Χρήστος Π. Κωνσταντουδάκης * * * Κι έτσι… η ζωή είναι ωραία



Χρήστος Π. Κωνσταντουδάκης


Κι έτσι… η ζωή είναι ωραία
[Εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά, 2019, σχ. 16ο (17 Χ 12), σσ. 270]


        ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
                www.ret-anadromes.blogspot.com


Ο Χρήστος Κωνσταντουδάκης είναι ένας καταξιωμένος ρεθεμνιώτης δάσκαλος από τις Αλώνες, επίτιμος Πρόεδρος του Συλλόγου Αλώνων «Ο Κρυονερίτης», Εκπαιδευτικός Σύμβουλος ΚΔΑΕ και κατοικεί μόνιμα στο Ηράκλειο. Έχει γράψει την ποιητική συλλογή "Λίγο Περισσότερο Φως", τον Οδηγό Υποτροφιών Ελλάδος, και συμμετείχε στη σύνταξη του βιβλίου "Λεύκωμα Δασκάλων Συγγραφέων". Έχει γράψει μιαν υπέροχη, επίσης, και συγκινητική ιστορία με τον τίτλο: «Η μάγισσα, η Ανάποδη και ο Αμπού» με φαντασιακά στοιχεία παραμυθιού για τα παιδιά, που εμπνέει αισιοδοξία, ανθρωπιά, σεβασμό και αγάπη. Έχει βραβευτεί σε διαγωνισμό των εκδόσεων "Παράξενες Μέρες" για το διήγημά του "Όνειρο θερινής νύχτας" και, επίσης, σε διαγωνισμό ποίησης από τον Σύλλογο Συγγραφέων και Λογοτεχνών "Κρητών Λόγος" και έχει διατελέσει για πολλά χρόνια αρχισυντάκτης του περιοδικού "Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί". Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον αθηναϊκό και επαρχιακό Τύπο.
Σήμερα εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με ένα καινούριο βιβλίο του, με τον εντυπωσιακό και, ταυτόχρονα, αινιγματικό τίτλο: «Κι έτσι… η ζωή είναι ωραία». Πρόκειται, θεωρώ, για ένα εξαιρετικό είδος μυθιστορηματικής βιωματικής αυτοψυχογραφίας, στο οποίο αποτυπώνεται με γλωσσικά ή και ζωγραφικά δείγματα έκφρασης η ψυχοδυναμική των προσωπικών και διαπροσωπικών σχέσεων των βασικών πρωταγωνιστών και ηρώων τού μυθιστορήματος.
Πρόκειται, ειδικότερα, για ένα βιβλίο που αποτελεί καρπό εύχυμο έντονων προβληματισμών και μακροχρόνιων υπαρξιακών του συγγραφέα αναζητήσεων, για ένα βιβλίο που φιλοσοφεί τη ζωή και τις ανατροπές που την καραδοκούν και έρχονται όλως ξαφνικά, έτσι όπως και η μπόρα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Μια τέτοια ανατροπή εισβάλλει και στη ζωή και του κεντρικού ήρωα του έργου, του κ. Αγγέλου, που καταφέρνει να του φέρει μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση, κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Ένας όγκος στον εγκέφαλο και μια σοβαρή εγχείρηση θα τον οδηγήσουν σε μια νέα κατάσταση της ζωής, όπου θα χρειαστεί να αναμετρηθεί μαζί της και να κολυμπήσει βαθιά σε νερά αχαρτογράφητα και σε νέες καταστάσεις που δεν τις είχε ξαναζήσει ποτέ προηγουμένως στη ζωή του.
Τελικά, η ορθή αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται για τον κ. Άγγελο πηγή ανανεωτικής δύναμης, γίνεται φάρος και φως, που τον οδηγεί σε μια νέα αντίληψη για τη ζωή με νόημα, κατεργαζόμενη νέες αρετές και αξίες, όπως η καρτερία, η ελπίδα και η υπομονή [«υπομονής γάρ έχομεν χρείαν», κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου στην προς Εβραίους επιστολή (10,36)]. Και ο κ. Άγγελος αγωνίζεται, πράγματι, με όλες του τις δυνάμεις στην διά της υπομονής αντιμετώπιση του πόνου και όλων των δοκιμασιών και θλίψεων της ζωής. Εξάλλου, σύμφωνα και με τον περίφημο λόγο του Ρ. Ρολλάν, «οι μόνοι που νικάνε τον πόνο είναι αυτοί που [δι’ υπομονής] τολμάνε να τον αγκαλιάσουν πάνω στο αποκορύφωμά του».
Και να που ο κ. Άγγελος, τελικά, τα κατάφερνε και άλλοτε ένιωθε να τον καταβάλλει- κατά σχήμα οξύμωρο- μια απεριόριστη για τον κίνδυνο που τον επαπειλούσε ευδαιμονία, διακατεχόμενος από ένα ένστικτο de facto επιβίωσης και από την οποία ένιωθε να βγαίνει πάντοτε νικητής στο κονταροχτύπημά του με τον Χάρο και άλλοτε, πάλι, ένιωθε να περονιάζει την ψυχή του η ζοφώδης αλήθεια της πραγματικότητας που βίωνε και του τέρατος της ασθένειας με το οποίο ένιωθε ότι είχε να δώσει μάχη και κατάστηθα μαζί του να αντιπαλέψει και να αναμετρηθεί. Τι κι αν καμωνόταν πως πίστευε τους άλλους στα ψέματα που του αράδιαζαν για την πορεία της ασθένειάς του. Η ζοφερή πραγματικότητα ένιωθε μέσα του πώς ήταν τελείως διαφορετική. Ανακτώντας, κάποιες φορές, θάρρος και δύναμη ψυχής μπροστά στον φόβο του θανάτου που τον αισθανόταν να έρχεται ύπουλα και να τον απειλεί, αντέτεινε την αισιόδοξη άποψη της συνέχειας της ζωής και μετά τον θάνατο, κάνοντας πίστη του τον λόγο του συγγραφέα: «Θεωρώ τον θάνατο μέρος της ροής της ζωής, καθώς αυτή δεν τελειώνει μαζί με μας. Ο συμβιβασμός με τον θάνατο δίνει νόημα και ουσία στη ζωή. Τον θάνατο πρέπει να τον δούμε ως μια νέα αρχή». Έτσι, ο κ. Αγγελος χωρίς να νικά τον θάνατο, νικούσε, όμως, τον φόβο του θανάτου.
Στην κατάσταση αυτήν η φιλοσοφία και η θεολογία αλλ’ εν πολλοίς και οι ονειροφαντασιώσεις, θα του προτείνουν, περαιτέρω, ως στέρεη βάση και σανίδα σωτηρίας το συνεχές διάβασμα, ενώ σημαντικό στήριγμά του θα του σταθεί και η παρουσία τού πιο στενού φίλου της οικογένειας, του κ. Αλεξάνδρου, που με την αλήθειά του λειτουργεί, θεωρώ, συμβουλευτικά και ανάλογα προς τη φιλία του Πολύδωρου με τον Ερωτόκριτο. Πίνουν, συχνά, μαζί το καφεδάκι τους και συντηρούν μεταξύ τους ατέρμονες ψυχοενισχυτικές συζητήσεις.
Είναι γεγονός ότι το παρουσιαζόμενο μυθιστόρημα, βγαλμένο μέσα από την πραγματικότητα της ζωής, παρουσιάζει τον άνθρωπο σε όλο το μεγαλείο της τραγικότητάς του, με τις αγωνίες και τα μεγάλα προβλήματά του και τις συνεχείς εναλλαγές της ψυχολογίας και των συναισθημάτων του, που του δημιουργούν ατέρμονες σκέψεις και φαντασιώσεις υπό την επήρεια, πάντα, της καραδοκούσας ασθένειας. Πόσο απροστάτευτος, στις περιπτώσεις αυτές, νιώθει, αλήθεια, ο άνθρωπος!
Ένας μοναδικά πλούσιος φιλοσοφικός στοχασμός, που τον απαιτούν και τον στηρίζουν τέτοιες ειδικές της ζωής καταστάσεις, μοιράζεται το εν λόγω μυθιστόρημα με το εξαιρετικά πλούσιο όσο και πηγαίο του συγγραφέα του λογοτεχνικό τάλαντο. Όλο το έργο και στις πιο χαρούμενες και ρεαλιστικές καταστάσεις κατακλύζεται από την κρυφή αγωνία του θανάτου, που υποφώσκει παντού, σε κάθε σελίδα του μυθιστορήματος και την εναγώνια μάχη του ανθρώπου να κρατηθεί στη ζωή. Και είναι στις δύσκολες και εναγώνιες αυτές στιγμές του ανθρώπου που εισχωρούν μέσα του και ζητούν επιτακτικά απάντηση τα ποικίλα της ζωής υπαρξιακά ερωτήματα, που τον παρασέρνουν σε μία βαθιά αυτογνωσιακή κατάδυση και αναζήτηση: τι κέρδισα, λοιπόν, από τη ζωή; Ποιο το νόημα του θανάτου και της ζωής; Πρόφτασα, τελικά, να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντι στη ζωή;
Το μυθιστόρημα διαβάζεται «απνευστί», κυριολεκτικά «ρουφιέται», μπορώ να πω, από τη δύναμη της αγωνίας που δημιουργείται στον αναγνώστη. Η γλώσσα του είναι απλή, ζωντανή, λιτή και αυθεντική και καταφέρνει με τον πιο γνήσιο και φυσικό τρόπο να τιθασεύσει τις οδυνηρές μνήμες, που σαν φαντάσματα δυναστεύουν τον τραγικό ήρωα (αλλά και τους λοιπούς ήρωες του έργου που συμπάσχουν μαζί του), ώστε να μεταλλαχτούν και να γίνουν στην ψυχή του πιο οικείες, πιο προσιτές, σαν βάλσαμο ιαματικό, που θα του δώσουν τη δύναμη και το κουράγιο να καθίσει και να γράψει το βιβλίο αυτό με το έντονα συγκινησιακό μοτίβο. Η λύπη με τον τρόπο αυτόν «μετριάζεται», μετατρεπόμενη σε αυτό που στη θεολογία αποκαλούμε «χαρμολύπη» (χαρά, τέρψη + λύπη), σε ένα ανάμεικτο, δηλαδή, συναίσθημα χαράς και λύπης, που ανακουφίζει.
Προκειμένου ο συγγραφέας να επιτύχει τους στόχους του αυτούς καταφεύγει στον κόσμο της φιλοσοφίας και της θεολογίας χρησιμοποιώντας δεκάδες αγιογραφικά και πατερικά απανθίσματα, αλλά, κοντά σ’ αυτά, και ένα πλήθος παραθεμάτων από παλιούς και σύγχρονους διανοητές. φιλόσοφους, θεολόγους, λογοτέχνες και ψυχολόγους. Το βάθος της διείσδυσης του συγγραφέα στους χώρους αυτούς της διανόησης αποκαλύπτεται σαφώς και από το πλήθος των βιβλίων και των πηγών που διεξήλθε και χρησιμοποίησε κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματός του, τα οποία, μάλιστα, κατ’ εξαίρεσιν, θεωρώ, (αφού δεν πρόκειται για ερευνητική- επιστημονική εργασία, αλλά για ένα μυθιστόρημα) παραθέτει σε εξαντλητικό βιβλιογραφικό πίνακα στο τέλος του βιβλίου, στον οποίο κατ’ εξοχήν βλέπουμε να φιγουράρουν έργα σοβαρά φιλοσοφικού και θεολογικού στοχασμού, τόσο από την ελληνική αρχαιότητα, όσο και από την παγκόσμια σύγχρονη διανόηση.
Πρόκειται για ένα ευχάριστο ανάγνωσμα υψηλής λογοτεχνικής αξίας και μεγάλης παιδαγωγίας όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και των αντιξοοτήτων της ζωής. Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον αγαπητό και εκλεκτό φίλο Χρήστο Κωνσταντουδάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει αυτήν την όμορφη και γόνιμη δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο της ελληνικής Λογοτεχνίας αλλά και της Παιδείας γενικότερα, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι ουσιαστική και μεγάλη.


ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΣΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ



ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΣΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ 

[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί τού Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]

* Ανακοίνωση του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων  

                                             1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ



    Στα δημοτικά τραγούδια, και προπάντων στα μοιρολόγια, ο κρητικός λαός αναφέρεται ποικιλοτρόπως στο επίμαχο θέμα τού θανάτου και του τόπου «διαβίωσης» τού ανθρώπου μετά τον θάνατό του, όσο δεν αναφέρεται σε κανένα άλλο θέμα τής ανθρώπινης ζωής. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι ο λαός μας στα τραγούδια του αυτά δεν φαίνεται να δέχεται τα νάματα και τη διδασκαλία τού χριστιανισμού, που κεντρικό, ως γνωστόν, θέμα της έχει αυτό ακριβώς, τον θάνατο και τη μέλλουσα ζωή. Αντίθετα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα λαϊκά τραγούδια και τα μοιρολόγια τού κρητικού (και, γενικότερα, σύμπαντος τού ελληνικού λαού) πηγάζουν κατευθείαν από την ελληνική αρχαιότητα, από την οποία διατηρούν και μεταφέρουν πλούσια λαϊκά και θρησκευτικά στοιχεία, προσφιλή, πάντως, και ακίνδυνα, αφού, όσο τίποτε άλλο, φανερώνουν την αδιάκοπη πορεία και φυσική συνέχεια τού εθνικού βίου και πολιτισμού τού Νεοέλληνα, δίνοντάς του, ταυτόχρονα, την εθνική του αυτοπεποίθηση και αυτοεπιβεβαίωση. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη Εκκλησία δεν επεδίωξε ποτέ να φιμώσει ή να καταπνίξει τον αυθορμητισμό των τραγουδιών αυτών τού λαού μας.
  Ο λαός μας στα μοιρολόγια του πιστεύει, γενικά, ότι η ζωή στον Κάτω Κόσμο (στον τρομερό Άδη των αρχαίων Ελλήνων), που ακολουθεί το γεγονός τού θανάτου τού ανθρώπου, είναι μια ζωή φόβου, αηδίας και φρικώδους αποστροφής, ενώ ο θεός που βασιλεύει εκεί, ο Χάρος, παριστάνεται, συνήθως, ως ένας καβαλάρης κατάμαυρος, ανίκητος και φοβερά απεχθής και μισητός για τον άνθρωπο. 
             Στη Συλλογή τού Παύλου Γ. Βλαστού που εναπόκειται στα Γενικά Αρχεία τού Κράτους- Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, στα Χανιά, εντοπίσαμε μεγάλη συλλογή πενήντα τριών (53) χειρόγραφων σελίδων, του εν λόγω ακάματου Κρητός Λαογράφου, με εξήντα ένα (61) συνολικά μοιρολόγια και Τραγούδια τού Χάρου (ειδικός τίτλος τής συλλογής: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860) και βρίσκεται στον τ. Α΄, υπό τον γενικό τίτλο: «Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως ποικίλης», σελ. 1209- 1276, χρονολ. 1850).
  Ύστερα από προσεκτική μελέτη των μοιρολογιών αυτών διαπιστώσαμε ότι, από μόνα τους. τα τραγούδια αυτά αποτελούν μιαν πλήρη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καταγραφή τού συγκεκριμένου είδους κρητικών μοιρολογιών για τον Χάρο, μέσα από τα οποία λεπτομερώς διαγράφεται η εικόνα τού Χάρου (εξωτερική και εσωτερική), όπως αυτή έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, ανά τους αιώνες, στην αντίληψη τού κρητικού λαού.
 Το γεγονός αυτό είναι που μάς έδωσε την ιδέα τής παρούσας μελέτης υπό τον τίτλο: «Ο Χάρος και ο Άδης στα Κρητικά Μοιρολόγια», ενώ σε αυτό συνέτεινε και η επιθυμία μας να αξιοποιήσουμε και προβάλλουμε, έτι περαιτέρω, τη Συλλογή αυτήν τού μεγάλου Ρεθυμνίου λαογράφου, που δεν έχει, ομολογουμένως, επαρκώς αξιοποιηθεί από τους διάφορους συλλογείς και μελετητές. Η παρούσα εργασία μας, λοιπόν, μελετά, βασικά, τα εξήντα ένα αυτά μοιρολόγια τού Χάρου τής εν λόγω συλλογής τού Π. Βλαστού, που, λόγω τής ποσοτικής και ποιοτικής επάρκειάς τους, μας δίνουν μιαν πλήρη κι εξαντλητική για τον Χάρο και τον Άδη εικόνα, όπως αυτή διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες στη πίστη τού κρητικού λαού, ενώ, παράλληλα, κάνουμε και συχνή αναφορά και συγκριτική μελέτη και με μοιρολόγια άλλων γνωστών Κρητών Συλλογέων (Κριάρη, Γιανναράκη, Τσουδερού, Αποστολάκη κ.λπ).
Ειδικότερα, με τη παρούσα μελέτη μας ερευνάται το Βασίλειο τού Χάρου (ο Άδης) και το πώς εμφανίζεται ο Χάρος στα Κρητικά μοιρολόγια, με ταυτόχρονη παράθεση και των σχετικών στίχων. η εξωτερική εμφάνισή του (άντρας άγριος, φοβερός στην όψη, συνήθως καβαλάρης πάνω σε μαύρο άλογο) και ο χαρακτήρας του (καταστροφέας, ζηλόφθονος, ανοικτίρμων, αλαζόνας και μισητός). Ερευνάται, επίσης, ο ανθρωπομορφισμός τού Χάρου (κουράζεται, χλωμιάζει, φωνάζει, μαλώνει με τους ανθρώπους, παρακολουθεί στα κρυφά τις κινήσεις των θυμάτων του, σφυρίζοντας, τάχατες, αδιάφορα), αλλά και της μητέρας- συζύγου του, της Χαρόντισσας, που εμφανίζεται και αυτή κατά τρόπο ανθρωπομορφικό να διαμαρτύρεται έντονα και να μαλώνει τον Χάρο, να του δίνει παραγγελιές, να συγυρίζει και να «φροντίζει» τους νεκρούς τού Άδη. Μελετώνται, τέλος, οι μεταμορφώσεις τού Χάρου, το περίφημο χαροπάλεμα (πάλη τού Χάρου με τον άνθρωπο, που αντιδρά στην προσπάθεια τού πρώτου να τον πάρει από τη ζωή) και, τελικά, το «λάβωμα τού θανάτου», με νικητή, κατά κανόνα, τον Χάρο.
Στην εν λόγω συλλογή τού Π. Βλαστού («Άσματα Κρητών περί Χάρωνος») και στον συγκεκριμένο χειρόγραφο τόμο (Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής ποιήσεως ποικίλης, τ. Α΄, 1850), θα γίνονται στο εξής οι παραπομπές τής παρούσας μελέτης μας. Ο τόμος αυτός γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας, με φωτομηχανική ανατύπωση[1], σε δύο τόμους [Α΄ και Β΄, Χανιά 2013, σχ. 8ο (20Χ14), σσ. 655], από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους- Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι όλα τα τραγούδια τού Π. Βλαστού τα μεταφέρουμε- μόνο ως προς την ορθογραφία- στην επικρατούσα σήμερα ορθογραφική μορφή. Έτσι, για παράδειγμα, τον στίχο τού μοιρολογιού στον Βλαστό:
                    «Νά βάλη νηαίς αντί μηλιαίς και νηούς για κυπαρίσσια»
τον μεταφέρουμε στη σύγχρονη ορθογραφία ως εξής:
                     «Να βάλει νιες αντί μηλιές και νιούς για κυπαρίσσια».

 2. Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Ο Χάρος των δημοτικών τραγουδιών, σαν κύριο όνομα, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Χάρων (-ωνος), από ρίζα χαρ- (χαίρω, χαρά) και τούτο, φυσικά κατ’ ευφημισμόν από το ομώνυμο επίθετο ο, η χάρων, που χρησιμοποιείται με τη σημασία τού «χαροπός», για χαρακτηρισμό κυρίως τού λιονταριού, του αετού και των Κυκλώπων, δεδομένου ότι το επίθετο «χαροπός» στον Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν την απαστράπτουσα λάμψη των ματιών των αρπακτικών πουλιών και ζώων. Και ο Χάρος, λοιπόν, ονομάζεται έτσι από τα αστραφτερά του μάτια.
Ο Χάρος (Χάρων) είναι άγνωστος στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως εκτελεστής τού αδυσώπητου τής φθοράς νόμου και ως ψυχοπομπός. Κατ’ αυτούς οι ψυχές έφθαναν μόνες τους στον Άδη ή με τη συνοδεία τού ψυχοπομπού Ερμή. Ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων Ελλήνων έχει λαϊκή βάση. Μνημονεύεται για πρώτη φορά τον έκτο αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», του ποιητή Πρόδικου, μεγάλο μέρος του οποίο κατέχει η κάθοδος τού Θησέα και του Πειρίθοου στον  Άδη και- με την ευκαιρία αυτήν- γίνεται στο εν λόγω έργο και μια ακριβής περιγραφή τού Άδη. Από τη σκηνή αυτήν τού Άδη εμπνεύστηκε ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε στους τοίχους τής Λέσχης των Δελφών τον Χάρο, σαν γέροντα πορθμέα που μεταφέρει τις ψυχές τού έφηβου Τέλιδα και τής παρθένου Κλεοβοίας από τη μιαν όχθη τού ποταμού Αχέροντα στην άλλη[2]. Από την τοιχογραφία εκείνη στους Δελφούς φαίνεται ότι ξεπήγασαν όλες οι μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων για τον Χάρο (Χάροντα), τον γιο τού Ερέβους και της Νύκτας – ως πορθμέα των ψυχών, αντί ενός οβολού, από τη μιαν όχθη τού Αχέροντα ποταμού στην άλλη - ταυτιζόμενον άλλοτε με τον Θάνατο (τη θεότητα, με τα αγριωπά μάτια, που χτυπούσε τα θύματά της και με τα κορμιά τους πλούτιζε τον Άδη) και άλλοτε συγχεόμενο στη λαϊκή φαντασία με τον Άδη (που κατέτρωγε τις σάρκες των θυμάτων του[3]). Τελικά, και ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη αποστολή που είχε ο κάθε θεός από αυτούς, ο Άδης, ο Θάνατος και ο Χάρων εξέφραζαν την ίδια ιδέα[4].
Ειδικότερα, ο Χάρος παριστανόταν σαν εύρωστος και αυστηρός γέροντας, με μακριά άσπρη γενειάδα, σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες τού ποταμού. Σε μεταγενέστερους χρόνους οι παραστάσεις του ταυτίστηκαν από τον λαό με τις παραστάσεις τού Θανάτου. Αυτός ο Χάρος (Χάρων) των αρχαίων Ελλήνων, επειδή ακριβώς έχει λαϊκή την προέλευση, είναι τελείως άγνωστος στην Αγία Γραφή. Με την πάροδο τού χρόνου ο Χάρος, σαν περισσότερο δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα, αντικατέστησε πρώτα τον προσωποποιημένο Άδη και ύστερα τον επίσης προσωποποιημένο και περισσότερο δημοφιλή Θάνατο, θεότητα τής ομηρικής εποχής και αδελφό τού Ύπνου. Όλες οι ιδέες και παραστάσεις για τον Άδη, Θάνατο, και Χάρο (Χάροντα) των αρχαίων Ελλήνων, με την πάροδο τού χρόνου, συγχωνεύτηκαν και διατηρήθηκαν από τον ίδιο τον λαό στον προσωποποιημένο νεοελληνικό Χάρο, που κατακλύζει πια τα νεοελληνικά μοιρολόγια και, μάλιστα, και μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού, όπως δέχεται ο Γ. Σπυριδάκης[5]. Γι’ αυτό στα νεοελληνικά μοιρολόγια δεν είναι καθόλου συνήθεις χριστιανικές αναφορές συνειδητής πίστης στον Θεό. Εκπλήσσει, μάλιστα, το γεγονός ότι- παρά την εξαιρετική σημασία που αποδίδουν στην Ανάσταση τού Χριστού η Ορθόδοξη Εκκλησία και ο ίδιος ο ελληνικός λαός- στα μοιρολόγια δεν υπάρχει η παραμικρή πίστη σε ανάσταση των νεκρών, όπως την πιστεύει η Ορθοδοξία. Και όχι απλά η λέξη κόλαση είναι ανύπαρκτη στα Κρητικά Μοιρολόγια, αλλά ούτε και οι λέξεις Παράδεισος, Ουρανός, Άδης δίνονται ως συνώνυμες. Ο Άδης, όπως τον συναντάμε στα Μοιρολόγια είναι κοινός για όλους, δίχως να ξεχωρίζει σε Κόλαση και Παράδεισο. Δεν υπάρχουν τιμωρίες για τους αμαρτωλούς και ο Άδης των δημοτικών τραγουδιών φαίνεται να συγγενεύει ξεκάθαρα προς τον Άδη τής αρχαίας Ελλάδος. Είναι η βέβαιη και γενική κατάληξη μετά τον θάνατο, όπου οι ψυχές εξακολουθούν μεν να ζουν και να υπάρχουν (ως σκιές πλέον), αλλά το σώμα εξαφανίζεται και χάνεται[6]. Μάλλον, λοιπόν, κάποιες φορές, εντελώς ασυναίσθητα, μαζί με τον Χάρο, «μπλέκει» η μοιρολογήτρα στα μοιρολόγια της και τον Θεό όχι, όμως, με την πίστη που απαιτεί από τον πιστό χριστιανό η ευαγγελική διδασκαλία. Έτσι, στο μοιρολόγι τής συλλογής τού Γ. Τσουδερού «Μάνας για το γιο τζη που τον εσκότωσεν αστροπελέκι»[7] η μάνα πάνω στον πόνο της, για τον αδόκητο θάνατο τού παιδιού της, μάλλον ασυναίσθητα και επηρεασμένη από την καθημερινή πραγματικότητα (πβ. επιφώνηση αχ Θέ μου!), βάζει στο στόμα της και το όνομα τού Θεού (ως ανώτερου τού Χάρου, από τον οποίο ο Χάρος παίρνει τις διαταγές, όπως κατά την αρχαιότητα τις έπαιρνε από τον Πλούτωνα[8], τον οποίο, μάλιστα, και ελέγχει και ψέγει δριμέως, κατά το ανθρώπινο, γιατί τακτοποίησε με αυτόν τον τρόπο τα πράγματά Του και επέτρεψε στον Χάροντα να χαθούν τα τόσα κάλλη και η ομορφιά τού παλικαριού της: 
                        «Παιδί μου, κανακάρη μου,
                          φως μου κι απαντοχή μου,
                          πώς σ’ έκαμεν ο Χάροντας
                          σήμερ’ ανεβουλής[9] μου;    
                          …………………………… 
                          Θε μου, πώς τα κουλάντρισες
                          ούλα τα σόρντινά σου
                          κι άφηκες και χυθήκανε
                          τα κάλλη τσ’ αφεντιάς του;»
    Έτσι, στο νεοελληνικό μοιρολόγι ο Χάρος, βασικά, έγινε δεκτός, γιατί άρεσε και προσαρμοζόταν άριστα στη δεκτικότητα τής λαϊκής ψυχής, χωρίς, πάντως, να λησμονηθεί τελείως ούτε ο Θάνατος, ούτε ο Άδης των αρχαίων Ελλήνων[10]. Το γεγονός τούτο επιβεβαιώνει την προέλευση τού νεοελληνικού Χάρου από τον Χάρο (Χάροντα) τής κλασικής αρχαιότητας, γνώμη που ασπάζονται και ο Ν. Πολίτης και ο Στ. Κυριακίδης[11]. 

       3. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

       Ξεκάθαρη περιγραφή τής μορφής τού Χάρου δεν έχουμε πουθενά. Εμφανίζεται, συνήθως, σκιώδης, σαν φάντασμα, με περιγραμμικές αδρές πινελιές. Βγαίνει για να μακελέψει πότε πεζός, ξυπόλυτος, και πότε καβαλάρης, πάνω σε μαύρο άλογο, φορώντας και ο ίδιος μαύρα, ενώ αλλού εμφανίζεται και με λευκά ρούχα και μάτια σαν την αστραπή[12]. Έτσι, ο Διγενής στο τραγούδι «Ο Διγενής και ο Χάρος»[13] μονολογεί:

                             «Κανένα δεν εδείλιασα από τους αντρειωμένους,
                              κι εδά είδα έναν ξυπόλυτο και μαυροφορεμένο
                              φορεί τού ξωτικού μαλλιά, τής αστραπής τα μάτια».

        Αναλυτικότερα, σε πολλά μοιρολόγια, στο «αντροκάλεσμα» (όπου, δηλαδή, το υποψήφιο θύμα ζητά να «παλέψει» με τον Χάρο), δηλώνεται και η εξωτερική εμφάνιση τού Χάρου πάντοτε ως «άντρα» και, μάλιστα, καλαντρειωμένου

                  «Μ’ άντρας εσύ, άντρας κι εγώ, κι οι δυο καλαντρειωμένοι»[14].   
  
       Στο μοιρολόγι «Αι τρεις θυγατέρες τής καλογριάς κι ο Χάρος»[15] έχουμε και μιαν άλλη, φρικιαστική, περιγραφή τής εξωτερικής εμφάνισης τού Χάρου, που δίνει, μάλλον, την εντύπωση σκελετού, καταχανά (βρικόλακα):

                             «Ποιος είσαι άγριο φάντασμα κι όποιος σε ιδεί φοβάται,  
                              το αίμα επάγωσε, το λοϊκό σκορπάται.
                              Είσαι πετσί και κόκαλα, καταχανάς τού άδη,
                              Σύρε να πας εις το καλό, θανατικού σημάδι».

      Παρόμοια, και περισσότερο σαν εφιάλτης που έρχεται μέσα στον ύπνο[16], εμφανίζεται ο Χάρος και σε άλλο μοιρολόγι, όπου το υποψήφιο θύμα τον νιώθει πάνω του σαν θεριό να τον καταπατεί στο στήθος και το στόμα:

                         «’Να όνειρο νειρεύτηκα κι ήθελα να σας το ‘πα.
                           Ένα θεριό μ’ επάτησε στο στήθος και στο στόμα,
                           κι απήτις και μ’ επάτησε, με πιάν’ απού τη χέρα,
                          στο Νάδη περπατούσαμε μιαν Παρασκή ούλη μέρα»[17].

         Ως θηρίο (θεριό) που κατατρώγει τους ανθρώπους εμφανίζεται και σε άλλα μοιρολόγια ο Χάρος, όπως και στο επόμενο, όπου μια μάνα στον  Άδη «επιβεβαιώνει» τον γιο της- σαν να μη το είχε εκείνος ακόμα καλά- καλά συνειδητοποιήσει- ότι τον «έφαγε» κι αυτόν ο Χάρος κι έτσι βρέθηκε κοντά της στον Κάτω Κόσμο κι όχι ότι κατέβηκε στον Άδη (σύμφωνα με προηγηθείσα δήλωσή του) «τη μάνα του για να δεί, αφήνοντας στη ζωή γυναίκα και μωρό παιδί»:

                  « Ο Χάρος, γιε μου, σ’ έφαε κι εσένα
                    μα δε ντα άφηνες για μένα»[18].     
                               
Με όλως διαφορετική, τέλος, εικόνα εμφανίζεται ο Χάρος στο μοιρολόγι «Ο Νικολάκης εις τον Άδην»[19]. Εδώ, ο Χάρος εμφανίζεται ως «άγγελος» που ζητά από τον Νικολάκη να τού παραδώσει την ψυχή του:

                               «Άγγελος ήρθε, μάνα, και ζητά μου,
                               να πάρει την ψυχή μ’ από κοντά μου.
                              -Μην τού τη δώσεις, γιέ μου, την ψυχή σου,
                               γιατί ευθύς θα λύσει το κορμί σου,   
                               θα λιώσει το κορμί να γίνει χώμα,
                               κι η λυγερή σου γλώσσα με το στόμα…»   

       4. ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΑΡΟΝΤΙΣΣΑΣ

 Α΄ Του Χάρου
   Στο τραγούδι τής Συλλογής τού Π. Βλαστού με τίτλο: «Εις την τάβλα (τράπεζαν) μνημοσύνων»[20], ο Χάρος εμφανίζεται ιδιαίτερα μισητός για τα δεινά που επιφέρει στους ανθρώπους[21] . διαγουμίζει και αφανίζει από προσώπου τής γης άντρες από γενιές (κι όχι, δηλαδή, άχρηστους), αλλά και αυτά τα μικρά και αδύναμα παιδιά:

           «Πριν έρθ’ ο Χάρος κι εύρει μας και μάσε διαγουμίσει[22]
           και διαγουμίσει τσι γενιές και αναλώσει τσ’ άντρες[23]
           και κάμει μάνες δίχως γιους και γιους δίχως μανάδες
           και κάμει και μωρά παιδιά ν’ αφήσουν την αγκάλη».
   
     Στο τέλος τού ίδιου τραγουδιού ο Χάρος εμφανίζεται και ιδιαίτερα ζηλόφθονος, φθονερός, σκληρός και ανοικτίρμων στρεφόμενος, κατ’ επιλογήν, στους πλέον ικανούς και άξιους εργάτες τού κοινωνικού έργου τής ζωής και μη φειδόμενος ουδενός. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα από την εξαμερή εικόνα επιτηδευμάτων τής εποχής και ευγενών έργων και ενασχολήσεων τού ανθρώπου ο Χάρος αντιδρά σε όλα καταλυτικά:

             «και πάρει νιους για τ’ άρματα, δασκάλους για την πένα
              και γέροντες για τη Βουλή και πρωτοκαπετάνιους
              βοσκούς πιτίδιους κι άξιους, πιδέξιους ζευγολάτες»[24].

        Στο τραγούδι «Αι τρεις θυγατέρες τής καλογριάς κι ο Χάρος»[25], ο Χάρος ζηλόφθονος και χαιρέκακος, όπως και παραπάνω, επέρχεται ως πέλεκυς φοβερός να «αποκόψει», πριν την γευθούν, την ευτυχία των τριών θυγατέρων τής καλογριάς, που, σύμφωνα με το μοιρολόγι:

                       «όνειρον είδανε κι οι τρεις πως θα στεφανωθούνε,
                       και νυφικ’ άσπρα βάνανε, παπάδες τσι βλογούνε».

   Τη στιγμή, λοιπόν, αυτήν τής ονειρεμένης τους ευτυχίας ο Χάρος περνά από πάνω τους «σαν άγριο γεράκι», έτοιμος να εφορμήσει και να τους πάρει την ψυχή. Δείχνει, έτσι, περαιτέρω, να μισεί τη μεγάλη ευδαιμονία των ανθρώπων, που, σαν την βλέπει να κορυφώνεται, άτεγκτος και αδυσώπητος, επεμβαίνει και την αφανίζει, σύμφωνα προς την αρχαία ελληνική αντίληψη ότι «το θείον είναι φθονερόν» και ζηλόφθονον στις μεγάλες καλοτυχίες τού ανθρώπου[26].
        Σε αυτό το ίδιο μοιρολόγι, ο Χάρος αυτοαποκαλείται «πρικοχάροντας»[27], άφοβος, άκαμπτος και ασυγκίνητος στο δράμα τού ανθρώπου:

                       «Εγώ μαι ο πρικοχάροντας κιανένα δε φοβούμαι
                         εγώ τσι παίρνω τσι ψυχές τσ’ ανθρώπους δε λυπούμαι».

       Με αυτά τα ιδιαίτερα σκληρά λόγια ο Χάρος αποκρίνεται στις τρεις θυγατέρες τής καλογριάς, ενώ στην παράκλησή τους να αφήσει τη μια, τουλάχιστον, από δαύτες στη μάνα τους, για να την έχει θάρρος κι απαντοχή, κατά τη γνωστή, εξάλλου- και από άλλα μοιρολόγια- παραγγελιά τής Χαρόντισσας μητέρας του:

                         «όπου ‘ναι πέντε παίρνε τρεις, κι όπου’ναι τρεις τον ένα     
                          κι όπου ’ναι δυο και μοναχοί μην τσι ξεζευγαρώσεις;»[28] 

ο Χάρος δίνει ακόμα σκληρότερη και αδυσώπητη την απάντηση:

                        «Παράκλησες γη μαυλισές[29], φοβερισμοί γη χάδια,
                          εμένα δε με πιάνουσι, μηδέ γητειές και μάγια
                  κι οι τρεις θα μ’ ακλουθήξετε, κι ευθύς ετοιμαστείτε».

         Στο μοιρολόγι «Η Χαιρέταινα Ανωγειανή»[30] η γριά Χαιρέταινα βλέπουμε να «τα έχει» με τον Χάρο, που τον θεωρεί άδικο στην κρίση του, με το να παίρνει τους νέους και να αφήνει πίσω του τους γέρους:

                      «Και με το Χάρο τα ’χενε και με το Χάρο τα ’χει,
                       σε κάθε λόγον τού λέγεν- άδικο να τού λάχει,
                       Χάροντα, Λουποθάνατε[31], άδικη κρίση κάνεις,
                       Δεν ήβρες από το χωριό γέροντα για να πάρεις;
                      ……………………………………………
                       Μ’ ας έπαιρνες εμέ τη γριά που ’καμα τον καιρό μου,
               Εμένα και το γέρο μου ν’ αφήσεις τον υγιό μου». 

         Σε άλλο, πάλι, μοιρολόγι, στο «Φιλονικία μεταξύ τής Χαρόντισσας, Χάροντα και τινος νεογάμβρου»[32], ο Χάρος προσαγορεύεται από την ίδια τη Χαρόντισσα μάνα του με τα εξής ειδεχθέστατα ονόματα, δηλωτικά, ασφαλώς,, της εξαιρετικά μισητής στον άνθρωπο προσωπικότητάς του:

                     «Χάρε πρικιέ, Χάρε γλυκιέ[33], Χάρε Φαρμακομούρη[34]»,

ενώ στο μεθεπόμενο μοιρολόγι, της ίδιας ομάδας τραγουδιών (τής πάλης, δηλαδή, Νιου με τον Χάροντα) και τίτλο: «Ο σιδηρούς πύργος των ανδρείων και ο Χάρος»[35], ο Χάρος αποκαλείται, επί πλέον, και σκληρός, αχόρταγος και ανθρωποφάγος (με το να καταβροχθίζει τόσους και τόσους ανθρώπους):

                      «Χάρε σκληρέ κι αχόρταγε, Χάρε ανθρωποφάγε!»,

ενώ η σκληρότητά του αυτή και τα απάνθρωπα και ανελέητα αισθήματά του τον κάνουν να μην αφήνει τους γέρους στο ταξίδι τους ελεύθερους να πλησιάσουν τις πηγές, να πιουν νερό και να ξεδιψάσουν, τους νέους να παίξουν βόλι και να χαρούν και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζέψουν, σύμφωνα με την χαρακτηριστική παράκληση τού μοιρολογιού:

                       «Κόνεψε Χάρο σε χωριό, κόνεψε σε μια βρύση,
                        να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοί να παίξουν βόλι
                        και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώψουν»[36].

         Στο μοιρολόγι, τέλος, «Τα τρία κοράσια»[37], ο Χάρος αποκαλείται και «Ψυχοκλέφτης», διότι έρχεται ξαφνικά και αναπάντεχα «ως κλέπτης εν νυκτί»[38] και αρπάζει τις ψυχές των ανθρώπων:
                «κι ελόχεψέ τση ο Χάροντας αυτός ο ψυχοκλέφτης».
         Θεωρώ, πάντως, ότι από τα πιο ενδεικτικά τού χαρακτήρα τού Χάρου μοιρολόγια, με μια συνολική, θα έλεγα, αναφορά στο πολυμερώς αποτροπιαστικό έργο του, είναι τα δύο επόμενα, με τα οποία κλείνουμε, συνοπτικά, το κεφάλαιο αυτό που αναφέρεται στον χαρακτήρα τού Χάρου:
         α) το τραγούδι: «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά τού Χάρωνος»[39], που με μοναδικό ρεαλισμό και δύναμη αποδίδει όλη τη φρίκη και τα δεινά τού Κάτω Κόσμου. Ο νέος τού παρόντος μοιρολογιού επιθυμεί - αντίθετα προς τους νέους άλλων μοιρολογιών, που θέλουν να αποδράσουν από τον Άδη- να κατεβεί στον Άδη, να βρει τον Χάροντα και να παραβγεί μαζί του στο σημάδι[40]. Περνά, λοιπόν, με βάσανα τής Τρίχας το γεφύρι[41] και απαντά τον Χάροντα στην πόρτα τού Άδη, καβαλάρη. Σε ερώτημα που τού υποβάλλει ο νέος γιατί χωρίς καμιά διάκριση σκορπά τον θάνατο σε όλους τους ανθρώπους, ο Χάρος εμφανίζεται με απόλυτη επίγνωση τού ειδεχθούς χαρακτήρα του και αφού αυτοπροσδιοριστεί ότι είναι άπονος και μισητός, φονιάς και σκυλοκάρδης, απαριθμεί ένα προς ένα όλα τα βδελυρά και ανόσια εγκλήματα που επιτελεί σε βάρος των ανθρώπων, καταλύων κάθε έννοια (κατά το ανθρώπινο) ισότητας και δικαιοσύνης, αφού καταπατεί και δεν υπολογίζει αξίες, όπως αυτές της δόξας, της τιμής, της φιλίας, του κάλλους, της δικαιοσύνης, του όρκου και της ελεημοσύνης, αλλά και αφού παραβιάζει κάθε έννοια δικαίου, σκορπώντας τον θάνατο, αδιακρίτως, σε νέους και μικρά παιδιά αλλά και σε νιόπαντρα ζευγάρια (γαμπρούς και νυφάδες)[42]:    

                   «Χάρε, τσι νιους τσι δροσερούς που παίρνεις και σκοτώνεις,
                    πλούσιους, φτωχούς και βασιλείς, γιατί τσι θανατώνεις;
                   -Εγώ’μαι ο Χάρος άπονος που όλοι με μισούνε,
                    και σκυλοκάρδη και φονιά όλοι με διαλαλούνε.
                    Μα όπου θέλω ξαφνικά μπαίνω και θανατώνω,
                    κι εις τον ανθό τής νιότης του τσι χρόνους του[43] τελειώνω.
                    λιώνω τσι δόξες και τιμές τα ονόματα μαυρίζω,
                    τσι δικαιοσύνες διασκορπώ και τσι φιλιές χωρίζω.                          
                   Τα κάλλη σβήνω κι όμορφο πρόσωπο δεν λυπούμαι,
                    τσι ταπεινούς δε λεημονώ, τσ’ άγριους δε φοβούμαι.
                    Κι αρπώ νυφάδες και γαμπρούς, γέροντες και κοπέλια,
                    και κάνω ξόδια τσι χαρές και κλάυματα τα γέλια».  Και

β) το «Τραγούδι τού Χάρο»[44], στο οποίο βλέπουμε τον Χάρο με φθονερή έπαρση να περισσοκαυχάται για τα επαίσχυντα κατορθώματά του, τα οποία κατονομάζει και απαριθμεί λεπτομερώς:

                      «Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδά πανώρια, 
                      Λέει τραγούδι τση χαράς και περισσοκαυκάται.
                      -“Για ιδέ σπίθια τα ρήμαξα κι αυλές αράχνιασά τσι,
                      κι αδέρφια που ξεχώρισα που σαν αγαπημένα,
                      κι οι στράτες ‘καμαρώναντα κι ο κόσμος ετρεμέντα.
                      Χώρισα μάνες ‘πο παιδιά, παιδι’ από τσι μανάδες,
                      εχώρισα κι αντρόυνα συνοροπαντρεμένα,
                      κι αντρόυνα πολύχρονα και πολυαγαπημένα”.
                      Για ιδές κρίματα πού ‘καμα κι άδικα που τα κάνω…
                      Για ιδές άνδρες αργιόβρωτους[45], για ιδές κορμιά που πήρα!»      
  
           Όμως, αυτές, ειδικά, τις δύο τελευταίες επιφωνήσεις (για ιδές)- αν τις δούμε κάτω από μιαν άλλην, εντελώς διαφορετική, οπτική γωνία- μπορούμε, νομίζω, να τις θεωρήσουμε ότι δηλώνουν και το εντελώς αντίθετο από μιαν αλαζονική καύχηση. ότι, δηλαδή, φανερώνουν (τη στιγμή αυτήν τής ευαίσθητης «περισυλλογής», όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό), τη μεταμέλεια τού Χάρου για τα όσα άδικα και κακά έχει διαπράξει σε βάρος των ανθρώπων. Εξάλλου, παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού δημοσιεύει ο Αριστείδης Κριάρης με τον τίτλο αυτόν ακριβώς: «Μετάνοια τού Χάρου»(!)[46], που αποτελείται από τέσσερις, μόλις, στίχους, από τους οποίους ο μεν πρώτος και οι δύο τελευταίοι είναι οι ίδιοι σχεδόν (όπως και αυτοί του παρόντος μοιρολογιού τού Π. Βλαστού), ενώ ο δεύτερος είναι εντελώς παραλλαγμένος και αντί: «λέει τραγούδι τση χαράς και περισσοκαυχάται» (Βλαστός) έχει: «λέει τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο» (Κριάρης). Βέβαια, η παραλλαγή αυτή τού Κριάρη ανάγεται στο θέμα τού αδυνάτου, υπογραμμίζοντας με έμφαση το «ποτέ», γιατί- ως εκ της φύσεώς του- δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι είναι δυνατόν ποτέ ο Χάρος να «μετανοήσει» για τα κρίματά του, αφού μια τέτοια μετάνοια θα συνεπικουρούσε, προφανώς, στη διασάλευση τής υπάρχουσας στον κόσμο τάξης [47].
            Αυτός ο ζηλόφθονος, ιδιαίτερα βίαιος και ειδεχθής χαρακτήρας τού Χάρου, όπως τον είδαμε παραπάνω, κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να μαλακώσει, ίσως, τη σκληρότητά του και να έρθει σε συμβιβαστικές διαπραγματεύσεις μαζί του, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στο: «Μοιρολόγιον Σφακιανής συζύγου προς σύζυγον»[48], στο οποίο η Σφακιανή σύζυγος συμβουλεύει τον άντρα της με εξαιρετικά ακραίες νουθεσίες, όπως, δηλαδή, να επιχειρήσει να κάμει τον Χάρο σύντεκνο και φίλο (σχήμα, προφανώς, και εδώ του αδυνάτου):

                          «Εγούι μου! νιε κι αργυρονιέ!
                            και χρυσοδιαμαντάρη πλουμιστέ,
                            κάμε το Χάρο σύντεκνο, Ροδάρη,
                            και τον Πορτάρη φίλο, κανακάρη,
                            για να σ’ αφήσει να ’ρθεις σ’ τα ορφανά σου,
                            και τα κανακάρικά σου!
                           ……………………………………»[49]      
        Β΄ Της Χαρόντισσας
             Η Χαρόντισσα, γενικά, είτε ως μάνα (προσωποποίηση τής κοινής μάνας γης) είτε ως σύζυγος- στα τραγούδια τού Χάρου- ως προς τον χαρακτήρα της εμφανίζεται ως στοργική μάνα όλων, προσηνής, φιλική και προστατευτική προς τον άνθρωπο, συμπεριφορά που, οπωσδήποτε, έρχεται σε καταφανή αντίθεση προς τη σκληρή και εξαιρετικά εχθρική και ειδεχθή στάση τού Χάρου, όπως την εξεικονίσαμε αμέσως παραπάνω. Πολλά, πάντως, στοιχεία τού χαρακτήρα τής Χαρόντισσας εξεικονίζονται και αμέσως παρακάτω (στα σημεία, κυρίως, όπου παρουσιάζουμε τον ανθρωπομορφισμό τής Χαρόντισσας), στα οποία, επίσης, παραπέμπουμε.                         

                      5. ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ- ΧΑΡΟΝΤΙΣΣΑΣ

         Α΄. Ανθρωπομορφισμός τού Χάρου
  Σε πολλά μοιρολόγια ο κρητικός λαός στον Χάρο αποδίδει πλείστα όσα ανθρωπομορφικά στοιχεία, χαρακτηριστικά, δηλαδή, ανθρώπινου τρόπου και συμπεριφοράς, απογυμνώνοντάς τον από κάθε τι το εξωγήινο και μεταφυσικό. Οι ανθρωπομορφισμοί αυτοί θεωρούμε ότι είναι μια προσπάθεια των ζωντανών να εξοικειώσουν και προσαρμόσουν τον άλλο κόσμο και αυτόν τον ίδιο τον Χάρο προς τον δικό τους κόσμο, τον γήινο, ώστε να διατηρήσουν, αφενός, την επικοινωνία και την επαφή με τους αγαπημένους τους νεκρούς, αλλά και να ελαφρώσουν, αφετέρου, κάπως, την αποκρουστική εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον άλλο κόσμο, προσδίνοντας στον Χάρο ανθρώπινες, σαν και τις δικές τους, ιδιότητες, επιθυμίες και αντιδράσεις. Η ζωή των νεκρών στον Άδη, κατά την πίστη τού λαού, συνεχίζεται κατά πανομοιότυπο τρόπο, όπως και στον επάνω κόσμο. Οι ψυχές δεν είναι σκιές, «είδωλα καμόντων» (Οδύσσ. λ, 476, ω 14) και «νεκύων αμενηνά κάρηνα» (=αδύναμες, ξεψυχισμένες μορφές νεκρών) (Οδύσσ. κ. 521, 536 και λ 29, 49), ούτε χρειάζεται να «πιουν αίμα» (Οδύσσ. κ, 537 και λ, 36, 50, 98, 153, 228, 232, 536), για να τεθούν σε ενέργεια η λογική, το αίσθημα και το συναίσθημά τους. Κάθε ψυχή στα δημοτικά τραγούδια αισθάνεται, ενθυμείται, χαίρεται, λυπάται και επιθυμεί, ενώ οι νεκροί στον Άδη διάγουν μια ζωή παρόμοια με τη ζωή τού επάνω κόσμου, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Εβραίοι τής Π. Διαθήκης, οι Ρωμαίοι και οι χριστιανοί των πρώτων χριστιανικών αιώνων[50].
 Ειδικότερα, τον ανθρωπομορφισμό τού Χάρου ανευρίσκουμε ιδιαίτερα έντονο στο τραγούδι: «Πάλη νέου μετά τού Χάρωνος»[51], της Συλλογής τού Π. Βλαστού[52], όπου ο Χάρος εμφανίζεται κατά το ανθρώπινο να κουράζεται και να φωνάζει ή, άλλοτε, να σφυρίζει, τάχατες, αδιάφορα, προκειμένου οι προθέσεις του να μη γίνουν αντιληπτές από το υποψήφιο θύμα του, παρακολουθώντας κρυφά και με πονηριά τις κινήσεις του. Έτσι, στο κυνήγι τού νιού, που ήταν «ογλήγορος» στο τρέξιμο, κι ο Χάρος κουρασμένος, κάθισε «πάνω σε πλάκαν», για να ξεκουραστεί κι εσφύριζεν, τάχατες, αδιάφορα, προσπαθώντας με πονηριά πώς να ξεγελάσει το νιο, για να τον περιμένει, τάσσοντάς του, μάλιστα, κι ένα «κανίσκι» με δώρα [ντάργα (= ασπίδα), σπαθί και δοξάρι, ένα λευκό πουκάμισο για κείνον και … ολόμαυρα ρούχα για τη γυναίκα του να βάλει]:

               «Ομορφονιόν εζύγωνεν ο Χάρος στη Μαδάρα.
               Μα ήταν ο νιος ογλήγορος κι ο Χάρος κουρασμένος.
               Και παίρνει ο νιος το ρίζωμα κι ο Χάρος την πλαγιάδα.
               Πάνω σε πλάκαν έκατσε το νιον ευγορολόγα.
               κι εσφύριζε κι εφώνιαζεν ο Χάρος τού στραθιώτη (sic).
               -Στραθιώτ’ ανήμενε κι εμέ να πηαίνουμε ομάδι.
               κι εγώ κανίσκι σου βαστώ, παραγγελιά σου φέρνω
                βαστώ σου ντάργα και σπαθί, δοξάρι με λουρίσκο
                κι ένα λευκό πουκάμισο και στάσου να το βάλεις
                βαστώ και τής γυναίκας σου ολόμαυρα να βάλη».

         Αλλά και σε πολλά άλλα μοιρολόγια ο λαός αποδίδει στον Χάρο πλείστα όσα ανθρωπομορφικά στοιχεία. Έτσι, στο μοιρολόγι που  επιγράφεται: «Το Τραγούδι τού Χάρο»[53] ο Χάρος εμφανίζεται να τραγουδά και μάλιστα «πανώρια»[54] και να περισσοκαυχάται για τα απάνθρωπα και ειδεχθή κατορθώματά του:

                        «Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδά πανώρια, 
                         Λέει τραγούδι τση χαράς και περισσοκαυχάται»,

ενώ στο μοιρολόγι «Ο σιδηρούς πύργος των ανδρείων και ο Χάρος», ο Χάρος εμφανίζεται, προσέτι, και να χαιρετά, να τρώγει και να πίνει κατά το ανθρώπινο:

                           «-Καλώς τα κάνετε παιδιά! Καλώς μας ηύρες Χάρο!
                            Καλώς μας ήρθες Χάροντα, κάθισε να γευτούμε.
                           -Δεν θέλ’ από απού το γιόμα σας, κι εγώ γιόμα δεν κάνω.
                            Μ’ άκουσα πως μου χώνεστε κι ήρθα να σασε πάρω».

        Στο τραγούδι, επίσης, «Αι γραίαι προφασιζόμεναι[55] τού Χάρωνος»[56] ο Χάρος φέρεται κατά το ανθρώπινο, λέγοντας ότι είχε δουλειά και πέρασε από «τσι πρασινάδες»[57], όπου είχαν μονομεριάσει οι γριές, προκειμένου να χορέψουν και να ξεγελάσουν τον Χάρο, προφασιζόμενες ότι είναι νέες κι έτσι να μην τις πάρει:

                         «Μα σαν αποχτενίστηκαν κι εσιάξαν  τσι χωρίστραις   
                          ούλες μονομεριάσανε κάτω στσι πρασινάδες,
                          και πιάνουν και χορεύγανε σαν τσι ψαροφοράδες.
                          Κι ο Χάρος είχενε δουλειά από δεκεί κι επέρνα,
                          θωρεί τσι γράδες στο χορό και μια στη μέσ’ εκέρνα»,
ενώ στο τραγούδι «Η Χαιρέταινα Ανωγιανή»[58] ο Χάρος εμφανίζεται και να μαλώνει με τους Ανωγειανούς:
                         «Μα ήντά χε με τσ’ Ανωγειανούς κι εμάλωσεν ο Χάρος,
                          κι επήρε γιο μοναχογιόν όπου δεν ήτον άλλος.
                          Επήρε γιο μοναχογιόν από μεγάλη σκλέτη[59]
                           Τον αγριμοπερπατηχτή, το Γιώργο τού Χαιρέτη». 

       Τέλος, στο μοιρολόγι «Ο Χάρος ως Πραματευτής»[60] ο Χάρος- πέραν τής Χαρόντισσάς του, με την οποία και συζεί στον Κάτω Κόσμο- εμφανίζεται να έχει και ερωτικές επιθυμίες και, υποκρινόμενος τον πραματευτή, να ξεγελά την πιστή στον σύζυγό της μοναχική κόρη και να μοιράζεται μαζί της το συζυγικό κρεβάτι, παριστάνοντας τον άνδρα της, που βρίσκεται μακριά, στα ξένα[61]:

                     «Ανίσως άλλον αγαπώ, κι άλλο θέλω να πάρω,
                      πάρε σπαθί στο χέρι σου, την κεφαλή μου κόψε.
                      Κι ώστε να πει, να καλοπεί είχε ξημερωμένα,
                      Στρέφεται, βλέπει δίπλα τση το Χάρο κι εκοιμάτο…»      
       Ως προς τον οπλισμό του, ο Χάρος άλλοτε εμφανίζεται να κρατεί σπαθί και άλλοτε κοντάρι με το οποίο χτυπά αλύπητα τα θύματά του:

                   «Κι’ εμπήκε κι εκοντάρευγεν ο Χάρος τσ’ αντρειωμένους!»[62], ενώ, συχνά, εμφανίζεται και ως καβαλάρης:
                   «Ο Χάροντας στην πόρτα του ευρέθη καβαλάρης» [63]
ή και ως πραματευτής:
                   «Πραματευτής επέρασε στ’ άλογο καβαλάρης,
                    Κοντοκρατεί το μαύρον του και τον καλημερίζει»[64]

        Σε κάποια μοιρολόγια, επίσης, ο Χάρος εικονίζεται ως ο κλειδούχος τού Άδη, τα κλειδιά τού οποίου (δεκαοχτώ σε κάποιο μοιρολόγι!) γίνονται, συχνά, στόχος από τους νεκρούς –και μάλιστα από τους νεότερους και πιο καλαντρειωμένους- προκειμένου να ανοίξουν με αυτά τις πύλες τού Άδη και να ανεβούν και πάλι στη γη και στο φως τού ήλιου:

                      «Τρεις αντρειωμένοι βούλονται απού τον κάτω κόσμο,
                       να πάρουν τ’ Άδη τα κλειδιά να βγουν εις τον απάνω»[65] .

         Στην κατηγορία αυτήν (του ανθρωπομορφισμού τού Χάρου), θα εντάξουμε και το τραγούδι «Αγγελική προκήρυξις περί Χάρωνος»[66], όπου ο Χάρος αποφασίζει, κατά το ανθρώπινο, και πάλι, να «χτίσει» περιβόλι[67]:

                        «Άστρο λαμπρόν επρόβαλε που την Ανατολίτσα,
                         κι ούλοι θαρρούσαν άστρο ’ναι κι άστρο το μαρτυρούσαν,
                         μα κείνος ήταν άγγελος μ’ ολόχρυσες φτερούγες,
                         κ’ εβγήκε κι εδιαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη.
                        Οπού ‘χει ρούχ’ ας τα φορεί, παιδί ας το καμαρώνει,
                         κι ο Χάρος εβουλήθηκε να χτίσει περιβόλι».

         Ο ανθρωπομορφισμός τού Χάρου, τέλος, στο μοιρολόγι «Ο σκληροκάρδης Χάρος»[68] εμφανίζεται στο ότι δεν θέλει, αφενός, να «βάλει μπελάδες» στην κεφαλή του, αλλά και στην «πονηριά», αφετέρου, με την οποία χειρίζεται το θέμα τής μακάβριας μεταφοράς των νεκρών, έχοντας υπόψη του τον αγώνα των ζωντανών, προκειμένου να τον ξεγελάσουν και να τους πάρουν πίσω. Για τον λόγο αυτόν αποφεύγει, όπως λέγει, τα πολυσύχναστα μέρη (πηγές, χωριά), γιατί φοβάται πως στα μέρη αυτά «κινδυνεύει» τόσο από τις μανάδες που έρχονται στη βρύση για να πάρουν νερό να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους, όσο και από τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα να αναγνωριστούν μεταξύ τους και, τότε, δεν θα μπορεί να τους ξεχωρίσει, «ξεχωρισμό δε θα ’χουν»[69]:

                        «Μα δεν κονεύγω σε χωριά, δεν στένομαι σε βρύση,
                         κι έρχοντ’ οι μάνες για νερό γνωρίζουν τα παιδιά των,
                         γνωρίζουνται τα’ αντρόυνα ξεχωρισμόν δεν έχουν».  

         Στο ίδιο, επίσης, μοιρολόγι έχουμε και θαυμάσιες ανθρωπομορφικές εικόνες, στις οποίες η κοινωνία των πεθαμένων τείνει να προσδιοριστεί με όρους τής κοινωνίας των ζωντανών. έτσι, ο Χάρος εμφανίζεται μπροστάρης να σέρνει ξοπίσω του τους νεκρούς, σύμφωνα με τις φυσικές δυνατότητές τους . τους νέους τους βάζει μπροστά, που μπορούν κι έχουν δυνάμεις (κατά το ανθρώπινο πάντα) να προπορεύονται, τους γέρους ξοπίσω, που λόγω έλλειψης φυσικών δυνάμεων δεν προλαβαίνουν και ξωμένουν, ενώ τα αδύναμα παιδιά τα έχει «αραδιασμένα» πάνω στη σέλα.

                       «Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα[70],
                        γη άνεμος τα πολεμά, γη ή βροχή τα δέρνει,
                        μουδ’ άνεμος τα πολεμά μουδέ βροχή τα δέρνει 
                        μονό διαβαίν’ ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
                        Τσι νιους τσι παίρνει από μπροστά τσι γέροντες ξοπίσω,
                        και τα καυμένα τα μικρά στη σέλ’ αραδιασμένα.
   
        Αντίθετα, σε άλλο μοιρολόγι, ο Χάρος θέτει και ταξικά κριτήρια στη σειρά που βάζει τους νεκρούς, σέρνοντάς τους στον Άδη. τους σέρνει, δηλαδή, με σειρά ανάλογη με την οικονομική τους τάξη όταν, ακόμα, βρίσκονταν στη ζωή: οι άρχοντες μπροστά και λυτοί και οι φτωχοί από πίσω και δεμένοι:

                    «Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού νάδη,
                    κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τσι φτωχούς δεμένους…»[71]

       Β΄. Ανθρωπομορφισμός τής Χαρόντισσας

          Σύμφωνα με το ανθρωπομορφικό σχήμα που υπαινισσόμαστε στο κεφάλαιο αυτό, ο Χάρος εννοείται, περαιτέρω, και φέρεται από τον κρητικό λαό, ότι έχει και την οικογένειά του. έχει σπίτι, μάνα, παιδιά και γυναίκα, τη Χαρόντισσα ή Χάρισσα ή Χάραινα, όπως και ο αρχαίος Άδης είχε γυναίκα του την Περσεφόνη! Βέβαια, αν στον αρχαίο Άδη και την Περσεφόνη οι αρχαίοι δεν απέδωσαν παιδιά, επειδή πίστευαν ως απαράδεκτη και αδιανόητη τη διαιώνιση τής φθοράς και τής λήξης τής ανθρώπινης ζωής, όμως ο Χάρος τής δημοτικής μας ποίησης απέκτησε τόσο την κόρη του, σύμφωνα προς τον στίχο: «Τα’ άκουσα από τη Χάρισσα κι από τη Χαροπούλα»[72], όσο και τον γιο του, σύμφωνα, επίσης, με την στερεότυπη φράση: «γιος τού Χάρου»[73].
Ειδικότερα, στο τραγούδι «Φιλονικία μεταξύ τής Χαρόντισσας, του Χάροντα και τινος νεογάμβρου»[74], η Χαρόντισσα εμφανίζεται να «μαλώνει» τον Χάρο για τις βδελυρές και αποτρόπαιες πράξεις του:

                            «Οψές ταχιά[75] επέρνουνε στού Χάροντα την πόρτα[76]
                            Κι εγροίκουν τη Χαρόντισσα κι εμάλωνε το Χάρο».

     Από την αποστροφή αυτήν- ότι, δηλαδή, η Χαρόντισσα «εμάλωνε το Χάρο»- θεωρούμε ότι, μάλλον, πρόκειται για τη μητέρα του (προσωποποίηση τής κοινής μάνας γης), που, και λόγω ηλικίας, θα ταίριαζε περισσότερο να δείχνει τα φιλάνθρωπα αυτά και συμπονετικά προς τον ανθρώπινο πόνο συναισθήματα, κάτι, εξάλλου, που επιβεβαιώνεται και από το άλλο μοιρολόγι, με τίτλο: «Ο Χάρος και η μάνα του», από την ίδια Συλλογή τού Π. Βλαστού[77], όπου, εδώ, σαφώς, δηλώνεται η ταυτότητα τής Χαρόντισσας ως μάνας να παραγγέλνει ικετευτικά στον γιο της με λόγια συμπόνιας και οίκτου προς τον άνθρωπο:

                          «Υγιέ μου εκεί που μελετάς κι εκεί όπου θα πάεις
                            Μην πάρεις μάνες με παιδιά κι αδέρφια μ’ αδερφάδες
                            Μηδέ και πρώτ’ αντρόγυνα, πρωτοστεφανωμένα».

         Βέβαια, σε άλλες παραλλαγές, μαρτυρείται ρητώς η ύπαρξη και γυναίκας τού Χάρου, όπως στο μοιρολόγι με τίτλο «Φιλονικία Χάρωνος μετά τής συζύγου του»[78], ενώ και η ανδρωνυμική, σε άλλο μοιρολόγι[79], επίκληση Χάραινα ανάγεται σαφώς στη σύζυγο τού Χάρου, οπότε, πράγματι, μάννα και γυναίκα τού Χάρου φαίνονται, κάπως, να συγχέονται μεταξύ τους, γιατί και οι δυο απαντούν, συνήθως, με τα ίδια ονόματα («Χάρισσα» και «Χαρόντισσα»), αλλά και οι δυο εμφανίζονται να «μαλώνουν» τον Χάρο για τη σκληρότητα και αδιακρισία του προς τους ανθρώπους. Η σύγχυση αυτή επιτείνεται ιδιαίτερα στους στίχους των παραλλαγών τού μοιρολογιού: «Του Χάρου η μάννα»:

                       «Τι εγώ ’χω γιο κυνηγητή, άντρα κ’ είναι κουρσευτής».
                       «Τ’ άκουσα από τη Χάρισσα κι από τη Χαροπούλα»[80]    

         Σε άλλη παραλλαγή αυτού τού ίδιου μοιρολογιού, με τίτλο: «Φιλονικία Χάρωνος μετά τής συζύγου του»[81], η Χαρόντισσα (σύζυγος, αυτήν τη φορά), αποπαίρνει τον Χάροντα, γιατί της έφερε, λέγει, έναν «άγγουρο»[82] που της δημιουργεί πολλά προβλήματα με τις αντιδράσεις του, από το γεγονός ότι ο Χάρος δεν τον άφησε να χαρεί τη νιότη του. Βλέπουμε, λοιπόν, στο μοιρολόγι αυτό ότι ο λαός τής Κρήτης φαντάζεται «ανθρωπομορφικά» τη γυναίκα τού Χάρου να εκτελεί στον Άδη, εν μέσω των καθημερινά αφικνουμένων νεκρών, καθήκοντα παρόμοια με εκείνα που κάθε γυναίκα στη ζωή της καλείται να διεκπεραιώσει μέσα στο σπιτικό της:

              «Χάρε, μην παίρνεις άγγουρο μηδέ και παλικάρι,  
               γιατί το νιον οπού ‘φέρες τη νιότη δεν εχάρη.
               Στρώνω του τάβλα να γευτεί και κλίνη ν’ ακουμπήσει,
               πηδά και σβήνει το κερί, τσαλοπατεί την τάβλα. 

         Σε παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού με τίτλο: «Φιλονικία μεταξύ τής Χαρόντισσας, του Χάροντα και τινος νεογάμβρου»[83] ο άγγουρος- του προηγούμενου μοιρολογιού- αφορά, πλέον, σε νιόγαμπρο που τρεις, μόλις, μέρες πριν είχε παντρευτεί, και- σύμφωνα με τη ρητή παραγγελία τής Χαρόντισσας- ο Χάρος έπρεπε να τον είχε «σεβαστεί» και να μην τον είχε «πάρει»[84]. Συνέχεια, λοιπόν, του προηγούμενου τετράστιχου ο νιόγαμπρος απαντά στη Χαρόντισσα:

                        «Πώς μου το λες να κοιμηθώ, πώς μου το λές να φάω,
                         οπού ’μουν τριμερό-γαμπρος, τριμερο-παντρεμένος,
                         κι ακόμ’ ο γάμος μου κρατά κι η συντροφιά μου στέκει,
                         κι ακόμη τα κουλούρια μου στσι γειτονιές γυρίζουν,
                         κι ακόμη τα στεφάνια μου τού λιβανιού μυρίζουν;»   

         Τέλος, σε παραλλαγή μοιρολογιού αυτής της ίδιας κατηγορίας (μοιρολογιών, δηλαδή, με τη Χαρόντισσα) και με τον τίτλο: «Η γειτονιά τού Χάρου»[85], η αγριότητα τού Χάρου, που καταφθάνει στο σπίτι του «χλωμός και μαραμένος» (από την κούραση που εισπράττει από το αιμοχαρές και απάνθρωπο έργο του), αντιτίθεται σαφώς προς τα συναισθήματα και την προστατευτική προς τον άνθρωπο επιρροή τής Χαρόντισσας, μάλλον, εδώ, μάνας[86], όπως την παρακολουθούμε στο παρακάτω μοιρολόγι:

«Οψές αργά εξώμεινα κάτω στον κάτω κόσμο,
 Σ’ του Χάροντα τη γειτονιά ήμουνα ξωμονάρης,
κι ήρθε τη νύχτα ο Χάροντας χλωμός και μαραμένος,
κι εμίλιε τση Χαρόντισσας κι εροζονάριζέν[87] τση.
Ανθρώπου μυρωδιά γροικώ[88] γή πάλι φαίνεταί μου; [89]
Χάροντ’ απού το μακελειό ήρθες κι εφάνηκέ σου».
                 
                                   6. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ- Ο ΑΔΗΣ

              Αν και σε ορισμένα μοιρολόγια ο τόπος διαμονής τού Χάρου και των νεκρών ορίζεται με ανθρωπομορφικούς όρους, σαν ένα σπίτι, δηλαδή, όπως και αυτά που έχουμε εδώ πάνω στη γη [οριζόμενο, συνήθως, με τις λέξεις γειτονιά, αυλή ή και πόρτα τού Χάρου (το μέρος αντί του όλου), που έχει, μάλιστα, και κλειδιά και κλειδούχος του είναι αυτός ο ίδιος ο Χάρος], όμως, σε ορισμένα άλλα μοιρολόγια, το βασίλειο τού Χάρου [ο Άδης (Νάδης), ο Κάτω Κόσμος] περιγράφεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον Απάνω Κόσμο. ως ένας τόπος, δηλαδή, φόβου, σκότους, αηδίας και φρικώδους αποστροφής, στον οποίο ο νεκρός φθάνει έπειτα από ένα μακρινό και με πολλά εμπόδια και κινδύνους ταξίδι (πβ. Γιοφύρι τής Τρίχας, πύρινος ποταμός κ.λπ), κατεβαίνοντας τα «τριά σκαλιά» τού Άδη.

              «Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού νάδη
               κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τους φτωχούς δεμένους»[90] ή

              «Μια λυγερή μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού Άδη,
               κι έλεγα πως θα μ’ ερωτά για μάνα γη για κύρη»[91].

       Στη δεξιά μεριά τού Άδη είναι φυτεμένο ένα κυπαρίσσι. Εκεί οι νέοι κρεμούν τα άρματά τους και οι νέες τα φουστάνια τους, μπαίνοντας, στη συνέχεια, γυμνοί στον κόσμο των σκιών[92] τού Άδη.  
                Στο μοιρολόγι «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά τού Χάρωνος»[93] ένας νέος εκφράζει την επιθυμία του να πάει να βρει τον Χάρο, να συναγωνιστούν στο σημάδι και να τον ρωτήσει γιατί θανατώνει τόσον αδιάκριτα τους ανθρώπους. Στη συνέχεια τού εν λόγω μοιρολογιού, το βασίλειο τού Χάρου περιγράφεται ως ένα μέρος παντελώς αντίθετο προς την πραγματικότητα τής ζωής πάνω στη γη. ως ένα μέρος στενό, ξερό και θεοσκότεινο, γεμάτο με πηλά και βούρκα, χωρίς τόπους με χαρές, τραγούδια και παιγνίδι:

                     «Επά στου Χάροντα τσ’ αυλές δεν είναι πρασινάδες,
                       μηδέ και σημαδότοποι, δεν παίζουν μηδ’ αμάδες.
                      Δεν είναι μηδέ χρυσά ραβδιά πού χουν οι αφεντάδες,
                      μόνο είν’ βούρκα και πηλά γεμάτ’ αδικητάδες.
                      Δεν είν’ τραγούδια για μικρά, παιγνίδια για μεγάλα,
                      μηδέ και τα μωρά παιδιά δεν τρων’ στον άδη γάλα.
                      Τη νύχτα κλαίνε για βυζί και την αυγή για πιάσμα,
                      και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάννα»[94].    

       Μετά την παραπάνω φρικώδη περιγραφή τού Άδη από τον ποιητή ο νέος τού μοιρολογιού φαίνεται πως, για μια στιγμή, «σκιάχτηκε» ότι ο Χάρος ετοιμαζόταν να τον πάρει και εκείνον στο αφιλόξενο και θεοσκότεινο βασίλειό του. Ο τρόπος που ο νέος αντιδρά σε αυτό το ενδεχόμενο, καταφεύγοντας απελπισμένα στην αρωγή τής εκκλησίας και την επίκληση των αγίων, φανερώνει το πόσο μισητός είναι για τον άνθρωπο ο Χάρος, ενώ η απάντηση τού τελευταίου επιβεβαιώνει τη ρήση τού Πινδάρου: «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»:

                     «- Θωρώ κι αστράφτει και βροντά κι ’ναι σκοτεινιασμένα,
                     κι ως φαίνεται παραμιλά ο Χάρος και για μένα.
                     Σαράντ’ αγιοί βοηθάτε μου να φύγ’ απού το Χάρο,
                     να σάσε κάμω λειτουργιά και τάσσιμο μεγάλο.
                     - Σαράντ’ αγιούς κι αν έκραξες κι όσους πολλούς γυρέψεις,
                     τσι λειτουργιές σου χάνεις τσι, μα μένα δεν μου φεύγεις. 

          Γενικά, ο κρητικός λαός φαντάζεται τον Άδη έχοντας στα μάτια του την προεικονιστική παράσταση τού τάφου, του οποίου την εικόνα και εμπειρία έχει ολοζώντανη μπροστά του από την καθημερινή αναστροφή και πραγματικότητα τής ζωής. Κάθε άνθρωπος μπροστά στον ανοιχτό τάφο βλέπει το σκότος, τη μούχλα, τους σκώληκες, τα γυμνά κόκαλα, το αραχνιασμένο μαύρο χώμα και τη φθορά, βλέπει αυτόν τον ίδιο τον Άδη με όλα τα δεινά του, σαν αντίθεση προς τη χαρά και το φως τής ζωής και αναστενάζοντας συλλογίζεται με φιλοσοφική- μεταφυσική διάθεση:

                         «Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ τη γη κι αναδακρυώνω
                           θωρώ και συλλογίζομαι ό άνθρωπος ήντά ναι,
                           λυπούμαι και τα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
                           πως θα τα φά’ η μαύρη γη τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
                           στο λάκκο θα με βάλουνε να μου ξελησμονήσουν,
                           οι φίλοι μου κι  οι γι’ εδικοί δε θα μ’ αναζητούσι,
                           κι εμένα που δε μ’ έβανε κι ήταν στενός μ’ ο κόσμος,
                           στο μνήμα θα με τρώγουσι τα ζούμπερα τού Άδη,
                           θα φάνε μάθια λαμπυρά, γλώσσα αηδονολαλούσα,
                           θα φάνε μυαλό τση κεφαλής, πού’χε φωλιά η γνώση
                           θα φάνε την καρδία μου, το φυλαχτό τσ’ αγάπης,
                           θα φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
                           όπου βαστούσαν τ’ άρματα, τσ’ εχθρούς αποζυγώναν
                           τι γω μ’ όντε το θυμηθώ! ο άνθρωπος ήντα ναι!
                           γιατί να ’ναι το τέλος του αραχνιασμένος Άδης!» [95].    

        Ο λαός, λοιπόν, βλέπουμε να φαντάζεται τον Άδη ως έναν τόπο θλιβερό, φρικιαστικό και άχαρο, κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, πλούσιων και φτωχών, δίκαιων και αμαρτωλών. Ως έναν τόπο, στον οποίο καταστρέφεται ο άνθρωπος ως σωματική οντότητα, η ψυχή όμως συνεχίζει τη ζωή της ως σκιά πλέον. Ο θάνατος, στην πίστη τού απλού λαού είναι κάτι το φυσικό και αναπότρεπτο και ο Άδης η κατοικία των νεκρών. Πρόκειται για μια καθαρά υλιστική κατάληξη, χωρίς πνευματικά και θρησκευτικά προβλήματα που έχει να κάνει περισσότερο με την αίσθηση τής στέρησης τού δώρου τής ζωής και τής επικοινωνίας με τους συγγενείς και τους φίλους στον «Απάνω Κόσμο». Αυτό το σαράκι τής θύμησης τού «Απάνω Κόσμου» και ο καημός τής παραμονής στον Άδη, χωρίς καμιάν ελπίδα επιστροφής, είναι που περισσότερο μαραζώνει τους νεκρούς και φανερώνει όσο τίποτε άλλο το πάθος τους για τη ζωή και το φως, με τον τρόπο ακριβώς που το συναντούμε στον ομηρικό άνθρωπο:

                «Κλάψε με, μάνα, κλάψε με όσο μ’ έχεις μπροστά σου,
                 πρίχου μυρίσει ο θυμιατός και ψάλουν οι παπάδες.
                 Εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δε γυρίζω,
                 πηγαίνω στην αλησμονιά π’ αλησμονιέτ’ ο κόσμος.
                 ξεχνά η μάνα το παιδί κι η αδερφή τ’ αδέρφι,
                       γυναίκες των καλώ αντρώ ξελησμονούνε τσ’ άντρες»[96]

 Περισσότερος, λοιπόν, είναι ο θρήνος για τη στέρηση τού Απάνω Κόσμου και της ζωής, παρά για τον χαμό τής ίδιας τής ψυχής και τής τύχης της[97], αφού στη λαϊκή αντίληψη και στον κόσμο των μοιρολογιών δεν παρατηρείται καμιά πίστη σε Κόλαση και τιμωρίες των αμαρτωλών, σύμφωνα με τη γνωστή διδασκαλία τού Χριστιανισμού, αλλά και των αρχαίων Ελλήνων[98]. Παρόλα αυτά, σε κάποια μοιρολόγια, μπορούμε να διακρίνουμε μιαν, έστω και ασυνείδητη, ανέλπιδη προσπάθεια τού μελλοθάνατου να στραφεί προς τα «πάνω», προς τον Ουρανό, προκειμένου να αποφύγει τον Χάρο, που, αντίθετα, τον αισθάνεται να βασιλεύει προς τα «Κάτω», στον «Κάτω Κόσμο», στα Τάρταρα[99], όπως βλέπουμε στο αμέσως επόμενο μοιρολόγι:

                   «Ένα βουνόν εγύρισα το πλάι γύρω γύρω,
                    για ν’ ανεβώ στον ουρανό να μη με βρει ο Χάρος,
                    μα ήρθ’ ο Χάρος κι ηύρε με μέσα στην κατσιφάρα,
                    κι από τη γλώσσα μ’ άρπαξε, στο στήθος μου καθίζει,
                    και μού ’ριξε την κονταριά»[100].  

             Ώστε έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, στα Κρητικά ριζίτικα και στα Μοιρολόγια, η ζωική και μεταθανάτια κατοικία τού ανθρώπου, η κοσμική, κατά κάποιο τρόπο, κατασκευή συμπληρώνεται σε τρία συμβατικά επίπεδα: στον Ουρανό, που κατοικεί ο Θεός, στη γήινη σφαίρα, τόπο διαμονής των ζωντανών και στον Κάτω Κόσμο ή (Ν)άδη, τόπο διαμονής των νεκρών.
            Αυτού τού άχαρου- όπως τον περιγράψαμε παραπάνω- τόπου, του Άδη, ο Χάρος, σε πολλά μοιρολόγια, εικονίζεται ως ο μοναδικός κλειδούχος, τα κλειδιά τού οποίου γίνονται, συχνά, στόχος από τους νεκρούς –και μάλιστα από τους νεότερους και πιο αντρειωμένους- προκειμένου να ανοίξουν τις πύλες τού Άδη και να ανέβουν και πάλι στο φως τής ζωής:

                        «Τρεις αντρειωμένοι βούλονται απού τον κάτω κόσμο,
                         να πάρουν τ’ Άδη τα κλειδιά να βγουν εις τον απάνω»[101] .  

Η φράση αυτή τού ποιητή για τα κλειδιά τού Άδη υποδηλώνει την πανανθρώπινη δόξα για το αδύνατον τής επιστροφής τού νεκρού από τον Άδη και την αιώνια κάθειρξη τού θανάτου, για το χωρίς επιστροφή «ταξίδι», αφού ο Χάρος είναι πολύ πονηρός και ενώ: «στο έμπα δίνει τα κλειδιά στο έβγα δεν τα δίνει»[102]. Οι νεκροί στον Άδη πιστεύεται, περαιτέρω, ότι πίνουν από το «νερό τής λησμονιάς», από της «αρνησιάς τη βρύση», όπου ο Χάρος τούς οδηγεί μετά τον θάνατό τους, για να ξεχάσουν τον κόσμο και να αρνηθούν τους δικούς τους[103].
Όμως, στα Κρητικά μοιρολόγια οι πεθαμένοι δεν φαίνεται να πίνουν νερό από τη βρύση τής λησμονιάς. Το αντίθετο μάλιστα . εξακολουθούν να θυμούνται και να ενδιαφέρονται ζωηρά για τον «Απάνω Κόσμο» και να γυρεύουν αφορμή, από νιόφερτους στον Άδη νεκρούς, να πληροφορηθούν σχετικά με τα συμβαίνοντα στον επάνω Κόσμο, όπως παρακολουθούμε στο μοιρολόγι «Η λυγερή στον Άδη»[104]:  

             «Μια λυγερή μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού Άδη,
             κι έλεγα πως θα μ’ ερωτά για μάνα γή για κύρη,
                 ………………………………………………….
             Μά κατσε κι αναρώτα με για τον απάνω κόσμο.
            -Παιδιά, και να κρατά ο ουρανός, να στέκ’ απάνος κόσμος;
             Παιδιά και να παντρεύγουνται παλικαριώ γυναίκες;
             Παιδιά να χτίζουν εκκλησιές, να χτίζουν μοναστήρια,
             και να βαφτίζουνε παιδιά………………;

                                    7. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

Συχνά ο Χάρος εμφανίζεται με υπερφυσικές ιδιότητες . βλέπει τα κρυφά των ανθρώπων έργα και μεταμορφώνεται σε διάφορα φυσικά όντα[105]. Έτσι, και στο τελευταίο (με αρ. 11) μοιρολόγι, της ομάδας μοιρολογιών «Πάλης τού Χάρου με νέο», της Συλλογής τού Π. Βλαστού, με τίτλο: «Ο σιδηρούς πύργος των ανδρείων και ο Χάρος», ο Χάρος εμφανίζεται με υπερφυσικές ιδιότητες. Στο εν λόγω μοιρολόγι, βλέπουμε τους γενναίους και αντρειωμένους να αποφασίζουν να κτίσουν έναν σιδερένιο πύργο, για να προφυλακτούν από τον Χάρο. Όμως, ο Χάρος, με τη μορφή πουλιού, τους ανακαλύπτει μέσα στον πύργο. Οι αντρειωμένοι τον προσκαλούν να καθίσει μαζί τους στο τραπέζι, αλλά ο Χάρος τους δίνει σκαιή την απάντηση ότι δε ήλθε για φαΐ, αλλά για να τους πάρει:

                           «Καλώς μας ήρθες Χάροντα, κάθισε να γευτούμε.
                           -Δεν θέλ’ από απού το γιόμα σας, κι εγώ γιόμα δεν κάνω.
                            Μ’ άκουσα πως μου χώνεστε κι ήρθα να σασε πάρω».

        Σε άλλη παραλλαγή, με τίτλο: «Ο πικροχάροντας και οι ανδρείοι»[106], ο Χάρος, που εδώ αποκαλείται «πρικοχάροντας», μεταμορφώνεται σε καλόγερο και πηγαίνει και πάλι στον πύργο τον «σιδερό», που έκτισαν οι ανδρείοι, προκειμένου να του «γλυτώσουν». Όμως, ένα μικρό αρχοντόπουλο τον αναγνωρίζει:

                            «Κι ο Χάροντας που τ’ άκουσε πολλά τού βαροφάνει,
                             βάνει καλογερίστικα πηγαίνει και τσι βρίχνει.
                            -Καλώς τα κάνετ’ άρχοντες, καλώς τα πολεμάτε,
                            -Καλώς μας ήβρες γέροντα, κόπιασε να γευτούμε.
                             Κι ένα μικρό αρχοντόπουλο το Χάροντα γνωρίζει.
                            -Δεν είν’ αυτός καλόγερος να ‘ρθει να μας αηδάρει
                             μόνο ναι ο πρικοχάροντας κι ήρθε να μασε πάρει» .

       Σε τρίτη παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού, ο Χάρος βλέπουμε να μεταμορφώνεται σε μύγα και να μπαίνει από το παραθύρι τού σιδερόπυργου:

                          «Μ’ ο Χάρος μύγια γίνεται, μπαίνει από το παραθύρι,
                           και βρίστ’ ομορφονιούς υγιούς, όμορφους κοπελιάρους ,
                           κι εμπήκε κι εκοντάρευγεν ο Χάρος τσ’ αντρειωμένους».

            Τέλος, στο τραγούδι «Αι τρεις θυγατέρες τής καλογριάς και ο Χάρος»[107], ο Χάρος μεταμορφώνεται σε άγριο γεράκι «όπου ζυγώνει τα πουλιά και πιάνει τα στο γλάκι».

                                             8.  ΤΟ  ΧΑΡΟΠΑΛΕΜΑ

    Ο λαός αντικρίζει τον θάνατο με θάρρος και αισιοδοξία, δεν συμφιλιώνεται ποτέ μοιρολατρικά μαζί του και δεν εγκαταλείπεται ανυπεράσπιστα σε αυτόν. Ο λόγος για το ονομαζόμενο «χαροπάλεμα» ή, άλλως, και «ψυχομάχημα», την επιθανάτια, δηλαδή, πλήρη οδύνης αγωνία τού ανθρώπου να νικήσει τον θάνατο και την αδυσώπητη μοίρα τής λήξης και τής φθοράς τής ζωής. Ο άνθρωπος, στην απαίτηση τού Χάρου να του πάρει την ψυχή, αντιστέκεται θαρραλέα και τον προκαλεί σε πάλη, παρότι γνωρίζει πολύ καλά το «άνισο» τής πάλης αυτής, όπως αυτό καθαρά διαγράφεται στο πανελλήνια γνωστό τραγούδι τού Διγενή και τού Χάρου:

          «Κι όπου εχτύπα ο Διγενής το αίμ’ αυλάκι κάνει,
          κι όπου εχτύπα ο Χάροντας το αίμα τράφο κάνει!»[108]

   Είναι, όμως, η τελευταία ενστικτώδης προσπάθεια τού ανθρώπου- και ίσως κάτι παραπάνω, του περήφανου και παράτολμου Κρητικού- να αντισταθεί και εξοντώσει τον Χάρο και να κρατηθεί ολόρθος και ζωντανός στη ζωή.
          Στο τραγούδι «Πάλη νέου μετά τού Χάρωνος», της Συλλογής Π. Βλαστού[109], στην πάλη που ακολουθεί το «αντροκάλεσμα»:

                           «Εννιά φορές τον έβαλε ο νιος το Χάρο κάτω,
                           κι’ ο Χάρος μια και μοναχή κι επήρε την ψυχή του».
      
πράγμα που δηλώνει την τελική τού Χάρου υπεροχή έναντι τής απέλπιδος προσπάθειας τού ανθρώπου να απομακρύνει το πεπρωμένο και τον θάνατο.
          Σε παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού, της Συλλογής και πάλι τού Π. Βλαστού, με τίτλο: «Πάλη μεταξύ νεογάμβρου και τού Χάρωνος»[110], ο Χάρος εμφανίζεται ιδιαίτερα ωμός και προκλητικός προς τον νιόγαμπρο, λέγοντάς του διατακτικά:

                            «Για βγάλε νιε τα ρούχα σου, βγάλε και τ’ άρματά σου
                            δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω την ψυχή σου».

        Στις παρακλήσεις του ο νέος γαμπρός επικαλείται ευαίσθητες παράμετρους τής ανθρώπινης ζωής, μήπως και ο Χάρος τον λυπηθεί και τον αφήσει:

                            «Άφης με, Χάρε, να χαρώ τη νιότη  μ’ ο καημένος!
                             απού ’χω μάνα κι είναι γριά και νιόνυφη γυναίκα».
               
    Ο Χάρος, όμως, ανάλγητος κι όλως ασυγκίνητος στα παρακάλια και τις καθικετεύσεις τού νιόγαμπρου, σκληρός και άτεγκτος, χωρίς κανένα ίχνος ευαισθησίας, του αντιτείνει:

                              «Η νύφ’ ας ξαναπαντρευτεί κι η γριά ας αποθάνει.
                               Δένει τα χέρια του σταυρό και την ψυχή του επήρε».

            Σε παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού, στον Γιανναράκη, με τίτλο: «Ο Χάρος και ο νιός»[111], ο Χάρος εμφανίζεται στον νέο «μανισμένος» (θυμωμένος) και τον διατάσσει να βγάλει τα ρούχα του, ενώ ο νέος κατηγορηματικά αρνείται να υπακούσει τα κελεύσματα τού Χάρου:

                              «Δε βγάνω ‘γω τα ρούχα μου μηδέ και τ’ άρματά μου
                               μηδέ τα χέρια μου σταυρό να πάρεις την ψυχή μου»,
και τον προσκαλεί «ως άντρας προς άντρα» να παλέψουνε στο «σιδερόν αλώνι»:
                    «Μ’ άντρας εσύ, άντρας κι’ εγώ κι οι δυο καλ’ αντρωμένοι»,
                   κι’ άϊντε να π’ απαλαίψωμε ’ς το σιδερόν αλώνι».

            Σε μίαν unfair, στη συνέχεια, πάλη τού νέου με τον Χάρο, ο Χάρος δυσαρεστείται («του Χάρο κακοφάνει»), σαν βλέπει να χάνει το παιγνίδι[112] από τον νεαρό αντίπαλό του και τότε μεταχειρίζεται πονηρά και δόλια μέσα («μπαμπεσιά»), προκειμένου να εξουδετερώσει την αντίστασή του:

                          «Κι εννιά φορές τον έβαλεν ο νιος το Χάρο κάτω,
                            Κι απάνω εις τσ’ εννιά φορές τού Χάρο κακοφάνη,
                            Πιάνει το νιο απ’ τα μαλλιά χάμαι τον γονατίζει».

            Σε παραλλαγή αυτού τού ίδιου τραγουδιού- από τη Συλλογή και πάλι τού Π. Βλαστού, με τίτλο «Ο Χάρος και ο βοσκός»[113]- το χαροπάλεμα γίνεται με «πήδημα», σε μέρος απλωμένο, σε κάμπο ή λιβάδι:

                          « Μ’ άντρας εσύ, άντρας κι εγώ κι οι δυο παλικαράδες,
                           ας πάμε να πηδήξομε σε κάμπο, σε λιβάδι.
                           Πηδά ο Χάρος στην αρχή παέι σαράντα χνάρια.
                            πηδά κι ο μαύρος ο βοσκός πάει σαράνταπέντε,
                            μα ο Χάρος ήτο πονηρός που τα μαλλιά τον πιάνει». 
            Ο βοσκός, τότε, διαμαρτύρεται έντονα στον Χάρο, για το άτιμο παιγνίδι που του παίζει και του ζητά ισότητα και τιμιότητα:

                      «Μ’ άφης με Χάρο [που] τα μαλλιά και πιάσμ’ απού τη μέση      
                       σαν άντρες ν’ απαλέψωμεν, ως διάχνουν τιμημένοι.
                      -Εγώ τσ’ αρπώ που τα μαλλιά ψυχή παίρνω και φεύγω
                       και μη ξαργείς το Χάροντα κι αλλού με καρτερούνε»[114].

               Στην αντίληψη, λοιπόν, του λαού σε πολλές περιπτώσεις θανάτου- και κυρίως νέων ανθρώπων και παιδιών- ο θάνατος τους θεωρείται βίαιος, άδικος και αφύσικος, γι’ αυτό και- αντίθετα από τους γέρους- οι νέοι και δυνατοί είναι αυτοί που προσκαλούν τον Χάροντα σε μονομαχία, αρνούμενοι να παραδώσουν την ψυχή τους χωρίς λόγο και προφανή αιτία. Στο τελευταίο, μάλιστα, μοιρολόγι («Ο Χάρος και ο βοσκός») είναι πολύ χαρακτηριστική και «λογική» η πρόφαση τού βοσκού στον Χάρο, λέγοντάς του ότι:

                       «Χωρίς αρρώσθια, Χάροντα, ψυχή δεν παραδίδω…».  
                  
                Πέραν, λοιπόν, του νέου, του νιόγαμβρου και του βοσκού (που, όπως είδαμε στα παραπάνω μοιρολόγια, ζήτησαν να παλέψουν με τον Χάρο), το «χαροπάλεμα», σε άλλα μοιρολόγια, έχει γίνει και με μικρό ρηγόπουλο[115], ενώ κλασικό, ανά το πανελλήνιο, παραμένει το πάλεμα τού Διγενή με τον Χάρο[116]. Επαναλαμβάνουμε, όμως, ότι το πρόσωπο που, κατά κανόνα, τα «βάζει» με τον Χάρο είναι πάντοτε νέο στην ηλικία και μεγάλης μυικής δύναμης και ομορφιάς. Ποτέ, δηλαδή, ένας τυχαίος και παρακατιανός και πολύ περισσότερο ένας γέρος και ανήμπορος δεν βουλήθηκε να τα «βάλει» με τον Χάρο.
              Τώρα, πέραν του «πηδήματος»- όπως είδαμε στο προηγούμενο μοιρολόγι, με τον τίτλο: «Ο Χάρος και ο βοσκός»- το «χαροπάλεμα» γίνεται, επίσης, και με σημάδι (σκοποβολή)[117], κυρίως, όμως, με πάλη σε «σιδερόν αλώνι»[118] ή στο «μαρμαρένι’ αλώνι», όπως στις περιπτώσεις πάλης τού Διγενή με τον Χάρο[119]         
            Στο τραγούδι: «Το μήνυμα από τον Άδη»[120] ο Χάρος είναι τόσο μισητός «στού Άδη τσι γι’ αντρειωμένους» για τον τρόπο με το οποίο φέρεται στους ανθρώπους, που σχεδιάζουν- ως σύνολο πια (ομαδικό, θα το έλεγα, «αντροκάλεσμα»)- να του κάνουν πόλεμο, για να γλιτώσουν από δαύτον:

                       «Και πόλεμο θα κάμουμε τού Χάρο δίχως άλλο,
                        Για δεν τόνε βαστούμε πλιο να ξεδιαλέγει τσ’ άντρες,
                        Να παίρνει τσ’ άντρες τσι καλούς και τσι πολεμιστάδες,
                        όπου τα κάστρα πολεμούν τσ’ εχθρούς αποζυγώνουν»   
    
              
                                       9. ΤΟ ΛΑΒΩΜΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

         Ο Χάρος, σαν προσωποποίηση τής λήξης τής ζωής και εκτελεστής τού χωρισμού τής ψυχής από το σώμα τού ανθρώπου, περιφέρεται σε πόλεις και χωριά και «λαβώνει» καθημερινά τους ανθρώπους. Η μεγάλη λαχτάρα τού ανθρώπου για ζωή και δράση είναι που τον κάνει να μη σκέφτεται τον θάνατο κι έτσι να τον προλαβαίνει ο Χάρος απροετοίμαστο και, μάλιστα, συχνά, σε στιγμές μεγάλης χαράς και δημιουργίας.
           Έτσι, στο τραγούδι «Αι τρεις θυγατέρες τής καλογριάς κι ο Χάρος»[121], ο Χάρος έρχεται και αποκόπτει την ευτυχία των τριών θυγατέρων τής καλογριάς σε ώρα ονειρεμένης ευτυχίας, όταν βλέπανε: «όνειρον… κι οι τρεις πως θα στεφανωθούνε, και νυφικ’ άσπρα βάνανε, παπάδες τσι βλογούνε».
            Στο ίδιο τραγούδι, το λάβωμα τού Χάρου θεωρείται βαθύ και «αγιάτρευτο», αφού έχει να κάνει με το μοιραίο και αναπόφευκτο χρέος, που δεν μπορεί κανένας να γνωρίζει την ώρα του για να το αποφύγει και αυτό παρά τις προσπάθειες και προφυλάξεις που μονίμως καταβάλλει («το πεπρωμένον γαρ φυγείν αδύνατον»). Ο λαός, μάλιστα, στο συγκεκριμένο μοιρολόγι, πιστεύει ότι η παντοδυναμία τού νόμου τής φθοράς που αντιπροσωπεύει ο Χάρος είναι ακατάλυτη, ώστε ούτε η ιατρική επιστήμη να είναι ικανή, αλλά ούτε και αυτή η μεσιτεία των αγίων να τη θεραπεύσει. Έτσι, οι τρεις θυγατέρες, «πολλά θλιμμένες», απευθυνόμενες στη μάνα τους τής αναγγέλλουν:

                           «Μάνα! κι ο Χάρος πέρασε, μάνα! κι ελάβωσέ μας,
                           κι αν είναι επά κοντά γιατρός, γλήγορα γιάτρεψέ μας.
                           «Μά σ’ τού θανάτου τσι πληγές βότανα δε χωρούνε,
                           μηδέ γιατροί γιατρεύγουνε μηδέ αγιοί βοηθούνε».

           Στο μοιρολόγι, περαιτέρω, «Τση Σούσας»[122], αφήνεται να εννοηθεί ότι το «μαχαιράκι» που πέταξε ο αδελφός της και βρήκε τη Σούσα στην καρδιά ήτανε το χτύπημα, το «λάβωμα» αυτού τού ίδιου τού Χάρου. Η Σούσα θανάσιμα τραυματισμένη από το χτύπημα τού αδελφού της τρέχει στη μάνα της και της φωνάζει:

                             «άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε, ν’ ακούσεις το χαμπέρι,
                              που το φέρε τ’ αδέρφι μου απού τ’ απάνω μέρη».

Κι όταν, στη συνέχεια, η Σούσα τρέχει, στο αίμα βουτηγμένη, και στον κύρη της και του επαναλαμβάνει τα  ίδια, εκείνος:

                               «κι απού τη χέρα την αρπά, στ’ άλογο την καθίζει
                               και στου γιατρού την πήγαινε και τού ροζοναρίζει.
                              “Γιατρέ και γιάτρεψέ μου το και μένα το παιδί μου
                               και πάρε όσα και να βρεις εις την κατάστασή μου”

Και ο γιατρός, τότε, του απαντά σαν το χτύπημα να ήταν αυτού τού ίδιου τού Χάρου, και όχι ένας συνήθης τραυματισμός από το χέρι τού αδελφού της, που θα μπορούσε, ως γιατρός, να τον αντιμετωπίσει:

                               “εις τού θανάτου τσι πληγές βοτάνια δε χωρούνε,
                                 μουδέ γιατροί γιατρεύουνε μουδ’ Άγιοι βοηθούνε».
        
             Το θανάσιμο κτύπημα και η μυστηριώδης αποπλανητική δύναμη τού Χάρου, με την οποία έλκει τους πάντες «εις θάνατον», σε κάποια δημοτικά τραγούδια δηλώνεται με «μήλο» που «πετάγεται» από τον Άδη[123]:

                             «Ποιος είν’ οπού το πέταξε το μήλο από τον Άδη;
                              κι εμάρανε ούλες τσι ξανθές κι ούλες τσι μαυρομάτες;» 

             Σε άλλο, πάλι, μοιρολόγι τής συλλογής Π. Βλαστού, με τίτλο: «Το μήνυμα τού θανάτου»[124], ο Θάνατος εμφανίζεται με αγγελιαφόρο του τον Χάρο να επιφέρει το «λάβωμα τού θανάτου» (όπου μηνά ο Θάνατος μαντάτο με το Χάρο), ενώ στο τραγούδι «Ο Χάρος και ο βοσκός»[125], ο Χάρος δηλώνει αόριστα στον βοσκό ότι έχει εντολή (παραγγελιά) να πάρει την ψυχή του, χωρίς, πάντως, και να κατονομάζει τον εντολοδότη του, που, προφανώς, και πάλι, θα πρέπει να εννοήσουμε- όπως και παραπάνω- τον Θάνατο:

                      «Κι εμένα παραγγείλανε να πάρω την ψυχή σου».

           Στο Μοιρολόγι, τέλος, της «Μάνας για το γιο τζη, που σκοτώθηκε στσ’ αγάπης του την πόρτα»[126], παρατηρούμε ότι το λάβωμα τού Χάρου γίνεται με μαχαίρι:

                     «Γιε μου, που σ’ ηύρ
’ ο  Χάροντας κι εμαχαιρόσφαξέ σε;»,

ενώ σε παραλλαγή τού ίδιου μοιρολογιού, που δημοσιεύει ο Π. Βλαστός[127], το λάβωμα τού Χάρου συντελείται με ένα μακρύ κοντάρι[128], εικόνα καθαρά μεσαιωνική.

                      «-Φωνή και κλάψιν άκουσα στση Μεσαράς τον κάμπο.
                       σε ποια μεριά τής Μεσαράς, σε ποια μεριά τού κάμπου;
                      -Εις το Τυμπάκιν το ’λεγε μια Σφακιανή κοπέλα
                       κι έκλαιγε τον υγιούκα τση κι έκλαιγε τον υγιό τση.
                       «Γιε μου! πού σ’ ηύρ’ ο θάνατος, με το μακρύ κοντάρι
                       κι αλύπητα το σήκωσε κι εις την καρδιά σου ’βάρη.
                       …………………………………………………
                       κι αν σ’ ηύρε εις την εκκλησά, να μην τη λειτουργήσω»,
                       «λειτούργα, μάνα, τσ’ εκκλησές και βούηθα τσι γειτόνους,
                       μα μένα ο Χάρος μ’ εύρηκε  στσ’ αγάπης μου την πόρτα»[129].


                                                   10. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μαζεύοντας σκόρπιες λέξεις και στίχους από τα πένθιμα ποιητικά αυτοσχεδιάσματα τού Κρητικού λαού, τα γνωστά και ως «μοιρολόγια» ή «Τραγούδια τού Χάρου», συνθέσαμε τη μελέτη μας αυτήν, που απηχεί και παρουσιάζει την εικόνα που ο απλός Κρητικός λαός έπλασε αυθόρμητα ανά τους αιώνες, προκειμένου να εκφράσει τις προαιώνια καταχωνιασμένες μέσα του επιθυμίες και τα τεράστια ερωτηματικά του γύρω από το μυστηριώδες, το χωρίς επιστροφή «ταξίδι», τον Χάρο και το βασίλειό του, αλλά και για να θρηνήσει και εκφράσει τον πόνο και την οδύνη του για τον χαμό των αγαπημένων του προσώπων. 

                                                    11. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγγελής 1966: Νίκος Αγγελής, Κρητικός Λαϊκός θρήνος, Μοιρολόγια και Μοιρολογήτρες, Αθήναι.
Alexiou 2002: Margaret Alexiou, O τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση, Αθήνα.
Αλεξίου- Μ. Αποσκίτη 1988: Στ. Αλεξίου- Μ. Αποσκίτη (επιμέλεια), ρωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1988.
                      Αναγνωστόπουλος 1984: Ιωάννης Σπ. Αναγνωστόπουλος, Ο θάνατος και ο Κάτω Κόσμος στη Δημοτική Ποίηση (εσχατολογία τής Δημοτικής ποίησης) (διδακτορική διατριβή), Αθήνα.
                      Ανδρούτσος 1907: Χρήστος Ανδρούτσος, Δογματική τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις.
                      Αποστολάκης 20102: Σταμάτης Α. Αποστολάκης, Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια τής Κρήτης, Χανιά.
                      Βλαστός 1850: Παύλος Βλαστός, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής ποιήσεως ποικίλης, τ. Α΄, 1850, 1211- 1276.
                   Βλαστός 1893: Παύλος Βλαστός, Ο γάμος εν Κρήτη,  Ήθη και έθιμα Κρητών, Εν Αθήναις 1893.
                   Γεωργιακάκης 1959: Ευάγγελος Ι. Γεωργιακάκης, «Ριζίτικα αθησαύριστα», Κρητική Εστία 81-82 (1959), 56.
                    Decharme χ.χ.: P. Decharme, Μυθολογία τής αρχαίας Ελλάδος (μετάφρ. Αλεξ. Μ. Καράλη), έκδ. Χρ. Γιοβάνη, Αθήναι χ.χ.
                    Δετοράκης 1976: Θεοχάρης Δετοράκης, Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια τής Κρήτης, Ηράκλειο.
                     jeannarakis 1876: Anton jeannarakis, Άσματα Κρητικά μετά διστίχων και παροιμιών, Leipzig.
                     Καραταράκης (Στεργιογιάννης) 1960: Γιάννης Καραταράκης (Στεργιογιάννης), Η θανή στην Κρήτη, Συνήθειες και παρατηρήματα, Ηράκλειο.
                      Ιωσηφίδου-Elles : Ιωσηφίδου, Πιπίνας- Δέσποινας, «Δημοτικό Τραγούδι, Τραγούδια- Μοιρολόγια τού Κάτω Κόσμου και τού Χάρου, Ιστορικά Άσματα, Τραγούδια ξενιτιάς»,  http://www.anagnostis.info/index.html
                       Κριάρης 1909: Αριστείδης Κριάρης, Κρητικά Δημοτικά Τραγούδια, εν Χανίοις.
                       Λιουδάκη 1941: Μ. Λιουδάκη, «Κρητικά τραγούδια», ΕΕΚΣ 4 (1941), 213- 235. 
                       Λουδοβίκος Ανωγείων 2002: Λουδοβίκος Ανωγείων, Ο έρωτας στην Κρήτη είναι μελαγχολικός, Θεσσαλονίκη.  
                       Παπαδογιάννης 1973: Μανώλης Παπαδογιάννης, «Ο Χάρος και ο Κάτω  Κόσμος στα Δημοτικά τραγούδια τής Κρήτης», Αμάλθεια, τόμ. 4,  τ. 15 (Απρ.- Ιούνιος 1973), Άγιος Νικόλαος- Κρήτης, 129- 139.
                        Πελαντάκης 1993: Θεόδωρος Στ. Πελαντάκης, «Ο Χάρος και ο Άδης στα Δημοτικά τραγούδια», Αναζητήσεις, τεύχ. 1 (1993), 25-34.
                        Πιτυκάκης 2001: Μανώλης Ι. Πιτυκάκης, Το γλωσσικό ιδίωμα τής ανατολικής   Κρήτης, Νεάπολη. 
                        Πολίτης 1965: Νικόλαος Πολίτης, Παροιμίαι, τ. Β΄.        
                        Τσουδερός 1976: Γιάννης Ευθ. Τσουδερός, Κρητικά Μοιρολόγια,   Αθήνα.
                         Χιλιαδάκης 1929: Στέλιος Ε. Χιλιαδάκης, Παραδόσεις τού ελληνικού   λαού για την Κάτω γη και το   Χάρο, τ. Α΄, Αθήνα 1929.















[1
[[1] 1]Οπότε υπάρχει ταύτιση των παραπομπών τού πρωτότυπου- χειρογράφου τού Βλαστού με τη εν λόγω φωτομηχανική ανατύπωσή του.
[2] Αναγνωστόπουλος 1984, 68. Decharme χ.χ., 483.
[3] Το όνομα Άδης στο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων εξέφραζε την οριστική αφάνεια τού υπόγειου κόσμου, στον οποίον, πράγματι, παραμένει περιορισμένος ο Άδης, θεός τερατώδης, πελώριος, στυγνός, αμείλιχτος, άκαμπτος σε κάθε ικεσία (Decharme χ.χ., 472 και 474). 
[4] Χιλιαδάκης 1929, 21.
[5] Αναγνωστόπουλος 1984, 72.
[6]  Παπαδογιάννης 1973, 137.
[7]  Τσουδερός 1976, 42.
[8] Πρόκειται για ευφημισμό τού Άδη (= διανομέας τού Πλούτου), γιατί παλιά ο Άδης νομιζόταν θεός τής γεωργικής αφθονίας. Πρόκειται για προσπάθεια τής ελευσίνιας λατρείας να διαλλάξει τις αρχαίες και φοβερές έννοιες των θεών τού θανάτου προς ιδέες περισσότερο ευχάριστες, ώστε ο Άδης να μην προκαλεί πάντοτε φόβο (P. Decharme χ.χ., 475).
[9] «Ανεβουλής μου» ([α]στερ.+ βουλή)= χωρίς τη θέλησή μου.
[10] Πβ., σχετικά, το μοιρολόγι «Παράκλησις εραστού προς τον Θάνατον» (Βλαστός 1850, 1269, αρ. 50), όπου ο εραστής «παρακαλεί» τον Θάνατο και «προσκυνά» τον Χάρο:
                                     «Ο Θάνατος εμήνυσε μαντάτο με τον Χάρο,
                                      ν’ αφήσω την αγάπη μου να τήνε πάρουν άλλοι,
                                      και τότε τού μηνώ κι εγώ με τον αμπασαδόρο,
                                     -Παρακαλώ σε, Θάνατε, και προσκυνώ σε Χάρε,
                                      για να μ’ αφήσεις να χαρώ κι εγώ δυο τρεις ημέρες».       
[11] Αναγνωστόπουλος 1984, 72.
[12] Πβ. Παπαδογιάννης 1973, 135- 136.
[13] Βλαστός 1850, 1273, αρ. 59.
[14] «Ο Χάρος και ο νιος», Βλαστός 1850, 1228, αρ. 7.
[15] Βλαστός 1850, 1234, αρ. 12.
[16] Ο όρος εφιάλτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα όνειρο, που προκαλεί μια δυνατή δυσάρεστη αισθηματική αντίδραση σε αυτόν που το βιώνει. Η αντίδραση, συνήθως, είναι φόβος ή τρόμος, προκαλεί ακόμα και αισθήματα πόνου, πνιγμού και θανάτου, ενώ, πολλές φορές, δημιουργεί και την αίσθηση ότι κάποιος πέφτει από μεγάλο υψόμετρο.
[17] Αποστολάκης 20102, 381, αρ. 638.
[18] Γυναίκα, δηλαδή, και μωρό παιδί. Αποστολάκης 20102, 385, αρ. 643.
[19] Βλαστός 1850,1260, αρ. 40.
[20] Βλαστός 1850, 1223, αρ. 1.
[21] Πβ. στον «Πρόλογο τού Χάρου» στην Ερωφίλη τού Χορτάτζη, στ. 9-10, όπου ο Χάρος διαλαλεί καυχόμενος:
                     «Εγώ ‘μαι εκείνος το λοιπό απ’ όλοι με μισούσι
                     και σκληροκάρδη και τυφλό κι άπονο με λαλούσι».
                                                                      (Αλεξίου-Μ. Αποσκίτη 1988)           
[22] Πολύ πετυχημένο και το ρήμα «τρυγήσει» για τον Χάρο, που σε πολλά μοιρολόγια αναφέρεται «κατά παρομοίωσιν» ως τρυγητής
[23] Σε παραλλαγή (jeannarakis 1876, σ. 147, αρ. 152):

                    «να διαγουμίσει τσι γεναίς και να διαλέξει τσ’ άντρες,
                    να πάρει τσ’ άντρες στσι καλούς τσι καστροπολεμάρχους
                    απού τα κάστρη πολεμούν; (τσ’ εχθρούς αποζυγώνουν)».

Αλλά και άλλη παραλλαγή στον ίδιο, σ. 143, αρ. 143:.
                   «να διαγουμίσει τσι γεναίς και να διαλέξει τσ’ άντρες,
                    να πάρει νιες σαν τσι μηλιές και νιους σαν κυπαρίσσια,     
                    να πάρει και τσι γέροντες, των περβολιώ τσι φράχτες,
                    να πάρει και μωρά παιδιά, βασιλικόν κλωνάρι».
[24] Βλαστός 1850, σ. 1223, αρ. 1
[25] Βλαστός 1850, 1234, αρ. 12.
[26] Πβ. την περίφημη νουβέλα ο «Δακτύλιος τού Πολυκράτους» ("Ἡροδότου Ιστορίαι", βιβλ. Γ', κεφ. 39-43) από την αρχαία Ελλάδα. Ο Άμασις (φαραώ τής Αιγύπτου), βλέποντας τη μεγάλη ευτυχία και εύνοια τής τύχης προς τον φίλο του Πολυκράτη, διέλυσε τη φιλία του μαζί του, πιστεύοντας ότι ένας τόσο ευνοημένος από τη τύχη άνθρωπος αναμφισβήτητα θα είχε πολύ άσχημο τέλος, διότι «το θείον είναι φθονερόν».
[27] Με το βασικό αυτό χαρακτηριστικό τού Χάρου [«πικρός» (με μτφρ. σημασία)] ορίζεται και μοιρολόγι: «Ο Πικροχάροντας και οι ανδρείοι» (Βλαστός 1850, 1242 αρ. 19)
[28] «Φιλονικία μεταξύ Χαρόντισσας, Χάροντα και τίνος νεογάμβρου» (Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9) και «Φιλονικία Χάρωνος μετά τής συζύγου του» (Βλαστός 1850, 1254, αρ. 35).
[29] Μαυλισά (από ρ. μαυλίζω)= εξαπάτηση, ξεγέλασμα, κολακεία.
[30] Βλαστός 18501264, αρ. 42
[31] Λουποθάνατος:  α΄ συνθ. το επίθ. λουπός= μουλωχτός, κρυφός, ύπουλος όπως ο λούπης (= σαρκοφάγο όρνιο, είδος γυπαετού, που παραμονεύει το θύμα του). Μτφρ., εδώ για τον Χάρο, που κρύβεται, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, για να θανατώσει το θύμα του.
[32] Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9.
[33] Εντυπωσιάζει και δημιουργεί πρόβλημα η προσαγόρευση, εδώ, του Χάρου με το επίθετο αυτό, ανάμεσα στα δύο άλλα με εξαιρετικά μυσαρή σημασία. Θεωρώ ότι, το πιθανότερο, πρόκειται για ευφημισμό, ενώ καθόλου δεν αποκλείουμε και την περίπτωση η λέξη να χρησιμοποιείται με κυριολεκτική σημασία, όπως συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους όταν ο θάνατος αποτελεί γι’ αυτούς απαλλαγή και λύτρωση από μια ζωή μαρτυρική και βασανισμένη. Πβ. εδώ το μοιρολόγι που λέει:
                                  «το Χάροντα παρακαλώ να πάρει την ψυχή μου,
                                     …………………………………………..
                                    να πλύνω τσι λαβωμαθιές απού ’χει το κορμί μου
                                    να σου μιλώ να μου μιλείς, να σου λιγαίνει ο πόνος»
(Σταμάτη Α. Αποστολάκη, Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια τής Κρήτης, Χανιά 20101, 386, αρ. 644),καθώς και το τραγούδι στο οποίο ο λαός επικαλείται τον Μιχαήλ αρχάγγελο, όπως και τον Χάρο, να έρθει να χτυπήσει τον άνθρωπο με το κοντάρι του, για να τον απαλλάξει από τα βάσανα τής ζωής:
                                «Ω Μιχαήλ αρχάγγελε, έλα με το κοντάρι
                                 και σπάραξέ μου το κορμί, να στο γνωρίζω χάρη».    
                   (Αναγνωστόπουλος 1984, 124). Επίσης, ο γέρος που βαρέθηκε τη ζωή του, λέγει συχνά: «Θέ μου και πάρε με να γλυτώσω» ή, πάλι, πολλές φορές ο άνθρωπος, πνιγμένος από τις αναποδιές τής ζωής, παρακαλεί τον Χάρο να τον πάρει και λέει: «Ε, μωρέ, χάρε, κι ήντα γίνηκες!» [Καραταράκης (Στεργιογιάννης) 1960, 23]. 
[34] Φαρμακομούρης είναι αυτός που έχει το πρόσωπό του δηλητηριασμένο, χλωμό.
[35] Βλαστός 1850, 1232, αρ. 11
[36]  Βλαστός 1850, 1269, αρ. 51.
[37]  Βλαστός 1850, 1241, αρ. 18.
[38]  Θεσσ. Α' ε΄, 2.
[39]  Βλαστός 18501251, αρ. 33.
[40] Μήπως, όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και στις αρχές τού 16ου αι. και με τον Ρεθύμνιο Ιωάννη Πικατόρο, ο οποίος (στο έργο του «Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην», 563 ομοιοκατάληκτοι στίχοι) ομολόγησε στον Χάρο ότι η περιέργειά του να δει πώς περνούν οι πεθαμένοι στον Άδη είναι που οδήγησε τα βήματά του μέχρις εκεί;
[41]                             «Στον πύρινο τον ποταμό, τση Τρίχας το γεφύρι,
                                  εκειά μαζώνουντ’ οι ψυχές κι εκειά ξεκαθαρίζου»
                  [Δετοράκης 1976, 117, αρ. 91 και Λιουδάκη 1941, 215].
Γεφύρι, δηλαδή, λεπτό σαν μια τρίχα, ανάμεσα ζωής και Άδη, που κουνιέται πολύ, ένα από τα πολλά εμπόδια που παρεμβαίνουν και καθιστούν αδύνατη την επιστροφή των νεκρών στη ζωή. Όποια ψυχή δεν μπορέσει να το περάσει πέφτει κάτω στον πύρινο ποταμό και χάνεται.
[42] Πβ. Α’ Πέτρου ε΄, 8 «ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τινα καταπιείν».
[43] Βέβαια, στις δύο αυτές κτητικές αντωνυμίες παρατηρείται κάποια ασάφεια ως προς το πρόσωπο- από τα αναφερθέντα παραπάνω από τον νέο- στο οποίο αναφέρονται. Η εκφορά, πάντως, «κι εις τον ανθό τση νιότης του τσι χρόνους του τελειώνω» με κάνει να πιστεύω ότι την αναφορά της έχει «στσι νιους τσι δροσερούς».
[44]  Βλαστός 18501248, αρ. 29.
[45]  Στον Γ. Τσουδερό (Τσουδερός 1976, 189) το μοιρολόι αυτό ολοκληρώνεται στον στ. 7 (εχώρισα κι αντρόυνα συνοροπαντρεμένα). Επίσης, στον Αντών. Γιανναράκη το ίδιο τραγούδι καταλήγει ως εξής:

                               «…..Χώρισα μάνες ‘πο παιδιά, παιδιά ‘πού τσι μανάδες,
                                 εχώρισα κι αντρόυνα πούσαν αγαπημένα».

      Μόνος ο Π. Βλαστός αποθησαυρίζει και αυτούς τους δύο τελευταίους στίχους με την παντελώς άγνωστη και δυσκολοερμήνευτη λέξη «αργιόβρωτους» (άνδρες), που τη διορθώνουμε σε «αργειόβρωτους» (από κρητ. ρ. αργειώ= βραδύνω + "βρωτός"= "φαγώσιμος", ρηματ. επίθ.< θέμ. βρω, του ρ. βιβρώσκω) και θεωρούμε ότι έχει την έννοια «άνδρες που βράδυνε ο Χάρος να τους πάρει». Πβ. στον Μ. Πιτυκάκη (Πιτυκάκης 2001, ίδιο λήμμα) επίθ. «αργειομοίρης», που, όμως, δεν το εξηγεί, αλλά απλά το παραθέτει μέσα σε στίχο δημοτ. τραγουδιού από την ανατολική Κρήτη:«Ως κι αν ήμουν αργειομοίρης, ήμουνε σκιας καλομοίρης» (αργειομοίρης= που καθυστέρησε, δηλαδή, να τού έρθει η τύχη).
[46] Ενώ, τόσο ο Κριάρης όσο και ο Γιανναράκης παραθέτουν και παραλλαγή τού ίδιου αυτού μοιρολογιού τού Βλαστού, με τον ίδιο τίτλο («Το τραγούδι τού Χάρο») και με την ίδια θεματική αυτήν τής καυχήσεως.
[47] Η βεβαιότητά μας επ’ αυτού ερείδεται στη διδασκαλία τής ορθόδοξης θεολογίας, όπου, επίσης, είναι αδύνατον για το κράτος τού Σατανά, λόγω, ακριβώς, της αλαζονείας του, να μετανοήσει και να επιστρέψει ποτέ στον Θεό. Κατά τη Δευτέρα τού Κυρίου Παρουσία θα καταλυθεί και οι δαίμονες θα απέλθουν στην αιώνια Κόλαση (Ανδρούτσος 1907, 128).
[48] Βλαστός 1850, 1266, αρ. 44.
[49] Στο επόμενο μοιρολόγι ο Χάρος φέρεται να «διαλέγει» για να τον πάρει τον Ανωγειανό Γιώργη τον Χαιρέτη. Τον συναντά και τον παρατηρεί:
                      «Γιώργη και δε με κάλεσες στο γάμο σου κουμπάρο»
κι ο Γιώργης τού απαντά:
                      «- Χάροντα δεν το πρόσεξα κουμπάρο να σε βάλω,
                       μακάρι να ’μαστε καλά σύντεκνο να σε κάμω.
                       -Δεν ήρθα, Γιώργη, εγώ ’πα σύντεκνος για κουμπάρος,
                        μόνο με πέμπει  ο Θεός τα νιάτα σου να πάρω».
                                                                     (Δετοράκης 1976, 167).
[50] Αναγνωστόπουλος 1984, 291- 92.
[51] Παραλλαγή τού παρόντος μοιρολογιού αναφέρει ο Αριστείδης Κριάρης με τον τίτλο«Πάλη Ζωής και Θανάτου» (Κριάρης 1909, 266).
[52] Βλαστός 1850σ. 1225, αρ. 5.
[53] Βλαστός 18501248, αρ. 29.
[54] Πανώρια (επίρρ. τροπ. από επίθ. πανώριος)= πολύ ωραία, όμορφα.
[55] Από ρ. προφασίζομαι= προβάλλω κάτι ως ψευδή δικαιολογία (π.χ. προφασίζομαι ασθένεια)..
[56] Βλαστός 18501258, αρ. 39.
[57] Σε άλλα μοιρολόγια ο Χάρος περνά από τοίχο περιβολιού [Θωρούν το Χάρο κι έστεκε σ’ τού περβολιού τον τοίχο («Η μαραμένη μηλιά», Βλαστός 1850, 1265, αρ. 43)].
[58] Βλαστός 18501264, αρ. 42.
[59] Σκλέτη, η (ουσ.)= το γένος, το τζάκι.
                            «Σαν είν’ από γενιά άνθρωπος κι από μεγάλη σκλέτη
                             ούλο το βιό σου ξόδιαζε και κάνε του ραέτι»
(Π. Βλαστού, στον Πολίτης 1965, 303 ). Ραέτι, το (τούρκ.)= φιλοδώρημα, κέρασμα, καλό φαγητό, φιλοξενία στο σπίτι συνήθως με φαγητό.
[60] Βλαστός 1850, 1253, αρ 34.
[61] Πβ. Παπαδογιάννης 1973, 135,
[62] «Ο σιδηρούς πύργος των Ανδρείων και ο Χάρος» (Βλαστός 18501232, αρ. 11).
[63] «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά τού Χάρωνος», Βλαστός 18501251, αρ. 33.
[64]  «Ο Χάρος ως πραματευτής», Βλαστός 1850 1253, αρ. 34.
[65] «Οι τρεις αντρειωμένοι από τον Άδη» (Βλαστός 18501243, αρ. 21), επίσης «Η κλειδωμένη καρδιά» (Βλαστός 18501245, αρ. 24) κ.λπ..
[66] Βλαστός 1850, 1247, αρ. 28.
[67] Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι την αναγγελία («αγγελική προκήρυξη») αυτήν κάνει «άστρο λαμπρό» από την Ανατολή, που, θεωρούμε ότι θα αφορά σε άγγελο καλό, σε άγγελο τού φωτός, όπως, εξάλλου, το αναγγέλλει και το τραγούδι και ανήκει στα ελάχιστα Κρητικά Μοιρολόγια στα οποία γίνεται μνεία χριστιανικών αναφορών και συμβόλων. Πβ. στον Βλαστό μοιρολόγια αυτής τής κατηγορίας τα: «Ο Παράδεισος» (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 15) [«να βγαινα στον Παράδεισο ομάδι με τσ’ άγγέλους»], «Το μεγάλο πεθύμιο» (Βλαστός 1850, 1247,αρ. 27) [Χριστέ μου! και να κάτεχα ποιο μήνα θ’ αποθάνω], Ο Άδης (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 16) και όμοιον με το προηγούμενο (Βλαστός 1850, 1241, αρ. 17):

                                «Στον ουρανό χορεύγουνε, στον Άδη γάμο κάνουν,
                                 κι επέψαν κι εκαλέσανε ούλους τσι πρικαμένους,
                                 Χριστέ! κι ας με καλιούσανε κι εμέ τον πρικαμένο…».   

[68] Βλαστός 1850, 1269, αρ. 51.
[69] Από το σημείο αυτό φαίνεται ότι ο πεθαμένος υφίσταται, κατ’ αντιστοιχία τού ζωντανού, αναγνωρίσιμος από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, από την κοινωνική του θέση και τις συνήθειές του.
[70] Ο πόνος τού θανάτου δεν αφήνει ασυγκίνητα ούτε αυτά τα άψυχα στοιχεία τής φύσης.
[71]  Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.
[72] Αναγνωστόπουλος 1984, 96- 97.
[73] Πβ., εδώ, και τη βιβλική φράση «υιός τού Θανάτου» (Α΄ Βασ. κ΄, 31 και Β΄ Βασ. ιβ΄, 5).
[74] Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9.
[75] Δηλαδή, χθες το πρωί.
[76] Πόρτα= σπίτι (το μέρος αντί τού όλου).
[77] Βλαστός 1850, 1273, αρ. 58. Πβ. και Τσουδερός 1976, 190.
[78]  Βλαστός 1850, 1248, αρ. 30 και 1254, αρ. 35.
[79]                    «Οψές ταχιάς επαίρνουμε σ’ τού Χάροντα την πόρτα,
                          κι εγροίκουνε τη Χάραινα κι εμάλωνε το Χάρο…»
         «Φιλονικία Χάρωνος μετά τής συζύγου του», Βλαστός 1850 1254, αρ. 35.
[80] Αναγνωστόπουλος 1984, 96.
[81] Βλαστός 1850, 1248, αρ. 30 και 1254, αρ. 35 (όπου ονομάζεται με το ανδρων. Χάραινα).
[82] «Άγγουρος» μτφρ. σημαίνει τον έφηβο, τον γιομάτο σφρίγος και ζωντάνια νέο.
[83] Βλαστός 1850, 1230, αρ. 9.
[84] Βλ. και παραπάνω (σελ. 16) το μοιρολόγι: «Ο Χάρος και η μάνα του» (Βλαστός 1850 1273, αρ. 58):        
                     
                                    Μην πάρεις μάνες με παιδιά κι αδέρφια μ’ αδερφάδες
                                    Μηδέ και πρώτ’ αντρόγυνα, πρωτοστεφανωμένα».

[85] Βλαστός 1850, 1246, αρ. 25.
[86] Πβ. και Τσουδερός 1976, 190
[87] Ροζοναρίζω< ιταλ.rogionare= συνομιλώ, κουβεντιάζω.
[88] Γροικώ αντί μυρίζομαι (κρητ. ιδιωμ.). Πβ. το γνωστό παραμύθι τού L. Bechstein, «Ο Κοντορεβιθούλης», όπου κι εδώ η καλή και συμπονετική γυναίκα προστατεύει τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του από τον ανθρωποφάγο δράκοντα, που μόλις κατέφθασε στο σπίτι του «μυρίζω ανθρώπινο κρέας» φώναξε απευθυνόμενος στη γυναίκα του.  
[89] Σε παραλλαγή τού ίδιου μοιρολογιού, υπό τον τίτλο: «Η απόκρυψις νέου», ο Αριστ. Κριάρης τον ίδιο στίχο τον έχει ως εξής:

                  «Ανθρώπου μυρωδιά δροικώ γη πούρι (= μήπως) φαίνεταί μου;»

[90] Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.
[91] Βλαστός 1850, 1242, αρ. 20.
[92] Παπαδογιάννης 1973, 137.
[93] Βλαστός 18501251, αρ. 33.
[94] Σε παρόμοιο μοιρολόγι [Μήνυμα Νέου από τον Άδη (Βλαστός 1850, 1225, αρ. 4)] ο δημοτικός τραγουδιστής βάζει τον Νέο από τον Άδη να λέγει συμπληρωματικά στα παραπάνω:

                                   «Γιατ’ επά που ’μεσταν εμείς, στενά μάς είν’ ο τόπος.
                                    Δεν έχ’ ο άδης καπηλιά μηδέ και χαροκόπους,
                                     μηδέ χαρά οι γέροντες μηδ’ έρωτα η νιότη». 

     Η φράση τού μοιρολογιού «στενός μάς είν’ ο τόπος» είναι, κατά τον Γ. Τσουδερό, ένα καθαρά κρητικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα τού ορεσίβιου κρητικού, που σαν περήφανος αετός βιγλίζει τον κόσμο ολόγυρά του από τις πιο ψηλές βιγλοκορφές των Μαδάρων και τού Ψηλορείτη και χαίρεται να βλέπει κάτω από τα πόδια του ηλιόλουστο το νησί του (Τσουδερός 1976, 162).                          
[95] «Η ματαιότης», Βλαστός 1850, 1246, αρ. 26. Πβ. και παραλλαγή αυτού τού ίδιου μοιρολογιού στον Αντ. Γιανναράκη:

                        «Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ, τη γης κι αναστενάζω,
                         πώς θα με βάλουνε στη γης, στ’ aραχνιασμένο Nάδη
                         κι εκεί θενά πρεμαζωχτούν τού Άδη τα σκουλήκια
                         να φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
                         να φάνε και τη γλώσσα μου, την αηδονολαλούσα»
                                                                      Jeannarakis 1876, 142. αρ. 141.
[96] Αποστολάκης 20102, 371.
[97] Παπαδογιάννης 1973, 139.
[98] Με το γνωστό καταχθόνιο δικαστήριο τού Άδη, που συγκροτούνταν από τους περιφανείς για την ευσέβειά τους δικαστές Μίνω (τον Κρήτα), Ραδάμανθυ και Αιακό. Οι εν λόγω δικαστές απέδιδαν τη δικαιοσύνη στους νεκρούς, που οδηγούνταν, στη συνέχεια, είτε στα Τάρταρα, τον τόπο τής αιώνιας καταδίκης, είτε στα Ηλύσια Πεδία και στα Νησιά των Μακάρων, τον τόπο τής αιώνιας ευδαιμονίας και μακαριότητας, τελικό προορισμό τής ψυχής των ηρώων και των ενάρετων.
[99] Απ’ όπου, εδώ, στον Κρήτη, ακούγεται και ως Τάρταρης ο Χάρος. Πβ. την κρητική μαντινάδα:
                                 Ο άθρωπος ορέγεται, άθρωπο να σκοτώνει
                               “πειδή θαρρεί πως ετσεδά τού Τάρταρη γλιτώνει.
                                       Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)
[100]   Γεωργιακάκης 1959, 56 και στον Αποστολάκης 20102391, αρ. 659.
[101] «Οι τρεις αντρειωμένοι από τον Άδη» (Βλαστός 18501243, αρ. 21), επίσης «Η κλειδωμένη καρδιά» (Βλαστός 18501245, αρ. 24) κ.λπ..
[102] Η ιδέα τής αιώνιας κάθειρξης τού θανάτου και κατά την αρχαιότητα εκφραζόταν τόσον από το γεγονός ότι οι μεγάλες πύλες τού Άδη διέμεναν αδυσώπητα κλεισμένες για τους «άπαξ εισελθόντας εις αυτόν», αλλά και από τον Κέρβερο, τον γνωστό σκύλο φύλακα που επαγρυπνούσε μονίμως στην είσοδο τού Άδη (Decharme χ.χ., 494- 497).
[103] Πολίτης 1965, σ. 612, αρ. 982.
[104] Βλαστός 1850, 1242, αρ. 20. Πβ. και την παραλλαγή αυτού τού ίδιου μοιρολογιού «Ο γονεύς μετά θάνατον» (Βλαστός 1850, 1270, αρ. 53)
[105] Να θυμηθούμε, βέβαια, στο σημείο αυτό, τον γνωστό μύθο του Περσέα, όπου ο Δίας γονιμοποίησε τη Δανάη και γέννησε τον Περσέα, διεισδύοντας ως «χρυσή βροχή» από μια χαραμάδα τής στέγης, στο υπόγειο δωμάτιο με τους χάλκινους τοίχους, όπου ο πατέρας της, ο βασιλιάς του Άργους, Ακρίσιος, την είχε φυλακίσει, φοβούμενος τον χρησμό ότι μια μέρα θα τον σκότωνε ο γιος που θα γεννιόταν από αυτήν.
[106] Βλαστός 1850, 1242, αρ. 19.
[107] Βλαστός 1850, 1234, αρ. 12.
[108]  Βλαστός 1850, 1273, αρ. 59.
[109] Βλαστός 1850, σ. 1225, αρ. 5, αλλά και σε πολλά άλλα μοιρολόγια (βλ. Βλαστός 1850, 1228, αρ. 7 και 1251, αρ. 33 και 1255, αρ. 37)
[110]  Βλαστός 1850, 1226, αρ. 6.
[111] Jeannarakis 1876, ό,π, (σημ. 3), σ. 142, αρ.142, πβ. και Κριάρης 1909, 36, αρ. 37.
[112] Εδώ, προφανώς, υποκρύπτεται η περίπτωση ανάνηψης από την ασθένεια τού μελλοθάνατου, πράγμα που δυσαρεστεί τον Χάρο..
[113] Βλαστός 1850, 1229, αρ. 8. Βλ. και Βλαστός 18501274, αρ. 60
[114] Όλα αυτά τα τραγούδια πάλης τού Χάρου με νέο, κάτω από διαφορετικούς τίτλους, επτά στον αριθμό, υπό τα νούμερα 5- 11 (σελ. 1225- 1232) στη συλλογή τού Π. Βλαστού, υπαινίσσονται «τα τού ενδόξου Νικηφόρου άθλα και την δολοφονία αυτού εν τω πύργω τού βασιλείου του και την ηρωικήν αυτού πάλην μετά τού Χάρωνος» και είναι, όπως σημειώνει ο Π. Βλαστός, λείψανα τραγουδιών τής εποχής τού Νικηφόρου Φωκά [βλ. Βλαστός 1850, 1236 (υποσ.)]
[115] Βλαστός 18501255, αρ. 36.
[116] Βλαστός 18501231, αρ. 10 και 1273, αρ. 59.
[117] Βλαστός 1850, 1251, αρ. 33.
[118] Βλαστός 1850, 1225, αρ. 5 και 1226, αρ 6 και 1228, αρ. 7 και 1255, 36 και 1255, 37 και 1274, 60.
[119] Βλαστός 18501273, αρ. 59 και 1231, αρ. 10.
[120] Βλαστός 1850, 1244, αρ. 23.
[121] Βλαστός 1850, 1234, αρ. 12.
[122] Τσουδερός 1976, 108, αρ. 11.
[123] Πβ., εδώ, το «μήλο» τής γνώσης τού Καλού και τού Κακού, με το οποίο ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα κι εκείνη τον Αδάμ στον Κήπο τού Παραδείσου και με το οποίο εισχώρησε στο ανθρώπινο γένος ο θάνατος, επίσης το «μήλον τής έριδος», την αιτία τού Τρωικού Πολέμου, που έσυρε στον Άδη χιλιάδες ανδρείες ψυχές, αλλά και το μήλο με το οποίο η κακιά μάγισσα τού παραμυθιού δελεάζει προς θάνατον τη «Χιονάτη», στο γνωστό κλασικό παραμύθι: «Η Χιονάτη και η οι επτά  νάνοι».
[124] Βλαστός 1850, 1239, αρ. 13.
[125] Βλαστός 18501229, αρ. 8.
[126] Τσουδερός 1976, 90,
[127] Π. Βλαστού, Ο γάμος εν Κρήτη, 1893, σελ. 24.
[128] Βλ. και σελ. 21 παρούσας μελέτης μας.
[129] Εντυπωσιάζει στην παραλλαγή αυτήν τού Π. Βλαστού ότι το χιαστό σχήμα- με το οποίο απαντά ο γιός στα απανωτά ερωτήματα τής μάνας για το πού τον βρήκε ο θάνατος (στον Βλαστό), Χάρος (στον Τσουδερό)- αναφέρεται και στους γειτόνους (βούηθα τσι γειτόνους), στους οποίους, όμως, πιο πριν, η μάνα δεν είχε αναφερθεί (ενώ αναφέρονται στην παραλλαγή τού Τσουδερού, απ’ όπου, λοιπόν, φαίνεται η παραλλαγή τού Βλαστού να αντλεί θεματικά).
(Το χιαστό σχήμα εντοπίζει ο Τσουδερός [ό.π. (σημ. 124), 90] στον τρόπο που απαντά ο γιος . πρώτα, δηλαδή, στην τελευταία δήλωση τής μάνας του, έπειτα στην προτελευταία και τελευταία στην πρώτη).