Αναμνήσεις μου από το Ρέθυμνο του 1950 *** Το μπακάλικό μας *** Οδός Κωνσταντινουπόλεως 28- Μεγάλη Πόρτα


Αναμνήσεις μου από το Ρέθυμνο του 1950


Το μπακάλικό μας
Οδός Κωνσταντινουπόλεως 28- Μεγάλη Πόρτα


ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ




Σε προηγούμενο άρθρο μας, σε αυτήν την ίδια εφημερίδα, είχαμε δηλώσει ότι στην αφηγηματική μας αυτή σειρά, μετά το λαδάδικο μας, θα δίναμε, ταυτόχρονα, και την εικόνα ενός τυπικού μπακάλικου της ίδιας εποχής (δεκαετίας του ’50), αφού μπακάλικα- σαν κι αυτό του πατέρα μου, που λειτουργούσε στον ίδιο με το  λ α δ ά δ ι κ ό  μας χώρο, στην τότε οδό Κωνσταντινουπόλεως 28 (και σημερινή οδό Εθνικής Αντιστάσεως), στη Μεγάλη Πόρτα- έχουν πάψει προ πολλού να υπάρχουν στην αγορά του Ρεθύμνου αλλά και κάθε σύγχρονης πολιτείας

Η συνηθισμένη, λοιπόν, εικόνα ενός  μ π α κ ά λ ι κ ο υ  της δεκαετίας του πενήντα ή κι ακόμα παλιότερα, ήταν απλή, πολύ απλή, χωρίς τις βιτρίνες, την πολυτέλεια και τον λοιπό φανταχτερό διάκοσμο των σημερινών πολυκαταστημάτων, που σε μια εποχή υπερκατανάλωσης κι ευδαιμονισμού, όπως η δική μας σήμερα, μας εξωθούν ν’ αγοράζουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε.
Ένα σύνηθες μπακάλικο της δεκαετίας του '50

 Έτσι, καταναλωτισμός κι ελευθερία είναι δυο έννοιες αντιστρόφως ανάλογες. Όσο περισσότερο καταναλώνεις, τόσο λιγότερο ελεύθερος είσαι. Ο καταναλωτισμός αίρει την πνευματική ελευθερία του ατόμου, γιατί το προϊόν που επιλέγει δεν είναι αποτέλεσμα της δικής του ελεύθερης βούλησης, αλλά των μεθόδων του «μάρκετιγκ», που αποπροσανατολίζουν και παραπλανούν το άτομο. Στις καταναλωτικές κοινωνίες ο άνθρωπος έχει την εξωτερική ελευθερία, τη δυνατότητα να καταναλώνει ό,τι θέλει και όσο θέλει, αλλά δεν είναι εσωτερικά ελεύθερος. Είναι δέσμιος του σκληρότερου δυνάστη, του εαυτού του, δίχως να μπορεί να συνειδητοποιήσει μέχρι ποιου βαθμού χειραγωγείται από τις πολυεθνικές και διαφημιστικές εταιρείες.

 Φτάσαμε, δυστυχώς, στις μέρες μας, να ταυτίζουμε το «έχειν» με το «είναι», τον υλικό πλούτο και την καλοπέραση με την ευδαιμονία. σήμερα είσαι ό,τι φαίνεσαι, ό,τι τρως, ό,τι πίνεις κι ό,τι φορείς. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που τοποθετεί την αξία των πραγμάτων πιο πάνω από τον άνθρωπο και καλλιεργεί συστηματικά την αντίληψη πως η ευτυχία είναι κάτι που αγοράζεται από τα ράφια των πολυκαταστημάτων όπως η ζάχαρη, τα μακαρόνια και το ρύζι. Δημιουργήσαμε πολυκαταστήματα που τροφοδοτούν την απληστία μας και τα οποία τείνουν χωρίς οίκτο κι έλεος, ολοένα και περισσότερο, να εξαφανίσουν τις υπόλοιπες μικρές επιχειρήσεις των φτωχών και τίμιων βιοπαλαιστών. Έτσι, βλέπουμε ότι όσο ο κόσμος μας υλικά γίνεται πλουσιότερος, άλλο τόσο πνευματικά φτωχαίνει και ότι, τελικά, όλες αυτές οι θαυμάσιες υλικές επιτεύξεις δεν καταφέρνουν ν’ αποκρύψουν την εσωτερική μας γύμνια και πνευματική πενία που βαθαίνει ολοένα και περισσότερο.

 Το μπακάλικο, λοιπόν, του πατέρα μου αποτελούνταν από έναν στοιχειώδη κι απέριττο εξοπλισμό. ένας ξύλινος πάγκος έκλεινε το μισό πλάτος της εισόδου του μαγαζιού μας. Πάνω σ’ αυτόν ο πατέρας μου τοποθετούσε τα «περβολαρικά»- ντομάτες, σαλάτες, κολοκυθάκια, χορταρικά, με κύρια προέλευσή τους, τα περισσότερα, το γειτονικό προάστιο Π ε ρ ι β ό λ ι α, την πηγή εφοδιασμού της πόλης μου σε κάθε είδος φρέσκων λαχανοκηπευτικών, τότε που, ακόμα, τα Περιβόλια ήταν κήποι, μπαξέδες κι αμπέλια κι όχι…. μοσκοπληρωμένα οικόπεδα. Ακόμα κι αν είχανε άλλο επάγγελμα, όλοι οι Περιβολιανοί ήταν Περβολάρηδες και καλλιεργούσανε μόνιμα λαχανικά. Δένδρα δεν αφήνανε οι βοριάδες κι η αρμπόνα του χειμώνα να γίνουνε και να προκόψουν. Έτσι, όταν ο Περβολιανός έλεγε «περιβόλι», εννοούσε τον λαχανόκηπό του.
Ένα από τα δεκάδες μαγκανοπήγαδα, στα Περβόλια, με τα οποία οι Πεβολιανοί πότιζαν τα περιβόλια τους (αρχείο Αλκ. Μαυράκη)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: