ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ
ΛΑΟY ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
(1895- 1913)
Με αφορμή την επέτειο εορτασμού τής
εκατονταετηρίδας από την Ένωση τής Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα (1913- 2013)
[Ομιλία που έγινε κατ’ ανάθεση τού
Δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, στην Κοξαρέ (1/8/2013), για τον εορτασμό
τής εκατονταετηρίδας από την Ένωση τής Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα.]
ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Από το έτος 1895
(Γενοκτονία Αρμενίων, που έστρεψε τη
διεθνή κοινότητα κατά της Τουρκίας) επαναστατικός αναβρασμός επικρατούσε στην
Κρήτη, ο οποίος εντάθηκε στις αρχές τού 1897. Έτσι, την 1η Φεβρουαρίου τού εν
λόγω έτους, ο νέος Πρωθυπουργός Θ.
Δηλιγιάννης, πιεζόμενος από την κοινή γνώμη, που εμπνεόταν από
μεγαλοϊδεατικές τάσεις, έστειλε 1500 άνδρες στην Κρήτη με επικεφαλής τον
συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή τού βασιλιά των Ελλήνων. Ο
στρατός αποβιβάζεται στον όρμο Κολυμπάρι, δυτικά των Χανίων. Εθελοντές και
πολεμοφόδια στέλνονται ταυτόχρονα στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και ο Τιμ.
Βάσσος με προκήρυξή του καταλαμβάνει το νησί στο όνομα τού βασιλιά, ενώ οι
Κρητικοί από τη μία ως την άλλη άκρη τού νησιού μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γενικού
ενθουσιασμού κηρύσσουν και αυτοί την Ένωση
τής Κρήτης με την Ελλάδα. Στο
Ρέθυμνο, ειδικότερα, πρώτοι οι Αγιοβασιλειώτες (Λαμπηνή- 31/1/1897), και τρεις
μέρες μετά (2/2/1897) οι Αμαριώτες (Σχολή Ασωμάτων) και οι Μυλοποταμίτες
(Κάμπου Μετόχια) και, τέλος, στις 3/2/1897, το ανατολικό τμήμα τής επαρχίας
(Αρκάδι) με τέσσερα πανόμοια ψηφίσματα, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες
τού Υποπρόξενου τής Ελλάδας στο Ρέθυμνο και στάλθηκαν στη Χαλέπα, προκειμένου
να επιδοθούν στους εκεί προξένους των Μ. Δυνάμεων: α΄) κηρύσσουν «καταργημένην τήν ἐπί τῆς Νήσου
κυριαρχίαν τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ὀθωμανῶν σουλτάνου Χαμήτ τοῦ Β΄» και
β΄) κηρύσσουν «τήν Ἓνωσιν τῆς Νήσου
Κρήτης μετά τοῦ ἐλευθέρου βασιλείου τῆς Ἑλλάδος,
μεθ’ οὗ
αὒτη
ἀποτελεῖ ἐνιαῖον καί ἀναπόσπαστον
κράτος ὑπό
τήν συνταγματικήν βασιλείαν τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ
Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου τοῦ Α΄ καί
τῶν
διαδόχων αὐτοῦ» και προσκαλούν «τήν Αὐτοῦ Μεγαλειότητα τόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος
νά καταλάβῃ ὡς κυρίαρχος τήν Νήσον Κρήτην»
(Αρχείο Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου).
Στο μεταξύ,
οι Ευρωπαίοι είχαν κάμει μικτή κατοχή στις τρεις μεγάλες πόλεις τής Κρήτης
(Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), ύψωσαν τις σημαίες τους και ειδοποίησαν τον Τ.
Βάσσο πως δεν έχει το δικαίωμα να τις πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των έξι
χιλιομέτρων. Η επέμβαση των Δυνάμεων γίνεται ύστερα από λίγο ακόμα πιο άμεση· στρατός αποβιβάζεται στα φρούρια και
ειδοποιούν την ελληνική κυβέρνηση ότι δε θα επιτρέψουν την απόβαση άλλου
ελληνικού στρατού στην Κρήτη, όπως δεν επιτρέπουν ούτε και τουρκικού.
ΛΙΘΟΓΡΑΦΊΑ- Η Μάχη τής Τσικαλαριάς
|
Μια
σκηνοθετημένη παραβίαση τής γραμμής από τον Τούρκο Ιμπραχήμ, οδήγησε τον Ιταλό
ναύαρχο Φ. Κανεβάρο να διατάξει
φοβερό κανονιοβολισμό τού «Επαναστατικού Στρατοπέδου τού Ακρωτηρίου»,
που είχε οργανωθεί στη θέση Φρύδια, από τους: Ελευθ. Βενιζέλο, Αντ. Σήφακα, Ν. Πιστολάκη, Κων. Φούμη, και Γ. Μυλονογιάννη (2 Φεβρ. 1897). Ήταν
τότε που μία ρωσική οβίδα έκοψε τον κοντό απ’ όπου κυμάτιζε η ελληνική πολεμική
σημαία, στην κορυφή τού Προφήτη Ηλία, και
ο Σπύρος Καγιαλές (ή Καγιαλεδάκης), ένα ηρωικό και ατρόμητο
παλικάρι από τη Γραμβούσα, έτρεξε μπροστά στα έκθαμβα μάτια όλων και, αφού
άρπαξε από κάτω την ελληνική σημαία, στήθηκε ολόρθος, με τη σημαία στα
ορθάνοιχτά του χέρια, πάνω στον βράχο που πριν από λίγο ορθωνόταν ο κοντός. Οι
ναύαρχοι Άντρεωφ, Ποττιέ, και Κανεβάρο διέταξαν αμέσως την παύση τού
κανονιοβολισμού, ενώ η εικόνα τού ατρόμητου Κρητικού με την ελληνική σημαία,
που είχε μετατρέψει το σώμα του σε ιστό, στην
κορυφή του βράχου, μέσα στον «ορυμαγδό και την κόλαση τού πυρός», έκανε
αστραπιαία τον γύρο τής Ευρώπης.
Τόσο το
τελευταίο γεγονός όσο και το άλλο, του κανονιοβολισμού, δηλαδή, του στρατοπέδου
των επαναστατών, δημιούργησαν ζωηρές αντιδράσεις στην Ευρώπη με διαδηλώσεις και
δημοσιεύματα υπέρ των Κρητών και κατά των Ευρωπαίων ναυάρχων, που βομβάρδιζαν
ανελέητα τους χριστιανούς, για να υποστηρίξουν τους Τούρκους.
Μπροστά σε αυτές τις νέες εξελίξεις οι
Μεγάλες Δυνάμεις προτείνουν τη λύση τής αυτονομίας
(17 Φεβρουαρίου 1897), αλλά οι Κρητικοί και η ελληνική κυβέρνηση την
απορρίπτουν κατηγορηματικά, όπως απορρίπτουν και τη λύση τής ηγεμονίας. Οι Μ. Δυνάμεις αποκλείουν τα
κρητικά παράλια και εμποδίζουν τη μεταφορά τουρκικών και ελληνικών στρατευμάτων
και εφοδίων. Παρ’ όλα αυτά, ο αγώνας στην Κρήτη δεν κάμπτεται και συνεχίζεται.
Στις
αρχές Απριλίου τού 1897 η Τουρκία κηρύσσει πόλεμο κατά της Ελλάδας. Το ατυχές
αποτέλεσμα τού πολέμου (5 Απρ. – 8 Μαΐου 1897) καταστρέφει και πάλι τις ελπίδες
των Κρητικών για την ένωση και αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις
της από την Κρήτη (21 Απριλίου). Το κρητικό όνειρο για την ένωση είχε
διαψευστεί για μια ακόμη φορά. Οι ηγέτες τής Κρητικής Επανάστασης αναγκάζονται
τώρα να δεχτούν τη λύση τής αυτονομίας, που πριν από λίγο καιρό την απέρριπταν
κατηγορηματικά. Με ψηφίσματα τής Συνέλευσης στις Αρχάνες και ύστερα στο Μελιδόνι
οι ενωτικοί συντάχθηκαν με τους αυτονομιστές και η απόφαση ήταν ομόφωνη· να
δεχτούν, δηλαδή, την αυτονομία που
πρότειναν οι Μ. Δυνάμεις, με τον όρο πως τα τουρκικά στρατεύματα θα
απομακρύνονταν παντελώς από την Κρήτη και θα ετίθετο, πλέον, τέρμα στις αιματοχυσίες,
τις ερημώσεις, τις σφαγές και τις παντοίες συμφορές και τα δεινοπαθήματα που
προκάλεσε στην Κρήτη η μακρά τουρκική κακοδιοίκηση.
Η
Επαναστατική Συνέλευση συνεδριάζοντας στο Ακρωτήρι με πρόεδρό της τον Ι. Σφακιανάκη, δέχεται τις προτάσεις των
Μ. Δυνάμεων σχετικά με το προσωρινό πολίτευμα τού νησιού και οργανώνει το Εκτελεστικό, που θα αναλάβαινε τη
διοίκηση μέχρι να κανονιστούν οριστικά οι λεπτομέρειες τού νέου πολιτεύματος
και να έρθει ο Κυβερνήτης στο νησί. Ζήτημα
γεννήθηκε για το πρόσωπο τού Κυβερνήτη. Επειδή, όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν
μπορούσαν να συμφωνήσουν σε πρόσωπο κοινής αποδοχής πρότειναν και επέβαλαν ως
ύπατο αρμοστή στην Κρήτη τον Πρίγκιπα Γεώργιο
τής Ελλάδος, δευτερότοκο γιο τού βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου τού Α΄.
Η τελευταία πράξη τού κρητικού δράματος,
η μεγάλη σφαγή τού Ηρακλείου (25
Αυγούστου 1898), θύμισε τις σκληρότερες μέρες τής τουρκοκρατίας. Όλα έγιναν
όταν απόσπασμα τού αγγλικού στρατού προέβαινε, σύμφωνα με την απόφαση των
Ναυάρχων, στην εγκατάσταση των υπαλλήλων τού Εκτελεστικού στο φορολογικό
γραφείο τής πόλης, στο λιμάνι τού Ηρακλείου. Οι Τούρκοι, βλέποντας να χάνουν
την οικονομική εξουσία από τα χέρια τους, κινήθηκαν σε μια φοβερή και απάνθρωπη
σφαγή. Συγχρόνως, ο τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους τού Ηρακλείου και
πυρπόλησε και λεηλάτησε τα καταστήματα και τα σπίτια τού μεγάλου δρόμου προς το
λιμάνι, όπου διέμεναν οι λίγοι χριστιανοί τής πόλης (γι’ αυτό και ο δρόμος
αυτός ονομάζεται σήμερα «οδός 25ης Αυγούστου»). Μαζί με τις
εκατοντάδες χριστιανούς αμάχους σκότωσαν
και δεκαεπτά Άγγλους στρατιώτες και τον Πρόξενο τής Αγγλίας Λυσ. Καλοκαιρινό. Η
Αγγλία αντέδρασε αμέσως δυναμικά. Απαγχονίστηκαν δεκαεπτά σημαίνοντες
Τουρκοκρήτες (όσοι, δηλαδή, και οι Άγγλοι που φονεύθηκαν από τους Τούρκους), οι
οποίοι θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των βανδαλισμών και ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε
να αποχωρήσει από την πόλη, καθώς και από τα άλλα φρούρια τής Κρήτης. Έτσι, τα
τραγικά αυτά γεγονότα τού Ηρακλείου συντέλεσαν στο να αλλάξει άρδην η κατάσταση
και να επέλθει γρηγορότερα η λύση. Ο Πρόεδρος τής Εκτελεστικής Επιτροπής Ι. Σφακιανάκης, στις 24/9/1898,
ανακοινώνει περιχαρής προς τους χριστιανούς κατοίκους τής Κρήτης, από τη Χαλέπα
Χανίων, την απόφαση των Μ. Δυνάμεων να εκκενώσουν την Κρήτη από τον τουρκικό
στρατό από τις 8 μέχρι και τις 23 Οκτωβρίου, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ἓναν, λοιπόν, ἀκόμη μῆνα καί
αἱ
ἁλύσσεις
αἱ
ὁποῖαι ἀπό αἰώνων ἐδέσμευον
τήν Κρήτην καταπίπτουν. Θά δύναται δ' αὒτη νά χωρίσῃ ἀσφαλῶς πρός εὐτυχέστερον μέλλον ἀρωγόν ἒχουσα
κατά τά πρῶτα βήματα τήν εὐμενῆ προστασίαν
τῶν
Τεσσάρων Δυνάμεων» (Αρχείο Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου). Με σχεδόν ταυτόχρονη κοινοποίησή τους και οι Ναύαρχοι (Ιταλίας,
Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας), στις 9 Σεπτεμβρίου 1898, ανακοίνωναν προς τους
χριστιανούς κατοίκους τής Νήσου ότι «ἡ ἀποχώρησις
τῶν
Τουρκικῶν
στρατευμάτων ἐπιβάλλει ἐν ταυτῷ καθήκοντα εἰς τόν χριστιανικόν πληθυσμόν καί ὑποχρεώσεις
εἰς
τό συμβούλιον τῶν Ναυάρχων, ὃπερ ἀνέλαβεν ὑπ' εὐθύνην του τήν ἀσφάλειαν
καί τήν ἡσυχίαν τῶν Μουσουλμάνων κατοίκων τῆς
Νήσου…». Καί ἡ κοινοποίηση τῶν Ναυάρχων κατέληγε: «Κρῆτες, τό ἒργον τῶν Δυνάμεων ἐν Κρήτη δέν ἐτελείωσεν. Δέν ἀρκεῖ τωόντι
ὃτι
εἰρήνευσεν
ὁ
τόπος. Πρέπει πρός τούτοις νά θεραπευθῶσιν αἱ πληγαί τοῦ παρελθόντος καί νά ἐξασφαλισθεῖ τό
μέλλον του διά τῆς διοργανώσεως διοικήσεως ἰσχυρᾶς,
συνετῆς
καί νοήμονος» (Αρχείο Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου).
Ο Πρίγκιπας Γεώργιος και οι Ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων, την ημέρα παραδόσεως της εξουσίας (9-12-1898) (Ιστ. Μουσ. Κρήτης)
|
Στις 2 Νοεμβρ. 1898 και ο τελευταίος
Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη, ενώ ένα μήνα αργότερα (9
Δεκ. 1898) ο ύπατος αρμοστής Γεώργιος, εν
μέσω σκηνών αποθέωσης, αποβιβαζόταν στη Σούδα και εγκαθίστατο στο προάστιο των
Χανίων Χαλέπα, διεθνές κέντρο τού
νησιού, τότε, αφού εκεί βρίσκονταν εγκατεστημένες πολλές ξένες προξενικές
αρχές. Ο Γεώργιος για τους Κρητικούς αποτελούσε ένα μεταβατικό στάδιο, αλλά και
μιαν υπόσχεση (αραββώνα) για την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. Η θητεία τού
Γεωργίου, ως ηγεμόνος τής Κρήτης, θα ήταν- σύμφωνα με την απόφαση των Δυνάμεων-
τριετής και μετά την τριετία αυτήν ο
δρόμος έπρεπε να οδηγήσει, κανονικά, στην Ένωση. Η μακραίωνη περίοδος τής
δουλείας είχε παρέλθει ουσιαστικά και ανέτελλε η λαμπρότερη και φωτεινότερη
μέρα στην τραγική ιστορία τής Κρήτης.
Με την άφιξή του ο Γεώργιος απευθύνει προς
τον κρητικό λαό διάγγελμα με το οποίο τον καλούσε σε πειθαρχία στους νόμους και
ειρηνική συμβίωση και αναλαμβάνει τη διοίκηση τής νεοσύστατης Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Στην
Κρητική Πολιτεία δημιουργείται ίδιο νόμισμα (η κρητική δραχμή), ιδρύεται η Τράπεζα
Κρήτης, συντάσσεται το Σύνταγμα τού
Κρητικού Κράτους, εκδίδεται η επίσημη Εφημερίδα
τής Κρητικής Πολιτείας, καθιερώνεται, ως επίσημη γλώσσα στην Κρήτη, η Ελληνική και υψώνεται η κρητική σημαία στο φρούριο τού Φιρκά,
ενώ η τουρκική διατηρήθηκε μόνο στο φρούριο τής Σούδας, ως τελευταίο σύμβολο
τής τουρκικής επικυριαρχίας στην Κρήτη. Το νησί τίθεται κάτω από την υψηλή
προστασία των τεσσάρων Μ. Δυνάμεων, κατά διαμερίσματα: Χανιά (Ιταλοί), Ρέθυμνο
(Ρώσοι), Ηράκλειο (Άγγλοι) και Λασίθι (Γάλλοι). Τελικά, αυτό το νέο κράτος που
δημιουργείται στην Κρήτη το 1898 ήταν μια αυτόνομη ηγεμονία κάτω από την
επικυριαρχία τού Σουλτάνου. Ουσιαστικά, όμως, ήταν ένα προτεκτοράτο κάτω από
την άμεση εξουσία των Μ. Δυνάμεων, που εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την Ένωση.
Οι ξένοι ναύαρχοι αποχωρούν την επόμενη
ημέρα από την έλευση τού Ύπατου Αρμοστή (10 Δεκ.) και αμέσως αρχίζει το
δυσχερές έργο τής οργάνωσης τής Κρητικής Πολιτείας, με τους εξής Συμβούλους
(δηλαδή υπουργούς) Ελευθ. Βενιζέλο (1ο
τη τάξει σύμβουλο τής Δικαιοσύνης), Κ.
Φούμη (Οικονομικών), Μ. Κούνδουρο
(Εσωτερικών), Ν. Γιαμαλάκη (Δημόσιας
Εκπαίδευσης) και Χουσεΐν Γενιτσαράκη
(Δημόσιας Ασφάλειας). Η πρώτη αυτή τρίχρονη κυβέρνηση τής Κρητικής Πολιτείας
εργάστηκε πραγματικά με ζήλο για την Ένωση και απέδωσε έργο σημαντικό. Ο Μαν.
Κούνδουρος στο Ημερολόγιό του σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τά πρῶτα ἒτη τῆς ἁρμοστείας ὑπῆρξαν ἒτη εὐδαίμονα διά τήν Κρήτην ὑπό ἒποψιν
δημοσίας τάξεως, διοργανώσεως καί ἐργασίας ἐκπολιτιστικῆς». Όμως, το Σύνταγμα τής
Κρητικής Πολιτείας (1899) στην ουσία υπήρξε αυταρχικό, υπερβολικά συντηρητικό
και παραχωρούσε στον Ηγεμόνα (Αρμοστή) υπερεξουσίες, που μπορούσαν εύκολα να
οδηγήσουν τα πράγματα στον δεσποτισμό και την αυταρχικότητα. Εκτός, όμως, από
τις συνταγματικές και διοικητικές αδυναμίες δεν άργησε να φανεί και διάσταση
απόψεων στο μέγα και κρίσιμο ζήτημα τής Ένωσης
τής Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Γεώργιος, δηλαδή, αφού εξαιτίας των διεθνών
συνθηκών και τής στρατιωτικής αδυναμίας τού ελληνικού Βασιλείου, απέτυχε
ολοκληρωτικά στην αρχική «ενωτική» του προσπάθεια, έγινε αυταρχικότερος και
αγωνίστηκε να εγκαταστήσει ένα καθεστώς απολυταρχικό και να καταστεί ισόβιος
μονάρχης πιστός στο καθεστώς τής Αυτονομίας,
όπως ακριβώς το προσδιόρισαν και το εγγυήθηκαν οι Μ. Δυνάμεις, οι οποίες
φαίνονταν απρόθυμες να ανακινήσουν περαιτέρω το Κρητικό Ζήτημα και επέμεναν
στην παγίωση τού status
quo τής Κρητικής Πολιτείας. Η Κρήτη είχε
εμπλακεί στο γενικότερο αδιέξοδο τού Ανατολικού Ζητήματος και στον ανταγωνισμό
των Μεγάλων για την επικράτηση στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Εγκέφαλος και
βασικός οργανωτής και εκφραστής τής αντίδρασης αυτής τού Πρίγκιπα στη
φιλελευθεροποίηση τού πολιτεύματος υπήρξε ο ιδιαίτερος σύμβουλός του Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος.
Άκρως αντίθετες- στη δυσάρεστη αυτήν
εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων τής Κρητικής Πολιτείας- ήταν οι απόψεις τού Ελευθερίου Βενιζέλου, συμβούλου τής
Δικαιοσύνης, που είχε ήδη αναδειχθεί σε ηγετική μορφή με ευρύτατη ακτινοβολία. Ήδη
από πολύ ενωρίς, ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές στον Πρίγκιπα ότι δεν του
αναγνώριζε το δικαίωμα τής προσωπικής διαχείρισης τού εθνικού ζητήματος και το
δήλωνε με αξιοθαύμαστη παρρησία λέγοντας: «ὡς ἓνας ἐκ τῶν
τριακοσίων χιλιάδων Κρητῶν, δέν σᾶς ἐκχωρώ τό δικαίωμά μου, ὣστε
μόνος σεῖς νά ρυθμίζετε αὐτοβούλως
τήν ἐθνικήν
πολιτικήν τοῦ τόπου μου». Η
απόλυση τού Βενιζέλου (18 Μαρτίου) από το αξίωμα τού Συμβούλου τής Δικαιοσύνης
ήταν αναπόφευκτη και σήμανε και τη ρήξη τού Βενιζέλου με τον Ύπατο Αρμοστή,
πράγμα που κατέδειξε τη βαθιά διαφωνία των δύο ανδρών σχετικά με τη μεθόδευση
τής κοινής επιδίωξης. Η σχετική ανακοίνωση τού Πρίγκιπα Γεωργίου, γύρω από εν
λόγω γεγονός, έχει ως εξής: «…Επειδή ο
επί τής Δικαιοσύνης Σύμβουλος Ελευθέριος Βενιζέλος όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημοσία
εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος τού τόπου αντιθέτως προς το Ημέτερον
φρόνημα και την εντολήν Ημών, απολύομεν αυτόν από τού αξιώματος τού Συμβούλου
επί τής Δικαιοσύνης». Πέραν από αυτό, ο Αρμοστής απαγόρευσε και την
ελευθεροτυπία και προχώρησε σε διώξεις και φυλακίσεις στελεχών τής
αντιπολίτευσης. Έτσι, τα πολιτικά πράγματα στο νησί οξύνθηκαν και έφτασαν σε
πλήρες αδιέξοδο.
Για να αποκρούσει τις συκοφαντίες και να
υποστηρίξει τις απόψεις του ο Βενιζέλος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κήρυξ» που
εξέδιδε πέντε πολύκροτα άρθρα με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Γεννηθήτω φως». Ο Γεώργιος, επηρεαζόμενος από τους φανατικούς
αντιβενιζελικούς συμβούλους του, ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και απέκοψε
τις σχέσεις του με τον πρώην υπουργό του προχωρώντας σε μέτρα αυταρχικά με
διώξεις και φυλακίσεις
|
Ελευθ. Βενιζέλος (στο μέσον)- Κων. Μάνος- Κων. Φούμης |
εξεχόντων μελών τής αντιπολίτευσης. Οδηγούμαστε έτσι
στην περίφημη επανάσταση τού Θερίσου
(1905), χωριού τής ορεινής Κυδωνίας, παρά τους πρόποδες των Λευκών Ορέων,
ιδανικού, ένεκα τούτου, οχυρού και ορμητηρίου για τους επαναστάτες, που- με
φυσικό αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο
και κύριους συνεργάτες του τους Κων.
Φούμη και Κων. Μάνο- κήρυξε
ένοπλο αγώνα κατά τής Αρμοστείας, την ένωση τής Κρήτης με την Ελλάδα και ύψωσε
την ελληνική σημαία (Επαναστατική Συνέλευση τής 11ης Μαρτίου 1905).
Το Θέρισο έγινε, πλέον, το δεύτερο εφαλτήριο τού Ελευθ. Βενιζέλου για τη
δημιουργία τής Μεγάλης Ελλάδας . το
πρώτο ήταν το Ακρωτήρι. Στο ιστορικό ψήφισμα κατά την κήρυξη τής επανάστασης,
που έγινε στη βυζαντινή εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου, στο Θέρισο, αλλά και στις
τοιχοκολλημένες προκηρύξεις στα Χανιά και σε άλλες πόλεις, δηλωνόταν
απερίφραστα ο πόθος τού κρητικού λαού για Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα. «Ὁ κρητικός λαός, έλεγε, συνελθών εἰς
πάνδημον συλλαλητήριον ἐν Θερίσῳ τῆς Κυδωνίας σήμερον τήν 11ην Μαρτίου 1905
κηρύττει ἐνώπιον
|
Η Επανάσταση τού Θέρισου, αφετηρία της Κρητικής Επανάστασης |
Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ἓνωσιν μετά τοῦ
Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος εἰς μίαν ἀδιαίρετον, ἐλευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν». Ο δε
Ελευθέριος Βενιζέλος στον πανηγυρικό λόγο του στα Κεραμειά, με την ευκαιρία τής
εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 1905), αναλύοντας με σαφήνεια την πολιτική
κατάσταση τής Κρήτης δήλωνε χαρακτηριστικά: «…Ἐδέχθημεν
τόν Ὓπατον
Ἁρμοστήν
μόνον ὡς
κομίζοντα τόν ἀρραβώνα τῆς ἑνώσεως τῆς Κρήτης μετά τῆς Ἑλλάδος.
Ἀλλ'
ὁ
ἀρραβών
διήρκεσε τόσον πολύ, ὣστε τό στάδιον τῆς
μνηστείας κατήντησεν ἀπεχθές….Ἦτο φυσικόν, λοιπόν, ὁ
Κρητικός Λαός νά προσφύγει ἃπαξ ἒτι εἰς τά ὃπλα, ὃπως καταστήσει ἐναργεστέραν
τήν ἀνάγκην
τῆς
ἐθνικῆς του ἀποκαταστάσεως.
Ὑπάρχουν
οἱ
φρονοῦντες
ὃτι
τό κίνημα τοῦτο εἶναι ἀκαιρον. Δέν ἒχει, ἆραγε, ἀναγνωρισθεῖ ὃτι ἡ μόνη λύσις τοῦ
Κρητικοῦ
Ζητήματος εἶναι ἡ ἓνωσις τῆς Κρήτης μετά τοῦ
Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος;….». Στην
εξέταση, βέβαια, των αιτίων τής επανάστασης τού Θερίσου δεν θα πρέπει, ασφαλώς,
πέραν τού βασικού ανωτέρω, της Ένωσης,
να αποκλειστούν και άλλοι, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες.
Το κίνημα τού Θερίσου εδραιώθηκε και
επεκτάθηκε πολύ γρήγορα σε ολόκληρη την Κρήτη και όχι μόνο, αφού- παρά τις
προσπάθειες τού αρμοστειακού περιβάλλοντος για δυσφήμηση τού κινήματος και την
καταστροφολογία μερίδας τού αθηναϊκού τύπου- εκατοντάδες εθελοντές αναχωρούσαν
από τον Πειραιά για τη Μεγαλόνησο, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους
στον αγώνα. Ειδικότερα, όσον αφορά στην Κρήτη, στο Ηράκλειο ο παλαιός
και γενναίος αγωνιστής Ι. Σφακιανάκης
δίνει το σύνθημα τού ξεσηκωμού, ενώ το Ρέθυμνο με τον Μίνω Πετυχάκη και σύσσωμη η επαρχία Αγίου Βασιλείου στήριζε γενναία
τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στην επανάσταση του Θερίσου θα πάρει ενεργό μέρος- λόγω
και της στενότατης φιλίας του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο- και ο υφηγητής τής
Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος
Μακρής, από τα Σελλιά, ενώ στις Μέλαμπες ο Ευστρ. Φωτάκης με τον Νικ.
Τρουλλινό και τον Παν. Φωτάκη
έδιωξαν τους αρμοστειακούς, σφράγισαν το Ειρηνοδικείο και ύψωσαν την ελληνική
σημαία. Σε επιστολή τους δε προς τον Ελευθ. Βενιζέλο (27-3-1905) τού
αποστέλλουν ψήφισμα τού δήμου Μελάμπων υπέρ τής Ανεξαρτησίας τής Κρήτης και της
Ενώσεώς της με την Μητέρα Ελλάδα.
Η επανάσταση στο Θέρισο δημιούργησε μια
νέα τάξη πραγμάτων στο νησί. αποτέλεσε
το ουσιαστικότερο βήμα για την Ένωση και ανέδειξε έναν μεγάλο ηγέτη για την
Κρήτη και ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Ψηφίσματα συμπαράστασης προς την Επανάσταση και υπέρ της Ενώσεως έφταναν
συνεχώς από όλη την Κρήτη και τα πράγματα προχωρούσαν προς εμφύλιο πόλεμο, αφού
στην Κρήτη υπήρχαν, ήδη, δύο κυβερνήσεις .
αυτή του Αρμοστή και αυτή των επαναστατών στο Θέρισο. Σε δημοσίευμα τής εφημ. «Το Θέρισσο» (αρ. φύλλ. 19,
14/9/1905, Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων) σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Ὁ σπαραγμός ὑπεγράφη! Ἀπό σήμερον πρέπει νά θρηνῇ
σύμπασα ἡ Ἑλλάς, διότι εὑρέθη Ἓλλην
Βασιλόπαις νά θέσῃ τήν ὑπογραφήν του κάτωθεν ἑνός
φοβεροῦ
νόμου σημαίνοντος τήν ἐναρξιν τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ εἰς τήν Ἡρωικήν
Μεγαλόνησον. Ὁ Ἁρμοστής τῆς Κρήτης ἐνέκρινε τήν ἐκ τριακοσίων χιλιάδων δραχμῶν
πίστωσιν πρός σύστασιν ἀντεπαναστατικῶν
σωμάτων! Δέν εὑρίσκομεν λέξεις, δέν εὑρίσκομεν
φράσεις μέ τάς ὁποίας νά χαρακτηρίσωμεν τήν ἄφρονα,
τήν ἀσύνετον
καί ἀντεθνικήν
ταύτην πρᾶξιν τῆς Κρητικῆς Βουλῆς. Καϋμένη Κρήτη! Τί σοῦ ἐπεφυλάσσετο!
Νά ἰδῇς τά
τέκνα σου ἀλληλοσπαρασσόμενα….».
Η αναμέτρηση, αρχικά, περιορίστηκε μόνο σε
μικροσυμπλοκές στην περιοχή των Χανίων, με ελάχιστα θύματα, μέχρις ότου άρχισε
η δεύτερη φάση τού αγώνα και η ένοπλη επιδρομή των Μ. Δυνάμεων- των Άγγλων και,
κυρίως, των Ρώσων- κατά των επαναστατών (αφού ο Έλληνας βασιλιάς συνέβαινε να
είναι πρωτεξάδελφος τού τσάρου και συγγενής τού βασιλιά τής Αγγλίας). Αντίθετα
με τους Ρώσους και τους Άγγλους οι άλλες προστάτιδες δυνάμεις στην περιοχή
ευθύνης τους τηρούσαν στάση μάλλον παθητική απέναντι στην επανάσταση. Η
επιδρομή, λοιπόν, των εν λόγω Δυνάμεων (Ρώσων και Άγγλων) είναι που αύξησε
σημαντικά τα θύματα, και, κυρίως, κατά τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των
Ρώσων και των επαναστατών που σημειώθηκαν στο Καστέλλι Μυλοποτάμου (25 Ιουλ.), στη Γεωργιούπολυ (29 Σεπτ.) και, μάλιστα, στη φονικότατη μάχη τού Ατσιπόπουλου (2 Αυγ.).
Αυτή
η τελευταία, ήταν η περισσότερο αιματηρή συμπλοκή απ’ όλες όσες έγιναν κατά τη
διάρκεια τού κινήματος. Το Ατσιπόπουλο ήταν χωριό σε περίοπτη θέση και η
ελληνική σημαία των επαναστατών που κυμάτιζε εκεί φαινόταν από την πόλη τού
Ρεθύμνου και ενοχλούσε πολύ τους Ρώσους. Γι’ αυτό ο αρχηγός τους, ο
συνταγματάρχης Ουρμπάνοβιτς, αποφάσισε
να καταλάβει το Ατσιπόπουλο. Αρχικά, οι προφυλακές τού Ουρμπάνοβιτς, που τις
αποτελούσαν χωροφύλακες, στις 9.30 το πρωί, συμπλέκονταν, ήδη, με τους
επαναστάτες. Πίσω από τις προφυλακές τών χωροφυλάκων βρισκόταν το κύριο σώμα
των Ρώσων. Στο Ατσιπόπουλο βρίσκονταν τότε τριάντα επαναστάτες με τον γενναίο
οπλαρχηγό Σταυριανό Μπίρη, που
καταγόταν από το Ζουρίδι τού Ρεθύμνου. Εκεί ήταν, επίσης, και ο οπλαρχηγός Λιανδρής από το Ατσιπόπουλο και άλλοι.
Στις ένδεκα η ώρα έφθασε και ο συναρχηγός τής επανάστασης, ο Κωνσταντίνος Μάνος, με εκατό
επαναστάτες, και τότε η μάχη έγινε ακόμα λυσσωδέστερη. Η μάχη τού Ατσιπόπουλου
συνετάραξε το Πανελλήνιο και είχε διεθνή απήχηση υπέρ των θέσεων των
Επαναστατών.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, η φανερή, αφενός, πτώση
τής δημοτικότητας τού Πρίγκιπα και η καθολική, αφετέρου, αποδοχή των
επαναστατικών ιδεών οδήγησε σε διαπραγματεύσεις τού Βενιζέλου με τους Προξένους
των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αγία Μονή των
Μουρνιών (2 Νοε. 1905), όπου υπογράφτηκε πρωτόκολλο για τον τερματισμό τού
ένοπλου αγώνα, με ουσιαστική αποδοχή όλων των όρων τής επανάστασης, πράγμα που
οδήγησε τα πράγματα στην πλήρη δικαίωση τής πολιτικής τού Ελευθερίου Βενιζέλου
και τον Πρίγκιπα Γεώργιο στην παραίτηση και την οριστική αναχώρησή του (12
Σεπτ. 1906) από την Κρήτη «σχεδόν
λαθραίως, ὡς φυγάς, ἐπιβιβασθείς ἑλληνικοῦ πολεμικοῦ σκάφους, σταλέντος παρά τῆς
Κυβερνήσεως Θεοτόκη».
Το
Κρητικό Ζήτημα έμπαινε στο εξής σε νέα φάση, με την υπόσχεση των Μεγάλων
Δυνάμεων ότι θα απέστελλαν στο νησί Διεθνή
Εξεταστική Επιτροπή, επιφορτισμένη με την επιτόπια εξέταση τού κρητικού
προβλήματος. Και πράγματι, λίγους μήνες μετά τον τερματισμό τής επανάστασης,
έφθασε στην Κρήτη η Διεθνής Εξεταστική Επιτροπή, με πρόεδρο τον διακεκριμένο
εμπειρογνώμονα Sir
Edgard
Law, η
οποία πρότεινε την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, όπως η οργάνωση τής τοπικής
πολιτοφυλακής, η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, η χορήγηση νέου δανείου και
η αναθεώρηση τού συντάγματος, ενώ υπογράμμιζε ανεπιφύλακτα ότι «τό μόνον φάρμακον εἰς τήν ἐπικίνδυνον
σημερινήν κατάστασιν εἶναι ἡ ταχυτέρα, κατά τό δυνατόν, ἕνωσις τῆς
Κρήτης μετά τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος».
Τον Αύγουστο τού 1906 εκχωρήθηκε στον
Έλληνα Βασιλιά το δικαίωμα να διορίζει τον Ύπατο Αρμοστή τής Κρήτης, με την
έγκριση των Προστάτιδων Δυνάμεων, πράγμα που σήμαινε τη στενότερη σύνδεση τής
Κρητικής Πολιτείας με την ανεξάρτητη Ελλάδα. Ευθύς αμέσως μετά την παραίτηση
τού Πρίγκιπα Γεωργίου, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ υπέδειξε ως νέο ύπατο Αρμοστή
Κρήτης τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, πρώην πρωθυπουργό
και μετέπειτα Πρόεδρο τής Ελληνικής Δημοκρατίας (18 Σεπτ. 1906). Ο Πρωθυπουργός
τής Ελλάδας Γ. Θεοτόκης έγραφε σε τηλεγράφημά του στον Πρόεδρο τής Κρητικής
Βουλής: «διά τοῦ
διορισμοῦ τοῦ κ. Ζαΐμη καθ’ ὑπόδειξιν
τῆς
Α.Μ. τοῦ
βασιλέως, ἐπετεύχθη ἓν μέγα βῆμα πρός τήν ποθουμένην ὑπό τῶν Κρητῶν καί
παντός τοῦ Ἒθνους λύσιν τοῦ
Κρητικοῦ
Ζητήματος». Με ιδιαίτερο διάταγμα (13 Οκτ. 1907), στη νέα αυτήν
αρμοστεία, συγκροτήθηκε η Πολιτοφυλακή
τής Κρήτης, δηλαδή ο πρώτος στρατός τού νησιού εκπαιδευμένος από Έλληνες
αξωματικούς, που γρήγορα εξελίχθηκε σε αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, όπως φάνηκε
λίγο αργότερα στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), κατά τους οποίους διαδραμάτισε
σημαντικότατο ρόλο. Και αφού η ύπαρξη μιας άρτια οργανωμένης Κρητικής
Πολιτοφυλακής καθιστούσε πια περιττή την παρουσία ξένων στρατευμάτων, τον
Ιούλιο τού 1907 τα στρατεύματα των Μ. Δυνάμεων άρχισαν να απομακρύνονται και η
διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από ένα έτος, οπότε ο Βενιζέλος έγραφε
στον «Κήρυκα» των Χανίων: «ἀπό ἑπτά ὃλων αἰώνων, ἀφ' ᾗς ἡ Κρήτη
κατελήφθη ὑπό τῶν Ἑνετῶν, πρώτην φοράν ἀπό τῆς χθές
(15 Ιουλ.) τό κρητικόν ἔδαφος δέν πατεῖται ὑπό
ξένου στρατιώτου». Ψηφίστηκαν, επίσης, νέοι νόμοι για τη δικαιοσύνη, ενώ η
υγεία και η παιδεία- νέος υπουργός τής οποίας έγινε ο Καθηγητής τού
Πανεπιστημίου Αντ. Γιάνναρης- αποτέλεσαν
το κύριο μέλημα τής Κυβέρνησης.
Τον Σεπτ. τού 1908- και ενώ η Κρητική
Πολιτεία βρισκόταν σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης- δύο σημαντικά εξωτερικά γεγονότα
προσάρτησης χωρών ήρθαν να ταράξουν τα πράγματα και να επηρεάσουν αποφασιστικά
και την πορεία τού Κρητικού Ζητήματος {η προσάρτηση τής Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
από την Αυστρία και η ανακήρυξη τής Βουλγαρίας σε βασίλειο με ταυτόχρονη
προσάρτηση τής Ανατολικής Ρωμυλίας (Σεπτ.
1908)}. Η είδηση δημιούργησε σάλο στην Ελλάδα και την Κρήτη. Ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης υπέδειξε στον Πρόεδρο τής
Κρητικής Βουλής, Γ. Παπαμαστοράκη,
την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων για την κήρυξη τής Ένωσης τής Κρήτης με την
Ελλάδα με δημοψηφίσματα. Και πράγματι, το μεσημέρι τής 23ης Σεπτ.
1908- και ενώ ο Ύπατος Αρμοστής βρισκόταν στην Αίγινα για διακοπές- σε
επιβλητική συγκέντρωση στο πεδίο τού
Άρεως, στα Χανιά, εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο λαϊκό ψήφισμα τής Ένωσης και
ακολούθησαν σε όλη την Κρήτη παρόμοια ψηφίσματα, ενώ την 24η Σεπτεμβρίου
εξέδωσε ενωτικό ψήφισμα και η επίσημη κυβέρνηση τής Κρητικής Πολιτείας, τα μέλη
τής οποίας έδωσαν την επόμενη (25 Σεπτ.), ενώπιον τού επισκόπου Κυδωνίας και
Αποκορώνου, όρκο στο όνομα τού Βασιλέως των Ελλήνων και προχώρησαν στην
κατάργηση τής αρμοστείας. Μετά από αυτό η ελληνική κυβέρνηση υπέδειξε στον
Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη. Το κρητικό σύνταγμα καταργήθηκε και εισήχθη
το ελληνικό, ενώ σχηματίστηκε νέα Προσωρινή
(διακομματική) Κυβέρνηση από τους Ελευθ.
Βενιζέλο, Μίν. Πετυχάκη, Εμμ. Λογιάδη, Χαρ. Πωλογεώργη, με πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη. Η Ελληνική Κυβέρνηση,
για να αποφύγει τις αντιδράσεις τής Τουρκίας και τις διεθνείς περιπλοκές, δεν
προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση τής Ένωσης και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές
οδηγίες, ενώ οι Μ. Δυνάμεις φαίνονταν να αποδέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις
στην Κρήτη, και αυτό παρά τις έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες τής Τουρκίας. Ο
λόγος αποτυχίας τής Ένωσης στη συγκεκριμένη συγκυρία οφειλόταν, κυρίως, στην
αδυναμία τής Αθήνας να την υποστηρίξει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Μετά την παραίτηση τής Προσωρινής
Κυβέρνησης τής Κρήτης (Αύγ. 1909), η Κρητική Βουλή όρισε νέα τριμελή Επιτροπή για την άσκηση τής
κυβερνητικής εξουσίας, την οποία διαδέχθηκε νέα κυβέρνηση (29 Δεκ. 1909) και
στις εκλογές τού 1910 πλειοψήφησε το κόμμα τού Ελευθερίου Βενιζέλου, που
σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Λίγους μήνες, όμως, αργότερα η Κυβέρνηση αυτή
χρειάστηκε να ανασχηματιστεί, όταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, που έλεγχε τα
πολιτικά πράγματα στην Αθήνα μετά την επανάσταση
στου Γουδή (1909), κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο- που είχε διακριθεί με τη
σθεναρή στάση του απέναντι στον πρίγκιπα Γεώργιο- για να αναλάβει τη
διακυβέρνηση στην Ελλάδα (Σεπτ. 1910). Το Θέρισο όχι μόνο στάθηκε η αφορμή να
βρει η Κρήτη τη λευτεριά της, αλλά, ακόμα, στάθηκε και η αφορμή για να βρει η φυλή τον ηγέτη της, μετά την παραπάνω
πρόσκληση τού Στρατιωτικού Συνδέσμου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι πολιτικές
ιδέες και η αγωνιστική δράση τού Βενιζέλου ανέπεμπαν τους παλμούς των εθνικών
προσδοκιών. Ιδιαίτερα οι Κρήτες συμπατριώτες και συναγωνιστές του στο πρόσωπό
του έβλεπαν τον άνθρωπο που θα επέλυε οριστικά το Κρητικό Ζήτημα,
ολοκληρώνοντας, το συντομότερο δυνατό, την Ένωση με την Ελλάδα. Η Ένωση,
πάντως, ολοκληρώθηκε αργά και σταδιακά, όμως, με βήματα σταθερά, όπως
επιθυμούσε ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος δεν δίστασε να συγκρουστεί με τους
συμπατριώτες και πολιτικούς συνεργάτες του που διαφωνούσαν με τους χειρισμούς
του. Στις προσπάθειές του για ένωση τής Κρήτης με την Ελλάδα ο
Βενιζέλος ισορροπούσε με ευελιξία ανάμεσα στην τόλμη και τη μετριοπάθεια,
υποτάσσοντας τις συναισθηματικές παρορμήσεις στην ορθολογική εκτίμηση τής
εκάστοτε συγκυρίας.
Και, ήδη, στα τέλη τού 1911 παρατηρήθηκε
αναταραχή στην Κρήτη από την άρνηση τού Βενιζέλου να επιτρέψει την εισδοχή των
Κρητών Βουλευτών στο εθνικό κοινοβούλιο, για λόγους διπλωματικούς, προκειμένου
να αποφευχθεί αντίδραση τής Τουρκίας αλλά και των Μ. Δυνάμεων, που διακήρυτταν
ότι δεν θα επιτρέψουν την μεταβολή τού status quo τής Κρητικής Πολιτείας.
|
Αυτό,
όμως, που δεν επέτρεπε η διπλωματία το επέτρεψε, τελικά, ο πόλεμος. Με την
έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων, τον
Οκτώβριο τού 1912, οι πύλες τού εθνικού κοινοβουλίου άνοιξαν για τους Κρήτες
βουλευτές, που έγιναν, πλέον, δεκτοί με εκδηλώσεις πρωτοφανούς ενθουσιασμού.
Βέβαια, η υποδοχή των Κρητών βουλευτών στο εθνικό κοινοβούλιο δεν συνιστούσε
και την τυπική αναγνώριση τής Ένωσης. Ο Βενιζέλος προτίμησε, και στη φάση αυτή,
να μη διαταράξει το καθεστώς τής αυτονομίας, όπως το ήθελαν οι Μ. Δυνάμεις,
και, προκειμένου να αποφύγει μια άκαιρη ρήξη με την Τουρκία, αρκέστηκε να
στείλει ως Γενικό Διοικητή τής Κρήτης τον Στέφανο
Δραγούμη (12 Οκτ. 1912), ο οποίος ανέμενε να λυθεί το Κρητικό Ζήτημα με την
ευτυχή έκβαση τού πολέμου που ξεκινούσε μεταξύ των Βαλκανικών λαών και τής
Τουρκίας και για τον οποίο ο Βενιζέλος προπαρασκεύαζε πυρετωδώς τη χώρα. Στην
πράξη, πάντως, η ένωση είχε πραγματοποιηθεί, αφού, ήδη, από τις 14 Φεβρουαρίου
1913 οι σημαίες των Μ. Δυνάμεων και της Τουρκίας είχαν αφαιρεθεί από το φρούριο
τής Σούδας.
Η ευτυχής και νικηφόρος για την Ελλάδα
έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων διπλασίασε, αφενός, το ελληνικό κράτος και
επέφερε, αφετέρου, όπως ήταν αναμενόμενον, και την πολυπόθητη λύση τού Κρητικού
Ζητήματος. Με το άρθρο 4 τής Συνθήκης τού
Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) ο σουλτάνος παραιτήθηκε από όλα του τα δικαιώματα
στην Κρήτη, την οποία εκχωρούσε στις Μ. Δυνάμεις και με την ιδιαίτερη μεταξύ
Ελλάδας και Τουρκίας Συνθήκη τής 1 Νοεμβρίου 1913 ο σουλτάνος παραιτήθηκε από
κάθε δικαίωμα επικυριαρχίας στην Κρήτη, ενώ ο Στέφανος Δραγούμης, λίγο
αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου 1913, γνωστοποιούσε την άφιξη τού Βασιλιά Κωνσταντίνου και του
πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στα
Χανιά για την επίσημη ανακήρυξη τής Ένωσης, την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913. Οι λαϊκές εκδηλώσεις υπήρξαν
πρωτοφανείς. Αιώνες αγώνων, αιμάτων και δακρύων έβρισκαν πια την ιστορική τους
δικαίωση στην τελική αυτήν τής Κρήτης αποκατάσταση. Κατά την επίσημη τελετή την
ελληνική σημαία παρέδωσαν στον Βασιλιά οι πολιοί αγωνιστές Χατζημιχάλης Γιάνναρης και Μάντακας,
που υψώθηκε εν μέσω 101 κανονιοβολισμών στο φρούριο τού Φιρκά. Στο ίδιο σημείο, όπου άλλοτε
υψωνόταν η τουρκική σημαία, στήθηκε τώρα μαρμάρινη επιγραφή, που έγραφε:
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΝ ΚΡΗΤΗ
1669- 1913
ΗΤΟΙ 267
ΕΤΗ, 7 ΜΗΝΕΣ, 7 ΗΜΕΡΑΙ
ΕΤΗ ΑΓΩΝΙΑΣ
Αν, τώρα, στα έτη αυτά προσθέσουμε και τα έτη τής ενετικής
τυραννίας τα «έτη αγωνίας» για την Κρήτη ανέρχονται σε επτά, το όλον,
αιώνες!!!..
1.
Αλιγιζάκη Στέλλα, «Θέρισο 1905: ένα αποφασιστικό βήμα για την
ένωση», στο: 90 χρόνια από την Ένωση τής
Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, έκδοση Ιστορικής
Λαογραφικής
Εταιρείας
Ρεθύμνου- Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Πρακτικά Συμποσίου, Ρέθυμνο
2007, σσ. 433- 441.
2.
Γαρδίκα- Κατσιαδάκη Ελένη, «Η πολιτική διάσταση τού Κρητικού
Ζητήματος», στο: 90 χρόνια από την Ένωση
τής Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, έκδοση Ιστορικής
Λαογραφικής
Εταιρείας
Ρεθύμνου- Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Πρακτικά Συμποσίου, Ρέθυμνο
2007, σσ. 31- 34.
3. Γρυντάκης
Γιάννης Μ., «Οι αγώνες των Κρητικών για την ένωση τού νησιού τους με την Ελλάδα
(1828- 1898)», στο: 90 χρόνια από την
Ένωση τής Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα, έκδοση Ιστορικής
Λαογραφικής
Εταιρείας
Ρεθύμνου- Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Πρακτικά Συμποσίου, Ρέθυμνο
2007, σσ. 403- 421.
4. Δετοράκης
Θεοχάρης, Ιστορία τής Κρήτης,
Ηράκλειο Κρήτης 1990.
5. Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”, Η Ένωση τής Κρήτης 1 Δεκεμβρίου 1913, Χανιά 2003.
6. Ιστορικό
& Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 1898- 1913, Από την Αυτονομία στην Ένωση, Ρέθυμνο 1998.
7. Καψάλης
Γιάννης, Η επανάσταση τού Θερίσου,
Αθήνα 1987.
8.
Μαρής
Αντώνιος,
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κίνημα τού
Θερίσου, Χανιά 1985.
9. Μητσοτάκη
Ζωή, Ο Δημοσιογράφος Ελευθέριος Βενιζέλος
στα χρόνια τής Κρήτης (1887- 1910), χ.τ., 1992.
10. Μητσοτάκης
Κυριάκος, Ο Επαναστάτης, Αθήνα 1970.
11. Μπουμπουλίδης Φαίδων, Ο Ελευθέριος
Βενιζέλος και η πολιτική κατάστασις τής Ελλάδος. Άγνωστα και ανέκδοτα έγγραφα
των ετών 1920-1922 και 1934-1936, τ. Α΄: Τα κείμενα. Λέσχη Φιλελευθέρων –
Μνήμη Ελευθερίου Βενιζέλου. Αθήναι, 2000.
12. Ξανθουδίδης
Στέφανος - Λουλουδάκης Θ., Ιστορία τής
Κρήτης, χ.χ.
13. Ξυριτάκης
Δημήτρης, Ο Αντώνιος Μιχ. Μιχελιδάκης
(1844- 1923) ως επαναστάτης- πολιτικός- εκαιδευτικός, 2000.
14. Παπαδάκης
Μανώλης Μιλτ., «Νέα στοιχεία για τα μαθητικά χρόνια τού Ελευθερίου Βενιζέλου», Πεπραγμένα Στ΄ Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Γ΄ (Νεοελληνικά), Αθήνα 1990, 297-
333.
15. Παπαδογεωργάκης
Γρηγόριος Ν., Πώς κρίνουν οι μεγάλοι τής
εποχής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Αθήνα, 1995.
16. Παπαδογιαννάκης
Νικόλαος, Ο Κ. Μάνος και το γλωσσικό
ζήτημα, Ρέθυμνο 1996.
17. Παπιομύτογλου
Γιάννης Ζ. (επιμέλεια), Ημερήσιες
Διατάξεις τής Ρωσικής Διοίκησης στο Ρέθυμνο, Ρέθυμνο 2007.
18. Πετρουλάκης
Νικόλαος, «Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιβάλλουν τη λύση τής Αυτονομίας στην Κρήτη»,
στο Εν Χανίοις, Ετήσια έκδοση τού
Δήμου Χανίων, Περίοδος 3η, τ. 4ος, Χανιά 2010, 107-120.
19. Πλωρίτης
Μάριος, «Ο “ελευθερωτής” και ο “προδότης”. Η ανάρμοστη αρμοστεία που οδήγησε
στο Θέρισο», Το Βήμα 12 Μαρτίου 1995.
20. Σβολόπουλος
Κωνσταντίνος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και
η πολιτική κρίσις εις την αυτόνομη Κρήτην, 1901- 1906, Αθήνα 1974.
21. Σβολόπουλος
Κωνσταντίνος, Ελευθέριος Βενιζέλος, 12
μελετήματα, Αθήνα 1999.
22. Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική1900- 1945, Αθήνα 20029.
23. Σημαντηράκη
Ζαχαρένια, «Από τη σύμβαση τής Χαλέπας (1878) στην ένωση τής Κρήτης με την
Ελλάδα (1913)», στο: Κρήτη, Εικόνες μιας εποχής, Έκδοση Δήμου
Χανίων- Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, Χανιά 2010.
24. Σκουλάτος
Β.- Δημακόπουλος Ν. - Κόνδης Σ., Ιστορία
Νεότερη και Σύγχρονη, τ. Β΄, (Ο.Ε.Δ.Β.) Αθήνα 1983.
25. Σύνδεσμος
Φιλολόγων Νομού Χανίων- Δήμος Χανίων- Δημοτική Πολιτιστική Επιχείρηση Χανίων, Το τελευταίο Βήμα προς την Ένωση, Θέρισο
1905 (Ημερολόγιον 2005).
26. Τσουδερός
Γιάννης Ευθυβούλου, Αφιέρωμα στην Ιστορία
τής Κρήτης κ’ ειδικότερα τού Ρεθέμνου 1536 ως 1924, Ρέθεμνος 1995.
27. Φασατάκης
Νίκος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου
Ρεθύμνης, Αθήνα 2003.
28. Χαλκιαδάκης
Εμμανουήλ Γ., «Η πολιτική τού Ελευθερίου Βενιζέλου στο ζήτημα τής Ένωσης τής
Κρήτης με την Ελλάδα: 1910- 1913», στο: 90
χρόνια από την Ένωση τής Κρήτης με την ελεύθερη Ελλάδα,
έκδοση Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνου- Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Πρακτικά Συμποσίου, Ρέθυμνο
2007, σσ. 443- 463.
29. Χρηστάκης
Γιάννης - Πατεράκης Γεώργιος, Η Κρήτη και
η Ιστορία της, Αθήνα 1995.
1 σχόλιο:
Συγχαρητήρια, κ. Παπαδάκη, για το εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο της παρουσίασής σας αυτής.
Ν.Σ
Δημοσίευση σχολίου