Ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος * * * Ένας Ιεράρχης άξιος της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της

 

Ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος    

Ένας Ιεράρχης άξιος της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της

  

Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,

«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε

για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας

                                                (Κ. Π. Καβάφης)

 

του Κωνσταντίνου Ι. Ανδρουλιδάκη

Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης   

 

        Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές μορφές της νεότερης ιστορίας της Κρήτης υπήρξε αναμφίβολα ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Ε΄ (κατά κόσμον Β. Μαρκάκης). Το έναυσμα για να αναφερθούμε στον μακαριστό ιεράρχη είναι το πολύ αξιόλογο βιβλίο του ευφήμως γνωστού φιλολόγου και θεολόγου κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872-1950), Ρέθυμνο 2020. Ας σημειωθεί ότι στον Βασίλειο είναι αφιερωμένο το ειδικό τεύχος του περιοδικού της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας Εν Εσόπτρω (τεύχος 54, 2019), με σημαντικές εργασίες, μεταξύ των οποίων και συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη κ. Μακαρίου με την κυρία Πολύμνια Λιοπυράκη-Μαρκάκη (θυγατέρα του αείμνηστου και σεβάσμιου πρωτοπρεσβύτερου  Βασιλείου Μαρκάκη, πρώτου ανιψιού του Μητροπολίτη), η οποία αποτελεί ανεκτίμητη πηγή μαρτυριών για τον ιεράρχη.

     Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία κύρια μέρη. Το πρώτο αποτελεί μια διεξοδική –και μάλιστα την πρώτη έγκυρη και αξιόπιστη- βιογραφία του Βασιλείου, το δεύτερο παρουσιάζει Εγκυκλίους του Επισκόπου, αντιπροσωπευτικές της διακονίας του, και το τρίτο αναπτύσσει το ευρύτερο κοινωνικό πρόσωπό του, ιδίως μέσω του «Βιβλίου Επισκεπτών» της Επισκοπής Αρκαδίας. Το βιβλίο στηρίζεται στο σύνολο των διαθεσίμων πηγών και μαρτυριών, κοσμείται δε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. 

      Αξίζει να δούμε την εγκόσμια πορεία του Βασιλείου μέσα από μια πολύ συνοπτική χρονογραφία του βίου του. Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Κεραμέ της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του και έχοντας καρεί μοναχός, σπουδάζει, ως υπότροφος της ιστορικής Μονής Πρέβελη, στην ένδοξη Θεολογική Σχολή Χάλκης, χειροτονείται διάκονος και αποφοιτά αριστούχος το 1896. Τη Σχολή τούτη ελάμπρυναν σπουδαίοι καθηγητές, όπως ο Χρήστος Ανδρούτσος της Θεολογίας και ο Βασίλειος Αντωνιάδης της Φιλοσοφίας. Ας ελπίσομε ότι δεν θα βραδύνει η επαναλειτουργία της, παρά την αντισυνταγματική και αντιευρωπαϊκή αντίδραση της Τουρκίας, η οποία παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδη και οικουμενικά δικαιώματα και ελευθερίες, όπως λ.χ. τη θρησκευτική ελευθερία. Έπειτα σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρετεί ως διάκονος και ιεροκήρυκας σε Ναούς της Αθήνας. Από το 1898 έως το 1902 υπηρετεί ως σχολάρχης στην περίφημη «Σχολή του Αγίου Πνεύματος» της Μονής Πρέβελη, με διευθυντή τον λαμπρό φιλόλογο Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκη, ο οποίος διετέλεσε αργότερα Γυμνασιάρχης στο Ρέθυμνο (μαθητής του και ο μεγάλος συγγραφέας Παντελής Πρεβελάκης). Το 1902 (σε ηλικία μόλις 30 ετών!), με την καθοριστική υποστήριξη του πνευματικού πατέρα του, Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, εκλέγεται Επίσκοπος Αρκαδίας. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός που επιδαψιλεύει ο Ευμένιος στον Βασίλειο: «[…] ανήρ την τε θύραθεν και την έσω παιδείαν πεπαιδευμένος και δυνάμενος πατρικαίς νουθεσίαις ποίμνιον ποιμένων πνευματικόν».   

      Ο νέος Επίσκοπος Αρκαδίας αφοσιώθηκε με ζήλο στην υψηλή αποστολή του. Εκτός από την υποδειγματική ποιμαντική διακονία του, επιδόθηκε αμέσως, με ζέση και δυναμισμό, σε ένα ευρύ δημιουργικό έργο που καταπλήσσει με την εμβέλεια, τον οραματισμό αλλά και την πρακτική αποτελεσματικότητά του. Ειδικότερα, ανήγειρε γρήγορα, και μάλιστα με δικές του δαπάνες, ένα απλό και απέριττο επισκοπείο, πολύ ωραίο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής (αργότερα δωρεά προς τον τοπικό Δήμο). Εξ άλλου, έκτισε Ναούς σε χωριά της επαρχίας του, λ.χ. τον νέο Ναό της Ι. Μονής Παναγίας Καλυβιανής και τον μικρό Ναό στη μνήμη των Αγίων Δέκα (τη λεγόμενη «Αγία Λίμνη»), ενώ επίσης  ανακαίνισε τον ενοριακό Ναό των Αγίων Δέκα.

      Από τα πιο σημαντικά έργα του Βασιλείου υπήρξε η ίδρυση και λειτουργία, με δική του πρωτοβουλία, σχεδιασμό και καθοδήγηση, της ονομαστής Πρακτικής Γεωργικής Σχολής Μεσσαράς (με ειδικό Νόμο της Κυβέρνησης Βενιζέλου του 1920). Ήταν το μεγαλόπνοο όραμα μιας πρότυπης Γεωπονικής Σχολής με σκοπό «την πρακτικήν γεωργικήν μόρφωσιν των νέων, δια να καθίστανται ούτοι ικανοί να εκμεταλλεύωνται τα ίδια αυτών κτήματα, να διεξάγωσι μικράς γεωργικάς επιχειρήσεις ή να αναλαμβάνωσιν επιστασίαν ή υπηρεσίαν αρχιεργάτου εις οιανδήποτε γεωργικήν επιχείρησιν». Ας σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη Γεωργική Σχολή της Κρήτης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα ιδρυθεί και η Γεωργική Σχολή Ασωμάτων στο Ρέθυμνο. Η Γεωργική Σχολή Μεσσαράς ευτύχησε να έχει πανάξιους διευθυντές, με πρώτο τον Ανδροκλή Ξανθουθίδη, ανιψιό του σπουδαίου αρχαιολόγου Στέφανου Ξανθουδίδη (στη δεκαετία του 1960 τον διαδέχθηκε ο εξαίρετος γεωπόνος και υπέροχος άνθρωπος κ. Ανδρέας Αγγελάκης). Αρκεί να σημειωθεί ότι η Σχολή είχε φέρει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, λ.χ. την αλωνιστική μηχανή Marshall, ενώ στο τυροκομείο της δημιουργήθηκε η πρώτη γραβιέρα στην Κρήτη.    

     Όπως είναι το σύνηθες στη ζωή, ούτε ο Βασίλειος απέφυγε τα προβλήματα, τις δυσχέρειες, τους ποικίλους και χαλεπούς «ριπτασμούς του βίου» και τις σχετικές πικρίες (λ.χ. με αφορμή το ημερολογιακό ζήτημα, που είχε προκαλέσει ο τότε ηγούμενος της Ι. Μονής Κουδουμά, ή την εμπλοκή του στο λεγόμενο «Μητροπολιτικό ζήτημα», λόγω της διεκδίκησης από τον Βασίλειο, τα έτη 1933-34, της Μητρόπολης Κρήτης, σύμφωνα άλλωστε με τον τότε ελληνικό Νόμο). Τελικά, μετά την παύση του Τιμοθέου (Βενέρη), εκλέγεται Μητροπολίτης Κρήτης τον Απρίλιο του 1941. Τότε ακριβώς εντείνεται η πατριωτική αγωνιστική δράση του. Ήδη από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940/41, ως Επίσκοπος Αρκαδίας, ανέλαβε δράση και στρατεύτηκε στον πολεμικό αγώνα. Εκτός από το ποιμαντικό έργο του (με εγκυκλίους, παρακλήσεις και συνεχείς επισκέψεις στα χωριά για να εμψυχώνει το ποίμνιό του), οργάνωνε εράνους για τη συγκέντρωση ρουχισμού και άλλων εφοδίων για να στέλνονται στο μέτωπο. Για τον σκοπό αυτόν προσέφερε μάλιστα και τα δυο του άλογα, που τότε ήταν τον μόνο μεταφορικό του μέσο.

     Αλλά η υψηλότερη, η κορυφαία ώρα του αγωνιστή ιεράρχη εσήμανε έπειτα από τη ναζιστική επίθεση, στη Μάχη της Κρήτης και ιδίως στην Κατοχή. Σύμφωνα με γραπτές και προφορικές μαρτυρίες συγχρόνων (λ.χ. του ήρωα της Εθνικής Αντίστασης καπετάνιου Μανώλη Μπαντουβά), στις 20 Μαΐου 1941 (την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης), μετά τον Εσπερινό στον Ναό του Αγίου Μηνά, ο Βασίλειος και οι άλλοι ιερείς βροντοφώναξαν: «Όλοι μαζί εναντίον των Ούνων!», παρότρυναν όλους να πάρουν μέρος στον αγώνα εναντίον του εισβολέα, όρμησαν στην αποθήκη του Στρατού (δίπλα στο Πανάνειο), άρπαξαν όσα όπλα μπορούσαν, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, κοντά στη Χανιώπορτα, και πήραν θέσεις μάχης εναντίον τού εχθρού. Αλλά και στη συνέχεια, για όσο διάστημα μπόρεσε να μείνει στην έδρα του, εξακολούθησε τον αγώνα με όλα τα διαθέσιμα μέσα, τελειώνοντας τα φλογερά κηρύγματά του με την ευχή: «Καλή Λευτεριά!», και σε κάθε εορτή: «Και του χρόνου ελεύθεροι!».  

    Αλλά φυσικά αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Στις 24 Μαρτίου 1942, ο Νομάρχης Ηρακλείου ζήτησε από τον Βασίλειο, έπειτα από διαταγή των αρχών Κατοχής, την επομένη, κατά την πανηγυρική δοξολογία, να μιλήσει υπέρ των Γερμανών. Και ο ιεράρχης του απάντησε: «Όχι, κ. Νομάρχα, δεν θα ομιλήσω υπέρ των Γερμανών, αλλά κατά!». Και πραγματικά, κατά το κήρυγμά του στις 25 Μαρτίου 1942, ο Μητροπολίτης διατράνωσε από άμβωνος ότι ως Επίσκοπος και Έλληνας δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατάσταση τούτη, και μάλιστα αναφέρθηκε στη σωτηρία της Βασιλεύουσας από την Υπέρμαχο Στρατηγό. Είναι προφανές ότι ο Βασίλειος έδρασε έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων και των συνεπειών. Και εδώ ισχύει: «Αρχή άνδρα δείκνυσι» (Το αξίωμα δείχνει και αναδεικνύει τον άνδρα)! Πραγματικά, ας αναλογισθούμε τι διαδραματίζεται εδώ: ένας πρεσβύτης Επίσκοπος, τολμά με γενναιότητα, ανδρεία και θάρρος να υψώσει αγέρωχα το ασθενικό του ανάστημα απέναντι στον στυγερό κατακτητή. Γνώριζε ασφαλώς τι τον περίμενε και όμως τόλμησε.

     Την επομένη κιόλας συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο με διαταγή να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Από την εκτέλεση κατόρθωσαν να σώσουν τον Βασίλειο ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης αλλά και ο Ιταλός Διοικητής. Η διαταγή της εκτέλεσης μετατράπηκε σε εξορία στην Αθήνα, ο Βασίλειος μεταφέρθηκε με στρατιωτικό αεροσκάφος στο Τατόϊ, όπου και τον εγκατέλειψαν με προφανή σκοπό τον θάνατό του. Το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής το πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», από όπου και συνέχισε, όσο ήταν δυνατόν, την ποιμαντική αλλά και αντιστασιακή δράση του. Επιτέλους, τον Φεβρουάριο του 1945 επέστρεψε και πάλι, νικηφόρος, στην έδρα του στην ελεύθερη Κρήτη, όπου και εκοιμήθη τον Ιανουάριο του 1950. Τον Βασίλειο διεδέχθη ως Μητροπολίτης (και από το 1967 Αρχιεπίσκοπος) ο αείμνηστος Ευγένιος (1950-1978) και εκείνον ο επίσης αείμνηστος Τιμόθεος (1978-2006). Για την προσωπικότητα των αοιδίμων ιεραρχών, ο αναγνώστης αξίζει να διαβάσει την εξαιρετική μελέτη του καθηγητή της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κ. Γεωργίου Κρασανάκη, Οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης Ευγένιος και Τιμόθεος, Ηράκλειο 2017.            

     Όλες οι μαρτυρίες για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Βασιλείου εξαίρουν την ευλάβεια, την αγαθότητα, την πραότητα, τη φιλανθρωπία, τη δικαιοσύνη, τη φιλαλληλία του. Ανεκτίμητο ντοκουμέντο της εποχής αλλά και τεκμήριο για την παροιμιώδη φιλοξενία του είναι το «Βιβλίον Επισκεπτών» (1915-1940) της Επισκοπής Αρκαδίας, στο οποίο καταγράφονται οι εντυπώσεις πλήθους επιφανών προσώπων, Ελλήνων και ξένων, από τις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες, όπως λ.χ. των: Λ. Αλεξίου, Ν. Καζαντζάκη, Σ. Μαρινάτου, Α. Ορλάνδου, Β. Ρώτα, Ν. Τωμαδάκη, των διασήμων αρχαιολόγων G. Gerola, L. Pernier  κ.α. (Ο Βασίλειος διατηρούσε αλληλογραφία και με τον διαπρεπή αρχαιολόγο F. Halbherr).  Εκτός από το καθαρά εκκλησιαστικό και πνευματικό έργο του, εκείνα που τον χαρακτήριζαν ήταν ο ζήλος, η ακαταπόνητη εργατικότητα, ο ρεαλισμός και η δράση για επωφελή κοινωνικά έργα (λ.χ. για τον εκσυγχρονισμό της γεωργικής παραγωγής, την οδοποιία κ.α.), αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα τη μεγάλη σημασία των καλών έργων και ακολουθώντας το βιβλικό: «Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου, και μη ακροαταί μόνον, παραλογιζόμενοι εαυτούς» (Επιστολή Ιακώβου, 1, 22). Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαθήκη του (γραμμένη στην ωραία λόγια καθαρεύουσα των μορφωμένων ιεραρχών), με την οποία κληροδοτεί τα λιγοστά υπάρχοντά του σε εκκλησιαστικά ιδρύματα, Μονές, καθώς και από εκατό δραχμές σε όλους τους ιερείς της Επισκοπής Αρκαδίας, για να τελέσουν τρισάγιο στη μνήμη του.   

      Ο Μητροπολίτης Κρήτης, ο από Αρκαδίας Βασίλειος αναδείχθηκε, με το βίο, τη δράση και τα έργα του, σε σπουδαίο ιεράρχη,  άξιο της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της. Τυχερές οι χώρες και οι λαοί που έχουν τέτοιους ηγέτες. Ας είναι αιωνία η μνήμη του!  

Δεν υπάρχουν σχόλια: