ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΔΗΜ.
ΚΑΛΟΧΡΙΣΤΙΑΝΑΚΗΣ
Ο Ιωσήφ Φιλάγρης και τα Αστερούσια
Συμβολή στην τοπική
Ιστορία
[ Ομιλία
κατά την Παρουσίαση του εν λόγω βιβλίου από
τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Μητροπόλεως Μοιρών, στις
23/12/2018 ]
Πολλοί συνέβαλαν στην
εκδοτική πληρότητα και καλαισθησία του παρόντος συγγράμματος τού κ. Ζαχαρία
Καλοχριστιανάκη «Ο Ιωσήφ Φιλάγρης και τα Αστερούσια», όπως αυτό
καθίσταται φανερό από το προλογικό του Συγγραφέα ευχαριστήριο και πρώτιστα ο
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος φιλοπρόοδος
και οτρηρός των Γραμμάτων εργάτης [με τα διεπιστημονικά συνέδρια και τις
εκδόσεις που τακτικά (ανά διετία) πραγματοποιεί], αλλά και με το αδιάλειπτο και
ειλικρινές ενδιαφέρον που επιδεικνύει για την ανάπτυξη των μοναστηριών της
Μητροπόλεώς του και την ανάδειξη της προσφοράς τους στην ιστορία και τον πολιτισμό.
Αλλά και η έκδοση αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι με τη δική του προτροπή στον
δάσκαλο κ. Καλοχριστιανάκη και «χρήμασιν» της Ι. Μονής Κουδουμά- η οποία
δικαίως σεμνύνεται για την ιστορική παρουσία του Ιωσήφ Φιλάγρη στην επικράτειά
της- υλοποιήθηκε.
Ο κ. Ζαχαρίας Δημ. Καλοχριστιανάκης,
συνταξιούχος εκπαιδευτικός, χρόνια τώρα ασχολείται συγγραφικά και με
αξιοσημείωτο, ομολογουμένως, ενδιαφέρον για την ανάδειξη της διαχρονικής
Ιστορίας του τόπου του, των Αστερουσίων, μιας περιοχής παρθένας με ιδιαίτερο
φυσικό κάλλος, μεγάλη παράδοση και λαμπρά ιστορία, που αποτέλεσε την πόρτα
εισόδου του μοναχισμού από την αρχική του κοιτίδα, την Αίγυπτο, αρχικά στον
ελλαδικό και στη συνέχεια και στον πανευρωπαϊκό χώρο. Απ’ εδώ (από τους Καλούς
Λιμένες, τόπο βιβλικό) πέρασε, ως γνωστόν, και διαχείμασε ο θείος των Εθνών
Απόστολος κι εδώ, στις απόκοσμες κορυφές και στ’ απομονωμένα αστερουσιανά
σπήλαια βρήκε καταφύγιο ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπου το πρώτον υιοθέτησε τον
τύπο της νοεράς προσευχής, αλλά και ανέδειξε προς στήριξη της ορθόδοξης πίστης
του κρητικού λαού την αντιρρητική θεολογία σε μια κορυφαία στιγμή της που
σημαδεύτηκε από τον περίφημο λόγιο ιερωμένο και αριστοτελικό φιλόσοφο Ιωσήφ
Φιλάγρη. Τώρα δε, με αυτό το τελευταίο πόνημά του, ο κ. Καλοχριστιανάκης
έκρινε σκόπιμο, όπως και ο ίδιος σημειώνει, να εξετάσει τη δράση, το έργο και
τον φιλοσοφικό στοχασμό του Ιωσήφ Φιλάγρη σε σχέση, πάντα, με τον Αστερουσιανό
χώρο, όπου περί τα έτη 1360 έως 1393, της ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη, έζησε
το μεγαλύτερο και παραγωγικότερο μέρος της ζωής του.
Και νιώθω βαθιά
την επιθυμία μου, στο σημείο αυτό, να συγχαρώ, πρωτίστως, τον εν λόγω καλό
φίλο, τον δάσκαλο κ. Καλοχριστιανάκη, για την απόφασή του αυτήν! Και βέβαια, κ.
Καλοχριστιανάκη, τα Αστερούσια είχαν αυτό το μέγα ιερό και ιστορικό προνόμιο και
καθήκον να αναδείξουν την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού λόγιου αντιρρητικού,
φιλοσόφου και θεολόγου, γεννήματος και θρέμματος της Κρήτης, του
ιερομονάχου Ιωσήφ Φιλάγριου, του «διδασκάλου της Κρήτης» και
ιδρυτή της μονής των Τριών Ιεραρχών (Κόφινα) της Ι. Μονής
Κουδουμά. Και παράλληλα, βέβαια, με τη δράση τού Ιωσήφ Φιλάγρη, ο κ.
Καλοχριστιανάκης διεξέρχεται εξαντλητικά και τη δράση και των λοιπών λαμπρών
συνεργατών και φίλων του, του Ανθίμου του Ομολογητή και του Μητροπολίτη
Σάρδεων, αλλά και του Νείλου του Δαμιλά και του Ιωσήφ
του Βρυέννιου. Και αυτό το κάνει με
πολλήν ομολογουμένως επιτυχία και δεξιότητα και απόλυτα συναισθανόμενος τη
σημασία και σπουδαιότητα του έργου του αυτού!
Έτσι, αν προσέξουμε τον τίτλο του βιβλίου που παρουσιάζουμε
απόψε στην αγάπη σας, θα παρατηρήσουμε ότι, ακριβώς, ενώ στο κείμενο
προηγούνται - και αυτό, φυσικά, είναι και το σωστό- τα Αστερούσια, δεδομένου
ότι επιθυμία τού συγγραφέα είναι πρώτα να μας παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια
τον χώρο και τον χρόνο (τον χωρόχρονο) στον οποίο έζησε και έδρασε ο μέγας αυτός
θεολόγος και φιλόσοφος, όμως, στο τέλος, όταν είναι, πια, να δώσει τον τίτλο
του βιβλίου, ο συγγραφέας αντιστρέφει- θεωρώ συνειδητά- τη λογική σειρά σκέψης και λόγου των κειμένων του βιβλίου
του και προτάσσει- δημιουργώντας, πάντως, με αυτό καλαισθησία και πρωθύστερο
(ως προς τη συνεκτική διαδοχή των πραγμάτων) σχήμα- προτάσσει, λέγω, των
Αστερουσίων το όνομα του Φιλάγρη («Ο Ιωσήφ Φιλάγρης και τα Αστερούσια»),
θέλοντας, προφανώς, με τον τρόπο αυτόν, να τονίσει εμφατικά τη μεγάλη μορφή του
ανδρός και την τεράστια συμβολή του στη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας έναντι του
Ρωμαιοκαθολικισμού των κρίσιμων εκείνων χρόνων, της Ενετοκρατίας, που έζησε.
Μα αυτό είναι, κ. Καλοχριστιανάκη, που με ώθησε κι εμένα
όταν με καλούσατε πριν από μερικούς μήνες να μιλήσω για το βιβλίο σας. Αυτό,
λέγω, είναι που με ώθησε να επιλέξω το δεύτερο αυτό μέρος του βιβλίου σας (και
πρώτο εις τον τίτλο) και να εστιάσω στο πρόσωπο του μεγάλου αυτού διδασκάλου,
θεολόγου και φιλοσόφου των Αστερουσίων και της Ορθοδοξίας. Ήταν, εξάλλου, ένα
θέμα που με είχε απασχολήσει σοβαρά και στο πρόσφατο συνέδριο για τα «Αστερούσια
της Παράδοσης και της Ιστορίας», που πραγματοποιήθηκε από 14- 17 Ιουλίου
2016, στα χωριά Πύργος, Χάρακας και Εθιά, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας.
Εκεί, λοιπόν, είχα μιλήσει με θέμα: «Σχέσεις Αστερουσίων και επαρχίας
Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Βίοι παράλληλοι» ρεθεμνιώτικου και ηρακλειώτικου
Νότου. (Με έμφαση στην Εκπαίδευση, στην Εκκλησιαστική Ιστορία,
στις Μετακινήσεις και στον Μοναχισμό)».
Στις εν λόγω
«μετακινήσεις», λοιπόν, μεταξύ άλλων, αναφέρομαι ιδιαίτερα και στον Ιωσήφ
Φιλάγρη, που, όπως γράφω, τον βρίσκουμε να ζει και να κινείται
ανάμεσα Κόφινα και Αγίας Γαλήνης (μονής Γαληνίου
Χριστού), στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου ή σε κάποιο άλλο ερημητήριο
τής εν λόγω, πάντως, περιοχής, όπου, μάλιστα, φέρεται να ολοκλήρωσε τη συγγραφή
τού έργου του «Περί ερμηνείας», στις 24 Μαρτίου 1395: «ετελειώθ(η) μην(ί)
μαρτ(ίω)…..», οπότε, λοιπόν, ένα μικρό μέρος της ευλογημένης παρουσίας
του, ο Φιλάγρης τ ο επιδαψίλευσε και στον νομό
Ρεθύμνου και ειδικότερα στην επαρχία της πατρικής μου καταγωγής, αυτήν του
Αγίου Βασιλείου, που καταλαμβάνει
το νότιο τμήμα του νομού Ρεθύμνου, εκτεινόμενη παραλιακά από την επαρχία
Πυργιώτισσας, Ηρακλείου, ανατολικά, μέχρι την επαρχία Σφακίων, δυτικά. Και
είναι και αυτός, κ. Καλοχριστιανάκη- η σχέση, δηλαδή, του Ιωσήφ Φιλάγρη και με
την επαρχία καταγωγής μου- ένας ακόμα λόγος που με ώθησε να επιλέξω, για να μιλήσω, το δεύτερο αυτό μέρος του βιβλίου σας.
Οπότε, μάλλον, ότι ο μοναχός αυτός θα διαδραμάτιζε κάποιο
σπουδαίο και γενικότερο ρόλο, εκεί, στα νότια παράλια της Κεντρικής Κρήτης, που
θα σχετιζόταν με την αντίσταση των Ορθοδόξων απέναντι στην παπική προπαγάνδα.
Γιατί τότε ακριβώς, το δεύτερο μισό του ΙΔ΄ αι., είναι γνωστόν ότι καλύπτεται
από την αδιάκοπη δραστηριότητα του Βατικανού, μέσω των οργάνων του στην Κρήτη,
να προσεγγίσει και υποτάξει τον ορθόδοξο κλήρο του νησιού, μέσω του
αφελληνισμού του, απαγορεύοντας τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της
θρησκείας του, πράγμα που θα ενταθεί και συγκεκριμενοποιηθεί κατά τον επόμενο
αιώνα, με τις ενωτικές προσπάθειες των συνόδων της Βασιλείας και της
Φλωρεντίας. Τότε, ακριβώς, είναι που τα μικρά μοναστήρια της νότιας Κρήτης και
οι λόγιοι μοναχοί που προαναφέραμε (Άνθιμος ο Ομολογητής και
ο Μητροπολίτης Σάρδεων, αλλά και ο Νείλος ο Δαμιλάς και
ο Ιωσήφ ο Βρυέννιος) ανέλαβαν, με τα περισπούδαστα κείμενά τους, το
μέγα βάρος της αντίστασης στα καταχθόνια σχέδια του Πάπα (αλλά, στο σημείο
αυτό, ας ακούσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Καλοχριστιανάκη, με
ανάγνωση από την κ. Κουνενιδάκη).
Και πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του Φιλάγρη
στον Ηρακλειώτικο Νότο είναι κατά βάσιν αντιρρητικό κατά των
Λατίνων εξουσιαστών και αυτόν, ακριβώς, τον σκοπό, όπως ρητά και ο ίδιος
σημειώνει εξυπηρετούσε. Ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κων.
Δυοβουνιώτης δημοσίευσε επιστολή τού αγίου Ανθίμου του Ομολογητού (+
1371) προς Ιωσήφ τον Φιλάγρην. Ο εν λόγω Άνθιμος ο Α΄, αρχιεπίσκοπος
Αθηνών και Ευρίπου, στάλθηκε από το Πατριαρχείο ως Πρόεδρος της Κρήτης (γι’
αυτό και έλαβε και την προσωνυμία «Αθηνών Άνθιμος και Πρόεδρος Κρήτης»),
μετά την κατάληψη του νησιού από τους Λατίνους Σταυροφόρους και την αποστασία
του Αγίου Τίτου (1363- 64), στην οποία, ως γνωστόν,
επαναστάτησαν κατά των Ενετών οι αδελφοί Καλλέργη. Ο άγιος Άνθιμος στάλθηκε,
ακριβώς, ως αντιπαπιστής που ήταν και πολέμιος των Ενετών. Η επανάσταση, όμως,
απέτυχε και οι Ενετοί φυλάκισαν τον άγιο Άνθιμο επί τρία ολόκληρα χρόνια και
έτσι κακουχούμενος και δεινοπαθών, μαρτυρικώς, απέθανε το έτος 1370, πράγμα που
υπήρξε, ίσως, αποφασιστικό για τη μετέπειτα στάση του Φιλάγρη έναντι των
Βενετών, την οποία, ασφαλώς και όξυνε η τρίχρονη φυλάκιση εις δεσμωτήριον «τάφου
μάλλον βιαιότερον και βαρύτερον» και ο μαρτυρικός του φίλου θάνατος,
όπως θα συμβεί αργότερα και με τον θάνατο του Μητροπολίτη Σάρδεων.
Ο χώρος, λοιπόν, όπου εκτυλίσσεται η αντιρρητική και διδακτική
δραστηριότητα του Φιλάγρη είναι, ακριβώς, ο ενιαίος χώρος του Κρητικού Νότου,
όπως τον ορίσαμε στην παραπάνω εισήγησή μας και όπως τον καταγράφει και στο
παρουσιαζόμενο βιβλίο του ο συγγραφέας κ. Καλοχριστιανάκης, το ιερό, δηλαδή,
βουνό Αστερούσια, με κέντρα τις περιοχές του Κόφινα (Λουσούδι-
Μονή Τριών Ιεραρχών), όπου ο Φιλάγρης γράφει το 1382- 83 ή το 1388 το
σημαντικότερο από τα αντιρρητικά του κείμενα, τον κατά Λατίνων δικανικό λόγο,
προκειμένου- όπως σημειώνει στον πρόλογό του- να τονώσει το ορθόδοξο φρόνημα
των συμπατριωτών του και λίγο αργότερα (το 1393) και τα φιλοσοφικά του κείμενα,
τα οποία ολοκληρώνει τον Μάρτιο του 1394 στην Ερημόπολη, «πλησίον του
Γαληνίου Χριστού», στην Αγιοβασιλειώτικη, όπως είπαμε, Πίσω Γιαλιά, με τον
σχολιασμό του έργου «Περί Ερμηνείας» του Αριστοτέλη («Ετελειώθη …. εν τη Ερημοπόλει πλησίον του Γαληνίου
Χριστού…»).
Την υπόθεση ότι πρόκειται για το μοναστήρι του Γαληνίου
Χριστού διατύπωσε πρώτος ὁ
Λατίνος ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀθήνας, Louis Petit- πού ἐξέδωσε τή
Βιβλιογραφία τῶν Ἑλληνικῶν Ἀκολουθιῶν πού τυπώθηκαν ἀπό τό 1626 ὡς τό
1925. Ο Petit θεώρησε ότι από το όνομα της Μονής
αυτής προήλθε το σημερινό χωριό Α γ ί α Γ α λ ή ν
η και η ονομασία του κόλπου μεταξύ των νότιων επαρχιών της
Κρήτης, Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου, υπόθεση που επιβεβαιώνεται και από το
γεγονός ότι αναφέρεται πράγματι μονή του «Σωτήρος Χριστού του Γαληνού», ενώ
«Ερημόπολις» ονομάζεται και σήμερα όρμος και υδραγωγείο στη βόρεια ακτή του
κόλπου της Μεσαράς, δυο μίλια δυτικά της Αγίας Γαλήνης.
Εδώ ας μου επιτραπεί να κάνω μια μικρή παρένθεση στην
ομιλία μου, προκειμένου να υπενθυμίσω ότι αυτός ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος της
Αθήνας, Louis Petit, που εδώ- στην περίπτωση του Γαλήνιου
Χριστού- σωστά ερμηνεύει τα ονόματα (τοπωνύμια), στην περίπτωση του
άλλου τοπικού της Μητρόπολής σας- αλλά και όλης της Δυτικής Κρήτης- Αγίου,
του Ιωάννου του Ξένου, από τον γειτονικό μας Σίβα, τα «μπέρδεψε»
οικτρά και συνετέλεσε στο να ταυτίσει πρῶτος τον προαναφερθέντα
όσιο Ιωάννη τον Ξένο με τον Ιωάννη τον Ερημίτη,
πράγμα που συνέχισε και επιδείνωσε ο Νικόλαος Τωμαδάκης με τα γνωστά, μέχρι
σήμερα, οδυνηρά αποτελέσματα για τις επιστήμες της
Αγιολογίας, Υμνολογίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Γιατί
για την Εκκλησία πρόβλημα σύγχυσης- και το ξέρουμε πολύ καλά αυτό- περί την
λατρεία των δύο αυτών Αγίων ουδέποτε υπήρξε, έχοντας ειδική ακολουθία,
συναξάρια και ημέρα εορτής για τον καθένα. Μόνο στις μέρες μας καταφέραμε,
πάντως, πολλοί και διάφοροι ερευνητές (έχω ετοιμάσει κι εγώ σχετική έρευνα για
τον άγιο αυτόν των Αστερουσίων και όλης της Δυτικής Κρήτης και την προχωρούμε,
μάλιστα, προς έκδοση με τον Σεβασμιώτατο Άγιο Ρεθύμνης, κ. Ευγένιο)- μόνο στις
μέρες μας, λέγω, καταφέραμε πολλοί και διάφοροι ερευνητές να δώσουμε την ορθή
αγιολογικά και εκκλησιαστικά λύση στο θέμα, διαχωρίζοντας και στον χώρο της
επιστήμης, τελεσίδικα τους δυο αυτούς αγίους (Ιωάννη τον Ξένο και Ιωάννη τον
Ερημίτη)!
Ώστε- και επανέρχομαι στο θέμα μας- σε τελική ανάλυση, οι
περιοχές των Μονών των Τριών Ιεραρχών (της οποίας ο Φιλάγρης
υπήρξε κτήτορας πριν από τα έτη 1393- 94), του Κουδουμά και
του Γαλήνιου Χριστού (παρά την Ερημόπολη, επαρχίας
Αγίου Βασιλείου), στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά στο έργο τού Φιλάγρη ορίζουν
και τον χώρο της ενιαίας ασκητικής, μοναχικής, αντιρρητικής και διδακτικής δράσης
του στη νότια κεντρική Κρήτη. Γιατί και αυτήν την τελευταία σπουδαία
δραστηριότητα (τη διδακτική), θα πρέπει, ασφαλώς, να την τοποθετήσουμε ή στη
Μονή των Τριών Ιεραρχών, την οποία ως κτήτοράς της ο Φιλάγρης θα διηύθυνε ή και
«εν τη Ερημοπόλει, πλησίον του Γαληνίου Χριστού», όπου συνέχισε τον σχολιασμό
του Αριστοτέλη. Έναν χώρο ιδιαίτερα σημαντικό, στον οποίο, από την εποχή αυτήν
της πολεμικής κατά των Ενετών δραστηριότητας και στο εξής- μέχρι και τα νεότερα
χρόνια- βλέπουμε να μετακινούνται ελεύθερα, πότε στο ένα και πότε στο άλλο
μέρος, τα πλήθη των ασκητών και μοναχών της περιοχής των Αστερουσίων και
αντίστροφα. Αυτής της ιστορικής μονής, των Τριών Ιεραρχών, επισημαίνουμε το
ευτυχές γεγονός ότι ο ανακαινισμένος ναός λειτουργήθηκε, όπως σημειώνει και ο
συγγραφέας, για πρώτη φορά, μετά από 600 χρόνια «σιωπής», στις 30 Ιανουαρίου
2016, οπότε «η δόξα του Βυζαντίου επέστρεψε και πάλιν στο
ταπεινό Λουσούδι» (Αθανάσιος Παλιούρας), ενώ τα θυρανοίξια έγιναν την
εβδομάδα της Διακαινησίμου, αυτού του ίδιου έτους (2016), από τον σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριο.
Πέραν όμως, της διδακτικής
και συγγραφικής (με σπουδαίο θεολογικό, φιλοσοφικό, φιλολογικό και ιστορικό
ενδιαφέρον) δράσης του Φιλάγρη, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο παρουσιαζόμενο
βιβλίο και στο αντιγραφικό του άνδρα έργο, έργα αντιγραφής του
οποίου παρουσιάζει, καθώς - σε φωτογραφίες - και την αίθουσα του αντιγραφείου,
όπως αυτή ήλθε στο φως μετά τις τελευταίες ανασκαφές από τον αρχαιολόγο
καθηγητή Αθανάσιο Παλιούρα. Ο αείμνηστος, μάλιστα, καθηγητής έγραψε και πολύ
πετυχημένα- όπως μας μεταφέρει τα λόγια του ο κ. Καλοχριστιανάκης- ότι «από
την εικόνα που αντίκρυσε κατά τις ανασκαφές στο Λουσούδι εκεί υπήρχε στο β΄
μισό του 14ου αιώνα ένα σπουδαίο κέντρο γραμμάτων και παιδείας,
που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο». Γιατί
στον χώρο αυτόν, στην Ι. Μονή των Τριών Ιεραρχών, ο Ιωσήφ Φιλάγρης δίδασκε σε
έναν ευρύ κύκλο μαθητών του ανώτερα μαθήματα: φιλοσοφία, γραμματική,
αστρονομία, θεολογία και ιατρική, που- όπως συμπληρώνει ο κ.
Καλοχριστιανάκης- με τα μέτρα της εποχής εκείνης ήταν, οπωσδήποτε,
ένα πλήρες πανεπιστήμιο στην περιοχή των Αστερουσίων (παρακαλώ και εδώ την κ.
Κουνενιδάκη να μας διαβάσει από το βιβλίο του κ. Καλοχριστιανάκη ένα ακόμη
απόσπασμα).
Μετά απ’
όλα αυτά, αγαπητοί μου, μιαν ικανότητα του φίλου κ. Καλοχριστιανάκη βλέπω να
αναδεικνύεται, με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, στον μέγιστο βαθμό. την
ικανότητά του να συνομιλεί και να συνδιαλέγεται- όχι μόνο τώρα αλλά και με τα
άλλα βιβλία του - με τα πρόσωπα και με την πρόσφατη και απώτερη του τόπου του
ιστορία, πράγμα που τον αναδεικνύει σε "Άρχοντα Ιερομνήμονα" ή,
επί το βεβαιότερον, σε αληθινόν "Ιεροφάντη", για να
χρησιμοποιήσω δύο μόνο επιτυχείς αξιολογήσεις αναφερόμενες στην προσωπικότητα
και το ήθος παντός ακάματου εργάτη της χριστιανικής και εθνικής μας
πνευματικότητας και κληρονομιάς, παντός βαθέος μύστη κάποιας επιστήμης ή
τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία.
Για όλα αυτά, ο κ. Καλοχριστιανάκης, κυρίες και
κύριοι, είναι αληθινά άξιος του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων μας
και, μάλιστα, εσάς των Αστερουσιανών και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που
αποτελεί, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για το τόπο,
απόρροια των συστηματικών και ενδελεχών ερευνών του στον χώρο της
κρητικής, εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας. Η αίσθηση του χρέους
απέναντι στον τόπο είναι, νομίζω, αυτή που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και
συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη
βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα της ψυχής του και ενθαρρύνει την
ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε
να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο
συναίσθημα ευθύνης του καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη
συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την
ασφαλέστερη δικλείδα για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και
καταξίωση ενός τόπου.
Σεβασμιώτατε άγιε Γορτύνης κ. Μακάριε,
Μετά από όλα αυτά θα μου
επιτρέψετε, στο σημείο αυτό, επιλογικά, να κλείσω την ομιλία μου για το
θαυμάσιο αυτό βιβλίο του φίλου κ. Ζαχαρία Καλοχριστιανάκη με τα ίδια του τα
λόγια, όπως «καλλιγραφικοίς, σχεδόν βυζαντινοίς, θα έλεγα, γράμμασιν» κλείνουν
στο καλλιτεχνικό οπισθόφυλλο του βιβλίου, το όλον έργο, με μιαν πλήρη γλωσσικά
και πυκνά δομημένη περίληψη του κειμένου, που διατηρεί «σφιχτά» το ενιαίο ονοματικό
ύφος (ένα μοναδικό ρήμα σε όλη την περίληψη!), κύριο συστατικό του
κατηγορικού λόγου. Με αυτήν την περίληψη θα ήθελα και εγώ να κλείσω την παρούσα
ομιλία μου. Και αυτή, μόνη, αγαπητοί μου, αν σας μείνει- φεύγοντας απόψε από
εδώ- στο μυαλό, θα έχετε αποκομίσει το μέγιστον, ναι το μέγιστον, όφελος από
την αποψινή βραδιά:
«Εδώ στα Αστερούσια, στη νοτιότερη οροσειρά της Ελλάδος και
της Ευρώπης, στην εκκλησιαστική επικράτεια της Ιεράς Μητρόπολης Γορτύνης και
Αρκαδίας, παρά “την Κωφήνια” κορυφή και την Ιερά Μονή Κουδουμά, στην τοποθεσία
Λουσούδι, στην Ιερά Μονή των Τριών Ιεραρχών, έζησε (ιδού του μοναδικό
ρήμα σε σύνολο 70 λέξεων!), έζησε, λέγω, το β΄ μισό του 14ου αιώνα
ο λόγιος ιερωμένος Ιωσήφ Φιλάγρης, ιδρύοντας ένα ανώτατο πνευματικό κέντρο, διδάσκοντας
την “πλείονα” γνώση και αντιγράφοντας τα αριστοτελικά κείμενα».
Σας ευχαριστώ από καρδιάς όλους!