ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

 

Μ. Βασίλειος -έργο Ν. Βασσάλου- 1916 

  ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ


  ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ιδιοκτησία λέμε ό,τι απέκτησε ο άνθρωπος με την τίμια εργασία του ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο και το κατέχει ως χρήσιμο για την ατομική και οικογενειακή του ευτυχία και καταξίωση. Περαιτέρω προς τον παραπάνω ορισμό και σύμφωνα, πάντοτε, με την ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική, η ιδιοκτησία του κάθε ανθρώπου, εκτός του ότι θα πρέπει να είναι με νόμιμο τρόπο αποκτημένη, θα πρέπει και να επαρκεί για τη θεραπεία των κυριοτέρων αναγκών του, της καθημερινής, δηλαδή, τροφής, της ενδυμασίας, της κατοικίας, της μόρφωσης των παιδιών της οικογένειας, της καλής και ωφέλιμης ψυχαγωγίας κ.λπ.[1]

Αν προσέξουμε, πάντως, την εποχή μας, θα παρατηρήσουμε ότι- όλως αντίθετα προς τον παραπάνω χρυσό κανόνα τής χριστιανικής Ηθικής- τη σημερινή ανθρωπότητα διακατέχει ένας πρωτοφανής πυρετός πλουτομανίας, με ό,τι αρνητικό και δυσάρεστο για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου μπορεί να σημαίνει αυτό. Το χρήμα, στις μέρες μας, έχει αναχθεί σε θεό και υπέρτατη αξία, εκτοπίζοντας αρχές και ιδανικά για τα οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει ο άνθρωπος. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι όσο ο άνθρωπος πλουτίζει σε υλικά αγαθά άλλο τόσο φτωχαίνει σε ευτυχία, ανθρώπινα αισθήματα και ανώτερα ιδανικά. Όσο κυριαρχεί ο πλούτος ως μοναδική επιδίωξη και προσδοκία του ατόμου, άλλο τόσο ο άνθρωπος, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, καθίσταται φτωχότερος και σε αυτά τα υλικά αγαθά και χάνει ό,τι όμορφο και ανώτερο χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου. Γιατί, όπως ο ι. Χρυσόστομος φιλοσόφως αποφαίνεται, «πλούσιος οὐκ ἐστιν ἐκεῖνος ὁ τά πολλὰ περιβεβληµένος, ἀλλ’ ὁ µὴ πολλῶν δεόµενος»[2].     

 Θεολογική θεώρηση 

του θέματος του πλούτου

  Ο χριστιανισμός δε στάθηκε ποτέ υπέρμαχος ούτε του πλούτου ούτε, όμως, και της φτώχειας. Και βέβαια, ο άνθρωπος της φτώχειας, της στέρησης και της ανάγκης, που στερείται και αυτού του επιούσιου, δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή και τη χριστιανική διδασκαλία. Ακριβώς, γιατί η φτώχεια του αυτή θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να τον κάνει να δυσανασχετήσει και να βαρυγκωμήσει ενάντια στον Θεό. Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος της πτώχειας και της ανέχειας να είναι ευτυχής, εκτός αν διαθέτει έναν σπάνιον ηρωισμό, ώστε και η φτώχεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανόνας για τους χριστιανούς. 

Γι’ αυτό, ήδη από την Π. Διαθήκη, αναγνωρίζεται στον άνθρωπο το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας [ο Αβραάμ, για παράδειγμα, και ο Ιώβ ήταν πλούσιοι (όπως και ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος στην Καινή Διαθήκη][3] και, ακόμα, προβλέπονταν και σχετικά μέτρα προς διασφάλισή της. με την έβδομη, για παράδειγμα, εντολή του Δεκαλόγου απαγορευόταν η κλοπή της ξένης περιουσίας, ενώ με τη δέκατη απαγορευόταν και αυτή η απλή επιθυμία των αγαθών του πλησίον. Το «οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν ἐνδεής»[4] αποτελούσε επί αιώνες το κοινωνικό ιδεώδες της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο, στη συνέχεια, υιοθετήθηκε και από τον Χριστιανισμό.

Ενώ όμως ο άνθρωπος της φτώχειας δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, όμως, πολύ περισσότερο και ο πλούσιος δε θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, αφού υπόκειται σε τόσους πειρασμούς και δυσκολίες με κίνδυνο κάποια στιγμή να απολέσει την ψυχή του. Αυτό καθαυτό το να είναι κανείς πλούσιος προσδίνει υπερβολική προσκόλληση στα υλικά αγαθά, και μπορεί, γι’ αυτό, να αποτελέσει ψυχικό πάθος τελείως ασυμβίβαστο με τη χριστιανική αντίληψη της αρετής. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να πλουτίζει κανείς χωρίς και να αδικεί[5].

 Έτσι, στην Καινή Διαθήκη ο Κύριος με τις παραβολές του «άφρονος πλουσίου» και του «Λαζάρου» και με τα λόγια Του προς τον πλούσιο νεανία, στην «Επί του Όρους Ομιλία», έδειξε ότι οι μεγάλες περιουσίες εγκυμονούν τεράστιους ηθικούς κινδύνους και γι’ αυτό οι πλούσιοι είναι πολύ δύσκολο- όχι, όμως, αδύνατον- να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού[6]. «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν»[7] και, ακόμα, «οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε»[8], διεμήνυσε ο Κύριος προς την τάξη αυτών των ανθρώπων, στην ομιλία Του «Επί του Όρους». Με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος δεν ελέγχει τον σωστά κινούμενο πλούτο, αλλά τη μωρία των ανθρώπων του κόσμου τούτου στο να θεωρούν την απόλαυση των υλικών αγαθών ως την μόνη τους "παρηγορία" και στο να στηρίζουν την ευτυχία τους σε αυτά θεωρώντας τα ως το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτουν. Οι άνθρωποι αυτοί κορεσμένοι από τον εαυτό τους, γεμάτοι μέχρι πάνω από τα αγαθά και τις απολαύσεις του παρόντος βίου- αλλ’ όχι και «χορτασμένοι»- καυχώνται γι’ αυτά και φθάνουν να μεταφέρουν και να τοποθετούν τον ουρανό και τον παράδεισό τους πάνω στη γη, παραμερίζοντας σε δεύτερη θέση την παράκληση (την παραμυθία) του Θεού και τα πνευματικά και ουράνια αγαθά. Οι άνθρωποι, λοιπόν, αυτοί έχοντας την πλήρη και τέλεια "παρηγορία" τους από τον πλούτο τους στην παρούσα ζωή, δεν τους μένει να ελπίζουν σε τίποτε στη μέλλουσα, όταν θα έχουν στερηθεί της παρηγορίας τους αυτής και των υλικών τους ανέσεων με τις οποίες είναι τώρα μέχρι πάνω γεμάτοι, αλλά που όλα παραμερίζονται, καταργούνται και χάνονται στη μέλλουσα ζωή[9].

 Κατέκρινε, ακόμα, ο Κύριος τους πλουσίους όταν αυτοί απορροφούνται από τη μέριμνα του πλούτου τους, με αποτέλεσμα να παραμελούν ανώτερα ιδανικά και καθήκοντα[10] και, κυρίως, όταν δεν φείδονται για κανένα θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να πλουτίσουν, αλλά όλες τις ελπίδες τους τις αναθέτουν στον πλούτο και επιτρέπουν αντί αυτοί να άρχουν του πλούτου τους, ο πλούτος να άρχει επ’ αυτών[11]. «Πλοῦτος οὐκ ὀρθῶς κυβερνώμενος ἀκρόπολίς ἐστι κακίας», αποφαίνεται Κλήμης ο Αλεξανδρείας.

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από όσους αντιτάχθηκαν στον Χριστό προέρχονταν από την τάξη των πλουσίων, όπως και αυτοί που καταπίεσαν τους πρώτους χριστιανούς. «Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον»[12] (και εννοεί τον Ιησού Χριστό), λέγει Ιάκωβος ο Αδελφόθεος αναφερόμενος στους πλουσίους γενικά- χωρίς να αναφέρεται, ασφαλώς, στις ελάχιστες εξαιρέσεις των αγαθών πλουσίων. Και προκειμένου να καταστήσει σαφές στους χριστιανούς αναγνώστες του πόσον ανόητος είναι ο θαυμασμός και η κατάπληξη που δοκιμάζουν πολλοί για τα πλούτη τους, συνεχίζει: «ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς»[13]. εσείς, δηλαδή, οι πλούσιοι ζήσατε με τρυφές και απολαύσεις πάνω, εδώ, στη γη και περάσατε βίο σπάταλο και άσωτο. Παχύνατε τις φιλήδονες καρδιές σας σαν θρεφτάρια που τα παχαίνουν για την ημέρα της σφαγής τους. Έτσι και για σας επιφυλάσσεται η ημέρα της κρίσεως σαν άλλη ημέρα σφαγής και καταστροφής σας[14].

Ο απόστολος Παύλος προβάλλει συχνότερα και σαφέστερα το ιδανικό της  α υ τ ά ρ κ ε ι α ς, το οποίο και στην πράξη ενσαρκώνει κατά τον τελειότερο τρόπο, συντηρούμενος, στις πόλεις στις οποίες εγκαθίσταται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με το εισόδημα που του εξασφαλίζουν τα δυο ροζιασμένα χέρια του και η τέχνη του σκηνοποιού, την οποία ασκεί στα περιθώρια του αποστολικού του έργου. Με τον τρόπο αυτόν ο απόστολος Παύλος δίδασκε την υποχρέωση κάθε χριστιανού να εργάζεται και παρείχε τον εαυτόν του ως παράδειγμα «προς μίμησιν» όταν έλεγε: «ἐν κόπῳ καί μόχθῳ νύκτα καί ἡμέραν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί»[15], ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούμενος και στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του θα διακηρύξει: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας. οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα. ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»[16]. Η χρήση, λοιπόν, του πλούτου συνίσταται στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου, «ἡ δέ ὑπὲρ τὴν χρείαν (χρήσις), ἢ πλεονεξίας, ἢ φιληδονίας, ἢ κενοδοξίας ἔχει τὴν νόσον»[17].

Στην Καινή Διαθήκη, κατά τους αποστολικούς χρόνους, συναντούμε το τελειότερο παράδειγμα κοινοκτημοσύνης και μέριμνας προς τους πτωχούς, όταν, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά… οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. ᾿Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων»[18].

  Άρα οι απόστολοι είχαν δημιουργήσει «κοινό ταμείο», προορισμένο για τη μέριμνα των πτωχών, που αφθονούσαν, ως φαίνεται, στην εποχή τους. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν βρισκόταν σε έσχατη ανάγκη, χάρις στην ενότητα των καρδιών και την κοινότητα των αγαθών, που εξασφαλιζόταν από τις γενναίες εισφορές των χριστιανών που βρίσκονταν σε κάποια οικονομική άνεση. Έτσι, οι χριστιανοί από καιρού σε καιρό πωλούσαν περιουσίες τους και «ετίθουν τα χρήματα παρά τους πόδας των αποστόλων», πράξη, ακριβώς, που φανερώνει την απεριόριστη τιμή και εμπιστοσύνη που ένιωθαν οι πωλούντες χριστιανοί προς το πρόσωπο των Αποστόλων, αλλά και την αγία περιφρόνηση που εκδήλωναν προς τα πλούτη του κόσμου τούτου οι απόστολοι[19].



[1] Πβ. Α΄ Τιμ. στ΄, 8.

[2] Migne P.G. 48,  982.

[3] Υπάρχουν, πάντως, απόψεις θεολόγων (πβ. Γ.Δ.Ροδίτη, Χριστιανισμός και πλούτος, Αθήναι 1970, 206-217) που ισχυρίζονται ότι ο πλούτος κρίνεται εντελώς ασυμβίβαστος προς τη χριστιανική πνευματικότητα. Την άποψή τους αυτή στηρίζουν σε μαρτυρίες της Αγ. Γραφής – που, στο σημείο αυτό, πιστεύουν ότι είναι παραπάνω από σαφείς- όπως, για παράδειγμα, στην επί του Όρους ομιλία, όπου ο Χριστός διδάσκει: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει …», αλλά και παρακάτω, όταν λέγει: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ΄,19-21). Όμως, θα ήταν αδιανόητο να θεωρήσουμε ότι οι πλούσιοι δεν έχουν θέση στον Χριστιανισμό παρά μόνον οι φτωχοί και στερημένοι, ενώ τίθεται εδώ και το ερώτημα: «Εντάξει, και μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να είμαστε στερημένοι ή μέχρι ποιου σημείου πλούσιοι;». Άρα, είναι λογικότερο να δεχτούμε ότι οι πάντες, πτωχοί και πλούσιοι, έχουν θέση και είναι δεκτοί στην Εκκλησία του Χριστού. Απλά διαφέρουν οι δυσκολίες που ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει για την εισδοχή του στη Βασιλεία των Ουρανών. Πάντως, όσοι έχουν οσαδήποτε πλούτη χωρίς, όμως, η ψυχή τους να είναι προσκολλημένη σε αυτά ή να μεγαλοφρονούν για την κατοχή τους, αλλά αντίθετα αισθάνονται τη ματαιότητα αυτών και την ανεπάρκειά τους για να καταστήσουν την ψυχή ευτυχή και αν χρησιμοποιούν τον πλούτο τους αυτόν για τις ανάγκες του πλησίον, αυτοί υπερνίκησαν τη δυσκολία που φέρνει ο πλούτος στον άνθρωπο και μπορούν με ευκολία να ακολουθήσουν τη διδασκαλία του Χριστού (Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1993, 190).

[4]  Δευτ. ιε΄, 4.

[5] «Ὀλέθριον γάρ το πάθος, θα τονίσει ο ι. Χρυσόστομος, καί οὐκ ἔστι μή ἀδικούντα πλουτεῖν» β΄ ομιλία στην Α΄ Τιμ. επιστ., Migne P. G. 561-2).

[6]  Ο δε Ιησούς είπε: «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. 19, 23-24, Μάρκ.10,25. Λουκ. 18, 25). Επειδή, κατά καιρούς, ορισμένοι θεολόγοι εξέλαβαν ότι ο λόγος αυτός του Ιησού φανερώνει την πλήρη αδυναμία των πλούσιων να εισέλθουν στην Βασιλεία των ουρανών, σημειώνουμε, εδώ, ότι σημασιολογικά η λέξη «δυσκόλως» του λόγου του Ιησού, όπως και το συγκριτικό «ευκοπώτερον» δεν φανερώνουν την αδυναμία αλλά τη δυσκολία με την οποία οι πλούσιοι εισέρχονται στη Βασιλεία του Θεού, λόγω ακριβώς των πολλών πειρασμών που έχουν, λόγω του πλούτου τους, να αντιμετωπίσουν (πβ., εδώ, και Δημ. Ι. Κυρτάτα, Παιδαγωγός, Αθήνα 1994, 26).

[7] Λουκ. στ, 24.

[8] Λουκ. στ, 25.

[9] Πβ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 1952, 206. Πβ. εδώ και τη γνωστή παραβολή του «Πλουσίου και του Λαζάρου» (Λουκ. ιστ΄, 19- 31), όπου ο Αβραάμ απευθυνόμενος προς τον πλούσιο του λέγει: «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· …»

[10] Ματθ. στ΄, 19-34.

[11] Λουκ. ιβ΄, 15-21 και Ματθ. ιθ΄, 15-21.

[12] Ιακ. ε΄, 6.

[13] Ιακ. ε΄, 5.

[14] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τ. Γ΄, Αθήναι 1982, 282 (ερμηνευτική απόδοση).

[15] Β΄Θεσσ. γ΄. 8-9.

[16] Τιμ. Α΄, στ΄, 6-9.

[17] P. G. 31, 1232.

[18] Πράξ. δ΄, 32, 34- 36.

[19] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, 172.

Δεν υπάρχουν σχόλια: