Η ομιλία του Μ. Βασιλείου * * * «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»

 

Επίκαιρα θέματα

         Η ομιλία του  Μ. Βασιλείου

 «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

         www.ret-anadromes.blogspot.com


Η ομιλία του  Μεγάλου Βασιλείου «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» διαιρείται σε δέκα κεφάλαια και αποτελεί σημαντικότατο έργο πάνω στο θέμα της θέσης που μπορεί να έχει η κλασική ελληνική διανόηση στην παιδεία των χριστιανοπαίδων και ειδικότερα στο περιβόητο θέμα της εποχής εκείνης, στο κατά πόσο, δηλαδή, η κλασική παιδεία μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση των κειμένων του Χριστιανισμού.

Ιστορικά το θέμα έχει ως εξής. ο Ωριγένης[1] και ο Κλήμης[2] είχαν αρχίσει πρώτοι, από πολύ ενωρίς, να εργάζονται με τρόπο συστηματικό και εποικοδομητικό πάνω σε αυτήν τη γραμμή σκέψης[3]. Ο Ωριγένης, ειδικά, είχε προσδώσει στη χριστιανική θρησκεία τη θεολογία της πάνω στο «στιλ» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Αυτό, όμως, που οι Kαππαδόκες Πατέρες και ο Βασίλειος είχαν κατά νου να επιτύχουν ήταν ένας «καθολικός» χριστιανικός πολιτισμός, τον οποίο έβλεπαν να επιτυγχάνεται μέσα από τη «συνάντηση» της χριστιανικής πίστης με την αρχαία ελληνική σκέψη, κάτι που απαντά, προφανώς, παντού μέσα στα συγγράμματά τους. Παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες σαφώς αντιτίθενται στην αναβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας- κάτι, εξάλλου, που το πολέμησαν με όλες τους τις δυνάμεις- όμως, δεν αποκρύπτουν τη μεγάλη εκτίμησή τους προς την αρχαία ελληνική κλασική παιδεία. Αυτή είναι και η διαχωριστική γραμμή την οποία οι Kαππαδόκες Πατέρες και ο Βασίλειος έσυραν μεταξύ χριστιανικής θρησκείας και ελληνικής κλασικής παιδείας. Έτσι, έφτασαν να αναβιώσουν τη θετική και αποτελεσματική σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού που βρίσκουμε στον Ωριγένη, αλλά σε ένα νέο και εντελώς διαφορετικό επίπεδο[4]. Κατά κάποιο τρόπο, η χριστιανική ευσέβεια είναι γνώση του θείου θελήματος (θεογνωσία) και συμμόρφωση του ανθρώπου προς αυτό. Η γνώση, όμως, αυτή βοηθιέται και αναπτύσσεται με τη φιλοσοφία και τον «κατά φιλοσοφίαν βίον», αυξάνεται δε με την ανάπτυξη ολόκληρης της φύσης του ανθρώπου και την πνευματική ενηλικίωσή του.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι με την ομιλία αυτήν του Μεγάλου Βασιλείου χαράσσεται, κατά ένα βασικό τρόπο, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Εκκλησίας[5]. Γιατί, παρά την επικράτηση του χριστιανισμού στις αρχές του δ΄ μ.Χ. αιώνα, η διδασκαλία στα σχολεία εξακολουθούσε να γίνεται με βάση τους αρχαίους συγγραφείς. Η διδασκαλία, βέβαια, αυτή δε γινόταν με πνεύμα αντιχριστιανικό. Οι αρχαίοι θεοί, οι ημίθεοι και ήρωες δεν εμφανίζονταν στη διδασκαλία των σχολείων ως πραγματική θρησκεία, ούτε ως υποδείγματα ηθικά, αλλά ως δημιουργήματα της φαντασίας των αρχαίων. Όμως, οι χριστιανοί Πατέρες έβλεπαν με ανησυχία την κατάσταση αυτή. Σε αυτήν, ακριβώς, την ανησυχητική κατάσταση ο Βασίλειος προσπαθεί να χαράξει τη γραμμή της Εκκλησίας με τη συγκεκριμένη ομιλία του προς τους νέους γενικά και ειδικότερα, πιστεύουμε, προς τους νέους εκείνους- χριστιανούς και όχι μόνο- που η σχέση τους με τον Χριστό και την Εκκλησία δεν ήταν ασφαλής και τελειωμένη, γιατί δεν είχαν ακόμα γνωρίσει από «πολύ κοντά» «τήν σώζουσαν χριστιανικήν αλήθειαν» και χρειάζονταν, για τούτο, ισχυρή φιλοσοφική επιχειρηματολογία και έμμεση θεολογία, ώστε να μπορέσουν να πειστούν για την ορθότητα του κατά Χριστόν τρόπου ζωής με έναν τρόπο περισσότερο φιλοσοφικό– φιλολογικό παρά ακραιφνώς θεολογικό.

Επί πλέον, στην ομιλία αυτήν του Βασιλείου- που συγκαταλέγεται στα σπουδαία θεολογικά και παιδαγωγικά συγγράμματα της Χριστιανοσύνης- εμπεριέχονται και πολύτιμες παραινέσεις του προς τους νέους, κρίσεις αξιοπρόσεκτες, σοφές υποδείξεις και παιδαγωγικές γνώμες βαρυσήμαντες και ταυτόχρονα σωτήριες. Η αγάπη και το ενδιαφέρον του Βασιλείου για τους νέους της εποχής του αναδιπλώνεται καθαρότατα μέσα από την ομιλία του αυτήν. Τους ενημερώνει με υπευθυνότητα πάνω στα ποικίλα προβλήματα της ζωής και βοηθά τους χριστιανούς, ειδικότερα, νέους να βρουν τον σωστό δρόμο ανάμεσα στην εθνική και τη χριστιανική παιδεία. Η ιδέα ότι όλα τα συγγράμματα της ελληνικής αρχαιότητας είναι επικίνδυνα και πρέπει να αποφεύγονται- μια άποψη που στηρίχτηκε από πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας σε διάφορες εποχές- για τον Βασίλειο δεν θεωρείται άξια αναφοράς[6]. Οι χριστιανοί μαθητές, διδάσκει ο Βασίλειος, μπορούν και πρέπει να επιδίδονται στη μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας σαν ένα προστάδιο άσκησης, λαμβάνοντας από αυτήν- όπως και ο αθλητής- ό,τι μόνον είναι καλό και χρήσιμο. Ο κλασικός λόγος διαφέρει μεν αλλά δεν είναι αντίθετος από τον χριστιανικό, γιατί και αυτός αποσκοπεί να καθοδηγήσει και ποδηγετήσει τον άνθρωπο στην αρετή.

Έτσι, ο Βασίλειος επιμένει στην εισαγωγή της αρχαίας ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας στα χριστιανικά σχολεία- τα οποία ήταν, ακόμα, εν τη γενέσει τους- θεωρώντας αυτήν ως μια μορφή ανώτερης παιδείας[7]. Όπως, εξάλλου, σημειώνει ο Jaeger, η ελληνική εκπαίδευση στα σχολεία ήταν ανέκαθεν βασισμένη στην εξαντλητική μελέτη του Ομήρου και των άλλων Ελλήνων ποιητών. Στην ελληνιστική, μάλιστα, εποχή η παραδοσιακή αυτή εκπαίδευση- στην οποία είχαν, περαιτέρω,  προστεθεί και τα έργα των σοφιστών- έγινε πια δημόσιος θεσμός στις ελληνόφωνες περιοχές τού τότε κόσμου. Οι βαθιές αναζητήσεις του Πλάτωνα, γύρω από τη φύση του ανθρώπινου νου και της καλύτερης μεθόδου μάθησης, είχαν οδηγήσει τον Βασίλειο να θεωρήσει τη φιλοσοφία ως τη μόνη αληθινή παιδεία[8].

Σύμφωνα, τώρα, με το νέο πρόγραμμα χριστιανικής παιδείας, που εισάγεται από τους Καππαδόκες Πατέρες (Γρηγόριο Νύσσης και Γρηγόριο Ναζιανζηνό) και τον Βασίλειο, οι χριστιανοί μαθητές οφείλουν, αφού πρώτα παιδευτούν και μυηθούν στα μαθήματα της «έξω παιδείας»- της έξω, δηλαδή, από την Αγία Γραφή προερχόμενης γνώσης- να διδαχτούν, στη συνέχεια, και την υπερφυσική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ώστε, σύμφωνα με το λόγο του Μ. Βασιλείου: «τοῖς ἔξω δὴ τούτοις προτελεσθέντες, τηνικαῦτα τῶν ἱερῶν καὶ ἀπορρήτων ἐπακουσόμεθα παιδευμάτων»[9].

Οι νέοι, λοιπόν, κατά τον Μ. Βασίλειο, προγυμνάζονται σαν με σκιές και κάτοπτρα μέσα από τον κλασικό λόγο στην άσκηση της αρετής, μέχρις ότου, στη συνέχεια, βοηθούμενοι και από τη γνώση αυτή, γίνουν ικανοί να διεισδύσουν βαθύτερα στα μεγάλα μυστήρια της χριστιανικής αποκάλυψης και οδηγηθούν δι’ αυτής στην ολοκληρωμένη άσκηση της αρετής[10], ή- όπως σημειώνει και πάλι ο Βασίλειος- αν συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο πρώτα μέσα στο νερό, καθώς αντανακλά στην επιφάνειά του, θα μπορέσουμε, στη συνέχεια, να ατενίσουμε και το πραγματικό φως του κατάματα: «καὶ οἷον ἐν ὕδατι τὸν ἥλιον ὁρᾶν ἐθισθέντες οὕτως αὐτῷ προσβαλοῦμεν τῷ φωτὶ τὰς ὄψεις»[11].

 Η ομιλία του Βασιλείου «Προς τους Νέους…», κείμενο καθαρά παιδαγωγικό, παρουσιάζει πρωτίστως θέσεις εξαιρετικά πρωτότυπες και χαρακτηριστικές, που εμφανίζονται τώρα για πρώτη φορά στη χριστιανική παιδαγωγική με τη μορφή αυτήν του συγκερασμού της χριστιανικής με την εθνική παιδεία, ενώ- σύμφωνα με τον W. Jaeger- το σύγγραμμα αυτό του Βασιλείου αποτέλεσε στους αιώνες που ακολούθησαν την Charta τής ανώτερης παιδείας και μόρφωσης στον χριστιανισμό[12].


[1] Ο Ωριγένης (185-254) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από γονείς χριστιανούς. Σπουδαία έργα του είναι τα: Εξαπλά, Περὶ ἀρχῶν,  Κατά Κέλσου, Αληθής λόγος.

[2] Πρόκειται για τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (160- 215 μ.Χ.) Ο Κλήμης προσπαθεί να βάλει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία του χριστιανισμού. Όχι μόνο, λέγει, δεν είναι ασυμβίβαστα πίστη και γνώση, αλλά η γνώση φωτίζει τη συνείδηση του χριστιανού και την προετοιμάζει να δεχθεί τη χριστιανική διδασκαλία. Κυριότερα έργα του: Λόγος Προτρεπτικός πρός Ἕλληνας, Παιδαγωγός (3 βιβλία) και Στρωματεῖς (8 βιβλία).

[3] Φαίδωνος Κουκουλέ, Οι Τρεις Ιεράρχαι ως Παιδαγωγοί, Εν Αθήναις 19592, 5.

[4] W. Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, New York 1977, 74.

[5] Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλου, Μορφές από τον τέταρτον αιώνα μ.Χ., Ψυχικό 1972, 88.

[6] N. G. Wilson, Saint Basil on Greek Literature, London 1975,  σ. 9.

[7] W. Jaeger, Early Christianity and Greek, ό.π., σ. 83.

[8] E. Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, ό.π., 139, υποσ. 19.

[9] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…,P. G. 31, 568, A. Ο. M. Bakke, When Children became People: The Birth of Childhood in early Christianity, Minneapolis 2005, 212.

[10] Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους …,P.G. 31, 565, D. Πβ. Παναγιώτου Χρήστου, Ο Μ. Βασίλειος- Βίος και Πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική Σκέψις, Θεσσαλονίκη 1978, 190.

[11]Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους …, P. G. 31, 568, B.

[12] W. Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, ό.π., 81.

Ο άδικος θάνατος του αγνού Γάλλου φιλέλληνα, λοχαγού Ιωσήφ Βαλέστρα (15/4/1822)

 

Ο άδικος θάνατος του αγνού Γάλλου φιλέλληνα,

λοχαγού Ιωσήφ Βαλέστρα  

(15/4/1822)

 

       ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

 www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Το έξυπνο και μεγαλεπήβολο σχέδιο του λοχαγού Ιωσήφ Βαλέστρα (βλ. άρθρο μας Ρεθεμν. Νέα 22-1-2022) απέτυχε παταγωδώς και οι απώλειες των χριστιανών υπήρξαν εξαιρετικά βαριές, ενώ σκοτώθηκε και ο ίδιος. Σε αυτό συνετέλεσαν τα εξής τραγικά γεγονότα: στις 15 Απριλίου οι γύρω από τον Γ. Τσουδερό Αγιοβασιλειώτες, ο Πωλογεωργάκης, ο Ιωάννης Μοσχοβίτης με τους Αμαριώτες του, ο Μανουσογιάννης και οι λοιποί Ρεθεμνιώτες που είχαν καταλάβει τη θέση Πέταλο του Βρύσινα, προς το Ρουσοσπίτι, φανερώθηκαν άστοχα και δέχτηκαν επίθεση από δεκαπλάσιους Τούρκους και αναγκάστηκαν, τελικά, να υποχωρήσουν, φθάνοντας μέχρι το χωριό Κούμια (Κούμοι;), αφού έχασαν και περί τους τριάντα στρατιώτες και μαζί με αυτούς και τον γιο του Τσουδερού, Μανόλη[1]. Όμως, και η βοήθεια που, κατά το σχέδιο, οι γύρω από τον Τσουδερό θα έπρεπε να ελάμβαναν από το ευρισκόμενο στον Κάστελο σώμα του Πρωτοπαπαδάκη και των Μανουσέλη, Σηφοδασκαλάκη και Μαυροθαλασσίτη δεν έφτασε ποτέ. Αντίθετα, ο Πρωτοπαπαδάκης, παρόλο τον εγνωσμένο ηρωισμό του, «αναξίως εαυτού πολιτευθείς»[2], παρασυρμένος από καταχθόνιο σχέδιο του Αφεντούλιεφ- αντί της προβλεπόμενης από το σχέδιο, όταν ήλθε η ώρα, επίθεσης κατά του  κάστρου της πόλης- παρέμεινε (όπως ειπώθηκε εκ των υστέρων), απαθής και ανάλγητος θεατής στον Κάστελο, να παρακολουθεί την εν λόγω οπισθοχώρηση και τα παθήματα των συναδέλφων του και συναγωνιστών του περί τον Γ. Τσουδερό και τον επακολουθήσαντα θλιβερό θάνατο του μεγάλου εκείνου και αγνού Γάλλου φιλέλληνα, λοχαγού Βαλέστρα[3]. Γιατί ο Βαλέστρας, νομίζοντας ότι το σχέδιό του προχωρούσε κανονικά και κατά γράμμα, εξόρμησε από τις θέσεις του, δυτικά, στις πλαγιές του Ατσιπόπουλου και τον Κουμπέ προπορευόμενος και παροτρύνοντας τον στρατό του να εκτελέσει επίθεση κατά του φρουρίου του Ρεθύμνου, που το θεωρούσαν αφρούρητο.

Του επιτέθηκε, όμως, τότε, παρ’ ελπίδα, αθρόος ο τουρκικός στρατός και από εμπρός και από τα πλάγια, γιατί ο μεν Πρωτοπαπαδάκης παρέμεινε, όπως είδαμε, ακίνητος και ανάλγητος θεατής στις θέσεις του στον Κάστελο, ενώ το ανατολικό τμήμα προς τα Περβόλια και το Πέταλο ήταν ελεύθερο, μετά την υποχώρηση των σωμάτων του Τσουδερού, του Μανουσογιάννη, του Ιωάννη Μοσχοβίτη και του Πωλογιωργάκη.

Ο Βαλέστρας καταλαμβάνεται εκτός του οχυρού, ενώ μάταια περιμένει να καταφθάσει η- σύμφωνα με το σχέδιο- συνδρομή των λοιπών σωμάτων. Κάποια στιγμή, οι περί τον Βαλέστρα αντιλαμβάνονται τι ακριβώς είχε συμβεί και αναγκάζονται, καταδιωκόμενοι, να υποχωρήσουν. Είχαν, όμως, ήδη, περικυκλωθεί. Εκατόν είκοσι πέντε παλικάρια πέφτουν νεκροί γύρω του και ο Χιώτης υπασπιστής του λοχαγός Κόκκινος και αρκετοί άλλοι συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Ο Βαλέστρας  πληγώνεται. Ο γιγαντόσωμος στο σώμα και την ψυχή Ασφεντιώτης Ανδρέας Βούρβαχης τον παίρνει στους ώμους του και τρέχει να τον γλιτώσει. Από παντού Τούρκοι και τουρκικά βόλια. Προχωρεί σε μια ξερή ρεματιά και τον αφήνει λαβωμένο πίσω από μια πυκνή βάτο. Ήταν αρκετά ασφαλής εκεί. Όμως, ο Βούρβαχης δεν φεύγει από δίπλα του, παρά τις προτροπές του Βαλέστρα να τον αφήσει, για να μη δίνει στόχο, και να επέστρεφε τη νύκτα για να τον πάρει[4].  

Δεν πρόφτασε, όμως. οι νικητές ανακάλυψαν τον πληγωμένο Βαλέστρα, του απέκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι και τα έφεραν και τα επιδείκνυαν θριαμβευτικά στο Ρέθυμνο[5], ενώ σκότωσαν και τον υπασπιστή του, λοχαγό Κόκκινο, και όλους τους αιχμαλώτους.

Εικ. Ιωσήφ Βαλέστρας

Έτσι, νεότατος, 32 μόλις ετών, πέθανε ο άριστος εκείνος στρατιωτικός και σπάνιος φιλέλλην (εικ.) και μαζί με αυτόν χάθηκαν και οι πολλές και μεγάλες ελπίδες των Κρητικών για στρατιωτική επιτυχία. Όπως δε λέγουν οι ιστορικοί Κριτοβουλίδης, Παπαδοπετράκης, Κριάρης και Ψιλάκης[6], ο ωραίος εκείνος και επίσημος φιλέλλην Γάλλος πολεμιστής υπήρξε θύμα της αλόγου ραδιουργίας του αρμοστή Κομνηνού Αφεντούλη, που τον υποπτευόταν ότι ήθελε ή μπορούσε, την κρίσιμη εκείνη στιγμή, να του αμφισβητήσει ή και αφαιρέσει την ανώτατη εξουσία που κατείχε, πράγμα, βέβαια, που ο Βαλέστρας ουδέποτε το είχε διανοηθεί[7]. Χρησιμοποίησε δε προς επίτευξη του βδελυρού σκοπού του, τον διακεκριμένο μεν και εξαίρετο, αλλά, ταυτόχρονα, και αδιάλλακτο αρχηγό Πρωτοπαπαδάκη, που έρεπε έντονα προς τη ζηλοτυπία. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Πρωτοπαπαδάκης, καταδιωκόμενος, στη συνέχεια, από τους Σφακιανούς συναρχηγούς του, ομολόγησε ευθαρσώς ότι είχε ρητή διαταγή από τον Αφεντούλη να μη συμφωνήσει ποτέ με τα «ανόητα σχέδια» του Βαλέστρα και να αφήσει να χάσει ανόητα τους άνδρες του[8]. Και όμως, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κριτοβουλίδης, το σχέδιο αυτό του έμπειρου περί τα πολεμικά Βαλέστρα, που ήταν από όλους εγκεκριμένο, «αν συμφώνως όλοι οι οπλαρχηγοί συνεπολέμουν και συνέδραμον αλλήλους εις την μάχην, η νίκη ήτον άφευκτος εις τους Έλληνας». Κατέστρεψε, όμως, τα πάντα την ημέρα εκείνη η διαγωγή που επέδειξε ο Πρωτοπαπαδάκης, όταν, «χωρίς να ρίψη όπλον κατά των εχθρών ούτ’ αυτός, ούτε κανείς των στρατιωτών του, ανεχώρησαν άπαντες από τας θέσεις των ανάλγητοι επί τοις παθήμασι των συναδέλφων και συναγωνιστών των. Και η διαγωγή των αύτη …..υπηρέτησε τότε τον Αφεντούλην μάλλον ή εαυτόν και την πατρίδα του!»[9]. 

Δυστυχώς, θεωρείται ότι και σε πολλά άλλα θέματα η διοίκηση και η διαγωγή του Αφεντούλη απέτυχε οικτρά, γιατί αμέσως μετά την άφιξή του στην Κρήτη ενέσπειρε διχόνοια στους Κρήτες οπλαρχηγούς, μοιράζοντας σωρηδόν βαθμούς και κρατώντας για τον εαυτό του τον βαθμό του αρχιστατήγου[10]. Αλλά μήπως και η ρήξη των οπλαρχηγών Μελιδόνη – Βουρδουμπά, που κατέληξε στον άδικο θάνατο του πρώτου από το μαχαίρι του δευτέρου δεν έχει τις ρίζες της στην αλλοπρόσαλλη αυτή διαγωγή του Αφεντούλη ως προς τη διανομή των βαθμών;

 



[2] Η βαριά αλλά δίκαιη αυτή κατηγορία ανήκει στον Σφακιανό Παπαδοπετράκη, που δύσκολα ανέχεται και την παραμικρότερη καθ’ οιουδήποτε Σφακιανού μομφή (Μουρέλλος).

[3] Κριτοβουλίδης, Κ., Απομνημονεύματα, Εν Αθήναις 1859, 93. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης, 1901, 381- 382. Κριάρης, Παναγιώτης Κ., Ιστορία της Κρήτης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του τέλους της επαναστάσεως του 1866, Εν Χανίοις 1902, 56.

[4] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 93. Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π., 580. Ψιλάκης, Βασίλειος Ιστορία τής Κρήτης, χ.χ, Αθήναι, 318- 319. Βλ. τα εν λόγω γεγονότα της μάχης περί το Ρέθυμνο και του θανάτου του φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα και στον Τρικούπης, Σπυρίδων 19782Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, 219- 220.

[5] Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π., 319. Κριάρης, Παναγιώτης Κ., ό.π., 56. Πβ. και Δετοράκης, Θεοχάρης, Ιστορία τής Κρήτης, Ηράκλειο 1990, 330 .

[6] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 93- 94. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, ό.π., 383. Κριάρης, Παναγιώτης Κ., ό.π., 56. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π., 319.

[7] Πβ. και Στέφ. Ξανθουδίδη, ο οποίος την αποτυχία του μεγάλου φιλέλληνα αποδίδει σε ελλιπή εκτέλεση του σχεδίου (Ξανθουδίδης, Στέφανος, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Εν Αθήναις 1909, 131).

[8] Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π., 319- 320.

[9] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 94.

[10] Κριάρης, Παναγιώτης Κ., ό.π., 55. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου , ό.π., 364, 371. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π., 320 και Μουρέλλος, Ι. Δ., ό.π., 535, 582.

Το έξυπνο και μεγαλεπήβολο σχέδιο του Γάλλου Φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα

 

Το έξυπνο και μεγαλεπήβολο σχέδιο του Γάλλου Φιλέλληνα Ιωσήφ Βαλέστρα

 (15/4/1822)

 

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

  www.ret-anadromes.blogspot.com

 

          Στις 20 Μαρτίου 1822 αποβιβάστηκε στο Λουτρό των Σφακίων, με μερικούς αξιωματικούς και στρατιώτες, ο ένθερμος Γάλλος φιλέλληνας Ιωσήφ Βαλέστρας (εικ. 1), γιος του γέροντος Γάλλου εμπόρου Βαλέστρα, ο οποίος διέμενε προ πολλών ετών στα Χανιά. Ο νεαρός Ιωσήφ Βαλέστρας είχε διδαχθεί στη Γαλλία την τακτική στρατιωτική και ως λοχαγός είχε υπηρετήσει υπό τον στρατηγό Ναπολέοντα Α΄, τον Βοναπάρτη, Αυτοκράτορα της Γαλλίας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Ελλάδα επέστρεψε αυθόρμητα από την Ευρώπη, συνέστησε στην Καλαμάτα τακτικό σώμα στρατού και ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Δημήτριο Υψηλάντη[1]. Στη συνέχεια, άφησε την Πελοπόννησο, προτιμώντας να αγωνιστεί στην Κρήτη, όπου- όπως έχουμε ήδη σημειώσει- έφτασε στα τέλη Μαρτίου του 1822. Τα προτερήματα του Βαλέστρα ενθάρρυναν τους Κρητικούς και τον διοικητή, που άδικα τον υποπτεύθηκαν στην αρχή ότι είχε σταλθεί ως κατάσκοπος των πράξεών του[2].

Εικ. 1. Ο Γάλλος Φιλέλληνας Ιωσήφ Βαλέστρας  (Συλλογή ΕΕΦ)

Ο Βαλέστρας, βλέποντας με τα μάτια του τον ενθουσιαστικό παλμό και την ορμητικότητα των μαχητών της Κρήτης, κατευθύνθηκε προς το Ρέθυμνο, όπου σκέφθηκε ότι με τέτοιους ανδρείους αγωνιστές άνετα θα μπορούσε να γίνει κύριος του φρουρίου της πόλεως (Φορτέτσας) (εικ. 2), που το θεωρούσε ως ευκολοπόρθητο, αλλά και γιατί πίστευε ακράδαντα ότι με την κατοχή ενός φρουρίου, «ως εις κιβωτόν κατά την επανάστασιν», θα εξασφάλιζε τα αναγκαία για τον πόλεμο εφόδια, αλλά και θα ασκούσε από εκεί ευκολότερα και αποτελεσματικότερα τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων[3]. Ή, όπως λέγει ο Σπυρίδων Τρικούπης, ατελεσφόρητα θα ήταν τα κατορθώματα των Κρητών ενόσω δεν κατείχαν μιαν οχυρή πόλη, «διότι και η Αρχή του τόπου επλανάτο τήδε κακείσε και κέντρον πολεμικόν ήτο το απόκεντρον Λουτρόν και καταφύγιον δεν είχε ο αγών εν καιρώ ανάγκης»[4]. Με τέτοιες πεποιθήσεις ο νοήμων και έμπειρος περί τα πολεμικά λοχαγός Βαλέστρας προσδιόρισε το Ρέθυμνο ως το πλέον ενδεικνυόμενο πολεμικό κέντρο των εμπολέμων Ελλήνων στην Κρήτη, γιατί, ακριβώς, το Ρέθυμνο κατείχε γεωγραφικώς κεντρική θέση μεταξύ Χανίων και Μεγάλου Κάστρου. Με τον τρόπο αυτόν επιθυμούσε να συμβάλει στρατιωτικά και να συνδράμει στην ευόδωση του πατριωτικού έργου.

Εικ. 2. Ρέθυμνο- Το Κάστρο (Φορτέτζα)

Πλήρης, λοιπόν, με τα αγνά φιλελληνικά αισθήματα, που φλόγιζαν την καρδιά του, ήταν, όπως έλεγαν, έτοιμος, να πολεμήσει γενναία, αγαλλόμενος και τραγουδώντας σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης νύκτας, από τη 13η προς τη 14η Απριλίου του 1822, ημέρα που θα λάμβανε χώρα η θλιβερή εκείνη μάχη στο Ρέθυμνο, που έμελλε να στοιχίσει τη ζωή του και τη ζωή τόσων άλλων Ελλήνων στρατιωτών. Με το ξίφος του ανά χείρας, ο Βαλέστρας εμφανιζόταν σε όλους έτοιμος να ορμήσει από τα χωριά Πάνω και Κάτω Βαρσαμόνερο ενάντια στο κάστρο του Ρεθύμνου.

Το σχέδιο του- που το κοινοποίησε και στον αρμοστή Κομνηνό Αφεντούλη, διαβεβαιώνοντάς τον για τη δόξα που τον περίμενε αν κυρίευε ένα από τα φρούρια της Κρήτης - προέβλεπε τις εξής κατά σειράν ενέργειες. ο Πρωτοπαπαδάκης, που κατείχε το κέντρο, στον Κάστελλο, και τον μαχιμότερο στρατό, θα προκαλούσε αρχικά σε μάχη τους Τούρκους και έπειτα, οπισθοχωρώντας εκουσίως, θα τους απομάκρυνε κατά το δυνατόν πιο μακριά από το φρούριο του Ρεθύμνου, από το οποίο εκείνοι θα εξέρχονταν- κατά τη πάγια τακτική τους- προς αντεπίθεση. Τη στιγμή εκείνη, προβλεπόταν από τα πλάγια, εξορμώντας από τα Περιβόλια, να κτυπούσαν ο Γεώργιος Τσουδερός με τους Αγιοβασιλειώτες του, τον Πωλογεωργάκη, τον Ιωάννη Μοσχοβίτη με τους Αμαριώτες του και τον Μανουσογιάννη, ενώ ο Βαλέστρας, την ίδια στιγμή, με τα εκλεκτά στρατεύματα του Στρατή Δεληγιαννάκη και του Μανουσέλη που είχε μαζί του, θα ορμούσε από το αντίθετο μέρος, από τον Κουμπέ, και θα συμπλήρωναν την κύκλωση των Τούρκων, με αντικειμενικό σκοπό να ορμούσε, στη συνέχεια, ο Βαλέστρας ακάθεκτος προς το κάστρο και να επιχειρούσε με έφοδο την άλωση της πόλης του Ρεθύμνου. Έτσι, οι εχθροί τιθέμενοι ανάμεσα σε τρία πυρά (από Κάστελο- Περιβόλια και Κουμπέ) να κατανικιόντουσαν και οι μαχητές του Βαλέστρα να έφθαναν αισίως στον αντικειμενικό τους σκοπό[5], στην κατάληψη του φρουρίου της πόλης του Ρεθύμνου.  


[2] Τρικούπης, Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση Χρ. Γιοβάνη, Αθήναι 19782, τ. Β΄, 218.

[3] Ψιλάκης, Βασίλειος, Ιστορία τής Κρήτης, μεταγλωττισμένη υπό Ν. Αγκαβανάκη, τ. Γ΄, εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ: 317.

[4] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 91. Τρικούπης, Σπυρίδων, ό.π., 218.

[5] Κριτοβουλίδης, Κ., ό.π., 92. Ψιλάκης, Βασίλειος, ό.π., 318.