράκλειο 2017.            

     Όλες οι μαρτυρίες για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Βασιλείου εξαίρουν την ευλάβεια, την αγαθότητα, την πραότητα, τη φιλανθρωπία, τη δικαιοσύνη, τη φιλαλληλία του. Ανεκτίμητο ντοκουμέντο της εποχής αλλά και τεκμήριο για την παροιμιώδη φιλοξενία του είναι το «Βιβλίον Επισκεπτών» (1915-1940) της Επισκοπής Αρκαδίας, στο οποίο καταγράφονται οι εντυπώσεις πλήθους επιφανών προσώπων, Ελλήνων και ξένων, από τις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες, όπως λ.χ. των: Λ. Αλεξίου, Ν. Καζαντζάκη, Σ. Μαρινάτου, Α. Ορλάνδου, Β. Ρώτα, Ν. Τωμαδάκη, των διασήμων αρχαιολόγων G. Gerola, L. Pernier  κ.α. (Ο Βασίλειος διατηρούσε αλληλογραφία και με τον διαπρεπή αρχαιολόγο F. Halbherr).  Εκτός από το καθαρά εκκλησιαστικό και πνευματικό έργο του, εκείνα που τον χαρακτήριζαν ήταν ο ζήλος, η ακαταπόνητη εργατικότητα, ο ρεαλισμός και η δράση για επωφελή κοινωνικά έργα (λ.χ. για τον εκσυγχρονισμό της γεωργικής παραγωγής, την οδοποιία κ.α.), αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα τη μεγάλη σημασία των καλών έργων και ακολουθώντας το βιβλικό: «Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου, και μη ακροαταί μόνον, παραλογιζόμενοι εαυτούς» (Επιστολή Ιακώβου, 1, 22). Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαθήκη του (γραμμένη στην ωραία λόγια καθαρεύουσα των μορφωμένων ιεραρχών), με την οποία κληροδοτεί τα λιγοστά υπάρχοντά του σε εκκλησιαστικά ιδρύματα, Μονές, καθώς και από εκατό δραχμές σε όλους τους ιερείς της Επισκοπής Αρκαδίας, για να τελέσουν τρισάγιο στη μνήμη του.   

      Ο Μητροπολίτης Κρήτης, ο από Αρκαδίας Βασίλειος αναδείχθηκε, με το βίο, τη δράση και τα έργα του, σε σπουδαίο ιεράρχη,  άξιο της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της. Τυχερές οι χώρες και οι λαοί που έχουν τέτοιους ηγέτες. Ας είναι αιωνία η μνήμη του!