Κωστή Ηλ. Παπαδάκη * * * Λαϊκή Πίστη και Λατρεία - Κριτική από τον Κώστα Π. Φουρναράκη



Βιβλιοπαρουσίαση:

Κωστή Ηλ. Παπαδάκη

Λαϊκή Πίστη και Λατρεία

Άγιοι θεράποντες με ειδικό χάρισμα ιαμάτων, Προστάτες, Έφοροι και Επόπτες της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας

Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2018, σ. 471.

            Του Κώστα Π. Φουρναράκη


        Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο “Λαϊκή Πίστη και Λατρεία” ο πολυγραφότατος συγγραφέας Κωστής Ηλ. Παπαδάκης ασχολείται με τη θρησκευτική λαογραφία, ένα επιστημονικό πεδίο το οποίο συγγενεύει τόσο με τη Λαογραφία όσο και με τη Θεολογία, ιδιαίτερα με τον κλάδο της θρησκειολογίας.  Και είναι ευτυχής σύμπτωση, ο συγγραφέας να έχει σπουδάσει τόσο την επιστήμη της φιλολογίας, όσο και της θεολογίας, κατά συνέπεια αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί ένα τόσο ευρύ αντικείμενο έρευνας με θαυμαστή πληρότητα,  κινούμενος με άνεση σε πολλούς τομείς του επιστητού, όπως η θεολογία, η λαογραφία, η γλωσσολογία,  η υμνολογία και η εικονογραφία, να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές και να παρουσιάσει στον αναγνώστη με σαφήνεια όψεις της θρησκευτικής λαογραφίας, και, πιο συγκεκριμένα, τη σχέση του πιστού ελληνικού λαού με αγίους θεράποντες και προστάτες. Το βιβλίο αυτό έλαβε τον πρώτο έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών.
            Στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως εισαγωγικό στη μελέτη, ο συγγραφέας εξετάζει γενικά την έννοια της αγιότητας από θεολογική άποψη. Αναφέρεται στους αγίους ως παραδείγματα βιώσεως της εν Χριστώ ανακαινίσεως του ανθρώπου και ακολουθώντας την ορθόδοξη παράδοση θεωρεί τους αγίους φίλους και δώρα του Θεού. Απαντά και στο ερώτημα γιατί ο λαός αποζητά τη θαυματουργική επέμβαση του Θεού δια των πρεσβειών των αγίων Του. Οι άγιοι έχοντας υπάρξει και αυτοί άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν τις ποικίλες δυσκολίες του βίου, τις προσβολές του εχθρού, γι' αυτό και μπορούν να ενισχύσουν στον πνευματικό αγώνα τον άνθρωπο, να τον ωφελήσουν ψυχικά.
            Στη συνέχεια παρατίθενται αναλυτικά στοιχεία για τους θεράποντες αγίους του ελληνικού λαού, αλλά και συνδέεται η αρχαία ελληνική θρησκεία με τη θρησκευτικότητα των νεοτέρων Ελλήνων. Επισημαίνονται δηλαδή οι επιβιώσεις παγανιστικών στοιχείων στη σύγχρονη λαϊκή θρησκευτική παράδοση. Ο Κ. Παπαδάκης για να δείξει την αδιάλειπτη πολιτισμική συνέχεια επικαλείται τη γνώμη του διαπρεπούς Σουηδού θρησκειολόγου Martin Nilsson, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στην πρόταση: “ένας αρχαίος Έλληνας θα αισθανόταν σαν να ήταν στην πατρίδα του, αν παρευρισκόταν σε  ένα νεότερο ελληνικό πανηγύρι”. Εξάλλου, την παγανιστική καταβολή πολλών λαϊκών τελετών μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όπως “Στην Αγια- Αναστασά” και στο “Άγια και πεθαμένα” (ειδωλολατρικός – χριστιανικός ναός, κόλλυβα – δείπνα της Εκάτης). Στο βιβλίο γίνεται αναφορά στις θυσίες ζώων σε χριστιανικά προσκυνήματα (τα λεγόμενα στο βορειοελλαδικό χώρο “κουρμπάνια”), στις εγκοιμήσεις ασθενών μέσα σε ναούς, στην απόθεση / αφιέρωση ενδυμάτων στην εικόνα του αγίου, στα αναθήματα /τάματα, στο “σκλάβωμα” των άρρωστων παιδιών, στους περισχοινισμούς των εκκλησιών (στη δυτική Κρήτη, στην επαρχία Κισσάμου, λέγονταν και “κεροζωσιές”, επειδή το νήμα εμποτιζόταν σε αγνό κερί).   Τον περισχοινισμό του ναΐσκου της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας, η οποία έλυνε τα μάγια των “ερωτοκτυπημένων”,  περιγράφει ο Α. Παπαδιαμάντης στο διήγημα “Η Φαρμακολύτρια”: “Επτάκις έκαμε τον γύρον του κτηρίου, και με επτά έμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, η εξαδέλφη μου Μαχούλα, όλον τον ναΐσκον”.
            Ο συγγραφέας έχοντας στο παρελθόν ασχοληθεί με την ετυμολογία των τοπωνυμίων  της επαρχίας Αγίου Βασιλείου δεν παραλείπει τις παρετυμολογίες που έχουν άμεση σχέση με τη λαϊκή πίστη, όπως τάχα ότι ο “αι- Λισαίος” (Ελισαίος) φέρνει λύσσα στα ζώα, η αγία Μαρίνα μαραίνει τα παιδιά όσων ασεβούν στη μνήμη της, ο άγιος Στυλιανός στυλώνει την υγεία των παιδιών, ο άγιος Ελευθέριος ελευθερώνει τις εγκυμονούσες κ.λπ. Σε άλλα κεφάλαια του βιβλίου γίνεται εκτενής αναφορά στην αγαπητική σχέση των αγίων προς τη φύση και την προστασία της, στην απεικόνιση των εμβληματοφόρων αγίων, όπως, για παράδειγμα, την απεικόνιση της αγίας Αικατερίνης με τον τροχό, του αγίου Ανδρέα με χιαστό σταυρό, του αγίου Παντελεήμονα με κοχλιάριο και ιατρικό κιβωτίδιο κ.λπ. Οι θεράποντες άγιοι παρατίθενται  κατ' αλφαβητική σειρά και για τον καθένα υπάρχουν συνοπτικά στοιχεία για τον βίο ή το μαρτύριό του, αλλά και για το ιδιαίτερο χάρισμα θεραπείας που έχει λάβει από τον Θεό. Ειδική αναφορά γίνεται επίσης στους αγίους θεραπευτές της στειρώσεως και της ατεκνίας. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο Κ. Παπαδάκης παραθέτει στοιχεία για τους προστάτες αγίους διαφόρων επαγγελμάτων.
            Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η λαϊκή θρησκευτικότητα  που αναλυτικότατα περιγράφει ο Κ. Παπαδάκης έχει υποστεί σοβαρές μεταβολές και αλλοιώσεις, όπως παρατηρεί και ο λαογράφος Μ. Βαρβούνης, μεταβολές οι οποίες άρχισαν να εμφανίζονται εντονότερα μετά την κρίσιμη δεκαετία 1940-1950. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η θρησκευτικότητα τείνει να εκλείψει. Για να δείξουμε αυτή τη μεταβολή, που έχει επέλθει, θα επικαλεστούμε για άλλη μια φορά τον Α. Παπαδιαμάντη, ο οποίος από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαπιστώσει την εισβολή της νεωτερικότητας στον ελληνικό χώρο με αποτέλεσμα την διάλυση της παραδοσιακής κοινωνίας και κατά συνέπεια και της λαϊκής θρησκευτικής πίστης: “Και τώρα, μετά είκοσιν έτη, όταν άρχισα ήδη να φθίνω, [...] και ο ναΐσκος της Αγίας είχε περιέλθει εις παρακμήν και ατημελησίαν οικτράν, διότι η θρησκευτική ευλάβεια μεγάλως είχεν εκπέσει εν τω μεταξύ. Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το τέμπλον το σαπρόν [...] Αι εικόνες της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου είχον γίνει άφαντοι. Ίσως είχον αφαιρεθή από τας χείρας φιλαρχαίων ή εραστών της Βυζαντινής τέχνης . . .”
            Σ' αυτό το βιβλίο ο Κ. Παπαδάκης χαρτογραφεί την ευσέβεια και τις θρησκευτικές τελετουργίες του ελληνικού λαού, γι' αυτό και η συνεισφορά του στην κατανόηση της θρησκευτικής συμπεριφοράς και της καταγραφής των θρησκευτικών τελετών κρίνεται πολύ σημαντική.

Κωστή Λαγουδιανάκη * * * Σαπουναριά στο Ρέθεμνος πριχού πενήντα χρόνους * * * Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη «Ρ έ θ υ μ ν ο 1900-1950»

Κωστή Λαγουδιανάκη


Σαπουναριά στο Ρέθεμνος πριχού πενήντα χρόνους
 Από το βιβλίο 
του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη 
σελ. 361- 366

                           *  *   *
 α΄)   Γενικά     

Σαπουναριά στο Ρέθεμνος πριχού πενήντα χρόνους
αποκρεμούνται μυριστά στση θύμησης τσι κλώνους.
Σε χρόνους περαζούμενους μες στην Τουρκοκρατία
εμπόριο με κέρδητα «τα σαπωνοποιεία».
Τούρκοι τα συνορίζουνται για τη δική τους πάρτη,
παράδες να τσιμογελά η τσέπη τους γεμάτη.
Κι απήτιμος1 μισέψανε τα τουρκοκορφοβούνια2
η Κρήτη ξακλουθά γερή πάστρα με τα σαπούνια.
Σαπουναριά το Ρέθεμνος μετρά κι είναι πληθώρα
και στην Ελλάδα δίδουνε του εμπορίου γνώρα.
Σαπούνι ρεθεμνιώτικο με το περίσσο νάμι3
γλακά σ’ όλα τα διάπαντα τσ’ Ελλάδας να προκάμει.
Σαπούνι ρεθεμνιώτικο χωρίς θελό4 ψεγάδι
που παραδολογά γερά, καλλιά κι από το λάδι.
Σαπούνι που παρακαλεί να ‘χει λαδοβεντέμα
για να ’ναι μαξουλούδικη5 κι η γ-εδική του γέννα.
Και στην αρχή του εικοστού αιώνα τα σκαλούνια6
είναι και πάλι πληθερά τα Ρεθεμνοσαπούνια.
Κι οι πρόσφυγες σαν ήρθανε πολλοί Μικρασιάτες
επορπατήξανε κι αυτοί στου σαπουνιού τσι στράτες.
Μ’ απήτιμος τον πόλεμο τη «σαπωνοποιία»
ζυγώνει τη σιγά σιγά η… «νέα η χημεία».        
Το ύστερο σαπουναριό πριχού κι αυτό να σβήσει
τ’αδέρφια οι Καψαλιανοί του ’χανε δώσει ζήση.    
Τριάντα χρόνους τ’ όνομα του σαπουνιού «τ’ Αρκάδι»
κι απόκειας το παντοτινό σκεπάζει το το βράδυ.

β΄) Η κατεργασία του σαπουνιού

Σαπούνι τρία υλικά το πλάθουνε ομάδι
θέλει ποτάσα καυστική, νερό κι αντάμι7 λάδι.
Δυο μέρες θένε βράσιμο σε πληθερό καζάνι
και θένε κι ανεκάτωμα που…να τα κουζουλάνει.
Ο «καζαντζής»8 για ψήσιμο άφτει φωθιά με τσ’ ώρες
από τση ταχινής το φως είκοσι ώρες ζόρες.
Απείς θα πήξει και ψηθεί γροικά: «για κόπια κι έλα9»
και το σαπούνι πορπατεί και πάει στη «μαστέλα»10.
Περίσσο τ’ ανεκάτωμα θα…το πολυζαλίσει
για να γενεί ασπριδερό γή και να πρασινίσει.
Στσι «τάβλες» πάει γλακιχτό μετά να τσ’ ανταμώσει
κι οι τάβλες το κονεύγουνε11 για να καλοστεγνώσει.
Την άλλη μέρα στη δουλειά στρώνουνται τα μαχαίρια
και του γυαλοξυσίματος γροικούνται τα χαμπέρια12.
Αργάτες το ισιώνουνε, «τζάμι» για να το δούνε
και είναι κι αξυπόλητοι, παπούτσα δε φορούνε.
Για να ’χει του παραγωγού φίρμα να τελαλίζει
πρινοσφραγίδα τού κλουθά και το καλοσφραγίζει.
Χέρα του «κόφτη» σταθερή του σαπουνιού την όψη
θωρεί και ντρέτα πολεμά για να το φετοκόψει.
Βαρά του κόφτη ’ν’ η δουλειά κι η κούραση καμπόση,
η συντρομή τ’ «αβαρατζή»13 θα τονε ξαλαφρώσει.
Τση σαπουνοκοπής χαρά τα γέλια θα σκορπίσει
του εμπορίου τα σακιά ξετρέχει να γεμίσει.
Σαπούνια για την αγορά «τάξεως είναι πρώτης»
και «αρχοντιά που ’ναι μισή είν’ η καθαριότης».
Με σόδα την ανθρακική και τση πυρήνας λάδι
σαπούνι πράσινο θωρεί ξετελεμού σημάδι.
Αλλής λοής το λιόλαδο χρώμα σαπουνοντύνει
τ’ άσπρο σαπούνι σάζει το τα ρούχα για να πλύνει.

γ΄) Σαπωνοποιίες του Ρεθύμνου

Αλλότες τα σαπουναριά στο Ρέθεμνος περίσσα
των αδεφών Φραγάκηδων και Παλιεράκη-Πίσσα.
Σαπουναριά το πλια παλιό κι άλλα ’χει το σεφέρι14
των Ορφανάκηδω ’ναι δυο κι αντάμι του Λυμπέρη.
Του Μπιρλιράκη νοτικά Φορτέτζας έχει χάκι15
στην πόλη κι ανατολικά χάκι του Συνατσάκη.   
Αλλότες τα σαπουναριά του εμπορίου θάρρη
και σοντηρούνε κι άλλα δυο Γαγάνη και Παντζάρη.

δ΄) Επίλογος

Εδά τα κρεμοσάπουνα και του «χημείου σκόνες»
για τα παλιά σαπουναριά φέραν βαροχειμώνες.
Βουβά ’ναι όσα στέκουνε στου χρόνου την αντάρα
και μόνο θύμησης εδά ξάφτουνε τα φουγάρα.
Τα θυμητάρια τσ’ εποχής στσι τοίχους τους κρεμούνε
οι νέοι να μαθαίνουνε, παλιοί να θυμηθούνε.
                                               _______________________
      Λ ε ξ ι λ ό γ ι ο

2.                 τουρκοκορφοβούνια, τα = η Τουρκοκρατία
3.                 νάμι, το= φήμη, καλό όνομα
4.                                       θελός, -η, -ο= ο θολός
5.                 μαξουλούδικος και μαξουλήδικος= αυτός που αποφέρει μαξούλι (εισόδημα)
6.                 σκαλούνια, τα = τα σκαλοπάτια (μτφρ. οι άρχές του αιώνα)
7.                 αντάμι επίρρ.= μαζί
8.                 καζαντζής=  ο «εργάτης του σαπουνιού» που είχε έργο την τοποθέτηση ξύλων στο φούρνο, για το ψήσιμο τού σαπουνιού [kazanci<kazan(=καζάνι)]
9.                 για κόπια κι έλα= κόπχιασε κι έλα, δηλ. πλησίασε
10.              μαστέλα= δοχείο εν είδει στέρνας, με άνοιγμα στο επίπεδο του πυθμένα, όπου και αναδεύεται το σαπούνι έως ότου αποκτήσει το απαιτούμενο χρώμα, λευκό ή πράσινο.
11.              Κονεύγω (ρήμα) <κονάκι= διαμένω
12.              Χαμπέρι, το <από τούρκ. haber= είδηση συνήθως δυσάρεστη
13.              αβαρατζής= ο βοηθός τού κόφτη στη διαδικασία τού κοψίματος του σαπουνιού
14.              σεφέρι, το=περίοδος, φορά
15.              χάκι, το= ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία



                            _____________________________ 
Σαπωνοποιίες Ρεθύμνου (από τον καθημερινό τύπο της εποχής)
Το ιστορικό πλαίσιο του παραπάνω ποιήματος
        (Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη: «Ρ έ θ υ μ ν ο 1900-1950»,
σελ. 361- 366)

*    *     *

Πριν πενήντα και πλέον χρόνια η σαπωνοποιία ευδοκιμούσε πολύ στην Κρήτη και ειδικότερα στο Ρέθυμνο, που αριθμούσε αρκετά εργοστάσια σε σχέση με το μέγεθος του. Ήταν η μόνη πόλη που εξήγαγε  σαπούνι σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εκείνα δε τα χρόνια η αξία τού σαπουνιού ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του λαδιού.

Οι σαπωνοποιίες τού Ρεθύμνου των αρχών του 20ου αιώνα συνέχισαν να λειτουργούν και να αυξάνονται σε αριθμό με την έλευση των προσφύγων  μέχρι το 1940 περίπου. Τη δεκαετία από το τέλος τού Εμφυλίου ως το 1960, νέα σαπουναριά ήρθαν να προστεθούν στο δυναμικό της πόλης. Οι αδερφοί Νίκος και Γεώργιος Φραγάκης ιδρύουν ένα σαπουναριό κατ’ αρχήν δυτικά του κήπου, περί το 1946, και κατόπιν, περί το 1951- 52, το μεταφέρουν στον Κουμπέ, όπου και σήμερα σώζεται,  ονομάζοντας το σαπούνι τους «Αρκάδι». Το 1980 αυτό το τελευταίο σαπουναριό τής πόλης έσβησε τα καζάνια και σφάλισε τις πόρτες του, υποκύπτοντας  στην εξέλιξη των καιρών.
Το σαπουναριό των αδελφών Νικολάου και Γεωργίου Φραγάκη, στον Κουμπέ

Οι σαπωνοποιίες, λοιπόν, του Ρεθύμνου συνέχιζαν τη λειτουργία τους και μετά τον πόλεμο του 1940- 45 και μέχρι την εμφάνιση των μοντέρνων χημικών μέσων πλυσίματος, όπως οι σκόνες και τα υγρά σαπούνια, που εκτόπισαν το παραδοσιακό σαπούνι από την αγορά και, φυσικά, οδήγησαν τα σαπουναριά τού Ρεθύμνου στην παρακμή και την εξαφάνιση.
 Σήμερα, πάντως, τα απομεινάρια των σαπωνοποιείων μαρτυρούν την ύπαρξη μιας σημαντικής δραστηριότητας στο παρελθόν, που δεν θα πρέπει να λησμονηθεί, γιατί αποτελεί, όπως και τόσα άλλα πράγματα, την ιστορία αυτής της πολιτείας.


Σχόλιο στον Μαντιναδολόγο Κωστή Λαγουδιανάκη και στο παρόν ποίημά του, από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
                 ________

    Συνταξιούχος δάσκαλος και επί χρόνια Διευθυντής σε σχολεία του Ηρακλείου, ο Κωστής Λαγουδιανάκης, από το Χαρασό Πεδιάδος, ένας αληθινά παθιασμένος λάτρης της Κρητικής γλωσσολαλιάς και ιδιαίτερα χαρισματικός δημιουργός της κρητικής μαντινάδας, ψάχνει απ’ οπουδήποτε μπορεί να αντλήσει την έμπνευση για να «σκαρώσει» καινούριες μαντινάδες ή ποιήματα, σε ιαμβικό 15σύλλαβο, με ουσιώδες και πάντα κρητικό περιεχόμενο.
     Ανάμεσα σε μια, τουλάχιστον, δεκάδα σχετικών βιβλίων του είναι και «Τα ναμουντάνικα χωργιά», μια τολμηρότατη δουλειά, στην οποία εμπεριέχονται 1430 μαντινάδες, μια για κάθε χωριό της Κρήτης(!), (Ηράκλειο 2009).
  Τα μαντιναδολογήματα του Κωστή Λαγουδιανάκη καθίστανται θεωρώ, περαιτέρω, ένας θησαυρός πολύτιμος της Κρητικής Διαλέκτου και αξίζει, για τον λόγο αυτόν, να γίνονται ευρύτερα γνωστά, όπως και το παρόν- το τρίτο κατά σειρά- εμπνευσμένο, όπως και τα προηγούμενα δύο, από το βιβλίο μας: «Ρ έ θ υ μ ν ο   1 9 0 0- 1 9 5 0», όπου, στις σελίδες 361- 366, αναφερόμαστε στις σαπωνοποιίες του παλιού Ρεθέμνους (τα προηγούμενα δύο ποιήματα του Κ. Λαγουδιανάκη είναι:
 α) Υπαίθριοι Μικροπωλητές του παλιού Ρεθέμνους και
 β) Τον Κήπο τον Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει).

    Ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο Κωστή Λαγουδιανάκη, που ανέλαβε με αυτόν τον τόσο όμορφο και πρωτότυπο τρόπο, σαν και τον αξέχαστο ποιητή του Ρεθέμνους, 
Γ ι ώ ρ γ η  Κ α λ ο μ ε ν ό π ο υ λ ο, να μας υπενθυμίσει και να μας συγκινήσει σιγοτραγουδώντας μας στην κρητική λαλιά σελίδες από το παλιό Ρέθεμνος, και συγκεκριμένα εδώ από τις «σαπωνοποιίες» του. «Μας έπεψε»- όπως μας έγραφε χαρακτηριστικά στο ηλεκτρονικό του γράμμα- μια «τρίτη ξεφουρνιά» για τις «σαπωνοποιίες» του Ρεθέμνους, εμπνευσμένη από το βιβλίο μας για το παλιό το Ρέθεμνος, ευχόμενος «να 'χει μιαολιά νοστιμιά σαν και τη νοστιμιά τση ξεφουρνιάς του φτάζυμου»….
     Τον ευχαριστούμε για την αγάπη του για το Ρέθεμνος και για το δροσερό κι ολόγλυκο  τερέτισμά του!


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ * * * «Ο Θεός είναι… άπαιχτος»



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
             ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

«Ο Θεός είναι… άπαιχτος»
            [Εκδόσεις «Επιστροφή», Ναύπλιο Οκτώβριος 2018, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 144]
 
   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και ενδιαφέρον βιβλίο με τον όλως ιδιότυπο, θα έλεγα απρόβλεπτο και, για μερικούς, ίσως και ακραίο τίτλο: «Ο Θεός είναι… άπαιχτος», δεν «παίζεται», δηλαδή, γιατί είναι απόλυτος και είναι άπειρα τα «παιγνίδια» του στο κυνηγητό της αγάπης Του προς τον άνθρωπο γενικά. Στον τίτλο, ακόμα, εκφράζεται και ο τρόπος με τον οποίο  ο Θεός εργάζεται και οι ποικιλόμορφες ευκαιρίες που δίνει στον κάθε άνθρωπο που αναζητά την αγάπη Του. Συγγραφέας τού εν λόγω πονήματος ο φίλος Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος (Αντωνόπουλος), ο οποίος συχνά καταφεύγει στη συγγραφή τέτοιων ιδιότυπων, ιδιόμορφων και ιδιόρρυθμων βιβλίων (πβ. και το βιβλίο του «“Ψαλώ τω Θεώ μου” ή τω εαυτώ μου;», που και αυτό είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε με προηγούμενο σημείωμά μας).
Το παρουσιαζόμενο, σήμερα, βιβλίο του επιδιώκει, περαιτέρω, να εξετάσει κάποια «απλησίαστα» για το μυαλό του ανθρώπου πράγματα, όπως, για παράδειγμα, τα κριτήρια με τα οποία ο Θεός ενεργεί στον κόσμο, που είναι ανεξερεύνητα και όλως διαφορετικά από αυτά των ανθρώπων [«ου γαρ εισίν αι βουλαί μου ώσπερ αι βουλαί υμών, ούδ’ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος. Αλλ’ ως απέχει ο ουρανός από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου » (Ησ. 55, 8-9 ) ή «τις έγνω νουν Κυρίου ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο;» (Ρωμ. 11. 34)].
Πρόθεση και προσπάθεια του συγγραφέα, με το βιβλίο του αυτό, είναι να βοηθήσει τους Νέους της εποχής μας (τις υπαρξιακές αγωνίες των οποίων γνωρίζει και έχει μελετήσει πολύ καλά) να προσεγγίσουν τα μεγάλα και εναγώνια μεταφυσικά ερωτήματα που τους απασχολούν. Το κυριότερο, μάλιστα, μέρος των κειμένων γράφτηκε εξαρχής προκειμένου να απευθυνθεί στους μαθητές των σχολείων κατά τις ετήσιες επισκέψεις του στα σχολεία της μητροπολιτικής του περιφέρειας. Προς τούτο γράφτηκε σε γλώσσα που τους είναι οικεία και τους εκφράζει με τρόπο απλό, χωρίς τις βαθιές εκείνες θεολογικές και ρητορικές εξάρσεις ή τα ξύλινα κηρύγματα κάποιων κληρικών ή ζηλωτών χριστιανών, που, συχνά, ακούγονται να φλυαρούν ακατάπαυστα και να αραδιάζουν έναν σωρό χωρία της Αγίας Γραφής (μπροστά, μάλιστα, και σε βαριά αρρώστους) και να λένε ότι ο πόνος είναι επίσκεψη ή παιδαγωγία του Θεού ή, το χειρότερο, ότι είναι τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες τους. Ή, ακόμα, ότι ο Θεός θα κάνει το θαύμα του. Πώς μπορούμε, αλήθεια, ερωτά ο συγγραφέας, να είμαστε τόσο σίγουροι και να μιλούμε τόσο αξιωματικά εκ μέρους του Θεού; Αυτά- όπως και ο ίδιος επισημαίνει- τα βρίσκει πολύ ενοχλητικά, γιατί, συνήθως, φέρουν το όλως αντίθετο αποτέλεσμα, απομακρύνοντας περισσότερο τους ανθρώπους και, μάλιστα, τους Νέους από τον Θεό, κάνοντάς τους να αδιαφορούν εγκληματικά για τη «σώζουσα» χριστιανική αλήθεια.
Προς επίτευξη του σκοπού του ο σεβασμιώτατος κάνει μια προσεκτική επιλογή από πρωτότυπα αποσπάσματα κειμένων που αγγίζουν τα ενδιαφέροντα των νέων. Τα ανασύρει από βιβλία, κυρίως, της Εκκλησίας- όπως πατερικά, απολογητικά και αγιολογικά κείμενα και, μάλιστα, από το «Γεροντικό»-, αλλά και από τη χριστιανική λογοτεχνία (με κορυφαίο εδώ τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι) και από άλλους κοσμικούς λογοτέχνες και στοχαστές. Ο συγγραφέας, βέβαια, παραθέτει μέχρι και κείμενα δηλωμένων «άθεων» και εκπροσώπων της παγκόσμιας διανόησης, που, κατά καιρούς, έχουν εκφράσει βαθιές μεταφυσικές αγωνίες και «αναζητήσεις» και, στο τέλος, γνώρισαν μέσα τους μεγάλες και σωτήριες αλλοιώσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τα κείμενα αυτά των εν λόγω μεγάλων «νοσταλγών» της παγκόσμιας διανόησης (που πεινούν και διψούν την Αλήθεια και απλώνουν έμπονα τη στοχαστική τους ματιά προς τους ανοιχτούς ορίζοντες των αιωνίων αληθειών) είναι που κερδίζουν το βασικό του συγγραφέα ενδιαφέρον και φαίνονται να χρησιμοποιούνται με μιαν ιδιαίτερη επιμονή και σκοπιμότητα. Γιατί αν είναι φυσικό και εύλογο να ομιλεί για τον Θεό ένας ιερωμένος ή ένας θεολόγος ή και ένας, έστω, απλός άνθρωπος, γνωστός για τη βαθιά του ευσέβεια και προσήλωση στα θεία, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και όταν τη μεταφυσική του αγωνία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και πίστη του προς τον Θεό εκφράζει ένας παγκοσμίου βεληνεκούς δηλωμένος άθεος και αγνωστικιστής. Επί αυτών των τελευταίων, δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας ξεκινά το παρουσιαζόμενο βιβλίο του με ένα ποίημα του Νίτσε υπό τον έντονα φορτισμένο μεταφυσικά τίτλο: «Θέλω να σε γνωρίσω», που, αν δεν ξέρεις τον δημιουργό του, θα μπορούσες άνετα να το απέδιδες σε κάποιον παπά ή σε έναν, έστω, συνειδητό χριστιανό ή ακόμα και σε κάποιον…. Άγιο της Εκκλησίας!
Ενδιαφέρουσα, επί πλέον, στο σημείο αυτό, και η παρεμβολή από τον συγγραφέα, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, και πολλών υποκειμενικών και προσωπικών του εμπειριών και ιστοριών (πολλές, μάλιστα, από τις οποίες προέρχονται μέσα από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον) και είναι από αυτές που δημιουργούν στην ψυχή του ανθρώπου τα μεγάλα εκείνα αναπάντητα «γιατί;», στις αποτυχίες και στις αναποδιές και στις βαριές αρρώστιες και τον θάνατο, όταν, μάλιστα, αυτά τα τελευταία μάς χτυπούν ανελέητα, το θαύμα δεν έρχεται και ο Θεός μοιάζει σαν να μη μας ακούει. Όμως όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν τον απροετοίμαστο άνθρωπο, και μάλιστα τον νέο, στον δρόμο της αθεΐας και του ακραίου ορθολογισμού, που δε αποδέχεται, πλέον, καμιά θρησκευτική διδασκαλία
Έτσι ο συγγραφέας διαμορφώνει τον ετερόκλητο χώρο μέσα στον οποίο και με τον οποίο προτίθεται να δράσει, «παίζοντας», κατά κάποιον τρόπο, με Αυτόν τον… «άπαιχτο» Θεό, προτείνοντας, όμως, έμμεσα και σπέρνοντας κατά τρόπο «πλάγιο»- προς αποφυγή των γνωστών (εκ της εφηβικής ψυχολογίας) νεανικών αντιδράσεων- δροσοσταλίδες από το αθάνατο της ευαγγελικής τού Κυρίου διδασκαλίας νερό! Παίζει, θα έλεγα, ο συγγραφέας ένα «παιγνίδι» με τους Νέους προκειμένου να τους διαφωτίσει στη γλώσσα τους και με τρόπο απλό για τα μεγάλα και αδιαπραγμάτευτα θέματα της σώζουσας χριστιανικής αλήθειας. Και στο «παιγνίδι» του αυτό ο συγγραφέας ιδιαίτερα αγαπά, όπως σημειώσαμε,  την αναφορά του σε περιπτώσεις «Επιστροφών»- «Μεταστροφών» και «εισδοχών» στην Ορθοδοξία μεγάλων προσωπικοτήτων, πρώην συνειδητών άθεων και εχθρών του Χριστιανισμού (από αυτόν τον ιερό Αυγουστίνο και τον Πασκάλ μέχρι τον Κλωντέλ και τον Παπίνι), τους οποίους η έμπονη αναζήτηση της αλήθειας και του βαθύτερου νοήματος του κόσμου και της ζωής, τους καθοδήγησε, ως πράξη τελική, στο εναγώνιο «ταξίδι» τους «επί το φως και επί τας πηγάς των υδάτων», προς την Ορθοδοξία» και τον Χριστιανισμό. Και οι «επιστροφές» αυτές, είναι γεγονός ότι τροφοδότησαν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας Χριστιανικής Γραμματολογίας. Μια τέτοια «επιστροφή» και «εισδοχή» στους κόλπους της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού αποτελεί, οπωσδήποτε, συγκλονιστικό γεγονός που συνταράζει την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα του νέου.
  Ένα κενό, λοιπόν, του απουσιάζοντος Θεού και έναν βαθύτερο προβληματισμό σε αρκετά θέματα που απασχολούν τη Νεότητα, κυρίως, αλλά και το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας, επιχειρεί να καλύψει με το νέο του βιβλίο, με τον ιδιόρρυθμο και χαριτολόγο αυτόν τίτλο, o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος. Ένα κενό που, βασικά, αφορά στους νέους και στους πιστούς εκείνους της Εκκλησίας, από τους οποίους κυριολεκτικά «χάνεται» ο Θεός, γιατί τους μιλά με τρόπο αινιγματικό. Πρόκειται για ένα  βιβλίο αξιόλογο, που «τολμά» να πει κάποια πράγματα με το όνομά τους και το χαρακτηρίζει γι’ αυτό «μοναδικότητα» και πρωτοτυπία. Ο επίσκοπος Αργολίδος κατανοεί απόλυτα τον άνθρωπο και τους νέους  της εποχής μας και επιχειρεί να προσαρμόσει κάποια πράγματα στη σύγχρονη πραγματικότητα και ψυχολογία των νέων, αποδίδοντας, ταυτόχρονα, μερίδιο ευθύνης και στους ποιμένες της Εκκλησίας που διαστρέφουν οικτρά την ευαγγελική διδασκαλία, πράξη που συμπυκνώνεται στην κραυγή του «πατριάρχη» του σύγχρονου μηδενισμού Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος στο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Λέξεις» γράφει χαρακτηριστικά: «Περίμενα να μου δείξουν έναν στοργικό πατέρα κι αυτοί μου έδειξαν ένα τυραννικό αφεντικό». 
  Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος, και καλό φοιτητικό μας φίλο, κ. Νεκτάριο και για το πόνημά του αυτό και του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη και εργώδη παρουσία του στον χώρο των εκκλησιαστικών Γραμμάτων.