Ποια ήταν η δύναμη που ωθούσε στο μαρτύριο τους μαθητές αν όχι η βεβαιότητα τής Αναστάσεως; (Η περίπτωση του Πέτρου)


 

Ποια ήταν η δύναμη που ωθούσε  στο μαρτύριο τους μαθητές αν όχι η βεβαιότητα τής Αναστάσεως;

(Η περίπτωση του Πέτρου)


        ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                     www.ret-anadromes.blogspot.com

 

          Δεν υπάρχει στην ανθρώπινη ιστορία πιο θαυμαστό και πιο χαρμόσυνο γεγονός. Και δεν υπάρχει και μεγαλύτερη αγάπη από την αγάπη τού Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Χριστός κατήλθε εν τοις κατωτάτοις τής γης και συνέτριψε μοχλούς αιωνίους. "Θανάτου θάνατος ο θάνατος αυτού γέγονεν" και "απαρχή των κεκοιμημένων", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο. Ο εν λόγω χαρισματικός Πατέρας τής Εκκλησίας αναφέρεται, περαιτέρω, με τρόπο θαυμάσιο και στην κάθοδο τού Χριστού στον Άδη. "Κατήλθε, λέγει, μέχρις Άδου ταμείων", για να γεμίσει τα πάντα με τη δόξα Του, να φωτίσει τα πάντα με το φως Του, να δωρίσει σε όλους τη σωτηρία. Στους νεκρούς στον Άδη, στους επί γης, σε όλους τους ανθρώπους: "Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσεις, καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις τοις γης.... ".

Γιατί το Πάθος, η Σταύρωση, η Ταφή και η Ανάσταση είναι γεγονότα αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα, με τα οποία κορυφώνεται το κοσμοσωτήριο έργο τής επί γης παρουσίας Του. Όπως η Ανάσταση τού Χριστού είναι επακολούθημα τού Σταυρικού Του θανάτου, το ίδιο και το πέρασμα τού ανθρώπου από την επίγεια ζωή και τον θάνατο δεν είναι φθορά και αφανισμός, αλλά υπέρβαση και βέβαιη πορεία προς την αιωνιότητα, καινοποίηση και "ένδυση αφθαρσίας", είναι ζωή και Ανάσταση, κατά το «και ταφείς φθαρέντα με καινοποιείς φιλάνθρωπε».

Για όλα αυτά οι Πατέρες τής Εκκλησίας ονομάζουν τον Ζωοδόχο τού Χριστού Τάφο "Εργαστήριο Αναστάσεως". Με την Ανάσταση τού Χριστού όλα γύρω μας αλλάζουν ολοσχερώς. Τίποτα πια δεν παραμένει ίδιο. Ο άνθρωπος και ο κόσμος όλος καινοποιούνται και αναδημιουργούνται και ανασταίνονται εν Χριστώ. Η κτίση ολόκληρη θεολογικά ζει την Όγδοη ημέρα τής Δημιουργίας. Η ελπίδα και η παρηγοριά γίνονται γνωρίσματα τού ανθρώπου και πάλι. Του χαρίζονται οι χαμένες του δυνατότητες σωτηρίας και γκρεμίζεται ο φραγμός που είχε στηθεί ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Δημιουργό του. Ο Άδης και ο θάνατος δεν είναι πια οι φοβεροί και ανίκητοι αντίπαλοι. Ο διάβολος δεν είναι πια ο δυνάστης και εξουσιαστής τού ανθρώπου, γιατί μετά την Ανάσταση αλλάζουν όλα οριστικά! Τίποτα δεν είναι, δεν παραμένει πια όπως και πριν. Η Ανάσταση τού Κυρίου μάς χαρίζει τη χαμένη αιωνιότητα και μας δίνει τη βεβαιότητα και την εγγύηση και της δικής μας Ανάστασης.

Και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία τα λόγια τού αποστόλου Παύλου "..ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις, κενόν δε και το κήρυγμα ημών...". Και αυτό σημαίνει ότι αν είναι αδύνατη η Ανάσταση των νεκρών, τότε λοιπόν, ούτε και ο Χριστός αναστήθηκε, αφού κι Εκείνος είχε σώμα σαν και το δικό μας. Αλλά, αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι χωρίς νόημα και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμά μας και κούφια η πίστη μας, εφόσον αυτή βασίζεται και θεμελιώνεται στην Ανάστασή Του...

Τα πράγματα, όμως, δεν είναι έτσι, γιατί ο Χριστός και πέθανε και τάφηκε και μετά τρεις ημέρες αναστήθηκε. Το αποδεικνύουν το θάρρος και η δύναμη και το μαρτύριο των Μαθητών και, στη συνέχεια, και του «νέφους» των μιμητών τους λοιπών μαρτύρων τού Χριστιανισμού. Ποια ήταν, αλήθεια, η δύναμη αυτή που τους ωθούσε  στο μαρτύριο αν όχι η βεβαιότητα τής Αναστάσεως τού Κυρίου;

Και ιδού η απόδειξη από το παράδειγμα του Πέτρου, του πρωτοκορυφαίου, του πρώτου των αποστόλων, που πριν από την Ανάσταση του Κυρίου, κατά τη δίκη του Ιησού στην αυλή του Καϊάφα, ο, κατά την ομολογία του, σίγουρος εκατό τοις εκατό ότι δεν θα αρνιόταν τον Κύριο, πτοείται και τρομάζει μπροστά σε ένα ταλαίπωρο «κοριτσάκι», σε μια υπηρετριούλα, που τον ρώτησε αν ήταν και αυτός από τους μαθητές του Ιησού. Κι όχι μόνο Τον αρνήθηκε για μια φορά αλλά για τρεις και, μάλιστα, την τρίτη φορά μην αντέχοντας άλλο την απειλή, άρχισε να καταριέται τον εαυτόν του και να… ορκίζεται ότι δεν ήξερε τον Ιησού!!!

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που λίγες μέρες αργότερα έκανε τον Πέτρο να αλλάξει τόσο πολύ και να φθάσει και μέχρις αυτό το σταυρικό μαρτύριο στη μακρινή Ρώμη; Θα μπορούσε, αλήθεια, λογικά, ο Πέτρος και οι λοιποί των μαθητών, μια τόσο μεγάλη ομάδα ανθρώπων- αν θεωρήσουμε μαζί με τους Δώδεκα και τους εβδομήκοντα αποστόλους, αλλά και τα εκατομμύρια των μαρτύρων- να δεχόντουσαν να υπομείνουν καρτερικά τόσες θυσίες και κακοπάθειες, τόσα βασανιστήρια και, στο τέλος, και αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο, διδάσκοντας- συχνά μακριά από πατρίδα και από συγγενείς- μια «νεκρή», χωρίς την αναστάσιμη χαρά και ελπίδα, θρησκεία;  

Και όπως οι πρώιμοι καρποί, που ωριμάζουν πριν από τους άλλους και μας προαναγγέλλουν ότι θα ακολουθήσει και ολόκληρη η συγκομιδή, έτσι και ο Χριστός που αναστήθηκε πρώτος απ’ όλους τους άλλους μάς βεβαιώνει και μας εγγυάται με την Ανάσταση Του, ότι θα ακολουθήσει η ανάσταση και των λοιπών νεκρών και η δική μας προσωπική Ανάσταση, ώστε να μην είμαστε πια "ώσπερ και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα". Γιατί με την Ανάσταση τού Χριστού δωρίζεται σε όλους εμάς ζωντανή και ασφαλής και βέβαιη ελπίδα. Το φως τής Αναστάσεως φωτίζει πια στο διηνεκές σταθερά την ψυχή και την υπόσταση τού ανθρώπου. Είναι το αιώνιο Φως τής Θεότητας. Είναι το κορυφαίο γεγονός στην πίστη μας. Είναι ο θρίαμβος τής πραγματικής ζωής καταπάνω στον θάνατο. Είναι το επισφράγισμα τής διδασκαλίας τού Κυρίου και τής ζωής μας.

Όμως, παρόλα αυτά, να που πολλοί χριστιανοί το γεγονός τής Αναστάσεως τού Κυρίου δεν το αποδέχονται στην πραγματική και ουσιαστική διάστασή του και, δυστυχώς, σ’ αυτούς ανήκουμε, συχνά, κι εμείς που θέλουμε να ονομαζόμαστε συνειδητοί «πιστοί». Το «Αληθώς Ανέστη», συνήθως, καθίσταται για πολλούς από εμάς συνώνυμο ενός ανώδυνου «χρόνια πολλά» ή, ίσως, και το έναυσμα για το γιορτινό αναστάσιμο τραπέζι. Λίγοι πιστεύουμε ειλικρινά και αποδεχόμαστε με την καρδιά μας, αυτό που λένε τα χείλη μας... Το «Αληθώς, δηλαδή, Ανέστη» με όλο του το μέγα θεολογικό βάθος όπως το δώσαμε παραπάνω. Πόσο επιφανειακά, αλήθεια, αποδεχόμαστε την Ανάσταση τού Χριστού. Είναι, ίσως, μόνο μια απλή και πρόσκαιρη συναισθηματική φόρτιση, μια πρόσκαιρη αίσθηση χαράς; Τραγική απόδειξη ότι σε μιαν εβδομάδα το πολύ μετά την Ανάσταση, όλα παίρνουν τον κανονικό τους και πάλι ρυθμό και το «Αληθώς Ανέστη» παραμερίζεται, ξεχνιέται, εξανεμίζεται, χάνεται οριστικά μέχρι και το άλλο Πάσχα, του επόμενου χρόνου.

Δεν έχουμε καταλάβει ακόμα ότι ο «κανονικός ρυθμός ζωής» σε όλη τη διάρκεια τού χρόνου είναι μόνον ο αναστάσιμος. Δεν έχουμε νιώσει ότι τίποτε πριν από την Ανάσταση δεν ήταν «φυσιολογικό» και ότι μόνο τώρα, μετά την Ανάσταση τού Χριστού, όλα αποκαταστάθηκαν, όλα αγιάστηκαν και έχουμε, πλέον, μπροστά μας ανοικτό τον δρόμο τής αθανασίας και της θέωσης.

«Αληθώς», ναι «αληθώς» ο Χριστός Αναστήθηκε! Και όλοι μας τώρα μπορούμε να αναστηθούμε και να συνοδοιπορήσουμε μαζί με Εκείνον και με τους μαθητές Του προς Εμμαούς. Η Ανάσταση είναι, πλέον, γεγονός καθημερινό. Αυτό πρέπει να το πιστέψουμε, να το καταλάβουμε, να το βιώσουμε. Τότε μόνο η ζωή μας, η ύπαρξή μας θα καταστεί μια διαρκής επιβεβαίωση τής Ανάστασης τού Χριστού. 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ * ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ * * * «Θέλω να ζήσω!»

 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ

ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

                                                 «Θέλω να ζήσω!» 

[Εκδόσεις «Επιστροφή», Ναύπλιο Οκτώβριος 2020, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 116]

 

               ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος, πέραν των άλλων αρετών που διαθέτει, είναι και ένας πολυγραφότατος συγγραφέας τριών, τουλάχιστον, δεκάδων βιβλίων. Είναι αυτός που με τα βιβλία του ανέδειξε και έκανε γνωστό ανά τον ορθόδοξο ελληνισμό τον σύγχρονο Ρώσο άγιο Λουκά, Αρχιεπίσκοπο Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και Καθηγητή της Ανατομίας και Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο του, με τον τίτλο «Θέλω να ζήσω». Όπως αμέσως, από τον τίτλο, γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα βιβλίο, που, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, γράφτηκε από ποιμαντική αγωνία και ευθύνη, με σκοπό να βοηθήσει όσες γυναίκες βρίσκονται σε αδιέξοδο μπροστά στον ερχομό στον κόσμο μιας νέας…. ανεπιθύμητης (!), δυστυχώς, ύπαρξης. Με λόγια απλά και υψηλό αίσθημα ευθύνης, χωρίς επιστημονικές αναλύσεις και περιστροφές αλλά με αρκετά περιστατικά από τη ζωή, ο Ιεράρχης συγγραφέας επιδιώκει να προβληματίσει και να ξυπνήσει ναρκωμένες ανθρώπινες συνειδήσεις, που αντιμετωπίζουν ένα τόσο σοβαρό θέμα ζωής με ελαφρότητα σκέψης, ανεμελιά και επιπολαιότητα. Και ελπίζει, με τον τρόπο αυτόν, να περιοριστεί, έστω και στο ελάχιστο, η τρομακτική αυτή γενοκτονία της εποχής μας. Γιατί, δυστυχώς, ο Μινώταυρος που τρώγει τα παιδιά μας συνεχίζει και στις μέρες μας να ζει και ο Καιάδας και σε αυτόν τον 21ο αιώνα να βασιλεύει!

Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά τολμηρό που χρησιμοποιεί τόσο σκληρή γλώσσα, όσο σκληρό και αποτρόπαιο είναι και το έγκλημα της άμβλωσης που διαπραγματεύεται, σε μια κοινωνία απάνθρωπη, που στον βωμό του συμφέροντος και της ανεύθυνης απόλαυσης δέχεται να θυσιάζει εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, απαιτώντας, μάλιστα, το «δικαίωμά» της αυτό να το έχει και να το ασκεί ελεύθερα και όλως ανενόχλητα. Αυτή, όμως, η ίδια κοινωνία καταδικάζει (και πολύ καλά το κάνει) σε βαρύτατες ποινές αυτούς που κακοποιούν ένα ζώο, την ίδια στιγμή που επιτρέπει- τι αντιφατικό, οξύμωρο και αντικρουόμενο σχήμα, αλήθεια- την κακοποίηση και δολοφονία αγέννητων ανθρώπων βρεφικής ηλικίας!

Και το βιβλίο συνεχίζει με ενδιαφέρουσες μαρτυρίες γυναικών και ειδικών ψυχολόγων και νευρολόγων ιατρών για τα ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μετά από μια επέμβαση άμβλωσης. Ενδιαφέρον, επίσης, και το κεφάλαιο που ασχολείται με περιπτώσεις γνωστών μορφών της κοινωνίας μας που γλύτωσαν, ως εκ θαύματος, ως ανεπιθύμητα παιδιά, από άμβλωση και σήμερα διαπρέπουν και προσφέρουν τα μέγιστα στην κοινωνία, όπως η διάσημη βυζαντινολόγος- ιστορικός Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, Πρόεδρος των Πρυτάνεων των Πανεπιστημίων της Γαλλίας και ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος, εκπληκτική προσωπικότητα, με το γνωστό πολύπλευρο και πολυθαύμαστο έργο του για τον πονεμένο άνθρωπο και την Εκκλησία.

Και ο συγγραφέας προχωρεί σε μια λεπτομερειακή αναφορά στη γνωστή ταινία «Σιωπηλή Κραυγή» (μέσα δεκαετίας του 1980), του Αμερικανού γυναικολόγου ιατρού Dr Bernard Nathanson, που μέσα σε δύο χρόνια είχε καταφέρει να κάνει 60.000 εκτρώσεις (!) και στο τέλος, βαθιά προβληματισμένος για την ορθότητα των ενεργειών του, με την ταινία του αυτήν κατέγραψε και παρέδωσε προς δειγματισμό τη φρικιαστική στιγμή μιας έκτρωσης και των έντρομων και απέλπιδων αντιδράσεων του εμβρύου, προκειμένου να αποφύγει τον επερχόμενο και διαισθανόμενο από το ίδιο θάνατο.

Το βιβλίο συνεχίζει με την ελεγκτική ομιλία της Gianna Jessen, της μόνης ανά τον κόσμο ανθρώπινης ύπαρξης που κατάφερε κυριολεκτικά να γλυτώσει από πραγματοποιηθείσα επέμβαση έκτρωσης, και τώρα γυρίζει παντού ανά τον κόσμο και διακηρύσσει και ελέγχει την ανθρώπινη υποκρισία και σκληρότητα του «πολιτισμένου», όπως θέλει να ονομάζεται, κόσμου. Και ο συγγραφέας προχωρεί και ολοκληρώνει τη συγγραφή του με μια περιληπτική απόδοση του βιβλίου του Γερμανού χειρουργού Hans Killian (1957), που γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις και στην ελληνική γλώσσα (1η έκδοση 1960) και αφορά στη θυσιαστική πορεία μιας μητέρας καρκινοπαθούς μέχρι- εν γνώσει των εξαιρετικών κινδύνων που η ζωή της διέτρεχε- να φέρει μέσα από μύριες ταλαιπωρίες επανειλημμένων σοβαρών χειρουργείων και ακτινοβολιών στο φως της ζωής υγιέστατο το κυοφορούμενο παιδί της, με βαρύτατο τίμημα τον θάνατο της ίδιας της μητέρας. Να σημειωθεί ότι αυτή η τελευταία συγκλονιστική ιστορία έγινε η αφορμή στον εκλεκτό φίλο Ιεράρχη της έκδοσης του παρουσιαζόμενου με το σημείωμά μας αυτό βιβλίου.     

Ευχαριστούμε θερμά τον αγαπητό φίλο, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκτάριο, για το πολυτίμητο τούτο πόνημά του, με το οποίο επιχειρεί να βοηθήσει χιλιάδες γυναίκες, νέα κορίτσια, αλλά και άνδρες που θα το διαβάσουν, ώστε να νιώσουν τον ερχομό στη ζωή μιας νέας ανθρώπινης ύπαρξης ως γεγονός χαράς και θείας ευλογίας και όχι ως μιαν πράξη αποτροπιασμού και αποστροφής που θα πρέπει, για τούτο, να επιχειρείται η διακοπή της.

Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης * * * Στα Μετόχια του Γιαλού

 

Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης

 

Στα Μετόχια του Γιαλού

  

Κωστής Ηλ. Παπαδάκης

  http://ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά ιστορικών διηγήσεών του, τη ζωή των παλιών συγχωριανών του, φτωχών όλων φαμελιάρηδων, πριν από τον πόλεμο και την κατοχή, στα λεγόμενα Μετόχια του Γιαλού. Πρόκειται, ακριβώς, για φτωχικές αγροικίες στα παραθαλάσσια μέρη του χωριού του, όπου ερχόντουσαν οι Χονδριγιανοί και διέμεναν ορισμένες εποχές του έτους, προκειμένου να έχουν από κοντά τα χωράφια τους, τα περβολάκια και τις λοιπές αγροτικές τους ασχολίες. Αλλά οι άνθρωποι εκείνοι, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «μεγάλωσαν κι έφυγαν και τώρα πια έχουν μείνει μια φούχτα από ρημαγμένα μετόχια, βουβοί μάρτυρες να θυμίζουν ένα φεγγάρι μιας γεωργικής δοξαστικής εποχής».

Με τις διηγήσεις του αυτές ο φίλος συγγραφέας ανασταίνει με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα τη ζωή των συγχωριανών του στα εν λόγω μετόχια και στην καθημερινή τους βιοπάλη προκειμένου να διασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους σε εποχές δύσκολες, σκληρές και απάνθρωπες.

Βλέπουμε, περαιτέρω, και διδασκόμαστε από το παράδειγμα των απλών αυτών ανθρώπων πως οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες της ζωής καθίστανται γι’ αυτούς πηγή και μόνιμη δύναμη για δημιουργία. Δημιουργούν μέσα τους αντιστάσεις και σοβαρές ικανότητες, ώστε να σκέφτονται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητούν τη βοήθεια του Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων της ψυχής τους. Έτσι καταφέρνουν να επουλώνουν πληγές, να ξανακτίζουν χαλάσματα και να θρέφουν τα γηρατειά και τα γυμνά και λιπόσαρκα παιδιά τους, για να μην πεθάνουν από την πείνα.

Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού και τη λεπτότητα των αισθημάτων για την πατρώα γη και τους αγαπημένους χωριανούς του. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές διηγήσεις, ενώ η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, λυρικές εξάρσεις υποκειμενικών βιωμάτων υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική τού συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.

Στα κείμενα του Δημήτρη Θεοδοσάκη αποτυπώνονται, επί πλέον, και τα καθαρά, τα γνήσια κρητικά έθιμα, όπως ζωντάνευαν τότε στις καθαρές εκείνες και αυθεντικές κρητικές κοινωνίες της «εποχής του λύχνου», με πλουσιότατα λαογραφικά στοιχεία, μαντινάδες, μοιρολόγια και παροιμίες, δοσμένα όλα με ένα μοναδικά δυνατό και απαιτητικά γενναιόδωρο κρητικό λεξιλόγιο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να θεωρήσουμε το παρουσιαζόμενο βιβλίο ως ένα έργο προσφοράς και διδασκαλίας για τον άνθρωπο της εποχής μας, αλλά και ως ένα «αντιδώρημα» του συγγραφέα προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία, που του χάρισε κι εκείνου το σπουδαίο αυτό χτες της πατρώας γης, με την αθωότητα και τις αναμνήσεις ενός κόσμου παλιού, που έρχεται από μακριά μυροφόρος και έντονα αισθαντικός. Αυτές τις ακατάλυτες μνήμες επέλεξε και έπλεξε ο συγγραφέας σ’ ένα «ματσάκι αλησμονιάς», να το κρατήσουν στα χέρια τους οι νεότεροι- εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας- και όλοι εκείνοι που μέλλεται να έρθουν, για να δουν και αυτοί και να μάθουν για τη ζωή του μόχθου, της φτώχειας και της αρετής των προγόνων τους.

Τι κρίμα, αλήθεια, που εμείς οι νεοέλληνες, και ειδικότερα οι νέοι, ολοένα και περισσότερο ξεχνούμε ή χάνουμε αυτόν τον πολύτιμο λαϊκό μας πολιτισμό, που αποτελεί, ακριβώς, τις ρίζες εκείνες που μας εξέθρεψαν. Ο ρυθμός τής νέας ζωής με τις ευκολίες και τις ταχύτητες της μηχανής, τα εύκολα ταξίδια και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, ολοένα και περισσότερο αλλάζει κι εξαφανίζει την παραδοσιακή σταθερότητα και ομορφιά. Eυτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη δυνατή «αδυναμία», που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους οδοιπόρους στο όνειρο και στα πρώτα βήματα της ζωής. Και στο βιβλίο τού κ. Θεοδοσάκη η δύναμη αυτή, η νοσταλγία για τα παλιά, είναι που μεγαλώνει το όνειρο και προετοιμάζει και προδιαθέτει για την πνευματική σοδειά που θα επακολουθήσει.

Θεωρώ ότι με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, ο Δημήτρης Θεοδοσάκης καταφέρνει να ζωντανέψει τη ζωή των ανθρώπων αυτών μέσα από δεκάδες φωτογραφίες και ιστορίες αυθεντικές, με ήρωες και πρωταγωνιστές πρόσωπα υπαρκτά, που τα περισσότερα από αυτά και ο ίδιος τα πρόλαβε και τα συνανεστράφη στα παιδικά του χρόνια. Είναι, γι’ αυτό, οι διηγήσεις του τόσο αληθινές, δοσμένες όλες με υψηλή λογοτεχνική δύναμη και με μια τέτοια αξιοπρέπεια και ομορφιά, που, εσένα τον αναγνώστη, σε συγκλονίζει και σε κάνει να ταυτίζεσαι με τα πρόσωπα και τα προβλήματά τους και ας μην τα γνωρίζεις ο ίδιος προσωπικά. Ζεις όμως μέσα σου τις καταστάσεις και τα βιώματά τους, διδάσκεσαι από τη ζωή και τα έργα τους και νιώθεις, στο βάθος, πως και συ, τελικά, είσαι άνθρωπος.  

Τα θερμά μου, και πάλι, συγχαρητήρια στον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, τον όμορφο αυτόν του «Κάστρου Ταχυδρόμο» και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα. Και τον διαβεβαιώνω ότι και με το βιβλίο του αυτό «ὂντως ἒργον καλόν εἰργάσατο». Με τις παρουσιαζόμενες λογοτεχνικές δροσοσταλίδες του να είναι σίγουρος ότι μας ενθαρρύνει όλους και μας κάνει να πιστεύουμε ότι όσο συνεχίζουμε να ενδιαφερόμαστε και να σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της κρητικής γης, πάνω από τα ήθη και τις παραδόσεις που μας συγκρατούν και μας στηρίζουν καθοριστικά στα ελληνορθόδοξα μετερίζια, δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού.

               

Στα διακόσια χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης * * * Η συμβολή του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού στον αγώνα του Εικοσιένα

 

Στα διακόσια χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης

 

Η συμβολή του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού          

στον αγώνα του Εικοσιένα

 

 ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

     www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Στο προηγούμενο άρθρο μας («Ρέθεμνος» 3/4/2021) μιλήσαμε για την Ιερά σταυροπηγιακή Μονή Πρέβελη, που κρατούσε το κέντρο του αγώνα κατά το έπος του Εικοσιένα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου και, μάλιστα, με τη θρυλική εκείνη μορφή τού λεοντόκαρδου "Φιλικού" Ηγουμένου της (ήδη από το έτος 1808), Μελχισεδέκ Τσουδερού (κατά κόσμον Μιχαήλ Τσουδερού) (γένν. 1769 - +1823), από το γειτονικό στην Ι. Μονή Πρέβελη χωριό Ασώματος, του «Τσουδερογούμενου», όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, «άνδρα επίσημου και πολύπειρου και συγγενή των Καλλικρατιανών»[1]. Οι Κρητικοί αγωνιστές και, μάλιστα, οι Αγιοβασιλειώτες, υπολόγιζαν πολύ τη γνώμη του Μελχισεδέκ και στήριζαν απεριόριστα τις ελπίδες τους στη γενναιότητα και        στα αγνά πατριωτικά του αισθήματα.


Μελχισεδέκ Τσουδερός- ελαιογραφία της Ι. Μονής Πρέβελη

 Ο Ηγούμενος Μελχισεδέκ μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη είχε γίνει ευρέως γνωστός στην τουρκική εξουσία ότι είχε ενεργό σχέση και διατηρούσε κρυφή  αλληλογραφία με τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τον ενοχοποιούσε σοβαρότατα για τις ενέργειές του κατά της τουρκικής εξουσίας, αλλά και γιατί, ακόμα, από πολύ ενωρίς είχε μυηθεί στα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας, όπως αποδεικνυόταν από την ενοχοποιητική αυτήν αλληλογραφία. Οι τουρκικές, λοιπόν, αρχές του Ρεθύμνου, που είχαν πληροφορηθεί τα σχετικά με τις δραστηριότητές του αυτές ανέμεναν να βρουν την ευκαιρία να τον συλλάβουν και να τον εξοντώσουν, ενώ και ο Ηγούμενος που είχε ενημερωθεί επ’ αυτών ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή και περίμενε[2].

Στην αρχή έστειλαν νιζάμηδες, που βρίσκονταν στα γειτονικά Λευκόγεια, να μεταβούν στη Μονή και να φονεύσουν τον ηγούμενο και όλους τους πατέρες. Λίγο αργότερα, στις 23 Μαΐου 1821, επισκέφθηκαν τη Μονή περί τους διακοσίους άγριοι και ωμότατοι Αμπαδιώτες Τούρκοι του Αμαρίου, με επικεφαλής τον Ισμαήλ αγά Κουντούρη ή Ψαροσμαήλη, όπως ήταν ευρύτερα γνωστός. Σκοπός του να συλλάβει τους μοναχούς και τον ηγούμενο και να τους οδηγήσει στο Ρέθυμνο[3], όπου σκόπευαν να κρεμάσουν τον ηγούμενο προς κοινό παραδειγματισμό και εκφοβισμό.

Ο Μελχισεδέκ ειδοποιήθηκε εγκαίρως και αναχώρησε νύχτα από τη Μονή με κάποιους μοναχούς. Μάζεψε ό,τι πολύτιμους θησαυρούς είχε το μοναστήρι, τούς έκρυψε σε απότομες πλαγιές, κρύπτες και σπήλαια της περιοχής, απομάκρυνε και έκρυψε γέροντες και ασθενείς μοναχούς σε ασφαλή κρησφύγετα και ειδοποίησε τους αδελφούς του, Γεώργιο και Ιωάννη, να τον περιμένουν στον Ασώματο, όπου θα έφθανε με τους λοιπούς μοναχούς του Πρέβελη και έξι φορτία πολεμοφοδίων, που ο Μελχισεδέκ είχε προμηθευτεί από τη Σμύρνη με Σφακιανά πλοιάρια[4]. Ανεβαίνει στο ύψωμα Κουρκουλός, πάνω από το χωριό Ροδάκινο, όπου, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στις 24 Μαΐου του 1821, βλέποντας τη συγκίνηση και την αποφασιστικότητά των μαχητών που τον ακολουθούσαν να επαναστατήσουν, φώναξε προς όλους «Ζήτω η Επανάσταση», ευλόγησε τα όπλα και, ως άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ύψωσε την πρώτη επαναστατική σημαία[5] και, στη συνέχεια, κατευθύνθηκε προς τα Σφακιά[6]. Εκεί, στην Παναγία τη Θυμιανή, στις 29 Μαΐου 1821, ενώνονται μαζί και με άλλους Κρήτες οπλαρχηγούς και, μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών, αποφασίζεται η επίσημη κήρυξη της επανάστασης του Εικοσιένα για την Κρήτη[7]. Αλλά ουσιαστικά η επανάσταση στην Κρήτη είχε αρχίσει, ήδη, με τα επεισόδια που εν τάχει παρακολουθήσαμε παραπάνω στη Μονή Πρέβελη και στο Ροδάκινο, που υποχρέωσαν τους Κρητικούς να επισπεύσουν, αν και υπήρχαν σοβαρά προβλήματα, και να ξεκινήσουν την επανάσταση του Εικοσιένα.

 Το πολεμικό σώμα της Μονής Πρέβελη, στη συνέχεια, έλαβε μέρος στη μάχη παρά τη θέση Ακόνια, Ρεθύμνου (26 Ιανουαρίου 1822), όπου οι Τούρκοι υπέστησαν πραγματική πανωλεθρία και σκοτώθηκε ο Γλυμιδαλής. Συμμετείχε, επίσης, στη μάχη στη θέση Πέταλο (Μάρτιος 1822), παρά τον Βρύσινα, με κακή, όμως, εδώ, έκβαση των γεγονότων (που αποδόθηκε στην αδεξιότητα του Αρχηγού Αφεντούλη), όταν το μεν σώμα του Πρέβελη οδηγήθηκε σε υποχώρηση προς το χωριό Κούμους, ενώ αυτό του Πρωτοπαπαδάκη παρέμεινε απαθές στον Κάστελο να παρακολουθεί την οπισθοχώρηση και τον επακολουθήσαντα θλιβερό θάνατο του μεγάλου και αγνού Γάλλου φιλέλληνα λοχαγού Βαλέστρα[8].

Το σώμα του Πρέβελη, περαιτέρω, υπό την αρχηγία του Μελχισεδέκ Τσουδερού, πολέμησε ηρωικά στον Άγιο Ιωάννη τον Καμένο (14 Ιουνίου 1821), όταν συνάντησε τον Ισμαήλ με 600 πάνοπλους στρατιώτες, επιστρέφοντας στα ρεθεμνιώτικα, μετά τη σύσκεψη στην Παναγία τη Θυμιανή. Ο Μελχισεδέκ, με τους περί αυτόν πολεμιστές, κυριολεκτικά τους κατετρόπωσε, ενώ σκοτώθηκε ο Ψαροσμαήλης. Μετά την εν λόγω μάχη, το σώμα του Μελχισεδέκ, επιστρέφοντας νικηφόρο στο Μοναστήρι και όταν έφθανε στο χωριό Κοξαρέ, πληροφορήθηκε ότι από τα ανατολικά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου 300 Τούρκοι με αρχηγό τον Δ(Ντ)ελή Μουσταφά λεηλατούσαν τα χωριά Μέλαμπες, Κρύα Βρύση, Ακούμια, καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος, στον Κισσό, και προχωρούσε προς το Σπήλι. Εκεί ο Μελχισεδέκ αποφάσισε να τους περιμένει και να δώσει τη μάχη.

Έτσι, στις 15 Ιουνίου 1821, στον Καψαλέ του Σπηλίου, με λόγια συγκινητικά και γεμάτα πατριωτικό παλμό ο Μελχισεδέκ ζητά από τους οπλαρχηγούς να ενωθούν όλοι τους με μια ψυχή εναντίον του εχθρού. Στη μάχη που ακολούθησε συντριπτική υπήρξε η νίκη των μαχητών του σώματος της Μονής Πρέβελη, ενώ ο Δελή Μουσταφάς συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μελχισεδέκ και οι άλλοι αρχηγοί τού  φέρθηκαν με καλοσύνη και ο Δελή Μουσταφάς λέγεται ότι του προσέφερε τον πολύτιμο οπλισμό του. Την άλλη μέρα ένας Σφακιανός πολεμιστής τον σκότωσε κρυφά και- όπως διηγείται διά στόματος Μ. Παπαδάκη- η παράδοση του Πρέβελη, αυτό έγινε γιατί ο Τούρκος αρχηγός δεν παρέδωσε τα όπλα του στους Σφακιανούς, αλλά στον Μελχισεδέκ[9].    

Το επόμενο έτος- φθάνουμε στο 1823- έχουμε να απαριθμήσουμε ένα θλιβερότατο γεγονός, στην αρχή, κιόλας, της χρονιάς. Και πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1823 οι Κισαμίτες ζητούν βοήθεια από την Καγκελαρία, που είχε τη διεύθυνση του όλου αγώνα. Ο Γενικός Γραμματέας της Προσωρινής Διοίκησης Κρήτης Νεόφυτος Οικονόμου έστειλε στρατό και μαζί με αυτούς και το σώμα του Πρέβελη, με επικεφαλής τον ηγούμενο Μελχισεδέκ, καθώς και τα αδέλφια του Γεώργιο και Ιωάννη. Στη μάχη που έγινε κοντά στο χωριό Πολεμάρχι Κισάμου, στις 5 Φεβρουαρίου 1823, τραυματίζεται θανάσιμα ο αετός του Πρέβελη, ο ηγούμενος Μελχισεδέκ Τσουδερός. Το σώμα του διέσωσε στους ώμους του ο νεαρός αγωνιστής Ν. Φανδρίτης, ο οποίος έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά και το μετέφερε στον Πλατανιά, όπου και θάφτηκε[10]. Πριν πεθάνει, ο Μελχισεδέκ όρισε διάδοχό του τον Νείλο Μοσχοβίτη. Η επαρχία Αγίου Βασιλείου θρήνησε έναν λαμπρό αγωνιστή, έναν λιονταρόψυχο μαχητή της ελευθερίας της Κρήτης. Ο θάνατος του Μελχισεδέκ τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα, με τραγούδι που έγραψε το 1840 η Αντωνούσα Ι. Καμπουροπούλα και περιλαμβάνεται στο βιβλίο της «Ποιήματα Τραγικά»[11].

 

[1] Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, έκδοση Αρκάδι, Αθήναι χ.χ., 252.

[2] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 49. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Χωριά της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, στη σειρά των «Πρακτικών» του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου, τ. Δ΄, 186- 187.

[3] Πβ. Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Γ΄, έκδοση Αρκάδι, Αθήναι χ.χ., 254 και Ι. Δ. Μουρέλλου, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειον Κρήτης 1931, 406.

[4] Γιάννης Τσουδερός, «Κουρκουλός, Τσιλίβδικας και Χάλαρα κ.λπ.», Πρεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ1 (Χανιά 2011), 17.

[5] Πβ. τα γεγονότα και στον Αναστάσιο Γούδα, Βιογραφία Τσουδερών ή Καλλεργών: εκ του ανεκδότου ενάτου τόμου των Παραλλήλων Βίων των κατά τον ιερόν αγώνα του 1821 διαπρεψάντων ανδρών, Αθήναι 1930.

[6] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης…, ό.π..

[7] Παναγιώτου Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης…, ό.π..

[8] Κ. Κριτοβουλίδου, Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 90- 91.

[9] Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, 231- 232. Πβ., πάντως, την εξιστόρηση των γεγονότων και από τον Παναγιώτη Κ. Κριάρη, Ιστορία της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 50.

[10] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, τ. Α΄, 162- 162.

[11] Αντωνούσα Καμπουροπούλου , Ποιήματα Τραγικά, Ερμούπολη 1840 (στον Εμμ. Σ. Καλλέργη, Εισαγωγή στην Ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, 67).