Λαογραφικές Καταγραφές στο Βαλτεσινίκο Γορτυνίας(Μύθοι ζώων, παραμύθια και τραγούδια)
ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ- 3
Επιμέλεια:Ευάγγελος Καραμανές
[Έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, Κέντρο Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 2009, σχ. 8ο (25Χ17, 5), σσ. 256]
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/
Η διάσωση πρωτογενούς λαογραφικού υλικού ήταν, σε παλιότερες εποχές, στα πρώτα ενδιαφέροντα τού Υπουργείου Παιδείας, ικανοποιώντας, πάντοτε, ανάλογα αιτήματα τού Λαογραφικού Αρχείου τής Ακαδημίας Αθηνών. Σε μια εποχή που έθαλλε, ακόμα, η ύπαιθρος και άκμαζε γενναία η ζωή στο χωριό- τη ρίζα και την πηγή τής ελληνικής Λαογραφίας- ήταν φυσικές και εύκολες τέτοιες δραστηριότητες, που στηρίζονταν, πάντα, στην προσφορά και τον «πατριωτισμό» των καθηγητών και περισσότερο, βέβαια, των δασκάλων. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι, σε μια εποχή που ανθούσε, ακόμα, το σχολείο τής Υπαίθρου, αφθονούσαν και τους έβρισκες και στους μικρότερους και πιο απόμακρους οικισμούς, με την όλως πηγαία και καθάρια λαογραφική πληροφόρηση. Γινόντουσαν, έτσι, οι καλύτεροι πρεσβευτές και «στρατιώτες» τού Λαογραφικού Αρχείου στις «εκστρατείες» του αυτές προς συγκέντρωση και διάσωση τη μια παροιμιών και παντός είδους παραδόσεων και την άλλη μύθων, παραμυθιών, τραγουδιών ή και τοπωνυμίων (όπως έγινε με τα τελευταία, τα τοπωνύμια, τα έτη 1952- 53, οπότε και επιτελέσθηκε μια θαυμάσια αποθησαύριση τού τοπωνυμικού πλούτου τής Χώρας).
http://ret-anadromes.blogspot.com/
Η διάσωση πρωτογενούς λαογραφικού υλικού ήταν, σε παλιότερες εποχές, στα πρώτα ενδιαφέροντα τού Υπουργείου Παιδείας, ικανοποιώντας, πάντοτε, ανάλογα αιτήματα τού Λαογραφικού Αρχείου τής Ακαδημίας Αθηνών. Σε μια εποχή που έθαλλε, ακόμα, η ύπαιθρος και άκμαζε γενναία η ζωή στο χωριό- τη ρίζα και την πηγή τής ελληνικής Λαογραφίας- ήταν φυσικές και εύκολες τέτοιες δραστηριότητες, που στηρίζονταν, πάντα, στην προσφορά και τον «πατριωτισμό» των καθηγητών και περισσότερο, βέβαια, των δασκάλων. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι, σε μια εποχή που ανθούσε, ακόμα, το σχολείο τής Υπαίθρου, αφθονούσαν και τους έβρισκες και στους μικρότερους και πιο απόμακρους οικισμούς, με την όλως πηγαία και καθάρια λαογραφική πληροφόρηση. Γινόντουσαν, έτσι, οι καλύτεροι πρεσβευτές και «στρατιώτες» τού Λαογραφικού Αρχείου στις «εκστρατείες» του αυτές προς συγκέντρωση και διάσωση τη μια παροιμιών και παντός είδους παραδόσεων και την άλλη μύθων, παραμυθιών, τραγουδιών ή και τοπωνυμίων (όπως έγινε με τα τελευταία, τα τοπωνύμια, τα έτη 1952- 53, οπότε και επιτελέσθηκε μια θαυμάσια αποθησαύριση τού τοπωνυμικού πλούτου τής Χώρας).
Στη διαχρονικά αυτή μεγάλη προσφορά των δασκάλων- «λαογράφων», ως προς τη διάσωση λαογραφικού υλικού, αναφέρονται με ειδικές μονογραφίες τους σπουδαίοι Έλληνες λαογράφοι, όπως ο Δημ. Λουκάτος [«Οι παλιοί αθόρυβοι λαογράφοι. Ο Λασταίος Λάσκαρης και το έργο του», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 4 (1960), 111- 116], ο Γ. Α. Μέγας («Η Κρητική Λαογραφία και η συμβολή των διδασκάλων εις αυτήν», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, εν Αθήναις 1938, 461 εξ.) αλλά και πολλοί άλλοι. Στο έργο αυτό διαχρονικά σπουδαία και μεγάλη υπήρξε και η συμβολή των μεγάλων αυτών δασκάλων τής ελληνικής Λαογραφίας, αλλά και άλλων, όπως του Στίλπ. Κυριακίδου και, μάλιστα, του Νικολάου Γ. Πολίτη, του και «Πατέρα» τής Ελληνικής Λαογραφίας αποκληθέντος.
Σήμερα το έργο αυτό έχει επωμισθεί και διεξάγει κατά τρόπο γόνιμο, υπεύθυνο και συστηματικό το «Κέντρο Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας» τής Ακαδημίας Αθηνών και η Διευθύντριά του Δρ. Αικατερίνη Πολυμέρου- Καμηλάκη, που παρουσιάζει μια εντυπωσιακή δραστηριότητα τόσο στον χώρο τής έρευνας όσο και των εκδόσεων, αξιοποιώντας, περαιτέρω, το πλουσιότατο αρχειακό υλικό που έχει δημιουργήσει τώρα και δεκαετίες και παραμένει καταχωρημένο στα Αρχεία του, με τις δυνατότητες που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία (ψηφιοποίηση), αλλά και μέσω των ερευνητών και επιστημονικών συνεργατών του.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με την παρουσιαζόμενη με το σημείωμά μας αυτό μελέτη, που αφορά σε μια από τις τελευταίες εκδόσεις τού «Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας» και επιχειρεί την ανάδειξη λαογραφικού υλικού μύθων και παραμυθιών, που προέρχονται από το χειρόγραφο τού Κέντρου με αριθμό εισαγωγής Κ.Λ. 1340/ 1939 (σσ. 1-80). Το χειρόγραφο αυτό ανήκει στη «Συλλογή Μαθητών» (Σ.Μ. 153), με την οποία γίνεται μια προσπάθεια τού Λαογραφικού Αρχείου να καταγραφούν οι μύθοι ζώων τού ελληνικού χώρου, με πρωτοβουλία τού τότε διευθυντή του αείμνηστου Γ.Α. Μέγα, κατά τα έτη 1938- 39. Η καταγραφή τού υλικού, 80 συνολικά χειρόγραφες σελίδες, έγινε από τους μαθητές τής Τετάρτης, Πέμπτης και Έκτης τάξης τού Δημοτικού Σχολείου τού Βαλτεσινίκου Γορτυνίας, τον Δεκέμβριο τού έτους 1938. Τα κείμενα των μαθητών κατατέθηκαν στο Λαογραφικό Αρχείο τής Ακαδημία Αθηνών από τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Γορτυνίας- Μαγαλοπόλεως Γεώργιο Βλάχο, τον Ιανουάριο τού 1939, όπoυ έκτοτε παρέμεναν στη διάθεση των ειδικών ερευνητών.
Σήμερα το έργο αυτό έχει επωμισθεί και διεξάγει κατά τρόπο γόνιμο, υπεύθυνο και συστηματικό το «Κέντρο Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας» τής Ακαδημίας Αθηνών και η Διευθύντριά του Δρ. Αικατερίνη Πολυμέρου- Καμηλάκη, που παρουσιάζει μια εντυπωσιακή δραστηριότητα τόσο στον χώρο τής έρευνας όσο και των εκδόσεων, αξιοποιώντας, περαιτέρω, το πλουσιότατο αρχειακό υλικό που έχει δημιουργήσει τώρα και δεκαετίες και παραμένει καταχωρημένο στα Αρχεία του, με τις δυνατότητες που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία (ψηφιοποίηση), αλλά και μέσω των ερευνητών και επιστημονικών συνεργατών του.
Εικ. 2. Δείγμα αντιγράφου πρωτοτύπου χειρογράφου μαθητή |
Την παρουσίαση αυτήν ανέλαβε και επιμελήθηκε σε έναν εξαίρετο από καλαισθητικής άποψης τόμο 256 σελίδων, ο ερευνητής τού «Κέντρο Ερεύνης τής Ελληνικής Λαογραφίας» κ. Ευάγγελος Καραμανές, με τον τίτλο: «Λαογραφικές Καταγραφές στο Βαλτεσινίκο Γορτυνίας» και υπότιτλο: «Μύθοι ζώων, παραμύθια και τραγούδια». Η εν λόγω έκδοση έγινε δυνατή με την ευγενική χορηγία τού Συλλόγου Βαλτεσινιωτών, «Η Κοίμηση τής Θεοτόκου».
Προκειμένου τα κείμενα των μικρών μαθητών να είναι ευανάγνωστα, εκτός από τη διόρθωση των ορθογραφικών σφαλμάτων και την προσαρμογή τής ορθογραφίας, ο Επιμελητής προσέθεσε, όπου αυτός έκρινε απαραίτητο, τα σημεία στίξης και διαμόρφωσε την παρουσίαση τού κειμένου, διατηρώντας τα στοιχεία τού τοπικού γλωσσικού ιδιώματος, όπου αυτά εμφανίζονται. Πρωτοτυπία, πάντως, που καθιστά την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη και άκρως ενδιαφέρουσα είναι η παράθεση των αντιγράφων των πρωτότυπων κειμένων, έτσι όπως έχουν, με τα ορθογραφικά τους λάθη, τους ιδιωματισμούς, τον γραφικό χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες τού καθενός κειμένου, από τα οποία δηλώνεται στον αναγνώστη το μορφωτικό επίπεδο και η ορθογραφική ικανότητα των μαθητών (που, για πολλούς, της δύσκολής εκείνης και μίζερης εποχής, κρίνεται πενιχρότατη και όλως ανεπαρκής), η επιμέλεια, η καλαισθησία και η χάρη με την οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μικροί μαθητές εκφράζονται, αλλά και η καθημερινότητα, η πεζότητα και ο τρόπος ζωής και σκέψης των μαθητών τής εποχής εκείνης τού μεσοπολέμου, μιας εποχής, επαναλαμβάνουμε, μίζερης και εξαιρετικά δύσκολης για όλη την ανθρωπότητα.
Οι περισσότεροι μύθοι ζώων και τα παραμύθια φέρουν κάποιο τίτλο, ο οποίος δόθηκε από τους ίδιους τους μαθητές. Ο Επιμελητής τής έκδοσης πρόσθεσε τα στοιχεία ταξινόμησής του, σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη Aarne- Thompson, ενώ παραθέτει, επίσης, και ενδιαφέροντα ερμηνευτικά, κατά μύθο, σχόλια, προς διευκόλυνση τού αναγνώστη που δεν είναι γνώστης τού τοπικού ιδιώματος τής περιοχής.
Χαρακτηριστικό σημείο τής καταγραφής είναι ότι τα μικρά παιδιά τού προπολεμικού ορεινού Βαλτεσινίκου προσπαθούν πρόθυμα να ανταποκριθούν στις οδηγίες τού τότε δασκάλου τους Ευσταθίου Βραχνού, σημειώνοντας στερεότυπα την πηγή άντλησης τής ιστορίας τους. λένε, λοιπόν: «το παραμύθι αυτό μού το είπε η μητέρα μου (ή ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ή η γιαγιά μου κ.ο.κ.) και δεν ανέγνωσα άλλη συλλογή παραμυθίων», προκειμένου, με τον τρόπο αυτόν, να δηλώσουν τη γνησιότητα τού υλικού και την «ντόπια», από το ορεινό Βαλτεσινίκο, προέλευσή του.
Προκειμένου τα κείμενα των μικρών μαθητών να είναι ευανάγνωστα, εκτός από τη διόρθωση των ορθογραφικών σφαλμάτων και την προσαρμογή τής ορθογραφίας, ο Επιμελητής προσέθεσε, όπου αυτός έκρινε απαραίτητο, τα σημεία στίξης και διαμόρφωσε την παρουσίαση τού κειμένου, διατηρώντας τα στοιχεία τού τοπικού γλωσσικού ιδιώματος, όπου αυτά εμφανίζονται. Πρωτοτυπία, πάντως, που καθιστά την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη και άκρως ενδιαφέρουσα είναι η παράθεση των αντιγράφων των πρωτότυπων κειμένων, έτσι όπως έχουν, με τα ορθογραφικά τους λάθη, τους ιδιωματισμούς, τον γραφικό χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες τού καθενός κειμένου, από τα οποία δηλώνεται στον αναγνώστη το μορφωτικό επίπεδο και η ορθογραφική ικανότητα των μαθητών (που, για πολλούς, της δύσκολής εκείνης και μίζερης εποχής, κρίνεται πενιχρότατη και όλως ανεπαρκής), η επιμέλεια, η καλαισθησία και η χάρη με την οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μικροί μαθητές εκφράζονται, αλλά και η καθημερινότητα, η πεζότητα και ο τρόπος ζωής και σκέψης των μαθητών τής εποχής εκείνης τού μεσοπολέμου, μιας εποχής, επαναλαμβάνουμε, μίζερης και εξαιρετικά δύσκολης για όλη την ανθρωπότητα.
Οι περισσότεροι μύθοι ζώων και τα παραμύθια φέρουν κάποιο τίτλο, ο οποίος δόθηκε από τους ίδιους τους μαθητές. Ο Επιμελητής τής έκδοσης πρόσθεσε τα στοιχεία ταξινόμησής του, σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη Aarne- Thompson, ενώ παραθέτει, επίσης, και ενδιαφέροντα ερμηνευτικά, κατά μύθο, σχόλια, προς διευκόλυνση τού αναγνώστη που δεν είναι γνώστης τού τοπικού ιδιώματος τής περιοχής.
Εικ. 3. Ο δάσκαλος Ευστάθιος Βραχνός
με τους μαθητές του (1928) |
Χαρακτηριστικό σημείο τής καταγραφής είναι ότι τα μικρά παιδιά τού προπολεμικού ορεινού Βαλτεσινίκου προσπαθούν πρόθυμα να ανταποκριθούν στις οδηγίες τού τότε δασκάλου τους Ευσταθίου Βραχνού, σημειώνοντας στερεότυπα την πηγή άντλησης τής ιστορίας τους. λένε, λοιπόν: «το παραμύθι αυτό μού το είπε η μητέρα μου (ή ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ή η γιαγιά μου κ.ο.κ.) και δεν ανέγνωσα άλλη συλλογή παραμυθίων», προκειμένου, με τον τρόπο αυτόν, να δηλώσουν τη γνησιότητα τού υλικού και την «ντόπια», από το ορεινό Βαλτεσινίκο, προέλευσή του.
Τα δημοσιευόμενα στον ίδιο τόμο τραγούδια τού Βαλτεσινίκου προέρχονται από το χειρόγραφο Κ.Λ. 968/ 1929 και καταγράφηκαν κατά τη λαογραφική αποστολή τού Χαρίλαου Σακελλαριάδη στη Γορτυνία, το έτος 1929.
Ο κ. Καραμανές πραγματοποίησε, περαιτέρω, και επιτόπια στο Βαλτεσινίκο έρευνα- με τη βοήθεια και του ερευνητή τού Κέντρου κ. Παναγιώτη Καμηλάκη- και συγκέντρωσε πλούσιο πλαισιωτικό και διευκρινιστικό υλικό, έβγαλε φωτογραφίες, που όλες δημοσιεύονται μέσα από τις σελίδες τού βιβλίου μαζί και με άλλες «ρετρό» φωτογραφίες, που έθεσαν στη διάθεσή του διάφοροι Βαλτεσινιώτες, με αποτέλεσμα το βιβλίο να γεμίζει με νοσταλγία και αγάπη, ευαισθησία, λεπτότητα και χάρη για την εν λόγω εποχή.
Οι παραπάνω συντελεστές τής εν λόγω έκδοσης και ο Επιμελητής της κ. Ευάγγελος Καραμανές εργάστηκαν με απόλυτη συναίσθηση τής ευθύνης και του χρέους τους απέναντι στον τόπο και την ιστορία. Η έκδοση αυτή συγκινεί, διδάσκει και διασώζει για τον ελληνικό λαό και την επιστήμη πολύτιμα πολιτιστικά αποθέματα ογδόντα, τόσων, χρόνων, που συντηρούν και περισώζουν τον στοχασμό, τον χαρακτήρα, το ήθος και την πνευματική καλλιέργεια μιας εποχής. Σκοπός τους η ανάδειξη τής σπουδαίας αυτής κληρονομιάς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενέστερους. Είναι γι’ αυτό, όλοι τους, άξιοι του δικαίου επαίνου τού τόπου, που με τόση ευσυνειδησία και μόχθο υπηρετούν.
Ο κ. Καραμανές πραγματοποίησε, περαιτέρω, και επιτόπια στο Βαλτεσινίκο έρευνα- με τη βοήθεια και του ερευνητή τού Κέντρου κ. Παναγιώτη Καμηλάκη- και συγκέντρωσε πλούσιο πλαισιωτικό και διευκρινιστικό υλικό, έβγαλε φωτογραφίες, που όλες δημοσιεύονται μέσα από τις σελίδες τού βιβλίου μαζί και με άλλες «ρετρό» φωτογραφίες, που έθεσαν στη διάθεσή του διάφοροι Βαλτεσινιώτες, με αποτέλεσμα το βιβλίο να γεμίζει με νοσταλγία και αγάπη, ευαισθησία, λεπτότητα και χάρη για την εν λόγω εποχή.
Οι παραπάνω συντελεστές τής εν λόγω έκδοσης και ο Επιμελητής της κ. Ευάγγελος Καραμανές εργάστηκαν με απόλυτη συναίσθηση τής ευθύνης και του χρέους τους απέναντι στον τόπο και την ιστορία. Η έκδοση αυτή συγκινεί, διδάσκει και διασώζει για τον ελληνικό λαό και την επιστήμη πολύτιμα πολιτιστικά αποθέματα ογδόντα, τόσων, χρόνων, που συντηρούν και περισώζουν τον στοχασμό, τον χαρακτήρα, το ήθος και την πνευματική καλλιέργεια μιας εποχής. Σκοπός τους η ανάδειξη τής σπουδαίας αυτής κληρονομιάς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενέστερους. Είναι γι’ αυτό, όλοι τους, άξιοι του δικαίου επαίνου τού τόπου, που με τόση ευσυνειδησία και μόχθο υπηρετούν.