ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΘΕΟΔΟΣΑΚΗΣ
Μ Ε Λ Ι Σ Σ Ο Χ Α Ρ Α Κ Ο
[Εκδόσεις «ΚΥΠΡΙΣ», Ηράκλειο 2022,
σχ. 8ο (21 Χ 14), σσ. 152]
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
www.ret-anadromes.blogspot.com
Ο
Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», υπήρξε,
πράγματι, ως ταχυδρόμος, στην επαγγελματική του ζωή, για πολλές δεκαετίες, άνθρωπος
φιλικός και καλοδεχούμενος κομιστής νέων, διαβατάρης μαντατοφόρος στους δρόμους του Ηρακλείου, της μεγάλης καστροπολιτείας.
Ο
εκλεκτός και αγαπητός φίλος με το καταπληκτικό λογοτεχνικό τάλαντο- σπάνιο θείο
κι αυτό δώρο όταν προσφέρεται στον άνθρωπο- συνεχίζει και σήμερα, ως
συνταξιούχος ταχυδρόμος, να λειτουργεί ευεργετικά στην κρητική κοινωνία ως
«κομιστής», πια, γνώσης και «γραμμάτων» σχετικών με ιστορικές και κοινωνικές
διηγήσεις και, κυρίως, ηθογραφικές «αναμνήσεις» από τα παλιά. Καταγράφει, έτσι,
τη ζωή των παλιών συγχωριανών του- φτωχών όλων φαμελιάρηδων- στα χρόνια κυρίως πριν
από τον τελευταίο πόλεμο και την κατοχή, με δεκάδες, μέχρι σήμερα, βιβλία του
εξαιρετικής όλα ποιότητας και υψηλής αισθητικής, στα οποία κυριαρχούν
προσωπικές, κυρίως, εμπειρίες και βιώματα. Γιατί μέσα από τα
δεκάδες ποιήματα τού Δ. Θεοδοσάκη παρελαύνει όλος ο πλούσιος λαογραφικός
παράδεισος των παιδικών του χρόνων, όπως ως μικρό παιδί τον έζησε και όπως
νοσταλγικά, μέχρι σήμερα, τον θυμάται.
Το
τελευταίο του, ειδικότερα, βιβλίο, αφορά σε μια θαυμάσια συλλογή εβδομήντα (70)
ποιημάτων, σε στίχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με πλούσιες λεξιλογικά
ομοιοκαταληξίες και δύναμη ρίμας και περιεχομένου, που κατορθώνουν ελεύθερα να
μας μεταγγίσουν με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα τη ζωή των
συγχωριανών του στην καθημερινή τους βιοπάλη, προκειμένου να διασφαλίσουν το
ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους σε εποχές δύσκολες, σκληρές και
απάνθρωπες. Το έργο προλογίζεται δεόντως από τον Ρεθεμνιώτη Ομότ. Καθηγητή του
Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Ν. Ε. Παπαδογιαννάκη.
Ο
πρωτότυπος τίτλος της συλλογής «Μελισσοχάρακο» αναφέρεται
σε τοπωνύμιο του χωριού του, που συνειρμικά τον μεταφέρει στον κόσμο των
παιδικών του, από την γενέθλια γη, αναμνήσεων, στις «πευκοθύμαρες», όπως
χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Ποιητής τις ονομάζει, πλαγιές της πρώτης του νιότης,
όπου ο νους και η καρδιά για πρώτη φορά τρύγησαν την ομορφιά του κόσμου και οι
αναμνήσεις γίνανε κερί της μέλισσας κι έχτισαν μια κηρήθρα στου χαρακιού το
ριζογκρέμι, που στάζει ολόγλυκο το μέλι από τα παιδικά κι άγουρα της πρώτης του
νιότης χρόνια.
Πρόκειται
για ένα βιβλίο γεμάτο
από την ψυχή της παλαιινής Κρήτης, τα καθημερινά και γιορτινά ήθη και έθιμα, τα
οποία ο Ποιητής γενναιόδωρα και με τρόπο αυθεντικό αναστοράται. Με την ποιητική
του αυτή συλλογή ο φίλος Δ. Θεοδοσάκης ζωντανεύει το χαμένο ήθος του χωριού,
αλλά και τον χαμένο αξιακό κώδικα της παραδοσιακής γεωργοκτηνοτροφικής
κοινωνίας, που ήταν μεν τότε πολύ πιο
φτωχική, αλλά συνάμα και πολύ πιο πλούσια σε χαρές κι ευτυχισμένη. Θυμάται και
τραγουδά τις συντροφιές και τις αποσπερίδες κάτω από το φως του λυχναριού,
τις γεωργικές, κηπουρικές και κτηνοτροφικές εργασίες του
χωριού, τις λαδοχαρές και τα ξελαδώματα, τα τρυγοπατήματα,
τα μιτάτα, τον θερισμό και τα «σφακοδεματικά» (=βλαστερές
πικροδάφνες που έδεναν σε δεμάτια τα θερισμένα στάχυα), τη λυγερή με το
σταμνί που πάει για το βρυσάλι, τις παρασθιές και τα ζυμωτά,
αλλά και τον νταντάλα (= λυράρη και μαντιναδολόγο), που έπαιζε με το
δοξάρι του σκοπούς της άγιας Κρήτης, της λευτεριάς του έρωτα, τσι πεθυμιές τση
νιότης. Κοντά σ’ όλ’ αυτά εκτεταμένη αναφορά γίνεται και στη θρησκευτική ζωή
και ηθογραφία του χωριού με τραγούδια όπως ο Δεκαπεντάρης στο χωριό κι η
Δεκαπεντίστρα μάνα, το Πρωτοκύριακο κι η Πρώτη τση
Σαρακοστής, το Τάμα και η Τασιματαρέ, η Πανεγυργιώτικη
χαρά και τα Παρατηρήματα, τσ’ Αγιά Μαρίνας και πολλά άλλα.
Τα τραγούδια του ο Δ.
Θεοδοσάκης τα θεωρεί ως έναν κρίκο της αλυσίδας που δένει τη βυζαντινή Ελλάδα
με τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Ζωντανεμένα
όλα με πλουσιότατα λαογραφικά στοιχεία, δίνονται με ένα μοναδικά πλούσιο και
απαιτητικά γενναιόδωρο κρητικό λεξιλόγιο, που φτάνει βαθιά μέχρι τις
βυζαντινές του ρίζες και για τον λόγο αυτόν, αξιώνει, συχνά, επεξηγήσεις και
ερμηνευτικές σημειώσεις, που ο αναγνώστης τις βρίσκει πάντα πλούσιες και κάτω
από το κάθε τραγούδι.
Την καλλιτεχνική
επιμέλεια του βιβλίου, τόσο στο εξώφυλλο, όσο και στις εσωτερικές του σελίδες,
είχε ο π. Μιχάλης Πατεράκης, στον οποίο και ανήκουν οι θαυμάσιες
εικόνες που συνοδεύουν το κάθε ποίημα, που τόσο απλόχερα το συμπληρώνουν και του
προσδίνουν το απαραίτητο παλαιινό άρωμα και μιαν, επιπλέον, καλλιτεχνική ευαισθησία.
Η αυθεντικότητα της
πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση
προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού
και τη λεπτότητα των αισθημάτων του για την πατρώα γη και τους αγαπημένους
χωριανούς του. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος
μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές ποιητικές δημιουργίες, ενώ
η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, έντονες λυρικές εξάρσεις
υποκειμενικών βιωμάτων, υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική τού
συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων
ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω,
μπορούμε να θεωρήσουμε το παρουσιαζόμενο πόνημα ως ένα έργο προσφοράς και
διδασκαλίας για τον άνθρωπο της εποχής μας, αλλά και ως ένα «αντιδώρημα» του
συγγραφέα προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία, που του χάρισε κι εκείνου το
σπουδαίο αυτό χτες της πατρώας γης, με την αθωότητα και τις αναμνήσεις ενός
κόσμου παλιού, που έρχεται από μακριά μυροφόρος και έντονα αισθαντικός.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια στον αγαπητό φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα και τις θερμές μου ευχαριστίες για την «αφιέρωση». Και τον διαβεβαιώνω ότι και με το βιβλίο του αυτό «ὂντως ἒργον καλόν εἰργάσατο». Με τις παρουσιαζόμενες ποιητικές δροσοσταλίδες του να είναι σίγουρος ότι μας ενθαρρύνει όλους και μας κάνει να πιστεύουμε ότι όσο συνεχίζουμε να ενδιαφερόμαστε και να σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της κρητικής γης, πάνω από τα ήθη και τις παραδόσεις που μας συγκρατούν και μας στηρίζουν καθοριστικά στα ελληνορθόδοξα μετερίζια, δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου