Περιεχόμενα
- α.ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ (1)
- β. ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ (116)
- γ. ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (77)
- γ. ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (3)
- γ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (5)
- δ1. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (14)
- δ1. ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (16)
- δ1. ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (43)
- δ2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (75)
- ε1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΩΝ (236)
- ε2. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΩΝ (56)
- ε3. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ (10)
- ε4. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΡΓΩΝΤΕΧΝΗΣ (8)
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ *** ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ *** Η Αρκαδίου ή Μεγάλη Αγορά
ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ
Αναμνήσεις μου από το παλιό Ρέθυμνο, με κέντρο αναφοράς το μαγαζί του πατέρα μου, στη Μεγάλη Πόρτα
(Δεκαετίες: 1950- 1960)
Η Αρκαδίου ή Μεγάλη Αγορά
ΚΩΣΤΗΣ
ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Ο άλλος δρόμος της πόλης μου (εκτός από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως και τότε Κωνσταντινουπόλεως) ήταν η Α ρ κ α δ ί ο υ ή «Μ ε γ ά λ η Α γ ο ρ ά»- όπως αλλιώς ακουγόταν από τους συμπολίτες μου τον καιρό εκείνο. Ο δρόμος αυτός συγκέντρωνε όλα τα εμπορικά καταστήματα, που πουλούσαν κυρίως ρουχισμό κι υποδήματα, οπότε όλες τις ώρες της ημέρας έσφυζε από την ίδια, περίπου, κίνηση και ζωή. Στον δρόμο αυτόν, που δεν είναι φαρδύτερος από πέντε- δέκα μεγάλες δρασκελιές, μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα- ίσως και για μερικά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του εξήντα- γινόταν κάθε βράδυ, τον χειμώνα, αλλά πιότερο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγαλογιορτές, το γνωστό σ’ ολόκληρη την Ελλάδα «νυφοπάζαρο», «β ό λ τ α» το λέγαμε εμείς οι Ρεθεμνιώτες. Κομψευόμενοι νεαροί και κομψευόμενες νέες έκαναν την εμφάνισή τους σ’ αυτό, επιδεικνύοντας οι δεύτερες τις τουαλέτες και τα κοσμήματά τους, τα ωραία χτενίσματά τους και ό,τι άλλο μπορούσε να προκαλέσει το άλλο φύλο και να συζητηθεί. Τα καλοκαίρια η «βόλτα» γινότανε στη λεωφόρο Κ ο υ ν τ ο υ ρ ι ώ τ η και στην π α ρ α λ ί α, δρόμοι πιο ανοιχτοί και πιο αεράτοι και δροσεροί από την περίκλειστη από παντού Αρκαδίου, που, για τον λόγο αυτόν, προσφερόταν περισσότερο στις παγερές ημέρες του χειμώνα.
Στην Αρκαδίου η βόλτα το βράδυ- ειδικά αυτή της παραμονής της Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά ς ή της Κυριακής των Απόκρεω- προσλάμβανε, θυμάμαι, γιορταστικό, πραγματικά πανηγυρικό χαρακτήρα. Αυτές ήταν οι μοναδικές, ίσως, νύχτες του χρόνου που, χωρίς εξαίρεση, όλοι σχεδόν οι Ρεθεμνιώτες, φορώντας τα «καλά» τους, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, μαζεύονταν στον δρόμο αυτόν να περπατήσουν όλοι μαζί, να κουβεντιάσουν και να αισθανθούν κοντά, να νιώσουν ο ένας την ανάσα και την παρουσία του άλλου. σουλατσάριζαν, λοιπόν, πάνω- κάτω, καμιά φορά και «υπό βροχήν», με ανοιχτές τις ομπρέλες, ξεφλουδίζοντας σποράκια ή βάζοντας στο δόντι κανέν’ αράπικο φιστίκι, στραγάλια ή σταφίδες από το πασατεμπάδικο του Γ ι ά ν ν η του Σ ι μ ι τ ζ ή, απέναντι από τη Λότζια, που, τότε, στέγαζε το αρχαιολογικό Μουσείο του Ρεθύμνου. Ταυτόχρονα, μουζίκες, σερπαντίνες, κομφετί, χαρτοπόλεμος, δημιουργούσαν, ανάλογα με τη γιορτή, έν’ αληθινό πανδαιμόνιο.
Στις ώρες αυτές που διαρκούσε το ανθρώπινο πανηγύρι η Αρκαδίου- από το Καμαράκι ίσαμε και τη διασταύρωσή της με τη σημερινή Ιουλίας Πετυχάκη- βρισκόταν στις πιο μεγάλες της δόξες. Σ’ όλη τη διάρκεια του σουλάτσου, που δρόμος και πεζοδρόμια αργοσέρνονταν σαν ένα μακρύ ανθρώπινο φίδι από τη μια μεριά στην άλλη, βρίσκανε την ευκαιρία κι οι έμποροι να κάνουν επίδειξη των εμπορευμάτων τους και να τραβήξουν πελατεία για την επόμενη μέρα. υφάσματα, ρούχα, δερμάτινα είδη, τσάντες, υποδήματα εκθέτονταν όλα σε κοινή θέα των Ρεθεμνιωτών, που αργόσχολα σουλατσάριζαν και δεν το ’χαν για τίποτε, κάθε λίγο, να σταματούν και λιγάκι- προκειμένου να δώσουν και καιρό για ξεκούραση στα πόδια τους, που ’βγαζαν φούσκες από το πολύωρο περπάτημα- και μαζί να παρακολουθούν και τις εντυπωσιακές βιτρίνες. Φωταγωγούσαν, λοιπόν, οι έμποροι μέσα κι έξω τα καταστήματά τους και δημιουργούσαν χάμω, στο δάπεδο, μικρούς εκθεσιακούς χώρους, ξετυλίγοντας τα τόπια με τα πολύχρωμα υφάσματα και απλώνοντάς τα με γούστο και χάρη πάνω στο δάπεδο σε μορφή τεχνητών πυραμίδων και σε διάφορους εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Και το θέαμα, ορισμένες φορές, γινόταν πραγματικά εντυπωσιακό! Δεν ξεχνώ, σ’ αυτόν τον ίδιο δρόμο, την Αρκαδίου, τις βιτρίνες που έφτιαξε, κάποιες χρονιές, στο παπουτσάδικό του ο Χάρης ο Κουγιτάκης, που αυτές πια έτρεχαν και τη μέρα οι Ρεθεμνιώτες, για να τις αποθαυμάσουν.
Οπωσδήποτε, η
Αρκαδίου είχε και πιο ομορφοκτισμένα, νοικοκυρεμένα και γουστόζικα σπίτια απ’
ό,τι η «Μικρή Αγορά», καμωμένα, όλα- βενετσιάνικα ορισμένα, όπως η σημερινή οικία Δρανδάκη- με μια πρωτογενή
αρχοντιά και παραμυθένια χάρη, ακόμα και τα τούρκικα, μ’ όλην εκείνη τη
στοχαστική απλότητα, που ξέρει να ζεσταίνει και ν’ αρωματίζει την καρδιά και τα
αισθήματα του ανθρώπου και δείχνει πως
Βενετσιάνικο αρχοντικό Αρκαδίου (οικ. Δρανδάκη)
πραγματικά τα σέβονταν και τα πονούσαν
όλοι αυτοί που τα ’κτισαν και κάθονταν μέσα στον καιρό τους και στις δόξες
τους, οι μεγαλουσιάνοι, τα διάφορα αρχοντόσογα, οι τρανοί και δοξασμένοι αυτής
της πολιτείας. Κι έβλεπες που και που ν’ αργοπερνά από δίπλα σου και κανένα
μισοερειπωμένο κιόσκι, θλιβερό κι αυτό απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, με
σκουριασμένα σιδερόπλεχτα μικρά παραθυράκια, που σου χασκογελούσανε
περιπαίζοντας το αδιάφορο πέρασμα του χρόνου και του πολιτισμού. Κι οι γλάστρες
με τις βιγκόνιες, τις μπουκαμβίλιες και τα βασιλικά να σκορπούν ένα γύρο στις
εσωτερικές «κρυμμένες αυλές» και τις ταράτσες των σπιτικών την ομορφιά
πολύχρωμων ανθέων, αναρριχώμενης πρασινάδας και δέντρων σε μια σπάνια ποικιλία
χρωμάτων κι ευωδιών. Κι ήταν κάθε μια απ’ αυτές τις κρυμμένες (πίσω από πανύψηλους τείχους) α υ λ έ ς της Αρκαδίου, αλλά κι άλλων δρόμων του παλιού Ρεθέμνους, στον
καιρό τους, ένα κομμάτι από τον παράδεισο. φοίνικες, λεμονιές, πορτοκαλιές, ωδικά πτηνά,
μέλισσες περιέτρεχαν στη λουλουδένια ομορφιά και βομβούσαν ήρεμα στον αέρα,
τονίζοντας θείες, ουράνιες αρμονίες, ενώ πεταλούδες με τις εκτυφλωτικά
πορτοκαλιές ανταύγειές τους κυριολεκτικά πνίγονταν στην ευωδιά ηδύπνοων άσπρων
κρίνων, γιασεμιών και χίλιων άλλων μυριστικών. Το πάλαι ποτέ μικρό «Ρεθυμνάκι»,
μ’ όλα τα παραπάνω, έδειχνε ένα μείγμα Δύσης κι Ανατολής, πόλης κι επαρχίας,
που άλλοτε κοίταζε στοχαστικά προς τα μπρος και άλλοτε προβληματισμένο γύριζε
προς τα πίσω.
Νιώθω απεριόριστη αγάπη, στοργή και σεβασμό προς τον παλιό καλό τεχνίτη, τον μάστορη, με την προαιώνια παράδοση, που συνεχίζει το έργο των προγόνων του και που δουλεύει «ψυχή τε και πνεύματι», για να δημιουργήσει μια σειρά μοναδικές, αξεπέραστες δημιουργίες, σε μια ζωή πνευματικά ανευνούχιστη, αφοσιωμένος με πίστη και κατάνυξη στην υψηλή αποστολή του. Όπως εύστοχα παρατηρεί κι ο Παντελής Πρεβελάκης[1], «κείνος που ξαστοχά τις τέχνες και τις συνήθειες της περασμένης ζωής, ξαστοχά την ίδια τη ζωή, πούναι καμωμένη από τον αγώνα των ανθρώπων και τα μεράκια τους. Η ιστορία που γράφουν τα χαρτιά να τη διαβάζουν στα σκολειά είναι ένα τίποτα μπροστά στον καθημερινό ίδρο που χύσαν οι άνθρωποι πάνω στα σύνεργα και στα υλικά της δουλειάς τους, για να γεμίσουν τον κόσμο πλούτη κι ομορφάδες». Θεωρώ για τούτο αξιοθαύμαστα τα κατορθώματα της παλιάς μαστορικής, μολονότι κι εκεί η τυποποίηση που ευτελίζει τις σύγχρονες δημιουργίες δεν είναι, πάντοτε, ένα εντελώς άγνωστο φαινόμενο.
Η ονομασία,
λοιπόν, της Αρκαδίου ως «Μ ε γ ά λ η ς Α γ ο ρ ά ς» οφείλεται,
Η Αρκαδίου βόρεια του παλιού Δημαρχείου
νομίζω, όχι τόσο στην
κίνησή της, που, σαφώς, πάντα, ήταν πολύ μικρότερη αυτής της «Μικρής Αγοράς»,
σημερινής οδού Εθνικής Αντιστάσεως, αλλά στο μήκος του δρόμου που τη φιλοξενεί
και στο πλήθος και τον πλούτο των καταστημάτων της και των νοικοκυριών της. Και
αυτό, να σημειώσουμε, από τα μέσα του 18ου αι., επί Τουρκοκρατίας,
όταν δημιουργήθηκε η βορειοανατολική σειρά οικοδομημάτων της Αρκαδίου,
αποτελούμενη από τρία οικοδομικά τετράγωνα σε παράταξη. Η Αρκαδίου, από τον
καιρό εκείνο άρχισε να υφίσταται ως δρόμος- γιατί πιο πριν, στη Βενετοκρατία,
ήταν απλά ο αδιαμόρφωτος Δ ρ ό μ ο ς τ η ς Ά μ μ ο υ.
Από τότε η Αρκαδίου, μαζί με το «Μ α κ ρ ύ
Σ τ ε ν ό» (το Ουζούν Γιολ των
Τούρκων), έγινε ο μακρύτερος δρόμος της πόλης μου. Μάλιστα, αυτό το τελευταίο, το Μακρύ Στενό,
κόβει την παλιά πόλη κατάστηθα στα δυο, από τα παλιά τουρκικά
Η Αρκαδίου ανατολ. του παλιού Δημαρχείου
μεζάρια-
όπου η γης χορτασμένη από πλήθος τούρκικα κουφάρια θεριεύει σήμερα τα θεόρατα
δέντρα και τις πρασινάδες του Δημοτικού μας Κ ή π ο υ- μέχρι της νότιες παρυφές του κάστρου της Φορτέτζας.
Στον δρόμο αυτόν, στο Ουζούν Γιολ, στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, περίσσευε το τουρκικό στοιχείο, το φέσι, ο φερετζές κι η
μαντίλα, στοιχεία που προσδιόριζαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που
αντιστοιχούσαν στην αγροτική, θεοκρατική κοινωνία πριν από τον Kεμάλ.
Όσο προχωρείς στους δρόμους αυτούς και τα λοιπά στενοσόκακα της παλιάς πόλης, νιώθεις βαθιά μέσα σου πως περπατάς σε μια μ ε σ α ι ω ν ι κ ή π ο λ ι τ ε ί α, κουρασμένη από τους χρόνους, μουντή, θλιμμένη, αποκαρωμένη, βυθισμένη στη βαθιά σιωπή του παρελθόντος. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια πολιτεία που δεν έριξε τα αγέρωχα τείχη της και παραμένει μια όμορφη νησίδα αυθεντικής μεσαιωνικής αισθητικής, που δεν άφησε τίποτα ν’ αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της, που δεν έκανε και πολλά βήματα προς την εποχή μας, μη ποθώντας τίποτε από τον πολιτισμό μας και την πολυάσχολη ταραχή του.
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ *** ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ -2-
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
- 2-
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://historicalcrete.ims.forth.gr
ΑΡΘΡΟ
Το τελικό [ν] στην αιτιατική ενικού του αρσενικού άρθρου πρέπει να μπαίνει πάντοτε, προς διαχωρισμό από το αντίστοιχο άρθρο του ουδετέρου και όχι μόνο όταν ακολουθεί ψιλό κ, π, τ, δίψηφο μπ, ντ, γκ, τσ, τζ ή γράμμα διπλό ξ, ψ, όπως προβλέπει η Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη. Για παράδειγμα, διάβασα σε ιστορική πραγματεία για το Ρέθυμνο: «Το μεσαίο πολυέλαιο αφιέρωσαν στο ναό της Αγίας Βαρβάρας οι Ρώσοι». Η γραφή αυτή- και ιδιαίτερα για ξένους ή μικρά παιδιά, που μαθαίνουν την γλώσσα - παραπέμπει σε ουσιαστικά ουδετέρου γένους «το πολυέλαιο» και «το ναό». Ορθότερη, λοιπόν, θεωρώ τη γραφή: «Τον μεσαίο πολυέλαιο αφιέρωσαν στον ναό της αγίας Βαρβάρας οι Ρώσοι», όπου σαφώς η γραφή παραπέμπει σε αρσενικά ουσιαστικά ο πολυέλαιος και ο ναός.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
1. Στα προπαροξύτονα αρσενικά σε –ος (ο άγγελος) και ουδέτερα σε –ο (το πρόσωπο) ο τόνος στη γενική του ενικού και πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού κατεβαίνει στην παραλήγουσα (του αγγέλου, των αγγέλων, τους αγγέλους, του δημάρχου, των δημάρχων, τους δημάρχους, του προσώπου, των προσώπων κ.λπ. Είναι λάθος- και δεν γινόμαστε περισσότερο δημοτικιστές- εάν πούμε του άγγελου, τους άγγελους, του δήμαρχου, τους δήμαρχους, του πρόσωπου κ.λπ.). Αντίθετα, κάτι τέτοια μαργαριτάρια είναι προϊόντα άγνοιας των κανόνων της Γραμματικής και έλλειψης γλωσσικής καλαισθησίας.
2. Παρόμοιο λάθος παρατηρείται και στις προπαροξύτονες μετοχές του ενεστώτα της παθητικής φωνής, οι οποίες όταν λαμβάνονται ως ουσιαστικά κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική του ενικού, καθώς και στη γενική και αιτιατική πληθυντικού. Π.χ. λέμε των εργαζόμενων φοιτητών (επίθ.), αλλά η απόλυση των εργαζομένων (ουσ.), τους εργαζόμενους φοιτητές (επίθ.), αλλά αμείβουμε τους εργαζομένους (ουσ.), επίσης, των κατηγορούμενων, τους κατηγορούμενους (ως επίθ.) αλλά των κατηγορουμένων, τους κατηγορουμένους (ως ουσ.).
3. Όσο για την γενική σε –έως, παράλληλα με την γενική σε –ης, των αρχαιόκλιτων σε –η θηλυκών (η πόλη της πόλης και πόλεως, η σκέψη της σκέψης και σκέψεως), υπάρχουν πολλοί νεόκοποι δημοτικιστές που πάνε να την καταργήσουν τελείως, γιατί, τάχατες, είναι καθαρευουσιάνικη ή ίσως, ακόμα, γιατί την αγνοούν παντελώς.
4. Επειδή στη ζωή μου ήμουν πάντοτε μετριοπαθής και συνήθισα να αποφεύγω τις ακρότητες, θεωρώ ότι συντελείται κακοποίηση και βιασμός της Νεοελληνικής μας γλώσσας, χρησιμοποιώντας ορισμένους τύπους ουσιαστικών. Και πιο συγκεκριμένα. θηλυκά που δηλώνουν ιδιότητα, αξίωμα ή επαγγέλματα που ως τώρα ανήκαν μόνο σε άνδρες, δεν ακούγονται καθόλου ωραία, αν τα πούμε σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής.
Έτσι, η Δημοτική για τα συγκεκριμένα θηλυκά έχει τις καταλήξεις -ίσσα, -τρα, -τρια, -αινα, -ίνα, -ού, -α, -η. Από τα θηλυκά αυτά δεν απάδουν φωνητικά όσα έχουν τις καταλήξεις: -τρα (μοιρολογήτρα, κλέφτρα, ψεύτρα κ.λπ.), -τρια (συντάκτρια, εθελόντρια, εγγυήτρια, λογίστρια, μεταφράστρια κ.λπ.), -αίνα (λύκαινα, δράκαινα), -ου (παλικαρού, δουλευταρού, μυλωνού, γλωσσού), -α (δούλα, σερβιτόρα, νοσοκόμα, πρεσβυτέρα, δασκάλα) και –η (αδελφή, φίλη).
Το πρόβλημα δημιουργείται και εντοπίζεται στα θηλυκά σε –ίσσα και –ίνα. Έτσι, σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής πρέπει να λέμε: ειρηνοδίκισσα, πρωτοδίκισσα, γυμνασιάρχισσα, γεωπόνισσα, μπακάλισσα, συγγένισσα, συναδέλφισσα, ηγουμένισσα, βιβλιοπώλισσα, λοχαγίνα, αρχηγίνα, γιατρίνα, βουλευτίνα, αρχαιολογίνα, ηθοποιίνα, πρωθυπουργίνα, φιλολογίνα, δικαστίνα (και δικάστρια), χωροφυλακίνα, αεροπορίνα, προσφυγίνα κτλ.
Τα παραπάνω παράγωγα, με τις συγκεκριμένες καταλήξεις (-ίσσα και –ίνα), είναι γεγονός ότι το γλωσσικό αισθητήριο του λαού μας- επηρεασμένο, ίσως, από την καθαρεύουσα αιώνων- δεν τα αποδέχτηκε από την πρώτη στιγμή, οπότε, τώρα πια, είναι αδύνατον, πιστεύω, να τα βάλει στη γλώσσα του και να τα αγκαλιάσει με την παραπάνω- σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής- μορφή και θα συνεχίσει να τα λέγει, όπως τα έλεγε για αιώνες, κάτω από την επίδραση της καθαρεύουσας.
Εξάλλου, οι συγκεκριμένες μορφές θηλυκών ουσιαστικών αποφεύγονται επιμελώς και από την Νεοελληνική Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη, του ΟΕΔΒ, που διδάσκεται στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και δεν διδάσκονται στους μαθητές. οπότε, φαίνεται πραγματικά δύσκολος, αν όχι αδύνατος, ο εθισμός του απλού λαού να μάθει να χρησιμοποιεί τους συγκεκριμένους τύπους του θηλυκού. Θα συνεχίσει, λοιπόν, ο λαός μας να λέγει η λοχαγός, η αρχηγός, η γιατρός, η βουλευτής, η υπουργός, η πρωθυπουργός, η αρχαιολόγος, η ηθοποιός, η χειρουργός, η φιλόλογος, η ειρηνοδίκης, η πρωτοδίκης, η γυμνασιάρχης, η γεωπόνος, η συγγενής, η συνάδελφος, η ηγουμένη, η βιβλιοπώλης. Και το θεωρώ σωστότερο, στο ακουστικό αισθητήριο του λαού μας, να λέμε και να γράφουμε «η κόρη μου σπουδάζει γιατρός, φιλόλογος», αντί «γιατρίνα, φιλολογίνα» ή, ακόμα, «η κ. Γυμνασιάρχης» αντί «η κ. Γυμνασιάρχισσα», ή «η ηγουμένη της Ι. Μονής» αντί «η ηγουμένισσα της Ι. Μονής», παρότι είναι γνωστή η πόλη του Κιλκίς Γουμένισσα, που θα δημιουργήθηκε, προφανώς, από τον τελευταίο τύπο, κατ’ επηρεασμόν της δημοτικής.
Όσο και αν προτείνει ο Εμμ. Κριαράς[1] ότι, στη Δημοτική, το θηλυκό των ουσιαστικών «ο συγγραφέας» και «ο γραμματέας» πρέπει να είναι η συγγράφισσα και η γραμμάτισσα, ποτέ η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν θα τα αποδεχθεί και ενστερνιστεί στη μορφή αυτήν και θα συνεχίσει να λέγει η συγγραφέας και η γραμματέας.
5. Ο μήνας Οκτώβριος είναι ο μοναδικός από τους τέσσερις τελευταίους μήνες που δεν παίρνει [μ]. Έτσι, γράφουμε Οκτώβριος, αλλά Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)