ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ * * * «Ο Θεός είναι… άπαιχτος»



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
             ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

«Ο Θεός είναι… άπαιχτος»
            [Εκδόσεις «Επιστροφή», Ναύπλιο Οκτώβριος 2018, σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 144]
 
   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


Κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και ενδιαφέρον βιβλίο με τον όλως ιδιότυπο, θα έλεγα απρόβλεπτο και, για μερικούς, ίσως και ακραίο τίτλο: «Ο Θεός είναι… άπαιχτος», δεν «παίζεται», δηλαδή, γιατί είναι απόλυτος και είναι άπειρα τα «παιγνίδια» του στο κυνηγητό της αγάπης Του προς τον άνθρωπο γενικά. Στον τίτλο, ακόμα, εκφράζεται και ο τρόπος με τον οποίο  ο Θεός εργάζεται και οι ποικιλόμορφες ευκαιρίες που δίνει στον κάθε άνθρωπο που αναζητά την αγάπη Του. Συγγραφέας τού εν λόγω πονήματος ο φίλος Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος (Αντωνόπουλος), ο οποίος συχνά καταφεύγει στη συγγραφή τέτοιων ιδιότυπων, ιδιόμορφων και ιδιόρρυθμων βιβλίων (πβ. και το βιβλίο του «“Ψαλώ τω Θεώ μου” ή τω εαυτώ μου;», που και αυτό είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε με προηγούμενο σημείωμά μας).
Το παρουσιαζόμενο, σήμερα, βιβλίο του επιδιώκει, περαιτέρω, να εξετάσει κάποια «απλησίαστα» για το μυαλό του ανθρώπου πράγματα, όπως, για παράδειγμα, τα κριτήρια με τα οποία ο Θεός ενεργεί στον κόσμο, που είναι ανεξερεύνητα και όλως διαφορετικά από αυτά των ανθρώπων [«ου γαρ εισίν αι βουλαί μου ώσπερ αι βουλαί υμών, ούδ’ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί μου, λέγει Κύριος. Αλλ’ ως απέχει ο ουρανός από της γης, ούτως απέχει η οδός μου από των οδών υμών και τα διανοήματα υμών από της διανοίας μου » (Ησ. 55, 8-9 ) ή «τις έγνω νουν Κυρίου ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο;» (Ρωμ. 11. 34)].
Πρόθεση και προσπάθεια του συγγραφέα, με το βιβλίο του αυτό, είναι να βοηθήσει τους Νέους της εποχής μας (τις υπαρξιακές αγωνίες των οποίων γνωρίζει και έχει μελετήσει πολύ καλά) να προσεγγίσουν τα μεγάλα και εναγώνια μεταφυσικά ερωτήματα που τους απασχολούν. Το κυριότερο, μάλιστα, μέρος των κειμένων γράφτηκε εξαρχής προκειμένου να απευθυνθεί στους μαθητές των σχολείων κατά τις ετήσιες επισκέψεις του στα σχολεία της μητροπολιτικής του περιφέρειας. Προς τούτο γράφτηκε σε γλώσσα που τους είναι οικεία και τους εκφράζει με τρόπο απλό, χωρίς τις βαθιές εκείνες θεολογικές και ρητορικές εξάρσεις ή τα ξύλινα κηρύγματα κάποιων κληρικών ή ζηλωτών χριστιανών, που, συχνά, ακούγονται να φλυαρούν ακατάπαυστα και να αραδιάζουν έναν σωρό χωρία της Αγίας Γραφής (μπροστά, μάλιστα, και σε βαριά αρρώστους) και να λένε ότι ο πόνος είναι επίσκεψη ή παιδαγωγία του Θεού ή, το χειρότερο, ότι είναι τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες τους. Ή, ακόμα, ότι ο Θεός θα κάνει το θαύμα του. Πώς μπορούμε, αλήθεια, ερωτά ο συγγραφέας, να είμαστε τόσο σίγουροι και να μιλούμε τόσο αξιωματικά εκ μέρους του Θεού; Αυτά- όπως και ο ίδιος επισημαίνει- τα βρίσκει πολύ ενοχλητικά, γιατί, συνήθως, φέρουν το όλως αντίθετο αποτέλεσμα, απομακρύνοντας περισσότερο τους ανθρώπους και, μάλιστα, τους Νέους από τον Θεό, κάνοντάς τους να αδιαφορούν εγκληματικά για τη «σώζουσα» χριστιανική αλήθεια.
Προς επίτευξη του σκοπού του ο σεβασμιώτατος κάνει μια προσεκτική επιλογή από πρωτότυπα αποσπάσματα κειμένων που αγγίζουν τα ενδιαφέροντα των νέων. Τα ανασύρει από βιβλία, κυρίως, της Εκκλησίας- όπως πατερικά, απολογητικά και αγιολογικά κείμενα και, μάλιστα, από το «Γεροντικό»-, αλλά και από τη χριστιανική λογοτεχνία (με κορυφαίο εδώ τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι) και από άλλους κοσμικούς λογοτέχνες και στοχαστές. Ο συγγραφέας, βέβαια, παραθέτει μέχρι και κείμενα δηλωμένων «άθεων» και εκπροσώπων της παγκόσμιας διανόησης, που, κατά καιρούς, έχουν εκφράσει βαθιές μεταφυσικές αγωνίες και «αναζητήσεις» και, στο τέλος, γνώρισαν μέσα τους μεγάλες και σωτήριες αλλοιώσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τα κείμενα αυτά των εν λόγω μεγάλων «νοσταλγών» της παγκόσμιας διανόησης (που πεινούν και διψούν την Αλήθεια και απλώνουν έμπονα τη στοχαστική τους ματιά προς τους ανοιχτούς ορίζοντες των αιωνίων αληθειών) είναι που κερδίζουν το βασικό του συγγραφέα ενδιαφέρον και φαίνονται να χρησιμοποιούνται με μιαν ιδιαίτερη επιμονή και σκοπιμότητα. Γιατί αν είναι φυσικό και εύλογο να ομιλεί για τον Θεό ένας ιερωμένος ή ένας θεολόγος ή και ένας, έστω, απλός άνθρωπος, γνωστός για τη βαθιά του ευσέβεια και προσήλωση στα θεία, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο και όταν τη μεταφυσική του αγωνία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και πίστη του προς τον Θεό εκφράζει ένας παγκοσμίου βεληνεκούς δηλωμένος άθεος και αγνωστικιστής. Επί αυτών των τελευταίων, δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας ξεκινά το παρουσιαζόμενο βιβλίο του με ένα ποίημα του Νίτσε υπό τον έντονα φορτισμένο μεταφυσικά τίτλο: «Θέλω να σε γνωρίσω», που, αν δεν ξέρεις τον δημιουργό του, θα μπορούσες άνετα να το απέδιδες σε κάποιον παπά ή σε έναν, έστω, συνειδητό χριστιανό ή ακόμα και σε κάποιον…. Άγιο της Εκκλησίας!
Ενδιαφέρουσα, επί πλέον, στο σημείο αυτό, και η παρεμβολή από τον συγγραφέα, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, και πολλών υποκειμενικών και προσωπικών του εμπειριών και ιστοριών (πολλές, μάλιστα, από τις οποίες προέρχονται μέσα από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον) και είναι από αυτές που δημιουργούν στην ψυχή του ανθρώπου τα μεγάλα εκείνα αναπάντητα «γιατί;», στις αποτυχίες και στις αναποδιές και στις βαριές αρρώστιες και τον θάνατο, όταν, μάλιστα, αυτά τα τελευταία μάς χτυπούν ανελέητα, το θαύμα δεν έρχεται και ο Θεός μοιάζει σαν να μη μας ακούει. Όμως όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν τον απροετοίμαστο άνθρωπο, και μάλιστα τον νέο, στον δρόμο της αθεΐας και του ακραίου ορθολογισμού, που δε αποδέχεται, πλέον, καμιά θρησκευτική διδασκαλία
Έτσι ο συγγραφέας διαμορφώνει τον ετερόκλητο χώρο μέσα στον οποίο και με τον οποίο προτίθεται να δράσει, «παίζοντας», κατά κάποιον τρόπο, με Αυτόν τον… «άπαιχτο» Θεό, προτείνοντας, όμως, έμμεσα και σπέρνοντας κατά τρόπο «πλάγιο»- προς αποφυγή των γνωστών (εκ της εφηβικής ψυχολογίας) νεανικών αντιδράσεων- δροσοσταλίδες από το αθάνατο της ευαγγελικής τού Κυρίου διδασκαλίας νερό! Παίζει, θα έλεγα, ο συγγραφέας ένα «παιγνίδι» με τους Νέους προκειμένου να τους διαφωτίσει στη γλώσσα τους και με τρόπο απλό για τα μεγάλα και αδιαπραγμάτευτα θέματα της σώζουσας χριστιανικής αλήθειας. Και στο «παιγνίδι» του αυτό ο συγγραφέας ιδιαίτερα αγαπά, όπως σημειώσαμε,  την αναφορά του σε περιπτώσεις «Επιστροφών»- «Μεταστροφών» και «εισδοχών» στην Ορθοδοξία μεγάλων προσωπικοτήτων, πρώην συνειδητών άθεων και εχθρών του Χριστιανισμού (από αυτόν τον ιερό Αυγουστίνο και τον Πασκάλ μέχρι τον Κλωντέλ και τον Παπίνι), τους οποίους η έμπονη αναζήτηση της αλήθειας και του βαθύτερου νοήματος του κόσμου και της ζωής, τους καθοδήγησε, ως πράξη τελική, στο εναγώνιο «ταξίδι» τους «επί το φως και επί τας πηγάς των υδάτων», προς την Ορθοδοξία» και τον Χριστιανισμό. Και οι «επιστροφές» αυτές, είναι γεγονός ότι τροφοδότησαν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας Χριστιανικής Γραμματολογίας. Μια τέτοια «επιστροφή» και «εισδοχή» στους κόλπους της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισμού αποτελεί, οπωσδήποτε, συγκλονιστικό γεγονός που συνταράζει την ψυχή του ανθρώπου και ιδιαίτερα του νέου.
  Ένα κενό, λοιπόν, του απουσιάζοντος Θεού και έναν βαθύτερο προβληματισμό σε αρκετά θέματα που απασχολούν τη Νεότητα, κυρίως, αλλά και το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας, επιχειρεί να καλύψει με το νέο του βιβλίο, με τον ιδιόρρυθμο και χαριτολόγο αυτόν τίτλο, o Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος. Ένα κενό που, βασικά, αφορά στους νέους και στους πιστούς εκείνους της Εκκλησίας, από τους οποίους κυριολεκτικά «χάνεται» ο Θεός, γιατί τους μιλά με τρόπο αινιγματικό. Πρόκειται για ένα  βιβλίο αξιόλογο, που «τολμά» να πει κάποια πράγματα με το όνομά τους και το χαρακτηρίζει γι’ αυτό «μοναδικότητα» και πρωτοτυπία. Ο επίσκοπος Αργολίδος κατανοεί απόλυτα τον άνθρωπο και τους νέους  της εποχής μας και επιχειρεί να προσαρμόσει κάποια πράγματα στη σύγχρονη πραγματικότητα και ψυχολογία των νέων, αποδίδοντας, ταυτόχρονα, μερίδιο ευθύνης και στους ποιμένες της Εκκλησίας που διαστρέφουν οικτρά την ευαγγελική διδασκαλία, πράξη που συμπυκνώνεται στην κραυγή του «πατριάρχη» του σύγχρονου μηδενισμού Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος στο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Λέξεις» γράφει χαρακτηριστικά: «Περίμενα να μου δείξουν έναν στοργικό πατέρα κι αυτοί μου έδειξαν ένα τυραννικό αφεντικό». 
  Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αργολίδος, και καλό φοιτητικό μας φίλο, κ. Νεκτάριο και για το πόνημά του αυτό και του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη και εργώδη παρουσία του στον χώρο των εκκλησιαστικών Γραμμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: