Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ * * * ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ- ΧΑΡΟΝΤΙΣΣΑΣ



Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*

[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]

- 6ο 

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ



5. ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ- ΧΑΡΟΝΤΙΣΣΑΣ

Α΄. Ανθρωπομορφισμός τού Χάρου



    Σε πολλά μοιρολόγια ο κρητικός λαός στον Χάρο αποδίδει πλείστα όσα ανθρωπομορφικά στοιχεία, χαρακτηριστικά, δηλαδή, ανθρώπινου τρόπου και συμπεριφοράς, απογυμνώνοντάς τον από κάθε τι το εξωγήινο και μεταφυσικό. Οι ανθρωπομορφισμοί αυτοί θεωρούμε ότι είναι μια προσπάθεια των ζωντανών να εξοικειώσουν και προσαρμόσουν τον άλλο κόσμο και αυτόν τον ίδιο τον Χάρο προς τον δικό τους κόσμο, τον γήινο, ώστε να διατηρήσουν, αφενός, την επικοινωνία και την επαφή με τους αγαπημένους τους νεκρούς, αλλά και να ελαφρώσουν, αφετέρου, κάπως, την αποκρουστική εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον άλλο κόσμο, προσδίνοντας στον Χάρο ανθρώπινες, σαν και τις δικές τους, ιδιότητες, επιθυμίες και αντιδράσεις. Η ζωή των νεκρών στον Άδη, κατά την πίστη τού λαού, συνεχίζεται κατά πανομοιότυπο τρόπο, όπως και στον επάνω κόσμο. Οι ψυχές δεν είναι σκιές, «είδωλα καμόντων» (Οδύσσ. λ, 476, ω 14) και «νεκύων αμενηνά κάρηνα» (=αδύναμες, ξεψυχισμένες μορφές νεκρών) (Οδύσσ. κ. 521, 536 και λ 29, 49), ούτε χρειάζεται να «πιουν αίμα» (Οδύσσ. κ, 537 και λ, 36, 50, 98, 153, 228, 232, 536), για να τεθούν σε ενέργεια η λογική, το αίσθημα και το συναίσθημά τους. Κάθε ψυχή στα δημοτικά τραγούδια αισθάνεται, ενθυμείται, χαίρεται, λυπάται και επιθυμεί, ενώ οι νεκροί στον Άδη διάγουν μια ζωή παρόμοια με τη ζωή τού επάνω κόσμου, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Εβραίοι τής Π. Διαθήκης, οι Ρωμαίοι και οι χριστιανοί των πρώτων χριστιανικών αιώνων[1].
    Ειδικότερα, τον ανθρωπομορφισμό τού Χάρου ανευρίσκουμε ιδιαίτερα έντονο στο τραγούδι: «Πάλη νέου μετά τού Χάρωνος»[2], της Συλλογής τού Π. Βλαστού[3], όπου ο Χάρος εμφανίζεται κατά το ανθρώπινο να κουράζεται και να φωνάζει ή, άλλοτε, να σφυρίζει, τάχατες, αδιάφορα, προκειμένου οι προθέσεις του να μη γίνουν αντιληπτές από το υποψήφιο θύμα του, παρακολουθώντας κρυφά και με πονηριά τις κινήσεις του. Έτσι, στο κυνήγι τού νιού, που ήταν «ογλήγορος» στο τρέξιμο, κι ο Χάρος κουρασμένος, κάθισε «πάνω σε πλάκαν», για να ξεκουραστεί κι εσφύριζεν, τάχατες, αδιάφορα, προσπαθώντας με πονηριά πώς να ξεγελάσει το νιο, για να τον περιμένει, τάσσοντάς του, μάλιστα, κι ένα «κανίσκι» με δώρα [ντάργα (= ασπίδα), σπαθί και δοξάρι, ένα λευκό πουκάμισο για κείνον και … ολόμαυρα ρούχα για τη γυναίκα του να βάλει]:


   «Ομορφονιόν εζύγωνεν ο Χάρος στη Μαδάρα.
 Μα ήταν ο νιος ογλήγορος κι ο Χάρος κουρασμένος.      

  Και παίρνει ο νιος το ρίζωμα κι ο Χάρος την πλαγιάδα.       

 Πάνω σε πλάκαν έκατσε το νιον ευγορολόγα.

 κι εσφύριζε κι εφώνιαζεν ο Χάρος τού στραθιώτη (sic).

  -Στραθιώτ’ ανήμενε κι εμέ να πηαίνουμε ομάδι.

 κι εγώ κανίσκι σου βαστώ, παραγγελιά σου   φέρνω

 βαστώ σου ντάργα και σπαθί, δοξάρι με λουρίσκο

 κι ένα λευκό πουκάμισο και στάσου να το βάλεις

 βαστώ και τής γυναίκας σου ολόμαυρα να βάλη»


       Αλλά και σε πολλά άλλα μοιρολόγια ο λαός αποδίδει στον Χάρο πλείστα όσα ανθρωπομορφικά στοιχεία. Έτσι, στο μοιρολόγι που  επιγράφεται:

 «Το Τραγούδι τού Χάρο»[4] ο Χάρος εμφανίζεται να τραγουδά και μάλιστα «πανώρια»[5] και να περισσοκαυχάται για τα απάνθρωπα και ειδεχθή κατορθώματά του:


   «Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδά πανώρια,
   Λέει τραγούδι τση χαράς και περισσοκαυχάται»,


ενώ στο μοιρολόγι «Ο σιδηρούς πύργος των ανδρείων και ο Χάρος», ο Χάρος εμφανίζεται, προσέτι, και να χαιρετά, να τρώγει και να πίνει κατά το ανθρώπινο:


«-Καλώς τα κάνετε παιδιά! Καλώς μας ηύρες Χάρο!

 Καλώς μας ήρθες Χάροντα, κάθισε να γευτούμε.

 -Δεν θέλ’ από απού το γιόμα σας, κι εγώ γιόμα δεν κάνω.

 Μ’ άκουσα πως μου χώνεστε κι ήρθα να σασε πάρω».


 Στο τραγούδι, επίσης, «Αι γραίαι προφασιζόμεναι[6] τού Χάρωνος»[7] ο Χάρος φέρεται κατά το ανθρώπινο, λέγοντας ότι είχε δουλειά και πέρασε από «τσι πρασινάδες»[8], όπου είχαν μονομεριάσει οι γριές, προκειμένου να χορέψουν και να ξεγελάσουν τον Χάρο, προφασιζόμενες ότι είναι νέες κι έτσι να μην τις πάρει:


«Μα σαν αποχτενίστηκαν κι εσιάξαν  τσι χωρίστραις  

ούλες μονομεριάσανε κάτω στσι πρασινάδες,και πιάνουν και χορεύγανε σαν τσι ψαροφοράδες.

Κι ο Χάρος είχενε δουλειά από δεκεί κι επέρνα,

θωρεί τσι γράδες στο χορό και μια στη μέσ’ εκέρνα»,


ενώ στο τραγούδι «Η Χαιρέταινα Ανωγιανή»[9] ο Χάρος εμφανίζεται και να μαλώνει με τους Ανωγειανούς:


  «Μα ήντά χε με τσ’ Ανωγειανούς κι εμάλωσεν ο    Χάρος,  κι επήρε γιο μοναχογιόν όπου δεν ήτον άλλος.

  Επήρε γιο μοναχογιόν από μεγάλη σκλέτη[10]

 Τον αγριμοπερπατηχτή, το Γιώργο τού Χαιρέτη». 


   Τέλος, στο μοιρολόγι «Ο Χάρος ως Πραματευτής»[11] ο Χάρος- πέραν τής Χαρόντισσάς του, με την οποία και συζεί στον Κάτω Κόσμο- εμφανίζεται να έχει και ερωτικές επιθυμίες και, υποκρινόμενος τον πραματευτή, να ξεγελά την πιστή στον σύζυγό της μοναχική κόρη και να μοιράζεται μαζί της το συζυγικό κρεβάτι, παριστάνοντας τον άνδρα της, που βρίσκεται μακριά, στα ξένα[12]:


 «Ανίσως άλλον αγαπώ, κι άλλο θέλω να πάρω,
  πάρε σπαθί στο χέρι σου, την κεφαλή μου κόψε.

  Κι ώστε να πει, να καλοπεί είχε ξημερωμένα,  

  Στρέφεται, βλέπει δίπλα τση το Χάρο κι                  εκοιμάτο…»   
 
      Ως προς τον οπλισμό του, ο Χάρος άλλοτε εμφανίζεται να κρατεί σπαθί και άλλοτε κοντάρι με το οποίο χτυπά αλύπητα τα θύματά του:


«Κι’ εμπήκε κι εκοντάρευγεν ο Χάρος τσ’ αντρειωμένους!»[13]


ενώ, συχνά, εμφανίζεται και ως καβαλάρης:


«Ο Χάροντας στην πόρτα του ευρέθη καβαλάρης» [14]


         ή και ως πραματευτής:


«Πραματευτής επέρασε στ’ άλογο καβαλάρης,Κοντοκρατεί το μαύρον του και τον                      καλημερίζει»[15]


     Σε κάποια μοιρολόγια, επίσης, ο Χάρος εικονίζεται ως ο κλειδούχος τού Άδη, τα κλειδιά τού οποίου (δεκαοχτώ σε κάποιο μοιρολόγι!) γίνονται, συχνά, στόχος από τους νεκρούς –και μάλιστα από τους νεότερους και πιο καλαντρειωμένους- προκειμένου να ανοίξουν με αυτά τις πύλες τού Άδη και να ανεβούν και πάλι στη γη και στο φως τού ήλιου:


«Τρεις αντρειωμένοι βούλονται απού τον κάτω κόσμο,

να πάρουν τ’ Άδη τα κλειδιά να βγουν εις τον απάνω»[16]  


  Στην κατηγορία αυτήν (του ανθρωπομορφισμού τού Χάρου), θα εντάξουμε και το τραγούδι «Αγγελική προκήρυξις περί Χάρωνος»[17], όπου ο Χάρος αποφασίζει, κατά το ανθρώπινο, και πάλι, να «χτίσει» περιβόλι[18]:


«Άστρο λαμπρόν επρόβαλε που την Ανατολίτσα,

κι ούλοι θαρρούσαν άστρο ’ναι κι άστρο το      μαρτυρούσαν,

 μα κείνος ήταν άγγελος μ’ ολόχρυσες φτερούγες,

 κ’ εβγήκε κι εδιαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη.

Οπού ‘χει ρούχ’ ας τα φορεί, παιδί ας το καμαρώνει,

 κι ο Χάρος εβουλήθηκε να χτίσει περιβόλι».


       Ο ανθρωπομορφισμός τού Χάρου, τέλος, στο μοιρολόγι «Ο σκληροκάρδης Χάρος»[19] εμφανίζεται στο ότι δεν θέλει, αφενός, να «βάλει μπελάδες» στην κεφαλή του, αλλά και στην «πονηριά», αφετέρου, με την οποία χειρίζεται το θέμα τής μακάβριας μεταφοράς των νεκρών, έχοντας υπόψη του τον αγώνα των ζωντανών, προκειμένου να τον ξεγελάσουν και να τους πάρουν πίσω. Για τον λόγο αυτόν αποφεύγει, όπως λέγει, τα πολυσύχναστα μέρη (πηγές, χωριά), γιατί φοβάται πως στα μέρη αυτά «κινδυνεύει» τόσο από τις μανάδες που έρχονται στη βρύση για να πάρουν νερό να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους, όσο και από τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα να αναγνωριστούν μεταξύ τους και, τότε, δεν θα μπορεί να τους ξεχωρίσει, «ξεχωρισμό δε θα ’χουν»[20]:


«Μα δεν κονεύγω σε χωριά, δεν στένομαι σε βρύση,

κι έρχοντ’ οι μάνες για νερό γνωρίζουν τα παιδιά των, 

γνωρίζουνται τα’ αντρόυνα ξεχωρισμόν δεν έχουν».  


         Στο ίδιο, επίσης, μοιρολόγι έχουμε και θαυμάσιες ανθρωπομορφικές εικόνες, στις οποίες η κοινωνία των πεθαμένων τείνει να προσδιοριστεί με όρους τής κοινωνίας των ζωντανών. έτσι, ο Χάρος εμφανίζεται μπροστάρης να σέρνει ξοπίσω του τους νεκρούς, σύμφωνα με τις φυσικές δυνατότητές τους . τους νέους τους βάζει μπροστά, που μπορούν κι έχουν δυνάμεις (κατά το ανθρώπινο πάντα) να προπορεύονται, τους γέρους ξοπίσω, που λόγω έλλειψης φυσικών δυνάμεων δεν προλαβαίνουν και ξωμένουν, ενώ τα αδύναμα παιδιά τα έχει «αραδιασμένα» πάνω στη σέλα.


«Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα[21],

 γη άνεμος τα πολεμά, γη ή βροχή τα δέρνει,

 μουδ’ άνεμος τα πολεμά μουδέ βροχή τα δέρνει
 μονό διαβαίν’ ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
 Τσι νιους τσι παίρνει από μπροστά τσι γέροντες ξοπίσω,

και τα καυμένα τα μικρά στη σέλ’ αραδιασμένα.   


        Αντίθετα, σε άλλο μοιρολόγι, ο Χάρος θέτει και ταξικά κριτήρια στη σειρά που βάζει τους νεκρούς, σέρνοντάς τους στον Άδη. τους σέρνει, δηλαδή, με σειρά ανάλογη με την οικονομική τους τάξη όταν, ακόμα, βρίσκονταν στη ζωή: οι άρχοντες μπροστά και λυτοί και οι φτωχοί από πίσω και δεμένοι:


«Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού νάδη,

κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τσι φτωχούς δεμένους…»[22]



[1] Αναγνωστόπουλος 1984, 291- 92.
[2] Παραλλαγή τού παρόντος μοιρολογιού αναφέρει ο Αριστείδης Κριάρης με τον τίτλο: «Πάλη Ζωής και Θανάτου» (Κριάρης 1909, 266).
[3] Βλαστός 1850, σ. 1225, αρ. 5.
[4] Βλαστός 1850, 1248, αρ. 29.
[5] Πανώρια (επίρρ. τροπ. από επίθ. πανώριος)= πολύ ωραία, όμορφα.
[6] Από ρ. προφασίζομαι= προβάλλω κάτι ως ψευδή δικαιολογία (π.χ. προφασίζομαι ασθένεια)..
[7] Βλαστός 1850, 1258, αρ. 39.
[8] Σε άλλα μοιρολόγια ο Χάρος περνά από τοίχο περιβολιού [Θωρούν το Χάρο κι έστεκε σ’ τού περβολιού τον τοίχο («Η μαραμένη μηλιά», Βλαστός 1850, 1265, αρ. 43)].
[9] Βλαστός 1850, 1264, αρ. 42.
[10] Σκλέτη, η (ουσ.)= το γένος, το τζάκι.


          «Σαν είν’ από γενιά άνθρωπος κι από μεγάλη σκλέτη                             ούλο το βιό σου ξόδιαζε και κάνε του ραέτι»


(Π. Βλαστού, στον Πολίτης 1965, 303 ). Ραέτι, το (τούρκ.)= φιλοδώρημα, κέρασμα, καλό φαγητό, φιλοξενία στο σπίτι συνήθως με φαγητό.[11] Βλαστός 1850, 1253, αρ 34.
[12] Πβ. Παπαδογιάννης 1973, 135,
[13] «Ο σιδηρούς πύργος των Ανδρείων και ο Χάρος» (Βλαστός 1850, 1232, αρ. 11).
[14] «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά τού Χάρωνος», Βλαστός 1850, 1251, αρ. 33.
[15]  «Ο Χάρος ως πραματευτής», Βλαστός 1850 1253, αρ. 34.
[16] «Οι τρεις αντρειωμένοι από τον Άδη» (Βλαστός 1850, 1243, αρ. 21), επίσης «Η κλειδωμένη καρδιά» (Βλαστός 1850, 1245, αρ. 24) κ.λπ..
[17] Βλαστός 1850, 1247, αρ. 28.
[18] Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι την αναγγελία («αγγελική προκήρυξη») αυτήν κάνει «άστρο λαμπρό» από την Ανατολή, που, θεωρούμε ότι θα αφορά σε άγγελο καλό, σε άγγελο τού φωτός, όπως, εξάλλου, το αναγγέλλει και το τραγούδι και ανήκει στα ελάχιστα Κρητικά Μοιρολόγια στα οποία γίνεται μνεία χριστιανικών αναφορών και συμβόλων. Πβ. στον Βλαστό μοιρολόγια αυτής τής κατηγορίας τα: «Ο Παράδεισος» (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 15) [«να βγαινα στον Παράδεισο ομάδι με τσ’ άγγέλους»], «Το μεγάλο πεθύμιο» (Βλαστός 1850, 1247,αρ. 27) [Χριστέ μου! και να κάτεχα ποιο μήνα θ’ αποθάνω], Ο Άδης (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 16) και όμοιον με το προηγούμενο (Βλαστός 1850, 1241, αρ. 17):


            «Στον ουρανό χορεύγουνε, στον Άδη γάμο κάνουν,


             κι επέψαν κι εκαλέσανε ούλους τσι πρικαμένους,


             Χριστέ! κι ας με καλιούσανε κι εμέ τον πρικαμένο…».   


[19] Βλαστός 1850, 1269, αρ. 51.
[20] Από το σημείο αυτό φαίνεται ότι ο πεθαμένος υφίσταται, κατ’ αντιστοιχία τού ζωντανού, αναγνωρίσιμος από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, από την κοινωνική του θέση και τις συνήθειές του.
[21] Ο πόνος τού θανάτου δεν αφήνει ασυγκίνητα ούτε αυτά τα άψυχα στοιχεία τής φύσης.
[22]  Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.
 

 


* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων 


Παναγιώτης Ιω. Καμηλάκης * * * Οικονομική Ζωή και Επαγγέλματα της Κιμώλου (17ος- 20ός αιώνας)



Παναγιώτης Ιω. Καμηλάκης


Οικονομική Ζωή και Επαγγέλματα της Κιμώλου (17ος- 20ός αιώνας)
[Αθήνα 2016, σχ. 8ο (20 Χ 14), σσ. 176]


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Ο Παναγιώτης Ιω. Καμηλάκης, λαογράφος, τέως ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, από την ιστορική Κάντανο, της επαρχίας Σελίνου, Χανίων, ικανοποιώντας παράκληση Κιμωλίων φίλων του και, μάλιστα, του τ. Δημάρχου Κιμώλου και ιδρυτή της εφημερίδας «Κιμωλιακά Νέα», Θεοδώρου- Γερασίμου Μαγκανιώτη, κατέγραψε, πρόσφατα, και διέσωσε ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία γύρω από την οικονομική ζωή και τα επαγγέλματα των Κιμωλιατών από τα μέσα του 17ου έως τον 20ο αιώνα. Το βιβλίο αυτό με τίτλο: «Οικονομική Ζωή και Επαγγέλματα της Κιμώλου (17ος- 20ος αιώνας)» εκδόθηκε στη μνήμη του Εμμανουήλ Α. Σάρδη, με χορηγία της οικογένειάς του και εντάχθηκε στη σειρά των αυτοτελών εκδόσεων της παραπάνω εφημερίδας, οι οποίες, με την έκδοση αυτήν, συμπλήρωσαν αισίως τον αριθμό δέκα (10).   

Πρόκειται για μιαν εργασία καλογραμμένη, σε πολυτονικό σύστημα, ευσυνείδητη, ευσύνοπτη και κατανοητή, που, πραγματικά, σέβεται τον αναγνώστη της και την ελληνική γλώσσα. Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα τόσο μικρό και φτωχό ελληνικό νησί (36, μόλις, τετρ. χλμ. και 900, περίπου, μόνιμων κατοίκων) του κυκλαδικού Πολύνησου, καίτοι παραμερισμένο και απομονωμένο από τα λοιπά νησιά των Κυκλάδων, που αποτέλεσαν το επίκεντρο της ιστορικής και κοινωνικής κονίστρας, όμως έχει να παρουσιάσει και αυτό τη δική του ιστορία στη μακρά διάρκεια του χρόνου. Και είναι αυτή ακριβώς η απομόνωση και αυτόνομη ιστορική κάθοδος τής Κιμώλου στην Ιστορία, που την κατέστησε, περαιτέρω, ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για την μελέτη της οικονομικοκοινωνικής ζωής τόσον της ιδίας όσο και του συμπλέγματος των νησιών των Κυκλάδων και του Αρχιπελάγους από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα. Η οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα των κατοίκων της Κιμώλου εξετάζεται στα πλαίσια της παραδοσιακής ζωής του νησιού, των καθημερινών ενασχολήσεων των κατοίκων και των επαγγελμάτων τους.

 Κίμωλος διά των αιώνων ακούγεται το όνομα του νησιού ή Κίμωλο (χωρίς το τελικό [ς]) ή Κίμουλο (από ρίζα κιμο= λευκός και κατάληξη - ωλός) για τον πωρόλιθο που εξορύσσεται άφθονος στο εν λόγω ηφαιστειογενές νησί, που εξ αιτίας του πετρώματος αυτού τα εδάφη του, από μακριά, φαίνονται λευκά στον χρωματισμό. Κατά τη Μυθολογία η νήσος ακουγόταν και ως Εχινούσα «διά το πλήθος των εχίνων κατά τα παράλια αυτής» (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία).

Ενδιαφέροντα για μας, ειδικά, τους Κρητικούς στοιχεία του παρουσιαζόμενου βιβλίου ανευρίσκουμε αρκετά τόσο στον χώρο των κοινών κατακτητών και ιδιαίτερα της γνωστής μάστιγας της πειρατείας (του Χαϊρεντίν Μπαμπαρόσσα), που έπληξε αμφότερες της περιοχές, όσο και των κοινών περιηγητών (Tournefort, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους 1700- 1792), που τον καιρό της Τουρκοκρατίας αλώνιζαν την Κρήτη και τα νησιά του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Αλλά και η παρουσία Κρητών παροίκων στο μελετώμενο νησί ήταν, φαίνεται, γενναία, από τη στιγμή που ανάμεσα σε τέσσερις παροίκους, στην απογραφή του 1929, οι τρεις προσδιορίζονταν με το πατριδωνυμικό «Κρης». Κοινό, επίσης, ανάμεσα Κρήτης (και, μάλιστα, Ρεθύμνου) και Κιμώλου και το οικογενειακό «Γαβαλάς», καθώς και η παράσταση του δελφινιού (κατά το υπόδειγμα της αρχαίας Ρίθυμνας) σε παραστάσεις χάλκινων νομισμάτων που ανευρέθηκαν στην τοποθεσία «Ελληνικά» (πανελλήνιο και αυτό, το τελευταίο, τοπωνύμιο, που δηλώνει την εκεί ύπαρξη αρχαιοτήτων). Κυρίως, όμως, η μεγάλη σχέση της Κρήτης με την Κίμωλο σημειώνεται με τη συνεισφορά της Κιμώλου στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866- 69, οπότε τα τρία εμπορικά πλοία που εφοδίαζαν τους Κρητικούς με εθελοντές και πολεμοφόδια εύρισκαν, συχνά, ασφαλή κρησφύγετα στους στενούς όρμους του νησιού. Αλλά και τότε, με την Κρητική Επανάσταση, αλλά και αργότερα, πολλοί πρόσφυγες των κρητικών επαναστάσεων βρήκαν στην Κίμωλο και σε άλλα Κυκλαδονήσια το ασφαλές καταφύγιο που αναζητούσαν.

Όσον αφορά, τώρα, στην ειδικότερη του βιβλίου θεματολογία, την οικονομική ζωή και τα επαγγέλματα των Κιμωλιατών, αυτά, συχνά, εξετάζονται με αμιγώς λαογραφικές παραμέτρους, όπως από τα τοπωνύμια του νησιού, όσα από αυτά συνδέονται με αυστηρά οικονομικές δραστηριότητες (Αλώνια, Ελιώνας, Κλήμα, Μύλοι, Τσουκαλαρειά, Χειρόμυλοι κ.λπ.). Σημαντική, επίσης, στο σημείο αυτό, και η συνεισφορά των εκλογικών καταλόγων (του 1871), όπου μια προσεκτική αυτών μελέτη αποκαλύπτει ότι επί 427 ανδρών εκλογέων το μεγαλύτερο ποσοστό (33, 72%) δηλώνεται ως ασχολούμενο με τη γεωργία και ακολουθεί δεύτερο, αμέσως, στη σειρά, ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό (28, 57%), που δηλώνεται ασχολούμενο με επαγγέλματα της θάλασσας, ενώ μεταξύ των οικογενειακών ονομάτων παρατηρούνται και οικογενειακά, όπως Λογοθέτης, Παπαδάκης, Σαλβαράς, Χαλκιόπουλος κ.λπ.

Από τις παραπάνω δύο κυριότερες επαγγελματικές ενασχολήσεις των κατοίκων της Κιμώλου, η πρώτη, η «γεωργία», υπαγορεύεται από την, οπωσδήποτε, περιορισμένη ελαιοκομία του νησιού, ενώ η δεύτερη, η «ναυτιλία», αποτελούσε, ανέκαθεν, σημαντική πηγή εσόδων για το νησί και εξυπηρετούνταν από τους ντόπιους μικρούς πλοιοκτήτες, που όργωναν συστηματικά τους ναυτικούς δρόμους στα εκεί γύρω κοντινά νησιά, ενώ κάποτε εξακτινώνονταν και ακόμα μακρύτερα και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα, εξυπηρετούντες τον μεσαίο εκ των τριών θαλασσίων δρόμων, από τη Δυτική, δηλαδή, και κεντρική Μεσόγειο προς την Κωνσταντινούπολη, που περνούσε από τη Μήλο και την Κίμωλο και συνέχιζε από την κεντρική αλυσίδα των αγαιοπελαγίτικων νησιών προς το βόρειο Αιγαίο και την Κωνσταντινούπολη.

Τέλος, πέραν των πληροφοριών αυτών που αποδεικνύουν την αξία του παρουσιαζόμενου βιβλίου και αναφέρονται στην οικονομική ζωή, στα επαγγέλματα και στις σχέσεις της Κιμώλου προς την Κρήτη, οφείλουμε, νομίζω, για το γενικότερο εγκυκλοπαιδικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, να αναφερθούμε και στα δύο, εν πολλοίς, άγνωστα προϊόντα της Κιμώλου. στους πωρόλιθους (τα πώρια)  και στην κιμωλία γη των αρχαίων (στον σημερινό πηλό). Οι πρώτοι, οι πωρόλιθοι της Κιμώλου, χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στις οικοδομές ως ακρογωνιαίοι λίθοι (αγκωνάρια), των οποίων γίνεται σημαντική εξαγωγή και στα νεότερα χρόνια (19ος- 20ος αι.). Μεταφέρονταν με τα κιμωλιακά ιστιοφόρα προπαντός στην Ερμούπολη (ιδίως κατά την περίοδο της ακμής και ανοικοδόμησής της κατά τον 19ο αι.), αλλά και στον Πειραιά για τις οικοδομικές ανάγκες του ίδιου, αλλά και για τις ανάγκες της ελληνικής πρωτεύουσας.   

 Η εξόρυξη της δεύτερης, της κιμωλίας γης (πηλού) των αρχαίων, υπήρξε ήδη από την αρχαιότητα- οπότε χρησιμοποιούνταν στην ιατρική- μέχρι και τα νεότερα χρόνια ένα μικρό μεν αλλά διαρκές έσοδο για τους Κιμωλιάτες. Η Κίμωλος ήταν και είναι ονομαστή μεταξύ των Κυκλάδων για το προϊόν της αυτό, που στο παρελθόν χρησίμευε αντί σαπουνιού για τη λεύκανση και τον καθαρισμό τόσο των υφασμάτων και κυρίως των μαλλιών, όσο και του σώματος των λουομένων είτε σε γλυκά είτε σε θαλασσινά νερά. Το σαπουνόχωμα αυτό («πηλός» των ντόπιων), που στη λαϊκή γλώσσα λέγεται και τεμπεσίρι, είναι αργιλώδες, λευκόφαιο στο χρώμα και αφαιρεί από τα υφάσματα και το σώμα τις λιπαρές ουσίες. Γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ανέκαθεν αντί σαπουνιού, από το οποίο και ονομάστηκε- όπως ήδη σημειώσαμε- τοπικά, σαπουνόχωμα για τις καθαρτικές ιδιότητες που έχει. Το σαπουνόχωμα της  Κιμώλου είχε βραβευθεί παλαιότερα και σε μεγάλες διεθνείς εκθέσεις, ενώ λόγω και των κοιτασμάτων αργυρούχου βαρυτίνης και μπετονίτη που περιέχονται στο υπέδαφός της, η Κίμωλος σήμερα είναι ενταγμένη στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών «Natura 2000». Να σημειώσουμε, τέλος, ότι στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου (1851) εκτέθηκαν τέσσερα, κυρίως, προϊόντα από τις Κυκλάδες. σαπουνόχωμα Κιμώλου, σμύριδα Νάξου, θειάφι και μυλόπετρες Μήλου.

 Πρόκειται για ένα σύγγραμμα μεγάλης λαογραφικής αλλά και ιστορικής ευθύνης, τόσο για την Κίμωλο, όσο και για τις Κυκλάδες και τον ελληνικό, γενικότερα, χώρο. Απ’ όσο μπορέσαμε να διαπιστώσουμε από τη βιβλιογραφία, η Κίμωλος δεν έχει, μέχρι σήμερα, να επιδείξει παρόμοιο ιστορικολαογραφικό έργο. Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο και δόκιμο συγγραφέα και λαογράφο κ. Παναγιώτη Καμηλάκη και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του τόσο στον χώρο τής Λαογραφίας, όσο και των Ελληνικών Γραμμάτων, γενικότερα, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.

Α Ι Μ Ι Λ Ι Ο Υ Γ Α Σ Π Α Ρ Η * * * "Ορίζοντας"




Α Ι Μ Ι Λ Ι Ο Υ  Γ Α Σ Π Α Ρ Η

"Ορίζοντας"

Τοπία με την τεχνική τής υδατογραφίας εμπνευσμένα από το τοπίο της πόλης του Ρέθυμνου


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
             www.ret-anadromes.blogspot.com

   Η αντίληψη που θέλει τον εικαστικό χώρο αποκλειστικό προνόμιο των ειδικών βρίσκεται, θεωρώ, έξω από την πραγματικότητα. Η ζωγραφική ως καλλιτεχνική ενασχόληση έχει μεγάλη ευρύτητα και διαθέτει χώρους όπου ο κάθε άνθρωπος μπορεί να αποδώσει αξιόλογα, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα κινηθεί και θα δημιουργήσει σε συνθήκες ελευθερίας και ευγενούς εσωτερικής διάθεσης. Και η ζωγραφική για μένα είναι πρώτα απ’ όλα διάθεση. Αυτά και άλλα πολλά δήλωνε σε παλιότερη έκθεσή του ο φιλόλογος καλλιτέχνης και φίλος κ. Αιμίλιος Γάσπαρης, με θέμα το χωριό του, το παλιό Ατσιπόπουλο. Σήμερα ο φίλος καλλιτέχνης επανέρχεται με μια νέα έκθεσή του στο Κιμωλία ART CAFE, της Παλιάς Πόλης (πλατεία 25ης Μαρτίου), με μια σειρά νέων έργων του εμπνευσμένων, αυτή τη φορά, από το τοπίο της πόλης του Ρέθυμνου, σε σχέση, όμως, και πάλι με το Ατσιπόπουλο, αφού η πόλη θεάται από τα δυτικά, από τα ατσιπουλιανά, δηλαδή, μέρη. Η έκθεση θα διαρκέσει από τη Δευτέρα 28 Μαΐου ως το Σάββατο 30 Ιουνίου  2018, και θα λειτουργεί κατά τις ώρες 10:00- 21:00.

        Ο Αιμίλιος Γάσπαρης άρχισε πριν από χρόνια να ασχολείται με τα χρώματα και το σχέδιο, κάτι που, οπωσδήποτε, γι’ αυτόν έγινε πολύ  γοητευτικό και ευχάριστο. Το υλικό που χρησιμοποιεί είναι το χαρτί και ζωγραφίζει ακολουθώντας την τέχνη της υδατογραφίας (ακουαρέλας) μιας πολύ ενδιαφέρουσας και συναρπαστικής καλλιτεχνικής διαδικασίας. Είναι λίγο και σαν το παιγνίδι που δεν σου δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις. Αρκούν τα χρώματα, η ιδέα και το χαρτί και, πάνω απ’ όλα, εσωτερική διάθεση και φαντασία για μιαν όμορφη καλλιτεχνική δημιουργία!



     Με τον όρο υδατογραφία ή τον αντίστοιχο διεθνή (από την ιταλ. γλώσσα) ακουαρέλα, αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο είδος ζωγραφικής, που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στους τοπιογράφους τού 18ου αιώνα. Και βλέπω να συμβαίνει κάτι παρόμοιο και με τον Αιμίλιο Γάσπαρη, που κι εκείνος τρέφει πραγματικά απεριόριστη λατρεία στα τοπία και, μάλιστα, σε αυτά του χωριού του και της πόλης του, του Ρεθύμνου. Ξεκίνησε, αρχικά, με κάποιες γωνιές από την πλούσια αρχιτεκτονική ιστορία τού χωριού του και, στη συνέχεια, επέλεξε και άλλες θεματικές στις οποίες εστίασε και τις επεξεργάστηκε εικαστικά. Και πιο συγκεκριμένα . επέλεξε και διέσωσε θέματα που σήμερα δεν υπάρχουν πια, έτσι όπως ήταν μέχρι τα μέσα τού 20ου αιώνα.
     Η ζωγραφική του Αιμίλιου Γάσπαρη εκφράζει και τη φορά αυτήν μιαν απεριόριστη νοσταλγία προς το παρελθόν και μιαν εσώτερη και ψυχικά έντονα φορτισμένη απόπειρα να ιχνηλατήσει και να ερμηνεύσει ζωγραφικά τους απόηχους τού τόπου από το σχετικά κοντινό παρελθόν ως τις μέρες μας. Και το βασικό αυτό μήνυμα εκπέμπεται δυναμικά μέσα από έναν υπέροχα διαγραφόμενον ο ρ ί ζ ο ν τ α  με το Ρέθυμνο να κυριαρχεί, μέσα από τον πολύτιμο ορίζοντα της ψυχής του καλλιτέχνη, γεμάτο χρώματα, αρώματα και μνήμες από τα πιότερο μακρινά παιδικά του χρόνια. Μια διαδρομή που φτάνει μέχρι σήμερα γοητευτική και μοναδική, από το χωριό του στην πόλη του, μια πορεία που, όσο κι αν άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου, παραμένει, όμως, εξαιρετικά πλούσια πηγή σε περιεχόμενο και εμπνεύσεις.
      Πρόκειται για έργα μικρών διαστάσεων που φιλοτεχνήθηκαν τα  περισσότερα το έτος 2018 πάνω σε ξύλο και σε χαρτί, καθώς και μια σειρά έργων τυπωμένων μετά από ηλεκτρονική επεξεργασία και με χρώματα έντονα και δυναμικά, που εντείνουν τη σχέση του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα, που απορρέει άμεσα από την καρδιά και διευρύνει τη σκέψη και τις αναμνήσεις, ορίζοντας έτσι και δίνοντας σάρκα και οστά στη δική του πρόταση και στην επίδραση που ο ίδιος έχει δεχτεί  από τον τόπο αυτόν.
     Το παρουσιαζόμενο τοπίο που περιλαμβάνει, όπως σημειώσαμε, την πόλη του Ρεθύμνου από τα δυτικά, από τον Κουμπέ και το στρατόπεδο μέχρι τους λόφους προς και γύρω από το Ατσιπόπουλο, υπήρξε και είναι για τον καλλιτέχνη μια από τις μεγαλύτερες σταθερές και εξαιτίας της ομορφιάς του και της δύναμης που εξέπεμπε αείποτε ο χώρος αυτός, αλλά και εξαιτίας της απίστευτης αλλοίωσης και καταστροφής που έχει στις μέρες μας από την επιθετικότητα του ανθρώπου υποστεί, κάτι που πληγώνει αφάνταστα τον καλλιτέχνη και δεν παύει, σε κάθε περίπτωση, να το εκφράζει, διαμαρτυρόμενος γι’ αυτό, είτε με την πένα του, είτε με τον χρωστήρα του. Είτε από  ψηλά, από το Άγιο Πνεύμα και τη Μαδαρή, είτε από τις ταράτσες των σπιτιών, είτε από τ’ αμπέλια στην Τζιανανή, το Κάστρο και η πόλη και τα βουνά και οι λόφοι ήταν η καθημερινή επαφή του καλλιτέχνη και η μόνιμη οπτική απόλαυσή του.



    Η κατάθεση αυτή με τους τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και την εξαιρετική απεικόνιση του υπέροχου αυτού γενέθλιου τόπου, με έναν υπεύθυνο χειρισμό της γραμμής και του φωτός εντυπωσιάζει και εντυπώνεται στο κοινό. Δεν αποτελεί μόνο μιαν ελκυστική εικονογραφία του τόπου, μιαν απλή παραστατική ζωγραφική, αλλά και μια σύνδεση των αισθήσεων με τη νοσταλγία, τις αναμνήσεις και το συναίσθημα. Με τα εκρηκτικά χρώματα διαστέλλεται η φαντασία  και με το απλό και οικείο ύφος τονίζεται το γλυκό παιγνίδισμα  της διαδρομής από το χωριό στην πόλη, από το Ατσιπόπουλο στο Ρέθυμνο κάτω από τα γλυκόηχα τιτιβίσματα των πουλιών. Από το σήμερα σ’ ένα  παρελθόν που φαίνεται να είναι τόσο μακρινό και από την παιδική ηλικία σε μιαν ωριμότητα βυθισμένη στη βαρύτητα των χρωμάτων.

     Με τα συγκεκριμένα έργα του που παρουσιάζονται, τις μέρες αυτές, στην έκθεση ζωγραφικής του στο Κιμωλία ART CAFE, όπως επισήμανε εμφατικά και ο ίδιος ο καλλιτέχνης εκφράζεται πρώτα απ’ όλα αυτή η αγάπη του για το συγκεκριμένο τοπίο, αλλά και η τόσο σημαντική θέση που αυτό κατέχει στη ζωή του. Αποτελεί τον δικό του ορίζοντα, τον ορίζοντα του Ρεθέμνους από τα δυτικά, από τις παρυφές του χωριού του, του Ατσιπόπουλου, που μονίμως τον έχει μέσα του και τον κουβαλά όπου κι αν βρίσκεται και καθοριστικά τον ορίζει.
         Αξίζει να στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η συγκεκριμένη ζωγραφική ενότητα αποτελεί τη συνέχεια αυτής που με τον τίτλο «Μνήμης  Έργα» αφορούσε στο Ατσιπόπουλο και παρουσιάστηκε πριν από πέντε χρόνια (2013) στο «Σπίτι του Πολιτισμού», στο Ρέθυμνο, αλλά και αυτής που ως θέμα της είχε τον Κόλπο του Αλμυρού και παρουσιάστηκε με τίτλο «Δοκιμές σ’ ένα  θέμα» στον Βάμο, το 2014.
     Μετά από όλα αυτά, συγχαίρουμε, και πάλι, τον φίλο Αιμίλιο Γάσπαρη μέσα από τη καρδιά μας για τις ευγενικές του αυτές ευαισθησίες, που μόνιμα είτε μέσα από την ποιήσή του είτε μέσα από τη ζωγραφικές του συνθέσεις κουβαλά στα τρίσβαθα της ψυχής του και προσδιορίζουν τον ίδιο και τις δημιουργίες του με τα πιο ευγενικά αισθήματα. Του ευχόμαστε να έχει καλή συνέχεια στις γόνιμες και δημιουργικές αυτές αναζητήσεις του στη ζωγραφική, που γίνονται όλες ανοίγματα φωτός, που αφήνουν από μέσα τους να περάσει και να διαχυθεί πλούσιο το φως των εναγώνιων αναζητήσεών και αναμνήσεών του, σε μίαν αληθινά σπάνια σε πλούτο χρωματική κλίμακα και λάμψη, που μεταγγίζεται και δίνει σε όλους μας δυναμικές διεξόδους σε ό,τι ευγενικό και ωραίο κουβαλά η ψυχή από τα παιδικά χρόνια .