FRANZ W. SIEBER * * * Ταξίδι στη νήσο Κρήτη του ελληνικού Αρχιπελάγους κατά το έτος 1817 * * * Μετάφραση εκ του Γερμανικού κειμένου, Εισαγωγή, Σχόλια υπό ΔΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ Αρχαιολόγου


   FRANZ  W. SIEBER

 

Ταξίδι στη νήσο Κρήτη

του ελληνικού Αρχιπελάγους

κατά το έτος 1817

        

Μετάφραση εκ του Γερμανικού κειμένου,

Εισαγωγή, Σχόλια

υπό ΔΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ

Αρχαιολόγου

 

[Εκδόσεις Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε., Αθήνα 2022, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 712]

 

   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                        http://ret-anadromes.blogspot.com

  Σε εποχές που τα ταξίδια ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα και επισφαλή, το περιηγητικό κείμενο λειτουργούσε πολλαπλά, τόσο για τον ταξιδιώτη/συγγραφέα, που ενδιαφερόταν να συγκρατήσει και να μεταφέρει μνήμες και εικόνες ενός κόσμου μακρινού, που γνώριζε ότι πολύ δύσκολα θα τον αντίκριζε ξανά, όσο και για τους αναγνώστες/αποδέκτες, που συμμερίζονταν την ταξιδιωτική του εμπειρία νοερά, εφόσον και γι’ αυτούς τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια ήταν εγχείρημα ή και όνειρο, πρακτικά, συνήθως, απλησίαστο και όλως ανέφικτο.

Για τον λόγο αυτόν, τα κείμενα των περιηγητών, σε παλιότερες εποχές, έτυχαν ιδιαίτερα μεγάλης προσοχής και σημασίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το μυθιστόρημα, με την κλασική του μορφή και δομή, συχνά γίνεται επίπονο και κουραστικό. Αντίθετα, το περιηγητικό χρονικό, πολλές φορές, καθίσταται αφήγηση- με λογοτεχνική χάρη- τόπων, γεγονότων, εικόνων, προσώπων με αποτέλεσμα να έχουμε, τελικά, ένα εξαίσιο στο είδος του πεζογράφημα. Και αυτό, βέβαια, εξαρτάται σε έναν μεγάλο βαθμό και από τις περιγραφικές και λογοτεχνικές ικανότητες τού κάθε περιηγητή. 

Παρακολουθούμε, λοιπόν, απλές και σύντομες αναφορές σε συγκεκριμένους τόπους, πλούσιες αρχαιογνωστικές αναλύσεις μνημείων και σημαντικών αρχαιολογικών χώρων ή γλαφυρές περιγραφές των ντόπιων ηθών και εθίμων, που κάνουν τα κείμενα αυτά να προσφέρουν σημαντικά πλούσιο υλικό για τον ιστορικό, τον αρχαιολόγο, τον φυσιοδίφη ή και τον απλό αναγνώστη. Έτσι- σύμφωνα με τα παραπάνω και την προσωπική τού κάθε περιηγητή οπτική γωνία- τα περιηγητικά κείμενα κατατάσσονται σε θεματικές ενότητες που άπτονται τόσο τού φυσικού και δομημένου χώρου, όσο και της αρχαιογνωσίας, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, των εκφάνσεων τού καθημερινού βίου και πολιτισμού και των τρόπων πολιτικής εξουσίας. Λίγο- πολύ, και όλως σχηματικά, θα λέγαμε ότι συνθέτουν αυτό που συχνά ονομάζουμε «συνολική ιστορία».

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα υπήρξε κατεξοχήν τόπος έλξης των περιηγητών σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως επί Τουρκοκρατίας από το έτος 1500 μέχρι και το 1900. Είναι, περαιτέρω, γνωστό ότι η περιηγητική γραμματεία αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών, αν και συχνά μονομερή, για τον ελλαδικό χώρο, που από την αρχαιότητα έχει σημαδευτεί με περιηγητές, όπως τον Ηρόδοτο και, στη συνέχεια, και με τους Αρτεμίδωρο, Διόδωρο Σικελιώτη, Μεγασθένη, Παυσανία, Στράβωνα και, αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, τους Επιφάνιο, Στέφανο Βυζάντιο και  Ιωάννη Φωκά, ενώ ακόμα πιο αργά- και όσον αφορά ειδικότερα στην Κρήτη- και με τους ευρωπαίους Tournefort, Pococke, Sonnini, Simonelli, Savary, Olivier, R. Pashley, Scott, Sieber μέχρι και τον Βαυαρό Δέφνερ, των αρχών τού 20ου αιώνα.

Σήμερα, ο γνωστός Ρεθεμνιώτης και καλός φίλος Δρ. Αρχαιολόγος κ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης έρχεται στον χώρο της περιηγητικής γραμματείας με ένα πολύ γνωστό- αλλά από άλλες γλώσσες- περιηγητικό κείμενο, που αφορά στις περιηγητικές εντυπώσεις, τα βιώματα και τις πληροφορίες που μας δίνει, για τον χρόνο διαμονής του στην Κρήτη, ένας νεότερος, της Τουρκοκρατίας, περιηγητής, ο αυστριακός ιατρός Franz W. Sieber.

Oι πληροφορίες τού Sieber ανάγονται ειδικότερα στο έτος 1817, καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου περιηγούνταν ανά την νήσο Κρήτη. Οι αναμνήσεις του δε αυτές, να σημειωθεί, δεν περιορίζονται σε μιαν απλή καταγραφή εντυπώσεων, όπως θα περίμενε κανείς από ένα περιηγητικό κείμενο. Ο Sieber, αντίθετα, κάνει Ιστορία, τονίζει με προσεκτικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του τον στενό δεσμό των Ελλήνων προς τον έξοχο και λαμπρό πολιτισμό των προγόνων τους και εκφράζει γενναία συναισθήματα έναντι κατακτημένων και κατακτητών, έναντι Ελλήνων και Τούρκων. Συχνά, μάλιστα- όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους Ευρωπαίους περιηγητές- αφήνεται να εκφράσει όλο το μίσος από το οποίο διακατέχεται η ψυχή του έναντι των Τούρκων αφεντάδων, φανερώνοντας, ταυτόχρονα, φιλέλληνα συναισθήματα πόνου για την επικρατούσα κατάσταση δουλείας και ξεπεσμού στην Ελλάδα.

Από τη μεριά αυτήν αξίζει να εξάρουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τής Περιηγητικής Γραμματείας, που μας γνωρίζει τις δραστηριότητες και τις συνήθειες, τους νόμους και τους συνεκτικούς δεσμούς των Ελλήνων και των άλλων εθνοτήτων που διαβίωναν στις περιοχές τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα από τη ματιά που έριχναν στον τόπο και στα στοιχεία ετερότητας οι διάφοροι ξένοι περιηγητές. Μέσα από αυτήν τη ματιά τού άλλου, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, αρχαιοδίφες και διπλωμάτες, έμποροι και συλλέκτες, φυσιοδίφες, συχνά και ιερωμένοι καταθέτουν τις αναζητήσεις τους και τους τρόπους πραγματοποίησης των στόχων τους στις αποστολές τους και στις περιπλανήσεις τους, αποτυπώνοντας τα βιώματά τους και τις παρατηρήσεις τους στα περιηγητικά κείμενά τους, αλλά και τις σκέψεις τους που γεννιούνται από τη θέαση και τη συνάντησή τους με έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον δικό τους.

Βλέπουμε, έτσι, τον εν λόγω περιηγητή Sieber να αναφέρεται άλλοτε σε κλιματολογικές, εδαφολογικές, γεωργικές, βιοτεχνικές κ.λπ. πληροφορίες και άλλοτε να προχωρεί βαθύτερα σε εύστοχες ψυχολογικές για τους Κρητικούς παρατηρήσεις, να μελετά τα ήθη και τα έθιμα τού νησιού, τα οποία πλουσίως και επιμελώς φαίνεται να έχει γνωρίσει. μιλά, επίσης, για τους χορούς, τα φαγητά, τους αρραβώνες και τις διασκεδάσεις των Κρητικών (αναφέρεται, μάλιστα, σε αρραβώνα και γάμο στο Ρέθυμνο), ενώ παρακολουθεί και τα τής Εκκλησίας, παραθέτοντας θρησκευτικά έθιμα και λεπτομερείς περί νηστείας πληροφορίες. Έτσι, το παρουσιαζόμενο βιβλίο φαίνεται να έχει την αναφορά του στην Κρήτη συνολικά.

Ξέχωρη σημασία κατά την επίσκεψη του στην Κρήτη προσλαμβάνει και το ενδιαφέρον του και η ενδελεχής έρευνά του περί το φυτικό βασίλειο της Κρήτης και τη Βοτανολογία, οι εύστοχες παρατηρήσεις του οποίου γύρω από τις θεραπευτικές ιδιότητες των διαφόρων φυτών και βοτάνων είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές. Περισυλλέγει, λοιπόν, μεγάλες ποσότητες από αυτά τις οποίες και συσκευάζει και παίρνει μαζί του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πράγα, προς χρήση στις ιατρικές εφαρμογές του, ενώ σημαντικό αποδεικνύεται και το ενδιαφέρον, τα συναισθήματα και οι σχέσεις που o Sieber, ως ιατρός, ανέπτυσσε με τους αρρώστους που συναντούσε κατά τις περιηγήσεις του ανά τη Μεγαλόνησο, τους οποίους φρόντιζε αδαπάνως ιατρικά, με αποτέλεσμα να υποχρεώσει και να δημιουργήσει γύρω του ένα μεγάλο φιλικό κύκλο.    

Ειδικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη κρίνεται και η λεπτομερής του Sieber αναφορά στην επικρατούσα- τον καιρό της επίσκεψής του στην Κρήτη- φοβερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας) και των περιοριστικών μέτρων και προφυλάξεων που και τότε επιβάλλονταν (δεν κάθιζαν στο ίδιο κάθισμα και δεν έδιναν το χέρι σε άνθρωπο που υποπτεύονταν ότι νοσούσε από πανούκλα), πράγματα που ενθυμίζουν αντίστοιχα μέτρα και της δικής μας εποχής κατά της επιδημίας του κορωνοϊού.  

  Ο Μεταφραστής εκ της θεματολογίας του βιβλίου κινούμενος δράττεται τής ευκαιρίας και προσαρτά στο κείμενο καταπληκτικά υποσελίδια σχόλια, που επεκτείνουν, συμπληρώνουν και νοηματοδοτούν σπουδαία την υπό του περιηγητή παρεχόμενη γνώση, ενώ και αυτή τη μετάφρασή του εκ του Γερμανικού- με την άμεση και ουσιαστική βοήθεια της συζύγου του δρ. Μαρίας Gehlhoff- Βολανάκη- κάνει πολύ πιο κατανοητή με την προσθήκη, συχνά, λέξεων ή και ολόκληρων επεξηγηματικών φράσεων σε παρένθεση.

Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό και δόκιμο φίλο συγγραφέα δρα Ιωάννη Ηλ. Βολανάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των ρεθεμνιώτικων και όχι μόνο Γραμμάτων, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ * * * «Η συμβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα»* * * Του ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ

 


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 

«Η συμβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα»

 

Κριτικό Σημείωμα του: ΓΙΩΡΓΗ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ

 

    Δύο πολύ αξιόλογα βιβλία εκδόθηκαν πρόσφατα από τον δήμο Αγίου Βασιλείου, σχετικά και τα δύο με τις εορταστικές εκδηλώσεις των διακοσίων χρόνων από την Εθνοσωτήρια Επανάσταση του 1821, μια και ο δήμος αυτός, προς τιμήν του, πραγματοποίησε πλήθος εκδηλώσεων μ’ αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός σε πολλά επί μέρους σημεία της περιοχής του. Αποκορύφωμα των εκδηλώσεων υπήρξε η ημερίδα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Σπήλι στις 17 Ιουλίου 2021 με τη σύμπραξη οκτώ Αγιοβασιλειωτών, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί από παλιότερα με την τοπική ιστοριογραφία. Τα Πρακτικά αυτής της ημερίδας αποτελούν το ένα βιβλίο με τον γενικό τίτλο: «200 Χρόνια από την Επανάσταση του 1821 στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου» .

    Το δεύτερο βιβλίο είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματικός καρπός του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, με τον γενικό τίτλο: «Η συμβολή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου στην Επανάσταση του Εικοσιένα», στο οποίο εξιστορεί όχι μόνο τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στα στενά όρια της επαρχίας κατά το διάστημα (1821-1830) , αλλά κι εκείνα τα οποία έλαβαν χώρα σ’ ολόκληρη την Κρήτη, εφόσον υπήρχε ενεργός συμμετοχή Αγιοβασιλειωτών ή «Λαμπαίων», όπως αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Κριτοβουλίδης τους κατοίκους του Αγίου Βασιλείου. Ο συγγραφέας στον πρόλογο του διευκρινίζει: «…Κριτήριό μας για τη θεώρηση ενός πολεμικού γεγονότος ως «αγιοβασιλειώτικου» – στην περίπτωση που αυτό λαμβάνει χώρα εκτός της επαρχίας- θέσαμε τη συμμετοχή σε αυτό Αγιοβασιλείωτη οπλαρχηγού ή Αγιοβασιλειωτών πολεμιστών. Και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες οι συμμετοχές αυτές «καθ’ άπασαν την Κρήτην», που, στην παρούσα έκδοση, έφθασαν να προσμετρούν περί τις σαράντα (40), ενώ οι οπλαρχηγοί της επαρχίας – με κορυφαίους τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό και τον αδελφό του Στρατάρχη Γεώργιο Τσουδερό – σε πολλές μάχες της Μεγαλονήσου, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο….».

    Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα το ’21 η επαρχία Αγίου Βασιλείου είχε την τύχη να έχει ηγέτες από την ιστορική οικογένεια των Τσουδερών, απογόνων της κραταιάς βυζαντινής οικογένειας των Καλλέργηδων. Η θρυλική μορφή του Μελχισεδέκ Τσουδερού, Ηγουμένου της Ιεράς και σεβάσμιας Μονής Πρέβελη, συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση της περιοχής κατά την προεπαναστατική περίοδο και στην προμήθεια πολύτιμων όπλων, με χρήματα της Μονής, με τα οποία οπλίστηκε το πρώτο συντεταγμένο πολεμικό Σώμα στην Κρήτη το 1821, το λεγόμενο και Πρεβελιώτικο Σώμα. Δεν είναι ιστορικό λάθος, ούτε ακραίος τοπικισμός, αν ισχυριστούμε ότι, ανεπίσημα η επανάσταση στην Κρήτη ξεκίνησε από την ευρύτερη περιοχή του Πρέβελη, με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την 23η έως την 26η Μαίου 1821 και με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Τσουδερογούμενο. Η ενεργός συμμετοχή του εξάλλου από την επίσημη έναρξη της Επανάστασης στις 29 Μαίου 1821, μέχρι και τις 5 Φεβρουαρίου 1823, όπου δυστυχώς για την Κρήτη πληγώθηκε θανάσιμα σε φονική μάχη με τους Τούρκους στο Πολεμάρχι Κισάμου, τον καταξιώνει ως μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες της επαναστατημένης Κρήτης, με διττή ιδιότητα, εκείνη του Οπλαρχηγού κι εκείνη του Ηγουμένου της Μονής Πρέβελη.

    Τη σκυτάλη έκτοτε ανάλαβε επάξια ο αδελφός του Γεώργιος Τσουδερός ως εκατόνταρχος στην αρχή (1821), πεντακοσίαρχος (1822) και Στρατάρχης από το 1828 και μετά, αλλά ας δούμε τι γράφει για τον μεγάλο αυτό Πολέμαρχο ο συγγραφέας: «Ο Γεώργιος Τσουδερός είναι ο μεγάλος και χαρισματικός άνδρας, οπλαρχηγός και στρατάρχης της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, που συμμετείχε ως αρχηγός σε πάρα πολλές μάχες και επέζησε του αγώνα του Εικοσιένα. Έλαβε δε μέρος και στην επανάσταση των Χαιρέτηδων (1841). Δεν καταδέχτηκε να φύγει από την Κρήτη μαζί με τα παιδιά του, αλλά τριγυρνούσε μόνιμα στα ρεθεμνιώτικα, επιχειρώντας γρήγορες επιθέσεις παντού, για να μη προφταίνουν οι Τούρκοι να εντοπίζουν τη βάση του. Η δράση του Γεωργίου Τσουδερού έχει μείνει στην ιστορία, γιατί υπήρξε από τους ελάχιστους Κρητικούς αρχηγούς που διέτρεξε ολόκληρη την Κρήτη σπιθαμή προς σπιθαμή, από την Κίσαμο μέχρι τη Σητεία, πολεμώντας τον εχθρό. Τρομοκρατούσε και ξεμονάχιαζε τους Τούρκους και τους ανάγκαζε να κλείνονται φοβισμένοι στα φρούριά τους….» Σε άλλο σημείο ο συγγραφέας δείχνει μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του: «…Είναι γεγονός ότι ο Γ. Τσουδερός έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης όλων των οπλαρχηγών της Κρήτης και πάντα όλοι προτιμούσαν τη συνεργασία μαζί του, γιατί από την αρχή του αγώνα κρατήθηκε μακριά από μικρομίση κι προσωπικές προστριβές, καλούμενος πάντα ως διαιτητής μέσα στους διαρκείς διαπληκτισμούς των άλλων…».

    Ανάμεσα στους τελευταίους ηρωικούς μαχητές που συνέχιζαν με πείσμα μέχρι και το τελευταίο έτος (1830) τον άτακτο πόλεμο κατά των Τούρκων ήταν ο Γ. Τσουδερός που συγκρατούσε ακόμα ολόκληρο το σώμα του, με τον αδελφό του Ιωάννη και τον γιο του Αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν οι Τσουδεροί να κρατήσουν τους εχθρούς μέσα στο Ρέθυμνο κι έτσι τα γυναικόπαιδα που ήθελαν να φύγουν για την ελεύθερη Ελλάδα έμειναν απείρακτα στις νότιες παραλίες. Εγκατέλειψε την Κρήτη από τους τελευταίους, στα μέσα του έτους 1831, «…αφού είδε με πόνον ψυχής υποχρεωθείσαν πάλιν την πατρίδα του να επανέλθη εις τον αυτόν ζυγόν», γράφει ο σύγχρονός του Καλλίνικος Κριτοβουλίδης.

    Ο μεγάλος αυτός Πολέμαρχος, που ακριβοδίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο «Κολοκοτρώνης» της Κρήτης, ο οποίος έδωσε τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία της κι έχασε έναν του γιό, τον Μανόλη, στη μάχη του Βρύσινα στις 15/4/1822, πέρασε φρικτές στερήσεις στο υπόλοιπο της ζωής του. Το 1833 στη Μεθώνη στην Πελοπόννησο παρουσιάστηκε στον βασιλιά Όθωνα, ο οποίος εκτιμώντας τις υπηρεσίες του, του υποσχέθηκε αναγνώριση και οικονομική ενίσχυση. Έτσι το 1838 ο Γ. Τσουδερός ονομάζεται Συνταγματάρχης της Βασιλικής Φάλαγγας. Τέλος πέθανε από την πείνα, πάμπτωχος, μακριά από την πατρίδα του στο Τολό Αργολίδος στις 10 Αυγούστου 1846, σε ηλικία 90 ετών, μέσα σε έναν αχυρώνα.

Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός
     Υ.Γ. Σε επιφώνησή του, μετά την παρουσίαση των δύο βιβλίων στο Σπήλι στις 24/8/22, ο Κωστής Παπαδάκης πρότεινε να κατασκευαστεί με δαπάνη του δήμου Αγίου Βασιλείου η προτομή του Στρατάρχη Γεωργίου Τσουδερού, ως οφειλόμενη τιμή του συνόλου των Αγιοβασιλειωτών για τους αγώνες του εναντίον των Τούρκων και ως ανθρώπου που ενθάρρυνε και οργάνωσε τους προγόνους μας και υπό την ηγεσία του οδηγήθηκαν στον ιερό υπέρ της ελευθερίας αγώνα το 1821.

    Θα είναι μεγάλη τιμή, νομίζω κι εγώ, για τον δήμο Αγίου Βασιλείου και τον δήμαρχο Γιάννη Ταταράκη να υλοποιήσει αυτήν την υποχρέωση!

ΘΩΜΑΣ ΚΡΕΒΕΤΖΑΚΗΣ- ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ * * * ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ- ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 


ΘΩΜΑΣ ΚΡΕΒΕΤΖΑΚΗΣ- ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ 

 

 ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ-

 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

[Έκδοση Γραφοτεχνική Κρήτης, Ρέθυμνο 2020- 2022, σχ. 8ο (22 Χ 24), σσ. 320]

 

   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας την καταγραφή της ιστορίας τού κάθε τόπου ξεχωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου της Ελλάδας- συνολικά ή πάνω σε μια ειδικότερη του τόπου θεματολογία, αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, και στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα σκύβουν με αγάπη πάνω από τα χωριά και τις πόλεις μας, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση της ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια συνολικά ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, βέβαια, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική που, σε καμιά περίπτωση, δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες της λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό αγάπης ερωτικής για τον τόπο καταγωγής.

Ο γνωστός συμπολίτης και ιστορικός ερευνητής δρ Χάρης Στρατιδάκης χρόνια τώρα με προσεκτικά και υπεύθυνα βήματα προχωρεί με τον τρόπο αυτόν και δημιουργεί το γενικό ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του Ρεθύμνου (πόλης και νομού) με μια σειρά σημαντικών και ετερόκλητων βιβλίων και εργασιών του, που αναφέρονται στην παιδεία, στα σπήλαια, στους τόπους ψυχαγωγίας, στην τροφή του Ρεθύμνου, στις πανδημίες κ.λπ., που, κάποια στιγμή, συνενούμενα όλα μαζί σε ένα σώμα, θα μπορέσουν να απαρτίσουν τη συνολική ιστορική και πολιτισμική εικόνα του Ρεθύμνου. Τελευταία, σχετική εργασία του έχουμε να απαριθμήσουμε το παρόν βιβλίο- λεύκωμα με τίτλο: «Οι Μετακινήσεις στο Ρέθυμνο- Τεκμήρια Συγκοινωνιακής Ιστορίας», που γνώρισε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.

Το εν λόγω βιβλίο εκπονήθηκε από κοινού με τον Θωμά Κρεβετζάκη, γνωστό, επίσης, κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό παράγοντα του τόπου μας, φιλόλογο, δημοτικό σύμβουλο και αντιδήμαρχο καθημερινότητας, γνωστό για το πάθος και την ευαισθησία του για τα πολιτιστικά πράγματα του τόπου, Συντονιστή για μια δεκαετία του Κέντρου Νέων του Δήμου και εμψυχωτή και διευθυντή του φεστιβάλ «Ημέρες Ρεθύμνου».

Κοντά σ’ αυτά, όπως κι ο έτερος των συγγραφέων, Χάρης Στρατιδάκης, είναι κάτοχος και ενός σπουδαίου και σπάνιου για την πόλη μας φωτογραφικού υλικού, που αξιοποιήθηκε κατάλληλα στην παρουσιαζόμενη- ως εκ του σχήματος και του πλήθους των δημοσιευομένων φωτογραφιών- λευκωματική έκδοση, που, συνολικά, ούτε λίγο ούτε πολύ, έφτασε να αριθμεί περί τα 720 έγχρωμα- παρότι, βέβαια, εμφανής είναι η κυριαρχία του ασπρόμαυρου λόγω εποχής- φωτογραφικά, επιφυλλιδικά, ζωγραφικά, σχεδιαστικά και διαδικτυακά τεκμήρια, προερχόμενα, πέραν των συγγραφέων, και από πολλούς άλλους συλλέκτες της πόλης μας και από το διαδίκτυο. Αυτό το εξαιρετικής σημασίας απεικονιστικό υλικό χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα και σχολιαζόμενο κατάλληλα από τους συγγραφείς καθίσταται ένα χρήσιμο και βασικό εργαλείο κατανόησης για τον αναγνώστη.

Η παρουσιαζόμενη έκδοση υπήρξε, περαιτέρω- όπως σημειώνει στον μεστό Πρόλογό του στο εν λόγω βιβλίο ο Δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης- ευτυχές αποτέλεσμα της αξιοποίησης κατά τον καλύτερο τρόπο μιας από τις δυνατότητες που προσφέρει στον Δήμο Ρεθύμνου η συμμετοχή του- ως εκπροσώπου της Χώρας μας- στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Civitas Destinations», το οποίο και χρηματοδότησε την έκδοση του πρωτότυπου αυτού βιβλίου- λευκώματος. Η αισθητική του, περαιτέρω, είναι, επίσης, μοναδική. Οι γραμματοσειρές, το σχήμα, το ιλουστρασιόν χαρτί των 130 γρ. και το σκληρό εξώφυλλο, για τα οποία φρόντισε επιμελώς η Γραφοτεχνική Κρήτης, ζωντανεύουν την έκδοση και την κάνουν ιδιαίτερα ευχάριστη και ελκυστική στην ανάγνωσή της.

Οι συγγραφείς εξετάζουν το θέμα πολλαπλώς και πολυτρόπως, ξεκινώντας ιστορικά από μια πολύ πρώιμη εποχή, από αυτά, κιόλας, τα παλαιολιθικά και μινωικά χρόνια, και παρακολουθώντας, στη συνέχεια, τις μετακινήσεις των ανθρώπων στην πόλη μας μέχρι τα βυζαντινά χρόνια και τη Βενετοκρατία και τη δημιουργία των πρώτων οδικών συστημάτων. Ταυτόχρονα εξετάζουν πώς τα νέα αυτά οδικά συστήματα επηρέασαν την ανάπτυξη των χωριών και των οικισμών από τους οποίους διέρχονταν.

Είναι φυσικό στις πρώτες ιστορικές περιόδους η εξέταση των μετακινήσεων, ως αργή που ήταν στην εξέλιξή της, να πραγματοποιείται ανά μεγάλα (σε βάθος εκατονταετιών) χρονικά διαστήματα, ενώ μετέπειτα, στα νεότερα χρόνια, που η εξέλιξη των μέσων μετακίνησης και η διαμόρφωση των νέων οδικών δικτύων πραγματοποιούνταν με ταχύτερους και πυκνότερους ρυθμούς, η εξέταση γίνεται ανά πολύ συντομότερα (σε βάθος δεκαετιών και λιγότερο) διαστήματα.

Βρίσκουμε θαυμάσια ρομαντική την περιγραφή της πόλης μας στη δεκαετία του ’50, που όσοι τη ζήσαμε εκείνη την προ-αυτοκινήτου εποχή, διατηρούμε μνήμες ακατάλυτες με πολύ διαφορετικές εικόνες και χρώματα. ήταν τότε που τα παιδιά παίζαμε ελεύθερα στους δρόμους χωρίς τον φόβο των αυτοκινήτων, που ήταν ελάχιστα και οι καταστηματάρχες στις αγορές τής πόλης έβγαζαν τις καρέκλες τους στους δρόμους και κουβέντιαζαν αντικριστά, απολαμβάνοντας τον ήλιο και τον καφέ τους, ενώ οι νοικοκυρές τους σκούπιζαν επιμελώς και νοιάζονταν γι’ αυτούς, θεωρώντας τους ως φυσική προέκταση και απαραίτητο εξάρτημα των σπιτικών τους.

Οι συγγραφείς παρακολουθούν, περαιτέρω, τις πρώτες διανοίξεις δρόμων επί Κρητικής Πολιτείας και μέχρι τα έτη 1950- 80, που έχουν, πλέον, διανοιχτεί οι περισσότεροι και κυριότεροι δρόμοι της πολιτείας, με προσδιορισμό, κάθε φορά, του ακριβούς χρόνου διάνοιξής τους, ενώ με εντυπωσιακή ακρίβεια καταγράφεται και το σύνολο των διαδρομών προς τις επαρχίες του νομού αλλά και προς τους γειτονικούς νομούς της Κρήτης. Ενδιαφέρουσα, πάντοτε, από καθαρά λαογραφική άποψη, βρίσκουμε την άφιξη στα χωριά μας του πρώτου αυτοκινήτου (λεωφορείου ή φορτηγού), μετά τη διάνοιξη, συνήθως σταδιακά, του δρόμου- με το σύστημα της υποχρεωτικής κοινοτικής εργασίας- και τη λυτρωτική, στη συνέχεια, συνένωσή τους με την πρωτεύουσα.

Και μπορεί, βέβαια, για τον νομό μας, η αυτοκίνηση να κατέχει την πρώτη θέση στις μετακινήσεις, όμως οι συγγραφείς με τον ίδιο ζήλο επεκτείνουν την έρευνά τους και μελετούν επιμελώς και επισταμένως και όλα τα άλλα είδη των διαχρονικών, ανά τους αιώνες, μετακινήσεων, όπως τις μετακινήσεις με τα πόδια, με τετράποδα και αργότερα και με ποδήλατα και μηχανές όλων των ειδών, με πλοία και αεροπλάνα, εξικνούμενοι μέχρι και σ’ αυτήν την τελευταία λέξη των σύγχρονων μετακινήσεων με ηλεκτρικά οχήματα και πατίνια, ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν και σ’ αυτά, ακόμη, τα πολυαναμενόμενα και πολυσυζητημένα στις μέρες μας υδροπλάνα, που ακόμα δεν τα έχουμε δει. Η καταγραφή, ειδικά, των μετακινήσεων με τα πλοία γίνεται, συχνά, εξαντλητική στο θέμα των ακολουθούμενων διαδρομών, όπως, χαρακτηριστικά, με εκείνο τον εντυπωσιακό «μεγάλο» και «μικρό» γύρο της Κρήτης επί Κρητικής Πολιτείας.  

 Μετά απ’ όλα αυτά, θεωρούμε ότι οι συμπολίτες συγγραφείς Θωμάς Κρεβετζάκης και Χάρης Στρατιδάκης είναι άξιοι του «δικαίου επαίνου» της πολιτείας για όσα πολύτιμα μάς διέσωσαν με το βιβλίο τους αυτό, που αποτελεί, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για την πόλη μας και τον νομό.

+ ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ * * * Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης * * * Φωτίου Πατριάρχου Κάτοπτρον Ηγεμόνος * Η επιστολή στον άρχοντα της Βουλγαρίας Μπόρις (Μιχαήλ)

          


   + ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ

  Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

 

 

Φωτίου Πατριάρχου

Κάτοπτρον Ηγεμόνος

 

Η επιστολή στον άρχοντα της Βουλγαρίας

Μπόρις (Μιχαήλ)

 

[ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ,

Ηράκλειο 2022, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 184]

 

 

     ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

        www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ο αείμνηστος Θεοχάρης Δετοράκης, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπήρξε πολύ γνωστός στην πόλη μας, όπου επί τρεις δεκαετίες υπηρέτησε την επιστήμη της Βυζαντινής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Ρεθύμνου, αλλά και έξω από το νησί και τη Χώρα μας, γενικότερα, για το σπουδαίο επιστημονικό έργο του, που σε ένα μεγάλο μέρος αφορά και στην Κρήτη και την Ιστορία της. Είναι ευτύχημα ότι η Κρήτη βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο των επιστημονικών ενδιαφερόντων και αναζητήσεων του αείμνηστου Καθηγητή και υπηρετήθηκε ευσυνείδητα, και παράλληλα πάντοτε με τη Βυζαντινή Φιλολογία, σε θέματα ιστορικά, φιλολογικά, γλωσσικά και λαογραφικά. Ειδικά η «Ιστορία της Κρήτης» του Θ. Δετοράκη, γραμμένη στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, έχει καταστεί στις μέρες μας ένα πολύτιμο χρηστικό σύγγραμμα, συνέχεια αυτών των μεγάλων ιστορικών της Κρήτης. 

Θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, γιατί σήμερα μού δίνεται η ευκαιρία- ταυτόχρονα με την παρούσα βιβλιοπαρουσίασή μου στο «τελευταίο» σπουδαίο έργο της επιστημονικής του σταδιοδρομίας- ν’ αποτίσω κι εγώ τον οφειλόμενο φόρο τιμής, το πνευματικό, θα έλεγα, «αντίδωρο» προς τον αγαπητό διδάσκαλο για τη συμβολή και βοήθειά του και σε δυο δικές μου συγγραφικές προσπάθειες, που άπτονταν του δικού του επιστημονικού πεδίου, των δύο, δηλαδή, παιδαγωγικών- φιλοσοφικών και φιλολογικών πραγματειών μου, «πρωτόλειων» (πριν τριάντα και πλέον χρόνια) έργων μου: «Θέματα αγωγής του παιδιού κατά τον ι. Χρυσόστομο», αλλά και, λίγο αργότερα, και στο άλλο παρεμφερές (που παραμένει, ακόμα, ανέκδοτο) με τον τίτλο: «Παιδαγωγική, θεολογική και φιλοσοφική προσέγγιση του λόγου τού Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Και στα δύο αυτά βιβλία μου κατέφυγα στη βοήθειά του- όσον αφορά, κυρίως, στη βιβλιογραφία- που μου στάθηκε, είναι γεγονός, πολύτιμη και στις δύο περιπτώσεις.

 Σήμερα, με το άρθρο μας αυτό, προβαίνουμε στη βιβλιοπαρουσίαση του «τελευταίου» έργου του, με τον τίτλο: «Φωτίου Πατριάρχου, Κάτοπτρον Ηγεμόνος» και υπότιτλο: «Η επιστολή στον άρχοντα της Βουλγαρίας Μπόρις (Μιχαήλ)». Με το σπουδαίο αυτό βιβλίο του, «κύκνειο άσμα» του αείμνηστου διδασκάλου και έκδοση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, μας προτείνεται το πρωτότυπο βυζαντινό Κείμενο τής εν λόγω πατριαρχικής επιστολής προς τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Μιχαήλ, με μιαν, εκ παραλλήλου, αριστουργηματική Μετάφρασή του, που συνοδεύεται με θαυμάσια σχόλια και ένα άκρως εμπεριστατωμένο εισαγωγικό σημείωμα.

   Προηγείται όλων ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μεστό και τεκμηριωμένο το «Προλόγισμα» του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ευγενίου, που ενημερώνει, οριοθετεί και επικεντρώνει τον αναγνώστη στο ουσιώδες και χρήσιμο τής έκδοσης τής εν λόγω Επιστολής προς ψυχική ωφέλεια των φιλομαθών αναγνωστών και ευρύτερη γνώση επί του θέματος που πραγματεύεται. Η έκδοση αυτή- όπως σημειώνει, περαιτέρω, ο Σεβασμιώτατος- εντάσσεται στις εκδόσεις του επισήμου Δελτίου της Εκκλησίας Κρήτης, ο «Απόστολος Παύλος», και ακολουθεί προηγηθείσα έκδοση του αείμνηστου συγγραφέα με θέμα τον «Ακάθιστο Ύμνο», που έγινε και πάλι από τον ίδιο Ιεράρχη, κατά το διάστημα της δωδεκαετούς γόνιμης διακονίας του στην Ι. Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, που είχαμε την ευκαιρία κι εκείνη να παρουσιάσουμε από τον ημερήσιο Τύπο της Κρήτης.

 Στην παρουσιαζόμενη μελέτη, εισαγωγικά, παρατίθεται το ιστορικό πλαίσιο τού εν λόγω κολοσσιαίου γεγονότος των μέσων του 9ου αιώνα, του εκχριστιανισμού, δηλαδή, των Βουλγάρων και της βάπτισης, περί το έτος 864, του ηγεμόνα τους Μπόρις (Μιχαήλ). Το Μέρος αυτό διαρθρώνεται σε δύο κεφάλαια. Το πρώτο εξ αυτών διαλαμβάνει τον Βίο και το έργο του συγγραφέα της επιστολής, Πατριάρχη Φωτίου, του οποίου η πνευματική δράση και η συγγραφική παραγωγή αποτελούν σταθμό στην ιστορία των βυζαντινών γραμμάτων. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στη γένεση και εξέλιξη του βουλγαρικού κράτους έως τον 9ο αιώνα και στον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων.

Η Επιστολή, ειδικότερα, του Φωτίου στον άρχοντα των Βουλγάρων Μιχαήλ συνδέεται με το χριστιανικό βάπτισμα του τελευταίου, οπότε έλαβε και το χριστιανικό όνομα Μιχαήλ, και αποτελεί μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο τεράστιας φιλολογικής σημασίας και το αρχαιότερο μνημείο της πνευματικής επικοινωνίας του Βυζαντίου με τον βουλγαρικό λαό.  Γραμμένη σε ύφος πατρικό, φανερώνει μιαν ιδιαίτερη σχέση δασκάλου προς μαθητή, ο οποίος αναλαμβάνει μέσα από μια μακρά θεολογική διδασκαλία να του γνωρίσει αφενός (στο α΄ μέρος της επιστολής, το «κατηχητικόν») τα βασικά στοιχεία της θρησκείας την οποία ασπάσθηκε διά του βαπτίσματος, την εξελικτική πορεία του χριστιανισμού ανά τους αιώνες, τους αγώνες του με τις διάφορες αιρέσεις, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τα κυριότερα στοιχεία της ορθόδοξης λατρείας και αφετέρου (στο β΄ μέρος, το «παραινετικόν») μια σειρά πατρικών παραινέσεων και συμβουλών για το «οποίον δει είναι τον ηγεμόνα». Είναι, κατά ταύτα, η επιστολή αυτή του Φωτίου προς τον Βόγορι μια συναγωγή των αρχών καλής συμπεριφοράς του άρχοντα προς τους αρχομένους, που θα αποτελούσαν κοινή, πλέον, οδηγία και για τους διαδόχους του, καθιστώντας τον εγγυητή τής βυζαντινής ορθοδοξίας στον βουλγαρικό λαό και παράγοντα καλής γειτονίας και καλών σχέσεων της χώρας του με το Βυζάντιο.

Η μακρόχρονη ενασχόληση του Θ. Δετοράκη με την επιστήμη της Βυζαντινής Φιλολογίας δικαιολογεί τα άριστα αποτελέσματα της παρουσιαζόμενης μελέτης, που διεισδύει βαθιά στο θέμα, επιχειρώντας τη λεπτομερειακή αναψηλάφηση ιστορικών θεμάτων σχετικών προς το μέγα αυτό κατόρθωμα των Βυζαντινών, τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων. Εξετάζει και προσάγει μετά από διεξοδική και σε βάθος έρευνα και ανάλυση και νέα στοιχεία από την πολύχρονη μελέτη των χειρογράφων, ώστε η εργασία του να χαρακτηρίζεται για τη σαφήνεια, την εκφραστική αυτής πληρότητα και επιστημονική της ευσυνειδησία.

Η παρουσιαζόμενη, βέβαια, μελέτη του αείμνηστου καθηγητή Θ. Δετοράκη απευθύνεται πρωτίστως στον ερευνητή της φιλολογικής επιστήμης και δη της Βυζαντινής Φιλολογίας και των σχετικών κλάδων αυτής, παράλληλα, όμως, έχει πολλά να προσφέρει και στον απλό αναγνώστη και να τον ενημερώσει σε πλείστα άκρως ενδιαφέροντα ζητήματα πίστεως και συμπεριφοράς.    

Θερμά ευχαριστούμε τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ευγένιο για την πρωτοβουλία τής έκδοσης και τού ωραίου αυτού και πολύμοχθου έργου και ευχόμαστε εκ βάθους καρδίας όπως Κύριος ο Θεός κατατάξει την ψυχήν τού αείμνηστου Καθηγητή, Θεοχάρη Δετοράκη, εν σκηναίς Δικαίων!

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

 

Μ. Βασίλειος -έργο Ν. Βασσάλου- 1916 

  ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ


  ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

      www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Ιδιοκτησία λέμε ό,τι απέκτησε ο άνθρωπος με την τίμια εργασία του ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο και το κατέχει ως χρήσιμο για την ατομική και οικογενειακή του ευτυχία και καταξίωση. Περαιτέρω προς τον παραπάνω ορισμό και σύμφωνα, πάντοτε, με την ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική, η ιδιοκτησία του κάθε ανθρώπου, εκτός του ότι θα πρέπει να είναι με νόμιμο τρόπο αποκτημένη, θα πρέπει και να επαρκεί για τη θεραπεία των κυριοτέρων αναγκών του, της καθημερινής, δηλαδή, τροφής, της ενδυμασίας, της κατοικίας, της μόρφωσης των παιδιών της οικογένειας, της καλής και ωφέλιμης ψυχαγωγίας κ.λπ.[1]

Αν προσέξουμε, πάντως, την εποχή μας, θα παρατηρήσουμε ότι- όλως αντίθετα προς τον παραπάνω χρυσό κανόνα τής χριστιανικής Ηθικής- τη σημερινή ανθρωπότητα διακατέχει ένας πρωτοφανής πυρετός πλουτομανίας, με ό,τι αρνητικό και δυσάρεστο για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου μπορεί να σημαίνει αυτό. Το χρήμα, στις μέρες μας, έχει αναχθεί σε θεό και υπέρτατη αξία, εκτοπίζοντας αρχές και ιδανικά για τα οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει ο άνθρωπος. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι όσο ο άνθρωπος πλουτίζει σε υλικά αγαθά άλλο τόσο φτωχαίνει σε ευτυχία, ανθρώπινα αισθήματα και ανώτερα ιδανικά. Όσο κυριαρχεί ο πλούτος ως μοναδική επιδίωξη και προσδοκία του ατόμου, άλλο τόσο ο άνθρωπος, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, καθίσταται φτωχότερος και σε αυτά τα υλικά αγαθά και χάνει ό,τι όμορφο και ανώτερο χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου. Γιατί, όπως ο ι. Χρυσόστομος φιλοσόφως αποφαίνεται, «πλούσιος οὐκ ἐστιν ἐκεῖνος ὁ τά πολλὰ περιβεβληµένος, ἀλλ’ ὁ µὴ πολλῶν δεόµενος»[2].     

 Θεολογική θεώρηση 

του θέματος του πλούτου

  Ο χριστιανισμός δε στάθηκε ποτέ υπέρμαχος ούτε του πλούτου ούτε, όμως, και της φτώχειας. Και βέβαια, ο άνθρωπος της φτώχειας, της στέρησης και της ανάγκης, που στερείται και αυτού του επιούσιου, δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή και τη χριστιανική διδασκαλία. Ακριβώς, γιατί η φτώχεια του αυτή θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να τον κάνει να δυσανασχετήσει και να βαρυγκωμήσει ενάντια στον Θεό. Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος της πτώχειας και της ανέχειας να είναι ευτυχής, εκτός αν διαθέτει έναν σπάνιον ηρωισμό, ώστε και η φτώχεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανόνας για τους χριστιανούς. 

Γι’ αυτό, ήδη από την Π. Διαθήκη, αναγνωρίζεται στον άνθρωπο το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας [ο Αβραάμ, για παράδειγμα, και ο Ιώβ ήταν πλούσιοι (όπως και ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος στην Καινή Διαθήκη][3] και, ακόμα, προβλέπονταν και σχετικά μέτρα προς διασφάλισή της. με την έβδομη, για παράδειγμα, εντολή του Δεκαλόγου απαγορευόταν η κλοπή της ξένης περιουσίας, ενώ με τη δέκατη απαγορευόταν και αυτή η απλή επιθυμία των αγαθών του πλησίον. Το «οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν ἐνδεής»[4] αποτελούσε επί αιώνες το κοινωνικό ιδεώδες της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο, στη συνέχεια, υιοθετήθηκε και από τον Χριστιανισμό.

Ενώ όμως ο άνθρωπος της φτώχειας δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, όμως, πολύ περισσότερο και ο πλούσιος δε θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, αφού υπόκειται σε τόσους πειρασμούς και δυσκολίες με κίνδυνο κάποια στιγμή να απολέσει την ψυχή του. Αυτό καθαυτό το να είναι κανείς πλούσιος προσδίνει υπερβολική προσκόλληση στα υλικά αγαθά, και μπορεί, γι’ αυτό, να αποτελέσει ψυχικό πάθος τελείως ασυμβίβαστο με τη χριστιανική αντίληψη της αρετής. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να πλουτίζει κανείς χωρίς και να αδικεί[5].

 Έτσι, στην Καινή Διαθήκη ο Κύριος με τις παραβολές του «άφρονος πλουσίου» και του «Λαζάρου» και με τα λόγια Του προς τον πλούσιο νεανία, στην «Επί του Όρους Ομιλία», έδειξε ότι οι μεγάλες περιουσίες εγκυμονούν τεράστιους ηθικούς κινδύνους και γι’ αυτό οι πλούσιοι είναι πολύ δύσκολο- όχι, όμως, αδύνατον- να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού[6]. «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν»[7] και, ακόμα, «οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε»[8], διεμήνυσε ο Κύριος προς την τάξη αυτών των ανθρώπων, στην ομιλία Του «Επί του Όρους». Με τα λόγια Του αυτά ο Κύριος δεν ελέγχει τον σωστά κινούμενο πλούτο, αλλά τη μωρία των ανθρώπων του κόσμου τούτου στο να θεωρούν την απόλαυση των υλικών αγαθών ως την μόνη τους "παρηγορία" και στο να στηρίζουν την ευτυχία τους σε αυτά θεωρώντας τα ως το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτουν. Οι άνθρωποι αυτοί κορεσμένοι από τον εαυτό τους, γεμάτοι μέχρι πάνω από τα αγαθά και τις απολαύσεις του παρόντος βίου- αλλ’ όχι και «χορτασμένοι»- καυχώνται γι’ αυτά και φθάνουν να μεταφέρουν και να τοποθετούν τον ουρανό και τον παράδεισό τους πάνω στη γη, παραμερίζοντας σε δεύτερη θέση την παράκληση (την παραμυθία) του Θεού και τα πνευματικά και ουράνια αγαθά. Οι άνθρωποι, λοιπόν, αυτοί έχοντας την πλήρη και τέλεια "παρηγορία" τους από τον πλούτο τους στην παρούσα ζωή, δεν τους μένει να ελπίζουν σε τίποτε στη μέλλουσα, όταν θα έχουν στερηθεί της παρηγορίας τους αυτής και των υλικών τους ανέσεων με τις οποίες είναι τώρα μέχρι πάνω γεμάτοι, αλλά που όλα παραμερίζονται, καταργούνται και χάνονται στη μέλλουσα ζωή[9].

 Κατέκρινε, ακόμα, ο Κύριος τους πλουσίους όταν αυτοί απορροφούνται από τη μέριμνα του πλούτου τους, με αποτέλεσμα να παραμελούν ανώτερα ιδανικά και καθήκοντα[10] και, κυρίως, όταν δεν φείδονται για κανένα θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να πλουτίσουν, αλλά όλες τις ελπίδες τους τις αναθέτουν στον πλούτο και επιτρέπουν αντί αυτοί να άρχουν του πλούτου τους, ο πλούτος να άρχει επ’ αυτών[11]. «Πλοῦτος οὐκ ὀρθῶς κυβερνώμενος ἀκρόπολίς ἐστι κακίας», αποφαίνεται Κλήμης ο Αλεξανδρείας.

Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από όσους αντιτάχθηκαν στον Χριστό προέρχονταν από την τάξη των πλουσίων, όπως και αυτοί που καταπίεσαν τους πρώτους χριστιανούς. «Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον»[12] (και εννοεί τον Ιησού Χριστό), λέγει Ιάκωβος ο Αδελφόθεος αναφερόμενος στους πλουσίους γενικά- χωρίς να αναφέρεται, ασφαλώς, στις ελάχιστες εξαιρέσεις των αγαθών πλουσίων. Και προκειμένου να καταστήσει σαφές στους χριστιανούς αναγνώστες του πόσον ανόητος είναι ο θαυμασμός και η κατάπληξη που δοκιμάζουν πολλοί για τα πλούτη τους, συνεχίζει: «ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς»[13]. εσείς, δηλαδή, οι πλούσιοι ζήσατε με τρυφές και απολαύσεις πάνω, εδώ, στη γη και περάσατε βίο σπάταλο και άσωτο. Παχύνατε τις φιλήδονες καρδιές σας σαν θρεφτάρια που τα παχαίνουν για την ημέρα της σφαγής τους. Έτσι και για σας επιφυλάσσεται η ημέρα της κρίσεως σαν άλλη ημέρα σφαγής και καταστροφής σας[14].

Ο απόστολος Παύλος προβάλλει συχνότερα και σαφέστερα το ιδανικό της  α υ τ ά ρ κ ε ι α ς, το οποίο και στην πράξη ενσαρκώνει κατά τον τελειότερο τρόπο, συντηρούμενος, στις πόλεις στις οποίες εγκαθίσταται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με το εισόδημα που του εξασφαλίζουν τα δυο ροζιασμένα χέρια του και η τέχνη του σκηνοποιού, την οποία ασκεί στα περιθώρια του αποστολικού του έργου. Με τον τρόπο αυτόν ο απόστολος Παύλος δίδασκε την υποχρέωση κάθε χριστιανού να εργάζεται και παρείχε τον εαυτόν του ως παράδειγμα «προς μίμησιν» όταν έλεγε: «ἐν κόπῳ καί μόχθῳ νύκτα καί ἡμέραν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί»[15], ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούμενος και στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του θα διακηρύξει: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας. οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα. ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»[16]. Η χρήση, λοιπόν, του πλούτου συνίσταται στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου, «ἡ δέ ὑπὲρ τὴν χρείαν (χρήσις), ἢ πλεονεξίας, ἢ φιληδονίας, ἢ κενοδοξίας ἔχει τὴν νόσον»[17].

Στην Καινή Διαθήκη, κατά τους αποστολικούς χρόνους, συναντούμε το τελειότερο παράδειγμα κοινοκτημοσύνης και μέριμνας προς τους πτωχούς, όταν, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά… οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. ᾿Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων»[18].

  Άρα οι απόστολοι είχαν δημιουργήσει «κοινό ταμείο», προορισμένο για τη μέριμνα των πτωχών, που αφθονούσαν, ως φαίνεται, στην εποχή τους. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν βρισκόταν σε έσχατη ανάγκη, χάρις στην ενότητα των καρδιών και την κοινότητα των αγαθών, που εξασφαλιζόταν από τις γενναίες εισφορές των χριστιανών που βρίσκονταν σε κάποια οικονομική άνεση. Έτσι, οι χριστιανοί από καιρού σε καιρό πωλούσαν περιουσίες τους και «ετίθουν τα χρήματα παρά τους πόδας των αποστόλων», πράξη, ακριβώς, που φανερώνει την απεριόριστη τιμή και εμπιστοσύνη που ένιωθαν οι πωλούντες χριστιανοί προς το πρόσωπο των Αποστόλων, αλλά και την αγία περιφρόνηση που εκδήλωναν προς τα πλούτη του κόσμου τούτου οι απόστολοι[19].



[1] Πβ. Α΄ Τιμ. στ΄, 8.

[2] Migne P.G. 48,  982.

[3] Υπάρχουν, πάντως, απόψεις θεολόγων (πβ. Γ.Δ.Ροδίτη, Χριστιανισμός και πλούτος, Αθήναι 1970, 206-217) που ισχυρίζονται ότι ο πλούτος κρίνεται εντελώς ασυμβίβαστος προς τη χριστιανική πνευματικότητα. Την άποψή τους αυτή στηρίζουν σε μαρτυρίες της Αγ. Γραφής – που, στο σημείο αυτό, πιστεύουν ότι είναι παραπάνω από σαφείς- όπως, για παράδειγμα, στην επί του Όρους ομιλία, όπου ο Χριστός διδάσκει: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει …», αλλά και παρακάτω, όταν λέγει: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. στ΄,19-21). Όμως, θα ήταν αδιανόητο να θεωρήσουμε ότι οι πλούσιοι δεν έχουν θέση στον Χριστιανισμό παρά μόνον οι φτωχοί και στερημένοι, ενώ τίθεται εδώ και το ερώτημα: «Εντάξει, και μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να είμαστε στερημένοι ή μέχρι ποιου σημείου πλούσιοι;». Άρα, είναι λογικότερο να δεχτούμε ότι οι πάντες, πτωχοί και πλούσιοι, έχουν θέση και είναι δεκτοί στην Εκκλησία του Χριστού. Απλά διαφέρουν οι δυσκολίες που ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει για την εισδοχή του στη Βασιλεία των Ουρανών. Πάντως, όσοι έχουν οσαδήποτε πλούτη χωρίς, όμως, η ψυχή τους να είναι προσκολλημένη σε αυτά ή να μεγαλοφρονούν για την κατοχή τους, αλλά αντίθετα αισθάνονται τη ματαιότητα αυτών και την ανεπάρκειά τους για να καταστήσουν την ψυχή ευτυχή και αν χρησιμοποιούν τον πλούτο τους αυτόν για τις ανάγκες του πλησίον, αυτοί υπερνίκησαν τη δυσκολία που φέρνει ο πλούτος στον άνθρωπο και μπορούν με ευκολία να ακολουθήσουν τη διδασκαλία του Χριστού (Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Αθήναι 1993, 190).

[4]  Δευτ. ιε΄, 4.

[5] «Ὀλέθριον γάρ το πάθος, θα τονίσει ο ι. Χρυσόστομος, καί οὐκ ἔστι μή ἀδικούντα πλουτεῖν» β΄ ομιλία στην Α΄ Τιμ. επιστ., Migne P. G. 561-2).

[6]  Ο δε Ιησούς είπε: «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. 19, 23-24, Μάρκ.10,25. Λουκ. 18, 25). Επειδή, κατά καιρούς, ορισμένοι θεολόγοι εξέλαβαν ότι ο λόγος αυτός του Ιησού φανερώνει την πλήρη αδυναμία των πλούσιων να εισέλθουν στην Βασιλεία των ουρανών, σημειώνουμε, εδώ, ότι σημασιολογικά η λέξη «δυσκόλως» του λόγου του Ιησού, όπως και το συγκριτικό «ευκοπώτερον» δεν φανερώνουν την αδυναμία αλλά τη δυσκολία με την οποία οι πλούσιοι εισέρχονται στη Βασιλεία του Θεού, λόγω ακριβώς των πολλών πειρασμών που έχουν, λόγω του πλούτου τους, να αντιμετωπίσουν (πβ., εδώ, και Δημ. Ι. Κυρτάτα, Παιδαγωγός, Αθήνα 1994, 26).

[7] Λουκ. στ, 24.

[8] Λουκ. στ, 25.

[9] Πβ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 1952, 206. Πβ. εδώ και τη γνωστή παραβολή του «Πλουσίου και του Λαζάρου» (Λουκ. ιστ΄, 19- 31), όπου ο Αβραάμ απευθυνόμενος προς τον πλούσιο του λέγει: «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· …»

[10] Ματθ. στ΄, 19-34.

[11] Λουκ. ιβ΄, 15-21 και Ματθ. ιθ΄, 15-21.

[12] Ιακ. ε΄, 6.

[13] Ιακ. ε΄, 5.

[14] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Κ. Διαθήκης, τ. Γ΄, Αθήναι 1982, 282 (ερμηνευτική απόδοση).

[15] Β΄Θεσσ. γ΄. 8-9.

[16] Τιμ. Α΄, στ΄, 6-9.

[17] P. G. 31, 1232.

[18] Πράξ. δ΄, 32, 34- 36.

[19] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, 172.