ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΡΕΘΥΜΝΟΥ


ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ  Γ. ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ

          ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

                    Ι σ τ ο ρ ί α,  Ε κ π α ί δ ε υ σ η,  Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α
 [Εκδόσεις «ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΗ», Ρέθυμνο 2006, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 103]  

           ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ 

Η Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου- πρώην παράρτημα Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής Κρήτης- αλλά και ο χώρος τον οποίο κατέλαβε η εν λόγω Σχολή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη σύγχρονη Ιστορία τής πόλης μας. Με όλα αυτά ασχολείται στο βιβλίο του: «Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου, Ιστορία, Εκπαίδευση, Λειτουργία», ο κ. Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, υποψήφιος διδάκτωρ τής Ιστορίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση και Καθηγητής τού Τμήματος Δοκίμων Αστυφυλάκων Ρεθύμνου.

Το υλικό που συγκέντρωσε ο εν λόγω ερευνητής αναφέρεται σε όλους τους σημαντικούς σταθμούς της Σχολής, που αποτελεί και το παλαιότερο από οκτώ, συνολικά, Τμήματα που λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα. στη σύστασή της, στη συμβολή της στην άμυνα του Ρεθύμνου, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στους ηρωικά πεσόντες άνδρες της Χωροφυλακής κατά τη Μάχη της Κρήτης και κατά τη διάρκεια της Κατοχής- σημεία στα οποία εστιάζει με ιδιαίτερη έμφαση ο συγγραφέας- στα παρασκήνια της μεταφοράς της από τα Χανιά στο Ρέθυμνο, στο κτιριακό συγκρότημα που ήδη κατέχει και, γενικότερα, στη σχέση τής Σχολής με την πόλη μας, καθώς αποτελεί ένα αναπόσπαστο τμήμα της νεότερης Ιστορίας της. Γύρω από το τελευταίο θέμα οι πληροφορίες που ο συγγραφέας παραθέτει είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και, σε κάποια σημεία τους, ίσως, και άγνωστες στους νεότερους Ρεθυμνιώτες. Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εκπαίδευση και στο πρόγραμμα διδασκαλίας, στα ονόματα των αξιωματικών που υπηρέτησαν ως διοικητές και δίδονται πίνακες των ανά έτος αποφοιτούντων από τη Σχολή από το έτος 1951 μέχρι σήμερα.

Από τα παραπάνω θέματα ενδιαφέρον περικλείνει, για μας τους Ρεθυμνιώτες, η μεταφορά της Σχολής από τη Σούδα Χανίων στο Ρέθυμνο, τον Φεβρουάριο του 1951, μετά από έναν τιτάνιο αγώνα, στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν ο τότε Πρωθυπουργός αείμν. Σοφοκλής Βενιζέλος και, από τους Ρεθεμνιώτες, ο Περβολιανός Βουλευτής του νομού Ευάγγελος Δασκαλάκης, ο Ιωάννης Παπαζαχαρίου, ως Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ρεθύμνου, ο ταγματάρχης Χρήστος Τζιφάκης, ο Αναστάσιος Χομπίτης, Πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και ο Παύλος Βαρδινογιάννης ως ιδιαίτερος Γραμματέας του Προέδρου της Κυβερνήσεως.

 Η εγκατάσταση της Σχολής κατέλαβε το κτιριακό συγκρότημα του παλιού Δημοτικού Νοσοκομείου (έκτασης 5.500 τ.μ.)- που λειτουργούσε αρχικά ως σανατόριο, παράρτημα του κρατικού Νοσοκομείου Ρεθύμνης- το γήπεδο του τέως Δημοτικού Γυμναστηρίου, στα βόρεια τού Δημοτικού Νοσοκομείου (έκτασης 3,100 τ.μ.), καθώς και το εκεί δημοτικό γήπεδο και τα οικήματα τής εν πολλοίς άγνωστης σε μας σήμερα Σχολής Οικοδόμων, η οποία ανήκε στο Εθνικό Ίδρυμα, υπό την προεδρία τού Βασιλιά και γι’ αυτό  προέκυψαν αρκετά προβλήματα μεταστέγασής της. Έτσι, συνολικά, τα παραχωρηθέντα στην Αστυνομική Σχολή ακίνητα ανήλθαν, μαζί με τα κτίσματα της Σχολής Οικοδόμων, στα 13.950 τ.μ. Λίγα χρόνια αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου ενέκρινε τη δωρεάν παραχώρηση των ακινήτων, στα οποία ήταν ήδη εγκατεστημένη η Σχολή, με το σκεπτικό ότι η Σχολή συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή τού τόπου.

Έτσι, όπως είδαμε, η Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου εγκαταστάθηκε σε κτίρια μεγάλης ιστορικής σημασίας για την πόλη του Ρεθύμνου, όπως το Δημοτικό Νοσοκομείο, που είχε κατασκευαστεί και ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, στα 1897, από τους Ρώσους του Συνταγματάρχη  Θεοδώρου ντε Χιοστάκ, που διοίκησαν, με αρκετά έργα κοινωνικής και οικονομικής ευποιίας, προσωρινά το Ρέθυμνο με εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων, σχεδόν μέχρι το έτος 1909 και όταν ακόμα τον Δεκέμβριο του 1898 είχε αναλάβει ο Πρίγκηπας Γεώργιος Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας.

Αλλά δεν είναι μόνο τα κτίρια που κλείνουν μια μεγάλη, ιστορικής σημασίας, σελίδα της πόλης τού Ρεθύμνου. είναι και η πολεμική δράση τής Σχολής Χωροφυλακής, που έγραψε μια νέα σελίδα δόξας και τιμής κατά τη μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, που ως γνωστόν αποτέλεσε ένα από τα τρία μέτωπα επίθεσης των Γερμανών αλεξιπτωτιστών.

Για το μοναδικό ελεύθερο ελληνικό έδαφος που απέμενε στις αρχές Μαΐου 1941, την Κρήτη, και τις εκεί προσπάθειες ανασυγκρότησης της κρατικής μηχανής, ο ρόλος της Χωροφυλακής βρέθηκε απόλυτα αναβαθμισμένος. Η ελληνική Κυβέρνηση, ήδη από τον Φεβρουάριο τού 1941, είχε αποφασίσει να κατατάξει στη Χωροφυλακή σημαντικό αριθμό νέων, για να ισχυροποιήσει τις δυνάμεις τού εσωτερικού και, καθώς η κατάσταση στη χερσαία Ελλάδα χειροτέρευε, προσανατολίστηκαν στην Κρήτη και σε άλλες μονάδες Χωροφυλακής. Η πρόσκληση ήταν αθρόα και σχηματίστηκαν επτά λόχοι νέων, οι οποίοι τέθηκαν υπό τις διαταγές τού ταγματάρχη Χωροφυλακής Χανίων Ιακώβου Χανιώτη και την 8η Απριλίου 1941 μεταφέρθηκαν στη Σούδα και από εκεί πεζοί στο Ρέθυμνο.

Το τάγμα Χωροφυλακής αποτελούνταν από νεοσύλλεκτους και νεαρούς αγύμναστους και αστράτευτους δόκιμους χωροφύλακες, οι οποίοι είχαν σταλεί στην Κρήτη για επαγγελματική εκπαίδευση, μακριά από τους βομβαρδισμούς και υπό τον τύπο Παραρτήματος της Σχολής Χωροφυλακής Αθηνών. Εκτός, πάντως, από τη φανερή αυτήν αιτιολογία και κατόπιν εμπιστευτικής εντολής του υφυπουργού Ασφαλείας, οι νεοσύλλεκτοι χωροφύλακες όφειλαν να λάβουν και στρατιωτική εκπαίδευση, για να χρησιμεύσουν ως στρατιωτική δύναμη. εν τούτοις η εκπαίδευσή τους υπήρξε μηδαμινή.

Το απόγευμα της 20ης Μαΐου 1940 άρχισαν να πέφτουν βροχή οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές στην περιοχή τού Ρεθύμνου. Την υπεράσπιση τού τομέα τού Ρεθύμνου είχε αναλάβει ο Αυστραλός αντισυνταγματάρχης Ίαν Κάμπελ, που, με τη σειρά του, εμπιστεύθηκε την υπεράσπιση τής πόλης στους άνδρες τής Χωροφυλακής. Και είναι «τοις πάσι» γνωστή η ηρωική άμυνα που επέδειξαν, τη δύσκολη εκείνη στιγμή, οι δόκιμοι χωροφύλακες του Ρεθύμνου. Φημολογείται μάλιστα για την ανδρεία τους και το εξής επεισόδιο με τον ταγματάρχη Χρήστο Τζιφάκη- συγγενή της μάμμης μου εκ μητρός, Μαρίας Τζιφάκη, από τον Πρινέ- ο οποίος λέγεται ότι όταν κάποια στιγμή άνοιξε τη φυσιγγιοθήκη κάποιου δόκιμου χωροφύλακα και την βρήκε να περιέχει δύο μόνο φυσίγγια- ενώ, σύμφωνα με τη διαταγή, προϋπόθεση συμμετοχής στην επίθεση ήταν η κατοχή από κάθε δόκιμο τουλάχιστον δέκα φυσιγγίων- τον απέτρεψε να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Τότε, ο χωροφύλακας εμμένοντας στη συμμετοχή του φέρεται ότι του απάντησε: «Κύριε ταγματάρχα, είναι αλήθεια ότι στη φυσιγγιοθήκη μου έχω δύο μόνο φυσίγγια, αλλά μέσα σ’ αυτά έχω βάλει και την ίδια την ψυχή μου!…». Και όπως σημειώνει ο συγγραφέας κ. Χαλκιαδάκης, ανεξάρτητα από την  αληθοφάνεια του παρόντος περιστατικού, οι δόκιμοι ανάγκασαν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τις προχωρημένες θέσεις τους και να περιοριστούν στον περίβολο τής εκκλησίας τού αγίου Γεωργίου. Η δύναμη τής  Χωροφυλακής διαλύθηκε κατά την ημέρα εισόδου των Γερμανών στο Ρέθυμνο. Οι αιχμάλωτοι άνδρες φυλακίστηκαν αρχικά στο Γυμνάσιο Αρρένων τής πόλης μας, όπου και υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια.

Αλλά εμείς σταματάμε στο σημείο αυτό την παρουσίαση τού εξαίρετου αυτού βιβλίου. Με τα παρατεθέντα στοιχεία θελήσαμε να παρουσιάσουμε μόνο ό τι αφορά στην ιστορικότητα τόσο τού χώρου, όπου αναπτύχθηκε στη συνέχεια η Σχολή, όσο και της πολεμικής δράσης και συμβολής των ανδρών της, με το υψηλό και γενναίο φρόνημα, στις επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεωρούμε, λοιπόν, εξαιρετικά σπουδαίο για την Τοπική Ιστορία το σύγγραμμα αυτό του εκλεκτού φίλου κ. Εμμ. Χαλκιαδάκη και λυπούμαστε που εκδόθηκαν μόνο πεντακόσια αντίτυπα, οπωσδήποτε πολύ λίγα, για να καλύψουν τις ανάγκες τού αναγνωστικού κοινού της πόλης μας. Πιστεύουμε, γι’ αυτό, ότι πολύ σύντομα θα απαιτηθεί μια νέα έκδοση αυτού.

Θεωρούμε, τέλος, ότι όλοι οι συντελεστές του παρουσιαζόμενου σήμερα για την Αστυνομική Σχολή Ρεθύμνου βιβλίου, είναι άξιοι τού «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας για τη μεγάλη τους προσφορά στον τόπο. ο σημερινός Διοικητής της Σχολής κ. Ματθαίος Πίτερης, αστυνομικός υποδιευθυντής, που είχε τη λαμπρή πρωτοβουλία να εκδοθεί η Ιστορία τού Τμήματος Δοκίμων Αστυφυλάκων Ρεθύμνου και ο οποίος- όπως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε- βρήκε και ανέθεσε στο αρμοδιότερο προς τούτο πρόσωπο το βαρύ έργο τής συγγραφής. Η Νομαρχιακή Σύμβουλος κ. Ελισάβετ Καλιτσουνάκη- Πίτερη, που στήριξε οικονομικά την έκδοση και ιδιαίτερα ο συγγραφέας της Ηρακλειώτης Ιστορικός κ. Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, ο οποίος με θρησκευτική, τώντις, ευλάβεια πήρε στα χέρια του ένα σημαντικό κομμάτι της τοπικής μας Ιστορίας, προβληματίστηκε γόνιμα γύρω από αυτό, το ερεύνησε με σύστημα και υπευθυνότητα και, καίτοι νεότατος στην ηλικία, με πλούτο εμπειρίας και γνώσης το κατέγραψε μεταδίδοντάς μας σήμερα τόσο πολύτιμες ιστορικές γνώσεις γύρω αυτό. Όλους θερμά και από καρδιάς τους ευχαριστούμε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: