ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ



                    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ

«Χριστός γεννάται σήμερον
Δεύτε και ημείς υμνήσωμεν μετά των Αγγέλων,
γονυπετήσωμεν μετά των ποιμένων,
οδοιπορήσωμεν μετά των μάγων.
Ευπρεπίσωμεν την καρδίαν εις φάτνην
Τού Νέου Παιδίου, τού προ αιώνων Θεού,
Τού κλίναντος τους Ουρανούς
εν τη ενανθρωπήσει αυτού».


Αγαπητοί φίλοι,
Ευχόμαστε σε όλους και στον καθένα σας χωριστά
προσωπική και οικογενειακή
υγεία, ευτυχία και χαρά,
το δε Νέο Έτος 2015
ευτυχισμένο και δημιουργικό.

ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ - 370 ΜΝΗΜΕΙΑΚΑ ΚΕΝΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ



ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ


370 ΜΝΗΜΕΙΑΚΑ ΚΕΝΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
[Εκδόση: Συλλόγου Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου, Εκτύπωση: Γραφοτεχνικής Κρήτης Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 2014, σχ. 8ο (23,5Χ16), σσ. 313]

                 ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                         http://ret-anadromes.blogspot.com

Ο φίλος Σχολικός Σύμβουλος κ. Χάρης Στρατιδάκης είναι γνωστός στην πόλη μας από το πλήθος των μελετών και των δεκάδων βιβλίων του, που αναφέρονται σε θέματα παιδαγωγικά, λαογραφικά και, κυρίως, Τοπικής Ιστορίας. Άνθρωπος με βαθιά γνώση τού τόπου και τού αντικειμένου ήδη από το έτος 1985, όταν άρχισε, το πρώτον, να συγγράφει, με τη σύζυγό του Αλκμήνη Μαλαγάρη, τον κλασικό, πλέον, για το Ρέθυμνο, «Οδηγό για την πόλη και τα περίχωρα», συνεχίζει και σήμερα το σημαντικό έργο του με μελέτες «ειδικότερες» για το Ρέθυμνο και την ιστορία του, όπως, για παράδειγμα, το προηγούμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Ρέθυμνο και Θάλασσα, Μια ιστορική σχέση». Στο ίδιο μήκος κινείται, θεωρώ, και η συνέχειά του, το παρόν βιβλίο, που υπεισέρχεται, πλέον, βαθύτερα, και στα ηπειρωτικά τής πόλης μας και του νομού μας και είδε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας με τον ηχηρό και βαρύγδουπο τίτλο: «370 Μνημειακά Κενά στην ιστορική Τοπογραφία τού Ρεθύμνου».
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προσπάθεια ουσιαστικής ανάδειξης και παρότρυνσης προς σωτηρία τού εναπομένοντος μνημειακού πλούτου τού τόπου μας, επιχειρώντας μίαν, οπωσδήποτε, πραγματική και ενδιαφέρουσα «αποκάλυψη» των μνημείων τού Ρεθύμνου που δεν είχαν την τύχη να επιζήσουν και, κάποια, μάλιστα, από αυτά, και να αφήσουν, έστω, ορισμένα ίχνη τής ιστορικής παρουσίας τους στον τόπο μας. Με την εκτενή παράθεση στοιχείων τεκμηρίωσης και πλούσιου εικονογραφικού υλικού για τριακόσια εβδομήντα μνημεία τού παλιού Ρεθύμνου, το βιβλίο αυτό συμβάλλει ουσιαστικά σε μια βαθύτερη, αφενός, γνωριμία των Ρεθυμνιωτών με τον τόπο τους και στην ευαισθητοποίησή τους, αφετέρου, στο σοβαρό θέμα τής προστασίας των μνημείων και της αποτροπής φαινομένων καταστροφής αυτών, που συνεχίζουν να παρατηρούνται και στις μέρες μας με αμείωτο, δυστυχώς, ρυθμό, είτε από απροσεξία, είτε από ασυγχώρητη άγνοια τής ιστορίας τού μνημείου και του τόπου γενικότερα.
Το βιβλίο αναφέρεται, βασικά, στα κατεστραμμένα μνημεία τής παλιάς πόλης τού Ρεθύμνου, επεκτείνεται, σε μικρότερο βαθμό, και σε εκείνα τής νέας (που έχει σήμερα εκταθεί από τα Μισίρια και τον Πλατανιά, ανατολικά, μέχρι και το Ατσιπόπουλο, στις δυτικές παρυφές τής πόλης τού Ρεθύμνου), ενώ «πιάνει», ακροθιγώς, και κάποιες καταστροφές μνημείων τής ρεθυμνιώτικης υπαίθρου, χωρίς να παραλείπει- προς διευκόλυνση, όταν χρειάζεται, μιας «εκ παραλλήλου» μελέτης- και ορισμένα μνημεία άλλων περιοχών τής Κρήτης.
Ο συγγραφέας επισημαίνει εξ αρχής ότι το βιβλίο του έχει ως θέμα του τις καταστροφές και όχι τις μετατροπές χρήσης των μνημείων- που είναι λογικό να συνέβαιναν τόσο κατά το παρελθόν όσο και στο παρόν- και τούτο εφόσον συνέχιζαν και μετά την εξαλλαγή τής χρήσης τους να σέβονται και να συντηρούν και διατηρούν την αρχιτεκτονική, το «στιλ» και τη στατικότητα τού μνημείου. Αυτό που «πονάει» και προβληματίζει στην περίπτωση αυτήν είναι οι καταστροφές είτε εκ των λόγων που σημειώσαμε αμέσως παραπάνω (άγνοιας και αναιτιολόγητης απροσεξίας) είτε προς  εξυπηρέτηση κάποιων μικροσυμφερόντων και στο πνεύμα μιας ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης του χώρου που τα μνημεία αυτά καταλαμβάνουν.
 Αρχικά μού δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι από το βιβλίο αυτό επιβαλλόταν μια προσπάθεια χαρακτηρισμού τού κάθε «παλιού» ως «μνημείου», που, όμως, στη συνέχεια, την αναίρεσα με κάποιες διασαφήσεις τού συγγραφέα, όπως αυτήν τής σελίδας 15, όπου, επί λέξει, σημειώνεται ότι «το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται σε «μικροκαταστροφές», οι οποίες αν συνέβαιναν αλλού θα μπορούσαν να αποτιμηθούν ως μεγαλύτερες, όπως για παράδειγμα τής παραγκούπολης μεταπολεμικά στο νοτιοδυτικό μέρος τού Δημοτικού Οικοπέδου (χώρου στάθμευσης σήμερα), που κατεδαφίστηκε το έτος 1957 και αποτελούσε ένα μνημείο τής κατοχικής και μετακατοχικής ένδειας». Γιατί, πραγματικά, όλοι εμείς, οι κάποιας ηλικίας, που το διατηρούμε στη μνήμη μας, το… «μνημείο» αυτό δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτε άλλο από μια «βρομιά» σκουριασμένων λαμαρινών στο κέντρο τής πόλης τού Ρεθύμνου. Θα πρέπει, γι’ αυτό, φρονούμε, να γίνει διαχωρισμός των πραγματικών μνημείων τέχνης και πολιτισμού, ώστε η προσπάθειά μας για τη διάσωσή τους να αξίζει πραγματικά και να είναι καθολική, σύντονη και δυναμική.
 Το βιβλίο αποτελεί υπόδειγμα δομής, πλούτου, ποιότητας και πληρότητας περιεχομένου. δεν είναι ένας απλός «κατάλογος» των χαμένων μνημείων τού Ρεθύμνου, αλλά συνοδεύεται και από κεφάλαια σημαντικά για την έννοια τού μνημείου και την ιστορική του εξέλιξη, για τις καταστροφές των μνημείων στην ύπαιθρο τού Ρεθύμνου και στην Κρήτη γενικότερα, καθώς και από «Χρονολόγια» μεγάλων καταστροφών μνημείων τής ρεθεμνιώτικης υπαίθρου και της Κρήτης γενικότερα, όπως και από «Χρονολόγια» φυσικών καταστροφών τού Ρεθύμνου. Δεν αποφεύγει, τέλος, να αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο και για τις ανθρωπογενείς καταστροφές στο Ρέθυμνο (από εμπόλεμες, κυρίως, καταστάσεις), ένα τεράστιο διαχρονικό πρόβλημα των λαών τής ανθρωπότητας και των πολιτισμών τής υφηλίου. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό- μια που μιλάμε για τη σωτηρία και διάσωση των μνημείων και του πολιτισμού τού οποίου αυτά είναι φορείς- δεν μπορώ λέγω να μην υπενθυμίσω, όλως παρενθετικά, στο κεφάλαιο αυτό των εμπόλεμων καταστροφών την αποτρόπαιη καταστροφή που συντελέστηκε στο μεγαλύτερο μνημείο που έχει να επιδείξει η πολιτισμένη  ανθρωπότητα, στην Ακρόπολη των Αθηνών και μάλιστα από στρατό που ήθελε να ονομάζεται χριστιανικός και πολιστισμένος, αυτόν του στόλαρχου των ενετικών ναυτικών δυνάμεων Φραντσέσκο Μοροζίνη. Και το χειρότερο όλων, που, όπως αναφέρουν κάποιες πηγές, ο κρότος των τινασσομένων Ιερών Μαρμάρων τού Παρθενώνα και ή κόλαση τής καταστροφής που συνέβαινε στην Ακρόπολη στα μάτια των στρατιωτών τού Μοροζίνη γέννησε τόσον ενθουσιασμό μεταξύ τους, ώστε αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν για το ανέλπιδο…. κατόρθωμα τους, φωνάζοντας: "Ζήτω ή δημοκρατία μας»!
 Το βιβλίο τού κ. Στρατιδάκη αναφέρεται, περαιτέρω, και στις απώλειες Γραπτών Μνημείων- μιαν άλλη παράμετρο τής έννοιας τού μνημείου- που, όμως, ουσιαστικά, αυτή η τελευταία, δεν αφορά στο σκοπούμενο και στις επιδιώξεις τού παρουσιαζόμενου βιβλίου. Τελευταίο κεφάλαιο, όχι μικρής, πάντως, σημασίας, αποτελεί και αυτό με τον τίτλο: «Απομνημειοποιήσεις», που αναφέρεται στις κακοποιήσεις και παραποιήσεις μνημείων, που συντελούν στην αφαίρεση χαρακτηριστικών στοιχείων που τόνιζαν, πριν, τον μνημειακό τους χαρακτήρα και στο σημείο αυτό ανήκουν και οι συχνότατες αλλαγές ονομάτων, κάτι που και εμείς επανειλημμένα το έχουμε επαναλάβει στις τοπωνυμικές έρευνές μας ότι με τις αλλαγές, συνήθως, τοπωνυμίων περιφρονείται και αλλοιώνεται σοβαρά ένα μέρος τής Τοπικής μας Ιστορίας, τα δε συνδεόμενα προς αυτά τα τοπωνύμια ιστορικά ζητήματα αγνοούνται και παραμερίζονται παντελώς.
 το τέλος, πολύ χρήσιμα καθίστανται το «Παράρτημα» με τα Χαμένα κατά ιστορικές περιόδους Μνημεία και τα λεπτομερέστατα «Ευρετήρια».  
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο συγγραφέα και συντελεστή τού λαμπρού αυτού επιτεύγματος Χάρη Στρατιδάκη. Πρόκειται, τωόντι, για ένα έργο σημαντικό, απόρροια των συστηματικών ερευνών τού συγγραφέα στον χώρο τής Κρητολογίας και όχι μόνον. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στον τόπο είναι, νομίζουμε, αυτή που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα τής ψυχής του και ενθαρρύνει την ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης τού καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και καταξίωση ενός τόπου.   
   

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ - Τ Ο Α Τ Σ Ι Π Ο Π Ο Υ Λ Ο





ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ

Τ Ο   Α Τ Σ Ι Π Ο Π Ο Υ Λ Ο
 Ιστορία Οικονομία, Πολιτισμός
[Έκδοση «Γραφοτεχνικής Κρήτης», Ρέθυμνο 2014, σχ. 4ο (28 Χ 21), σσ. 448]

            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            www.ret-anadromes.blogspot.com

        Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον τόπο την καταγραφή τής ιστορίας τού κάθε χωριού χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι κάθε φορά άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα χωριά μας, μικρά και μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση τής ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό ερωτικής αγάπης και βαθιάς νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων τού τόπου καταγωγής.
         Και ως τέτοιο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και το βιβλίο «Το Ατσιπόπουλο, Ιστορία Οικονομία, Πολιτισμός» τού κ. Γεωργίου Εμμ. Περπιράκη, που παρουσιάζουμε σήμερα με το παρόν σημείωμά μας, γιατί πληροί, νομίζουμε, όλα τα στοιχεία τής παρόρμησης αυτής, του πόθου και της αγαπητικής προς τον τόπο προσκόλλησης, στον οποίο ο συγγραφέας γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα με την οικογένειά του. Και στη εργασία του αυτήν, που, εμφανώς, έγινε με πολύ κέφι και μεράκι, συνεισέφεραν εθελοντικά (με πληροφορίες και παροχή αρχειακού υλικού και φωτογραφιών) πολλοί κάτοικοι τού χωριού, άνδρες και γυναίκες, αλλά και εξέχοντες Ατσιπουλιανοί, που κοινό παρονομαστή έχουν, όλοι τους, την αδιαμφισβήτητη προς το χωριό τους αγάπη.
Έτσι, θεωρούμε εξαιρετικά κατατοπιστικό, ουσιώδες και περιεκτικό το «προλογικό» στην ιστορία τού Ατσιπόπουλου, σημείωμα από τον Ατσιπουλιανό δρα. κ. Ελευθέριο Σκανδάλη, ένα κόσμημα λόγου, που εμπνέεται από αγνή για τον τόπο και την πατρίδα, γενικότερα, αγάπη. Του κ. Σκανδάλη, επίσης, οι καίριες- καθ’ ομολογία τού ίδιου τού συγγραφέα- υποδείξεις και πληροφορίες βοήθησαν σημαντικά στη συγγραφή τού όλου πονήματος. Παρόμοια, καίρια και καταλυτική υπήρξε η συμβολή και των Ατσιπουλιανών στρατηγού κ. Νικολάου Σαμψών και καθηγητή κ. Στάθη Γαγάνη, που, χωρίς τη βοήθεια και το πάθος τού πρώτου για το Ατσιπόπουλο, το βιβλίο αυτό- σημειώνει κατηγορηματικά ο συγγραφέας- δεν θα γνώριζε το φως τής δημοσιότητας, ενώ η βοήθεια τού δευτέρου στην έρευνα και φωτογράφηση των αρχειακών πηγών, καθώς και σε όλα τα στάδια, γενικότερα, εκτύπωσης τού βιβλίου υπήρξε πλήρης και διεξοδική.    
Στο βιβλίο, έργο ωριμότητας τού συγγραφέα, το μεγαλύτερο βάρος «ρίπτεται» στην ιστορική τού χωριού παρουσία στον χρόνο, για την οποία χρόνια, τώρα, ο συγγραφέας συγκέντρωνε στοιχεία και διατηρούσε άσβηστες στο μυαλό του τις παιδικές αναμνήσεις. Η ιστορία τού χωριού εξιχνιάζεται και ιχνηλατείται λεπτομερώς και κατά μήκος όλων των ιστορικών περιόδων που παρουσιάζουν ιστορικά ντοκουμέντα και αυτές είναι, βέβαια, κυρίως η Βενετοκρατία (1211- 1669) [χρήσιμες εδώ οι νοταριακές πράξεις ποικίλων δικαιοπραξιών κατοίκων τής περιοχής από τις γνωστές εκδόσεις των Ενετών νοταρίων τού φίλου ιστορικού Γιάννη Γρυντάκη], η Τουρκοκρατία (1669- 1898) με δημοσίευση και εδώ όλων των αφορώντων στο «βασιλικό χωριό Ατσιπόπουλο» από τα Έγγραφα των Ιεροδικείων Ηρακλείου και Ρεθύμνου, ενώ χρήσιμοι, στην περίοδο αυτήν, αποδεικνύονται στον συγγραφέα και οι Πίνακες που αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τού χωριού από το Οθωμανικό Κτηματολόγιο των Eυαγγ. Μπαλτά και Μ. Oguz. Στην περίοδο αυτήν, να σημειωθεί, γίνεται ειδική αναφορά και στο ιστορικό λάβαρο τού Ατσιπόπουλου τής επανάστασης τού 1821.
Χαρακτηριστική, στο κεφάλαιο αυτό, η μέθοδος καταγραφής τής Ιστορίας από τον κ. Περπιράκη. δίνει, δηλαδή, ως βάση, το συνολικό ιστορικό πλαίσιο τής κάθε ιστορικής περιόδου- συχνά, μάλιστα, πολύ αναλυτικά- και, στη συνέχεια, «εστιάζει»- θα έλεγα «βιωματικά»- στα γεγονότα που αφορούν ειδικότερα στο Ατσιπόπουλο, με αποτέλεσμα το βιβλίο να καθίσταται ένα ενδιαφέρον εγχειρίδιο Κρητικής Ιστορίας γενικότερα, μέσα από μια αλληλοσυμπληρούμενη Γενικής και Τοπικής ιστορίας γραφή. Γενικό συμπέρασμα από την ανάγνωση των εν λόγω σελίδων τού βιβλίου η αντικειμενικότητα, αφενός, με την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει τα γεγονότα, αμφίπλευρα, τις βαρβαρότητες και τις ωμότητες τού εκάστοτε κατακτητή γυμνές και πεντακάθαρες, αλλά και ο φλογερός, αφετέρου, πατριωτισμός που διακατείχε πάντοτε, σε κάθε εποχή, τους Ατσιπουλιανούς και η πλούσια συνεισφορά τους σε αίμα και έμψυχο υλικό σε όλους ανεξαιρέτως τους εθνικούς απελευθερωτικούς και αμυντικούς αγώνες.
Ειδικότερα κεφάλαια τής ιστορικής ανασκόπησης- με ειδικό βάρος τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον τόπο- είναι τα σχετικά με την Κρητική Πολιτεία (1898- 1913), τη ρωσική κατοχή, την επανάσταση τού Θερίσου (20/3/1905) και τη Μάχη τού Ατσιπόπουλου (1/8/1905), καθώς και τα αναφερόμενα στις ιδιαζόντως στενές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Ατσιπόπουλου. Ειδικό, επίσης, ενδιαφέρον διακρίνουμε, περαιτέρω, και στα κεφάλαια τα σχετικά με τα Νεότερα Χρόνια (1913 μέχρι σήμερα) της ελευθερίας τής Μεγαλονήσου, όπου τα υπάρχοντα στοιχεία (έγγραφα που απεικονίζουν τη γενναιόδωρη Ατσιπουλιανών οπλαρχηγών και εθελοντικών Ομάδων δράση στους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασία, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τού 1940 και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) προσκομίζουν και αρθρώνουν επαρκή και αξιομνημόνευτο ιστορικό λόγο. Τα έγγραφα και την έρευνα τού συγγραφέα στον χώρο αυτόν επεξηγούν και συμπληρώνουν αποτελεσματικά δεκάδες φωτογραφίες πολεμιστών και οπλαρχηγών, που ανασταίνουν μέσα μας μορφές ξεθωριασμένες από τον χρόνο και συντηρούν στη θύμηση μνήμες συγκινητικές από τον χώρο των απελευθερωτικών τού Έθνους αγώνων.      
Στο βιβλίο, επίσης, μελετώνται επιμελώς και θέματα απτόμενα τού πολιτισμικού χάρτη τού χωριού, του φυσικού περιβάλλοντος και των βασικών γεωργικών προϊόντων (χαρουπιών και βελανιδιών), της τοπικής αυτοδιοίκησης (διατελέσαντες πρόεδροι κ.λπ) και της τοπικής εκκλησίας (ναοί και εφημέριοι, θεσμός πατριαρχικής εξαρχίας), της εκπαίδευσης στο Ατσιπόπουλο σε όλες τής ιστορικές περιόδους (διατελέσαντες δάσκαλοι), της μετανάστευσης, των Συλλόγων και των Σωματείων που ιδρύθηκαν στο χωριό (Σκοπευτικός, Πολιτιστικός Σύλλογος, Ποδοσφαιρικός και Αθλητικός Όμιλος), των ατσιπουλιανών αθλητών, επαγγελματιών και επιχειρηματιών τού Ρεθύμνου, καθώς και των ανθρώπων τού χωριού και των εν γένει δραστηριοτήτων αυτών. Και είναι γεγονός, στο σημείο αυτό, ότι διατηρώ δυνατή προσωπική ανάμνηση τής επαγγελματικής αυτής και επιχειρηματικής δράσης των Ατσιπουλιανών στο Ρέθυμνο τής δεκαετίας τού πενήντα, όταν, ακόμα, ήμουν μικρό παιδί. Όλη η Μεγάλη Πόρτα (σημερινή οδός Εθνικής Αντιστάσεως), η γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, κυριολεκτικά έσφυζε από την επιχειρηματική και επαγγελματική δραστηριότητα Ατσιπουλιανών εμπόρων. Γειτονές μου οι Τζελήσηδες (και, μάλιστα, ο αείμνηστος ο Γιάννης, ο αρτοποιός, που με υπεραγάπα και από τον οποίο αγόραζα καθημερινά το αγαπημένο μου «αρτουλάκι»), οι Σαμψών, οι Περπιράκηδες, οι Γαγάνηδες, οι Βλαστοί, οι Λιανδρήδες.       
Και το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα τοπωνύμια τού χωριού. Ο Γιώργος Περπιράκης έχει, ομολογουμένως, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τοπωνυμική καταγραφή 277 τοπωνυμίων, που καλύπτουν το σύνολο τού οικισμού. Τα τοπωνύμια παρατίθενται αλφαβητικά και στην αιτιατική πτώση, όπως ακριβώς ακούγονται στη γλώσσα τού απλού λαού (στην Αγιά Μαρίνα, στο(ν) Τζίγκουνα, στη Τζιανανή κ.λπ.), ενώ, περαιτέρω, καταβάλλεται και μια σοβαρή προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισής τους.
Η εργασία τού φίλου Γιώργου Περπιράκη για το χωριό του είναι σοβαρή και τεκμηριωμένη. Ο συγγραφέας ανέτρεξε σε πρωτογενείς, άγνωστες αρχειακές συλλογές και χρησιμοποίησε την ενδεδειγμένη για την κάθε περίπτωση βιβλιογραφία. Κατέγραψε μαρτυρίες, τις οποίες διασταύρωσε, επιβεβαίωσε και ταυτοποίησε, επισκέφθηκε μουσεία και βιβλιοθήκες, έστειλε δεκάδες επιστολές σε φορείς και ιδιώτες, ξαναπερπάτησε τα βουνά τού χωριού του, τους λόφους, τα διάσελα, τις ρεματιές και τα φαράγγια, ανακάλεσε στη μνήμη του αναμνήσεις και αφηγήσεις που είχε ακούσει ως μικρό παιδί από παλιούς Ατσιπουλιανούς, και με όλα αυτά το αποτέλεσμα τής έρευνάς του υπήρξε, μπορώ να πω, μια, τωόντι, εκπληκτική, ογκωδέστατη (480 σελίδων) δουλειά, με πληρότητα και εκδοτική καλλιέπεια.
Πιστεύουμε ότι ο εκλεκτός και δημιουργικά ανήσυχος  συγγραφέας τού παρόντος έργου, κ. Γεώργιος Εμμ. Περπιράκης επιτέλεσε το καθήκον του στο ακέραιο. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στους συγχωριανούς του είναι εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειες του και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Είναι, γι’ αυτό, άξιος τού «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας για τη μεγάλη αυτήν προσφορά του στον τόπο που τον γέννησε και για πρώτη φορά αντίκρισε το φως τής ζωής. Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δε χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού. Και αν η πραγματική πατρίδα τού κάθε ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια, τότε με το βιβλίο αυτό όλοι οι Ατσιπουλιανοί σήμερα επιστρέφουν ξανά στις ρίζες τους, επιστρέφουν ξανά στη μικρή τους πατρίδα, στο πολυαγαπημένο τους χωριό, το Ατσιπόπουλο.              

ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΟΥΚΑΝΟΥ - N O T I E Σ Θ Α Λ Α Σ Σ Ε Σ - σε ποίηση ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΡΗ



Ο Ποιητής Βασίλης Κουρής
       
   ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΟΥΚΑΝΟΥ

                    N O T I E Σ  Θ Α Λ Α Σ Σ Ε Σ   
                                                                             
                                                                                σε ποίηση

                                                        ΒΑΣΙΛΗ  ΚΟΥΡΗ 

      ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Σε προηγούμενη μελέτη μας στο ποιητικό έργο τού Βασίλη Α. Κουρή [Κρητική Επιθεώρηση 10/1/2013 και 11/1/2013 (2 συνέχειες)] είχαμε σημειώσει, χαρακτηριστικά, ότι ο ποιητής αυτός αποτελεί σπάνιο για την εποχή μας φαινόμενο πνευματικού δημιουργού, που κατόρθωσε με τρόπο εντυπωσιακό να αγγίξει τις κορυφές τής ελληνικής και οικουμενικής διανόησης, παρότι ο επίγειος βίος του υπήρξε εξαιρετικά σύντομος. Οι κρίσεις του σαφώς κατασταλαγμένες και ξεκάθαρες στρέφονται σε θέματα πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής φύσης, με κλειδί τη βαθιά θεολογική, φιλοσοφική, λογοτεχνική, ιστορική και κοινωνική του κατάρτιση. Και το εντυπωσιακότερο όλων, στην παραπάνω γενική μας αναφορά- προκειμένου να δώσουμε το στίγμα τού εν λόγω πνευματικού δημιουργού- είναι ότι αφορά σε έναν νέο είκοσι ενός, μόλις χρόνων (!), τριτοετή φοιτητή τής Νομικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχε φθάσει σε ένα τέτοιο για την ηλικία του θαυμαστό επίπεδο διανόησης, όταν ήλθε ο θάνατος αδυσώπητος- από εγκεφαλικό αιμάτωμα συνεπεία ανευρύσματος- να του αποκόψει το νήμα τής ζωής και να τον μεταφέρει τόσο πρόωρα στην αιωνιότητα. Ναι! ο Βασίλης Κουρής, παρότι ήταν εικοσιενός μόλις ετών, διέθετε έναν δυσανάλογο προς την ηλικία του πνευματικό εξοπλισμό, που θεωρώ ότι πρόκειται για μιαν από τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις στον χώρο τού επιστητού.
Από την εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής
Η ποίηση τού Β. Κουρή είναι τόσο δυνατή που συγκινεί, θέλγει και παντοιοτρόπως παρωθεί προς μελοποίηση και ανάδειξή της. Αυτό έγινε πρόσφατα, για δεύτερη φορά (μετά το συμφωνικό έργο "Ονειρογέννημα», από ομώνυμο έργο τού Β. Κουρή), με την κυκλοφορία, σε πρώτη εκτέλεση, ενός νέου μουσικού CD, με το, επίσης, συμφωνικό ποίημα «Νότιες Θάλασσες»- από ομώνυμο, και πάλι, ποιητικό έργο του Β. Κουρή- δημιουργία, όπως και το πρώτο, του γνωστού μουσικοσυνθέτη Γιώργου Βούκανου. Το έργο παρουσιάστηκε σε εκδήλωση- σεμνό αφιέρωμα στο ποιητικό έργο τού Βασίλη Κουρή στα 20 Χρόνια Μνήμης του (1993- 2013)- που έλαβε χώρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013, στην αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας. Στην εκδήλωση αυτήν η Καθηγήτρια τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου αναφέρθηκε αναλυτικά στο ποιητικό έργο τού Βασίλη Κουρή, ενώ την όλη εκδήλωση έκλεισε η μητέρα του ποιητή, κ. Κωστούλα Παράσχου- Κουρή, με μία συγκινητική αναφορά στην οικογένειά της και στο αείμνηστο μοναχοπαίδι της, τον Βασίλη.
Δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω την εκδήλωση αυτήν- συναυλία. Η μητέρα, όμως, του Ποιητή, αξιοσέβαστη δέσποινα κ. Κωστούλα Παράσχου- Κουρή- η οποία και συνέγραψε σπάνιο βιβλίο ήθους και ανθρωπιάς, εκχύλισμα όλο τής μητρικής στοργής και αφοσίωσής της στο τόσο πρόωρα χαμένο μοναχοπαίδι της- είχε την ευγενή καλοσύνη να μας αποστείλει το CD τής βραδιάς που πρόσφατα κυκλοφορήθηκε στο εμπόριο.
Το ακούσαμε προσεκτικά όχι μία αλλά πολλές φορές! Τα σπουδαία έργα απαιτούν προσεκτική και επίμονη μελέτη προς κατανόηση και ουσιαστική κατάκτησή τους. Πρόκειται, πραγματικά, για ένα έργο μαγευτικό, που σε καθηλώνει κυριολεκτικά, τόσο για τη δύναμη τής μελοποιημένης ποίησης τού Βασίλη Κουρή, όσο και για τη δύναμη τής μουσικής επένδυσης των στίχων από τον λαμπρό μουσικοσθυνθέτη Γ. Βούκανο. Η ποίηση τού Β. Κουρή καταξιώθηκε και αναδείχθηκε κατά τρόπο μοναδικό από τη μαγεία τής μουσικής τού Γ. Βούκανου. Μια ποίηση μεγαλοφυής, με βαθιές πνευματικές διαστάσεις, δύναμη λόγου και στοχασμού, χρειαζόταν, ασφαλώς, ένα εφάμιλλο ένδυμα προς προβολή και ανάδειξή της, που το βρήκε, ακριβώς, στις βαθιές πνευματικές ανησυχίες που χαρακτηρίζουν και τις μουσικές δημιουργίες τού Γ. Βούκανου. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε, «ιδίοις όμμασι», με την πρώτη, κιόλας, ματιά στο πλούσιο δισκογραφικό του έργο. Παραθέτουμε δειγματικά, για οικονομία χώρου, ορισμένα, μόνο, από τα μουσικά έργα τού Γ. Βούκανου:
1. "Οι άγγελοι του Αιγαίου" (1997, Μουσική τριλογία σε ποίηση Ι.Μ.Χατζηφώτη), 2. "Ουράνιοι Αντίλαλοι- Το Πέρασμα" (1998, Μουσικό οδοιπορικό στα Μοναστήρια της Ορθοδοξίας). 3. "Τα τραγούδια του Θεού" (1999, διπλό CD αφιερωμένο στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη), 4. "Αλτ!...Να τα Πούμε" (2000, με παραδοσιακά κάλαντα από όλη την Ελλάδα) 5. "Θαύμα Αιώνιον" (2001, Λειτουργικό δράμα, Τάκης Χρυσούλης) 6. "Ιωβηλαίον" (2002, σε ποίηση Δ. Ρουμπάνη /Ζωντανή Ηχογράφηση από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) 7. "Ονειρογέννημα» (σε ποίηση, επίσης, Bασίλη Κουρή) 8. «ΑΡΕΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΑ» (2004, 2η έκδοση σε ποίηση Δ. Ρουμπάνη /Ζωντανή Ηχογράφηση από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αποστολική Διακονία), 9. "Οραματισμοί- Ι. Καποδίστριας" (Αρχείο ΕΡΤ 2000, ποίηση Γ. Κισσούδη) 10. «Ο Ύμνος της Αγάπης - Αποστόλου Παύλου» (2005, Πνύκα)  κ.λπ.
Λοιποί- πέραν τού μουσικοσυνθέτη Γ. Βούκανου- συντελεστές τού παρουσιαζομένου συμφωνικού έργου υπήρξαν και οι κατωτέρω:
  Σενάριο: Μαίρη Βούκανου
                 Τραγούδι: Γεράσιμος Ανδρεάτος Κάτια Πάσχου σοπράνο
  Αφήγηση: Θάνος Χρόνης, Βανέσσα Γούπιου
                 Φιλική συμμετοχή: Άντα Αθανασοπούλο και Δημήτρης Παπαγεωργίου
  Πιάνο: Nevil Jason Fahy
  Συμμετέχει: η Χορωδία του Campion School
  (Διδασκαλία χορωδίας: Susan Norton)
  Melody Chamber Orchestra
Διεύθυνση ορχήστρας: Γιώργος Αραβίδης 
Υπό την αιγίδα του Δήμου Παπάγου και του Ιστορικού Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου "Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Διοργάνωση: Melody Spirit
 
Γεράσιμος Ανδρεάτος
 Παραθέτουμε στη συνέχεια δυο, μόνο, γενικές σκέψεις, βγαλμένες- όπως έχουμε ήδη επισημάνει- μέσα από την προσεκτική «ανάγνωση» τού εν λόγω CD. Έτσι, το σημαντικότατο για μας, στην περίπτωση αυτήν, είναι ότι στη μελοποίηση τής ποίησης τού Β. Κουρή από τον Γ. Βούκανο μπορέσαμε να διακρίνουμε την εκπληκτική ευστοχία και ευχέρεια τού συνθέτη στην επιλογή τού κατάλληλου μουσικού ύφους για την κάθε ποιητική δημιουργία, προκειμένου να επιτύχει και εκφράσει συγκεκριμένους συναισθηματικούς- επικοινωνιακούς στόχους με τον «αναγνώστη» τής μουσικής, σύμφωνους, κάθε φορά, προς την προθετικότητα τού Ποιητή και την ουσία του συνειδησιακού του βιώματος
Η υψίφωνος Κάτια Πάσχου
Οι επιλεγμένες, περαιτέρω, φωνές των τραγουδιστών και των μουσικών εκτελεστών εντυπωσιάζουν με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα και τη γενναιοδωρία και δροσερότητα των φωνών τους οι πρώτοι και τα πλούσια και εναλλασσόμενα χρωματικά ποικίλματα και μοτίβα οι δεύτεροι. Όλοι τους είχαν την ευκαιρία να αποτυπώσουν το πλήρες καλλιτεχνικό διαμέτρημά τους, χαρίζοντας στο φιλόμουσο κοινό μιαν ερμηνεία λαμπερή, ανάλαφρη, φωτεινή, ανεπιφύλακτα δυναμική και υπερδεξιοτεχνική, με εντυπωσιακή ευκρίνεια και καθαρότητα, ευέλικτες αρθρώσεις και πλαστικότητα ήχου, αποδεικνύοντας μεγάλη, ασφαλώς, επεξεργασία και εξοικείωση με την ποίηση τού Βασίλη Κουρή και τη μουσική τού Γ.Βούκανου. 
Το CD της εκδήλωσης
Σε όλους αξίζουν θερμά συγχαρητήρια ότι «έργον καλόν ειργάσαντο» στη μνήμη ενός άξιου εργάτη τού πνεύματος, ο οποίος «τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς, ενάρεστος γαρ τω Θεώ γενόμενος ηγαπήθη, και ζων μεταξύ αμαρτωλών μετετέθη. ηρπάγη μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού ή δόλος απατήση ψυχήν αυτού…» (Σοφ. Σολ. 4, 10- 14).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ Γ. ΣΥΡΙΑΝΟΓΛΟΥ - Μ ι α Α γ ά π η δ υ ο Θ ε ο ί




ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ Γ. ΣΥΡΙΑΝΟΓΛΟΥ 

     Μ ι α  Α γ ά π η

                          δ υ ο  Θ ε ο ί

[Εκδόσεις «Καλαϊτζάκη», Ρέθυμνο 2014, σχ. 8ο (20,5Χ14), σσ. 239]   

          ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Εάν ο καλός φίλος Παρασκευάς Συριανόγλου δεν μας το δήλωνε στον «Επίλογο» τού βιβλίου του, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσα, εγώ προσωπικά, να το πιστέψω ότι το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μου αυτό βιβλίο του είναι μια αληθινή ιστορία και όχι ένα καλοστημένο μυθιστόρημα, στο οποίο, μάλιστα, φαίνεται να περισσεύει ο μύθος και το ολότελα φανταστικό. Γιατί, πραγματικά, η ιστορία τής ηρωίδας τού έργου- με τον εξαιρετικά πρωτότυπο και απορηματικό τίτλο: «Μια Αγάπη δυο Θεοί»- Φωτεινής Τσακανίκα μοιάζει να είναι τόσο φανταστική και απίστευτη. Είναι δυνατόν, αλήθεια- διερωτάσαι σαν το διαβάσεις- να γεννήθηκε μια τόσο μεγάλη αγάπη, ένα τόσο αγνό και βαθύ ερωτικό συναίσθημα, ανάμεσα σε μια Ρωμιοπούλα και έναν Τούρκο αξιωματικό, στην καρδιά τής Τουρκίας και, μάλιστα, τη στιγμή εκείνη της φοβερής μικρασιατικής καταστροφής και αιματοχυσίας τού 1922;
Η όλη ιστορία εξελίσσεται αργά, πραγματικά σαν παραμύθι, χάρη στη δυναμική και ικανή λογοτεχνική γραφή τού συγγραφέα της Παρασκευά Γ. Συριανόγλου, σε μια γλώσσα κομψότατη και ευρηματική, με πλούσιο το αϊβαλιώτικο ιδίωμα και άφθονα στοιχεία θεατρικής οικονομίας. Μέσα από ένα πολυδαίδαλο σχήμα συναρπαστικής και καθηλωτικής αγωνίας και πολλών αλυσιδωτών εκπλήξεων και αιφνιδιασμών, προοδευτικά και μέσα από μια εκπληκτική διαδρομή ενθυμήσεων και συγκλονιστικών επεισοδίων και καταστάσεων, η ηρωίδα τού έργου, η όμορφη και ευγενική Ρωμιοπούλα, Φωτεινή, οδηγείται στην ανέλπιστη συζυγική και οικογενειακή ολοκλήρωσή της, στην αγκαλιά, ναι! στην αγκαλιά ενός Τούρκου αξιωματικού και της πλούσιας και αρχοντικής (ο πατέρας του ήταν καϊμακάμης) οικογένειάς του.
Η Φωτεινή, τη στιγμή εκείνη, σχεδόν, είχε αγγίξει και βιώσει τα όρια τού πιο άθλιου και ατιμωτικού θανάτου. Επέζησε, όμως, έχοντας ως όπλο της παντοδύναμο τη βαθιά πίστη και αγάπη της στον Θεό και τις όμορφες ελληνικές αξίες τής ψυχής της. Ο Τούρκος αξιωματικός Ονούρ, ο προσωπικός της σωτήρας, την περιμάζεψε και διέσωσε από χέρια βρόμικα Τούρκων στρατιωτών κατά την τρομερή εκείνη σφαγή του τρισάθλιου «ρεπούσιου… συνωστισμού», λίγο αφού οι Τούρκοι, μπροστά στα έντρομα παιδικά της μάτια, σκότωσαν την πολυγαπημένη της μητέρα και μόλις ένα βήμα πριν τον δικό της βιασμό.
Στη συνέχεια, η Φωτεινή, αφού πέρασε μέσα από μια αρκετά επώδυνη ερμαφρόδιτη και επαμφοτερίζουσα κατάσταση μιας «πουπουλένιας», θα τη λέγαμε, «αιχμαλωσίας» και ελευθερίας μαζί, ως υπηρέτριας στο αρχοντικό τού σωτήρα της Ονούρ, στο τέλος ήρθε η αγάπη . αγάπησαν ο ένας τον άλλο παράφορα και δημιούργησαν μαζί μιαν υπέροχη οικογένεια, φέρνοντας στον κόσμο τέσσερα υπέροχα παιδιά, που τα μεγάλωσαν και τα γαλούχησαν με τις αξίες τής ανθρωπιάς και της αγάπης.
Χαρακτηριστικό, περαιτέρω, στοιχείο τού παρουσιαζόμενου ιστορήματος είναι η αρμονική και υποδειγματική συνύπαρξη των μελών τής οικογένειας τού Ονούρ, στις σχέσεις τους τόσο μεταξύ τους όσο και προς τη Φωτεινή, και η μαεστρική ισορροπία και οι διακριτικές κινήσεις αμοιβαίας κατανόησης και ελευθερίας μέσα από τις οποίες διέρχεται και δοκιμάζεται  η αγάπη τού ετερόκλητου ζεύγους στο Μπαλικεσίρ, την τουρκική πόλη, στην οποία κατοικεί. Η ισορροπία αυτή, η κατανόηση και η αίσθηση ελευθερίας που εισπράττει η Φωτεινή τής αφήνουν πλούσια περιθώρια να διατηρεί μέσα της ελεύθερα τις ελληνικές αξίες και την βαθιά αγάπη και πίστη της στον Θεό, με τα οποία την είχε γαλουχήσει η μάνα της στο αγαπημένο της Αϊβαλί.
Και πού να διάβαινε, τη στιγμή εκείνη τού χαλασμού και τής καταστροφής, η δύσμοιρη Φωτεινή, ένα δεκαεξάχρονο, κατατρεγμένο, χωρίς μοίρα και άνθρωπο στον κόσμο, κοριτσάκι; Ασπάσθηκε, από ανάγκη, το Ισλάμ, με το νέο όνομά της «Σαφάκ», που στα τουρκικά, όπως και το χριστιανικό της όνομα, σημαίνει «φως», προκειμένου να επισημοποιήσει τη σχέση της με τον άνδρα τής ζωής της, τον Ονούρ, χωρίς όμως ποτέ, στην πραγματικότητα, να νιώσει μωαμεθανή, αφού, η Φωτεινή, ποτέ δεν στερήθηκε το φως τής ψυχής της, έχοντας σε αυτό την αγάπη και διακριτική κατανόηση και συγκατάθεση τού συζύγου της, Ονούρ. Παρέμεινε για πάντα, μέχρι το τέλος τής ζωής της, μια ομολογήτρια και πιστή χριστιανή, διατηρώντας το εικονοστάσι με τις οκτώ εικόνες και την πανέμορφη κανδήλα που δεν έσβηνε ποτέ, τα πολυτιμότερα πράγματα που θα άφηνε παρακαταθήκη μια μέρα στα παιδιά της.
Η ιστορία τού Ονούρ και τής Φωτεινής μάς προσφέρει απεριόριστα αισθήματα και μαθήματα ανθρώπινου μεγαλείου και ομορφιάς, διδάσκοντάς μας ότι η γλώσσα τής αγάπης είναι πανανθρώπινη και έχει τη δύναμη να διορθώνει και κατορθώνει τα πάντα!   
     Συγχαίρουμε και ευχαριστούμε θερμά τον συμπολίτη συγγραφέα τού εν λόγω ιστορήματος κ. Παρασκευά Γ. Συριανόγλου. Είναι άξιος τού «δικαίου επαίνου» αλλά και τής αγάπης όλων μας και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που αποτελεί μια, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για τον μικρασιατικό ελληνισμό. Έμαθε για την ηρωίδα του, τη Φωτεινή Τσακανίκα, από έναν καλό φίλο τής γείτονος χώρας και ταξίδεψε εκεί όχι μόνο μία αλλά αρκετές φορές, προκειμένου να τη γνωρίσει από κοντά, να μιλήσει μαζί της και να ακούσει από την ίδια- στα ενενήντα τέσσερά της χρόνια- από πρώτο χέρι, τη συναρπαστική της ιστορία και να προχωρήσει στην παρούσα συγγραφή του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο άνθρωπος σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενεστέρους. Και η ιστορία τής Φωτεινής είναι, αληθινά, μια «φωτεινή» διδασκαλία, που αξίζει σύντομα να τη δούμε και από το θεατρικό σανίδι.  

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΔΟΥΝΔΟΥΛΑΚΗ- Ο ΠΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΔΟΥΝΔΟΥΛΑΚΗ



Ο ΠΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

[Έκδοσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 2014, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 134]


            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


                www.ret-anadromes.blogspot.com

Ο κ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης είναι επίκουρος Καθηγητής τής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης, όπου διδάσκει τα μαθήματα τής Αγιολογίας και Υμνολογίας. Είναι συγγραφέας δεκαεπτά βιβλίων θεολογικού και Λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, καρπός όλα των πλούσιων και  πολύχρονων επιστημονικών σπουδών του σε Πανεπιστήμια και Ακαδημίες τής Ελλάδας και του εξωτερικού, τόσο στην ορθόδοξη όσο και στην Προτεσταντική και Ρωμαιοκαθολική θεολογία, την ελληνική Παλαιογραφία, την Ψυχολογία και τη Συμβουλευτική. Αναφέρουμε- για βιβλιογραφική ενημέρωση των ενδιαφερομένων- μερικούς από τους τίτλους των βιβλίων του, ακολουθώντας τη σειρά έκδοσής των:

1. Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (2003)   

2. Αγιολογικά και Υμνολογικά Μελετήματα Α΄ (2006)

3. Αγιολογικά και Υμνολογικά Κείμενα σε μάρτυρες τού μηνός Οκτωβρίου (2007)

4. Πεζός Οδίτης  (Ποίηση- Πεζογραφία, 2013)

5. Αγιολογικά και Υμνολογικά Μελετήματα Β΄ (2012)

6. Irreconcilable Silence (Ποίηση- 2014)

7. The Saintsholy relics (2014)

8. Hedone and Odyne in the lives of the Saints (2014)

9. Ο Πόκος στην Υμνογραφία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας (2014).

Αυτό το τελευταίο πόνημα τού κ. Δουνδουλάκη, με τον εντυπωσιακό όσο και δυσνόητο τίτλο: «Ο Πόκος στην Υμνογραφία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», που αφορά σε μίαν άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη μελέτη ερμηνείας τής Ορθοδόξου Υμνογραφίας, παρουσιάζουμε με το παρόν σημείωμά μας.

Αφετηρία στην ερμηνευτική τού κ. Δουνδουλάκη προσπάθεια αποτελεί ο γνωστός λόγος τού Αποστόλου Φιλίππου προς τον Αιθίοπα Ευνούχο: «άρά γε γιγνώσκεις ά αναγιγνώσκεις;», που περιέχεται στο βιβλίο των «Πράξεων» τής Καινής Διαθήκης (κεφ.8, 30). Και είναι, όπως προλογικά ο συγγραφέας επιτυχώς επισημαίνει, πραγματική και γνωστή σε όλους η δυσκολία τού σύγχρονου ανθρώπου να κατανοήσει το περιεχόμενο ορισμένων από αυτά που καθημερινά ψάλλονται στην Εκκλησία, αλλά και ή μόνιμη αδυναμία των ιερουργούντων και διακονούντων τα ι. Μυστήρια τής Εκκλησίας να υποψιαστούν, αφενός, τα λεκτικά δάνεια και τη δημιουργική σχέση και εξάρτηση μεταξύ τής θύραθεν και εκκλησιαστικής ορολογίας και να κατανοήσουν, αφετέρου, τη σημασία των όσων σημειώνονται και ψάλλονται στα τροπάρια. Η θεραπεία τής αδυναμίας αυτής οδήγησε τον συγγραφέα στη δημιουργία μίας σειράς «Ερμηνευτικών Υπομνημάτων Ορθοδόξου Υμνογραφίας», της οποίας τον πρώτο τόμο αποτελεί το παρουσιαζόμενο  με το παρόν σημείωμά μας βιβλίο.

Όπως και από τον τίτλο τού βιβλίου καθίσταται άμεσα φανερό, ο παρών 1ος τόμος διερευνά ένα προσφιλές αλλά ελάχιστα γνωστό θέμα. αυτό τής χρήσης και τής σημασίας τού όρου «πόκος» στην Υμνογραφία τής ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας («πόκος» από ρ. πέκω= χτενίζω, κουρεύω και σημαίνει το ποκάρι, την τουλούπα ακατέργαστου ή κουρεμένου μαλλιού προβάτου). Ο όρος «πόκος» προέρχεται από το γνωστό περιστατικό με το ένδροσο ποκάρι (μαλλί) τού Γεδεών  [Κριτ. 6, 37- 40 και Ψαλμ. 71 (72), 6] και αποτελεί προτύπωση και προεικόνιση τής γαστέρας (μήτρας) τής Θεοτόκου και της ενανθρωπήσεως και σωτηρίας τού κόσμου διά τής Γεννήσεως τού Ιησού Χριστού. Η Θεοτόκος δέχεται την κάθοδο και σκήνωση στη μήτρα Της τού Θεού Λόγου κρυφίως και σιωπηρώς, όπως ακριβώς (παρομοίωση) και ο πόκος τού Γεδεών υπήρξε ένδροσος κατά παραχώρηση τού Γιαχβέ (Θεού), ενώ ο χώρος τριγύρω παρέμενε ξηρός και στεγνός, σύμφωνα με τις γνωστές κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στο Ισραήλ.

Η διερεύνηση τού θέματος είναι εξονυχιστική τόσο από φιλολογικής όσο και, κυρίως, από θεολογικής πλευράς. Τα στάδια, ειδικότερα, που ο συγγραφέας ακολουθεί στην ερμηνευτική προσέγγιση οκτώ (08), συνολικά, εκλεκτών ύμνων [εκ των δεκατεσσάρων (14) υμνογράφων που κάνουν χρήση τού όρου «πόκος»], αφορούν: σε χρήσιμες Εισαγωγικές Παρατηρήσεις επί τού κάθε υμνολογικού κειμένου, Παράθεση και Μετάφραση (σε ελεύθερη απόδοση) αυτού, Λεξιλόγιο, Γλωσσικές και Υφολογικές Παρατηρήσεις, εντοπισμό των ποικίλων Διαπλαστικών Πηγών (που σχηματοποίησαν, δηλαδή, έπλασαν και διαμόρφωσαν τον κάθε ύμνο) και, τελευταία, ακολουθεί η πλήρης ολοκλήρωση τής κάθε προσέγγισης εκκλησιαστικού ύμνου με ένα εμβριθέστατο και πλουσιότατο θεολογικό ερμηνευτικό υπόμνημα.

Το βιβλίο- που αποτελεί περικαλλέστατη και εξαιρετικά προσεγμένη στις λεπτομέρειές του έκδοση τού γνωστού εκδοτικού Οίκου τής Αθήνας «Γρηγόρη»- ολοκληρώνεται με «Επίμετρο», αναφερόμενο «στον “πόκο” στην Εικονογραφία» τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, και πλουσιότατη ελληνική και ξένη Βιβλιογραφία.

Ο κ. Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης είναι άξιος τού «δικαίου επαίνου» ότι: «ντως καλόν ργον εργάσατο, πειδάν καί τελείωσεν ατό». Ευχή μας να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει επί μακρόν τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο τής θεολογικής επιστήμης, όπου τόσο μεγάλη είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του με το πλουσιότατο συγγραφικό του έργο και την παρούσα περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας για τη διεθνή θεολογική Γραμματεία μελέτη.