+ Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου *** Κυρού Ειρηναίου Γαλανάκη *** Μ υ σ τ ι κ ή Π ρ ο σ ε υ χ ή




+ Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου

      Κυρού  Ειρηναίου Γαλανάκη

 

Μ υ σ τ ι κ ή  Π ρ ο σ ε υ χ ή

Εισαγωγή- Επιμέλεια

Κωνσταντίνος Φουρναράκης

 [Τυποκρέτα Γ. Καζανάκης, Χανιά 2016, χορηγία ΑΝΕΚ, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 165]

 

   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

  www.ret-anadromes.blogspot.com

 

 Ο πολύς κόσμος γνώριζε τον μακαριστό Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίο Γαλανάκη, τον θρυλικό εκείνο Γέροντα και «Παππού της Κρήτης», όχι τόσο ως τον άνθρωπο της θεωρίας, της κατήχησης και του κηρύγματος, αλλά, κυρίως, ως τον άνθρωπο της ορθοπραξίας, τον άνθρωπο των μεγάλων έργων και αποφάσεων. και είναι, πράγματι, σε όλους, λίγο πολύ, γνωστό το τεράστιο κοινωνικό έργο που επιτέλεσε στα χρόνια της αρχιερατείας του στον Κίσαμο ο Ειρηναίος Γαλανάκης: τα οικοτροφεία, οι Σχολές μαθητείας των νέων, οι Εταιρείες Ανάπτυξης, η Ορθόδοξος Ακαδημία της Κρήτης, για να αναφερθούμε, μόνο, στα κυριότερα. Σήμερα, πλέον, με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα (τέλος του 2016), στα Χανιά, με τον τίτλο: «Μυστική Προσευχή», γνωρίζουμε και μιαν άλλη πτυχή, μιαν άλλη διάσταση της ζωής του μεγάλου αυτού Ιεράρχη, αυτήν που και ο ίδιος είχε μόνιμα στην καρδιά του και μας την εξωτερικεύει στην «Παρακαταθήκη» του, γράφοντας τα εξής: «Διαισθάνομαι ότι σεις κάνετε κάποιον άλλο λογαριασμό και μετράτε τα οικοτροφεία, τις σχολές και τα πλοία που έκτισε ο Επίσκοπός σας Ειρηναίος. Εγώ, όμως, παιδιά μου, σκέπτομαι το κτίσιμο της ψυχής σας, τη χριστιανοποίηση και την αγιοποίηση του Λαού μας. Το ουσιαστικό μου έργο αυτό ήταν και είναι ακόμα. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η κατήχηση των νέων, η οικοδομή των πιστών, ο καταρτισμός των αγίων». Και πράγματι, δεν ξεχνώ που σε ομιλία μου, των Τριών Ιεραρχών, στο Καστέλι, το έτος 1994- κατόπιν προσκλήσεώς του μακαριστού Ιεράρχη, παρακινημένου σε τούτο από βιβλίο μου για τον ι. Χρυσόστομο που του είχαν δωρίσει- δεν ξεχνώ, λέγω, πόση ώρα ο σεβαστός Ιεράρχης, αφού εγώ είχα τελειώσει τον λόγο μου, συνέχιζε από το βήμα να εμπεδώνει τα λεχθέντα στο ποίμνιό του.

Επιμελητής της έκδοσης αυτής- που ήλθε στο φως της δημοσιότητας με χορηγία της ΑNEK LINES- είναι ο εκλεκτός φίλος κ. Κωνσταντίνος Φουρναράκης, Δρ Φιλολογίας, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τέως Προϊστάμενος των ΓΑΚ- ΙΑΚ Χανίων, χώρος, αυτός ο τελευταίος, στον οποίο ο κ. Φουρναράκης διακρίθηκε σημαντικά, παρουσιάζοντας ένα θαυμάσιο και εξαιρετικά πολυσχιδές έργο με εκδηλώσεις και, κυρίως, εκδόσεις βιβλίων και μάλιστα αρκετών έργων από την πολύτιμη συλλογή του μεγάλου Ρεθυμνίου λαογράφου (του λαογράφου της Κρήτης), Παύλου Βλαστού, που είχαμε την ευκαιρία να τα παρουσιάσουμε και αυτά, κατά καιρούς, από τις στήλες της έγκριτης αυτής εφημερίδας.

Η επιμέλεια του παρόντος βιβλίου του μακαριστού Ιεράρχη από τον κ. Φουρναράκη είναι καθ’ όλα υποδειγματική, ενώ και η Ε ι σ α γ ω γ ή  του σε αυτό μεγαλειώδης, ένα πραγματικά έξοχο θεολογικό- καίτοι γραμμένο από φιλόλογο συνάδελφο- δοκίμιο πάνω στην προσευχή, επιμεριζόμενο σε μέρη δύο. στη θεολογική, αφενός, ανάλυση της ουσίας του όρου «προσευχή», με εύστοχες αναφορές σε υπέρτατα δείγματα προσευχών, όπως αυτών του ιερού Αυγουστίνου και της «Κυριακής Προσευχής», της γνωστής στον πιστό του Θεού λαό και ως «Πάτερ Ημών». Αφετέρου, ο Επιμελητής προχωρεί, περαιτέρω, και σε ανάλυση και θεολογική διείσδυση στον προσδιοριστικό του τίτλου όρο «μυστική», με βάση, εδώ, την ανάλυση της πρωταρχικής του όρου σημασίας από τον αείμνηστο Καθηγητή και Ακαδημαϊκό Νικόλαο Λούβαρη, παραθέτοντας, προς τούτο, δείγματα μυστικών προσευχών και μάλιστα αυτών του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ενός των μεγαλυτέρων μυστικών της Εκκλησίας, αλλά και αυτής, της λαϊκής προσευχής, από τα «Απομνημονεύματα», του πιστού Στρατηγού Μακρυγιάννη.

Αυτά, εισαγωγικά, είναι και τα νάματα της πνευματικής παράδοσης της Ορθοδοξίας που βιώνει μέσα του ο μακαριστός Ιεράρχης, που ένιωθε πολύ συχνά την ανάγκη να προσευχηθεί και να μιλήσει με τον Θεό, για να αντλήσει δυνάμεις και να προχωρήσει αποτελεσματικά στο μέγα επί γης κοινωνικό έργο του. Η προσευχή ήταν για τον Ειρηναίο το μόνιμο στήριγμά του στην πορεία του για εσωτερική μεταμόρφωση και στον αγώνα του για την απλόχερη προσφορά της αγάπης του στον πλησίον. Και πράγματι, αν προσέξουμε, οι προσευχές του ήταν βαθιά αιτήματα της ψυχής του προ τον Θεό να τον αξιώσει και να διακονήσει πιστά τον άνθρωπο: «θυμήσου, Κύριε - λέγει, προφητικά, ο Ειρηναίος σε μια προσευχή του- εκείνα τα σχέδια και τα ονειροπολήματα των παιδικών και των εφηβικών μου χρόνων. Να κρατώ ένα μαντήλι και να σκουπίζω τα δάκρυα των ανθρώπων. Να είμαι ένας αητός και κάτω από τις φτερούγες μου να ζεσταίνω την ανθρώπινη δυστυχία. Να κόβω την καρδιά μου, για να χορτάσω με τα κομμάτια της τους φτωχούς και τα ορφανά παιδάκια….». Και συνεχίζει αλλού με ασπίδα του τον γνωστό κυριακό λόγο: «Αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν….». Και το δοκίμασε αυτό πολλές φορές ο μακαριστός Ιεράρχης στις καθημερινές προσευχές του και πάντα έβλεπε τα αποτελέσματα ολοφάνερα μπροστά του. ναι, έβλεπε να του ανοίγονται πόρτες διάπλατα στην επιτέλεση του μεγαλόπνοου κοινωνικού του έργου, με τον Χριστό δίπλα του ολοζώντανο οδηγό, αρχηγέτη, παρηγορητή, συμπολεμιστή και συνοδοιπόρο στον αντίξοο και ανάντη του χρέους αγώνα. «Αυτό το βράδυ θέλω να σε γνωρίσω, Κύριε,…., προσεύχεται κάπου αλλού ο Ειρηναίος, μα Κείνος δεν ερχότανε. Κι όμως ερχόσουνα, Κύριε. Ναι, ερχόσουνα αλλά σιγά- σιγά και μυστηριακά, όπως έρχεσαι πάντα σε κείνους που σε φωνάζουν και σε προσμένουνε. Εβράδυνες μόνο τα βήματά σου, για να με κάνεις να Σου φωνάξω περισσότερο, να σε νοσταλγήσω περισσότερο, να Σε αγαπήσω περισσότερο. Ήλθες αγαπημένε, Κύριε, και μου ’δωκες τη νίκη» (Τ. 36).

Οι μυστικές προσευχές του Ειρηναίου είναι- σημειώνει ο κ. Φουρναράκης- υπέροχα λυρικά άσματα, θερμές παρακλήσεις για να γνωρίσει το Φως του κόσμου, να φωτίσει ο Χριστός την οδό της ζωής του. Είναι κατανυκτικές δεήσεις, για να ενδυναμωθεί το μεγάλο τάμα της ζωής του, στην αφιέρωσή του στο μεγάλο ιδανικό, να γίνει, δηλαδή, ένας ιππότης του σταυρού. Στην Εισαγωγή του, περαιτέρω, ο κ. Φουρναράκης σαν μέλισσα παρακολουθεί προσεκτικά και καταγράφει πλήθος γεγονότων και εικόνων της καθημερινής ζωής του Ιεράρχη, τις σχέσεις του με το ποίμνιό του, την παιδική του ηλικία, την οικογένειά του, ώστε να έχουμε μιαν πλήρη και σαφή εικόνα της πνευματικής προσωπικότητας και της προσευχητικής και φιλοκαλικής του δύναμης και διάθεσης.

Και όμως να! που την κινητήρια αυτήν δύναμη, την προσευχή, τις μπαταρίες απ’ όπου ο σεβάσμιος Γέροντας αντλούσε τις δυνάμεις του, για την επιτέλεση του τεράστιου κοινωνικού και πολυσχιδούς έργου του, την κρατούσε εφτασφράγιστο μυστικό στα δακτυλογραφημένα ποιήματά του και στα τετράδια που, σωστός του λόγου τεχνίτης, διατηρούσε με την αναγραφή πάνω στην ετικέτα τους της λέξης: «spiritualität», που σημαίνει, ακριβώς, στα γερμανικά, «πνευματικότητα» (και είναι γνωστές, οι γαλλικές και γερμανικές του Ειρηναίου γνώσεις από  τις μεταπτυχιακές σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Λίλ και του Παρισιού, στον τομέα της Πρακτικής Θεολογίας και της Κοινωνιολογίας). Τα τετράδια, λοιπόν, αυτά περιέχουν καταγραφές σε ρέουσα, ζωντανή, στέρεη και χειμαρρώδη δημοτική γλώσσα (την γλώσσα του Ειρηναίου, για να τον καταλαβαίνει ο απλός λαός), πλούσιων μυστικών εμπειριών και προσευχητικών και δοξολογικών του σκέψεων, αναφορών και σημειώσεων, με θεολογικά ποιήματα, πολλά από τα οποία καταλήγουν σε μια προσευχή ή συνομιλία με το θείο, με βασικό τους θέμα, πάντοτε, το μυστικιστικό βίωμα, την ορθόδοξη πνευματικότητα, την προσευχή, τον θείο έρωτα και τη συνάφεια του πιστού με το σώμα του Χριστού και της Εκκλησίας μέσω της θείας Κοινωνίας.

Τα σημειώματα αυτά του μακαριστού Ιεράρχη χρόνια τώρα περίμεναν «άγνωστα»- παρά τα γνωστά και κυκλοφορούντα τουλάχιστον δύο δεκάδες βιβλία του- τον άνθρωπο που θα έσκυβε πάνω τους με τον προσήκοντα σεβασμό και θα τα επιμελούνταν και δημοσίευε. Και να που τον βρήκαν στο πρόσωπο του εκλεκτού φίλου, δρ φιλολόγου, κ. Φουρναράκη. Τα θερμά μας συγχαρητήρια στον κ. Κ ω ν. Φ ο υ ρ ν α ρ ά κ η και στους λοιπούς αξιόλογους συντελεστές της έκδοσης αυτής, τους οποίους βεβαιώνουμε ότι: «ὂντως καλόν ἒργον εἰργάσαντο, ἐπειδάν καί ἐτελείωσαν αὐτό». Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της πίστης και του Χριστιανισμού, όπως αυτές βιώθηκαν από μεγάλους άνδρες της εποχής μας, δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού.

ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ *** ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΟΝΩΝ *** Η Αρκαδίου ή Μεγάλη Αγορά


Αρκαδίου: Το παλιο Δημαρχείο στη Χαλάστρα
ΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ   ΧΡΟΝΩΝ

 Αναμνήσεις μου από το παλιό Ρέθυμνο, με κέντρο αναφοράς το μαγαζί του πατέρα μου, στη Μεγάλη Πόρτα     

                      (Δεκαετίες: 1950- 1960)

        Η Αρκαδίου ή Μεγάλη Αγορά

 
    ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

 

 Ο άλλος δρόμος της πόλης μου (εκτός από την οδό Εθνικής Αντιστάσεως και τότε Κωνσταντινουπόλεως) ήταν η Α ρ κ α δ ί ο υ  ή «Μ ε γ ά λ η  Α γ ο ρ ά»- όπως αλλιώς ακουγόταν από τους συμπολίτες μου τον καιρό εκείνο. Ο δρόμος αυτός συγκέντρωνε όλα τα εμπορικά καταστήματα, που πουλούσαν κυρίως ρουχισμό κι υποδήματα, οπότε όλες τις ώρες της ημέρας έσφυζε από την ίδια, περίπου, κίνηση και ζωή. Στον δρόμο αυτόν, που δεν είναι φαρδύτερος από πέντε- δέκα μεγάλες δρασκελιές, μέχρι και τη δεκαετία του πενήντα- ίσως και για μερικά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του εξήντα- γινόταν κάθε βράδυ, τον χειμώνα, αλλά πιότερο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγαλογιορτές, το γνωστό σ’ ολόκληρη την Ελλάδα «νυφοπάζαρο», «β ό λ τ α» το λέγαμε εμείς οι Ρεθεμνιώτες. Κομψευόμενοι νεαροί και κομψευόμενες νέες έκαναν την εμφάνισή τους σ’ αυτό, επιδεικνύοντας οι δεύτερες τις τουαλέτες και τα κοσμήματά τους, τα ωραία χτενίσματά τους και ό,τι άλλο μπορούσε να προκαλέσει το άλλο φύλο και να συζητηθεί. Τα καλοκαίρια η «βόλτα» γινότανε στη λεωφόρο Κ ο υ ν τ ο υ ρ ι ώ τ η  και στην π α ρ α λ ί α, δρόμοι πιο ανοιχτοί και πιο αεράτοι και δροσεροί από την περίκλειστη από παντού Αρκαδίου, που, για τον λόγο αυτόν, προσφερόταν περισσότερο στις παγερές ημέρες του χειμώνα.

Στην Αρκαδίου η βόλτα το βράδυ- ειδικά αυτή της παραμονής της Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά ς ή της Κυριακής των Απόκρεω- προσλάμβανε, θυμάμαι, γιορταστικό, πραγματικά πανηγυρικό χαρακτήρα. Αυτές ήταν οι μοναδικές, ίσως, νύχτες του χρόνου που, χωρίς εξαίρεση, όλοι σχεδόν οι Ρεθεμνιώτες, φορώντας τα «καλά» τους, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, μαζεύονταν στον δρόμο αυτόν να περπατήσουν όλοι μαζί, να κουβεντιάσουν και να αισθανθούν κοντά, να νιώσουν ο ένας την ανάσα και την παρουσία του άλλου. σουλατσάριζαν, λοιπόν, πάνω- κάτω, καμιά φορά και «υπό βροχήν», με ανοιχτές τις ομπρέλες, ξεφλουδίζοντας σποράκια ή βάζοντας στο δόντι κανέν’ αράπικο φιστίκι, στραγάλια ή σταφίδες από το πασατεμπάδικο του Γ ι ά ν ν η  του Σ ι μ ι τ ζ ή, απέναντι από τη Λότζια, που, τότε, στέγαζε το αρχαιολογικό Μουσείο του Ρεθύμνου. Ταυτόχρονα, μουζίκες, σερπαντίνες, κομφετί, χαρτοπόλεμος, δημιουργούσαν, ανάλογα με τη γιορτή, έν’ αληθινό πανδαιμόνιο.

Στις ώρες αυτές που διαρκούσε το ανθρώπινο πανηγύρι η Αρκαδίου- από το Καμαράκι ίσαμε και τη διασταύρωσή της με τη σημερινή Ιουλίας Πετυχάκη- βρισκόταν στις πιο μεγάλες της δόξες. Σ’ όλη τη διάρκεια του σουλάτσου, που δρόμος και πεζοδρόμια αργοσέρνονταν σαν ένα μακρύ ανθρώπινο φίδι από τη μια μεριά στην άλλη, βρίσκανε την ευκαιρία κι οι έμποροι να κάνουν επίδειξη των εμπορευμάτων τους και να τραβήξουν πελατεία για την επόμενη μέρα. υφάσματα, ρούχα, δερμάτινα είδη, τσάντες, υποδήματα εκθέτονταν όλα σε κοινή θέα των Ρεθεμνιωτών, που αργόσχολα σουλατσάριζαν και δεν το ’χαν για τίποτε, κάθε λίγο, να σταματούν και λιγάκι- προκειμένου να δώσουν και καιρό για ξεκούραση στα πόδια τους, που ’βγαζαν φούσκες από το πολύωρο περπάτημα- και μαζί να παρακολουθούν και τις εντυπωσιακές βιτρίνες. Φωταγωγούσαν, λοιπόν, οι έμποροι μέσα κι έξω τα καταστήματά τους και δημιουργούσαν χάμω, στο δάπεδο, μικρούς εκθεσιακούς χώρους, ξετυλίγοντας τα τόπια με τα πολύχρωμα υφάσματα και απλώνοντάς τα με γούστο και χάρη πάνω στο δάπεδο σε μορφή τεχνητών πυραμίδων και σε διάφορους εντυπωσιακούς σχηματισμούς. Και το θέαμα, ορισμένες φορές, γινόταν πραγματικά εντυπωσιακό! Δεν ξεχνώ, σ’ αυτόν τον ίδιο δρόμο, την Αρκαδίου, τις βιτρίνες που έφτιαξε, κάποιες χρονιές, στο παπουτσάδικό του ο Χάρης ο Κουγιτάκης, που αυτές πια έτρεχαν και τη μέρα οι Ρεθεμνιώτες, για να τις αποθαυμάσουν.

  Οπωσδήποτε, η Αρκαδίου είχε και πιο ομορφοκτισμένα, νοικοκυρεμένα και γουστόζικα σπίτια απ’ ό,τι η «Μικρή Αγορά», καμωμένα, όλα- βενετσιάνικα ορισμένα, όπως η σημερινή οικία Δρανδάκη- με μια πρωτογενή αρχοντιά και παραμυθένια χάρη, ακόμα και τα τούρκικα, μ’ όλην εκείνη τη στοχαστική απλότητα, που ξέρει να ζεσταίνει και ν’ αρωματίζει την καρδιά και τα αισθήματα του ανθρώπου και δείχνει πως
Βενετσιάνικο αρχοντικό Αρκαδίου (οικ. Δρανδάκη)
πραγματικά τα σέβονταν και τα πονούσαν όλοι αυτοί που τα ’κτισαν και κάθονταν μέσα στον καιρό τους και στις δόξες τους, οι μεγαλουσιάνοι, τα διάφορα αρχοντόσογα, οι τρανοί και δοξασμένοι αυτής της πολιτείας. Κι έβλεπες που και που ν’ αργοπερνά από δίπλα σου και κανένα μισοερειπωμένο κιόσκι, θλιβερό κι αυτό απομεινάρι της Τουρκοκρατίας, με σκουριασμένα σιδερόπλεχτα μικρά παραθυράκια, που σου χασκογελούσανε περιπαίζοντας το αδιάφορο πέρασμα του χρόνου και του πολιτισμού. Κι οι γλάστρες με τις βιγκόνιες, τις μπουκαμβίλιες και τα βασιλικά να σκορπούν ένα γύρο στις εσωτερικές «κρυμμένες αυλές» και τις ταράτσες των σπιτικών την ομορφιά πολύχρωμων ανθέων, αναρριχώμενης πρασινάδας και δέντρων σε μια σπάνια ποικιλία χρωμάτων κι ευωδιών. Κι ήταν κάθε μια απ’ αυτές τις κρυμμένες (πίσω από πανύψηλους τείχους)  α υ λ έ ς της Αρκαδίου, αλλά κι άλλων δρόμων του παλιού Ρεθέμνους, στον καιρό τους, ένα κομμάτι από τον παράδεισο
. φοίνικες, λεμονιές, πορτοκαλιές, ωδικά πτηνά, μέλισσες περιέτρεχαν στη λουλουδένια ομορφιά και βομβούσαν ήρεμα στον αέρα, τονίζοντας θείες, ουράνιες αρμονίες, ενώ πεταλούδες με τις εκτυφλωτικά πορτοκαλιές ανταύγειές τους κυριολεκτικά πνίγονταν στην ευωδιά ηδύπνοων άσπρων κρίνων, γιασεμιών και χίλιων άλλων μυριστικών. Το πάλαι ποτέ μικρό «Ρεθυμνάκι», μ’ όλα τα παραπάνω, έδειχνε ένα μείγμα Δύσης κι Ανατολής, πόλης κι επαρχίας, που άλλοτε κοίταζε στοχαστικά προς τα μπρος και άλλοτε προβληματισμένο γύριζε προς τα πίσω.

 Νιώθω απεριόριστη αγάπη, στοργή και σεβασμό προς τον παλιό καλό τεχνίτη, τον μάστορη, με την προαιώνια παράδοση, που συνεχίζει το έργο των προγόνων του και που δουλεύει «ψυχή τε και πνεύματι», για να δημιουργήσει μια σειρά μοναδικές, αξεπέραστες δημιουργίες, σε μια ζωή πνευματικά ανευνούχιστη, αφοσιωμένος με πίστη και κατάνυξη στην υψηλή αποστολή του. Όπως εύστοχα παρατηρεί κι ο Παντελής Πρεβελάκης[1], «κείνος που ξαστοχά τις τέχνες και τις συνήθειες της περασμένης ζωής, ξαστοχά την ίδια τη ζωή, πούναι καμωμένη από τον αγώνα των ανθρώπων και τα μεράκια τους. Η ιστορία που γράφουν τα χαρτιά να τη διαβάζουν στα σκολειά είναι ένα τίποτα μπροστά στον καθημερινό ίδρο που χύσαν οι άνθρωποι πάνω στα σύνεργα και στα υλικά της δουλειάς τους, για να γεμίσουν τον κόσμο πλούτη κι ομορφάδες». Θεωρώ για τούτο αξιοθαύμαστα τα κατορθώματα της παλιάς μαστορικής, μολονότι κι εκεί η τυποποίηση που ευτελίζει τις σύγχρονες δημιουργίες δεν είναι, πάντοτε, ένα εντελώς άγνωστο φαινόμενο.

 Η ονομασία, λοιπόν, της Αρκαδίου ως «Μ ε γ ά λ η ς  Α γ ο ρ ά ς» οφείλεται,
Η Αρκαδίου βόρεια του παλιού Δημαρχείου
νομίζω, όχι τόσο στην κίνησή της, που, σαφώς, πάντα, ήταν πολύ μικρότερη αυτής της «Μικρής Αγοράς», σημερινής οδού Εθνικής Αντιστάσεως, αλλά στο μήκος του δρόμου που τη φιλοξενεί και στο πλήθος και τον πλούτο των καταστημάτων της και των νοικοκυριών της. Και αυτό, να σημειώσουμε, από τα μέσα του 18ου αι., επί Τουρκοκρατίας, όταν δημιουργήθηκε η βορειοανατολική σειρά οικοδομημάτων της Αρκαδίου, αποτελούμενη από τρία οικοδομικά τετράγωνα σε παράταξη. Η Αρκαδίου, από τον καιρό εκείνο άρχισε να υφίσταται ως δρόμος- γιατί πιο πριν, στη Βενετοκρατία, ήταν απλά ο αδιαμόρφωτος Δ ρ ό μ  ο ς  τ η ς  Ά μ μ ο υ. Από τότε η Αρκαδίου, μαζί με το «Μ α κ ρ ύ  Σ τ ε ν ό» (το Ουζούν Γιολ των Τούρκων), έγινε ο μακρύτερος δρόμος της πόλης μου. Μάλιστα, αυτό το τελευταίο, το Μακρύ Στενό, κόβει την παλιά πόλη κατάστηθα στα δυο, από τα παλιά τουρκικά
Η Αρκαδίου ανατολ. του παλιού Δημαρχείου
μεζάρια-
όπου η γης χορτασμένη από πλήθος τούρκικα κουφάρια θεριεύει σήμερα τα θεόρατα δέντρα και τις πρασινάδες του Δημοτικού μας Κ ή π ο υ- μέχρι της νότιες παρυφές του κάστρου της Φορτέτζας. Στον δρόμο αυτόν, στο Ουζούν Γιολ, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, περίσσευε το τουρκικό στοιχείο, το φέσι, ο φερετζές κι η μαντίλα, στοιχεία που προσδιόριζαν τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων που αντιστοιχούσαν στην αγροτική, θεοκρατική κοινωνία πριν από τον Kεμάλ.

Όσο προχωρείς στους δρόμους αυτούς και τα λοιπά στενοσόκακα της παλιάς πόλης, νιώθεις βαθιά μέσα σου πως περπατάς σε μια μ ε σ α ι ω ν ι κ ή  π ο λ ι τ ε ί α, κουρασμένη από τους χρόνους, μουντή, θλιμμένη, αποκαρωμένη, βυθισμένη στη βαθιά σιωπή του παρελθόντος. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια πολιτεία που δεν έριξε τα αγέρωχα τείχη της και παραμένει μια όμορφη νησίδα αυθεντικής μεσαιωνικής αισθητικής, που δεν άφησε τίποτα ν’ αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της, που δεν έκανε και πολλά βήματα προς την εποχή μας, μη ποθώντας τίποτε από τον πολιτισμό μας και  την πολυάσχολη ταραχή του.




[1] Παντελή Πρεβελάκη, Το Χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1980, 131.

 

ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ *** ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ -2-




ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

                                                           - 2-

    ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

http://historicalcrete.ims.forth.gr

ΑΡΘΡΟ

      Το τελικό [ν] στην αιτιατική ενικού του αρσενικού άρθρου πρέπει να μπαίνει πάντοτε, προς διαχωρισμό από το αντίστοιχο άρθρο του ουδετέρου και όχι μόνο όταν ακολουθεί ψιλό κ, π, τ, δίψηφο μπ, ντ, γκ, τσ, τζ ή γράμμα διπλό ξ, ψ, όπως προβλέπει η Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη. Για παράδειγμα, διάβασα σε ιστορική πραγματεία για το Ρέθυμνο: «Το μεσαίο πολυέλαιο αφιέρωσαν στο ναό της Αγίας Βαρβάρας οι Ρώσοι». Η γραφή αυτή- και ιδιαίτερα για ξένους ή μικρά παιδιά, που μαθαίνουν την γλώσσα - παραπέμπει σε ουσιαστικά ουδετέρου γένους «το πολυέλαιο»  και «το ναό». Ορθότερη, λοιπόν, θεωρώ τη γραφή: «Τον μεσαίο πολυέλαιο αφιέρωσαν στον ναό της αγίας Βαρβάρας οι Ρώσοι», όπου σαφώς η γραφή παραπέμπει σε αρσενικά ουσιαστικά ο πολυέλαιος και ο ναός.  

 

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1.                     Στα προπαροξύτονα αρσενικά σε –ος (ο άγγελος) και ουδέτερα σε –ο (το πρόσωπο) ο τόνος στη γενική του ενικού και πληθυντικού και στην αιτιατική πληθυντικού κατεβαίνει στην παραλήγουσα (του αγγέλου, των αγγέλων, τους αγγέλους, του δημάρχου, των δημάρχων, τους δημάρχους, του προσώπου, των προσώπων κ.λπ. Είναι λάθος- και δεν γινόμαστε περισσότερο δημοτικιστές- εάν πούμε του άγγελου, τους άγγελους, του δήμαρχου, τους δήμαρχους, του πρόσωπου κ.λπ.). Αντίθετα, κάτι τέτοια μαργαριτάρια είναι προϊόντα άγνοιας των κανόνων της Γραμματικής και έλλειψης γλωσσικής καλαισθησίας.

2.                             Παρόμοιο λάθος παρατηρείται και στις προπαροξύτονες μετοχές του ενεστώτα της παθητικής φωνής, οι οποίες όταν λαμβάνονται ως ουσιαστικά κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική του ενικού, καθώς και στη γενική και αιτιατική πληθυντικού. Π.χ. λέμε των εργαζόμενων φοιτητών (επίθ.), αλλά η απόλυση των εργαζομένων (ουσ.), τους εργαζόμενους φοιτητές (επίθ.), αλλά αμείβουμε τους εργαζομένους (ουσ.), επίσης, των κατηγορούμενων, τους κατηγορούμενους (ως επίθ.) αλλά των κατηγορουμένων, τους κατηγορουμένους (ως ουσ.).

3.                              Όσο για την γενική σε –έως, παράλληλα με την γενική σε –ης, των αρχαιόκλιτων σε –η θηλυκών (η πόλη της πόλης και πόλεως, η σκέψη της σκέψης και σκέψεως), υπάρχουν πολλοί νεόκοποι δημοτικιστές που πάνε να την καταργήσουν τελείως, γιατί, τάχατες, είναι καθαρευουσιάνικη ή ίσως, ακόμα, γιατί την αγνοούν παντελώς.

4.                             Επειδή στη ζωή μου ήμουν πάντοτε μετριοπαθής και συνήθισα να αποφεύγω τις ακρότητες, θεωρώ ότι συντελείται κακοποίηση και βιασμός της Νεοελληνικής μας γλώσσας, χρησιμοποιώντας ορισμένους τύπους ουσιαστικών. Και πιο συγκεκριμένα. θηλυκά που δηλώνουν ιδιότητα, αξίωμα ή επαγγέλματα που ως τώρα ανήκαν μόνο σε άνδρες, δεν ακούγονται καθόλου ωραία, αν τα πούμε σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής.

       Έτσι, η Δημοτική για τα συγκεκριμένα θηλυκά έχει τις καταλήξεις -ίσσα, -τρα, -τρια, -αινα, -ίνα, -ού, -α, -η. Από τα θηλυκά αυτά δεν απάδουν φωνητικά όσα έχουν τις καταλήξεις: -τρα (μοιρολογήτρα, κλέφτρα, ψεύτρα κ.λπ.), -τρια (συντάκτρια, εθελόντρια, εγγυήτρια, λογίστρια, μεταφράστρια κ.λπ.), -αίνα (λύκαινα, δράκαινα), -ου (παλικαρού, δουλευταρού, μυλωνού, γλωσσού), -α (δούλα, σερβιτόρα, νοσοκόμα, πρεσβυτέρα, δασκάλα) και –η (αδελφή, φίλη).

     Το πρόβλημα δημιουργείται και εντοπίζεται στα θηλυκά σε –ίσσα και –ίνα. Έτσι, σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής πρέπει να λέμε: ειρηνοδίκισσα, πρωτοδίκισσα, γυμνασιάρχισσα, γεωπόνισσα, μπακάλισσα, συγγένισσα, συναδέλφισσα, ηγουμένισσα, βιβλιοπώλισσα, λοχαγίνα, αρχηγίνα, γιατρίνα, βουλευτίνα, αρχαιολογίνα, ηθοποιίνα, πρωθυπουργίνα, φιλολογίνα, δικαστίνα (και δικάστρια), χωροφυλακίνα, αεροπορίνα, προσφυγίνα κτλ.

   Τα παραπάνω παράγωγα, με τις συγκεκριμένες καταλήξεις (-ίσσα και –ίνα), είναι γεγονός ότι το γλωσσικό αισθητήριο του λαού μας-   επηρεασμένο, ίσως, από την καθαρεύουσα αιώνων- δεν τα αποδέχτηκε από την πρώτη στιγμή, οπότε, τώρα πια, είναι αδύνατον, πιστεύω, να τα βάλει στη γλώσσα του και να τα αγκαλιάσει με την παραπάνω- σύμφωνα με τους κανόνες της Δημοτικής- μορφή και θα συνεχίσει να τα λέγει, όπως τα έλεγε για αιώνες, κάτω από την επίδραση της καθαρεύουσας.

    Εξάλλου, οι συγκεκριμένες μορφές θηλυκών ουσιαστικών αποφεύγονται επιμελώς και από την Νεοελληνική Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη, του ΟΕΔΒ, που διδάσκεται στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και δεν διδάσκονται στους μαθητές. οπότε, φαίνεται πραγματικά δύσκολος, αν όχι αδύνατος, ο εθισμός του απλού λαού να μάθει να χρησιμοποιεί τους συγκεκριμένους τύπους του θηλυκού. Θα συνεχίσει, λοιπόν, ο λαός μας να λέγει η λοχαγός, η αρχηγός, η γιατρός, η βουλευτής, η υπουργός, η πρωθυπουργός, η αρχαιολόγος, η ηθοποιός, η χειρουργός, η φιλόλογος, η ειρηνοδίκης, η πρωτοδίκης, η γυμνασιάρχης, η γεωπόνος, η συγγενής, η συνάδελφος, η ηγουμένη, η βιβλιοπώλης. Και το θεωρώ σωστότερο, στο ακουστικό αισθητήριο του λαού μας, να λέμε και να γράφουμε «η κόρη μου σπουδάζει γιατρός, φιλόλογος», αντί «γιατρίνα, φιλολογίνα» ή, ακόμα, «η κ. Γυμνασιάρχης» αντί «η κ. Γυμνασιάρχισσα», ή «η ηγουμένη της Ι. Μονής» αντί «η ηγουμένισσα της Ι. Μονής», παρότι είναι γνωστή η πόλη του Κιλκίς Γουμένισσα, που θα δημιουργήθηκε, προφανώς, από τον τελευταίο τύπο, κατ’ επηρεασμόν της δημοτικής.           

     Όσο και αν προτείνει ο Εμμ. Κριαράς[1] ότι, στη Δημοτική, το θηλυκό των ουσιαστικών «ο συγγραφέας» και «ο γραμματέας»  πρέπει να είναι η συγγράφισσα και η γραμμάτισσα, ποτέ η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν θα τα αποδεχθεί και ενστερνιστεί στη μορφή αυτήν και θα συνεχίσει να λέγει η συγγραφέας και η γραμματέας.

5.              Ο μήνας Οκτώβριος είναι ο μοναδικός από τους τέσσερις τελευταίους μήνες που δεν παίρνει [μ]. Έτσι, γράφουμε Οκτώβριος, αλλά Σεπτέμβριος, Νοέμβριος,  Δεκέμβριος.



[1] Εμμ. Κριαράς, Γλωσσικό αίσθημα και νεόπλαστα θηλυκά, εφημ. «Τα Νέα» 10-11-1990, 44.