ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ*
ΚΩΣΤΗ
ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΑΚΑ &
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΩΝ-
ΕΛΕΓΧΟΣ «ΗΜΑΡΤΗΜΕΝΩΝ»
Αναπληρωτής Καθηγητής ΠΑΕΑΚ
PhD, MSc, MA, BA, BA.
Σεβασμιώτατε
Μητροπολίτα Ρεθύμνης & Αυλοποτάμου κ. Πρόδρομε,
Σεβαστοί
πατέρες,
Ευλαβείς
μοναχές,
Ελλογιμώτατε
κ. Πρόεδρε του Ακαδ. Συμβουλίου της ΠΑΕΑΚ
Εντιμολογιώτατοι
Άρχοντες, ελλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Εκλεκτή
ομήγυρη,
Το στιβαρό πόνημα του κ. Παπαδάκη, το οποίο
έχουμε στα χέρια μας, μάς ωθεί αβίαστα στις ακόλουθες δύο παραδοχές: Πρώτον, ότι η διερεύνηση όσων αφορούν
στους Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου[1]
δεν είναι εύκολη υπόθεση. Aπαιτεί «γεγυμνασμένα αισθητήρια»[2],
διεισδυτική ματιά και ενδελεχή έρευνα, προκειμένου να αναδειχθούν όλες οι
πτυχές που τους αφορούν. Δεύτερον, ότι ο τρόπος παρουσίασης των στοιχείων που
προκύπτουν από την έρευνα, η αποτύπωσή τους στο χαρτί, είναι εξίσου σημαντική, εξ
επόψεως αισθητικής. Κάτω από το πνεύμα
αυτό επιτρέψτε ο λόγος μου να κινηθεί σε δύο επίπεδα: αφενός στο πεδίο της αισθητικής
της έκδοσης και αφετέρου στο ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου. Μια έκδοση η
οποία υστερεί σε επίπεδο καλαισθησίας, είναι δυνατόν να αδικήσει το περιεχόμενο,
τον ίδιο το συγγραφέα και το αντίστροφο. Η πρώτη εικόνα, η πρώτη επαφή του
αναγνώστη με το
«όχημα του λόγου» είναι σημαντική, ως προς τις εντυπώσεις, μέχρι να
διαπιστώσει κάποιος τη στιβαρότητα του περιεχομένου.
Το βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου Κωστή Ηλ. Παπαδάκη «Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου.
Συναξαριακά & Βιογραφικά στοιχεία Αυτών – έλεγχος ημαρτημένων», εκδίδεται
με αφορμή τα 200 χρόνια από τη μαρτυρική τελείωση των Νεομαρτύρων Μανουήλ, Αγγελή, Γεωργίου & Νικολάου, από την Ιερά Μητρόπολη
Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, με την υποστήριξη του Επίσημου Δελτίου της Εκκλησίας
της Κρήτης «Απόστολος Τίτος» και
είναι διαστάσεων 27 Χ 16,5 εκ., ενώ
αριθμεί 270 σελίδες.
Το πόνημα του κ. Παπαδάκη για τους Τέσσερις
Νεομάρτυρες συνδυάζει την καλαισθησία και τη μεγαλοπρέπεια, με την επιστημονική
στιβαρότητα και τη σαφήνεια ως προς τα τελικά συμπεράσματα. Τα παραπάνω
επιτυγχάνονται με τα ακόλουθα:
α.
Το καλαίσθητο πορφυρό εξώφυλλο,
το οποίο οδηγεί τη σκέψη μας στο μαρτύριο του αίματος των Τεσσάρων Νεομαρτύρων.
Σε αυτό αποτυπώνεται σε μορφή υδατογραφήματος ο ιερός ναός των αγίων, όπως
είναι σήμερα, ενώ ευκρινώς καταχωρίζεται στο κέντρο του άνω διαζώματος η
παλαιότερη γνωστή φορητή εικόνα των Νεομαρτύρων, ποίημα του Ιωάννου
Φραγκόπουλου του Ζακυνθίου, του 1836, η οποία φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό ναό
των Εισοδίων της Θεοτόκου, εδώ στο Ρέθυμνο.
β. Τη στοχευμένη αξιοποίηση και εναλλαγή των γραμματοσειρών της
δεξιοκλινούς και ρέουσας στο χαρτί Anaktoria
με την κομψότητα που διέπει την Alfios,
οι οποίες διευκολύνουν την ανάγνωση και, ως «οχήματα
του λόγου», καθιστούν εύληπτο το μήνυμα του κειμένου στον αναγνώστη. Επιπροσθέτως,
η χρήση του πολυτονικού συστήματος
προσδίδει στιβαρότητα και μεγαλοπρέπεια στο κείμενο και προσιδιάζει με το
εκκλησιαστικό περιεχόμενο του βιβλίου.
γ. Τους ερυθρούς
τίτλους των κεφαλαίων και τους μπλε υπότιτλους,
τους καλαίσθητους σελιδοδείκτες με τους
Αγίους και τον προσεγμένο εικονογραφικό διάκοσμο, που καθιστούν διακριτά τα
κεφάλαια και εύκολα αναγνωρίσιμα.
δ. Το μεγάλο αριθμό, 128 εικόνων, ιστορικών
τεκμηρίων και φωτογραφιών (αρχιερέων, κληρικών, ναών και τόπων), οι
οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων, ενοτήτων και, πέραν του
διακοσμητικού τους ρόλου, κρίνονται πολυσήμαντες, καθώς στοχεύουν στα ακόλουθα:
δα.
Επεκτείνουν τις πληροφορίες που περιέχονται στο κείμενο.
δβ. Οπτικοποιούν έννοιες, ερμηνεύουν
γεγονότα και σημαίνουν πράγματα που δε σημαίνονται εύκολα μέσω του γραπτού
λόγου.
δγ. Διευκολύνουν
την ανάγνωση και
δδ. Λειτουργούν ως μνημοτεχνικό[3]
μέσο για τον αναγνώστη.
Όσον αφορά στη δομή του βιβλίου, προηγείται,
το ευλογητικό προλόγισμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ρεθύμνης και
Αυλοποτάμου κ. Προδρόμου, ο Πρόλογος του συγγραφέα Κωστή Παπαδάκη και η
Εισαγωγή. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε 16 κεφάλαια, στα οποία εκτίθενται
διαφορετικές πτυχές τού υπό διαπραγμάτευση θέματος, ενώ τεκμηριώνονται οι
απόψεις του συντάκτη με 311 παραπομπές και υποσημειώσεις. Το σύγγραμμα ολοκληρώνεται
με τη Βιβλιογραφία, το ευρετήριο ονομάτων, πραγμάτων και τόπων, όπως επίσης την
εργογραφία του συγγραφέα.
Ο Κωστής Παπαδάκης ερευνά τις πηγές, συνδιαλέγεται
με απόψεις σύγχρονων μελετητών και, «καταγράφει
με αίσθημα ευθύνης … κραδασμούς και αλλοιώσεις»,[4]
-για να δανειστώ ένα στίχο από ποίημα του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας
Στυλιανού Χαρκιανάκη- ελέγχοντας και διορθώνοντας τα «ημαρτημένα», δηλαδή τις άστοχες και εσφαλμένες αντιλήψεις του
παρελθόντος (σ. 16)[5]
επί του θέματος. Τα κείμενα και οι
ποικίλες απόψεις αποδίδονται διαβαθμισμένες, ενώ η έκθεση των επιχειρημάτων διέπεται
από μεθοδικότητα, με κατάληξη σε συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Ο λόγος του συγγραφέα ρέει αβίαστα, χωρίς να
απαντώνται εξεζητημένες φράσεις και αρχαϊσμοί. Ενίοτε το κείμενο αποκτά
προφορική χροιά (βλ. σ. 138), σε μια προσπάθεια από μέρους του πομπού να έχει
αμεσότερη επικοινωνία, μέσω του κειμένου, με τον δέκτη. Η γενική αίσθηση που
αποκομίζει κάποιος είναι ότι ο συντάκτης του βιβλίου απευθύνεται σε ένα
υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό, το οποίο καλείται να πληροφορηθεί για τα
«ημαρτημένα» (εσφαλμένα) ορισμένων ερευνητών, όπως και την ανασκευή τους, που
αφορούν απόψεις για τους Τέσσερις Νεομάρτυρες.
Ο συγγραφέας προσεγγίζει στο περιεχόμενο του βιβλίου τους Αγίους
Νεομάρτυρες: Μανουήλ, Αγγελή, Γεώργιο
& Νικόλαο, ως προς τις οικογενειακές τους καταβολές, την ιστορική τους
πορεία, την κρυπτοχριστιανική τους στάση, τον τόπο και τρόπο τελείωσής τους, τη
διακήρυξη της αγιότητας, τα εικονογραφικά, τα υμνογραφικά και τους ναούς που
τους αφορούν.
Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στο οικογενειακό
όνομα με το οποίο φέρονται οι εκ Μελάμπων Αγίου Βασιλείου άγιοι έγγαμοι και
γονείς καθώς, σύμφωνα με τις πηγές, αλλά και μεταγενέστερα κείμενα, μνημονεύονται
ως Ρετζέπηδες (κατά το οθωμανικό), Βλατάκηδες (κατά το χριστιανικό), και Κουρμούληδες ως Κρυπτοχριστιανοί (βλ. σ.
24, 31), κατά τη μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή
Robert Pashley, το 1834, αυτό το
τελευταίο).
Ως προς το ζήτημα αυτό διακρίνει κανείς
την ευλαβική προσήλωση του συγγραφέα στο να συνδέσει τους Τέσσερις Νεομάρτυρες
με τους Κουρμούληδες στον Κουσέ, κάτι το οποίο αξιοποιεί και κατά την αναφορά
του στη σύνθεση της Α΄ Ακολουθίας (1852) και των φορητών εικόνων των
Νεομαρτύρων (1850 & 1852), με την ευλαβική
χορηγία της Παρασκευής Κουρμουλοπούλας (βλ. σ. 155). Σημειώνεται μάλιστα από τον κ. Παπαδάκη με
αφορμή ένα σημείο από την Α΄ Ακολουθία των αγίων ότι: «Η σημείωση αυτή επιβεβαιώνει … και όσα εμείς έχουμε σημειώσει στο
ειδικό κεφάλαιο περί συγγενικής σχέσης των Τεσσάρων Νεομαρτύρων με την ιστορική
οικογένεια των κρυπτοχριστιανών Κουρμούληδων της Μεσαράς υπό την προστασία των
οποίων είχαν τεθεί.» (σ. 206). Ο συγγραφέας κάνει αναφορά στις απόψεις των
ιστορικού Ι. Μουρέλλου και ιστοριοδίφη Μιχάλη Παπαδάκη, (σ. 34) και καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι εξ επόψεως συνειδησιακής
οι Νεομάρτυρες δεν υπήρξαν μωαμεθανοί Ρετζέπηδες, όπως ήταν ευρέως γνωστοί,
αλλά ήταν Βλατάκηδες, δηλαδή Έλληνες και Κουρμούληδες ως κρυπτοχριστιανοί.
Ο Κωστής Παπαδάκης παραμένει συνεπής στις
αρχές του να προσεγγίζει και να εξαντλεί ένα θέμα από όλες τις πλευρές. Κάτω
από το πνεύμα αυτό, αφιερώνει στο βιβλίο του ειδικό κεφάλαιο για τους
εξισλαμισμούς και το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας, όπως επίσης αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ των κρυπτοχριστιανών
Κυρίμηδων και Κουρμούληδων (σ. 59), στους «παράλληλους
βίους» μεταξύ των τελευταίων και των Βλατάκηδων.
Ο συγγραφέας τοποθετεί τη φανέρωση της
κρυπτοχριστιανικής συνείδησης των εκ Μελάμπων αγίων μετά τη μάχη στο Κακό Ρυάκι το 1822, οπότε και πολέμησαν
κατά των Τούρκων, ενώ τη σύλληψή τους περί τον Ιούλιο του 1824.
Η συμμετοχή των Τεσσάρων Νεομαρτύρων στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 μαρτυρείται από την τοπική παράδοση,
μνημονεύεται στα συναξάρια των Αγίων και τεκμαίρεται από πιστοποιητικό του 1865
που υπεβλήθη στην εν Αθήναις Εξεταστική Επιτροπή Αγώνος από τον Ιωάννη Βλατάκη,
υιό του Νεομάρτυρος Εμμανουήλ, το οποίο υπογράφουν, μεταξύ άλλων, ο Επίσκοπος
Λάμπης και Σφακίων Παΐσιος (σσ. 64-65, 123-126) κληρικοί και Δημογέροντες. Η
από μέρους των Νεομαρτύρων σύμπραξη στις πολεμικές συρράξεις, στο πλευρό των
Ελλήνων κατά των Τούρκων, μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, τη συνειδησιακή Ελληνο -
χριστιανική τους ταυτότητα που οδήγησε στη σύλληψή τους.
Στη διχογνωμία που επικρατεί μεταξύ των
ερευνητών ως προς τον τρόπο της μαρτυρικής τελείωσης των αγίων, δι’
απαγχονισμού ή δι’ αποτομή της κεφαλής, στο σύνολό της η εκκλησιαστική -και όχι
μόνο παράδοση- αποδέχεται ότι αυτή έλαβε χώρα στη «Μεγάλη Πόρτα» του Ρεθύμνου
(πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων), με αποτομή, στις 28/ 10 /1824, μετά από μια
περίοδο φυλάκισης που υπέμειναν.
Ο συγγραφέας απαριθμεί οκτώ τεκμήρια
αγιότητας των Τεσσάρων Νεομαρτύρων (σσ. 76-83), κάποια από τα οποία λαμβάνουν
χώρα μετά τη μαρτυρική τελείωσή τους, όπως το φως στον τόπο του μαρτυρίου, ενώ
τα περισσότερα σχετίζονται με θαύματα προς χριστιανούς και αλλοθρήσκους, που
συνδέονται με τα ιερά λείψανα, τα ενδύματα και τα μέσα βασανισμού τους.
Τα σώματα των νεομαρτύρων ενταφιάστηκαν
στη Μονή του Αγίου Γεωργίου στα
Περιβόλια. Η εκταφή τους έγινε από τον επίσκοπο Ρεθύμνης Ιωαννίκιο, ενώ εσφαλμένα τοποθετείται το γεγονός ένα έτος μετά την
ταφή τους, δηλαδή το 1825. Ο κ. Παπαδάκης αξιοποιώντας ιστορικά δεδομένα, την
ενθρόνιση του Ρεθύμνης Ιωαννίκιου, η οποία έλαβε χώρα το 1826, όπως επίσης το
εθιμικό δίκαιο, ως προς το ζήτημα της εκταφής, διορθώνει τη χρονολογία ανακομιδής
των λειψάνων των Νεομαρτύρων στο 1827.
Στο 6ο και 7ο
κεφάλαιο του βιβλίου του ο Κωστής Παπαδάκης αναφέρεται στην «Αγιοκατάταξη» (sic)
των Τεσσάρων Νεομαρτύρων, όπως επίσης στη σχετική Πατριαρχική Πράξη. Σημειώνει την
άμεση διαπίστωση (αναγνώριση) της αγιότητάς τους από το εκκλησιαστικό σώμα,
όπως ενδεικτικά προκύπτει από τη διανομή των ιερών λειψάνων τους στους
χριστιανούς ως ευλογία, τη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας και την ιστόρηση της
εικόνας τους, ενώ καταγράφει την άποψη του σεβαστού καθηγητή και διδασκάλου μου
Θεοχάρη Δετοράκη, σύμφωνα με την οποία είχε συνταχθεί Πατριαρχική Πράξη
Αγιοποιήσεώς τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία δεν σώζεται. Ο κ. Παπαδάκης, ορθώς, κατά την άποψή μας, θεωρεί εσφαλμένη την ως
άνω θέση του μακαριστού Καθηγητή Δετοράκη και αποδέχεται ως πρώτη και μοναδική
Πατριαρχική Πράξη για τους Τέσσερις Νεομάρτυρες εκείνη του 1977 [την υπ. αριθμ. πρωτοκ. 588/29.8.],
μνημονεύοντας συγκεκριμένα εύστοχα επιχειρήματα.
Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί έντονα
το συγγραφέα Κωστή Παπαδάκη, είναι το «ζήτημα
της 4ης κάρας» ή διαφορετικά η σύγχυση που επικρατεί ως προς τον
τέταρτο εκ της χορείας, Νικόλαο, εάν
δηλαδή είναι εθνομάρτυρας ή νεομάρτυρας, όπως διατείνονται ορισμένοι.
Η σύγχυση που ξεκίνησε το 1834 από τον Άγγλο περιηγητή Robert Pashley με την αναφορά του σε «τρεις Κουρμούληδες»
που μαρτύρησαν στο Ρέθυμνο και κορυφώθηκε με την άποψη ότι ο τέταρτος, Νικόλαος Βλατάκης, έπεσε μαχόμενος στην Ιερά Μονή Οδηγητρίας το 1828- θέση που
υιοθέτησαν κάποιοι μελετητές (σ. 107)- δεν γίνεται αποδεκτή από το συγγραφέα,
καθώς παρουσιάζει αδυναμία εξ επόψεως επιστημονικής και θεολογικής.
Η διαφορετική προσέγγιση των ιστορικών
δεδομένων από τους παραπάνω μελετητές για τον «εθνομάρτυρα» Νικόλαο, η οποία έχει επιπτώσεις ως προς
επιμέρους πτυχές του μαρτυρίου των Τεσσάρων Νεομαρτύρων (σσ. 109-110), αλλά και
ως προς το γεγονός της κατάληξης της 4ης κάρας, ανασκευάζεται από το
συγγραφέα με πειστικά επιχειρήματα και ιστορικά έγγραφα [βλ. αίτηση Μαριγώς
Βλατάκη & Πιστοποιητικό Ιωάννη Βλατάκη, (σσ. 119-126)], ο οποίος, τελικά,
καταλήγει ότι είναι άλλος ο εθνομάρτυρας
Νικόλαος Βλατάκης της Μονής
Οδηγητρίας (1828) και άλλος ο συνονόματός του Νεομάρτυρας εκ των Τεσσάρων, άποψη η οποία μας βρίσκει σύμφωνους. Ως
προς την τύχη της 4ης κάρας, αυτή αποτέλεσε δωρεά του επισκόπου Ρεθύμνης
Ιωαννίκιου προς την Εκκλησία της Ρωσίας, ανεξάρτητα από όσα διατυπώθηκαν σε
βιβλίο και από τον Αλκιβιάδη Μαυράκη, με αφορμή την τρίτη μετασκευή του τάφου
των Αγίων, νοτιοδυτικά του ναού του Αγίου Γεωργίου Περιβολίων, το 2002, όταν
ισχυρίστηκε ότι βρέθηκε η 4η κάρα, κατά τη συλλογή των οστών.
Στο βιβλίο που έχουμε μπροστά μας,
μνημονεύεται η τότε αντίδραση και επίσημη ανακοίνωση της Ιεράς Μητροπόλεως. Με
μέριμνα του αοιδίμου Μητροπολίτη Ανθίμου Συριανού, ανατέθηκε σε
αρχαιολόγους και ειδικούς επιστήμονες η
χρονολόγηση των ανευρεθέντων οστών, με τους τελευταίους να αποφαίνονται ότι δεν
ανήκουν στους Αγίους, σε αντίθεση με τους τάφους. Συνεπώς, όπως καταχωρίζεται
στο εδώ παρουσιαζόμενο βιβλίο, η 4η κάρα μεταφέρθηκε στη Ρωσία κατά
την ανακομιδή των λειψάνων των Νεομαρτύρων το 1827, έστω κι αν η Εκκλησία της
Μόσχας δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει την ευστάθεια της συγκεκριμένης εκδοχής,
όταν ρωτήθηκε με επίσημη επιστολή από τον Ρεθύμνης Τίτο Συλλιγαρδάκη (σ. 135),πριν
από χρόνια.
Η τιμή των Αγίων εκφράζεται ενδεικτικά
από το πλήρωμα της Εκκλησίας, με τους ακόλουθους τρόπους, πέραν της θέσπισης
εορτών και της τιμής των ιερών λειψάνων: με την ιστόρηση της εικόνας τους, τη
σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας και την ανέγερση ιερών ναών προς τιμήν τους. Τα
πεδία αυτά έρχεται να καλύψει στα τελευταία του κεφάλαια το βιβλίο του κ.
Παπαδάκη.
Η εικονογράφηση των Τεσσάρων Νεομαρτύρων και
επιμέρους πτυχές της, αποτελούν το αντικείμενο του 12ου κεφαλαίου
του πονήματος, όπου απαριθμούνται 14 παλαιότερες, όπως και νεότερες φορητές
εικόνες των αγίων, αρχής γενομένης από την παλαιότερη, εκείνη του Ιωάννου Φραγκόπουλου του Ζακυνθίου, του
1836, που φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, εδώ,
στην πόλη του Ρεθύμνου.
Ο κ. Παπαδάκης εστιάζει σε δύο ζητήματα όσον
αφορά στην εικονογράφηση των Τεσσάρων Νεομαρτύρων. Το πρώτο συνδέεται με την
απεικόνιση του Νεομάρτυρος Γεωργίου
με κομμένο το αριστερό του χέρι. Σε κάποιες φορητές φέρεται να απουσιάζει το
δεξί, ενώ σε κάποιες άλλες σημειώνεται ο Αγγελής ή ο Μανουήλ να είναι χωρίς άνω
άκρο, αντί του Γεωργίου (σ. 163). Η συγκεκριμένη απεικόνιση έχει ιστορικά
ερείσματα και συνδέεται με μια προσπάθεια από μέρους του αγίου να κατευνάσει τα
πνεύματα σε μια φιλονικία, οπότε δέχτηκε την αποτομή της χείρας (σ. 149). Ο
συγγραφέας του βιβλίου εκφράζει ξεκάθαρα τη διαφωνία του ως προς την
αναπαράσταση των αγίων με σωματικά ελαττώματα, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, τα
ακόλουθα: «η αναπαράσταση των Αγίων με
σωματικά ελαττώματα που τυχόν είχαν κατά τον επίγειο βίο τους, είναι εσφαλμένη
προσέγγιση της εν ζωή πραγματικότητας
ενός Αγίου, τόσο από θεολογική όσο και από αγιογραφική άποψη και δεν
παρατηρείται ποτέ στην καθαρά Βυζαντινή Αγιογραφία.» (σ. 166) και αλλού σημειώνει: «Ο πνευματικός, ο αγιασμένος άνθρωπος δεν
μπορεί και δεν επιτρέπεται να παριστάνεται ‘λειψός’ και ατελής στο σώμα, με ένα
μάτι, με ένα αυτί ή με ένα χέρι.» (σ. 166) « ένας Άγιος πρέπει να ζωγραφίζεται στις εικόνες του ακέραιος και
ολοκληρωμένος, γιατί μια εικόνα αποβλέπει να μας παρουσιάσει αυτήν, ακριβώς,
την ‘τελειοποιημένη’ και ‘ολοκληρωμένη’ προπτωτική του κατάσταση.» (σσ.
165-166).
Στο κεφάλαιο της εικονογραφίας των Τεσσάρων Νεομαρτύρων
ελέγχεται επίσης από το συγγραφέα ως ιστορικά ανακριβής, ως προς τη συναξαριακή
παράδοση, η θεώρηση του Αντωνίου Χανιωτάκη ως του προσώπου που ενταφίασε τους
αγίους, όπως απεικονίζεται στην εικόνα του αγιογράφου Μαρίνου Γ. Νικηφόρου του
1859, που βρίσκεται στο ναό του αγίου Γεωργίου Περιβολίων.
Ο κ. Παπαδάκης αναφέρεται σε ιδιαίτερο
κεφάλαιο σε ναούς, παρεκκλήσια και κλίτη ναών αφιερωμένα στους Τέσσερις
Νεομάρτυρες, εντός και εκτός Κρήτης, με έμφαση στην διαχρονική πορεία του ιερού
ναού τους, εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.
Το στιβαρό πόνημα του συγγραφέα
ολοκληρώνεται με σημαντικές πληροφορίες ως προς τις Ασματικές Ακολουθίες που
συντάχτηκαν για τους Αγίους, αρχής γενομένης από εκείνη του 1852, η οποία ήταν
η πρώτη. Γίνεται επίσης αναφορά σε αρχαιότερους και νεότερους υμνογράφους τους,
ενώ στο βιβλίο καταχωρίζονται υμνογραφικά (Ακολουθία και Παρακλητικός Κανόνας)
προς τους Τέσσερις Νεομάρτυρες, ποίημα του οσίου Γερασίμου του
Μικραγιαννανίτου.
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Ευλαβείς μοναχές,
Εκλεκτή ομήγυρη,
Το βιβλίο του κ. Κωστή Παπαδάκη που έχουμε
στα χέρια μας, είναι ένα αξιομνημόνευτο έργο και είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει
σημείο αναφοράς για τους μελετητές των Τεσσάρων Νεομαρτύρων στο μέλλον. Το
διακρίνουν η σφαιρικότητα ως προς την προσέγγιση του θέματος, η στιβαρότητα σε
επίπεδο επιστημονικής τεκμηρίωσης και η καλαισθησία ως προς την έκδοση.
Ανεξάρτητα από το βαθμό που κάποιος συντάσσεται με τις απόψεις που διατυπώνει ο
συγγραφέας, ή υιοθετεί μια διαφορετική προσέγγιση, οφείλει να αναγνωρίσει την
εργώδη προσπάθεια του κ. Παπαδάκη, να μας δώσει ένα κείμενο υψηλής στάθμης και
επιστημονικότητας, σε ένα εύληπτο και καλαίσθητο σώμα.
Για όσα εν συντομία σημειώθηκαν παραπάνω,
ευχαριστούμε το συγγραφέα Κωστή Παπαδάκη
που μας κατέστησε κοινωνούς των σκέψεων, των προβληματισμών και των απόψεών του
όσον αφορά στους Τέσσερις Νεομάρτυρες του Ρεθύμνου, που μάς δίνει αφορμή να
διευρύνουμε τους πνευματικούς μας ορίζοντες, να διδαχθούμε από την επιμέλεια
και μεθοδικότητα του εγχειρήματος, να εμβαθύνουμε σε επίπεδο έρευνας. Ευγνωμοσύνη
οφείλουμε και προς εσάς, Σεβασμιώτατε, που, με την εμπνευσμένη απόφασή σας να
θέσετε το βιβλίο αυτό υπό την αιγίδα της
Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη μαρτυρική
τελείωση των Αγίων, μας δίνετε αφορμή για πνευματική οικοδομή, δοξολογία του εν
Τριάδι Θεού, και τιμή των Τεσσάρων Νεομαρτύρων.
Καλοτάξιδο το νέο βιβλίο σας κ. Παπαδάκη!
[1] Εμμ. Δουνδουλάκης, «Νεομάρτυρες
Άγιοι της Κρήτης σε Πατριαρχικές & Συνοδικές Πράξεις κατά τη διάρκεια του
20ού και 21ου αιώνα. Ενδεικτικά παραδείγματα», στο Άγιοι και Φουστανελάδες. Εικονογραφία
Νεομαρτύρων από την Κρήτη και άλλες περιοχές, εκδ. Ι.Α.Κ.Ε.Μ.Ι., Ηράκλειο
2022, σσ. 30-31˙ Ο ίδιος, Κρητική
Αγιολογία. Μελέτες Ορθοδόξου Αγιολογίας & Υμνολογίας, εκδ. Γρηγόρη,
Αθήνα 2018, σ. 304, 306-307.
[2] Εβρ. 5, 15.
[3] Χ. Τομασίδης, Εισαγωγή στην Ψυχολογία, εκδ. Δίπτυχο, Αθήνα 1982, σ. 39.
[4] Σ.Σ. Χαρκιανάκης, Η οικειότητα των αινιγμάτων, εκδ. Άγρα,
Αθήνα 1983, σ. 36 (ποίημα: «Ο ποιητής»).
[5] Οι αριθμοί
παραπέμπουν στο παρουσιαζόμενο βιβλίο. Βλ. Κ. Παπαδάκης «Οι
Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου. Συναξαριακά & Βιογραφικά στοιχεία
Αυτών – έλεγχος «ημαρτημένων», εκδ. Ι.Μ.Ρ.Α., Ρέθυμνο 2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου