Η πολιορκία του πύργου των Λιθινών, Σητείας (Δεκέμβριο 1828)

 

Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα

 

 

Η πολιορκία του πύργου των Λιθινών, Σητείας

(Δεκέμβριο 1828)

 

 

        ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Στο χωριό Λιθίνες, τον Δεκέμβριο του 1828, μέσα σε ένα παλιό ισχυρότατο βενετσιάνικο πύργο, που ανήκε στην φεουδαρχική οικογένεια του Φραγκίσκου Βλάχου, πρόφτασαν και κλείστηκαν εκατό σαράντα οπλισμένοι Τούρκοι και διακόσια πενήντα γυναικόπαιδα, περί τα τετρακόσια, δηλαδή, άτομα συνολικά. Οι χριστιανοί επαναστάτες τους πολιορκούσαν επί τρία συνεχή ημερονύχτια.

Στην επιχείρηση αυτήν έλαβαν μέρος με επικεφαλής τον Στρατάρχη Τσουδερό και οι Αγιοβασιλειώτες, ενώ εν μέσω αυτών ο Νίκος Φασατάκης αναφέρει ονομαστικά και τον Σελλιανό Κωνσταντίνο Δ. Τσουρμπάκη, που- όπως φαίνεται από τα πιστοποιητικά του- στα 1828 συμμετείχε, πράγματι, στη συγκεκριμένη εκστρατεία[1]. Όπως, μάλιστα, διηγείται με συντομία ο ίδιος ο Τσουρμπάκης, όταν έφτασαν στη Σητεία, οι Τούρκοι κλείστηκαν στον Πύργο των Λιθινών και τους πολιορκούσαν για τρεις ημέρες συνεχώς. Οι επαναστάτες τούς έδιναν όρκους και υποσχέσεις για τη σωτηρία τους, αν παραδίνονταν, αλλά αυτοί δεν είχαν το θάρρος, αλλά ούτε και έδιναν πίστη στις υποσχέσεις τους, για να παραδοθούν. Στο τέλος οι επαναστάτες γκρέμισαν τον πύργο και τους έκαψαν όλους όσοι ήταν μέσα[2].

Ας παρακολουθήσουμε, όμως, λεπτομερέστερα τη διήγηση των παραπάνω γεγονότων, στην οποία τον ενεργό ρόλο διαδραμάτισε ο Αγιοβασιλειώτης Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός (εικ.). Στις τρεις, λοιπόν, μέρες που πολιορκούσαν τον πύργο οι επαναστάτες έπεσαν δεκατέσσερις από αυτούς και πληγώθηκαν αρκετοί, ενώ οι εχθροί ήταν, οπωσδήποτε, ασφαλέστεροι και καλώς οχυρωμένοι μέσα στον τριώροφο πύργο. Στο πρώτο και δεύτερο πάτωμα βρίσκονταν οι ένοπλοι και απέκρουαν τους χριστιανούς, οι δε απόλεμοι και τα γυναικόπαιδα βρισκόταν στο τρίτο. Ένιωθαν, λοιπόν, ασφαλείς, γι’ αυτό και δεν υπάκουαν στις προσκλήσεις των χριστιανών για παράδοση[3].

Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός

 Ο Τσουδερός, τότε, βιάστηκε να δώσει ένα τέλος στην πολιορκία, γιατί ήθελε να προλάβει δυο κακά. τη βοήθεια, αφενός, των Τούρκων από την Ιεράπετρα και το Ηράκλειο και τη σωτηρία, αφετέρου, των λοιπών Τούρκων που δεν είχαν προφτάσει να φύγουν, αλλά είχαν καταφύγει σε άλλους γειτονικούς πύργους. Κάθε καθυστέρηση μπορούσε να τους δώσει αυτόν τον καιρό που ζητούσαν, γι’ αυτό ο ίδιος ο Τσουδερός, προσωπικά, αφού νύχτωσε τη δεύτερη μέρα, πήρε μια σπουδαία πρωτοβουλία, προκειμένου να τους εκβιάσει. πλησίασε τον πύργο άνοιξε ένα όρυγμα στα θεμέλιά του και τοποθέτησε μέσα μια στάμνα γεμάτη μπαρούτι με μακρό φυτίλι. Αφού απομακρύνθηκε αρκετά έδωσε φωτιά, αλλά το μπαρούτι δεν μπόρεσε να χαλάσει τον δυνατό παλιό πύργο. Η σάπια, όμως, ξυλεία του πήρε σε κάποια σημεία φωτιά, η οποία γρήγορα απλώθηκε και σε όλο το υπόλοιπο κτίριο. 

Τότε άκουγες θρήνους και οδυρμούς από τα κλεισμένα γυναικόπαιδα, ενώ απεγνωσμένες ήταν και οι προσπάθειες των ανδρών, που άλλοι συνέχιζαν να πολεμούν παλικαρίσια τους πολιορκητές τους και άλλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά, που είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα, με ό,τι μέσο είχαν στη διάθεσή τους. Έτσι, μέσα στον πανικό και τη ζάλη τους, τη στιγμή εκείνη, δημιούργησαν οι ίδιοι το μεγάλο κακό, όταν, κάποια στιγμή, αντί για νερό έριξαν προς κατάσβεση της φωτιάς ένα πιθάρι ρακή, που βρέθηκε μέσα στο πύργο και το εξέλαβαν ως… νερό! Η φωτιά τότε φούντωσε και τεράστιες γλώσσες οι φλόγες έζωσαν κυριολεκτικά και κατέτρωγαν τον πύργο. Όμως, ούτε και τότε οι πολιορκούμενοι, ούτε για μια στιγμή, δεν διανοήθηκαν να ανοίξουν τις πόρτες και να παραδοθούν!

-Παραδοθείτε, μωρέ, για να γλυτώσετε, τους φώναζαν απ’ έξω οι επαναστάτες. Δεν λυπάστε τα παιδιά σας;

- Καλιά θα καούμε ούλοι μας, παρά να πέσομε στα χέρια σας![4]

Και πραγματικά κάηκαν όλοι τους, ηρωικοί απόγονοι μιας δυνατής γενιάς, που και αν τους απομάκρυνε η θρησκεία, κρατούσαν, όμως, αρκετά από τα ηρωικά χαρακτηριστικά των προγόνων τους. Ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων στον πύργο του χωριού Λιθίνες ανέρχεται στους 400, που πέθαναν όλοι με την ανατίναξή του από τον Στρατάρχη Γ. Τσουδερό. Μόνο μια γυναίκα σώθηκε, που στην απελπισία της πήδηξε από ψηλά στα στρώματα που έσπευσαν οι Έλληνες και της έστρωσαν καταγής. 

------------------

[1] Φασατάκης, Νίκος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, 72 και Φασατάκης, Νίκος, Αγωνιστές και θύματα της τ. Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης (1866- 1897), Αθήνα 2001, 116- 117. Εν μέσω δεκάδων αγωνιστών και θυμάτων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, ο εν λόγω Κωνσταντίνος Δ. Τσουρμπάκης είναι ο μόνος τόσο παλαιός αγωνιστής, από τα χρόνια της επανάστασης του Εικοσιένα.

[2] Φασατάκης, Νίκος 2001: 116- 117.

[3] Κριτοβουλίδης, Κ., Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 461.

[4] Κριτοβουλίδης, Κ. 1859: 461. Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειον Κρήτης 1932, 1067- 1068. Όλως διαφορετικά διηγείται τα γεγονότα ο σφακιανός Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, που την πράξη του Στρατάρχη Γ. Τσουδερού, να πυρπολήσει τον πύργο των Λιθινών, βάζει τον εκ Μουρίου σφακιανό Γεώργιο Πλάτση να την κάνει (Παπαδοπετράκης, Γρηγόριος, Ιστορία των Σφακίων, ήτοι μέρος τής Κρητικής Ιστορίας, Εν Αθήναις 1888, 413). Πβ. και Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία τής Κρήτης, μεταγλωττισμένη υπό Ν. Αγκαβανάκη, τ. Δ΄, εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., 52, υποσ. 1.

Η Μάχη στο Μοναστηράκι (9- 10/2/1822)- Ο άδικος θάνατος του Μελιδόνη

 

Ιστορικά σημειώματα

για τα 200 χρόνια από το 1821

 

Η Μάχη στο Μοναστηράκι (9- 10/2/1822)-

Ο άδικος θάνατος του Μελιδόνη

 

          ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 


Ο Γ. Τσουδερός (εικ. 1) με τους Αγιοβασιλειώτες του λαμβάνει μέρος και στη Μάχη στο Μοναστηράκι, στις 9- 10 Φεβρουαρίου 1822. Εδώ- λόγω της αρχαιότητας του στο αξίωμα του αρχηγού- ο Τσουδερός εμφανίζεται με ιδιαίτερο κύρος και οι συμβουλές του επιβάλλονται στους άλλους καπεταναίους. Έτσι, όταν μερικοί καπεταναίοι πρότειναν την παραμονή της μάχης να χαλάσουν το μικρό γεφύρι του Λυγιώτη ποταμού, για να κόψουν τον δρόμο των Τούρκων- που ήταν διπλάσιοι- προς το Μοναστηράκι, ο Τσουδερός επέβαλε την άποψή του, να τους αφήσουν όλους να περάσουν και, στη συνέχεια, να τους ρίχνονταν στις κακοτοπιές από ψηλά, ενώ το ποτάμι θα δυσκόλευε την υποχώρησή τους. Νίκησε η γνώμη του Τσουδερού. βρήκαν οι Τούρκοι ελεύθερο το γεφύρι, πέρασαν απέναντι[1] και αυτό υπήρξε η καταστροφή τους.

Εικ. 1. Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός

Οι Τούρκοι, να σημειωθεί ότι, την εν λόγω στιγμή, κατευθύνονταν προς τα Σφακιά με σκοπό να κτυπήσουν το Λουτρό (εικ. 2),

Εικ. 2. Λουτρό Σφακίων
το φυσικό ορμητήριο των επαναστατών, ώστε η παρουσία τους στο Αμάρι, τη στιγμή αυτή, ήταν η αρχή της εκτέλεσης τού εν λόγω σχεδίου τους, που εκτελούνταν με προσυνεννόηση από τον Σερίφ πασά με τους άλλους δυο πασάδες, τον Λατίφ των Χανίων και τον Οσμάν του Ρεθύμνου. Ευτυχώς, οι επαναστάτες, ευθύς μετά την πρώτη ειδοποίηση του Μιχάλη Κουρμούλη (εικ. 3), κατάλαβαν τους σκοπούς των Τούρκων κι έσπευσαν προς τούτο όλοι οι Σφακιανοί καπετάνιοι να ενισχύσουν τα σώματα που βρέθηκαν κοντά στο Αμάρι.

Εικ. 3. Μιχάλης Κουρμούλης

Οι Τούρκοι, λοιπόν, μόλις πέρασαν τον ποταμό έκαναν ορμητικές επιθέσεις και προσπαθούσαν να κλονίσουν τους χριστιανούς από τις ισχυρές θέσεις τους στο Μοναστηράκι. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα και δεν έπαυσαν ούτε στιγμή την επίθεσή τους. Τις βραδινές ώρες, που άρχισαν να κλονίζονται, θεωρήθηκε η κατάλληλη στιγμή για μια γενική εξόρμηση. Το σύνθημα δίνουν ο Γ. Τσουδερός με τον Βουρδουμπά:

-Απάνω ντως των μπουρμάδω! Μαχαίρι των μπουρμάδω! …

          Τότε αντιλάλησε ο τόπος. Ακολούθησαν δυο χιλιάδες άγριες φωνές των χριστιανών και το μακελειό αρχίζει. Οι Τούρκοι τα χάνουν και οπισθοχωρούν, ενώ από κοντά οι επαναστάτες τους κυνηγούν σε μια άγρια καταδίωξη. Το γεφύρι δεν τους χωρά και πέφτουν στο ποτάμι, που έχει φουσκώσει από τις τελευταίες μεγάλες βροχές του Φλεβάρη. Άλλοι πνίγονται στο νερό και άλλοι φτάνουν στην άλλη μεριά του ποταμού σακατεμένοι.

Την επόμενη μέρα οι αγωνιστές και πάλι στις θέσεις τους. Τριακόσια κορμιά Τούρκων βρίσκονται σπαρμένα εδώ κι εκεί, ενώ πολλές μέρες αργότερα ο Πλατύς ποταμός ξερνούσε συνεχώς Τούρκους πνιγμένους, μπερδεμένους στα κλαδιά των δένδρων σε όλο το μήκος του μέχρι τη θάλασσα στο Νότιο Κρητικό. Οι χριστιανοί, τελικά, μέτρησαν τριάντα νεκρούς και είκοσι τρεις τραυματίες[2].

Τις επόμενες τρεις ημέρες οι δυο εχθροί, ανήμερα θηρία, βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, περιμένοντας ενισχύσεις και ώσπου να ξεκουραστούν οι άνδρες. Την τέταρτη μέρα, το βράδυ, ο παράτολμος και ορμητικός Αντώνης Μελιδόνης (εικ. 4) διαλέγει ογδόντα από τα πιο δυνατά παλικάρια και προχωρεί προς το Βαθιακό. Ήξερε τα μέρη καλά και κάθε κακοτοπιά καταλεπτώς και την τουρκική γλώσσα ως μητρική. Μπήκε, λοιπόν, στο χωριό και δεν δείλιασε να ζώσει το τζαμί του Βαθιακού, όπου είχε πληροφορηθεί ότι οι Τούρκοι φύλαγαν τις τροφές και τα πολεμοφόδιά τους. Οι Τούρκοι, πάλι, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα βρισκόταν χριστιανός τόσο παράτολμος και αποφασιστικός, που θα τολμούσε να προχωρήσει ως το Βαθιακό, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Αμπαδιάς, γερά οχυρωμένο από τον Δελή Μουσταφά και γι’ αυτό και δεν είχαν καν διανοηθεί να βάλουν βάρδιες.

Εικ. 4. Αντώνης Μελιδόνης

Ο Μελιδόνης, υποκρινόμενος με πειθώ, τούς είπε στα τουρκικά πως ήταν Τούρκος Ηρακλειώτης, από εκείνους που είχαν φτάσει την ώρα εκείνη από το Μεγάλο Κάστρο για να τους ενισχύσουν. Οι Τούρκοι τον πίστεψαν και άνοιξαν την πόρτα. Είκοσι παλικάρια του Μελιδόνη όρμησαν, τότε, με γυμνά μαχαίρια και σε λίγα λεπτά έσφαξαν δεκαοκτώ Τούρκους που είχε αφήσει ως φρουρά ο Τζιλιβόμπασης, για να φυλάνε τα πολεμοφόδια και τις τροφές. Διατάζει, στη συνέχεια, ο Μελιδόνης τα παλικάρια του να πάρει ο καθένας όσα πολεμοφόδια και τουφέκια μπορούσε, αρπάζοντας και ό,τι άλλο είχε αποθηκευμένο ο  Τζιλιβόμπασης κι ό,τι δεν μπορούσαν να το πάρουν να το καταστρέψουν. Σκορπίστηκαν μετά στο χωριό και κάνοντας ασυνήθιστο θόρυβο ανάγκαζαν τους Τούρκους να ξεπετιούνται περίεργοι από τα σπίτια τους για να δουν τι συμβαίνει. και τότε, πάνω στη σαστιμάρα τους, οι άντρες του Μελιδόνη τους σκότωναν σωρηδόν, ώσπου το χωριό ερημώθηκε. Ο Μελιδόνης γύρισε στο Μοναστηράκι με τα ογδόντα παλικάρια του, καταφορτωμένοι με πολύτιμα λάφυρα, τόσο απαραίτητα στις σκληρές εκείνες ώρες[3]. 

Ο Ρούσος Βουρδουμπάς (εικ. 5)- ως αρχαιότερος αρχηγός που ήταν με τον Γ. Τσουδερό, ανάμεσα στους δυο χιλιάδες επαναστάτες- κάλεσε τον Μελιδόνη και του έκανε μερικές παρατηρήσεις για τον αμελέτητο κίνδυνο στον οποίο είχε εκθέσει τους ογδόντα άντρες του, τους τόσο πολύτιμους για την πατρίδα τη στιγμή εκείνη και, μάλιστα, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσει τους άλλους αρχηγούς, για να είναι έτοιμοι και να ήξεραν τι να έκαναν σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος.

Εικ. 5. Ρούσος Βουρδουμπάς

Η δίκαιη παρατήρηση του Βουρδουμπά εξερέθισε και αγρίεψε τον εγωισμό του Μελιδόνη και η λογομαχία που ακολούθησε- μαζί και με άλλες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσά στους δύο άνδρες και αναδύθηκαν τη στιγμή εκείνη πάνω στον καυγά- οδήγησε την κατάσταση στα άκρα. Μετά τους λόγους τούτους που ανταλλάχτηκαν μεταξύ τους, ο Μελιδόνης αποχώρησε με αγανάκτηση. Όμως, όπως λέγεται, ο Σακόρραφος, κατόπιν παράκλησης του Πρωτοπαπαδάκη, έτρεξε και τον έπεισε να επιστρέψει με σκοπό να τους συμφιλιώσουν, γιατί θεωρήθηκε επιβλαβής για την εθνική υπόθεση η μεταξύ τους έχθρα τη στιγμή εκείνη. Μόλις ο Μελιδόνης επέστρεψε, έσπευσαν οι άλλοι να τους συμβιβάσουν και, μάλιστα, ο συνετός Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης[4] κρατώντας και των δύο τα χέρια προσπαθούσε να τα ενώσει, για να δοθεί ένα τέλος με μια συμβατική, έστω, συμφιλίωση. Μα τη στιγμή εκείνη, ο Μελιδόνης τράβηξε το χέρι του πίσω φωνάζοντας:

-Με τσα άτιμο και φθονερό, εγώ δε θέλω φιλίες!

Τη βρισιά αυτή δεν την άντεξε ο Βουρδουμπάς, που θεώρησε τον εαυτό του έντονα προσβεβλημένο, γιατί ενώ αυτός είχε πειστεί και είχε δώσει το χέρι του, ο Μελιδόνης το τράβηξε και πάλι πίσω. Αυτό τον αγρίεψε ακόμα περισσότερο, γιατί τον μείωνε στα μάτια των άλλων ως αρχηγό, τράβηξε το μακρύ του μαχαίρι και τον πέρασε πέρα για πέρα. Δυστυχώς το κακό δεν μπόρεσε να κρατηθεί ως το τέλος και τα πράγματα οδηγήθηκαν στον άδικο φόνο του Μελιδόνη από τον Βουρδουμπά στις 15 Φεβρουαρίου 1822 και ένας λαμπρός αγωνιστής, με εξαιρετική γενναιότητα και σπουδαίες πολεμικές ικανότητες, εξέλιπε από τον αγώνα των Κρητικών, παραλύοντας, ταυτόχρονα, την ψυχική συνοχή δύο χιλιάδων επαναστατών, που βρίσκονταν αντιμέτωποι σε πανέτοιμο για αιματηρή δράση εχθρό[5].

Τον θάνατο του Μελιδόνη επακολούθησε γενική σύγχυση. Οι Μυλοποταμίτες και οι εθελοντές του Μαυροθαλασσίτη, που τον λάτρευαν, γιατί αυτός ήταν ο οδηγός τους εδώ στην Κρήτη, πήραν το νεκρό και τον έθαψαν, ενώ από την άλλη μεριά οι Σφακιανοί είχαν γίνει ένα σώμα γύρω από τον Βουρδουμπά, που από όλους τους Σφακιανούς αρχηγούς είχε το μεγαλύτερο κύρος, για την πολιτική του δύναμη και την παλικαριά του. Έτσι, όλως απερίσκεπτη αλλά και αψυχολόγητη κρίνεται η αφαίρεση- δήθεν για τιμωρία- τη στιγμή εκείνη από τον Αφεντούλιεφ της αρχηγίας των Σφακιανών από τον Βουρδουμπά, γιατί οδήγησε σε οξύτατες αντιδράσεις των συντρόφων του, που κινδύνευαν να διασαλεύσουν την ομόνοια και ομοψυχία της Επανάστασης τη δύσκολη εκείνη στιγμή.

 Μάταια ο σοφός και έμπειρος Αγιοβασιλειώτης αρχηγός Γ. Τσουδερός, με το ιδιαίτερο κύρος και τη σοφία που διέθετε και στους Ρεθεμνιώτες αλλά και στους Σφακιανούς (για τη σφακιανή καταγωγή του), προσπαθούσε να προλάβει θλιβερότερα επακόλουθα. Οι εθελοντές του Μαυροθαλασσίτη ήθελαν όχι μόνο να αποχωρήσουν από τις θέσεις της μάχης που κρατούσαν, αλλά και να φύγουν εντελώς από την Κρήτη, αφού είχαν χάσει τον αρχηγό τους[6].

Τον θάνατο, πάντως, του Αντώνη Μελιδόνη ο Τρικούπης τον αποδίδει ευθέως σε φθόνο και τη λογομαχία του  με τον Ρούσο Βουρδουμπά (που οδήγησε στον φόνο του) ως «πρόφαση» του δευτέρου στη διάπραξη του ανοσιουργήματος που είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατοπέδου των Ελλήνων[7]


[1] Πβ. Κριτοβουλίδης, Κ., Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις, 1859, 85. Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Α΄, Ηράκλειον Κρήτης, 1931, 562.

[2] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 564.

[4] Ο Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης ήταν Πόντιος και με την έκρηξη της Επανάστασης στην Κρήτη ήλθε να πολεμήσει για την ελευθερία της, έχοντας μαζί του περί τους εκατόν είκοσι Μικρασιάτες και αρκετούς άλλους Έλληνες.

[5] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 87. Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 566- 567. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π, 313- 314.

[6] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 568. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π, 313-314.

[7] Τρικούπης, Σπυρίδων 19782, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση Χρ. Γιοβάνη, τ. Β΄, 218.

Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα * * * Ο θάνατος του φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα στο Ρέθυμνο (15/4/1822)

 Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα

 

Ο θάνατος του φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα στο Ρέθυμνο (15/4/1822)

 

  ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

         www.ret-anadromes.blogspot.com

 

 Το σχέδιο του μεγάλου και αγνού Γάλλου φιλέλληνα, λοχαγού Ιωσήφ Βαλέστρα, ήταν η κατάληψη του φρουρίου της Φορτέτσας του Ρεθύμνου (εικ. 1), που το θεωρούσε ευκολοπόρθητο, αλλά και γιατί πίστευε ακράδαντα ότι μόνο με την κατοχή ενός φρουρίου θα εξασφάλιζε τα αναγκαία για τον πόλεμο εφόδια, αλλά και θα ασκούσε από εκεί ευκολότερα και αποτελεσματικότερα τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Ή- όπως λέγει ο Σπυρίδων Τρικούπης- ατελεσφόρητα θα ήταν τα κατορθώματα των Κρητών, ενόσω δεν κατείχαν μιαν οχυρή πόλη, «διότι και η Αρχή του τόπου επλανάτο τήδε κακείσε και κέντρον πολεμικόν ήτο το απόκεντρον Λουτρόν και καταφύγιον δεν είχε ο αγών εν καιρώ ανάγκης».

Εικ. 1. Το λιμάνι και η Φορτέτσα του Ρεθύμνου

Πλήρης, λοιπόν, με τα αγνά φιλελληνικά αισθήματα που φλόγιζαν την καρδιά του, ο Βαλέστρας ήταν έτοιμος να πολεμήσει γενναία, αγαλλόμενος και τραγουδώντας σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας (13 προς 14 Απριλίου 1822), ημέρα που θα λάμβανε χώρα η θλιβερή εκείνη μάχη στο Ρέθυμνο, που έμελλε να στοιχίσει τη ζωή του και τη ζωή τόσων άλλων Ελλήνων στρατιωτών. Με το ξίφος του ανά χείρας, ο Βαλέστρας εμφανιζόταν σε όλους έτοιμος να ορμήσει από τα χωριά Πάνω και Κάτω Βαρσαμόνερο ενάντια στο κάστρο του Ρεθύμνου.

Το σχέδιο του- που το κοινοποίησε και στον Αρχιστράτηγο και Διοικητή Κρήτης Μιχαήλ Αφεντούλη, προέβλεπε τις εξής, κατά σειράν, ενέργειες. ο Πρωτοπαπαδάκης, που κατείχε το κέντρο, στον Κάστελλο, και τον μαχιμότερο στρατό, θα προκαλούσε αρχικά σε μάχη τους Τούρκους της πόλης και έπειτα, οπισθοχωρώντας εκουσίως, θα τους απομάκρυνε όσο το δυνατόν πιο μακριά από το φρούριο του Ρεθύμνου, από το οποίο εκείνοι θα εξέρχονταν- κατά τη πάγια τακτική τους- προς αντεπίθεση. Τη στιγμή εκείνη προβλεπόταν να κτυπούσαν από τα πλάγια ο Γ. Τσουδερός με τους Αγιοβασιλειώτες του, τον Πωλογεωργάκη, τον Ιωάννη Μοσχοβίτη με τους Αμαριώτες του και τον Μανουσογιάννη, εξορμώντας από τα Περιβόλια, ενώ ο Βαλέστρας, την ίδια στιγμή, με τα εκλεκτά στρατεύματα του Στρατή Δεληγιαννάκη και του Μανουσέλη, θα ορμούσε από το αντίθετο μέρος, από τον Κουμπέ, και θα συμπλήρωναν την κύκλωση των Τούρκων, με αντικειμενικό σκοπό να ορμούσε, στη συνέχεια, ο Βαλέστρας ακάθεκτος προς το κάστρο και να επιχειρούσε με έφοδο την άλωση της πόλης του Ρεθύμνου. Έτσι, οι εχθροί τιθέμενοι ταυτόχρονα ανάμεσα σε τρία πυρά (από Κάστελο- Περβόλια και Κουμπέ) να κατανικιόντουσαν και οι μαχητές του Βαλέστρα να έφθαναν αισίως στον αντικειμενικό τους σκοπό, την κατάληψη του φρουρίου του Ρεθύμνου.  

Όμως, το σχέδιο του Βαλέστρα απέτυχε παταγωδώς και οι απώλειες των χριστιανών υπήρξαν εξαιρετικά βαριές. Σε αυτό συνετέλεσαν τα εξής: στις 15 Απριλίου οι γύρω από τον Γεώργιο Τσουδερό Αγιοβασιλειώτες, ο Πωλογεωργάκης, ο Ιωάννης Μοσχοβίτης, ο Μανουσογιάννης και οι λοιποί Ρεθεμνιώτες που είχαν καταλάβει τη θέση Πέταλο του Βρύσινα, φανερώθηκαν άστοχα και δέχτηκαν επίθεση από δεκαπλάσιους Τούρκους και αναγκάστηκαν, τελικά, να υποχωρήσουν. Όμως, και η βοήθεια που, κατά το σχέδιο, θα έπρεπε να ελάμβαναν από το ευρισκόμενο στον Κάστελο σώμα του Πρωτοπαπαδάκη και των Μανουσέλη, Σηφοδασκαλάκη και Μαυροθαλασσίτη δεν έφτασε ποτέ. Αντίθετα, ο Πρωτοπαπαδάκης, παρόλο τον εγνωσμένο ηρωισμό του, «αναξίως εαυτού πολιτευθείς»- όπως δικαίως σημειώνει ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Παπαδοπετράκης- παρασυρμένος από καταχθόνιο σχέδιο του Αφεντούλιεφ, αντί της προβλεπόμενης από το σχέδιο επίθεσης κατά του κάστρου της πόλης, παρέμεινε  απαθής και ανάλγητος θεατής στον Κάστελο να παρακολουθεί την εν λόγω οπισθοχώρηση και τα παθήματα των συναγωνιστών του περί τον Γ. Τσουδερό και τον επακολουθήσαντα θλιβερό θάνατο του μεγάλου εκείνου φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα. Γιατί ο Βαλέστρας, νομίζοντας ότι το σχέδιό του προχωρούσε κανονικά, εξόρμησε από τις θέσεις του στις πλαγιές του Ατσιπόπουλου και τον Κουμπέ, παροτρύνοντας τον στρατό του να εκτελέσει επίθεση κατά του φρουρίου, που το θεωρούσαν αφρούρητο.

Του επιτέθηκε, όμως, τότε, παρ’ ελπίδα, αθρόος ο τουρκικός στρατός και από εμπρός και από τα πλάγια, γιατί ο μεν Πρωτοπαπαδάκης παρέμεινε, όπως είδαμε, ακίνητος και ανάλγητος θεατής στις θέσεις του στον Κάστελο, ενώ το ανατολικό τμήμα προς τα Περβόλια και το Πέταλο ήταν ελεύθερο, μετά την υποχώρηση των σωμάτων του Τσουδερού, του Μανουσογιάννη, του Ιωάννη Μοσχοβίτη και του Πωλογιωργάκη.

Ο Βαλέστρας καταλαμβάνεται εκτός του οχυρού, ενώ μάταια περιμένει να καταφθάσει η- σύμφωνα με το σχέδιο- συνδρομή των λοιπών σωμάτων. Κάποια στιγμή, οι περί τον Βαλέστρα αντιλαμβάνονται τι ακριβώς είχε συμβεί και αναγκάζονται, καταδιωκόμενοι, να υποχωρήσουν. Είχαν, όμως, ήδη, περικυκλωθεί. Εκατόν είκοσι πέντε παλικάρια πέφτουν νεκροί γύρω του και αρκετοί άλλοι συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Ο Βαλέστρας πληγώνεται. Ο γιγαντόσωμος στο σώμα και την ψυχή Ασφεντιώτης Ανδρέας Βούρβαχης τον παίρνει στους ώμους του και τρέχει να τον γλιτώσει. Από παντού Τούρκοι και τουρκικά βόλια. Προχωρεί σε μια ξερή ρεματιά και τον αφήνει λαβωμένο πίσω από μια πυκνή βάτο. Ήταν αρκετά ασφαλής εκεί. Ο Βούρβαχης δεν φεύγει από δίπλα του, παρά τις προτροπές του Βαλέστρα να τον αφήσει, για να μη δίνει στόχο, και να επέστρεφε τη νύκτα για να τον πάρει. 

Δεν πρόφτασε, όμως, οι νικητές ανακάλυψαν τον πληγωμένο Βαλέστρα, του απέκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι και τα έφεραν και τα επιδείκνυαν θριαμβευτικά στο Ρέθυμνο, ενώ σκότωσαν και όλους τους αιχμαλώτους (εικ. 2).

Εικ. 2. Ο Γάλλος φιλέλληνας
Ιωσήφ Βαλέστρας

Έτσι, νεότατος, 32 μόλις ετών, πέθανε ο άριστος εκείνος στρατιωτικός και σπάνιος φιλέλλην και μαζί με αυτόν χάθηκαν και πολλές και μεγάλες ελπίδες των Κρητικών για στρατιωτική επιτυχία. Όπως δε λέγουν οι ιστορικοί Κριτοβουλίδης, Παπαδοπετράκης, Κριάρης και Ψιλάκης, ο Βαλέστρας υπήρξε θύμα της αλόγου ραδιουργίας του αρμοστή Κομνηνού Αφεντούλη, που τον υποπτευόταν ότι ήθελε να του αμφισβητήσει ή και αφαιρέσει την ανώτατη εξουσία που κατείχε, πράγμα, βέβαια, που ο Βαλέστρας ουδέποτε το είχε διανοηθεί. Χρησιμοποίησε δε προς επίτευξη του σκοπού του αυτού- της αποτυχίας, δηλαδή, του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Βαλέστρα- τον διακεκριμένο μεν και εξαίρετο, αλλά, ταυτόχρονα, και αδιάλλακτο αρχηγό Πρωτοπαπαδάκη, που έρεπε έντονα προς τη ζηλοτυπία. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Πρωτοπαπαδάκης, καταδιωκόμενος, στη συνέχεια, από τους Σφακιανούς συναρχηγούς του, ομολόγησε ευθαρσώς ότι είχε ρητή διαταγή από τον Αφεντούλη να μη συμφωνήσει ποτέ με τα «ανόητα σχέδια» του Βαλέστρα και να αφήσει να χάσει ανόητα τους άνδρες του. Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κριτοβουλίδης, το σχέδιο αυτό του έμπειρου περί τα πολεμικά Βαλέστρα, που ήταν από όλους εγκεκριμένο, «αν συμφώνως όλοι οι οπλαρχηγοί συνεπολέμουν και συνέδραμον αλλήλους εις την μάχην, η νίκη ήτον άφευκτος εις τους Έλληνας». Κατέστρεψε, όμως, τα πάντα την ημέρα εκείνη η διαγωγή που επέδειξε ο Πρωτοπαπαδάκης, όταν, όπως γράφει ο Κριτοβουλίδης, «χωρίς να ρίψη όπλον κατά των εχθρών ούτ’ αυτός, ούτε κανείς των στρατιωτών του, ανεχώρησαν άπαντες από τας θέσεις των ανάλγητοι επί τοις παθήμασι των συναδέλφων και συναγωνιστών των. Και η διαγωγή των αύτη υπηρέτησε τότε τον Αφεντούλην μάλλον ή εαυτόν και την πατρίδα του!».