ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ



                    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ

«Χριστός γεννάται σήμερον
Δεύτε και ημείς υμνήσωμεν μετά των Αγγέλων,
γονυπετήσωμεν μετά των ποιμένων,
οδοιπορήσωμεν μετά των μάγων.
Ευπρεπίσωμεν την καρδίαν εις φάτνην
Τού Νέου Παιδίου, τού προ αιώνων Θεού,
Τού κλίναντος τους Ουρανούς
εν τη ενανθρωπήσει αυτού».


Αγαπητοί φίλοι,
Ευχόμαστε σε όλους και στον καθένα σας χωριστά
προσωπική και οικογενειακή
υγεία, ευτυχία και χαρά,
το δε Νέο Έτος 2015
ευτυχισμένο και δημιουργικό.

ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ - 370 ΜΝΗΜΕΙΑΚΑ ΚΕΝΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ



ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ


370 ΜΝΗΜΕΙΑΚΑ ΚΕΝΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
[Εκδόση: Συλλόγου Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου, Εκτύπωση: Γραφοτεχνικής Κρήτης Α.Ε.Ε., Ρέθυμνο 2014, σχ. 8ο (23,5Χ16), σσ. 313]

                 ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                         http://ret-anadromes.blogspot.com

Ο φίλος Σχολικός Σύμβουλος κ. Χάρης Στρατιδάκης είναι γνωστός στην πόλη μας από το πλήθος των μελετών και των δεκάδων βιβλίων του, που αναφέρονται σε θέματα παιδαγωγικά, λαογραφικά και, κυρίως, Τοπικής Ιστορίας. Άνθρωπος με βαθιά γνώση τού τόπου και τού αντικειμένου ήδη από το έτος 1985, όταν άρχισε, το πρώτον, να συγγράφει, με τη σύζυγό του Αλκμήνη Μαλαγάρη, τον κλασικό, πλέον, για το Ρέθυμνο, «Οδηγό για την πόλη και τα περίχωρα», συνεχίζει και σήμερα το σημαντικό έργο του με μελέτες «ειδικότερες» για το Ρέθυμνο και την ιστορία του, όπως, για παράδειγμα, το προηγούμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Ρέθυμνο και Θάλασσα, Μια ιστορική σχέση». Στο ίδιο μήκος κινείται, θεωρώ, και η συνέχειά του, το παρόν βιβλίο, που υπεισέρχεται, πλέον, βαθύτερα, και στα ηπειρωτικά τής πόλης μας και του νομού μας και είδε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας με τον ηχηρό και βαρύγδουπο τίτλο: «370 Μνημειακά Κενά στην ιστορική Τοπογραφία τού Ρεθύμνου».
Το βιβλίο αυτό αποτελεί προσπάθεια ουσιαστικής ανάδειξης και παρότρυνσης προς σωτηρία τού εναπομένοντος μνημειακού πλούτου τού τόπου μας, επιχειρώντας μίαν, οπωσδήποτε, πραγματική και ενδιαφέρουσα «αποκάλυψη» των μνημείων τού Ρεθύμνου που δεν είχαν την τύχη να επιζήσουν και, κάποια, μάλιστα, από αυτά, και να αφήσουν, έστω, ορισμένα ίχνη τής ιστορικής παρουσίας τους στον τόπο μας. Με την εκτενή παράθεση στοιχείων τεκμηρίωσης και πλούσιου εικονογραφικού υλικού για τριακόσια εβδομήντα μνημεία τού παλιού Ρεθύμνου, το βιβλίο αυτό συμβάλλει ουσιαστικά σε μια βαθύτερη, αφενός, γνωριμία των Ρεθυμνιωτών με τον τόπο τους και στην ευαισθητοποίησή τους, αφετέρου, στο σοβαρό θέμα τής προστασίας των μνημείων και της αποτροπής φαινομένων καταστροφής αυτών, που συνεχίζουν να παρατηρούνται και στις μέρες μας με αμείωτο, δυστυχώς, ρυθμό, είτε από απροσεξία, είτε από ασυγχώρητη άγνοια τής ιστορίας τού μνημείου και του τόπου γενικότερα.
Το βιβλίο αναφέρεται, βασικά, στα κατεστραμμένα μνημεία τής παλιάς πόλης τού Ρεθύμνου, επεκτείνεται, σε μικρότερο βαθμό, και σε εκείνα τής νέας (που έχει σήμερα εκταθεί από τα Μισίρια και τον Πλατανιά, ανατολικά, μέχρι και το Ατσιπόπουλο, στις δυτικές παρυφές τής πόλης τού Ρεθύμνου), ενώ «πιάνει», ακροθιγώς, και κάποιες καταστροφές μνημείων τής ρεθυμνιώτικης υπαίθρου, χωρίς να παραλείπει- προς διευκόλυνση, όταν χρειάζεται, μιας «εκ παραλλήλου» μελέτης- και ορισμένα μνημεία άλλων περιοχών τής Κρήτης.
Ο συγγραφέας επισημαίνει εξ αρχής ότι το βιβλίο του έχει ως θέμα του τις καταστροφές και όχι τις μετατροπές χρήσης των μνημείων- που είναι λογικό να συνέβαιναν τόσο κατά το παρελθόν όσο και στο παρόν- και τούτο εφόσον συνέχιζαν και μετά την εξαλλαγή τής χρήσης τους να σέβονται και να συντηρούν και διατηρούν την αρχιτεκτονική, το «στιλ» και τη στατικότητα τού μνημείου. Αυτό που «πονάει» και προβληματίζει στην περίπτωση αυτήν είναι οι καταστροφές είτε εκ των λόγων που σημειώσαμε αμέσως παραπάνω (άγνοιας και αναιτιολόγητης απροσεξίας) είτε προς  εξυπηρέτηση κάποιων μικροσυμφερόντων και στο πνεύμα μιας ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης του χώρου που τα μνημεία αυτά καταλαμβάνουν.
 Αρχικά μού δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι από το βιβλίο αυτό επιβαλλόταν μια προσπάθεια χαρακτηρισμού τού κάθε «παλιού» ως «μνημείου», που, όμως, στη συνέχεια, την αναίρεσα με κάποιες διασαφήσεις τού συγγραφέα, όπως αυτήν τής σελίδας 15, όπου, επί λέξει, σημειώνεται ότι «το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται σε «μικροκαταστροφές», οι οποίες αν συνέβαιναν αλλού θα μπορούσαν να αποτιμηθούν ως μεγαλύτερες, όπως για παράδειγμα τής παραγκούπολης μεταπολεμικά στο νοτιοδυτικό μέρος τού Δημοτικού Οικοπέδου (χώρου στάθμευσης σήμερα), που κατεδαφίστηκε το έτος 1957 και αποτελούσε ένα μνημείο τής κατοχικής και μετακατοχικής ένδειας». Γιατί, πραγματικά, όλοι εμείς, οι κάποιας ηλικίας, που το διατηρούμε στη μνήμη μας, το… «μνημείο» αυτό δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτε άλλο από μια «βρομιά» σκουριασμένων λαμαρινών στο κέντρο τής πόλης τού Ρεθύμνου. Θα πρέπει, γι’ αυτό, φρονούμε, να γίνει διαχωρισμός των πραγματικών μνημείων τέχνης και πολιτισμού, ώστε η προσπάθειά μας για τη διάσωσή τους να αξίζει πραγματικά και να είναι καθολική, σύντονη και δυναμική.
 Το βιβλίο αποτελεί υπόδειγμα δομής, πλούτου, ποιότητας και πληρότητας περιεχομένου. δεν είναι ένας απλός «κατάλογος» των χαμένων μνημείων τού Ρεθύμνου, αλλά συνοδεύεται και από κεφάλαια σημαντικά για την έννοια τού μνημείου και την ιστορική του εξέλιξη, για τις καταστροφές των μνημείων στην ύπαιθρο τού Ρεθύμνου και στην Κρήτη γενικότερα, καθώς και από «Χρονολόγια» μεγάλων καταστροφών μνημείων τής ρεθεμνιώτικης υπαίθρου και της Κρήτης γενικότερα, όπως και από «Χρονολόγια» φυσικών καταστροφών τού Ρεθύμνου. Δεν αποφεύγει, τέλος, να αφιερώσει ειδικό κεφάλαιο και για τις ανθρωπογενείς καταστροφές στο Ρέθυμνο (από εμπόλεμες, κυρίως, καταστάσεις), ένα τεράστιο διαχρονικό πρόβλημα των λαών τής ανθρωπότητας και των πολιτισμών τής υφηλίου. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό- μια που μιλάμε για τη σωτηρία και διάσωση των μνημείων και του πολιτισμού τού οποίου αυτά είναι φορείς- δεν μπορώ λέγω να μην υπενθυμίσω, όλως παρενθετικά, στο κεφάλαιο αυτό των εμπόλεμων καταστροφών την αποτρόπαιη καταστροφή που συντελέστηκε στο μεγαλύτερο μνημείο που έχει να επιδείξει η πολιτισμένη  ανθρωπότητα, στην Ακρόπολη των Αθηνών και μάλιστα από στρατό που ήθελε να ονομάζεται χριστιανικός και πολιστισμένος, αυτόν του στόλαρχου των ενετικών ναυτικών δυνάμεων Φραντσέσκο Μοροζίνη. Και το χειρότερο όλων, που, όπως αναφέρουν κάποιες πηγές, ο κρότος των τινασσομένων Ιερών Μαρμάρων τού Παρθενώνα και ή κόλαση τής καταστροφής που συνέβαινε στην Ακρόπολη στα μάτια των στρατιωτών τού Μοροζίνη γέννησε τόσον ενθουσιασμό μεταξύ τους, ώστε αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν για το ανέλπιδο…. κατόρθωμα τους, φωνάζοντας: "Ζήτω ή δημοκρατία μας»!
 Το βιβλίο τού κ. Στρατιδάκη αναφέρεται, περαιτέρω, και στις απώλειες Γραπτών Μνημείων- μιαν άλλη παράμετρο τής έννοιας τού μνημείου- που, όμως, ουσιαστικά, αυτή η τελευταία, δεν αφορά στο σκοπούμενο και στις επιδιώξεις τού παρουσιαζόμενου βιβλίου. Τελευταίο κεφάλαιο, όχι μικρής, πάντως, σημασίας, αποτελεί και αυτό με τον τίτλο: «Απομνημειοποιήσεις», που αναφέρεται στις κακοποιήσεις και παραποιήσεις μνημείων, που συντελούν στην αφαίρεση χαρακτηριστικών στοιχείων που τόνιζαν, πριν, τον μνημειακό τους χαρακτήρα και στο σημείο αυτό ανήκουν και οι συχνότατες αλλαγές ονομάτων, κάτι που και εμείς επανειλημμένα το έχουμε επαναλάβει στις τοπωνυμικές έρευνές μας ότι με τις αλλαγές, συνήθως, τοπωνυμίων περιφρονείται και αλλοιώνεται σοβαρά ένα μέρος τής Τοπικής μας Ιστορίας, τα δε συνδεόμενα προς αυτά τα τοπωνύμια ιστορικά ζητήματα αγνοούνται και παραμερίζονται παντελώς.
 το τέλος, πολύ χρήσιμα καθίστανται το «Παράρτημα» με τα Χαμένα κατά ιστορικές περιόδους Μνημεία και τα λεπτομερέστατα «Ευρετήρια».  
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο συγγραφέα και συντελεστή τού λαμπρού αυτού επιτεύγματος Χάρη Στρατιδάκη. Πρόκειται, τωόντι, για ένα έργο σημαντικό, απόρροια των συστηματικών ερευνών τού συγγραφέα στον χώρο τής Κρητολογίας και όχι μόνον. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στον τόπο είναι, νομίζουμε, αυτή που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα τής ψυχής του και ενθαρρύνει την ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης τού καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και καταξίωση ενός τόπου.   
   

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ - Τ Ο Α Τ Σ Ι Π Ο Π Ο Υ Λ Ο





ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ

Τ Ο   Α Τ Σ Ι Π Ο Π Ο Υ Λ Ο
 Ιστορία Οικονομία, Πολιτισμός
[Έκδοση «Γραφοτεχνικής Κρήτης», Ρέθυμνο 2014, σχ. 4ο (28 Χ 21), σσ. 448]

            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

            www.ret-anadromes.blogspot.com

        Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον τόπο την καταγραφή τής ιστορίας τού κάθε χωριού χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι κάθε φορά άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη πάνω από τα χωριά μας, μικρά και μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση τής ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες τής λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό ερωτικής αγάπης και βαθιάς νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων τού τόπου καταγωγής.
         Και ως τέτοιο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε και το βιβλίο «Το Ατσιπόπουλο, Ιστορία Οικονομία, Πολιτισμός» τού κ. Γεωργίου Εμμ. Περπιράκη, που παρουσιάζουμε σήμερα με το παρόν σημείωμά μας, γιατί πληροί, νομίζουμε, όλα τα στοιχεία τής παρόρμησης αυτής, του πόθου και της αγαπητικής προς τον τόπο προσκόλλησης, στον οποίο ο συγγραφέας γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα με την οικογένειά του. Και στη εργασία του αυτήν, που, εμφανώς, έγινε με πολύ κέφι και μεράκι, συνεισέφεραν εθελοντικά (με πληροφορίες και παροχή αρχειακού υλικού και φωτογραφιών) πολλοί κάτοικοι τού χωριού, άνδρες και γυναίκες, αλλά και εξέχοντες Ατσιπουλιανοί, που κοινό παρονομαστή έχουν, όλοι τους, την αδιαμφισβήτητη προς το χωριό τους αγάπη.
Έτσι, θεωρούμε εξαιρετικά κατατοπιστικό, ουσιώδες και περιεκτικό το «προλογικό» στην ιστορία τού Ατσιπόπουλου, σημείωμα από τον Ατσιπουλιανό δρα. κ. Ελευθέριο Σκανδάλη, ένα κόσμημα λόγου, που εμπνέεται από αγνή για τον τόπο και την πατρίδα, γενικότερα, αγάπη. Του κ. Σκανδάλη, επίσης, οι καίριες- καθ’ ομολογία τού ίδιου τού συγγραφέα- υποδείξεις και πληροφορίες βοήθησαν σημαντικά στη συγγραφή τού όλου πονήματος. Παρόμοια, καίρια και καταλυτική υπήρξε η συμβολή και των Ατσιπουλιανών στρατηγού κ. Νικολάου Σαμψών και καθηγητή κ. Στάθη Γαγάνη, που, χωρίς τη βοήθεια και το πάθος τού πρώτου για το Ατσιπόπουλο, το βιβλίο αυτό- σημειώνει κατηγορηματικά ο συγγραφέας- δεν θα γνώριζε το φως τής δημοσιότητας, ενώ η βοήθεια τού δευτέρου στην έρευνα και φωτογράφηση των αρχειακών πηγών, καθώς και σε όλα τα στάδια, γενικότερα, εκτύπωσης τού βιβλίου υπήρξε πλήρης και διεξοδική.    
Στο βιβλίο, έργο ωριμότητας τού συγγραφέα, το μεγαλύτερο βάρος «ρίπτεται» στην ιστορική τού χωριού παρουσία στον χρόνο, για την οποία χρόνια, τώρα, ο συγγραφέας συγκέντρωνε στοιχεία και διατηρούσε άσβηστες στο μυαλό του τις παιδικές αναμνήσεις. Η ιστορία τού χωριού εξιχνιάζεται και ιχνηλατείται λεπτομερώς και κατά μήκος όλων των ιστορικών περιόδων που παρουσιάζουν ιστορικά ντοκουμέντα και αυτές είναι, βέβαια, κυρίως η Βενετοκρατία (1211- 1669) [χρήσιμες εδώ οι νοταριακές πράξεις ποικίλων δικαιοπραξιών κατοίκων τής περιοχής από τις γνωστές εκδόσεις των Ενετών νοταρίων τού φίλου ιστορικού Γιάννη Γρυντάκη], η Τουρκοκρατία (1669- 1898) με δημοσίευση και εδώ όλων των αφορώντων στο «βασιλικό χωριό Ατσιπόπουλο» από τα Έγγραφα των Ιεροδικείων Ηρακλείου και Ρεθύμνου, ενώ χρήσιμοι, στην περίοδο αυτήν, αποδεικνύονται στον συγγραφέα και οι Πίνακες που αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τού χωριού από το Οθωμανικό Κτηματολόγιο των Eυαγγ. Μπαλτά και Μ. Oguz. Στην περίοδο αυτήν, να σημειωθεί, γίνεται ειδική αναφορά και στο ιστορικό λάβαρο τού Ατσιπόπουλου τής επανάστασης τού 1821.
Χαρακτηριστική, στο κεφάλαιο αυτό, η μέθοδος καταγραφής τής Ιστορίας από τον κ. Περπιράκη. δίνει, δηλαδή, ως βάση, το συνολικό ιστορικό πλαίσιο τής κάθε ιστορικής περιόδου- συχνά, μάλιστα, πολύ αναλυτικά- και, στη συνέχεια, «εστιάζει»- θα έλεγα «βιωματικά»- στα γεγονότα που αφορούν ειδικότερα στο Ατσιπόπουλο, με αποτέλεσμα το βιβλίο να καθίσταται ένα ενδιαφέρον εγχειρίδιο Κρητικής Ιστορίας γενικότερα, μέσα από μια αλληλοσυμπληρούμενη Γενικής και Τοπικής ιστορίας γραφή. Γενικό συμπέρασμα από την ανάγνωση των εν λόγω σελίδων τού βιβλίου η αντικειμενικότητα, αφενός, με την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει τα γεγονότα, αμφίπλευρα, τις βαρβαρότητες και τις ωμότητες τού εκάστοτε κατακτητή γυμνές και πεντακάθαρες, αλλά και ο φλογερός, αφετέρου, πατριωτισμός που διακατείχε πάντοτε, σε κάθε εποχή, τους Ατσιπουλιανούς και η πλούσια συνεισφορά τους σε αίμα και έμψυχο υλικό σε όλους ανεξαιρέτως τους εθνικούς απελευθερωτικούς και αμυντικούς αγώνες.
Ειδικότερα κεφάλαια τής ιστορικής ανασκόπησης- με ειδικό βάρος τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον τόπο- είναι τα σχετικά με την Κρητική Πολιτεία (1898- 1913), τη ρωσική κατοχή, την επανάσταση τού Θερίσου (20/3/1905) και τη Μάχη τού Ατσιπόπουλου (1/8/1905), καθώς και τα αναφερόμενα στις ιδιαζόντως στενές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Ατσιπόπουλου. Ειδικό, επίσης, ενδιαφέρον διακρίνουμε, περαιτέρω, και στα κεφάλαια τα σχετικά με τα Νεότερα Χρόνια (1913 μέχρι σήμερα) της ελευθερίας τής Μεγαλονήσου, όπου τα υπάρχοντα στοιχεία (έγγραφα που απεικονίζουν τη γενναιόδωρη Ατσιπουλιανών οπλαρχηγών και εθελοντικών Ομάδων δράση στους Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασία, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο τού 1940 και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) προσκομίζουν και αρθρώνουν επαρκή και αξιομνημόνευτο ιστορικό λόγο. Τα έγγραφα και την έρευνα τού συγγραφέα στον χώρο αυτόν επεξηγούν και συμπληρώνουν αποτελεσματικά δεκάδες φωτογραφίες πολεμιστών και οπλαρχηγών, που ανασταίνουν μέσα μας μορφές ξεθωριασμένες από τον χρόνο και συντηρούν στη θύμηση μνήμες συγκινητικές από τον χώρο των απελευθερωτικών τού Έθνους αγώνων.      
Στο βιβλίο, επίσης, μελετώνται επιμελώς και θέματα απτόμενα τού πολιτισμικού χάρτη τού χωριού, του φυσικού περιβάλλοντος και των βασικών γεωργικών προϊόντων (χαρουπιών και βελανιδιών), της τοπικής αυτοδιοίκησης (διατελέσαντες πρόεδροι κ.λπ) και της τοπικής εκκλησίας (ναοί και εφημέριοι, θεσμός πατριαρχικής εξαρχίας), της εκπαίδευσης στο Ατσιπόπουλο σε όλες τής ιστορικές περιόδους (διατελέσαντες δάσκαλοι), της μετανάστευσης, των Συλλόγων και των Σωματείων που ιδρύθηκαν στο χωριό (Σκοπευτικός, Πολιτιστικός Σύλλογος, Ποδοσφαιρικός και Αθλητικός Όμιλος), των ατσιπουλιανών αθλητών, επαγγελματιών και επιχειρηματιών τού Ρεθύμνου, καθώς και των ανθρώπων τού χωριού και των εν γένει δραστηριοτήτων αυτών. Και είναι γεγονός, στο σημείο αυτό, ότι διατηρώ δυνατή προσωπική ανάμνηση τής επαγγελματικής αυτής και επιχειρηματικής δράσης των Ατσιπουλιανών στο Ρέθυμνο τής δεκαετίας τού πενήντα, όταν, ακόμα, ήμουν μικρό παιδί. Όλη η Μεγάλη Πόρτα (σημερινή οδός Εθνικής Αντιστάσεως), η γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, κυριολεκτικά έσφυζε από την επιχειρηματική και επαγγελματική δραστηριότητα Ατσιπουλιανών εμπόρων. Γειτονές μου οι Τζελήσηδες (και, μάλιστα, ο αείμνηστος ο Γιάννης, ο αρτοποιός, που με υπεραγάπα και από τον οποίο αγόραζα καθημερινά το αγαπημένο μου «αρτουλάκι»), οι Σαμψών, οι Περπιράκηδες, οι Γαγάνηδες, οι Βλαστοί, οι Λιανδρήδες.       
Και το βιβλίο ολοκληρώνεται με τα τοπωνύμια τού χωριού. Ο Γιώργος Περπιράκης έχει, ομολογουμένως, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα τοπωνυμική καταγραφή 277 τοπωνυμίων, που καλύπτουν το σύνολο τού οικισμού. Τα τοπωνύμια παρατίθενται αλφαβητικά και στην αιτιατική πτώση, όπως ακριβώς ακούγονται στη γλώσσα τού απλού λαού (στην Αγιά Μαρίνα, στο(ν) Τζίγκουνα, στη Τζιανανή κ.λπ.), ενώ, περαιτέρω, καταβάλλεται και μια σοβαρή προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισής τους.
Η εργασία τού φίλου Γιώργου Περπιράκη για το χωριό του είναι σοβαρή και τεκμηριωμένη. Ο συγγραφέας ανέτρεξε σε πρωτογενείς, άγνωστες αρχειακές συλλογές και χρησιμοποίησε την ενδεδειγμένη για την κάθε περίπτωση βιβλιογραφία. Κατέγραψε μαρτυρίες, τις οποίες διασταύρωσε, επιβεβαίωσε και ταυτοποίησε, επισκέφθηκε μουσεία και βιβλιοθήκες, έστειλε δεκάδες επιστολές σε φορείς και ιδιώτες, ξαναπερπάτησε τα βουνά τού χωριού του, τους λόφους, τα διάσελα, τις ρεματιές και τα φαράγγια, ανακάλεσε στη μνήμη του αναμνήσεις και αφηγήσεις που είχε ακούσει ως μικρό παιδί από παλιούς Ατσιπουλιανούς, και με όλα αυτά το αποτέλεσμα τής έρευνάς του υπήρξε, μπορώ να πω, μια, τωόντι, εκπληκτική, ογκωδέστατη (480 σελίδων) δουλειά, με πληρότητα και εκδοτική καλλιέπεια.
Πιστεύουμε ότι ο εκλεκτός και δημιουργικά ανήσυχος  συγγραφέας τού παρόντος έργου, κ. Γεώργιος Εμμ. Περπιράκης επιτέλεσε το καθήκον του στο ακέραιο. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στους συγχωριανούς του είναι εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειες του και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Είναι, γι’ αυτό, άξιος τού «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας για τη μεγάλη αυτήν προσφορά του στον τόπο που τον γέννησε και για πρώτη φορά αντίκρισε το φως τής ζωής. Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δε χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού. Και αν η πραγματική πατρίδα τού κάθε ανθρώπου είναι τα παιδικά του χρόνια, τότε με το βιβλίο αυτό όλοι οι Ατσιπουλιανοί σήμερα επιστρέφουν ξανά στις ρίζες τους, επιστρέφουν ξανά στη μικρή τους πατρίδα, στο πολυαγαπημένο τους χωριό, το Ατσιπόπουλο.