ΕΚΟΙΜΗΘΗ Η ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΚΟΥΜΠΕ ΠΑΝΣΕΜΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΑΚΗ


Γερόντισσα Πανσέμνη, ενώ ομιλεί, κατά την παρουσίαση από το Σπίτι του Πολιτισμού, του βιβλίου της Μονής «Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κουμπέ και ο νεότερος ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης»

ΕΚΟΙΜΗΘΗ Η ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΚΟΥΜΠΕ

ΠΑΝΣΕΜΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΑΚΗ

 

              ΚΩΣΤΗ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

         www.ret-anadromes.blogspot.com

    Αναχώρησε για την αιώνια Πατρίδα τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, 27ης Μαρτίου 2022, σε ηλικία 96 ετών, η οσιωτάτη καθηγουμένη της Ιεράς Μονής του Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ, Ρεθύμνου, μοναχή Πανσέμνη Αυγουστάκη. Άνθρωπος της αγάπης, της ελεημοσύνης και της προσευχής, η μακαριστή Γερόντισσα ήταν ιδιαίτερα αγαπητή σε όλη την τοπική κοινωνία. Διακρίθηκε για τις πολλές αρετές της, ιδιαίτερα δε για την ταπείνωση και την απλότητά της και την περισσή αγάπη της, τη μητρική στοργή και φιλοξενία της προς όλους τους προσκυνητές και επισκέπτες του Μοναστηριού.

   Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε το απόγευμα του Σαββάτου (27/3) από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ευγένιο, συμπροσευχομένων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Λάμπης και Σφακίων κ. Ειρηναίου, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Προδρόμου και του θεοφιλεστάτου επισκόπου Ευμενείας κ. Ειρηναίου.

Γερόντισσα Πανσέμνη

   Η μακαριστή Γερόντισσα  Πανσέμνη, κατά κόσμον  Παγώνα Αυγουστάκη, καταγόταν από την εύανδρο κώμη των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, τις Μέλαμπες, Αγίου Βασιλείου, όπου και είδε το πρώτο φως της ζωής το έτος 1926. Παιδούλα δεκαεξαέτις, μόλις, τον Μάιο του 1943, προσήλθε στη Μονή του Σωτήρος, κοντά στη μητέρα της Μακαρία, που ήδη μόναζε εκεί από το έτος 1938, παρά τον Γέροντά της, μακαριστό Νέστορα Βασσάλο. Εκείνη, η ευλογημένη Μακαρία, είχε προσέλθει στην ιεράν αυτήν κορυφή πρώτη, από τις πρώτες μοναχές που είχαν απαρτίσει τη νέα, πριν από τρία, μόλις, χρόνια επανιδρυθείσα από τον Νέστορα Μονή του Σωτήρος και η κόρη Πανσέμνη την ακολούθησε σχεδόν αμέσως, μέσα στα δίσεκτα εκείνα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, προκειμένου- ευρισκομένη πλάι στην ασφάλεια της μητέρας- να διδασκόταν από τον Νέστορα την τέχνη της αγιογραφίας, του οποίου και υπήρξε, στη συνέχεια, πνευματικό ανάστημα και διάδοχος τόσο στην Τέχνη όσο και στην Ηγουμενία.

    Εδώ, τα χρόνια που ακολούθησαν, η Πανσέμνη υπέστη τη μοναχική δοκιμασία, καρείσα μοναχή από τον Γέροντά της, Νέστορα Βασσάλο, ενώ, αρκετά αργότερα, στις 6 Αύγουστου 1970, ακολούθησε και η ενθρόνισή της ως Ηγουμένης από τον μακαριστό Μητροπολίτη Τίτο Συλλιγαρδάκη. Από τότε ξεκινάει μια νέα δημιουργική πορεία για την εν λόγω γυναικεία Μονή του Ρεθύμνου, κατά την οποία η Γερόντισσα Πανσέμνη κατέστη μια σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα, μια χαρισματική ηγετική και ιστορική μορφή του κρητικού μοναχισμού των ημερών μας. Ογδόντα χρόνια μοναχή και πενήντα δύο Ηγουμένη (!) δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν λέγαμε γι’ αυτήν ότι υπήρξε η «Γερόντισσα των Γεροντισσών» και η «Ηγουμένη των Ηγουμενισσών» της Κρήτης των τελευταίων χρόνων.

   Ως Ηγουμένη κατάφερε να ηγηθεί μιας λαμπράς Αδελφότητας, που μεταδίδει σήμερα το φως της Ορθοδοξίας ανά τον νομό του Ρεθύμνου και την Κρήτη γενικότερα. Επί των ημερών της, πρώτα- πρώτα, αποφασίζεται η μετατροπή της Μονής από ιδιόρρυθμη, που ήταν μέχρι τότε, σε κοινοβιακή. Αρωγός και καθοδηγήτρια στην κρίσιμη και δύσκολη αυτήν προσπάθεια καλείται από τη Γερόντισσα και τον Μητροπολίτη Τίτο η μακαριστή Ηγουμένη τής Ιεράς Μονής Σαββαθιανών, Ηρακλείου, Γερόντισσα Μελάνη. Με τη καταλυτική βοήθεια, στη συνέχεια, σύνολης τής Αδελφότητας του Κουμπέ και του τότε Μητροπολίτη Τίτου, ενέργησε και εργάστηκε υποδειγματικά και σε όλους τους τομείς για την εκ βάθρων ανακαίνιση και τον εξωραϊσμό της Μονής. Σε όλο αυτό το διάστημα, αποτέλεσε λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα εργατικότητας προς μίμηση από τις νεότερες μοναχές, ούσα παρούσα η ίδια σε όλα τα διακονήματα και μάλιστα στο ευγενέστερο όλων, την αγιογραφία, στην οποία το Μοναστήρι τού Κουμπέ έχει να επιδείξει μεγάλη παράδοση και του προσφέρει τους βασικούς πόρους επιβίωσης. Ο κτήτοράς του, Νέστωρ Βασσάλος (+ 1957), αγιογραφούσε ανελλιπώς μέχρι το έτος 1955. Διάδοχός του από το έτος αυτό καθίσταται η μακαριστή Γερόντισσα Πανσέμνη, η οποία θα διακονήσει με τη σειρά της την Ιερή Τέχνη επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το έτος 1985, όταν στα χέρια τους πήραν την παλέτα, και ανέλαβαν το Αγιογραφείο, οι νεότερες αδελφές της Μονής.

      Σήμερα (1935 μέχρι και τις μέρες μας) μια νέα περίοδος άνθισης και πνευματικής ακτινοβολίας διαγράφεται στην Ι. Μονή με τη σημαντική αύξηση τής Αδελφότητας, τη δημιουργία νέων κελιών, μουσειακών χώρων, εργαστηρίων αγιογραφίας και καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας, όπου θεραπεύονται επιμελώς οι Τέχνες, υπηρετείται ο άνθρωπος, η δημιουργικότητα και η ελπίδα και διατηρείται άσβεστη η πίστη στις πνευματικές αξίες και παραδόσεις του τόπου.

    Την εξαιρετική και δυναμική παρουσία της Γερόντισσας Πανσέμνης αντιληφθήκαμε κι εμείς κατά τη συγγραφή του βιβλίου μας για την Ιερά Μονή του Σωτήρος («Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κουμπέ και ο νεότερος ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης», Ρέθυμνο 2011). Η βοήθεια και συνδρομή της σε όλα τα στάδια εκπόνησής του, υπήρξε καταλυτική. Ήταν μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών τόσο για τον νεότερο Ιδρυτή της Μονής, Νέστορα Βασσάλο, όσο και για τους πρώτους χρόνους της νεότερης Ιστορίας της (1935 και εξής), που λίγοι ήταν σε θέση να τους γνωρίζουν.

    Η σημερινή Αδελφότητα, υπό τη σθεναρά ηγουμενία της Γερόντισσας Πανσέμνης, συνέχισε τα επόμενα χρόνια την κατά πάντα γόνιμη και φωτεινή παρουσία της στη μικρή και ευσεβή κοινωνία τού Ρεθύμνου. Πρόκειται για τη δεύτερη λαμπρή περίοδο ζωής του Μοναστηριού - μετά από την πρώτη εκείνη (1550- 1645), της Βενετοκρατίας - που λειτουργούσε και τότε σε αυτήν, ακριβώς, την ίδια θέση και ήταν γνωστό στην πόλη μας ως η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου (του Γουβερνέτου Χανίων), του οποίου η τιμή- που είχε λησμονηθεί στα βάθη των αιώνων-  επαναφέρθηκε και συνεχίζει σήμερα να τιμάται στο μοναστήρι του Χριστού, παράλληλα με αυτήν του Σωτήρα Χριστού και του Ιωάννου του Προδρόμου.

    Είναι γεγονός ότι η παρουσία και μόνο μιας Ιεράς Μονής, όπως η Ι. Μονή τού Σωτήρος, πολύ κοντά στην πόλη τού Ρεθύμνου, καθαγιάζει και ευλογεί την περιοχή και καθίσταται «ψυχῶν ἀναπαυτήριον». Το εκκλησιαστικό πρόγραμμα των ακολουθιών που τελούνται καθημερινά αποτελεί έκφραση ελάχιστης προσφοράς των χοϊκών ανθρώπων προς τον Σωτήρα Χριστό. Κουρασμένοι άνθρωποι, απογοητευμένοι από την αιχμηρότητα των προβλημάτων και τις ποικίλες δυσκολίες της σύγχρονης ζωής, σύρουν αποσταμένα τα βήματα της ελπίδας τους προς το ιερό του Χριστού καταγώγιο με τον τρόπο που «ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων», αποζητώντας καταφύγιο, πνευματική ωφέλεια και καθοδήγηση, λόγο παραμυθίας, ενθάρρυνσης και, προπάντων, αγάπης από τις αδελφές και τη μακαριστή Γερόντισσα Πανσέμνη, της οποίας ευχόμαστε σήμερα όπως Κύριος ο Θεός κατατάξει την ψυχήν εν σκηναίς Δικαίων και Αγίων και να έχει Καλό Παράδεισο!

«ΩΣ ΕΥ ΠΑΡΕΣΤΗΤΕ, ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΕ!»

 

     «ΩΣ ΕΥ ΠΑΡΕΣΤΗΤΕ,     ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΕ!»

 

             ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

             http://ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο επίσκοπος, ως διάδοχος των Αποστόλων, είναι η κορυφαία πνευματική εξουσία στη ζωή τής Εκκλησίας, την οποία στηρίζει, συγκροτεί και κατευθύνει το Πνεύμα το Άγιο. Ο επίσκοπος που τοποθετείται σε μια επισκοπική περιφέρεια καλείται να γίνει «Φῶς Χριστοῦ», «προσφέρων καί προσφερόμενος», κατά τη γνωστή φράση της θείας Λειτουργίας. 

Με αισθήματα εγκαρδιότητας και ακτινοβολίας η Ιερά και ιστορική Μητρόπολη Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου υποδέχεται και αγκαλιάζει τον νέο επίσκοπό της, στο πρόσωπο τού κ. Προδρόμου Ξενάκη, μέχρι σήμερα επισκόπου Κνωσού και Αρχιγραμματέα της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης.

        Πεφιλημένε μας Ιεράρχα, Σεβασμιώτατε κ. Πρόδρομε, η ωραία και ανόθευτη ψυχή των Ρεθεμνιωτών σάς καλωσορίζει και σας υποδέχεται ως «ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων της καὶ σὰρκα ἐκ τῆς σαρκός της». Γιατί ναι! έτσι σας αισθάνεται, Σεβασμιώτατε, η νέα Μητρόπολή σας και επαρχία σας γενικότερα. Το απέδειξε, εξάλλου, με τις μαζικές εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπο σας κατά την υποδοχή και ενθρόνισή σας στον ιστορικό θρόνο τής Μητροπόλεώς μας. Αυτός ο πιστός λαός, Σεβασμιώτατε, σας στηρίζει σήμερα, για να φανείτε αντάξιος των μεγάλων ευθυνών που επωμίζεσθε, διαδεχόμενος έναν πανάξιο Ιεράρχη, τον νυν Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, κ. Ευγένιο τον Β΄, που τόσον αγάπησε ο πιστός λαός της Μητροπόλεώς μας.

Γνωρίζουμε όλοι ότι- όπως το δηλώσατε και εσείς ο ίδιος- μοναδικός σκοπός και επιδίωξή σας είναι να υπηρετήσετε τον λαό τής Μητροπόλεώς μας και ότι η ευπρέπεια τού Οίκου τού Κυρίου θα είναι στο εξής το αποκλειστικό μέλημά σας. Ο πιστός λαός τού Ρεθύμνου περιμένει τώρα από σας, τον άριστο και έμπειρο λειτουργό τού Υψίστου, ένα εξίσου προς την αγάπη που σας επέδειξε πολυδιάστατο πνευματικό, λειτουργικό, πολιτιστικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό, αντιαιρετικό και παιδαγωγικό έργο. Σας περιμένει, Σεβασμιώτατε, ως τον άριστο οιακοστρόφο και Καλόν Ποιμένα τής Μάνδρας τού Χριστού, που θα εμπνέει, θα διδάσκει, θα κατηχεί, θα νουθετεί, θα συμφιλιώνει, θα μορφώνει, θα μεριμνά για τους πτωχούς, τους ασθενείς και τα ορφανά και θα καθοδηγεί ανά πάσαν στιγμή το ποίμνιό του στον «κατ᾿ ἐπίγνωσιν» ζήλον τής ορθόδοξης χριστιανικής ζωής, δράσης και πνευματικότητας. Και στο βαρύ αυτό έργο σας, μη δειλιάσετε ούτε για μια στιγμή, ότι δεν θα είσαστε ποτέ μόνος, αλλά, μαζί με το πιστό ποίμνιό Σας, «μεθ’ ὑμῶν και Κύριος ὁ Θεός σται εἰς πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σας».

Σεβασμιώτατε, το ποίμνιό σας Σάς υποδέχεται και σας καλωσορίζει στην πόλη και τη Μητρόπολή μας! Σας εύχεται το «ὡς εὖ παρέστητε» και ευσεβάστως ασπάζεται τη δεξιάν Σας, έχοντας βαθιά την πεποίθηση ότι ένας νέος λαμπρός Ιεράρχης προστίθεται στη χορεία των μέχρι σήμερα εκλεκτών προκαθημένων τής Ιεράς και ιστορικής Μητροπόλεώς μας.   

Η καταστροφή του πύργου της Εθιάς * * * (Σητεία, Δεκέμβριος 1828)

 

Η καταστροφή του πύργου της Εθιάς

(Σητεία, Δεκέμβριος 1828)

 

 

   Κωστής Ηλ. Παπαδάκης

  http://ret-anadromes.blogspot.com

 

    Τρεις χιλιάδες Τούρκοι, οι αγριότεροι της Σητείας, από τους οποίους οι εξακόσιοι ήταν ένοπλοι, είχαν καταφύγει και είχαν κλειστεί σε μιαν ενετική έπαυλη των Ντε Μέτσο (εικ. 1) του χωριού Εθιά ή Ετιά της Σητείας. Εκεί, πεισμωμένοι

                                                                                         Εικ. 1. Villa De Mezzo στην Εθιά

κρατούσαν άμυνα για δυο μέρες. Οι επαναστάτες τούς είπαν την καταστροφή που είχε συμβεί στον παραπλήσιο πύργο των Λιθινών, δυο ώρες απόσταση από την Εθιά. Τους παρουσίασαν, μάλιστα, ως μάρτυρα και μια γυναίκα που διασώθηκε στις Λιθίνες, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά τους και να μην έχουν και τούτοι την ίδια τύχη, χωρίς όμως να καταφέρουν να τους πείσουν να παραδοθούν. Ζήτησαν, μάλιστα, οι πολιορκούμενοι να στείλουν στις Λιθίνες έναν δικό τους Τούρκο παρατηρητή, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συνέβη εκεί και να επιβεβαιώσει τα λεχθέντα από τη γυναίκα. Έγινε η επιθυμία τους, επέστρεψε ο Τούρκος παρατηρητής, τους είπε τα όσα έγιναν, αλλά και πάλι αυτοί επέμεναν να μην παραδίδονται. Επανέλαβαν, μάλιστα, την επόμενη μέρα, σφοδρότερα τους τουφεκισμούς, που κράτησαν δυο μέρες και δυο νύχτες και σκότωσαν τρεις Έλληνες και τραυμάτισαν άλλους τόσους. Χρονοτριβούσαν, γιατί έλπιζαν, φαίνεται, σε κάποια βοήθεια είτε από την Ιεράπετρα είτε από το Ηράκλειο. Στο τέλος, ο Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός (εικ. 2) πλησίασε στον πύργο και τους φώναξε:

Εικ. 2. Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός
    -Άδικα και παράδικα θα χαθείτε όλοι σας μέσα στο σεράγιο σαν και τους άλλους στις Λιθίνες, που αναγκαστήκαμε να τους κάψουμε, γιατί δεν έδιναν πίστη στον λόγο μας. Παραδοθείτε και έχετε το λόγο της τιμής μου κι εμένα και των άλλων αρχηγών πως δεν θα πειραχτείτε! Θα φύγετε με τα όπλα σας και θα πάρετε και όσα πράγματα μπορείτε να σηκώσετε απάνω σας. θα μπείτε σε καΐκια, για να πάτε όπου θέλετε εκτός από την Κρήτη. Σας δίνομε διορία μια ώρα. Αν στην ώρα μέσα δεν δεχθήτε θα σας κάψομε και το κρίμα των γυναικών και των τέκνων σας ας είναι στον λαιμό σας, γιατί θέλετε πάθει και σεις εντός ολίγου ό,τι και οι άλλοι στις Λιθίνες!»[1].

    Παραδόθηκαν, δεν τους πήραν τα όπλα, τους συγκέντρωσαν έξω από τον πύργο, περιζώνοντάς τους μέσα σε ισχυρή φρουρά, που είχε αυστηρότατη εντολή να τηρήσει τη συνθήκη, γιατί έτσι το επέβαλλε η τιμή των αρχηγών που είχαν δώσει τον λόγο τους, μα και η τιμή των ελληνικών όπλων. Θα τους οδηγούσαν στην παραλία- σε απόσταση τεσσάρων, περίπου, ωρών από το Σεράγιο- όπου περίμεναν Κάσια πλοία να τους μεταφέρουν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια[2].

     Όμως, η συνθήκη δεν τηρήθηκε, γιατί μόλις είχε ξεκινήσει η μακρά πομπή των γυναικόπαιδων και των Τούρκων οπλοφόρων, μερικοί από τους πικραμένους Στειακούς και μαζί με αυτούς και ο Καζανομανώλης, που είχε ολόκληρα δεκαπέντε χρόνια προσωπικές διαφορές μαζί τους, αναγνώρισαν μέσα στο πλήθος πολλούς από τους αιμοβόρους Τούρκους τυράννους. Τους ξεχώρισαν, λοιπόν και σκότωσαν τριάντα, ενώ συγχρόνως αφόπλισαν και όλους τους άλλους, απογυμνώνοντάς τους απ’ ό,τι πολύτιμο κρατούσαν επάνω τους στη διάρκεια των τεσσάρων ωρών που περπατούσαν. Ο εξαιρετικά εύθικτος σε τέτοιες απείθειες στρατάρχης Τσουδερός, καθώς και οι λοιποί αρχηγοί, ζήτησαν την τιμωρία των πρωταιτίων. Αλλά σαν έμαθαν ότι την αρχή έκαναν δυο αδελφοί που, ανάμεσα στους αιχμαλώτους, διέκριναν τον φονιά, και μάλιστα με τρόπο ειδεχθή, της μάνας τους, δεν επέμειναν. Τόσο ο αυστηρός Τσουδερός όσο και ο άλλος στρατάρχης Π. Ζερβουδάκης, δεν μπορούσαν να επιμείνουν στην αξίωσή τους για την τιμωρία τους, όταν τους άκουσαν να λένε:

    -Μα για την εκδίκηση αυτή ζούσαμε ως εδά. Ίντα διάολο θα την εθέλαμε τη ζωή, αν τον αφήναμε να φύγει; Κάμετέ μας ό,τι θέλετε. Εδά θάμαστε ευχαριστημένοι[3] .   

    Όμως, οι πράξεις αυτές των επαναστατών στη Σητεία μαθεύτηκαν σε όλη την Κρήτη και κατελύπησαν, γιατί ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκαν έστω και λίγοι οπλίτες να λεκιάσουν την τιμή των κρητικών όπλων[4].

    Άλλοι Τούρκοι, περίπου 1200, που είχαν κλειστεί στο μοναστήρι της Κυρίας Ακρωτηριανής (Τοπλού), από τους οποίους 215 ήταν άνδρες ένοπλοι, παραδόθηκαν, επίσης, προκειμένου να προλάβουν τα χειρότερα, μόλις έμαθαν τις καταστροφές στις Λιθίνες και την Εθιά και μεταφέρθηκαν στη Χάλκη Δωδεκανήσου[5]. Η συμφωνία ήταν η ίδια με εκείνη στην Εθιά, αλλά να που ούτε τώρα δεν τηρήθηκαν τα συμπεφωνημένα. Και πάλιν οι Έλληνες, από το σφοδρό πάθος της αντεκδίκησης κινούμενοι, τους εξεγύμνωσαν απ’ ό,τι πολύτιμο κρατούσαν μέχρι να φτάσουν στην παραλία και σκότωσαν είκοσι πέντε, περίπου, για όσα δεινά είχαν πάθει κάποιοι Στειακοί από αυτούς στο παρελθόν, όπως τον θηριώδη Τούρκο Σεϊδεραγά. Και όλα αυτά παρά την προσπάθεια των οπλαρχηγών να τους αποτρέψουν[6]. 

    Ωστόσο, η Σητεία δεν έμεινε για πολύ στα χέρια των επαναστατών, γιατί ενώ οι Έλληνες επαναστάτες μεθυσμένοι από τις απροσδόκητες νίκες τους, μετά την αποχώρηση των στραταρχών, είχαν τραπεί σε άπληστη λαφυραγωγία, ισχυρότατη τουρκική δύναμη κινήθηκε περί τις 15 Ιανουαρίου 1929 από το Μεγάλο Κάστρο προς τη Σητεία, παίρνοντας μαζί τους και τους Στειακούς που είχαν καταφύγει στη Σπιναλόγκα και την Ιεράπετρα. Συγκεντρώθηκε μεγάλη δύναμη 4000 Τούρκων, που, χωρίς καμιά αντίσταση, ανακατέλαβε τη Σητεία, αφού από την αμέλεια ή καλύτερα την απρονοησία των Ελλήνων οι θέσεις της Μαλαύρας και του Περιστερώνα βρέθηκαν αφύλακτες. Και θα μπορούσαν οι ισάριθμοι, τη στιγμή εκείνη, Έλληνες να απέτρεπαν το κακό, αν κατελάμβαναν κάποιες πρόσφορες οχυρές θέσεις και στενώματα στο έδαφος της Σητείας, οπότε η καταστροφή των φοβισμένων από τα προηγούμενα γεγονότα Τούρκων θα ήταν αναπόφευκτη. Αλλά οι Έλληνες, δυστυχώς, τη στιγμή εκείνη, καταγίνονταν με τη λαφυραγωγία και την αρπαγή. Έτσι, στις 20 Ιανουαρίου 1829 οι Τούρκοι εισέβαλαν από τις παραπάνω αφύλακτες θέσεις παραδίνοντας τα χωριά στις φλόγες και οδηγώντας χιλιάδες χριστιανούς στην αιχμαλωσία. Ελάχιστοι Σφακιανοί έμειναν να πολιορκούν το φρούριο της Ιεράπετρας[7].   

 


[1]  Κριτοβουλίδης, Κ. Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 462. Μουρέλλος, Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειον Κρήτης,1932, 1068- 1069.

[2]  Ξανθουδίδης, Στέφανος, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων  μέχρι των καθ’ ημάς, Εν Αθήναις, 1909, 139. Πβ. και Κριάρης, Παναγιώτης Κ., Ιστορία της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 90.

              [3] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 463. Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π., 1068- 1069.

              [4] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π.,1072.

              [5] Δετοράκης, Θεοχάρης, Ιστορία τής Κρήτης, Ηράκλειο 1990, 348.

 [6]  Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 464. Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Δ΄, χ.χ.: τ. Δ΄, 53.

 [7] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 464- 465. Δετοράκης, Θεοχάρης, ό.π., 348. Πβ. και     Ξανθουδίδης, Στέφανος, ό.π., 139.