Το Αρκάδι στη
Ρομαντική Ποίηση του ΙΘ΄ αιώνα
Αρκάδι: 1866- 2016
Εισαγωγικό Σημείωμα
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
* * *
Τα ποιήματα των Ελλήνων Ρομαντικών ποιητών τού 19ου
αιώνα που αναφέρονται στο Αρκάδι, είναι, τα περισσότερα, εντελώς άγνωστα σε μας
σήμερα. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί αρκετά απ’ αυτά είναι γραμμένα, όπως έχουμε
ήδη επισημάνει, σε γλώσσα καθαρεύουσα- δυστυχώς απρόσιτη
σήμερα στους πολλούς- είτε, ακόμα, γιατί δημοσιεύτηκαν αρχικά σε εφημερίδες και
περιοδικά της εποχής εκείνης, που από καιρό έχουν παύσει να εκδίδονται και
είναι για τούτο εξαιρετικά σπάνια και δυσπρόσιτα κτήματα ορισμένων μόνο μεγάλων
βιβλιοθηκών της Χώρας.
Και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητοι στον αριθμό αλλά
και στην ποιότητα οι Έλληνες ρομαντικοί ποιητές τού 19ου αι. που
συγκινήθηκαν δημιουργικά από τους απελευθερωτικούς αγώνες τού Κρητικού
λαού και από τη μεγαλειώδη θυσία τού
Αρκαδιού. Ζώντας από κοντά τα γεγονότα των αλλεπάλληλων
κρητικών επαναστάσεων τής περιόδου εκείνης και γενόμενοι αυτήκοοι μάρτυρες
αυτών ενθουσιάζονται και εμπνέονται από αυτά και οδηγούνται, στη συνέχεια,
στις ευτυχέστερες και αρμονικότερες εμπνεύσεις τους.
Έτσι, για μας
τους Κρητικούς, τα ποιήματα των Ρομαντικών ποιητών που αφορούν στην Κρήτη
γενικότερα και ειδικότερα στο Αρκάδι αποτελούν πολύτιμα κεφάλαια της
ιστορικής ποίησής μας και είναι, γι’
αυτό, απόλυτη ανάγκη να τα επαναφέρουμε στην επιφάνεια και να τα βάλουμε και
πάλι στο στόμα του λαού μας είτε σαν στίχο, είτε σαν τραγούδι στα σχολεία και
στις διάφορες εθνικές της Κρήτης επετείους και εορτές. Εξάλλου, μερικά από
αυτά, είναι γραμμένα σε απλή, σχεδόν σύγχρονη γλωσσική μορφή, ακόμα και σε Δημοτική,
όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ποιήματα του μεγάλου κρητολάτρη ποιητή Γεωργίου
Παράσχου, καθώς και
του αδελφού του Αχιλλέα Παράσχου.
Οι ποιητές της Ρομαντικής Σχολής των Αθηνών που θα μας
απασχολήσουν στη σειρά αυτήν των επετειακών- στα 150 χρόνια της Αρκαδικής
Εθελοθυσίας- αυτοτελών δημοσιευμάτων μας, είναι:
1. Αχιλλέα Παράσχου Επιγράμματα (αυτοσχέδια):
α) Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου
β)
Ιωάννης Δημακόπουλος
2. Αχιλλέα Παράσχου: Ο ΙΓ΄ πλους (1867),
3. Γεωργίου Παράσχου: «Ο περίπλους του Αρκαδιού»
4.
Αντωνίου Ιω. Αντωνιάδη
α)
Ο
εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις του 1866.
Ποίημα επικόν εις στροφάς
ομοιοκαταλήκτους
β) Εις τα ερείπια της Μονής του Αρκαδίου
6 Τιμολέοντος Δ. Αμπελά «Οι μάρτυρες του Αρδαδίου»
5. Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου: «Αρκάδι»
6. Σοφοκλή Καρύδη:
α) Εις την μονήν του Αρκαδίου
β) Η Μονή του Αρκαδίου
1. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
ΠΑΡΑΣΧΟΥ:
«Ο ΙΓ΄ πλους»
(1867)
Ο
Αχιλλέας
Παράσχος (1838-1895) γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ήταν 28 ετών όταν
συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι. Υπήρξε στην ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων
μοναδικό φαινόμενο ποιητή που έζησε αποκλειστικά και μόνο από την πένα του. Τον
Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Η φήμη του έφτανε και στο
τελευταίο χωριό της Ελλάδας και όταν απάγγελλε τα ποιήματά του, από την
ιστορική αίθουσα του φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», της Αθήνας, η είσοδος
του κοινού γινόταν πάντοτε με εισιτήριο, τα δε κέρδη που αποκόμιζε ήταν πάντοτε
μεγάλα, γιατί η δημοσιότητα του ποιητή δημιουργούσε καταπληκτική κοσμοσυρροή. Ή
επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία
χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις, δημιουργώντας ένα κλίμα
πρόσφορο στις υπερβολές του Ρομαντισμού. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική ποίησή του,
τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και άρχισε να λησμονείται.
Το 1859 εντάχθηκε στην
αντιοθωνική οργάνωση «Χρυσή Νεολαία», διώχτηκε και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε
με παρέμβαση του αδελφού του Γεωργίου, αλλά εξακολούθησε την αντιδυναστική
δράση του, γράφοντας ποιήματα κατά του Όθωνα. Έλαβε μέρος και στην
εξέγερση του 1862, η οποία
οδήγησε στην πτώση της βασιλείας. Μετά το θάνατό του έγραψε το «Ελεγείον εις
τον Όθωνα», ποίημα που φανέρωνε μεταμέλεια για την προηγούμενη δράση του και
τον κατέστησε ακόμη δημοφιλέστερο στο αθηναϊκό κοινό.
Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες φορές γινόταν και
γνήσια δημοτική, όπως στα λυρικότατα ποιήματά του για το Αρκάδι, που θα
μελετήσουμε στην παρούσα σειρά των επετειακών αυτών δημοσιεύσεών μας.
* * *
Υπό τον τίτλο: «Ο ΙΓ΄ πλους» εννοούμε έναν από τους 23
«πλόες» (ταξίδια) του γνωστού τροχήλατου καταδρομικού «Αρκάδι» (φωτ. 1), που με
πλοίαρχό του τον ατρόμητο Νικόλαο Αγγελικάρα (φωτ. 2)
τροφοδοτούσε με όπλα, τρόφιμα και εθελοντές την επαναστατημένη Κρήτη του 1866-69.
|
Νικόλαος Αγγελικάρας
|
Κατά το επεισοδιακό αυτό 13ο
ταξίδι του το «Αρκάδι», ενώ απομακρυνόταν από τον όρμο αποβίβασης των εφοδίων,
επισημάνθηκε και καταδιώχθηκε από τα τουρκικά καταδρομικά «Ιτζεδδίν» και «Τάλια»
και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι των Αντικυθήρων με τα τουρκικά πλοία να
πολιορκούν το νησί. Το νέο πανικόβαλλε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που έστειλε
διπλωματική διακοίνωση στις Μεγάλες Δυνάμεις, αναφέροντας πως οι Τούρκοι
απειλούσαν ελληνικό έδαφος. Τη λύση του δράματος έδωσε ο πλοίαρχος του
“Αρκαδίου” Αγγελικάρας, που διέταξε επίθεση ολοταχώς κατά των πάνοπλων καταδρομικών
με ταυτόχρονα εύστοχα πυρά. Τα τουρκικά καταδρομικά αιφνιδιάστηκαν, ενώ είχαν
και σημαντικές απώλειες στα πληρώματά τους και έτσι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν
το “Αρκάδι”, το οποίο γύρισε στη Σύρο, επισκεύασε τις φθορές από την ναυμαχία
και έφυγε για νέο ταξίδι.
Σ’ αυτό, ακριβώς, το
επεισοδιακό 13ο ταξίδι του «Αρκαδιού» αναφέρεται ο Αχιλλέας Παράσχος στο μακροσκελέστατο
ποίημά του «Ο ΙΓ΄ πλους» (1867), το
α΄ μέρος του οποίου αρχίζει ως εξής:
Πού είσαι και δε φαίνεσαι, αγαπημένο
Αρκάδι;
Το μεσημέρι πέρασε, εδιάβηκε το βράδυ,
Κι ακόμη δεν εφάνηκαν τα κάτασπρα πανιά σου…
Στην Κρήτη μην απόμεινες μαζί με τα παιδιά σου;
Μην πολεμάς με το βοριά, μην παίζης στη γαλήνη,
Γεράκι της Αμερικής, Ελληνικό δελφίνι;
Αχ! είδησι μας έφεραν πικρή, φαρμακωμένη,
Και στ’ ακρογιάλια τρέχομε για σένα τρομασμένοι!(sic)
και το ποίημα
τελειώνει με το γνωστότατο και γλυκύτατο εκείνο απόσπασμα, χαρακτηριστικό της
πνευματώδους και υψηλής ποίησης του Αχιλλέα Παράσχου και της μεγάλης αγάπης που
όλοι έτρεφαν προς το πλοίο αυτό για τη μεγάλη προσφορά του προς τους
κατατρεγμένους Κρητικούς :
Τ’ Αρκάδι!… Ξέρετε, παιδιά, τι είναι το
Αρκάδι;
Είναι το γλυκοχάραγμα στης Κρήτης το σκοτάδι.
Είναι το μάνα τ’ ουρανού που τρέφει τα παιδιά
μας,
Είναι η (sic) Σπέτσαις, τα Ψαρά, η Ύδρα,
η καρδιά μας.
Είναι τής Κρήτης η ζωή, το άγιο φυλαχτό της,
Είν’ η Ελλάς ολόκληρη μαζή (sic)
με τ’ όνειρό της!…
Άρα, κάτω από τη λέξη «Αρκάδι», στην
αριστουργηματική αυτή στροφή τού Αχιλλέα Παράσχου, δεν εννοείται, φυσικά, το
μέγα και ηρωικό Μοναστήρι της Κρήτης, αλλά το καταδρομικό «Αρκάδι»,
που γινόταν, πραγματικά, σε κάθε ταξίδι του το «γλυκοχάραμα» στης
επαναστατημένης Κρήτης το σκοτάδι, με την τροφοδότησή της σε όπλα, τρόφιμα και
εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα. Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό επιτυχέστατα,
μέχρι σήμερα, κυριολεκτείται και πιστεύεται από
τους περισσότερους ότι υμνεί και τραγουδά το θρυλικό Μοναστήρι του Ρεθύμνου και
έτσι όλοι μας, από μικρά παιδιά, το νιώθαμε, όταν το απαγγέλναμε στις εορταστικές
εκδηλώσεις αυτών των ημερών στο σχολείο. Με την έννοια αυτήν, εξάλλου- όχι, βέβαια,
χωρίς να γνωρίζουν και την ακριβή σημασία τού περιεχομένου του και την ποιητική
πένα από την οποία προέρχεται- έχουν χρησιμοποιήσει το απόσπασμα και στην
περίφημη τετράτομη «Ιστορία τής Κρήτης» (μεταγλωττισμένη έκδοση
«Αρκάδι», Αθήναι χ.χ.) ο Βασίλειος Ψιλάκης, καθώς και ο Τιμόθεος
Βενέρης, στο γνωστό και περισπούδαστο έργο του: «Το Αρκάδι διά
των αιώνων».
ΑΧΙΛΛΕΑ
ΠΑΡΑΣΧΟΥ: Επιγράμματα (αυτοσχέδια)
1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της
Μονής Αρκαδίου
2. Ιωάννης Δημακόπουλος
Στο
παρόν τρίτο, κατά σειράν, άρθρο μας θα μας απασχολήσει και πάλιν η περίπτωση
του Αχιλλέα Παράσχου, εκ των
Ρομαντικών ποιητών. Εδώ, θα μελετήσουμε δύο Επιγράμματά
του (αυτοσχέδια), που αφορούν στην εποποιία του Αρκαδιού, τα:
1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου και
2.
Ιωάννης Δημακόπουλος.
Για τα λοιπά, ποιήματα του Ποιητή που αφορούν στη Μάχη της Κρήτης, γενικότερα,
επιφυλασσόμαστε σε άλλην ευκαιρία.
Συμπληρώνοντας τα βιογραφικά στοιχεία του προηγουμένου
άρθρου μας, παραθέτουμε, με το παρόν, και ορισμένα νέα, κυρίως γύρω από τη
γνώμη δύο μεγάλων ανδρών του 19ου αιώνα για το πρόσωπό του και τον θάνατό του.
Ο Αχιλλέας Παράσχος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το έτος 1838 και ήταν 28 ετών όταν
συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι. Υπήρξε στη ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων
μοναδικό παράδειγμα ποιητή, που έζησε αποκλειστικά και μόνο από την πέννα του.
Όταν απάγγελλε τα ποιήματά του στη γνωστή και σήμερα αίθουσα του φιλολογικού
συλλόγου «Παρνασσός», στην Αθήνα, η είσοδος του κοινού γινόταν πάντοτε
με εισιτήριο. Τα κέρδη δε ήταν πάντοτε μεγάλα, γιατί η δημοτικότητα του ποιητή
ήταν μεγάλη και προκαλούσε καταπληκτική κοσμοσυρροή. Και πράγματι. η δημοτικότητα του άνδρα
ως ποιητή και ανθρώπου υπήρξε πρωτοφανής και ανεπανάληπτη στην ιστορία των
Ελληνικών Γραμμάτων .
τριάντα ολόκληρα χρόνια το ελληνικό έθνος ήταν κρεμασμένο από τα χείλη του. Ο
ιστορικός της Κρητικής Ιστορίας Βασίλειος Ψιλάκης τον αποκαλεί «εθνικό
ποιητή» (Ψιλάκη χ.χ., τ. 4, 241, σημ. 66), ενώ
ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έλεγε
χαρακτηριστικά ότι: «οι τρεις μεγαλύτεροι και ωραιότεροι ποιητές του
παρελθόντος αιώνος ήσαν ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης και ο Παράσχος, ο οποίος όμως
κατά την ωραιότητα υπερέβαλε τους δύο πρώτους».
Ο Αχιλλέας Παράσχος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1895 και
προπέμφθηκε στην τελευταία του κατοικία «με
πάνδημον κηδείαν, απεριγράπτου μεγαλείου, ομοίαν της οποίας δεν είχον ιδή ως
τότε αι Αθήναι», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.
Τα ποιήματα του Αχιλλέα Παράσχου τα αναφερόμενα στο
Αρκάδι είναι, όπως είπαμε:
α) «Ο ΙΓ΄
πλους» (που ήδη παρακολουθήσαμε) και
β) Επιγράμματα (αυτοσχέδια)
1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου
2. Ιωάννης Δημακόπουλος
που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
1. Γαβριήλ, Ηγούμενος της
Μονής Αρκαδίου
Στο ποίημά του αυτό ο Αχιλλέας Παράσχος παρουσιάζει
τον Ηγούμενο Γαβριήλ να θέτει τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Μοναστηριού,
θέμα που επαναλαμβάνεται ποικιλόμορφα και από άλλους Ρομαντικούς ποιητές, για
λόγους, ασφαλώς, ποιητικούς (και δη ρομαντικούς) και όχι, βέβαια, ιστορικούς
και επιστημονικούς. Οι Ρομαντικοί ποιητές ποσώς ενδιαφέρονται για το ποια, τη
στιγμή εκείνην, ήταν η πραγματικότητα. Τους ενδιαφέρει, περισσότερο, το
αισθαντικό αποτέλεσμα, η λυρικότητα της εικόνας του Ηγουμένου να επιδίδεται στο
τιτάνιο αυτό έργο.
Βέβαια, είναι περισσότερο από βέβαιο- όπως γράφουμε
και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που πρόκειται να λάβει χώρα τις
μέρες αυτές- ότι ο Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος
και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και
Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο Γ. Παπαδάκη, από
τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου. Βέβαιο
είναι, επίσης, κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του
Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει, που είχε μέσα του
το κρητικό ηρωικό πνεύμα. Παραγγελμένος,
ως διηγούνται, υπό του Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής
Γιαμπουδάκης με την πιστόλα ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι λέτε;» και επί τη ομαδική
απαντήσει «Φωτιά! Βάλε φωτιά!» ένας
πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των
θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η πραγματικότητα κατά τον
Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε, αφού το ίδιο λέγουν και
υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360, υποσ.), Διονύσιος Μαραγκουδάκης (141), Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη,
σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239). Ο
ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι
της θυσίας και έδινε, όσο ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.
Και ιδού το ποίημα του Αχ. Παράσχου «Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου».
…. ”Τούρκοι!
κρυόνετε; (sic). Ιδού πυρά
να θερμανθήτε!”
Κ’ η χειρ προς την πυρίτιδα με τον δαυλό κινείται.
Η γη εσείσθη, έλαμψαν τα όρη και οι
λόγγοι,
Κ’ εύρε τ’ Αρκάδι άνωθεν νεφών το
Μεσολόγγι.
Την τελευταίαν του βολήν την
είχεν ήδη ρίψει,
Κ’ εις εκατόν τεμάχια την
σπάθην του συντρίψει!
Των Τούρκων τον εκύκλονε (sic) στενώτερον το κύμα,
Οπότε, μ’ εν του ξίφους του
επιπηδήσας
τμήμα.
Εις δάσος έπεσε λογχών κραυγή
αφείς μεγάλην,
Κ’ εχάνετο κ’ εφαίνετο εις τους
σωρούς των πάλιν.
Πλήν τέλος και της σπάθης του
απώλεσε το τμήμα.
Αιμάτων άνδρες ήρπασαν το
ζηλευμένον θύμα,
Και προς τον γαύρον Μουσταφά
εσύρετο δεσμώτης.
Τις είσαι; είπεν ο Πασάς . -Βεζύρη,
στρατιώτης!
Προσκύνει τον σουλτάνον μου….-
Εγώ να προσκυνήσω;
Ποτέ μου δεν ημπόρεσα το γόνυ
να λυγίσω….
Ωμίλει έτι κ’ έπεσεν από πληγάς μυρίας,
Κι’ ην η εσχάτη του πνοή πνοή ελευθερίας.
2. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
στο ποίημά
του «Αρκάδι»
Ο
Δημήτριος
Παπαρρηγόπουλος, δικηγόρος,
θεατρικός συγγραφέας και ποιητής της λεγόμενης Α' Αθηναϊκής Σχολής, γεννήθηκε
το 1843 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1866 με
θέμα της διατριβής του τη θεωρία του Πλάτωνα περί ποινής. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσίευσε
ιστορικές και φιλολογικές μελέτες. Το 1869 ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του,
δημοσιεύοντας τη Συνοπτική Ιστορία της
Ελληνικής Επαναστάσεως, που χρησιμοποιήθηκε στα σχολεία. Πέθανε το 1873 από
εγκεφαλική συμφόρηση σε ηλικία μόλις τριάντα χρόνων.
Έγραψε το ποίημα «Αρκάδι». Πρόκειται για
ποίημα άγνωστο στους περισσότερους Κρητικούς, παρότι έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα
δύο δημοσιεύσεις, η μία από τις οποίες, η πιο πρόσφατη, στη σειρά της Βασικής Βιβλιοθήκης. Είναι γραμμένο σε
καθαρεύουσα γλώσσα και είναι εξαιρετικά εκτεταμένο. Αποτελείται από εξήντα
τετράστιχες στροφές, με ιαμβικούς παροξύτονους δεκαπεντασύλλαβους και πλεκτή
ομοιοκαταληξία (αβαβ).
Από τις εξήντα στροφές του ποιήματος παραθέτουμε, στη
συνέχεια, έξι, μόνο, επιλεγμένες, ώστε να δώσουμε αμυδρότατη, έστω, εικόνα των
γεγονότων της μεγάλης θυσίας, όπως αυτά περιγράφονται μέσα από τους θαυμάσιους
στίχους του Δημητρίου Παπαρηγόπουλου. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει ο πλούσιος
ρομαντισμός του ποιήματος, στην πρώτη ειδικά στροφή, όπου μέσα από τη βαθιά νεκρική σιγή της νύχτας ανατέλλει ωχρή η
«φθίνουσα σελήνη», αλλά και στην τελευταία, όπου καταγράφεται το σκελετώδες (κατεσκληκός) φάσμα των
ερειπίων το περίλαμπρου Μοναστηριού, ύστερα από τη φοβερή ανατίναξή του.
Εντυπωσιάζουν, επίσης, η βαθιά ευσέβεια προς τον Θεό
και η αγάπη προς την πατρίδα των πρωταγωνιστών της θείας αυτής και ηρωικής
πράξης, καθώς, ακόμα, και το γεγονός ότι ο Ποιητής και εδώ- όπως έχουμε, ήδη,
επισημάνει και με τον Αχιλλέα Παράσχο-
βάζει, με έμμεση, πάντως, αναφορά του, τον ηγούμενο Γαβριήλ να πυρπολεί την πυρίτιδα στην «αποθήκη» του Μοναστηριού, θέμα
που επαναλαμβάνεται, όπως είδαμε, ποικιλόμορφα και από άλλους Ρομαντικούς
ποιητές, για λόγους, ασφαλώς, ποιητικούς (και δη ρομαντικούς) και όχι, βέβαια,
ιστορικούς και επιστημονικούς. Οι Ρομαντικοί ποιητές ποσώς ενδιαφέρονται για το
ποια, τη στιγμή εκείνην, ήταν η πραγματικότητα. Τους ενδιαφέρει, περισσότερο,
το αισθαντικό αποτέλεσμα, η λυρικότητα της εικόνας του Ηγουμένου να επιδίδεται
στο τιτάνιο αυτό έργο.
Βέβαια, είναι περισσότερο από βέβαιο- όπως γράφουμε
και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που πρόκειται να λάβει χώρα τις
μέρες αυτές- ότι ο Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος
και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής και
Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο Γ. Παπαδάκη, από
τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου. Βέβαιο
είναι, επίσης, κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του
Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει, που είχε μέσα του
το κρητικό ηρωικό πνεύμα. Παραγγελμένος,
ως διηγούνται, υπό του Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής
Γιαμπουδάκης με την πιστόλα ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι λέτε;» και επί τη ομαδική
απαντήσει «Φωτιά! Βάλε φωτιά!» ένας
πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των
θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η πραγματικότητα κατά τον
Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε, αφού το ίδιο λέγουν και
υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360, υποσ.), Διονύσιος Μαραγκουδάκης (141), Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη,
σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239). Ο
ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι
της θυσίας και έδινε, όσο ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.
Και ιδού το ποίημα «Αρκάδι» του Δημητρίου
Παπαρρηγόπουλου.
Βαθεία νυξ. εις Ρέθυμνον
σιγή νεκρά απλούται,
δεν παίζει με
τον άνεμο η δρυς και η μυρσίνη.
μακράν της
Ίδης το βουνόν
αγέρωχον υψούται,
και ανατέλλει
αμυδρά η φθίνουσα σελήνη.
…….
Του ηγουμένου
η φωνή δεν τρέμει εκ δειλίας,
ο Γαβριήλ τον
θάνατον γενναίως ατενίζει.
εγκλείων
έρωτα διπλούν πατρίδος και θρησκείας,
εις μάχην, ως
εις εορτήν, ατάραχος βαδίζει.
….....
Ελευθερίαν
δι’ ημάς ο κόσμος αν αρνήται,
την δόξαν δεν
θα αρνηθή, ο θάνατος μας μένει.
Θαρρείτε προς
τον θάνατον, προς τον Θεόν θαρρείτε
και εις τα
βάθη της μονής βραδέως κατεβαίνει.
……….
Ο δείπνος σου
ο μυστικός, Ελλάς, εκεί τελείται.
εις της
πατρίδος τον βωμόν και της ελευθερίας
ιδού τα
σφάγια. ζωήν αγγέλουσι, θαρρείτε,
χύνει το αίμα
δι’ ημάς του έθνους ο Μεσσίας.
………
Ακούεις
κυλιόμενον τον κεραυνόν εκείνον,
και βλέπεις
νέφη χώματος και πτώματα και μέλη
βιαίως
ανυψούμενα εντός γλωσσών πυρίνων,
Βλέπεις πώς
φεύγει έντρομος των Τούρκων η αγέλη;
…….
Τα φύλλα του
ετίναξε το δάσος το πλησίον,
και το πτηνόν
διέκοψε το πένθιμόν του άσμα
ο κόραξ
ανεπέταξε μετά φωνών αγρίων.
προσήλθε το
κατεσκληκός
των ερειπίων φάσμα.
3. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΙΩ. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
στο ποίημά του: «Ο
εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις του 1866. Ποίημα επικόν εις στροφάς
ομοιοκαταλήκτους, εν Αθήναις 1881»
|
Αντώνιος Ιω. Αντωνιάδης
|
Στο σημείωμα μας αυτό θα μας απασχολήσει μόνο η
περίπτωση του Αντωνίου Ιω.
Αντωνιάδη, εκ των
Ρομαντικών, και από τα ποιήματα του αυτά μόνο που αφορούν στην εποποιία του
Αρκαδιού.
Ο Αντώνιος
Αντωνιάδης (1836-1905) ήταν διακεκριμένος γυμνασιάρχης και επικός και
δραματικός ποιητής. Καταγόταν από Κρητικούς γονείς και υπήρξε από τους πρώτους
οικιστές του Πειραιά.
Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών και στις 17 Δεκεμβρίου 1858 αναγορεύθηκε
Διδάκτορας της Φιλοσοφίας.
Στην αρχή διορίσθηκε
Καθηγητής στο Γυμνάσιο Πατρών (1862), σύντομα, όμως, απολύθηκε για λόγους
πολιτικούς και προσκλήθηκε στα Χανιά, για να αναλάβει τη θέση του Γυμνασιάρχη,
στο Γυμνάσιο της πόλης, και παράλληλα να έχει υπό την εποπτεία του όλα τα
σχολεία της περιοχής.
Αργότερα στο πρώτο έτος της
Κρητικής Επανάστασης (1866)
διορίσθηκε Καθηγητής του Γυμνασίου
Πειραιά, ενώ αργότερα μετατέθηκε σε Γυμνάσιο Αθηνών. Την περίοδο εκείνη
ίδρυσε τον Εθνικό Δραματικό Σύλλογο,
ο οποίος έγινε το Κέντρο παραστάσεων αρχαίων Ελληνικών δραμάτων. Εκτός όμως από
τις παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, στον Εθνικό Δραματικό Σύλλογο, ο Αντωνιάδης
ανέβασε και πολλά δραματικά έργα δικής του συνθέσεως.
Πεθαίνοντας ο Αντωνιάδης
κληροδότησε όλη του την περιουσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Έγραψε πολλά επικά και θεατρικά έργα, ενώ από την Κρητική καταγωγή του εμπνεύστηκε και έγγραψε
για τις Κρητικές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα και την γλώσσα στο έργο του.
Κρητηίς. Άλλα έργα του
αναφερόμενα στην Κρήτη είναι: Ο εθελοντής της Κρήτης, Η Χρυσομαλλούσα των
Σφακίων, Αλημπέης ο Κακοδικιώτης.
Από τα έργα του αυτά που αναφέρονται στην Κρήτη, στο
Αρκάδι ειδικότερα αναφέρεται:
α) το ποίημα του «Ο εθελοντής της Κρήτης, ήτοι η επανάστασις
του 1866. Ποίημα επικόν εις στροφάς ομοιοκαταλήκτους, εν Αθήναις 1881».
Του ποιήματος αυτού που αποτελείται από ΙΣΤ΄ ραψωδίες,
οι ΣΤ΄ και Ζ΄ αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στο Αρκάδι. Από αυτές η ραψωδία
ΣΤ΄ φέρει τον τίτλο «Είσοδος των γυναικών
και παίδων εις το Αρκάδι» και η Ζ΄ «Μάχαι
του Αρκαδίου και Πυρπόλησης αυτού». Παραθέτουμε, στη συνέχεια, σύντομο
απόσπασμα από τη ραψωδία Ζ΄, στο οποίο περιγράφεται η ανατίναξη του Μοναστηριού
και πάλι από το στιβαρό του ηγουμένου χέρι.
Έντονο, επίσης, ανευρίσκουμε και στον Αντωνιάδη το
ρομαντικό στοιχείο (πβ. «κάτωχρον νεκρόν
το πλήθος», «παγωμένοι ως λίθος»
κ.λπ).
Με λαμπρήν δ’
ευθύς λαμπάδα εγγύς ήλθε βαρελίου
ο Ηγούμενος
σπασμένου υπό τρόμου τώρα κρύου
έπαυσε και
της καρδίας ο παλμός υπό τα στήθη.
έτι πριν το
πύρ ανάψη έλεγες πως κατεβλήθη
κάτωχρον νεκρόν το
πλήθος
ούτοι
παγωμένοι πάντες απομένουσιν ως λίθος.
Απεσβέσθη δ’
εν τω άμα παν το φως το του ηλίου.
τρέμουσιν οι
πόδες πάντες εκ σεισμού υποχθονίου,
την ψυχήν
ημών του Άδου συγκρατεί σκοτοδινία,
δεν
ειξεύρομεν αν ζώμεν ή αν γη είμεθα κρύα.
φευ! ποτέ μην
αραιούτο
ο αήρ όστις
την ώραν ταύτην τόσον εζοφούτο!
β) Στον Αντωνιάδη, επίσης, ανήκει και το παρακάτω
επίγραμμα, που επιγράφεται: «Εις τα
ερείπια της Μονής του Αρκαδίου» και δημοσίευσε ο ίδιος στην αρχή της
«Κρητηίδος» του (σελ. 6), τον Μάιο του 1867 (τότε έχουμε και την πρώτη έκδοση
και βράβευση του έργου στον ποιητικό διαγωνισμό του Κ. Βουτσινά).
Άγγελε, ξένε,
’ς τον κόσμον, πώς ώμοσαν οι Κρήτες
ούτω να
θνήσκωσιν, αν πάλιν τους κάμψη ζυγός.
πυρ
νακοντίζουν σκιαί, με την πείναν των Τούρκους να τρώγουν.
Έλληνες όντες ζωήν θέλουν μ’
ελεύθερον φως.
4. Η
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Τιμολέοντος Δ. Αμπελά
στο ποίημά του: «Οι μάρτυρες του
Αρδαδίου»
|
Τιμολέων Δ. Αμπελάς
|
Το δράμα του Τιμολέοντος Αμπελά «Οι μάρτυρες του Αρδαδίου» (18661 και 18673)
είναι γραμμένο σε πέντε πράξεις.
Παραθέτουμε, στη συνέχεια, το τέλος της 4ης πράξης του δράματος,
στην οποία ομιλεί ο ηγούμενος Γαβριήλ προς τους υπερασπιστές του Αρκαδιού, λίγα
λεπτά πριν από τη στιγμή της αποθέωσης. Η σκηνή είναι συγκλονιστική, πραγματικά
μεγαλειώδης! Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι ο Τιμ. Αμπελάς βάζει τον Ανωγειανό
δάσκαλο Εμμ. Σκουλά να θέτει τη φωτιά
στην πυρίτιδα της αποθήκης.
ΓΑΒΡΙΗΛ
Λοιπόν
κατώτεροι εκείνων σήμερον
σ’ τον κόσμον
θα δειχθώμεν; Φιλοπάτριδες,
μας περιμένει
η πυρίτις! Άγωμεν!
Αφ’ ου των
Μυστηρίων μεταλάβωμεν
και εις
απελπισίαν πλέν έλθωμεν
αι! τότε
πλέον βλέπομεν!... Εις σε, Σκουλά
θ’ ανατεθεί
το έργον! Νυν η θρυαλλίς
μας
περιμένει… Άγωμεν εις τον ναόν,
κ’ εκεί τους
άλλους πάντας περιμένωμεν.
Ας τρέμωσιν
οι Τούρκοι την στιγμήν καθ’ ην
πυρά μεγάλη
θ’ αναφθή εις την Μονήν
και εις τις ήχος θ’ ακουσθή εκ της πυράς
Ελευθερία,
δηλαδή, ή θάνατος!
Στο ίδιο, επίσης, έργο
(εκδ. 1867, σς. 81-82) αποδίδεται από τον Αμπελά ειδύλλιο ανάμεσα στον
ήρωα Δημακόπουλο και την Ελένη, κόρη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη.
5. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Σοφοκλή Καρύδη
στο ποίημά του:
«Βωμός, ήτοι, αγώνες και μαρτύρια της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας»
|
Σοφοκλής Καρύδης
|
Ο Σ. Καρύδης (1832 -1893), ήταν ποιητής, δημοσιογράφος, σατιρικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Γιος και εγγονός αγωνιστών του '21, ανήκει στις πρώτες γενιές που ανδρώθηκαν
στα πλαίσια του νέου ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Μόνιμος στόχος του υπήρξαν όλα τα κακώς κείμενα της
εποχής του: κοινωνικά ήθη (όπως η ξενομανία), αλλά και κυρίως τα έργα και οι
ημέρες των πολιτικών προσώπων. Στο σατιρικό φύλλο: Το Φως, πολυαγαπημένο
ανάγνωσμα των Αθηναίων του καιρού εκείνου, που εξέδιδε σε δικό του τυπογραφείο
από το 1860 μέχρι το 1877, ευανάγνωστη- από την προμετωπίδα, κιόλας, του
εντύπου- είναι η διάθεσή του:
«Και ο δείνας και ο τάδες είναι όλοι μασκαράδες. Κι ο συντάκτης τού «Φωτός» μασκαράς είναι κι
αυτός».
Η καταγγελία των μασκαράδων- με κύριους εκφραστές τους
διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους και πολιτικούς- η σφοδρή επίθεση κατά του Όθωνα- σε μια εποχή που ο νόμος περί τύπου ήταν πολύ σκληρός- τον «φιλοδώρησαν» με όλων
των μορφών τις τιμωρίες .
πρόστιμα, ξύλο,
φυλακίσεις.
Ο Σοφοκλής Καρύδης έγινε γνωστός με τα έργα του: Τα
τέκνα του Δοξαπατρή, Κούτρας και Μικρομέγας. Όταν συνέβησαν τα γεγονότα στο Αρκάδι ήταν
34, μόλις, ετών και έγραψε σχετικά και το έργο του: «Βωμός, ήτοι, αγώνες και μαρτύρια
της Κρήτης, Ηπείρου και Θεσσαλίας», Αθήνησι 1869, στο δικό του
τυπογραφείο. Από το 1ο Μέρος του έργου του αυτού προέρχονται τα αποσπάσματα για
το Αρκάδι που ακολουθούν: α) «Εις την μονήν του Αρκαδίου» και β) «Η
Μονή του Αρκαδίου».
Και στα δύο
αυτά ποιήματά του ο ποιητής προβάλλει το Αρκαδικό δράμα να εκτυλίσσεται,
κυρίως, γύρω από τις μορφές του ηγουμένου
Γαβριήλ και του Ανθυπολοχαγού
Δημακόπουλου. Είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το σημείο εκείνο,
στο οποίο ο Καρύδης- αντίθετα προς όλους τους προηγούμενους ποιητές του ΙΘ΄ αι.-
βάζει τον ήρωα Δημακόπουλο να ανατινάσσει το μοναστήρι του Αρκαδιού, θέτοντας
με τη δάδα του, ατάραχα, τη φωτιά στην πυρίτιδα του υπονόμου.
Είναι, πάντως, εξαιρετικά
χαρακτηριστικό, στο σημείο αυτό, το γεγονός ότι στους Ρομαντικούς Ποιητές ο
Πυρπολητής της Μονής ταυτίζεται απόλυτα με τον ηγούμενο Γαβριήλ της Μονής, από τον οποίο, σε κάθε
περίπτωση, ο Πυρπολητής φαίνεται να παίρνει την εντολή, δίκην … «ευχής»,
προκειμένου να επιτελέσει των «θυσιών την θυσίαν»! Βέβαια, είναι περισσότερο
από βέβαιο- όπως γράφουμε και σε μελέτη μας για το Αρκάδι στην Ημερίδα που
έλαβε χώρα τις μέρες αυτές- ότι ο
Ηγούμενος έπεσε μαχόμενος και αποκεφαλίστηκε, σύμφωνα και με τον Καθηγητή της
Φιλοσοφικής Σχολής και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αείμνηστο Νικόλαο
Γ. Παπαδάκη, από τις Βρύσες Αγίου Βασιλείου. Βέβαιο είναι, επίσης, κατά
τον Νικόλαο Παπαδάκη, ότι η υψίστη, στη συνέχεια, πράξη του Γιαμπουδάκη έγινε κατ’ εντολήν του Ηγουμένου πριν αποθάνει,
που είχε μέσα του το κρητικό ηρωικό πνεύμα. Παραγγελμένος, ως διηγούνται, υπό του
Ηγουμένου, συνεισορμά και ο Αδελιανός Κωστής Γιαμπουδάκης με την πιστόλα
ανά χείρας και ερωτά γοργά: «Βλέπετε! Τι
λέτε;» και επί τη ομαδική απαντήσει «Φωτιά!
Βάλε φωτιά!» ένας πυροβολισμός ακούγεται και συντελεί «των θυσιών την θυσίαν». Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται η
πραγματικότητα κατά τον Νικόλαο Παπαδάκη, την οποίαν και εμείς ασπαζόμαστε,
αφού το ίδιο λέγουν και υποστηρίζουν και οι πρυτάνεις συγγραφείς του Αρκαδικού
δράματος Τιμόθεος Βενέρης (σελ. 360,
υποσ.), Διονύσιος Μαραγκουδάκης (σελ. 141), Παύλος Βλαστός (στον Τιμόθεο Βενέρη,
σελ. 359- 360, υποσ. 3), βλ. και Ψιλάκης (χ.χ., 4, 239). Ο
ηγούμενος Γαβριήλ ήταν η πνοή και η ιδέα που περιπλανιόταν μέσα στο μοναστήρι
της θυσίας. Είχε το πρόσταγμα (ως ηγούμενος, εξάλλου, της Μονής) και έδινε, όσο
ζούσε, γραμμή, πνοή και πνεύμα σε όλα.
Παραθέτουμε στη συνέχεια μικρά αποσπάσματα από τα δύο
παραπάνω ποιήματα του Σ. Καρύδη.
α) «Εις την
Μονήν του Αρκαδίου»
Σε βλέπω Δημακόπουλε
με τον δαυλόν εις χείρας!
Και σε
υψούντα, Γαβριήλ, τας χείρας προ της θύρας
Της πυριτιδαποθήκης!
Γονυπετούν
εις την Μονή γυναίκες και παρθένοι,
κλίνει ο
πρώτος τον δαυλόν, και μένουν παγωμένοι
Οι Τούρκοι εκ της
φρίκης!
Χύνεται
λάμψις, και σεισμός το έδαφος κλονίζων
Ανατινάσσει
την Μονήν την γην καταφωτίζων,
Ως της
Ελλάδος μέλλον!
των ουρανών
ανοίγεται φωτιζομέν’ η θύρα,
Κ’ εις της
Μονής τους μάρτυρας δίδει φαιδρά τη χείρα
β) « Η Μονή του Αρκαδίου»
Εκεί φέρε με,
ω Μούσα, όπου ο Σταυρός υψούται
Κ’ υπό
Τούρκων χιλιάδων πόρρωθεν περικυκλούται
Η Μονή του Αρκαδίου
Και ως αδελφή
αντέχει του κλεινού Μεσολογγίου!
Θέλω ένθους να θαυμάσω την
ανδρίαν (sic)των φρουρών
της
Κ’ εις του
Γαβριήλ την χείρα ν’ ατενίσω τον δαυλόν της.
Ως από τον
Άδη κάτω, φοβερότερος του τρόμου,
Μεγαλόσωμος
προκύπτει έμπροσθεν του υπονόμου
Με την
δάδα αταράχως
Και το πυρ ο
ήρως βάλλει Δημακόπουλος με τάχος!
Ουρανέ! τους
νέους δέξου μάρτυρας εις τας σκηνάς σου
Και ευλόγησον
Θρησκεία πρώτη τ’ ολοκαύτωμά σου!...
6. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΑΡΑΣΧΟΥ:
«Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ»
(1ο ΜΕΡΟΣ
Εισαγωγικό)
Ο Γεώργιος Παράσχος
έγραψε το ποίημά του «Ο περίπλους του Αρκαδιού». Είναι
γεγονός ότι «Ο Περίπλους του Αρκαδιού» στις μέρες μας κινδυνεύει, δυστυχώς, να
χαθεί οριστικά, αφού από το έτος 1867 δεν έχει γνωρίσει καμιά απολύτως
δημοσίευση, πέρα από αυτήν, την πρώτη και μοναδική, που είχε κάνει τότε ο ίδιος
ο Κρητολάτρης ποιητής του, έξι μόλις μήνες από το ολοκαύτωμα του Αρκαδιού.
Και πιο συγκεκριμένα ο «Περίπλους του Αρκαδιού»
δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Γεώργιο Παράσχο στην εφημερίδα της Αθήνας
«Φως», στις 12 Μαΐου 1867 (στη σελίδα 1) και, επίσης, για δεύτερη φορά, την
επόμενη κιόλας ημέρα (13-5- 1867), στην εφημερίδα, επίσης της Αθήνας,
«Εθνοφύλαξ». Εκτός από αυτές τις δύο συνεχόμενες δημοσιεύσεις του ποιήματος
στις παραπάνω εφημερίδες της εποχής εκείνης, καμιά άλλη δημοσίευσή του δεν έχει
γίνει μέχρι σήμερα σε κρητικό βιβλίο, κρητολογικό περιοδικό ή, έστω, κάποια
Ποιητική Ανθολογία. Εξάλλου, ο ίδιος ο ποιητής ουδέποτε εξέδωσε Ποιητική
Συλλογή με τα έργα του και για τον λόγο αυτόν- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο
μεγάλος μας βάρδος Κωστής Παλαμάς- τα
ποιήματα του Γ. Παράσχου, τη στιγμή αυτήν, «κείνται
εγκατεσπαρμένα και τεθαμμένα εντός εφημερίδων και περιοδικών διαφόρων πολλών μη
εκδιδομένων πλέον και ως εκ τούτου λίαν δυσευρέτων».
Το εν λόγω ποίημα δημοσιεύσαμε, μετά από τόσα χρόνια,
στα «Κρητολογικά Γράμματα» το έτος 1996, στα 130 χρόνια από την αρκαδική
εποποιία, χωρίς, πάντως τη λεπτομερή λογοτεχνική ανάλυση που του κάνουμε
σήμερα, στο άρθρο μας αυτό. Η
παρούσα δημοσίευσή μας αποβλέπει στον ίδιο, ακριβώς, λόγο. στη διάσωση, δηλαδή, του παραπάνω ποιήματος του Γ.
Παράσχου, που αναφέρεται στο Αρκάδι και την Κρήτη γενικότερα και που τη στιγμή
αυτήν τα μόνα έντυπα στα οποία βρίσκεται αποθησαυρισμένο από τον ίδιο τον
ποιητή, απέχουν από την εποχή μας, ήδη, εκατό πενήντα έτη, όσα και τα έτη που
εορτάζουμε στην παρούσα συγκυρία.
* * *
«Ο περίπλους του Αρκαδιού» αναφέρεται στο γνωστό μας καταδρομικό και τροφοδοτικό
ατμόπλοιο «Αρκάδι», που εφοδίαζε κρυφά τους επαναστάτες Κρητικούς με τρόφιμα
πολεμοφόδια και εθελοντές στα χρόνια της μεγάλης Κρητικής Επανάστασης. Το
πλοίο αυτό νομιζόταν άτρωτο από τα τουρκικά βλήματα και ακόμα ότι είχε κάποια
θεία και υπερφυσική δύναμη.
Το ποίημα καταγράφει, κινηματογραφικά θα λέγαμε,
τόπους της Κρήτης που ποτίστηκαν από το τίμιο και δοξασμένο αίμα της λευτεριάς
και από τους οποίους φαντάζεται ο ποιητής να διέρχεται προς τροφοδοσία το
καταδρομικό «Αρκάδι». Ο ποιητής, την ίδια στιγμή, χαιρετίζει τους επαναστάτες
Κρητικούς με σπάνια αισθήματα αγάπης που αγγίζει τα όρια της λατρείας,
ενθουσιασμού και εξύμνησης που φθάνει μέχρι και αυτήν την αποθέωση.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο διαμέρισμα των Χανίων, όπου συνάφθηκαν πολύ
σημαντικές μάχες (Βαφές, Κεραμειά, Σφακιά),
με τη συμμετοχή, μάλιστα, και πολλών εθελοντών από την υπόλοιπη Ελλάδα
(ιδιαίτερα στον Βαφέ) και ακολουθούν το Ρέθυμνο με το ηρωικό Αρκάδι και η Ανατολική Κρήτη (Μεσαρά) με τον Μιχ. Κόρακα.
Έτσι, ο Γ. Παράσχος μέσα από το ποίημά του αυτό
εμφανίζεται σπουδαίος γνώστης των πολεμικών εξελίξεων της Μεγάλης Κρητικής
Επανάστασης. Ο Ποιητής, όπως σαφώς αποδεικνύεται, παρακολουθεί από κοντά και με
ειλικρινές και ακοίμητο ενδιαφέρον τους αγώνες του Κρητικού λαού, τους οποίους
τραγουδά, στη συνέχεια, με πιστότητα και ανυπόκριτη συγκίνηση και αγάπη στο
ιστορικό αυτό ποίημά του.
«Ο περίπλους του
Αρκαδιού» αποτελείται από δέκα εξάστιχες στροφές με τροχαϊκούς,
παροξύτονους, δεκαεξασύλλαβους (ο 1ος,
2ος, 5ος και 6ος) και οξύτονους δεκαπεντασύλλαβους (ο 3ος και
4ος) στίχους.. Η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή της μορφής ααββγγ.
Πρόκειται για ποίημα επικολυρικό και
ανήκει στον εθνικοπατριωτικό κύκλο.
Το ύφος του είναι εξαιρετικά παραστατικό, ρωμαλέο και ορμητικό. Η οργή προς τον
βάρβαρο κατακτητή του νησιού είναι διάχυτη παντού και εκδηλώνεται με τα έντονα
εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί αφειδώς ο Ποιητής. Το ποίημα εμπνέεται από την
αρχή ως το τέλος από την έντονη Μεγαλοϊδεάτικη ηθική της εποχής εκείνης (πβ. «Πριν μας ’δουν τα Δαρδανέλλια και τ’ αρνί
στην Πόλι φάμε» κ.λπ). Πολύ σημαντικό ότι η ποίηση του συγκεκριμένου
Ρομαντικού Ποιητή είναι γραμμένη σε απλή δημοτική
και διαβάζεται άνετα και στις μέρες μας, όπως θα διαπιστώσουμε στη επόμενη
συνέχεια του παρόντος άρθρου, όπου μετά τα παρόντα εισαγωγικά στοιχεία θα
παραθέσουμε το άρθρο με ανάλυση δική μας.
(2ο
ΜΕΡΟΣ- Το Ποίημα)
Ο ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
Στη φωτιά, παιδιά! η αύρα στη σημαία κυματίζει
Και τ’ Αρκάδι στη φωνή μας σαν τον κύκνο πτερυγίζει.
Στη φωτιά! να πάμε πάλι λίγα βόλια και ψωμί
Στο νησί που δέκα μήνες σα λειοντάρι (sic) πολεμεί,
Στον παράδεισο της Κρήτης συναχθήτ’ αδέρφια πάμε,
Το σφαχτό στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.
Πάμε είκοσι δικρότων ν’
απαντήσωμε τη σφαίρα.
Από δυω (sic)
διπλαίς γραμμαίς (sic) των να διαβούμε πέρα πέρα
Και ’μπροστά εις τα πυρά των και εις κανονική βοήν,
Να σκορπίσωμε στην Κρήτη νέον θάρρος και ζωήν.
Να χαλάσωμεν τον μπλόκο του
Ομέρ πασσά των πάμε
Και τ’ αρνί στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.
Άσπρισαν εις τ’ όνομά μας του Ομέρ πασά τα γένεια,
Και τον έγαγε της Κρήτης και του Αρκαδιού η έννοια.
Εξοχώτατε! τα φρύδια τόσο μην πολυκινής,
Μη βρεθεί και σου τα κάψη απ’ το πλήρωμα κανείς.
Εις τον Μουσταφά μια μέρα και το Ύψος σου θα πάμε.
Και τ’ αρνί στην πρασινάδα εις υγείαν σου θα φάμε.
Έα μόλα! ως εδώ, θαλασσοπούλια.
Εζυγώσαμε στην Κρήτη πριν ακόμα σβύσ’ η πούλια.
Από μακριά μάς στέλνουν καλημέρα τα πουλιά.
Και μας χαιρετούν τα ρόδα κ’ η χρυσή πορτοκαλιά.
Στα Σφακιά, στους Λάκκους τώρα
ή στο Σέλινο θα πάμε,
Το σφαχτό στην πρασινάδα με τ’ αδέρφια μας να φάμε.
Ένα δίκροτο κ’ έν άλλο κι΄άλλο φάινεται παρέκει!
Δέκα δώδεκα τι έχουν και καθ’ ένα κοντοστέκει;
Στ’ άρματα παιδιά! Βαγγέλη το τιμόνι δεξιά
Κι από μέσα τους οι χαύνοι να μας χάσουν ως σκιά.
Ας χτυπούν τους βράχους τώρα…στα Σφακιά εμείς τραβάμε,
Και τ’ αρνί στα κορφοβούνια με τ’ αδέρφια μας θα φάμε.
Να το Σέλινο, η μάνα του δρακόκαρδου Κριάρη,
που στην Πόλι κυνηγώντας τον Ομέρ- πασσά θα πάρη,
Να του Κόρακα
παρέκει η πατρίς η ιερά,
Που στο πυρ τα νύχια βάφει και στο αίμα τα φτερά.
Από μακρυά τους πύργους και των δυώ τους χαιρετάμε,
Όσο που τ’ αρνί μαζή τους μέσα στα Χανιά να φάμε.
Να κ’ οι Λάκκοι τα λημέρια του καλού Χατζή Μιχάλη,
Που ιτιά μαζί και δάφνη στα ερείπιά των θάλλει.
Και θαρρείς πως η (sic) ραχούλαις (sic), η
σπηλιαίς και τα κλαδιά
Με του αρχηγού των κλαίνε την πολύπονη καρδιά.
Εις τους έρημους τους Λάκκους καμμιάν ώρα όταν πάμε,
Για τ’ αδέρφια του, παιδιά μου, λίγα κόλλυβα να φάμε.
Σιγαλά παιδιά!...περνάμε του Βαφέ τη
μαύρη στράτα,
Που με είκοσι παιδιών μας τη στοιχειώσαμε τα νειάτα.
Και βογγά, θαρρείς, ακόμη στο σκοτάδι το βαθύ
Ή το έρημο ρεβόλβερ ή το
ύστερο σπαθί.
Χαιρετήσετε, παιδιά μου…κ’ εις το μνήμα τους αν πάμε,
Ψυχοσάββατο τρεις μέραις (sic) για τη μνήμη τους περνάμε.
Παρακάτω τη σημαία, παρακάτω, παλληκάρια!
Από τ’ Αρκαδιού περνάμε τα
πυρίκαυστα λιθάρια…
Όλα πνέουν, όλα γύρω, ευωδία θλιβερή,
Κ’ είναι φως η κάθε πέτρα κ’ εκκλησιά κάθε κλαρί.
Εις αυτόν τον Άγιο Τάφο ζωντανοί, παιδιά, μη πάμε,
Πριν μας ’δουν τα Δαρδανέλλια και τ’ αρνί στην Πόλι
φάμε.
Μάινα παιδιά! σταθήτε στα Σφακιά τ’ ανδρειωμένα,
Πούναι κόκκαλά των Τούρκων εις βουνά σχηματισμένα.
Νάτε άρματα λεβένταις (sic), να μπαρούτι, να ψωμί,
Και μια ρίζα πικροδάφνη δότε μας για πληρωμή.
Θα μοιράσωμε στη Σύρα τα
κλωνάρια της σαν πάμε,
Και τ’ αρνί στην πρασινάδα με ταις έμμορφαις θα φάμε.
ΝΙΚΙΑΣ
Οπωσδήποτε, εκτός από τους παραπάνω Ρομαντικούς του
ΙΘ΄ αιώνα και πολλοί άλλοι ποιητές και πεζογράφοι της ίδιας εποχής, αλλά και
των μετέπειτα χρόνων, έγραψαν ποιήματα και πεζά με τα οποία εξύμνησαν την
περίφημη Αρκαδική εποποιία. Τόσο βαθιά συγκίνησε και επηρέασε το δράμα του
Αρκαδιού, και της Κρήτης γενικότερα, τους απανταχού Έλληνες- πολύ συχνά μάλιστα
και τους ξένους- με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί, στη συνέχεια, ολόκληρη
φιλολογία γύρω από το μεγάλο αυτό εθνικό γεγονός.
Κι έχει, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία ο λόγος των
Ρομαντικών- αν και καθαρά ποιητικός και όχι ιστορικός ή επιστημονικός- γιατί οι
ποιητές αυτοί έγιναν αυτήκοοι
μάρτυρες των μεγάλων γεγονότων της κορυφαίας αυτής στιγμής των αγώνων και των
αλλεπάλληλων επαναστάσεων του Κρητικού λαού προς ανάκτηση του πολυτίμητου δώρου
της λευτεριάς, αλλά και γιατί, αν και ξένοι και άσχετοι οι περισσότεροι προς
την Κρήτη, την αγάπησαν όμως βαθιά και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους.
Αχ. Παράσχου, Ποιήματα, τ. 2, εν Αθήναις 1881, σσ. 92-95.
Ο Παράσχος αποκαλεί το ατμόπλοιο Γεράκι
τής Αμερικής, γιατί αγοράστηκε από την Αμερική με χρήματα Ελλήνων τού
Λονδίνου.
«Η φαρμακωμένη είδησι» αφορά στην περιπέτεια που είχε
το καταδρομικό «Αρκάδι» στον ΙΓ΄ πλού του και καταγράφουμε αμέσως παραπάνω.
Ο «δαυλός» είναι ποιητικότερος της πιστόλας του
Γιαμπουδάκη, γιατί, ακριβώς, μας υπενθυμίζει τον άλλο καλόγερο, τον Σαμουήλ, που κι εκείνος έκλεισε την
αυλαία του Σουλιώτικου δράματος με τον δαυλό του πάνω στο μπαρούτι και θάφτηκε
με τους συντρόφους του εκεί, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στο Κούγκι (13
Δεκ.1803). Το ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου είχε ως πρότυπο το ολοκαύτωμα του
Σουλίου και το Αρκαδιώτικο δράμα, το 1866, υπήρξε παρόρμημα κι επακολούθημα των
δύο ανωτέρω.
Ηρωική «έξοδος» στην ελευθερία, κατά το παράδειγμα
του Μεσολογγίου, υπήρξε, ασφαλώς και το Αρκάδι.
Επιπηδάω- ω= πηδώ πάνω σε κάποιον,
εφορμώ. Ο Δημακόπουλος, δηλαδή, εφόρμησε στον εχθρό με ένα κομμάτι τού
σπασμένου ξίφους του.
Επίγραμμα (αυτοσχέδιο), Γαβριήλ, Ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου. Δημοσιεύεται ταυτόχρονα με
το παρόν άρθρο μας στην εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
Στο ποίημα παρατηρούμε έντονο το ρομαντικό στοιχείο. κάτωχρον νεκρόν το πλήθος, παγωμένοι πάντες
ως λίθος.
Και εις το ποίημά του αυτό ο Καρύδης θεωρεί τους
νεκρούς αγωνιστές του Αρκαδιού «Μάρτυρες» που πρέπει να πάρουν θέση στον Ουρανό
(Ουρανέ! τους νέους δέξου μάρτυρας εις
τας σκηνάς σου).