Επίκαιρα θέματα
«Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
www.ret-anadromes.blogspot.com
Η ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» διαιρείται σε δέκα κεφάλαια
και αποτελεί σημαντικότατο έργο πάνω στο θέμα της θέσης που μπορεί να έχει η κλασική
ελληνική διανόηση στην παιδεία των χριστιανοπαίδων και ειδικότερα στο περιβόητο θέμα της εποχής εκείνης, στο κατά
πόσο, δηλαδή, η κλασική παιδεία μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στη βαθύτερη
κατανόηση των κειμένων του Χριστιανισμού.
Ιστορικά το θέμα έχει ως εξής. ο Ωριγένης[1] και ο
Κλήμης[2] είχαν
αρχίσει πρώτοι, από πολύ ενωρίς, να εργάζονται με τρόπο συστηματικό και
εποικοδομητικό πάνω σε αυτήν τη γραμμή σκέψης[3]. Ο
Ωριγένης, ειδικά, είχε προσδώσει στη χριστιανική θρησκεία τη θεολογία της πάνω
στο «στιλ» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Αυτό, όμως, που οι Kαππαδόκες Πατέρες και ο Βασίλειος είχαν κατά νου να επιτύχουν ήταν ένας
«καθολικός» χριστιανικός πολιτισμός, τον οποίο έβλεπαν να επιτυγχάνεται μέσα
από τη «συνάντηση» της χριστιανικής πίστης με την αρχαία ελληνική
σκέψη, κάτι που απαντά, προφανώς, παντού μέσα στα συγγράμματά τους. Παρά
τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες σαφώς αντιτίθενται στην αναβίωση
της αρχαίας ελληνικής θρησκείας- κάτι, εξάλλου, που το πολέμησαν με όλες
τους τις δυνάμεις- όμως, δεν αποκρύπτουν τη μεγάλη εκτίμησή τους προς την αρχαία
ελληνική κλασική παιδεία. Αυτή είναι και η διαχωριστική γραμμή την οποία οι
Kαππαδόκες Πατέρες και ο Βασίλειος έσυραν μεταξύ χριστιανικής θρησκείας και
ελληνικής κλασικής παιδείας. Έτσι, έφτασαν να αναβιώσουν τη θετική και
αποτελεσματική σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού που βρίσκουμε
στον Ωριγένη, αλλά σε ένα νέο και εντελώς διαφορετικό επίπεδο[4]. Κατά
κάποιο τρόπο, η χριστιανική ευσέβεια είναι γνώση του θείου θελήματος (θεογνωσία)
και συμμόρφωση του ανθρώπου προς αυτό. Η γνώση, όμως, αυτή βοηθιέται και
αναπτύσσεται με τη φιλοσοφία και τον «κατά φιλοσοφίαν βίον», αυξάνεται
δε με την ανάπτυξη ολόκληρης της φύσης του ανθρώπου και την πνευματική
ενηλικίωσή του.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι με την ομιλία αυτήν του Μεγάλου
Βασιλείου χαράσσεται, κατά ένα βασικό τρόπο, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα
της Εκκλησίας[5]. Γιατί, παρά την επικράτηση
του χριστιανισμού στις αρχές του δ΄ μ.Χ. αιώνα, η διδασκαλία στα σχολεία
εξακολουθούσε να γίνεται με βάση τους αρχαίους συγγραφείς. Η διδασκαλία,
βέβαια, αυτή δε γινόταν με πνεύμα αντιχριστιανικό. Οι αρχαίοι θεοί, οι ημίθεοι
και ήρωες δεν εμφανίζονταν στη διδασκαλία των σχολείων ως πραγματική θρησκεία,
ούτε ως υποδείγματα ηθικά, αλλά ως δημιουργήματα της φαντασίας των αρχαίων.
Όμως, οι χριστιανοί Πατέρες έβλεπαν με ανησυχία την κατάσταση αυτή. Σε αυτήν, ακριβώς,
την ανησυχητική κατάσταση ο Βασίλειος προσπαθεί να χαράξει τη γραμμή της
Εκκλησίας με τη συγκεκριμένη ομιλία του προς τους νέους γενικά και ειδικότερα,
πιστεύουμε, προς τους νέους εκείνους- χριστιανούς και όχι μόνο- που η σχέση
τους με τον Χριστό και την Εκκλησία δεν ήταν ασφαλής και τελειωμένη, γιατί δεν
είχαν ακόμα γνωρίσει από «πολύ κοντά» «τήν
σώζουσαν χριστιανικήν αλήθειαν» και χρειάζονταν, για τούτο, ισχυρή
φιλοσοφική επιχειρηματολογία και έμμεση θεολογία, ώστε να μπορέσουν να πειστούν
για την ορθότητα του κατά Χριστόν τρόπου ζωής με έναν τρόπο περισσότερο
φιλοσοφικό– φιλολογικό παρά ακραιφνώς θεολογικό.
Επί πλέον, στην ομιλία αυτήν του Βασιλείου- που
συγκαταλέγεται στα σπουδαία θεολογικά και παιδαγωγικά συγγράμματα της Χριστιανοσύνης-
εμπεριέχονται και πολύτιμες παραινέσεις του προς τους νέους, κρίσεις αξιοπρόσεκτες,
σοφές υποδείξεις και παιδαγωγικές γνώμες βαρυσήμαντες και ταυτόχρονα
σωτήριες. Η αγάπη και το ενδιαφέρον του Βασιλείου για τους νέους της εποχής του
αναδιπλώνεται καθαρότατα μέσα από την ομιλία του αυτήν. Τους ενημερώνει με υπευθυνότητα
πάνω στα ποικίλα προβλήματα της ζωής και βοηθά τους χριστιανούς, ειδικότερα, νέους
να βρουν τον σωστό δρόμο ανάμεσα στην εθνική και τη χριστιανική παιδεία. Η ιδέα
ότι όλα τα συγγράμματα της ελληνικής αρχαιότητας είναι επικίνδυνα και πρέπει να
αποφεύγονται- μια άποψη που στηρίχτηκε από πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας σε διάφορες
εποχές- για τον Βασίλειο δεν θεωρείται άξια αναφοράς[6]. Οι
χριστιανοί μαθητές, διδάσκει ο Βασίλειος, μπορούν και πρέπει να επιδίδονται στη
μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας σαν ένα προστάδιο άσκησης,
λαμβάνοντας από αυτήν- όπως και ο αθλητής- ό,τι μόνον είναι καλό και χρήσιμο. Ο
κλασικός λόγος διαφέρει μεν αλλά δεν είναι αντίθετος από τον χριστιανικό, γιατί
και αυτός αποσκοπεί να καθοδηγήσει και ποδηγετήσει τον άνθρωπο στην αρετή.
Έτσι, ο Βασίλειος επιμένει στην εισαγωγή της αρχαίας
ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας στα χριστιανικά σχολεία- τα οποία ήταν,
ακόμα, εν τη γενέσει τους- θεωρώντας αυτήν ως μια μορφή ανώτερης παιδείας[7]. Όπως, εξάλλου, σημειώνει ο Jaeger, η ελληνική εκπαίδευση στα
σχολεία ήταν ανέκαθεν βασισμένη στην εξαντλητική μελέτη του Ομήρου και των
άλλων Ελλήνων ποιητών. Στην ελληνιστική, μάλιστα, εποχή η παραδοσιακή αυτή
εκπαίδευση- στην οποία είχαν, περαιτέρω, προστεθεί και τα έργα των σοφιστών- έγινε πια
δημόσιος θεσμός στις ελληνόφωνες περιοχές τού τότε κόσμου. Οι βαθιές
αναζητήσεις του Πλάτωνα, γύρω από τη φύση του ανθρώπινου νου και της καλύτερης
μεθόδου μάθησης, είχαν οδηγήσει τον Βασίλειο να θεωρήσει τη φιλοσοφία ως
τη μόνη αληθινή παιδεία[8].
Σύμφωνα, τώρα, με το νέο πρόγραμμα χριστιανικής
παιδείας, που εισάγεται από τους Καππαδόκες Πατέρες (Γρηγόριο Νύσσης και
Γρηγόριο Ναζιανζηνό) και τον Βασίλειο, οι χριστιανοί μαθητές οφείλουν, αφού
πρώτα παιδευτούν και μυηθούν στα μαθήματα της «έξω παιδείας»- της έξω, δηλαδή,
από την Αγία Γραφή προερχόμενης γνώσης- να διδαχτούν, στη συνέχεια, και την
υπερφυσική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ώστε, σύμφωνα με το λόγο του Μ. Βασιλείου:
«τοῖς ἔξω δὴ τούτοις προτελεσθέντες,
τηνικαῦτα τῶν ἱερῶν καὶ ἀπορρήτων ἐπακουσόμεθα παιδευμάτων»[9].
Οι νέοι, λοιπόν, κατά τον Μ. Βασίλειο, προγυμνάζονται
σαν με σκιές και κάτοπτρα μέσα από τον κλασικό λόγο στην άσκηση της αρετής,
μέχρις ότου, στη συνέχεια, βοηθούμενοι και από τη γνώση αυτή, γίνουν ικανοί να
διεισδύσουν βαθύτερα στα μεγάλα μυστήρια της χριστιανικής αποκάλυψης και
οδηγηθούν δι’ αυτής στην ολοκληρωμένη άσκηση της αρετής[10], ή-
όπως σημειώνει και πάλι ο Βασίλειος- αν συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο πρώτα
μέσα στο νερό, καθώς αντανακλά στην επιφάνειά του, θα μπορέσουμε, στη συνέχεια,
να ατενίσουμε και το πραγματικό φως του κατάματα: «καὶ οἷον ἐν ὕδατι τὸν ἥλιον ὁρᾶν ἐθισθέντες
οὕτως αὐτῷ προσβαλοῦμεν τῷ φωτὶ τὰς ὄψεις»[11].
Η ομιλία του Βασιλείου «Προς τους Νέους…», κείμενο καθαρά παιδαγωγικό, παρουσιάζει πρωτίστως θέσεις εξαιρετικά πρωτότυπες και χαρακτηριστικές, που εμφανίζονται τώρα για πρώτη φορά στη χριστιανική παιδαγωγική με τη μορφή αυτήν του συγκερασμού της χριστιανικής με την εθνική παιδεία, ενώ- σύμφωνα με τον W. Jaeger- το σύγγραμμα αυτό του Βασιλείου αποτέλεσε στους αιώνες που ακολούθησαν την Charta τής ανώτερης παιδείας και μόρφωσης στον χριστιανισμό[12].
[1] Ο Ωριγένης (185-254)
γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από γονείς χριστιανούς. Σπουδαία έργα του είναι τα: Εξαπλά,
Περὶ ἀρχῶν, Κατά Κέλσου, Αληθής λόγος.
[2] Πρόκειται για τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (160- 215
μ.Χ.) Ο Κλήμης προσπαθεί να βάλει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία του χριστιανισμού.
Όχι μόνο, λέγει, δεν είναι ασυμβίβαστα πίστη και γνώση, αλλά η γνώση φωτίζει τη
συνείδηση του χριστιανού και την προετοιμάζει να δεχθεί τη χριστιανική
διδασκαλία. Κυριότερα έργα του: Λόγος Προτρεπτικός πρός Ἕλληνας, Παιδαγωγός (3 βιβλία) και Στρωματεῖς (8 βιβλία).
[3] Φαίδωνος Κουκουλέ, Οι Τρεις Ιεράρχαι ως
Παιδαγωγοί, Εν Αθήναις 19592, 5.
[4] W. Jaeger, Early Christianity
and Greek Paideia, New York 1977, 74.
[5] Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλου, Μορφές από τον τέταρτον αιώνα μ.Χ., Ψυχικό
1972, 88.
[6] N. G. Wilson, Saint Basil on
Greek Literature, London 1975,
σ. 9.
[7] W. Jaeger, Early Christianity and Greek, ό.π., σ. 83.
[8] E. Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, ό.π., 139, υποσ. 19.
[9] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…,P. G. 31,
[10] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους
…,P.G. 31, 565, D. Πβ. Παναγιώτου Χρήστου, Ο Μ. Βασίλειος-
Βίος και Πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική Σκέψις, Θεσσαλονίκη 1978, 190.
[11]Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους
…, P. G. 31, 568, B.
[12] W. Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, ό.π., 81.