Η Μάχη στο Μοναστηράκι (9- 10/2/1822)- Ο άδικος θάνατος του Μελιδόνη

 

Ιστορικά σημειώματα

για τα 200 χρόνια από το 1821

 

Η Μάχη στο Μοναστηράκι (9- 10/2/1822)-

Ο άδικος θάνατος του Μελιδόνη

 

          ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 


Ο Γ. Τσουδερός (εικ. 1) με τους Αγιοβασιλειώτες του λαμβάνει μέρος και στη Μάχη στο Μοναστηράκι, στις 9- 10 Φεβρουαρίου 1822. Εδώ- λόγω της αρχαιότητας του στο αξίωμα του αρχηγού- ο Τσουδερός εμφανίζεται με ιδιαίτερο κύρος και οι συμβουλές του επιβάλλονται στους άλλους καπεταναίους. Έτσι, όταν μερικοί καπεταναίοι πρότειναν την παραμονή της μάχης να χαλάσουν το μικρό γεφύρι του Λυγιώτη ποταμού, για να κόψουν τον δρόμο των Τούρκων- που ήταν διπλάσιοι- προς το Μοναστηράκι, ο Τσουδερός επέβαλε την άποψή του, να τους αφήσουν όλους να περάσουν και, στη συνέχεια, να τους ρίχνονταν στις κακοτοπιές από ψηλά, ενώ το ποτάμι θα δυσκόλευε την υποχώρησή τους. Νίκησε η γνώμη του Τσουδερού. βρήκαν οι Τούρκοι ελεύθερο το γεφύρι, πέρασαν απέναντι[1] και αυτό υπήρξε η καταστροφή τους.

Εικ. 1. Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός

Οι Τούρκοι, να σημειωθεί ότι, την εν λόγω στιγμή, κατευθύνονταν προς τα Σφακιά με σκοπό να κτυπήσουν το Λουτρό (εικ. 2),

Εικ. 2. Λουτρό Σφακίων
το φυσικό ορμητήριο των επαναστατών, ώστε η παρουσία τους στο Αμάρι, τη στιγμή αυτή, ήταν η αρχή της εκτέλεσης τού εν λόγω σχεδίου τους, που εκτελούνταν με προσυνεννόηση από τον Σερίφ πασά με τους άλλους δυο πασάδες, τον Λατίφ των Χανίων και τον Οσμάν του Ρεθύμνου. Ευτυχώς, οι επαναστάτες, ευθύς μετά την πρώτη ειδοποίηση του Μιχάλη Κουρμούλη (εικ. 3), κατάλαβαν τους σκοπούς των Τούρκων κι έσπευσαν προς τούτο όλοι οι Σφακιανοί καπετάνιοι να ενισχύσουν τα σώματα που βρέθηκαν κοντά στο Αμάρι.

Εικ. 3. Μιχάλης Κουρμούλης

Οι Τούρκοι, λοιπόν, μόλις πέρασαν τον ποταμό έκαναν ορμητικές επιθέσεις και προσπαθούσαν να κλονίσουν τους χριστιανούς από τις ισχυρές θέσεις τους στο Μοναστηράκι. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα και δεν έπαυσαν ούτε στιγμή την επίθεσή τους. Τις βραδινές ώρες, που άρχισαν να κλονίζονται, θεωρήθηκε η κατάλληλη στιγμή για μια γενική εξόρμηση. Το σύνθημα δίνουν ο Γ. Τσουδερός με τον Βουρδουμπά:

-Απάνω ντως των μπουρμάδω! Μαχαίρι των μπουρμάδω! …

          Τότε αντιλάλησε ο τόπος. Ακολούθησαν δυο χιλιάδες άγριες φωνές των χριστιανών και το μακελειό αρχίζει. Οι Τούρκοι τα χάνουν και οπισθοχωρούν, ενώ από κοντά οι επαναστάτες τους κυνηγούν σε μια άγρια καταδίωξη. Το γεφύρι δεν τους χωρά και πέφτουν στο ποτάμι, που έχει φουσκώσει από τις τελευταίες μεγάλες βροχές του Φλεβάρη. Άλλοι πνίγονται στο νερό και άλλοι φτάνουν στην άλλη μεριά του ποταμού σακατεμένοι.

Την επόμενη μέρα οι αγωνιστές και πάλι στις θέσεις τους. Τριακόσια κορμιά Τούρκων βρίσκονται σπαρμένα εδώ κι εκεί, ενώ πολλές μέρες αργότερα ο Πλατύς ποταμός ξερνούσε συνεχώς Τούρκους πνιγμένους, μπερδεμένους στα κλαδιά των δένδρων σε όλο το μήκος του μέχρι τη θάλασσα στο Νότιο Κρητικό. Οι χριστιανοί, τελικά, μέτρησαν τριάντα νεκρούς και είκοσι τρεις τραυματίες[2].

Τις επόμενες τρεις ημέρες οι δυο εχθροί, ανήμερα θηρία, βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, περιμένοντας ενισχύσεις και ώσπου να ξεκουραστούν οι άνδρες. Την τέταρτη μέρα, το βράδυ, ο παράτολμος και ορμητικός Αντώνης Μελιδόνης (εικ. 4) διαλέγει ογδόντα από τα πιο δυνατά παλικάρια και προχωρεί προς το Βαθιακό. Ήξερε τα μέρη καλά και κάθε κακοτοπιά καταλεπτώς και την τουρκική γλώσσα ως μητρική. Μπήκε, λοιπόν, στο χωριό και δεν δείλιασε να ζώσει το τζαμί του Βαθιακού, όπου είχε πληροφορηθεί ότι οι Τούρκοι φύλαγαν τις τροφές και τα πολεμοφόδιά τους. Οι Τούρκοι, πάλι, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα βρισκόταν χριστιανός τόσο παράτολμος και αποφασιστικός, που θα τολμούσε να προχωρήσει ως το Βαθιακό, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Αμπαδιάς, γερά οχυρωμένο από τον Δελή Μουσταφά και γι’ αυτό και δεν είχαν καν διανοηθεί να βάλουν βάρδιες.

Εικ. 4. Αντώνης Μελιδόνης

Ο Μελιδόνης, υποκρινόμενος με πειθώ, τούς είπε στα τουρκικά πως ήταν Τούρκος Ηρακλειώτης, από εκείνους που είχαν φτάσει την ώρα εκείνη από το Μεγάλο Κάστρο για να τους ενισχύσουν. Οι Τούρκοι τον πίστεψαν και άνοιξαν την πόρτα. Είκοσι παλικάρια του Μελιδόνη όρμησαν, τότε, με γυμνά μαχαίρια και σε λίγα λεπτά έσφαξαν δεκαοκτώ Τούρκους που είχε αφήσει ως φρουρά ο Τζιλιβόμπασης, για να φυλάνε τα πολεμοφόδια και τις τροφές. Διατάζει, στη συνέχεια, ο Μελιδόνης τα παλικάρια του να πάρει ο καθένας όσα πολεμοφόδια και τουφέκια μπορούσε, αρπάζοντας και ό,τι άλλο είχε αποθηκευμένο ο  Τζιλιβόμπασης κι ό,τι δεν μπορούσαν να το πάρουν να το καταστρέψουν. Σκορπίστηκαν μετά στο χωριό και κάνοντας ασυνήθιστο θόρυβο ανάγκαζαν τους Τούρκους να ξεπετιούνται περίεργοι από τα σπίτια τους για να δουν τι συμβαίνει. και τότε, πάνω στη σαστιμάρα τους, οι άντρες του Μελιδόνη τους σκότωναν σωρηδόν, ώσπου το χωριό ερημώθηκε. Ο Μελιδόνης γύρισε στο Μοναστηράκι με τα ογδόντα παλικάρια του, καταφορτωμένοι με πολύτιμα λάφυρα, τόσο απαραίτητα στις σκληρές εκείνες ώρες[3]. 

Ο Ρούσος Βουρδουμπάς (εικ. 5)- ως αρχαιότερος αρχηγός που ήταν με τον Γ. Τσουδερό, ανάμεσα στους δυο χιλιάδες επαναστάτες- κάλεσε τον Μελιδόνη και του έκανε μερικές παρατηρήσεις για τον αμελέτητο κίνδυνο στον οποίο είχε εκθέσει τους ογδόντα άντρες του, τους τόσο πολύτιμους για την πατρίδα τη στιγμή εκείνη και, μάλιστα, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσει τους άλλους αρχηγούς, για να είναι έτοιμοι και να ήξεραν τι να έκαναν σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος.

Εικ. 5. Ρούσος Βουρδουμπάς

Η δίκαιη παρατήρηση του Βουρδουμπά εξερέθισε και αγρίεψε τον εγωισμό του Μελιδόνη και η λογομαχία που ακολούθησε- μαζί και με άλλες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσά στους δύο άνδρες και αναδύθηκαν τη στιγμή εκείνη πάνω στον καυγά- οδήγησε την κατάσταση στα άκρα. Μετά τους λόγους τούτους που ανταλλάχτηκαν μεταξύ τους, ο Μελιδόνης αποχώρησε με αγανάκτηση. Όμως, όπως λέγεται, ο Σακόρραφος, κατόπιν παράκλησης του Πρωτοπαπαδάκη, έτρεξε και τον έπεισε να επιστρέψει με σκοπό να τους συμφιλιώσουν, γιατί θεωρήθηκε επιβλαβής για την εθνική υπόθεση η μεταξύ τους έχθρα τη στιγμή εκείνη. Μόλις ο Μελιδόνης επέστρεψε, έσπευσαν οι άλλοι να τους συμβιβάσουν και, μάλιστα, ο συνετός Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης[4] κρατώντας και των δύο τα χέρια προσπαθούσε να τα ενώσει, για να δοθεί ένα τέλος με μια συμβατική, έστω, συμφιλίωση. Μα τη στιγμή εκείνη, ο Μελιδόνης τράβηξε το χέρι του πίσω φωνάζοντας:

-Με τσα άτιμο και φθονερό, εγώ δε θέλω φιλίες!

Τη βρισιά αυτή δεν την άντεξε ο Βουρδουμπάς, που θεώρησε τον εαυτό του έντονα προσβεβλημένο, γιατί ενώ αυτός είχε πειστεί και είχε δώσει το χέρι του, ο Μελιδόνης το τράβηξε και πάλι πίσω. Αυτό τον αγρίεψε ακόμα περισσότερο, γιατί τον μείωνε στα μάτια των άλλων ως αρχηγό, τράβηξε το μακρύ του μαχαίρι και τον πέρασε πέρα για πέρα. Δυστυχώς το κακό δεν μπόρεσε να κρατηθεί ως το τέλος και τα πράγματα οδηγήθηκαν στον άδικο φόνο του Μελιδόνη από τον Βουρδουμπά στις 15 Φεβρουαρίου 1822 και ένας λαμπρός αγωνιστής, με εξαιρετική γενναιότητα και σπουδαίες πολεμικές ικανότητες, εξέλιπε από τον αγώνα των Κρητικών, παραλύοντας, ταυτόχρονα, την ψυχική συνοχή δύο χιλιάδων επαναστατών, που βρίσκονταν αντιμέτωποι σε πανέτοιμο για αιματηρή δράση εχθρό[5].

Τον θάνατο του Μελιδόνη επακολούθησε γενική σύγχυση. Οι Μυλοποταμίτες και οι εθελοντές του Μαυροθαλασσίτη, που τον λάτρευαν, γιατί αυτός ήταν ο οδηγός τους εδώ στην Κρήτη, πήραν το νεκρό και τον έθαψαν, ενώ από την άλλη μεριά οι Σφακιανοί είχαν γίνει ένα σώμα γύρω από τον Βουρδουμπά, που από όλους τους Σφακιανούς αρχηγούς είχε το μεγαλύτερο κύρος, για την πολιτική του δύναμη και την παλικαριά του. Έτσι, όλως απερίσκεπτη αλλά και αψυχολόγητη κρίνεται η αφαίρεση- δήθεν για τιμωρία- τη στιγμή εκείνη από τον Αφεντούλιεφ της αρχηγίας των Σφακιανών από τον Βουρδουμπά, γιατί οδήγησε σε οξύτατες αντιδράσεις των συντρόφων του, που κινδύνευαν να διασαλεύσουν την ομόνοια και ομοψυχία της Επανάστασης τη δύσκολη εκείνη στιγμή.

 Μάταια ο σοφός και έμπειρος Αγιοβασιλειώτης αρχηγός Γ. Τσουδερός, με το ιδιαίτερο κύρος και τη σοφία που διέθετε και στους Ρεθεμνιώτες αλλά και στους Σφακιανούς (για τη σφακιανή καταγωγή του), προσπαθούσε να προλάβει θλιβερότερα επακόλουθα. Οι εθελοντές του Μαυροθαλασσίτη ήθελαν όχι μόνο να αποχωρήσουν από τις θέσεις της μάχης που κρατούσαν, αλλά και να φύγουν εντελώς από την Κρήτη, αφού είχαν χάσει τον αρχηγό τους[6].

Τον θάνατο, πάντως, του Αντώνη Μελιδόνη ο Τρικούπης τον αποδίδει ευθέως σε φθόνο και τη λογομαχία του  με τον Ρούσο Βουρδουμπά (που οδήγησε στον φόνο του) ως «πρόφαση» του δευτέρου στη διάπραξη του ανοσιουργήματος που είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατοπέδου των Ελλήνων[7]


[1] Πβ. Κριτοβουλίδης, Κ., Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις, 1859, 85. Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Α΄, Ηράκλειον Κρήτης, 1931, 562.

[2] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 564.

[4] Ο Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης ήταν Πόντιος και με την έκρηξη της Επανάστασης στην Κρήτη ήλθε να πολεμήσει για την ελευθερία της, έχοντας μαζί του περί τους εκατόν είκοσι Μικρασιάτες και αρκετούς άλλους Έλληνες.

[5] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 87. Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 566- 567. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π, 313- 314.

[6] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π, 568. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π, 313-314.

[7] Τρικούπης, Σπυρίδων 19782, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση Χρ. Γιοβάνη, τ. Β΄, 218.

Δεν υπάρχουν σχόλια: