Κωστή Λαγουδιανάκη
ΟΙ ΒΡΟΝΤΕΡΟΙ ΤΕΛΑΛΗΔΕΣ ΣΤΣΙ ΡΟΥΓΕΣ
ΤΟΥ ΡΕΘΕΜΝΟΥΣ
Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ.
Παπαδάκη
Χωνί στο στόμα σα γενούν τα
δυο τ’ αθρώπου χέρια
γιαγέρνουνε το λοϊσμό στ’ αλλοτινά
σεφέρια.
Ανεστοράτ’ ο λοϊσμός
παλαιινούς αθρώπους
που ξέτρεχε η ζήση τους
πόρεψη μ’ αλλους τρόπους.
Για τση ζωής το διγαβρέ, για
τση ζωής τη χρεία
πρωτόσκολοι ‘ναι μαθητές στση
ζήσης τα θρανία.
Εδά με τσ’ αλλαξοκαιριές
«άλλα χαρθιά βαστούνε»
«άλλοι παπάδες ήρθανε» κι αλλιώς
ξεμολογούνε.
Εδά με τσ’ αλλαξοκαιριές
ήρθαν τα πάνω κάτω,
θωρείς κι εδά γαρεφαλιές αλλά
θωρείς και βάτο.
Εδά με το ηλεχτρικό βαβουρανιά
μεγάλη
κι ανεστοράσαι βροντερή φωνή
και το ντελάλη.
Οι παλαιοί ντελάληδες «φωνή
τη στεντορεία»
στην εποχή τους γράψανε
μεγάλη ιστορία.
Κάθα ντελάλης βροντερά την
προπατεί τη στράτα
«βγάνει στη φόρα» δυνατά του
τόπου τα μαντάτα.
Σκαλώνει και στσι ξέκορφες
στεγές γή και στο δώμα
κι εκειά το τελαλίδικο τον ξωλαλεί το στόμα.
Μαντάτα τα λοήσιμα γυρού γυρού
μηνά τα,
άλλες βολές με χωρατά κι
άλλες βολές σταράτα.
Νεγογυρεύγει το χωργιό και
κάθα πολιτεία
να ‘χει ντελάλη να μη ‘ρθεί
στον τόπο …αλαλία.
Κι οι Ρεθεμνοτελάληδες στην
πόλη τω γραμμάτω
το μερτικό ντως έχουνε στση
ζήσης το κοινάτο.
Οι Ρεθεμνοτελάληδες με τα δικά
τους χούγια
του γέλιου τη γεμώνανε πολλές
βολές τη βούργια.
Ρεθεμνοτελαλίδικο παλαιινό σινάφι
που τελαλίζει δυνατά Ζαμφώτη και Σαράφη.
«Ζαμφώτειο» τελάλισμα
αξέχαστο πομένει
για μια μπριτζόλα μια βολά
που ‘ναι φρεσκοκομμένη.
Στη χέρα ντου τηνε βαστά και
λέει με καμάρι
πως ο Μπεζώκος έσφαξε
τ’ ονόστιμο μουσκάρι.
«Γλακάτε να προλάβετε του
μουσκαριού το ζύγι,
όποιος αργήσει θα βρεθεί
να…χάσκει να ξανοίγει.»
Μαζί με τσι τελάληδες γράφει
το καλαντάρι
και το Γκρανή που τον γροικάς Κλαψούρη
γή Σαλιάρη.
Είναι κι ο Γκόγκος κι ο Γαρμπής και για Στρατή ο λόγος
κι έχει το παρανόμι ντου: «ο
μετεωρολόγος».
Και τα Περβόλια πιάνουνε
τελάλη ‘πό τη χέρα
και πέμπουνε στο Ρέθεμνος και
τον Κακό Αέρα.
Αποδιαφώτιστα γλακά, πελάτες
για να πιάνει
στον Πλάτανο σαλατικά
πουλεί και στο Μεϊντάνι.
Ωσάν τον σίφουνα γλακά, φουσκώνει,
ξεφουσκώνει
σαν τον αέρα κι όποιο δει
ομπρός του… φασκελώνει.
Μοιράζει…πούλους στα δεξά κι
αριστερά μοιράζει
και τσι κανάτες το κρασί
γιαμιάς τσι…κατεβάζει.
Το Βάκχο τονε ρέγεται και
τονε μπεγεντίζει,
το θεϊκό το δώρο του πίνει
και…κακαρίζει.
Κρασοκανάτα τση μεθιάς και να
τον κάμει…πίτα
όλα τα ρεθεμνιώτικα τα νέα
διαλαλεί τα.
«Γροικάτε», λέει με φωνή
…φίνα και τσεκουράτη
«μια γκαστρωμένη χάθηκε
κατσίκα κερασάτη.
Με το σταχτί κολόρι τζη
όποιος τη βρει ρεγάλο
θα πάρει για την τσέπη του και
θα ‘ναι και μεγάλο»
Στο Ρέθεμνος παλαιινή αθιβολή
κι ετούτη
για τον Ψιλλάκη Μιχαήλ κι αλλιώς και Πεντεφούτη.
Βρούχος σκορπά δεξά ζερβά να
μαθευτούν τα νέα,
στσ’ εφημερίδες τσ’ εποχής
κάνει το διανομέα.
Η μπούκα ντου «Παράααααρτημα…»
οντέ ξεφανερώνει
αλλ’ «είντα γίνεται;» ρωτούν
και φόβος άλλους ζώνει.
Στο «κραχ» τση λίρας βρίνει
δυο λέξες να τελαλίσει
«η λίρα μπουμ!» και τσι βαστά
’πό δα κι ομπρός στη ζήση.
Σε κάθα μια κουβέντα του
ώσαμε να ποθάνει
«η λίρα μπουμ!» θα τση κλουθά
παρέα να τση κάνει.
Κάθε μαντάτο σα θα πει του
Πεντεφούτη στόμα
κάνει σταυρούς μια
χαχαλιά,τάξε δεν είναι ψόμα.
Μιλεί, μουγκρίζει, τραγουδεί
με αγριοφωνάρα
και πίτα να ’ναι τση μεθιάς
δε δίδει μια δεκάρα.
Και μια πατούλια μια βολά που
θέλει να γελάσει
το ντουχιουντίζει πως και πως
για να τονε συβάσει.
Ένα τσουβάλι σόγεμο αλεύρι
για ρεγάλο
του τάσσουνε σ’ ό,τι του πουν
να κάμει δίχως άλλο.
Ολόγδυμνος στο Ρέθεμνος να
βγει να σεργιανίσει
στσι ρούγες και στσι δρόμους
του να βγει να τελαλίσει.
«Γλακάτε γέροι, νέικοι, καθόλου
μη σταθείτε,
ένα θεριό κι είντα θεριό…
τζάμπα να πα να δείτε»
Ολόχαρος ξετέλεψε τ’ αγώι του
τελάλη,
πασίχαρος στον ώμο ντου τ’
αλεύρι θα το βάλει.
Του Ρέθεμνου στην υστεριά σαν
κλείνει το τεφτέρι
γράφει για τον τελάλη του το Φούσκο το Λευτέρη.
«Τα πάχη ντου τα κάλλη ντου»
τον έχουνε βαφτίσει,
Φούσκος το παρανόμι ντου για
τη δική ντου ζήση.
Το σκυλοπνίχτη τση γραμμής, τη
γέννα τσ’ αγωνίας,
πλουμίζει ότι «έφταξε πλοίο
πολυτελείας».
Στου Γεωργίου τοτεσάς
συχνάζει στην πλατέα,
πουλεί το «ΒΗΜΑ» που λαλεί
του Ρέθεμνου τα νέα.
Ο Λευτέρης ο Φούσκος |
Του Φούσκου το τελάλισμα ποτέ
δεν έχει τέλος
φωνιάζει πως «την Παρασκή
έρχετ’ ο Βενιζέλος».
Αξέχαστοι τελάληδες μιας
εποχής αλλότες
Προύκα βαρά του λοϊσμού είναι
για Ρεθεμνιώτες.
Μπιτίσαν’ οι τελάληδες στσι σημερνές
τσι μέρες
εδά, «Θου Κύριε, λαλώ», άλλοι
λαλούν’ «αστέρες».
Φλεβάρης 2020
Λ ε ξ ι λ ό γ ι ο
σεφέρι, το= δηλώνει χρονική περίοδο, κάποια εποχή
διγαβρές, ο= κουβέντα, συζήτηση
βαβουρανιά, η = οχλοβοή
νεγογυρεύγω= αναζητώ επιμόνως και με ενδιαφέρον
ξωλαλώ= λαλώ, οδηγώ τα ζώα έξω στη βοσκή
κοινάτο, το= παρέα, συντροφιά
σινάφι, το = παρέα, συντεχνία
αποδιαφώτιστα (επίρρ.)= πριν χαράξει η μέρα
πούλος, ο= μούντζα με το
χέρι
προύκα, η= προίκα
Ο μεγαλοχασάπης Μπεζώκος (Θεμιστοκλής Γοβατζιδάκης) |
Το ιστορικό
πλαίσιο του παραπάνω ποιήματος
(Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη:
«Ρ έ θ υ μ ν ο 1900-1950», σελ. 112- 120)
Γραφικοί τύποι τής πόλης μας οι τελάληδες ή ντελάληδες,
διαλαλούσαν και διαφήμιζαν, «στεντορεία τη φωνή», προϊόντα και στις δυο
αγορές τής πόλης [στη Μικρή (Μεγάλη Πόρτα) και στη Μεγάλη (Τσάρου)],
αντί μικρής και ευτελούς αμοιβής. Αξέχαστες
μορφές τού παλιού Ρεθύμνου, που έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μας.
Σχόλιο στον
Μαντιναδολόγο Κωστή Λαγουδιανάκη και
στο παρόν ποίημά του,
από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
___________
Συνταξιούχος
δάσκαλος και επί χρόνια Διευθυντής σε σχολεία του Ηρακλείου, ο Κωστής Λαγουδιανάκης, από το Χαρασό Πεδιάδος,
ένας αληθινά παθιασμένος λάτρης της Κρητικής γλωσσολαλιάς και ιδιαίτερα
χαρισματικός δημιουργός της κρητικής μαντινάδας, ψάχνει απ’ οπουδήποτε μπορεί
να αντλήσει την έμπνευση για να «σκαρώσει» καινούριες μαντινάδες ή ποιήματα, σε
ιαμβικό 15σύλλαβο, με ουσιώδες και πάντα κρητικό περιεχόμενο.
Ανάμεσα σε μια, τουλάχιστον,
δεκάδα σχετικών βιβλίων του είναι και «Τα ναμουντάνικα χωργιά», μια τολμηρότατη δουλειά, στην οποία εμπεριέχονται
1430 μαντινάδες, μια για κάθε χωριό της Κρήτης (!), (Ηράκλειο 2009).
Τα μαντιναδολογήματα
του Κωστή Λαγουδιανάκη καθίστανται θεωρώ, περαιτέρω, ένας θησαυρός πολύτιμος
της Κρητικής Διαλέκτου και αξίζει, για τον λόγο αυτόν, να γίνονται ευρύτερα
γνωστά, όπως και το παρόν- το τέταρτο κατά σειρά- εμπνευσμένο, όπως και τα
προηγούμενα τρία, από το βιβλίο μας: «Ρ έ θ υ μ ν ο 1 9 0 0- 1 9 5 0», όπου, στις σελίδες 112- 120, αναφερόμαστε στους τελάληδες του παλιού
Ρεθέμνους. Τα προηγούμενα τρία ποιήματα του Κ. Λαγουδιανάκη είναι:
α) Υπαίθριοι
Μικροπωλητές του παλιού Ρεθέμνους
β) Τον
Κήπο τον Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει και
γ) Σαπουναριά
στο Ρέθεμνος πριχού πενήντα χρόνους.
Ευχαριστούμε
τον εκλεκτό φίλο Κωστή Λαγουδιανάκη, που ανέλαβε με αυτόν τον τόσο όμορφο και
πρωτότυπο τρόπο, σαν και τον αξέχαστο ποιητή του Ρεθέμνους, Γ ι ώ ρ γ η
Κ α λ ο μ ε ν ό π ο υ λ ο, να μας υπενθυμίσει και να μας συγκινήσει
σιγοτραγουδώντας μας στην κρητική λαλιά σελίδες από το παλιό Ρέθεμνος, και
συγκεκριμένα εδώ για τους «Βροντερούς τελάληδες στσι ρούγες του Ρεθέμνους».
«Μας έπεψε»- όπως μας έγραφε χαρακτηριστικά στο ηλεκτρονικό του γράμμα- μια «τρίτη ξεφουρνιά» για τους «τελάληδες»
του Ρεθέμνους, εμπνευσμένη από το βιβλίο μας για το παλιό το Ρέθεμνος,
ευχόμενος «να 'χει μιαολιά νοστιμιά σαν
και τη νοστιμιά τση ξεφουρνιάς του φτάζυμου»….
Τον ευχαριστούμε
για την αγάπη του για το Ρέθεμνος και για το δροσερό κι ολόγλυκο τερέτισμά του!