200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ * * * Εξισλαμισμοί- Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού κατά την Τουρκοκρατία

   Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες οι εκ Μελάμπων και εν Ρεθύμνη μαρτυρήσαντες. Η εικόνα είναι έργο του Φ. Κόντογλου (1957) και βρίσκεται στο τέμπλο του φερώνυμου ι. Ναού της γενέτειράς τους.

               200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

 Εξισλαμισμοί-

Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού

κατά την Τουρκοκρατία

 

                ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                                www.ret-anadromes.blogspot.com

 

          Το γεγονός ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες (Γεώργιος, Αγγελής, Μανουήλ και Νικόλαος) υπήρξαν κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες (κάτω, δηλαδή, από την προστασία της πανίσχυρης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας της Μεσαράς) μάς υποχρεώνει να σημειώσουμε κάποια πράγματα σχετικά με το θέμα αυτό.

  Ο κρυπτοχριστιανισμός - μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια Ιστορία των Θρησκευμάτων - αποδεικνύει και αναδεικνύει τη δύναμη τής πίστης τού Νεοέλληνα και την ταύτιση τού ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Η μακραίωνη περίοδος της Τουρκοκρατίας, πλήγμα βαρύτατο στην ιστορική του ελληνισμού πορεία, προκάλεσε στους υπόδουλους ραγιάδες οδύνη μόνον και πόνο για τις αναρίθμητες συμφορές, αλλά, ταυτόχρονα, τους προσέφερε και στιγμές ανάτασης και εθνικού μεγαλείου, που και σήμερα αφήνουν έκπληκτους τους μελετητές, οι οποίοι ανακαλύπτουν δυνάμεις αστείρευτες ενός λαού που στάθηκε όρθιος βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά, όταν όλα έδειχναν πως η πλήρης κατάρρευσή του είχε ήδη συντελεστεί[1].

Από τη ζωή των κρυπτοχριστιανών

             Σε πολλές, χιλιάδες, ανήλθαν οι κρυπτοχριστιανοί στην Κρήτη αμέσως μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους το 1669 (κατάληψη Μεγάλου Κάστρου) και τις ατέλειωτες διώξεις που οι τελευταίοι άσκησαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, κατά του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου. Κατά την περίοδο μετά την επανάσταση του 1770 και μέχρι το 1821 ο αριθμός των κρυπτοχριστιανών αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Στα δύσμοιρα εκείνα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς οι ραγιάδες έμειναν άοπλοι και ανυπεράσπιστοι κάτω από τα κτυπήματα των γενιτσάρων και των μπουρμάδων (δηλαδή των εξισλαμισμένων Κρητικών). Ο κάθε γενίτσαρος, εσπέχης, αγάς, μπέης, μπουρμάς, μουρτάτης (=αρνησίθρησκος) ή καπάνταης (=εξισλαμισμένος ψευτοπαλληκαράς) μπορούσε να κτυπά με το καμουτσίκι του τον τυχόντα χριστιανό «ώσπου ν’ αναπνέει», να του αρπάζει τη γυναίκα του, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα ή και να τον πυροβολεί έτσι απλά και μόνο για διασκέδαση ή… αστεϊσμό! Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο που αναφέρει στην ιστορία του ο Βασίλειος Ψιλάκης[2]. Κάποτε, λέγει, ένας γέρων ιερεύς περνούσε από ένα καφενείο, όταν ξαφνικά κάποιος από τους θηριώδεις εκείνους Τούρκους τού φώναξε να βγάλει το καλυμμαύχιό του και να το εναποθέσει πάνω σε ένα πάσσαλο, γιατί ήθελε, λέει, να δοκιμάσει το όπλο του! Τρομαγμένος ο δυστυχής γέρων ιερεύς εκτέλεσε κατά γράμμα τη διαταγή, αλλά ο Τούρκος αντί να σκοπεύσει το καλυμμαύχι έριξε κάτω νεκρό τον γέροντα ιερέα και… γελώντας, είπε στους γύρω του ότι, δυστυχώς, δεν πέτυχε τον στόχο του!....

            Ο Τούρκος κατακτητής δεν ανεχόταν επ’ ουδενί να βλέπει τον χριστιανό να είναι ντυμένος και να ζει καλά. Στην αντίληψή του ο χριστιανός έπρεπε να ζει ταπεινωμένος και να εργάζεται μόνιμα γι’ αυτόν. Ζητούσε, λοιπόν, αφορμή να ληστέψει και απογυμνώσει από κάθε περιουσιακό στοιχείο και από κάθε υπόληψη τους χριστιανούς.

            Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, και πάλιν, ο Β. Ψιλάκης, «εύφορον χριστιανικόν χωράφι, καρποφόρος ελαιών ιεράς μονής, προσοδοφόρος κήπος και περιβόλιον, δάσος προς ξυλείαν, πλούσιος μελισσών ή οίκημα οπωσδήποτε εμφανίσιμον ήσαν εις την διάθεσιν του τυχόντος μουσουλμάνου, μεγάλου ή μικρού, γείτονος ή και μακρότερον ακόμη κατοικούντος. Ο τέτοιος μουσουλμάνος δεν είχε τίποτε άλλο να κάμη παρά να αποστείλει δώρον εις τον κάτοχον χριστιανόν ένα ένσφαιρον φυσέκιον, τυλιγμένον εις ένα μανδήλι, πράγμα που εδήλωνεν ότι ο ιδιοκτήτης έπρεπε να παραχωρήσει αμέσως εις τον ευγενή αυτόν ιππότην το κτήμα που του υπεδείκνυε, διότι αλλέως θα εφονεύετο. μέσος όρος δεν υπήρχεν»[3].

         «Ένας Τούρκος με το γιαταγάνι στο χέρι, γράφει ο περιηγητής Charles Marie dIrumberie, κάνει να του παραδοθούν τα πάντα. η γυναίκα (του χριστιανού), η κόρη του, το ποίμνιό του, το κρασί του. Το παρατήρησα κυρίως στην Κρήτη, όπου κοντά στις πόλεις δεν υπάρχουν άλλες νεάνιδες παρά αυτές που η μικρή τους ηλικία ή το άσχημο πρόσωπό τους επιτρέπουν να παραμένουν ακόμα στις οικογένειές τους». Σε παρόμοιο μοτίβο κινείται και η παρατήρηση του περιηγητή G. A. Olivier, που γράφει χαρακτηριστικά: «Κανένας Έλληνας δεν μπορεί να παντρευτεί χωρίς την άδεια του αγά. Για να πάρει την άδεια, πρέπει να πληρώσει ένα πρόβατο, ένα αρνί, μερικά κοτόπουλα. Αν η νέα αρέσει στον αγά, την κρατά για τον εαυτό του, χωρίς κανείς τελικά να φέρει αντίρρηση»[4].

            Οι φοροεισπράκτορες, παράλληλα, ήταν τόσο σκληροί και αιμοδιψείς, ώστε δεν δίσταζαν να βασανίζουν, να πουλούν σαν δούλους ή να σφάζουν μέλη της οικογένειας που αδυνατούσε να πληρώσει τους φόρους. Περιοριζόμαστε σε μιαν όλως ακραία, ίσως και φρικώδη, περιγραφή του περιηγητή F. Richard, για να αντιληφθούμε καλύτερα την κατάσταση. Στην αγορά των Χανίων, αμέσως μετά την υποδούλωση της περιοχής, έβλεπες, συχνά, χριστιανούς να φέρνουν και να πουλούν τα ίδια τους τα παιδιά, για να μπορέσουν να πληρώσουν τους φόρους και να αποφύγουν έτσι την εξόντωση ή τον εξισλαμισμό ολόκληρης της οικογένειας. Η αξία ενός παιδιού ήταν 4 γρόσια! Την άλλη χρονιά, σε περίπτωση που η οικονομική δυσπραγία συνεχιζόταν, μπορούσες να δεις τους ίδιους να πουλούν, τώρα, τις γυναίκες τους, και, μάλιστα, με την οκά, ζυγίζοντάς τις σε μεγάλους καμπανούς, που είχαν τοποθετηθεί στην αγορά. Τέλος, σαν δεν είχαν τίποτε άλλο για πούλημα, πουλιόντουσαν και οι ίδιοι και έμεναν για όλη τους τη ζωή δούλοι[5].  

         Όλα τα παραπάνω εγκλήματα και οι βιαιοπραγίες οδηγούσαν μοιραία τους χριστιανούς, ως μόνη λύση, στον εξισλαμισμό. Το δικαίωμα της ζωής ανήκε μόνον στους πιστούς του Μωάμεθ και οι Χριστιανοί, που νομίζονταν και από τους κύνες ευτελέστεροι, έπρεπε να αποφασίσουν ένα από τα δυο. ή να ζουν ως μωαμεθανοί ή να αποθάνουν, κατόπιν μυρίων κακώσεων και βασάνων, ως χριστιανοί. Έτσι, υποχρεωτικά, η λύτρωση ερχόταν μόνο μέσω της αλλαξοπιστίας!...

 


         [1] Μηλιώρης Νίκος, Οι Κρυπτοχριστιανοί, 2017.

 [2] Ψιλάκης, Βασίλειος: Ιστορία τής Κρήτης, μεταγλωττισμένη υπό Ν. Αγκαβανάκη, τ. Γ΄, εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., 147.

          [3] Ψιλάκης, Βασίλειος χ.χ, ό.π., 44.

          [4] Πεπονάκης, Μανόλης Γ., Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645- 1899), Ρέθυμνο 1997, 61. Η καταβολή φόρου για τη χορήγηση άδειας γάμου λεγόταν resm-i-arus (γαμήλιος φόρος).

     [5] Γρυντάκης, Γιάννης Μ., «Οι Τέσσερις Νεομάρτυρες Ρεθύμνης μέσα στην ιστορική συγκυρία» », Νέα Χριστιανική Κρήτη, τ. 24 (2005), 31.

Τελευταίο αντίο στον Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη

 

Σάββας Μύρωνος Αμανατίδης

Νεκρολογία

 

Τελευταίο αντίο στον

Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη

 

 ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

       www.ret-anadromes.blogspot.com

 

Το άγγελμα του θανάτου είναι πάντοτε οδυνηρό και επώδυνο, αν και γνωρίζουμε όλοι πως είναι το βεβαιότερο, το πιο σίγουρο και αναπόφευκτο γεγονός τής ζωής τού κάθε ανθρώπου. Η έγχρονη ζωή αποτελεί το σπέρμα τής αιωνιότητας, μέτρο για την κατάκτηση της οποίας θεωρείται ο βαθμός τής τελειότητας που θα επιτύχει ο άνθρωπος στη ζωή του για την ανάδειξη των σπουδαίων και μεγάλων ουρανοδρόμων αρετών που πρέπει να τον διακρίνουν και κατακοσμούν ενόσω ζει. Και το γνωστό απόφθεγμα τού αρχαίου ποιητή Μενάνδρου «ς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ», σε αυτές, ακριβώς, τις ουρανοδρόμους αρετές αναφέρεται, που γνώρισαν, θεωρώ, απόλυτη εφαρμογή και πραγματοποιήθηκαν στον ύψιστο βαθμό στην προσωπικότητα του αείμνηστου και πάνυ αγαπητού Σάββα Μύρωνος Αμανατίδη, φίλου και για πολλά χρόνια συναδέλφου πεφιλημένου και εκλεκτού και σήμερα και συμπέθερου αγαπητού.

Πόντιος στην καταγωγή, γεννήθηκε στο χωριό Πεπονιά Κοζάνης, όπου και διδάχτηκε τα  πρώτα, τα εγκύκλια γράμματα. Στη συνέχεια, σπούδασε θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πρωτοδιόριστος καθηγητής στο Μουζάκι Θεσσαλίας γνώρισε, περί το έτος 1966, την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του, την αείμνηστη ρεθεμνιώτισσα δασκάλα, Μαρία Βοριά, που, τον καιρό εκείνο, υπηρετούσε εκεί ως δασκάλα.  

Χάρη της αγαπημένης του Μαρίας ήλθε στη συνέχεια, το έτος 1981, και κατοίκησε στο Ρέθυμνο, με την οποία ευτύχησε να δημιουργήσουν μιαν αξιοζήλευτη οικογένεια και να αποκτήσουν τρία παιδιά, που του χάρισαν, σήμερα, πέντε υπέροχα εγγόνια. Υπήρξε αφοσιωμένος σύζυγος και υπόδειγμα στοργικού πατέρα. Χτυπήθηκε, όμως, σκληρά από τη ζωή χάνοντας πολύ ενωρίς την αγαπημένη σύντροφο του, πράγμα που τον ανάγκασε, έκτοτε, να σηκώσει μόνος του αλλά αξιοπρεπώς όλο το βάρος της οικογένειας.

Το ίδιο αγαπητός υπήρξε, ομολογουμένως, ο Σάββας Αμανατίδης και στους συναδέλφους του καθηγητές, στους μαθητές του και σε όλους όσοι- στον επαγγελματικό του χώρο- τον γνώρισαν και τον έζησαν από κοντά. Γιατί και ως δάσκαλος ο Σάββας Αμανατίδης είναι γεγονός ότι γνώριζε να ενθουσιάζει τους μαθητές του, από τους οποίους και υπεραγαπάτο με τον πιο φυσικό, άδολο κι ανεπιτήδευτο τρόπο, γιατί γνώριζε να μεταλαμπαδεύει σε αυτούς αξίες πολύτιμες, γνώση και σοφία από τον αστείρευτο και πολύπλευρο της ψυχής του πλούτο.

Δημιουργικός, πρακτικός και αποτελεσµατικός έγραψε και δημοσίευσε σειρά άρθρων στις τοπικές εφημερίδες και πραγματοποίησε δεκάδες ομιλιών. Όπου βρέθηκε και με όποιους συνεργάστηκε, τόσο στον επαγγελματικό χώρο, ως Διευθυντής, για πολλά χρόνια, του 3ου Γυμνασίου Ρεθύμνου- απ’ όπου και αποστρατεύθηκε ως επίτιμος Διευθυντής- όσο και στον επαγγελματικό συνδικαλισμό, όπου, επίσης, δραστηριοποιήθηκε ενεργά ως ευαισθητοποιημένος και ενεργός πολίτης, παντού κέρδισε τη φιλία, την αγαθή ανάμνηση και εκτίµηση όλων.

Χαρακτηριστικά τής προσωπικότητάς του ήταν, περαιτέρω, η ευγένεια τού χαρακτήρα, το χριστιανικό ήθος και η απλότητα. Παντού εμφανιζόταν προσηνής και εγκάρδιος, απλός στους τρόπους και αξιοπρεπής, αυθεντικός, ήρεμος και στοχαστικός. Οι συναναστρεφόμενοι μαζί του είχαν πάντοτε κάτι να ωφεληθούν.

     Καλό σου ταξίδι, συμπέθερέ μου, αγαπητέ, ας είναι ελαφρό το χώμα τής ρεθεμνιώτικης γης που σε σκέπασε και ο δικαιοκρίτης Θεός τής αγάπης και του ελέους ας τάξει την ψυχή σου «ἐν σκηναῖς δικαίων» και ας δώσει την εξ ύψους παρηγορία στα παιδιά σου, στον Μύρο, στη Βιργινία και στον Δημήτρη, στα εγγόνια σου και σε όλους εμάς που σε γνωρίσαμε και σε αγαπήσαμε.

  Ας είναι η μνήμη σου αιωνία!                                                                               

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡ. ΛΑΠΠΑΣ * * * ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ * Παλιές κοινές λέξεις

 


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡ. ΛΑΠΠΑΣ

 

ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Παλιές κοινές λέξεις

[Ελληνοεκδοτική Α.Ε.Ε.Ε., Αθήνα 2018, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 288]

 


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 www.ret-anadromes.blogspot.com

 http://historicalcrete.ims.forth.gr

 

Ο κ. Δημήτρης Χρ. Λάππας είναι ένας εξαίρετος και πολυπράγμων φιλόλογος. Υπηρέτησε σε δημόσια σχολεία της Κέρκυρας, όπου και μόνιμα διαμένει. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σχολικών, κυρίως, βοηθημάτων και λεξικών, βιβλία που αριθμούν πλέον των εξήντα, όπως:

-Εγκύκλιο Λεξικό Εννοιών και Όρων (Κορφή 2000)

-Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής Παιδείας (Αρχέτυπο 2004)

- Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (Αρχέτυπο 2006) κ.λπ

Εκτός των εν λόγω σχολικών βοηθημάτων ο κ. Λάππας εξέδωσε και πολλές άλλες μελέτες ποικίλου ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε τη «Συνοπτική Ιστορία της Κέρκυρας» (2012) και το «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι- Παλιές κοινές λέξεις» (Αθήνα 2018), πονήματα εξαίρετα με τα οποία, πρόσφατα, φιλικά μάς τίμησε. Εκ των παραπάνω βιβλίων, λόγω και της πολύχρονης ενασχόλησής μας με την Ονοματολογία και τον τοπωνυμικό πλούτο του τόπου μας, προκρίναμε, με το παρόν σημείωμά μας, να κάνουμε λόγο σε αυτό, ειδικά, το τελευταίο. το «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι».

Πρόκειται για μιαν αξιόλογη εργασία, που, κατά τον συγγραφέα, αποβλέπει, κυρίως, στη γνωριμία και εξοικείωση των νέων μας με την ηπειρώτικη ντοπιολαλιά και τις παλιές εκείνες κοινές λέξεις του ηπειρώτικου ιδιώματος, που οι περισσότεροι νέοι τις αγνοούν σήμερα λόγω έλλειψης βιωμάτων και συναισθηματικών δεσμών με τον τόπο. Πρόκειται για λέξεις που, δυστυχώς, κυριολεκτικά εξοβελίστηκαν στις μέρες μας από το στόμα του ηπειρωτικού λαού υπό την επίδραση του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και ως προερχομένων από μια κοινωνία φτωχή και απομονωμένη και στενά συνδεδεμένη με την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή. Η μοίρα των τελευταίων δεκαετιών ήταν ο άνθρωπος να ζήσει την αρχή των μεγάλων, των κοσμογονικών αλλαγών της ανθρωπότητας, που διαγράφονται ως μοίρα τεχνολογικού, από τη μια μεριά, μεγαλείου και ανθρώπινης, από την άλλη μεριά, τραγικότητας. Μια μοίρα, όμως, που συμπαρέσυρε μαζί της και τις ποικίλες ελληνικές διαλέκτους, όπως την ηπειρωτική και, φυσικά, και την κρητική, αλλά και όλες τις άλλες, καταλήγοντας, δυστυχώς, στη σύγχρονη ψηφιακή γλώσσα ως μέσο συνεννόησης των ανθρώπων και των λαών της εποχής μας, του λεγόμενου τεχνητού ιδιώματος των greeklish, των ελληνικών, δηλαδή, με λατινικούς χαρακτήρες.

Και αυτό, οπωσδήποτε, αποτελεί μια λίαν οδυνηρή διαπίστωση, που σχεδόν μάς βεβαιώνει ότι αυτή η ευγενής και αρχοντική και αρχαιοπρεπέστατη των παλαιών ελληνικών διαλέκτων «ομιλία», η ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, δεν παρουσιάζε, πλέον, καθόλου θετικές προοπτικές για περαιτέρω επιβίωση και συνέχιση της ύπαρξής της (!) με τη ρίζα του κακού να εντοπίζεται σε αυτήν, όπως, ήδη, επισημάναμε, την ίδια τη φύση των πολιτισμικών πραγμάτων της εποχής μας, σε αυτήν την ίδια τη σημερινή γλωσσική εξέλιξη και πραγματικότητα.

Ο τίτλος και ο υπότιτλος της παρουσιαζόμενης εργασίας αποκαλύπτουν ότι πρόκειται, ακριβώς, για έναν ειδικό κατάλογο ιδιωματικών λέξεων ενός γεωγραφικού διαμερίσματος της Ελλάδας και εν προκειμένω της Ηπείρου, και όχι, βέβαια, για ένα «λεξικό», που, οπωσδήποτε, αφορά σε ένα συστηματικό έργο, πάνω στο σύνολο των λέξεων που διαθέτει μια γλώσσα.

Το παρουσιαζόμενο με το παρόν σημείωμά μας «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι», λόγω της συγκεκριμένης ορεινής περιοχής από την οποία προέρχεται και της απομόνωσης του λαού από τον οποίο ομιλείται, εκεί στον βορειότερο ορεινό όγκο της ελλαδικής χερσονήσου, συγγενεύει σημαντικά με την αιωλοδωρική διάλεκτο, ενώ παρατηρούνται σε αυτό και δυνατές αρχαιοελληνικές και βυζαντινές ρίζες και αποκλίσεις. Ο συγγραφέας στην καταγραφή των λέξεων δίνει έμφαση στην ερμηνεία και ετυμολογία αυτών, καθώς και στα συνώνυμά τους, όπως δε επισημαίνει χαρακτηριστικά συμπεριλαμβάνονται σε αυτό, αναπόφευκτα, και λέξεις πανελλήνιας χρήσης, λέξεις πανελληνίου βεληνεκούς. Και αυτό, βέβαια, μπορεί αμέσως και με την πρώτη ματιά, να το διαπιστώσει και ο Κρητικός αναγνώστης, στον αντίποδα, ακριβώς, της Ελληνικής Χώρας, που μπορεί να εντοπίσει πληθώρα ηπειρωτικών λέξεων απόλυτα κατανοητών και σε αυτόν, που χρησιμοποιούνται, δηλαδή, και εδώ στην Κρήτη σήμερα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ή παρουσιάζουν, έστω, ελαφρότατες αποκλίσεις (και αυτές θεωρώ ότι είναι οι περισσότερες), όπως, για παράδειγμα, ντορβάς (μικρός σάκκος), ντουγρού, ντραγάτης (ο αγροφύλακας), ξεκούτης, ξεπαστρεύω, η ξάργητα (η αργοπορία), η σκλήθρα (το πελεκούδι), η σκουτέλα (γαβάθα), τσελεμπής (ο καλοντυμένος), χλαπακιάζω (τρώγω λαίμαργα), χλεμπονιάρης (ο αρρωστιάρης) και άλλες πολλές λέξεις «ων ουκ έστιν αριθμός.

Ανακαλύπτει, επίσης, και κάποιες άλλες λέξεις με μεγαλύτερες διαφορές, που χρειάζεται, ίσως, να προσπαθήσει κάπως για την κατανόησή τους, όπως βουρκόλακας (ο βρικόλακας), αμπρύτερα (πρωτύτερα), νεραντός (ο ρευστός, ο νερουλός), τσιάκαλος (ο τσάκαλος, το τσακάλι) κ.λπ., καθώς και κάποιες άλλες παντελώς διαφορετικές και ακατανόητες για μας τους Κρητικούς, όπως αντράλα (η ζαλάδα), βοζώνω (πεισμώνω), ζένω (μυρίζω άσχημα), μακαντάσης (ο φίλος, ο σύντροφος), μάνζαλα (τα άχρηστα πράγματα), μπράσκα (η χελώνα) κ.ο.κ. 

Με το έργο του αυτό ο φίλος Δημήτρης Χρ. Λάππας επιτελεί, θεωρούμε, έργο βαρύ, με εθνικές διαστάσεις, αφού παλεύει ενάντια στην ισοπέδωση και τον άγριο εκφυλισμό της ελληνικής μας ράτσας με την απώλεια της γλωσσικής ταυτότητας και των ιδιαιτεροτήτων μας ως έθνους, φυλής και ελληνικής πατρίδας, πράγμα για το οποίο θερμά και από καρδιάς τον ευχαριστούμε.

ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

 

 

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 4ΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

 

 

ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

 

 

      ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

                 www.ret-anadromes.blogspot.com

 

         Οι Κουρμούληδες ήταν μια πλούσια και σημαντική κρητική οικογένεια γαιοκτημόνων και κτηνοτρόφων της Μεσαράς, περιοχής που άκμαζε ήδη από την εποχή της Βενετοκρατίας. Λένε ότι τις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού, το 1821, αριθμούσαν περί τις εκατό οικογένειες, όλες τους από την ίδια ρίζα προερχόμενες. Λένε, ακόμα, ότι οι Κουρμούληδες είχαν συγγένεια με τους Βλαστούς, των οποίων η οικογένεια προερχόταν από ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, αλλά και προς τους περίφημους Ψαρομηλίγγους. 

 Οι Κουρμούληδες πολύ ενωρίς μετά την οθωμανική κατάκτηση- γύρω στα 1680- εξισλαμίστηκαν, αναδεικνύοντας στο εξής μπέηδες και αγάδες ανάμεσά τους, διατήρησαν, ωστόσο, την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, και έμειναν γνωστοί για την αυστηρότατη εμμονή τους στη χριστιανική πίστη και για την προστασία που επιφύλασσαν μυστικά στους κρυπτοχριστιανούς και σε κάθε χριστιανό της Κρήτης. Τιμωρούσαν, δηλαδή, σκληρά και δεν δειλιούσαν και να χτυπήσουν στα φανερά έναν γενίτσαρο πού μάθαιναν ότι κακουργούσε εναντίον κάποιου χριστιανού, βρίσκοντας κάποιαν αιτία κάθε φορά από διάφορες άλλες πράξεις των γενιτσάρων, ώστε να μην αποκαλύπτεται ποτέ η κρυπτοχριστιανική τους ταυτότητα, πού τη γνώριζαν μόνο πολλοί λίγοι χριστιανοί και κληρικοί, εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους τους κρυπτοχριστιανούς, πού όλοι τους, φυσικά, αναγνωρίζονταν μεταξύ τους. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, οι Κουρμούληδες είχαν έτοιμη τη δικαιολογία ότι, τάχατες, ο «πολυχρονεμένος μας Πατισάχ» για όλο το λαό του επιφυλάσσει την ίδια προστασία και ευφυώς και με πολλήν επιδεξιότητα αντιμε­τώ­πιζαν τις κατηγορίες και εξευμένιζαν τους αρμοδίους, για να τους ελέγχουν με δώρα και εκ­δουλεύσεις και εξυπηρετώντας, με τον τρόπον αυτόν, σταθερά τα συμφέροντα των Ελλήνων χριστιανών αδελφών τους.

        Πάντως, και παρόλες αυτές τις προφυλάξεις τους, κάποιες πράξεις τους, κάποτε, εξέθεταν τους κρυπτοχριστιανούς προστάτες των Χριστιανών σε σοβαρούς κινδύνους, όταν οι Τούρκοι τους υποπτεύονταν και τους θεωρούσαν ότι αυτοί ήταν οι αίτιοι ή οι κρυφοί φονιάδες αρκετών ομοεθνών τους γενιτσάρων, οι οποίοι κάθε τόσο βρίσκονταν σκοτωμένοι σε ενέδρες εδώ κι εκεί στα χωράφια.

Εικ. 1. Μιχαήλ Κουρμούλης

    Αρχηγός της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας κατά τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν ο περίφημος Μιχαήλ Κουρμούλης (1765- 1824), ο μέχρι τότε επιφανής Οθωμανός άρχοντας Χουσεΐν μπέης (εικ. 1). Είχε τη φήμη του καλύτερου ιππέα της Κρήτης και ήταν διοικητής ενός τουρκικού συντάγματος. Το παράστημά του ήταν επίσημο και επιβλητικό και ήταν σεβαστός από όλους, Τούρκους και Χριστιανούς. Διέθετε μεγάλη δύναμη στη Μεσαρά και συμμετείχε μυστικά στην προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1818. Το Πάσχα του 1821, και ενώ βρισκόταν στα Χανιά, φανέρωσε δημόσια τη χριστιανική του ταυτότητα και με την έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη, τέθηκε επικεφαλής της οικογένειας των Κουρμούληδων, καθώς και των υπόλοιπων Μεσαριτών. Όταν, όμως, στα 1824, η επανάσταση στην Κρήτη καταπνίγηκε, προσωρινά, ο Μιχαήλ Κουρμούλης κατέφυγε μαζί με τον Αρμοστή Εμμανουήλ Τομπάζη στην Ύδρα, όπου πέθανε την 1η Ιουλίου 1824 από τη θλίψη και τα τραύματά του,  «στερούμενος και αυτού του επιουσίου άρτου».

      Άλλοι επιφανείς, εκτός του Μιχαήλ, Κουρμούληδες είναι οι εξής:

       α) ο γιος του Δημήτριος, που, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανέλαβε να συνεχίσει τον αγώνα του στην Κρήτη. Τελικά, σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου με δεκάδες άλλους Κρητικούς.

       β) ο νεότερος αδελφός του Γεώργιος

    γ) ο Μανόλης, γιος του Γεωργίου Κουρμούλη, που πολέμησε στο πλευρό του θείου του Μιχαήλ και του εξαδέλφου του Δημητρίου στη Μάχη του Φαλήρου, κατέβηκε και πάλι στην Κρήτη και σκοτώθηκε στην μάχη του Μοχού (9-12-1827).

  

       Ως κρυπτοχριστιανοί, λοιπόν, ή «μυστικοί χριστιανοί»- όπως τους αποκαλεί το συναξάριό τους- και οι άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες[1] ήταν «Κουρμούληδες» και διατηρούσαν στενές σχέσεις με το χωριό Κουσές των Αστερουσίων, εξήντα δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Ηρακλείου, έδρα της μεγάλης αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας. Από εδώ, λοιπόν, από τον Κουσέ, και οι Άγιοί μας έλκουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα, εκ των κρυπτοχριστιανών, δηλαδή, αρχηγών και προστατών τους Κουρμούληδων τού εν λόγω χωριού.

      Για τον λόγο αυτόν, οι Τέσσερις Νεομάρτυρες ερχόντουσαν τακτικά στον Κουσέ, για να εκτελέσουν εδώ απαρατήρητοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, στους δύο μεγάλους πύργους- γνωστούς και ως «Πύργους των Κουρμούληδων»- που διέθεταν πολεμίστρες και πλούσιους αποθηκευτικούς χώρους και συνεχίζουν να διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα (εικ. 2, 3). Δίπλα στον έναν από αυτούς και σε υπόγεια κατακόμβη, υπήρχε μυστική εκκλησία της Αγίας Πελαγίας, στην οποία μπορούσαν απαρατήρητοι και υπό την προστασία των Κουρμούληδων προστατών τους να παντρεύονται και να βαπτίζουν τα παιδιά τους, με ειδικούς, πάντοτε, έμπιστους ιερείς, προερχόμενους από άλλες μακρινές περιοχές (συνήθως από την ανατολική Κρήτη), και να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν των θείων μυστηρίων.

Εικ. 2. Ο Κάτω Πύργος των Κουρμούληδων

Εικ. 3. Ο Πάνω Πύργος των Κουρμούληδων

      Ώστε οι Κρήτες κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι απέπτυαν τον μωαμεθανισμό επί Τουρκοκρατίας, είχαν στο εξής ως αρχηγούς και προστάτες τους τούς αδελφούς Κουρμούληδες τής Μεσαράς, κυρίους πολυάριθμων κολλίγων (δηλαδή δούλων κρυπτοχριστιανών), που και εκείνοι με τη σειρά τους ονομάζονταν «Κουρμούληδες». Όπως, μάλιστα, δίδαξε ο Στέφανος Ξανθουδίδης, οι υπαγόμενοι επί Ενετοκρατίας σε έναν φεουδάρχη λάμβαναν το επώνυμό του και από αυτό, ακριβώς, εξηγείται η πληθώρα των Καλλέργηδων, Σκορδιλών, Βαρούχηδων κ.ά., που, ως χωρικοί και δουλοπάροικοι, λάμβαναν τα ονόματα των ευγενών αυτών οικογενειών στις οποίες υπάγονταν και δούλευαν[2].

  Κατά τον ίδιο, λοιπόν, τρόπο, «Κουρμούληδες» ονομάστηκαν και οι κρυπτοχριστιανοί Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες των Μελάμπων, που τέθηκαν δουλοπάροικοι και υπό την προστασία της ισχυρής αυτής κρυπτοχριστιανικής οικογένειας τής Μεσαράς και με το όνομα αυτό τούς αποκάλεσε και ο γνωστός Άγγλος περιηγητής Robert Pashley[3], που περιόδευε ανά την Κρήτη και το Ρέθυμνο στα 1834, άρα, δέκα, μόλις, χρόνια μετά το μαρτύριό τους (1824). Ο Pashley αντλούσε τις πληροφορίες του από το άμεσό του περιβάλλον (που και έτσι, προφανώς, γνώριζε τους Τέσσερις Μάρτυρες. ως «Κουρμούληδες») και έτσι τους ονόμασε κι εκείνος, θέλοντας να δείξει ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί και όχι Ρετζέπηδες μουσουλμάνοι. Πιθανόν, βέβαια, να μη γνώριζε και το κρητικό τους επώνυμο (γιατί, αλλιώς, είναι βέβαιο ότι θα το παρέθετε και αυτό), που- όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας- ήταν «Βλατάκης».

 

 



              [1] Έτσι, ως «μυστικούς χριστιανούς», ονομάζει το συναξάρι των Αγίων τους κρυπτοχριστιανούς, οι οποίοι λέγει: «έσωθεν μεν ήσαν χριστιανοί Ορθόδοξοι, πράττοντες άπαντα τα των χριστιανών έθιμα και απολαμβάνοντες μυστικώς άπαντα τα της Εκκλησίας Μυστήρια, ώσπερ και οι χριστιανοί, έξωθεν δε Οθωμανοί φαινόμενοι εις αυτούς διά τον φόβον» (Ακολουθία των Αγίων Τεσσάρων Νέων του Χριστού Μαρτύρων 1865: 8).

         [2] Βλ. Τωμαδάκης, Νικόλαος Β.: «Κρήτες Νεομάρτυρες», στο Δ΄ Μέρος (Επίμετρον), Προμηθεύς ο Πυρφόρος , τεύχ. 22 (1980), Αθήνα, 326.

          [3]   Pashley, Robert, Travels in Crete, τ. 1, κεφ. VII, London 1837, 107- 108.

Στων Βασιλεών (ή Βασιλειών) τη Ρίζα * * * ΜΥΡΘΙΟΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 

Μύρθιος Αγίου Βασιλείου

ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

 

Στων Βασιλεών (ή Βασιλειών) τη Ρίζα

     ΜΥΡΘΙΟΣ, ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 

 

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

www.ret-anadromes.blogspot.com

 

 

                                                                                                                       Στη μνήμη του σοφού Μυρθιανού

Γλωσσολόγου και Ακαδημαϊκού Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι

                                                       (1848-1941)

                                                     * * *

    Υπήρξε ιεροφάντης του ελληνικού λόγου και πατριώτης,

                                     όστις αγωνίσθηκε διά τα ελληνικά δίκαια όχι μόνον με την γραφίδα

                                                αλλά και με το όπλο 

                                                                                          (Ελ. Βενιζέλος)

 

Το Μικροτοπωνύμιο στων ΒασιλεώνΒασιλειών) τη Ρίζα βρίσκεται στα δυτικά του χωριού Μύρθιος, δήμου Αγίου Βασιλείου, επαρχίας Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου. Του τοπωνυμίου προηγείται γενική προσδιοριστική. Ρίζα και Ρίζες είναι οι πρόποδες λόφου ή βουνού[1]. Ρίζα, όμως, είναι και το δέντρο[2].

Κατά τον μεγάλο μας γλωσσολόγο και Πατέρα της Ελληνικής Γλωσσολογικής Επιστήμης, Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι- από το ίδιο χωριό (Μύρθιο) καταγόμενο- δεν εννοείται ο λόγος του τοπωνυμίου. «Ουδείς, σημειώνει χαρακτηριστικά, δύναται να ορίση τι ήθελον εκεί οι βασιλείς ή οι Βασίλειοι, ένθα ουδέν ίχνος παλαιού οικήματος, αλλά μόνον απότομοι κρημνοί υπάρχουν»[3]. Άρα, σύμφωνα με τον τελευταίο λόγο του Χατζιδάκι, το τοπωνύμιο μάλλον θα αφορά στους πρόποδες βουνού, αφού το χαρακτηρίζουν, όπως λέγει, απότομοι κρημνοί. Δεν αποκλείω, πάντως, να υπήρχε εκεί, στη συγκεκριμένη ρίζα, και κάποιο δέντρο τεράστιο, «βασιλικό», σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία του β΄ συνθετικού και με όσα εκθέτω στην αμέσως επόμενη παράγραφο.

Και πραγματικά, με την μορφή αυτήν που το ερευνά ο Χατζιδάκις το τοπωνύμιο δεν εννοείται, είναι ανετυμολόγητο και παραμένει άγνωστη η αρχική προέλευσή του. Όμως, σε έρευνά μας στα χωριά τής εν λόγω επαρχίας, Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου[4], εντοπίσαμε την ύπαρξη- σε άλλα χωριά της ίδιας επαρχίας- και αρκετών άλλων, παράλληλων προς το εξεταζόμενο, τοπωνυμίων, όπως: στα Βασιλικά (Ακούμια), στο Βασιλικό και στου Βασιλικού το Λαγκό (Λευκόγεια), στο Βασιλικό Πέραμα και στη Βασιλική Στράτα (Μέλαμπες και Σπήλι). Μήπως, λοιπόν, και εδώ το τοπωνύμιο μπορούμε να το εννοήσουμε σύμφωνα με τα παραπάνω ως Βασιλική Ρίζα; Τα τελευταία τοπωνύμια (Βασιλική Στράτα, Πέραμα ή Βασιλικός Δρόμος, ή Βασιλικό Πηγάδι) χρησιμοποιούνται με τη σημασία του κεντρικού, του δημόσιου δρόμου ή του πηγαδιού από το οποίο όλη η κοινότητα εφοδιάζεται με νερό- όρος που χρησιμοποιείται ήδη από τη βυζαντινή εποχή. Πβ., επίσης, και στη Χίο τοπωνύμια: Βασιλικά, Βασιλικό, Βασιλική, Βασιλικές, Παλάτσια (= Παλάτια), αλλά και χωριό ολόκληρο Βασιλεώνοικο, που ο Κων. Άμαντος το ετυμολογεί εκ των «βασιλέων οίκων»[5].

Ίσως, λοιπόν, με αυτή τη σημασία, του κεντρικού, του δημόσιου- κατά τα παραπάνω καθόλου λίγα, αλλά πέντε (05)! συνολικά τοπωνύμια της ίδιας επαρχίας- να χρησιμοποιείται και στη Μύρθιο αυτό το ενδιαφέρον και τόσο προβληματικό τοπωνύμιο.

Ο Πατέρας, περαιτέρω, της Ελληνικής Λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, παρατήρησε[6] ότι το όνομα «Βασιλικά και Παλάτια είναι κοινό όνομα πλείστων αρχαίων μνημείων είτε συνδέονται με την παράδοση είτε μη» και αυτή, επίσης, μπορεί να είναι, νομίζω, μια ακόμα ετυμολογία του ανωτέρω «ανετυμολόγητου» (μάλλον δυσετυμολόγητου) από τον Γεώργιο Χατζιδάκι τοπωνυμίου του χωριού του, Μύρθιου. Δηλαδή, η Βασιλεών (ή Βασιλειών) Ρίζα της Μύρθιου συνδέεται με «αρχαία μνημεία», κατά τον λόγο του Νικολάου Πολίτη. Απλά η συνοδεύουσα παράδοση χάθηκε πολύ πριν από τα χρόνια του μεγάλου μας Μυρθιανού Γλωσσολόγου.



[1] Πβ. Σταμάτης Αποστολάκης, «Τοπωνύμια Καμπανού», Κρητική Εστία 178 (1968), 574 και Γ. Σειστάκης, «Ο Πρινές Σελίνου», 219 (1977), 838.

[2] Πβ. Γ. Σειστάκης, «Ο Σφακός», Κρητική Εστία 266-67 (1981), 203.

[3] Γ. Ν. Χατζιδάκις, «Τοπωνυμίαι του χωρίου Μύρθιο», Περιοδ. Δελτίον Βιβλιοθήκης Κρητικού  Φιλολογικού Συλλόγου, Εν Χανίοις, τ. Α΄ (Οκτ.- Δεκ. 1927), 3- 7. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, «Η Συμβολή του Γεωργίου Χατζιδάκη στη μελέτη και την έρευνα της Κρητικής Διαλέκτου», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 25 (1981), 230.

[4] Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου (και από 1/1/2011 Δήμου Αγίου Βασιλείου Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου), Ρέθυμνο 2011, σελ. 656.

[5] Κωνσταντίνος Άμαντος, «Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Χίου», Λεξικογραφικόν Αρχείον Β΄ (1915), 15.

[6] Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις Β΄, 760.