Μ Α Ρ Ι Α Σ Τ Σ Ι Ρ Ι Μ Ο Ν Α Κ Η *** Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε Ι Σ


 (Στα Σαραντα Της)


Μ Α Ρ Ι Α Σ    

Τ Σ Ι Ρ Ι Μ Ο Ν Α Κ Η  


                                   Α Ν Α Μ Ν Η Σ Ε Ι Σ



ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ  

www.ret-anadromes.blogspot.com 

   http://historicalcrete.ims.forth.gr


Με την αείμνηστη Μαρία Τσιριμονάκη (εικ. 1) μάς συνέδεε, πάντοτε, βαθιά εκτίμηση και φιλία. Άνθρωπος της προσφοράς η Κυρία Μαρία- πέραν του τεράστιου κοινωνικού έργου της- θυμάμαι, προσωπικά, με πόση αγάπη αγκάλιασε κατά τη συγγραφή του το βιβλίο μου «Ρέθυμνο 1900- 1950», που έφτιαχνα με τους μαθητές μου στα πλαίσια του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης[1]. Τρεις φορές προθυμοποιήθηκε η Κυρία Μαρία να τη μεταφέρω, με το αυτοκίνητό μου, στο σχολείο και να μιλήσει από έδρας στους μαθητές μου με ισάριθμα τοπικά θέματα. Δεν ξεχνώ με πόση προθυμία και χαρά το έκανε αυτό κάθε φορά, αλλά και με πόσο ενδιαφέρον την παρακολουθούσαν πάντοτε οι μαθητές! Γνώριζε τον τρόπο να τους κερδίζει, και ας μην είχε ποτέ διδάξει στο παρελθόν! Και, ακόμα, είναι η μόνη στο βιβλίο μου αυτό, που στον 2ο τόμο του- τον τόμο των Ρεθυμνίων συνεργατών- συμμετέχει με τρία (03) αξιόλογα ρεθεμνιώτικα θέματά της (!):


1.    «Εις μνήμην» (Εμμ. Λινοξυλάκη- Παν. Πλαγιαννάκου- Εμμ. Τζαγκαράκη- Γυμνασιάρχη Πλιάκα) 

2.               Πόλεμος- Κατοχή- Απελευθέρωση

3.    Κορίτσια και αγόρια στο προπολεμικό Ρέθεμνος[2]


Την εκτίμηση, λοιπόν, και τη βοήθεια της Κυρίας Μαρίας την εισέπραττα μονίμως όσο ζούσε, ακόμα και την τελευταία φορά που την επισκέφθηκα, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, που είδα αρκετά πεσμένες τις σωματικές της δυνάμεις.
       Όμως, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ακόμα πιο γενναία εισέπραξα την εκτίμηση και την αγάπη της πριν από τέσσερα, περίπου,  χρόνια (10 Απριλίου 2013), όταν η Κυρία Μαρία με κάλεσε στο σπίτι της και μου εμπιστεύθηκε, ξαφνιάζοντάς με, ένα ιδιόχειρο σημείωμά της με δεκατέσσερις (χειρόγραφες), μικρού μεγέθους (23Χ15 εκ.), σελίδες (εικ. 2).


1η σελίδα ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ Μ. Τσιριμονάκη

 Το άνοιξα με περιέργεια μπροστά της και από την πρώτη, κιόλας, σελίδα που διάβασα κατάλαβα ότι επρόκειτο για ένα…. «αυτοβιογραφικό», θα το έλεγα, σημείωμά της, που, όμως, η ενσυνείδητη χριστιανική σεμνότητά της την ώθησε να το συντάξει με έναν τρόπο εντελώς  έ μ μ ε σ ο  και  δ ι α κ ρ ι τ ι κ ό  κι ένεκα τούτου και πρωτότυπο, θα έλεγα, κι εντυπωσιακό. αυτοβιογραφείται, δηλαδή, η Κυρία Μαρία μέσα από τη συνεργασία που είχε αναπτύξει κατά την πολύχρονη σωματειακή και κοινωνική δράση της με δυο στενές φίλες και συνεργάτιδες της, τις οποίες ιδιαίτερα εκτιμούσε και αγαπούσε και στις οποίες και αφιερώνει τις  Α ν α μ ν ή σ ε ι ς  της αυτές. την Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη και τη Φανή Παπαδουράκη. Είναι σε όλους γνωστό ότι η Μαρία Τσιριμονάκη δεν ξεχώριζε ποτέ τον δικό της βηματισμό από τον βηματισμό των συνεργατριών της, αλλά, εμφορούμενη από πνεύμα σεμνότητας, ευπρέπειας και υγιούς συνεργασίας, σε όλο τον επίγειο βίο της λειτουργούσε πάντα, σύμφωνα με τον λόγο του Μακρυγάννη, μέσα από τη δύναμη του «εμείς» και ποτέ εγωκεντρικά, μέσα από τη δύναμη του «εγώ».


Διαπίστωσα, επίσης, από την πρώτη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου, ότι επρόκειτο για ένα σημείωμα που περιέκλειε εξαιρετικό τοπικό ενδιαφέρον, αφού αφορούσε στο «Λύκειο των Ελληνίδων» της πόλης μας, στην ίδρυση του «Κέντρου Νεότητας», στον λόφο του Τιμίου Σταυρού (μιαν άγνωστη, εν πολλοίς, σελίδα της τοπικής μας ιστορίας), αλλά και σε μια σειρά γεγονότων και σπουδαίων προσώπων της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας, που έχουν- τα πρώτα- ξεχαστεί ή παύσει, από χρόνια- τα δεύτερα- να υπάρχουν. Τη ρώτησα, πάντως, εμμέσως, για την πρωτοτυπία του κειμένου που κρατούσα στα χέρια μου κι εκείνη με βεβαίωσε ότι ήταν αδημοσίευτο και ότι δεν περιέχεται μέσα στα βιβλία της, όπως, εξάλλου, και ο ίδιος βεβαιώθηκα περί τούτου, μετά από την προσεκτική και ενδελεχή μελέτη του.


Η Κυρία Μαρία μού το παρέδωσε και μου ζήτησε να το αξιοποιήσω όταν και όπως εγώ θα ήθελα. Αντιλαμβανόμενος το ενδιαφέρον τού εν λόγω «αυτοβιογραφικού» σημειώματος, της έδωσα την υπόσχεση ότι ναι, πράγματι, κάποια στιγμή, θα το αξιοποιούσα κατάλληλα, ενώ εκείνη με αφοπλιστική σεμνότητα, όλως φυσικά κι ανεπιτήδευτα, μου απάντησε, και πάλι, απλά: «Κράτησέ το, Κώστα, στο Αρχείο σου!»


4. Κατίνα Χαλκιαδάκη- Βιγδίνη

 Διαβάζοντας, περαιτέρω, το εν λόγω σημείωμα καταλαβαίνεις από την πρώτη, κιόλας, στιγμή ότι η Κυρία Μαρία πιο πολύ από τη δική της, την προσωπική προβολή και συμβολή της στα περιγραφόμενα, ενδιαφέρεται για την προβολή του έργου και της κοινωνικής εργασίας και προσφοράς των αγαπημένων της συνεργάτιδων, της αείμνηστης Κ α τ ί ν α ς  Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η (εικ. 4)- μητέρας του αγαπητού μου συμμαθητή (στο φροντιστήριο Αγγλικών του αείμνηστου συμπολίτη Μιχάλη Λυρούδια), του Γιώργου Χαλκιαδάκη, Καθηγητή σήμερα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης- και της πολυαγαπημένης μου κουμπάρας, αείμνηστης Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η (εικ.
5. Φανή Παπαδουράκη
5). Άρα, η σημερινή αξιοποίηση του σημειώματος αυτού της Μαρίας Τσιριμονάκη αποκτά, πλέον, και για μένα, εξαιρετική συναισθηματική αξία και σπουδαιότητα. Γιατί, νομίζω ότι σήμερα ήλθε η στιγμή αυτή να δημοσιοποιήσω- σύμφωνα και με την υπόσχεσή μου προς Αυτήν- το σημείωμα της αυτό ως έχει- με δική μου επιμέλεια και προσθήκη σχετικών υποσημειώσεων και σχολίων, που σκοπό έχουν να συμπληρώσουν και διευκολύνουν την «Ανάμνηση». Και το κάνω αυτό στην ιερή Μνήμη αυτής που μου το εμπιστεύθηκε, της μεγάλης Κυρίας του Ρεθύμνου, της Κυρίας Μαρίας Τσιριμονάκη, που μόνιμα μάς ενέπνεε όλους με βαθύ σεβασμό κι αγάπη στο πρόσωπό της και των δύο συνεργάτιδων της στο κοινωνικό έργο Κ α τ ί ν α ς Χ α λ κ ι α δ ά κ η – Β ι γ δ ί ν η  και Φ α ν ή ς  Π α π α δ ο υ ρ ά κ η.   


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Επειδή, στο προσεχές διάστημα, προωθείται η διοργάνωση Ημερίδας στη Μνήμη της Μ α ρ ί α ς  Τ σ ι ρ ι μ ο ν ά κ η, θεωρώ σκόπιμο να σταματήσω, προς το παρόν, το σημείωμά μου αυτό για την Κυρία Μαρία σε αυτά μόνα τα «Εισαγωγικά» μου στην κατά πολύ εκτενέστερη μελέτη μου στη Μνήμη της και να αφήσω την πρωτοτυπία των ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ Της για την εν λόγω Ημερίδα. Μετά την Ημερίδα, πρώτα ο Θεός, θα επανέλθουμε δημοσιεύοντας το κείμενο της εκλεκτής Δέσποινας του Ρεθύμνου και από τις στήλες της  έγκριτης αυτής εφημερίδας, της οποίας, ως γνωστόν, για χρόνια, υπήρξε λαμπρή συνεργάτις.



[1] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμοι Α΄ και Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 600.

[2] Ρέθυμνο 1900- 1950, τόμ. Β΄, Ρέθυμνο 2010, σελ. 17- 24 (το α΄), σελ. 75- 80 (το β΄) και 169- 174 (το γ΄).

Αναμνήσεις μου από το Ρέθυμνο του 1950 *** Το μπακάλικό μας *** Οδός Κωνσταντινουπόλεως 28- Μεγάλη Πόρτα


Αναμνήσεις μου από το Ρέθυμνο του 1950


Το μπακάλικό μας
Οδός Κωνσταντινουπόλεως 28- Μεγάλη Πόρτα


ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ




Σε προηγούμενο άρθρο μας, σε αυτήν την ίδια εφημερίδα, είχαμε δηλώσει ότι στην αφηγηματική μας αυτή σειρά, μετά το λαδάδικο μας, θα δίναμε, ταυτόχρονα, και την εικόνα ενός τυπικού μπακάλικου της ίδιας εποχής (δεκαετίας του ’50), αφού μπακάλικα- σαν κι αυτό του πατέρα μου, που λειτουργούσε στον ίδιο με το  λ α δ ά δ ι κ ό  μας χώρο, στην τότε οδό Κωνσταντινουπόλεως 28 (και σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως), στη Μεγάλη Πόρτα- έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν στην αγορά του Ρεθύμνου αλλά και κάθε σύγχρονης πολιτείας

Η συνηθισμένη, λοιπόν, εικόνα ενός  μ π α κ ά λ ι κ ο υ  της δεκαετίας του πενήντα ή κι ακόμα παλιότερα, ήταν απλή, πολύ απλή, χωρίς τις βιτρίνες, την πολυτέλεια και τον λοιπό φανταχτερό διάκοσμο των σημερινών πολυκαταστημάτων, που σε μια εποχή υπερκατανάλωσης κι ευδαιμονισμού, όπως η δική μας σήμερα, μας εξωθούν ν’ αγοράζουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε.
Ένα σύνηθες μπακάλικο της δεκαετίας του '50

 Έτσι, καταναλωτισμός κι ελευθερία είναι δυο έννοιες αντιστρόφως ανάλογες. Όσο περισσότερο καταναλώνεις, τόσο λιγότερο ελεύθερος είσαι. Ο καταναλωτισμός αίρει την πνευματική ελευθερία του ατόμου, γιατί το προϊόν που επιλέγει δεν είναι αποτέλεσμα της δικής του ελεύθερης βούλησης, αλλά των μεθόδων του «μάρκετιγκ», που αποπροσανατολίζουν και παραπλανούν το άτομο. Στις καταναλωτικές κοινωνίες ο άνθρωπος έχει την εξωτερική ελευθερία, τη δυνατότητα να καταναλώνει ό,τι θέλει και όσο θέλει, αλλά δεν είναι εσωτερικά ελεύθερος. Είναι δέσμιος του σκληρότερου δυνάστη, του εαυτού του, δίχως να μπορεί να συνειδητοποιήσει μέχρι ποιου βαθμού χειραγωγείται από τις πολυεθνικές και διαφημιστικές εταιρείες.

 Φτάσαμε, δυστυχώς, στις μέρες μας, να ταυτίζουμε το «έχειν» με το «είναι», τον υλικό πλούτο και την καλοπέραση με την ευδαιμονία. σήμερα είσαι ό,τι φαίνεσαι, ό,τι τρως, ό,τι πίνεις κι ό,τι φορείς. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που τοποθετεί την αξία των πραγμάτων πιο πάνω από τον άνθρωπο και καλλιεργεί συστηματικά την αντίληψη πως η ευτυχία είναι κάτι που αγοράζεται από τα ράφια των πολυκαταστημάτων όπως η ζάχαρη, τα μακαρόνια και το ρύζι. Δημιουργήσαμε πολυκαταστήματα που τροφοδοτούν την απληστία μας και τα οποία τείνουν χωρίς οίκτο κι έλεος, ολοένα και περισσότερο, να εξαφανίσουν τις υπόλοιπες μικρές επιχειρήσεις των φτωχών και τίμιων βιοπαλαιστών. Έτσι, βλέπουμε ότι όσο ο κόσμος μας υλικά γίνεται πλουσιότερος, άλλο τόσο πνευματικά φτωχαίνει και ότι, τελικά, όλες αυτές οι θαυμάσιες υλικές επιτεύξεις δεν καταφέρνουν ν’ αποκρύψουν την εσωτερική μας γύμνια και πνευματική πενία που βαθαίνει ολοένα και περισσότερο.

 Το μπακάλικο, λοιπόν, του πατέρα μου αποτελούνταν από έναν στοιχειώδη κι απέριττο εξοπλισμό. ένας ξύλινος πάγκος έκλεινε το μισό πλάτος της εισόδου του μαγαζιού μας. Πάνω σ’ αυτόν ο πατέρας μου τοποθετούσε τα «περβολαρικά»- ντομάτες, σαλάτες, κολοκυθάκια, χορταρικά, με κύρια προέλευσή τους, τα περισσότερα, το γειτονικό προάστιο Π ε ρ ι β ό λ ι α, την πηγή εφοδιασμού της πόλης μου σε κάθε είδος φρέσκων λαχανοκηπευτικών, τότε που, ακόμα, τα Περιβόλια ήταν κήποι, μπαξέδες κι αμπέλια κι όχι…. μοσκοπληρωμένα οικόπεδα. Ακόμα κι αν είχανε άλλο επάγγελμα, όλοι οι Περιβολιανοί ήταν Περβολάρηδες και καλλιεργούσανε μόνιμα λαχανικά. Δένδρα δεν αφήνανε οι βοριάδες κι η αρμπόνα του χειμώνα να γίνουνε και να προκόψουν. Έτσι, όταν ο Περβολιανός έλεγε «περιβόλι», εννοούσε τον λαχανόκηπό του.
Ένα από τα δεκάδες μαγκανοπήγαδα, στα Περβόλια, με τα οποία οι Πεβολιανοί πότιζαν τα περιβόλια τους (αρχείο Αλκ. Μαυράκη)

 

Αναμνήσεις μου από τη δεκαετία του 1950 *** Αρκαδίου – η Μεγάλη Αγορά


Αναμνήσεις μου από τη δεκαετία του 1950

Αρκαδίου – η Μεγάλη Αγορά

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

 

Η προκυμαία 1935 (φωτ. Ε. Ζακάκη)
Η προκυμαία το 2007 (υπό ανάπλασιν)

Ο άλλος δρόμος της πόλης μου- εκτός από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως και τότε Κωνσταντινουπόλεως- η Αρκαδίου ή «Μεγάλη Αγορά»- όπως αλλιώς ακουγόταν από τους συμπολίτες μου τον καιρό εκείνο, συγκέντρωνε όλα τα εμπορικά καταστήματα, που πουλούσαν κυρίως ρουχισμό κι υποδήματα, οπότε όλες τις ώρες της ημέρας έσφυζε από την ίδια, περίπου, κίνηση και ζωή. Στον δρόμο αυτόν, που δεν είναι φαρδύτερος από πέντε- δέκα μεγάλες δρασκελιές, μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα- ίσως και για μερικά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του εξήντα- γινόταν κάθε βράδυ, τον χειμώνα, αλλά πιότερο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγαλογιορτές, το γνωστό σ’ ολόκληρη την Ελλάδα «νυφοπάζαρο», «βόλτα» το λέγαμε εμείς οι Ρεθεμνιώτες. Κομψευόμενοι νεαροί και κομψευόμενες νέες έκαναν την εμφάνισή τους σ’ αυτό, επιδεικνύοντας οι δεύτερες τις τουαλέτες και τα κοσμήματά τους, τα ωραία χτενίσματά τους και ό,τι άλλο μπορούσε να προκαλέσει το άλλο φύλο και να… συζητηθεί. Τα καλοκαίρια η «βόλτα» γινότανε στη λεωφόρο Κουντουριώτη και στην παραλία, δρόμοι πιο ανοιχτοί και πιο αεράτοι και δροσεροί από την περίκλειστη από παντού Αρκαδίου, που, για τον λόγο αυτόν, προσφερόταν περισσότερο στις παγερές ημέρες του χειμώνα. 

Η Κουντουριώτου σήμερα

Στην Αρκαδίου η βόλτα το βράδυ- ειδικά αυτή της παραμονής της Πρωτοχρονιάς ή της Κυριακής των Απόκρεω- προσλάμβανε, θυμάμαι, γιορταστικό, πραγματικά πανηγυρικό χαρακτήρα. Αυτές ήταν οι μοναδικές, ίσως, νύχτες του χρόνου που, χωρίς εξαίρεση, όλοι σχεδόν οι Ρεθεμνιώτες, φορώντας τα «καλά» τους, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, μαζεύονταν στον δρόμο αυτόν να περπατήσουν όλοι μαζί, να κουβεντιάσουν και να αισθανθούν κοντά, να νιώσουν ο ένας την αναπνοή και την παρουσία του άλλου. σουλατσάριζαν, λοιπόν, πάνω- κάτω, καμιά φορά και «υπό βροχήν», με ανοιχτές τις ομπρέλες, ξεφλουδίζοντας σποράκια ή βάζοντας στο δόντι κανέν’ αράπικο φιστίκι, στραγάλια ή σταφίδες από το πασατεμπάδικο του Γιάννη του Σιμιτζή, απέναντι από τη Λότζια, που, τότε, στέγαζε το αρχαιολογικό Μουσείο του Ρεθύμνου. Ταυτόχρονα, μουζίκες, σερπαντίνες, κομφετί, χαρτοπόλεμος, δημιουργούσαν, ανάλογα με τη γιορτή, έν’ αληθινό πανδαιμόνιο.

Σύγχρονη Αρκαδίου (2007- Ανατολικά)

Στις ώρες αυτές που διαρκούσε το ανθρώπινο πανηγύρι η Αρκαδίου- από το Καμαράκι ίσαμε και τη διασταύρωσή της με τη σημερινή Ιουλίας Πετυχάκη- βρισκόταν στις πιο μεγάλες της δόξες. Σ’ όλη τη διάρκεια του σουλάτσου, που δρόμος και πεζοδρόμια αργοσέρνονταν σαν ένα μακρύ ανθρώπινο φίδι από τη μια μεριά στην άλλη, βρίσκανε την ευκαιρία κι οι έμποροι να κάνουν επίδειξη των εμπορευμάτων τους και να τραβήξουν πελατεία για την επόμενη μέρα. υφάσματα, ρούχα, δερμάτινα είδη, τσάντες, υποδήματα εκθέτονταν όλα σε κοινή θέα των Ρεθεμνιωτών, που αργόσχολα σουλατσάριζαν και δεν το ’χαν για τίποτε, κάθε λίγο, να σταματούν και λιγάκι- προκειμένου να δώσουν και καιρό για ξεκούραση στα πόδια τους, που ’βγαζαν φούσκες από το πολύωρο περπάτημα- και μαζί να παρακολουθούν και τις εντυπωσιακές βιτρίνες. Φωταγωγούσαν, λοιπόν, οι έμποροι μέσα κι έξω τα καταστήματά τους και δημιουργούσαν χάμω, στο δάπεδο, μικρούς εκθεσιακούς χώρους, ξετυλίγοντας τα τόπια με τα πολύχρωμα υφάσματα και απλώνοντάς τα με γούστο και χάρη πάνω στο δάπεδο σε μορφή τεχνητών πυραμίδων και σε διάφορους εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Και το θέαμα, ορισμένες φορές, γινόταν πραγματικά εντυπωσιακό! Δεν ξεχνώ, σ’ αυτόν τον ίδιο δρόμο, την Αρκαδίου, τις βιτρίνες που έφτιαξε, κάποιες χρονιές, στο παπουτσάδικό του ο Χάρης ο Κουγιτάκης, που αυτές πια έτρεχαν και τη μέρα οι Ρεθεμνιώτες, για να τις αποθαυμάσουν.

  Οπωσδήποτε, η Αρκαδίου είχε και πιο ομορφοκτισμένα, νοικοκυρεμένα και γουστόζικα σπίτια απ’ ό,τι η «Μικρή Αγορά», καμωμένα, όλα- βενετσιάνικα ορισμένα- με μια πρωτογενή αρχοντιά και παραμυθένια χάρη, ακόμα και τα τούρκικα, μ’ όλην εκείνη τη στοχαστική απλότητα, που ξέρει να ζεσταίνει και ν’ αρωματίζει την καρδιά και τα αισθήματα του ανθρώπου και δείχνει πως πραγματικά τα σέβονταν και τα πονούσαν όλοι αυτοί που τα ’κτισαν και κάθονταν μέσα στον καιρό τους και στις δόξες τους, οι μεγαλουσιάνοι, τα διάφορα αρχοντόσογα, οι τρανοί και δοξασμένοι αυτής της πολιτείας. Κι έβλεπες που και που ν’ αργοπερνά από δίπλα σου και κανένα μισοερειπωμένο κιόσκι, θλιβερό κι αυτό απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, με σκουριασμένα σιδερόπλεχτα μικρά παραθυράκια, που σου χασκογελούσανε περιπαίζοντας το αδιάφορο πέρασμα του χρόνου και του πολιτισμού. Κι οι γλάστρες με τις βιγκόνιες, τις μπουκαμβίλιες και τα βασιλικά να σκορπούν ένα γύρο στις εσωτερικές «κρυμμένες αυλές» και τις ταράτσες των σπιτικών την ομορφιά πολύχρωμων ανθέων, αναρριχώμενης πρασινάδας και δέντρων σε μια σπάνια ποικιλία χρωμάτων κι ευωδιών. Κι ήταν κάθε μια απ’ αυτές τις κρυμμένες (πίσω από πανύψηλους τείχους) αυλές της Αρκαδίου, αλλά κι άλλων δρόμων του παλιού Ρεθέμνους, στον καιρό τους, ένα κομμάτι από τον παράδεισο. φοίνικες, λεμονιές, πορτοκαλιές, ωδικά πτηνά, μέλισσες περιέτρεχαν στη λουλουδένια ομορφιά και βομβούσαν ήρεμα στον αέρα, τονίζοντας θείες, ουράνιες αρμονίες, ενώ πεταλούδες με τις εκτυφλωτικά πορτοκαλιές ανταύγειές τους κυριολεκτικά πνίγονταν στην ευωδιά ηδύπνοων άσπρων κρίνων, γιασεμιών και χίλιων άλλων μυριστικών. Το πάλαι ποτέ μικρό «Ρεθυμνάκι», μ’ όλα τα παραπάνω, έδειχνε ένα μείγμα Δύσης κι Ανατολής, πόλης κι επαρχίας, που άλλοτε κοίταζε στοχαστικά προς τα μπρος και άλλοτε προβληματισμένο γύριζε προς τα πίσω.

 Νιώθω απεριόριστη αγάπη, στοργή και σεβασμό προς τον παλιό καλό τεχνίτη, τον μάστορη, με την προαιώνια παράδοση, που συνεχίζει το έργο των προγόνων του και που δουλεύει «ψυχή τε και πνεύματι», για να δημιουργήσει μια σειρά μοναδικές, αξεπέραστες δημιουργίες, σε μια ζωή πνευματικά ανευνούχιστη, αφοσιωμένος με πίστη και κατάνυξη στην υψηλή αποστολή του. Όπως εύστοχα παρατηρεί κι ο Παντελής Πρεβελάκης[1], «κείνος που ξαστοχά τις τέχνες και τις συνήθειες της περασμένης ζωής, ξαστοχά την ίδια τη ζωή, πούναι καμωμένη από τον αγώνα των ανθρώπων και τα μεράκια τους. Η ιστορία που γράφουν τα χαρτιά να τη διαβάζουν στα σκολειά είναι ένα τίποτα μπροστά στον καθημερινό ίδρο που χύσαν οι άνθρωποι πάνω στα σύνεργα και στα υλικά της δουλειάς τους, για να γεμίσουν τον κόσμο πλούτη κι ομορφάδες». Θεωρώ για τούτο αξιοθαύμαστα τα κατορθώματα της παλιάς μαστορικής, μολονότι κι εκεί η τυποποίηση που ευτελίζει τις σύγχρονες δημιουργίες δεν είναι, πάντοτε, ένα εντελώς άγνωστο φαινόμενο. 

Σύγχρονη Αρκαδίου (2007- Βόρεια)

  Η ονομασία, λοιπόν, της Αρκαδίου ως «Μεγάλης Αγοράς» οφείλεται, νομίζω, όχι τόσο στην κίνησή της, που, σαφώς, πάντα, ήταν πολύ μικρότερη αυτής της «Μικρής Αγοράς», σημερινής οδού Εθνικής Αντιστάσεως, αλλά στο μήκος του δρόμου που τη φιλοξενεί και στο πλήθος και τον πλούτο των καταστημάτων της και των νοικοκυριών της. Και αυτό, να σημειώσουμε, από τα μέσα του 18ου αι., επί Τουρκοκρατίας, όταν δημιουργήθηκε η βορειοανατολική σειρά οικοδομημάτων της Αρκαδίου, αποτελούμενη από τρία οικοδομικά τετράγωνα σε παράταξη. Η Αρκαδίου, από τον καιρό εκείνο άρχισε να υφίσταται ως δρόμος- γιατί πιο πριν, στη Βενετοκρατία, ήταν απλά ο αδιαμόρφωτος Δρόμος τη Άμμου. Από τότε η Αρκαδίου, μαζί με το «Μακρύ Στενό» (το Ουζούν Γιολ των Τούρκων), έγινε ο μακρύτερος δρόμος της πόλης μου. Μάλιστα, αυτό το τελευταίο, το Μακρύ Στενό, κόβει την παλιά πόλη κατάστηθα στα δυο, από τα παλιά τουρκικά μεζάρια- όπου η γης χορτασμένη από πλήθος τούρκικα κουφάρια θεριεύει σήμερα τα θεόρατα δέντρα και τις πρασινάδες του Δημοτικού μας Κήπου- μέχρι της νότιες παρυφές του κάστρου της Φορτέτζας. Στον δρόμο αυτόν, στο Ουζούν Γιολ, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, περίσσευε το τουρκικό στοιχείο, το φέσι, ο φερετζές κι η μαντίλα, στοιχεία που προσδιόριζαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που αντιστοιχούσαν στην αγροτική, θεοκρατική κοινωνία πριν από τον Kεμάλ.

Η Αρκαδίου επί Κρητικής Πολιτείας (περί το 1900)

Όσο προχωρείς στους δρόμους αυτούς και τα λοιπά στενοσόκακα της παλιάς πόλης, νιώθεις βαθιά μέσα σου πως περπατάς σε μια μεσαιωνική πολιτεία, κουρασμένη από τους χρόνους, μουντή, θλιμμένη, αποκαρωμένη, βυθισμένη στη βαθιά σιωπή του παρελθόντος. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια πολιτεία που δεν έριξε τα αγέρωχα τείχη της και παραμένει μια όμορφη νησίδα αυθεντικής μεσαιωνικής αισθητικής, που δεν άφησε τίποτα ν’ αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της, που δεν έκανε και πολλά βήματα προς την εποχή μας, μη ποθώντας τίποτε από τον πολιτισμό μας και  την πολυάσχολη ταραχή του.

 


[1] Παντελή Πρεβελάκη, Το Χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1980, 131.