Η καταστροφή του
πύργου της Εθιάς
(Σητεία, Δεκέμβριος 1828)
Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
http://ret-anadromes.blogspot.com
Τρεις χιλιάδες Τούρκοι, οι αγριότεροι της Σητείας, από τους οποίους οι εξακόσιοι ήταν ένοπλοι, είχαν καταφύγει και είχαν κλειστεί σε μιαν ενετική έπαυλη των Ντε Μέτσο (εικ. 1) του χωριού Εθιά ή Ετιά της Σητείας. Εκεί, πεισμωμένοι
Εικ. 1. Villa De Mezzo στην Εθιά
κρατούσαν άμυνα για δυο μέρες. Οι επαναστάτες τούς είπαν την καταστροφή που είχε συμβεί στον παραπλήσιο πύργο των Λιθινών, δυο ώρες απόσταση από την Εθιά. Τους παρουσίασαν, μάλιστα, ως μάρτυρα και μια γυναίκα που διασώθηκε στις Λιθίνες, για να τους επιβεβαιώσει τα λεγόμενά τους και να μην έχουν και τούτοι την ίδια τύχη, χωρίς όμως να καταφέρουν να τους πείσουν να παραδοθούν. Ζήτησαν, μάλιστα, οι πολιορκούμενοι να στείλουν στις Λιθίνες έναν δικό τους Τούρκο παρατηρητή, για να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συνέβη εκεί και να επιβεβαιώσει τα λεχθέντα από τη γυναίκα. Έγινε η επιθυμία τους, επέστρεψε ο Τούρκος παρατηρητής, τους είπε τα όσα έγιναν, αλλά και πάλι αυτοί επέμεναν να μην παραδίδονται. Επανέλαβαν, μάλιστα, την επόμενη μέρα, σφοδρότερα τους τουφεκισμούς, που κράτησαν δυο μέρες και δυο νύχτες και σκότωσαν τρεις Έλληνες και τραυμάτισαν άλλους τόσους. Χρονοτριβούσαν, γιατί έλπιζαν, φαίνεται, σε κάποια βοήθεια είτε από την Ιεράπετρα είτε από το Ηράκλειο. Στο τέλος, ο Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός (εικ. 2) πλησίασε στον πύργο και τους φώναξε:
Εικ. 2. Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός |
Παραδόθηκαν,
δεν τους πήραν τα όπλα, τους συγκέντρωσαν έξω από τον πύργο, περιζώνοντάς τους
μέσα σε ισχυρή φρουρά, που είχε αυστηρότατη εντολή να τηρήσει τη συνθήκη, γιατί
έτσι το επέβαλλε η τιμή των αρχηγών που είχαν δώσει τον λόγο τους, μα και η
τιμή των ελληνικών όπλων. Θα τους οδηγούσαν στην παραλία- σε απόσταση τεσσάρων,
περίπου, ωρών από το Σεράγιο- όπου περίμεναν Κάσια πλοία να τους μεταφέρουν στα
απέναντι μικρασιατικά παράλια[2].
Όμως, η συνθήκη δεν τηρήθηκε, γιατί μόλις είχε
ξεκινήσει η μακρά πομπή των γυναικόπαιδων και των Τούρκων οπλοφόρων, μερικοί
από τους πικραμένους Στειακούς και μαζί με αυτούς και ο Καζανομανώλης, που είχε
ολόκληρα δεκαπέντε χρόνια προσωπικές διαφορές μαζί τους, αναγνώρισαν μέσα στο
πλήθος πολλούς από τους αιμοβόρους Τούρκους τυράννους. Τους
ξεχώρισαν, λοιπόν και σκότωσαν τριάντα, ενώ συγχρόνως αφόπλισαν και όλους τους
άλλους, απογυμνώνοντάς τους απ’ ό,τι πολύτιμο κρατούσαν επάνω τους στη
διάρκεια των τεσσάρων ωρών που περπατούσαν. Ο εξαιρετικά
εύθικτος σε τέτοιες απείθειες στρατάρχης Τσουδερός, καθώς και οι λοιποί
αρχηγοί, ζήτησαν την τιμωρία των πρωταιτίων. Αλλά σαν έμαθαν ότι την αρχή
έκαναν δυο αδελφοί που, ανάμεσα στους αιχμαλώτους, διέκριναν τον φονιά, και
μάλιστα με τρόπο ειδεχθή, της μάνας τους, δεν επέμειναν. Τόσο ο αυστηρός
Τσουδερός όσο και ο άλλος στρατάρχης Π. Ζερβουδάκης, δεν μπορούσαν να
επιμείνουν στην αξίωσή τους για την τιμωρία τους, όταν τους άκουσαν να λένε:
-Μα
για την εκδίκηση αυτή ζούσαμε ως εδά. Ίντα διάολο θα την εθέλαμε τη ζωή, αν τον
αφήναμε να φύγει; Κάμετέ μας ό,τι θέλετε. Εδά θάμαστε ευχαριστημένοι[3] .
Όμως,
οι πράξεις αυτές των επαναστατών στη Σητεία μαθεύτηκαν σε όλη την Κρήτη και
κατελύπησαν, γιατί ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκαν έστω και λίγοι οπλίτες να
λεκιάσουν την τιμή των κρητικών όπλων[4].
Άλλοι
Τούρκοι, περίπου 1200, που είχαν κλειστεί στο μοναστήρι της Κυρίας Ακρωτηριανής
(Τοπλού), από τους οποίους 215 ήταν άνδρες ένοπλοι, παραδόθηκαν, επίσης,
προκειμένου να προλάβουν τα χειρότερα, μόλις έμαθαν τις καταστροφές στις
Λιθίνες και την Εθιά και μεταφέρθηκαν στη Χάλκη Δωδεκανήσου[5].
Η συμφωνία ήταν η ίδια με εκείνη στην Εθιά, αλλά να που ούτε τώρα δεν τηρήθηκαν
τα συμπεφωνημένα. Και πάλιν οι Έλληνες, από το σφοδρό πάθος της αντεκδίκησης
κινούμενοι, τους εξεγύμνωσαν απ’ ό,τι πολύτιμο κρατούσαν μέχρι να φτάσουν στην
παραλία και σκότωσαν είκοσι πέντε, περίπου, για όσα δεινά είχαν πάθει κάποιοι
Στειακοί από αυτούς στο παρελθόν, όπως τον θηριώδη Τούρκο Σεϊδεραγά. Και όλα
αυτά παρά την προσπάθεια των οπλαρχηγών να τους αποτρέψουν[6].
Ωστόσο, η Σητεία δεν έμεινε για πολύ
στα χέρια των επαναστατών, γιατί ενώ οι Έλληνες επαναστάτες μεθυσμένοι από τις
απροσδόκητες νίκες τους, μετά την αποχώρηση των στραταρχών, είχαν τραπεί σε
άπληστη λαφυραγωγία, ισχυρότατη τουρκική δύναμη κινήθηκε περί τις 15 Ιανουαρίου
1929 από το Μεγάλο Κάστρο προς τη Σητεία, παίρνοντας μαζί τους και τους
Στειακούς που είχαν καταφύγει στη Σπιναλόγκα και την Ιεράπετρα. Συγκεντρώθηκε
μεγάλη δύναμη 4000 Τούρκων, που, χωρίς καμιά αντίσταση, ανακατέλαβε
τη Σητεία, αφού από την αμέλεια ή καλύτερα την απρονοησία των Ελλήνων οι θέσεις
της Μαλαύρας και του Περιστερώνα βρέθηκαν αφύλακτες. Και θα μπορούσαν οι
ισάριθμοι, τη στιγμή εκείνη, Έλληνες να απέτρεπαν το κακό, αν κατελάμβαναν
κάποιες πρόσφορες οχυρές θέσεις και στενώματα στο έδαφος της Σητείας, οπότε η
καταστροφή των φοβισμένων από τα προηγούμενα γεγονότα Τούρκων θα ήταν
αναπόφευκτη. Αλλά οι Έλληνες, δυστυχώς, τη στιγμή εκείνη, καταγίνονταν με τη
λαφυραγωγία και την αρπαγή. Έτσι, στις 20 Ιανουαρίου 1829 οι Τούρκοι εισέβαλαν
από τις παραπάνω αφύλακτες θέσεις παραδίνοντας τα χωριά στις φλόγες και
οδηγώντας χιλιάδες χριστιανούς στην αιχμαλωσία. Ελάχιστοι Σφακιανοί έμειναν να
πολιορκούν το φρούριο της Ιεράπετρας[7].
[1] Κριτοβουλίδης, Κ. Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 462. Μουρέλλος,
Ι. Δ., Ιστορία της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειον Κρήτης,1932, 1068-
1069.
[2] Ξανθουδίδης,
Στέφανος, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Εν Αθήναις, 1909, 139. Πβ. και Κριάρης,
Παναγιώτης Κ., Ιστορία της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του
τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 90.
[4] Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π.,1072.
[5] Δετοράκης, Θεοχάρης, Ιστορία τής Κρήτης, Ηράκλειο 1990, 348.
[6] Κριτοβουλίδης, Κ.,
ό.π., 464. Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία τής Κρήτης, τ. Δ΄, χ.χ.: τ. Δ΄, 53.
[7] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 464- 465. Δετοράκης, Θεοχάρης, ό.π., 348. Πβ. και Ξανθουδίδης, Στέφανος, ό.π., 139.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου