Από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Ρεθύμνου- ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΠΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ- Με τη ευκαιρία τής Παγκόσμιας Ημέρας Μουσικής

Από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Ρεθύμνου
    ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΠΙΑΝΟΥ ΚΑΙ  ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
                                   Με τη ευκαιρία τής Παγκόσμιας Ημέρας Μουσικής

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Με την ευκαιρία τής Παγκόσμιας Ημέρας Μουσικής, στον Κήπο τού Παλαιοντολογικού Μουσείου Ρεθύμνου, στις 21 Ιουνίου 2013, πραγματοποιήθηκε συναυλία Πιάνου και Χορωδιακής Παραδοσιακής Μουσικής, από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Ρεθύμνου, υπό την αιγίδα τής Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου και με χορηγό τής εκδήλωσης τη γνωστή ρεθεμνιώτικη εταιρία Creta Farms.
Ήταν ένα ετερόκλητο και ανομοιογενές Πρόγραμμα (κλασικής- παραδοσιακής) μουσικής, στο οποίο, πάντως, κοινός σύνδεσμος ταυτότητας υπήρξε η διά παντός μέσου, κατά το δυνατόν, τέλεια ανάδειξη και προβολή τού ρεπερτορίου. Το πρώτο Μέρος ήταν ένα κοντσέρτο πιάνου από τους παγκοσμίου φήμης πιανίστες Dora Slavcheva και Anastas Slavchev, Καθηγητές τής Ανωτάτης Μουσικής Ακαδημίας τής Φιλιππούπολης, Βουλγαρίας, πλαισιωμένους από τρεις Έλληνες πιανίστες, φοιτητές τής ίδιας Μουσικής Σχολής, ενώ στο δεύτερο Μέρος ακολούθησε συναυλία παραδοσιακής μουσικής από τους μαθητές τού Μουσικού Σχολείου Ρεθύμνου.
          Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος τού προγράμματος έλαμψαν με την αυτοπεποίθηση και δύναμη τού παιξίματός τους οι καθηγητές Dora Slavcheva και Anastas Slavchev στη σονάτα σε ντο μείζονα, για τέσσερα χέρια, έργο Κ 381, του Μότσαρτ, αλλά και στο ακροτελεύτιο κομμάτι, την Ταραντέλλα τού Valeri Gavrilin. Τόσο στον στοχασμό όσο και στην τελική ενότητα τής μουσικής η συνεργασία των δύο υπήρξε υποδειγματική και πέτυχε την ένταση μέσα από προσεγγίσεις αντίθετες και με ακραίες συχνά επιλογές δυναμικής και ειδικά στο τελευταίο έργο με τα ταχύτατα εκείνα και νευρικά «γκλισάντο».  
Από την άλλη μεριά, στο Νυχτερινό τού Verselin Stojanov, με τα γλυκά αρπίσματα, από την Ανατολή Ασλανίδου, η ανάδειξη τού έργου εξαρτήθηκε καθοριστικά από την ερμηνεία, που κλήθηκε να φωτίσει με υπαινικτικό τρόπο τις ομιχλώδεις χαλαρωτικές διαθέσεις, τη μεγάλη ποικιλία ανεπαίσθητων αποχρώσεων και τις διαβαθμίσεις των τόνων, ενώ η Σοφία Κόλλια στην Μαζούρκα (έργο 33) τού Σοπέν και ο Δαβίδ Μαγκρίτσος στον Συρτό τού Μάνου Χατζιδάκη και στον Κοζανίτικο χορό τού Διονύση Βισβάρδη, στα χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα κράτησαν υπό έλεγχο τη δυναμική και απέφυγαν τις υπερβολικές εντάσεις, πετυχαίνοντας, πάντως, με τον τρόπο αυτόν, μιαν ουσιαστικότερη ανάδειξη τής μουσικής. 
Το δεύτερο Μέρος, με τη συναυλία παραδοσιακής μουσικής από το Μουσικό Σχολείο Ρεθύμνου, απαρτιζόταν από ένα πρόγραμμα σπονδυλωτό μεγάλης ποικιλότητας, ένα γρήγορο θα το ονόμαζα απάνθισμα κρητικών σκοπών από Παραδοσιακή Ορχήστρα (με πέντε λύρες, επτά λαούτα, τέσσερα μαντολίνα, τζουρά και κρουστά), Χορωδία και Ομάδα χορού, που στήριξαν θαυμάσια και αποτελεσματικά και με προφανή συνέπεια την ποιότητα και τον στόχο της συγκεκριμένης μουσικής. Τη διδασκαλία των παραπάνω καλλιτεχνικών συνόλων είχαν:
στον χορό η Άννα Παχιαδάκη- Γεωργιουδάκη,
στη χορωδία οι Α. Λάππα και Ρ. Μεϊμάρη, ενώ στην παραδοσιακή ορχήστρα  ο Ηλίας Πίτερης που είχε και το γενικό καλλιτεχνικό πρόσταγμα σε όλα τα παραδοσιακά σχήματα τής βραδιάς. Η διεύθυνση τού Ηλία Πϊτερη τόνισε με τη δυναμική της το μουσικό ανάγλυφο τής παρτιτούρας,  προσδίνοντάς του πλούσιο παρορμητικό ενθουσιασμό και εύστοχα επιλεγμένες ταχύτητες. Έτσι, έλαβε χώρα μία όντως υποδειγματική και αυθεντική προσέγγιση ενός καθ’ όλα πλουσιότατου κρητικού ρεπερτορίου. 
Τα παιδιά με φωνή ρωμαλέα, πλούσια και πληθωρική και με την απαιτούμενη σοβαρότητα, απέδωσαν- τόσο χορωδιακά όσο και σολιστικά- με ένα λαμπερό και βαθύ ηχόχρωμα όμορφους κρητικούς σκοπούς, όπως τον «Συρτό τής αγάπης» τού Αλέκου Καραβίτη, που πρώτες τον τραγούδησαν οι κόρες του Μαρία και Υακίνθη και το «Κρυφά για σένα θα πονώ», του Περβολιανού λυράρη Μανόλη Λαγού, που τραγούδησε η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, αδελφή τού Γιάννη Μπερνιδάκη, μεγάλου ερμηνευτή τής Κρητικής Μουσικής μας παράδοσης, η πρώτη γυναίκα τής Κρήτης πού μπήκε στη δισκογραφία το 1940.
Η Παραδοσιακή Ορχήστρα εκτέλεσε, επίσης, όμορφους κρητικούς σκοπούς (όπως Σητειακές Κοντυλιές και ποικίλα Μουσικά Σχεδιάσματα), δύο Μικρασιάτικα τραγούδια (Από ξένο τόπο και Μήλο μου και Μανταρίνι), και παλιούς ξεχασμένους κρητικούς χορούς, που χόρεψε το χορευτικό συγκρότημα τού σχολείου (όπως τον Ξενομπασάρη, τον Απανωμερίτη, τον Πρινιώτη και τον Τριζάλη). Σε όλα τα ερμηνευτικά μέρη (οργανικό- χορωδιακό- χορευτικό) έλαμψε η κομψότητα, η χάρη, αλλά και το γνήσιο πνεύμα τής λαϊκής μας μουσικής παράδοσης.  
Η θριαμβική κατάληξη τής προχθεσινής συναυλίας με ένα παγγρήγορο και δεξιοτεχνικότατο Καστρινό οδήγησε στον αναμενόμενο ενθουσιασμό τόσο τους εξαίρετους νεαρούς μουσικούς του κρητικού συγκροτήματος όσο και το πολυπληθές ακροατήριό τους, που κατενθουσιασμένο τους αποζημίωσε με ένα θερμότατο και παρατεταμένο χειροκρότημα.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια σε όλους!!

ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Η πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου από την αρχαιότητα έως σήμερα Θέμα: Ορθή γραφή των ονομάτων των χωριών του Δήμου Αγίου Βασιλείου


ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου από την αρχαιότητα έως σήμερα

Περιβάλλον – Αρχαιολογία – Ιστορία – Κοινωνία


  Θέμα: Ορθή γραφή των ονομάτων των χωριών τού Δήμου Αγίου Βασιλείου

  Σε  κάθε συνέδριο σημασία έχουν, ασφαλώς, οι καρποί που αυτό αφήνει για το μέλλον, ως παρακαταθήκη. Έτσι, και το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο που διοργανώσαμε για την επαρχία Αγίου Βασιλείου και σήμερα Δήμο Αγίου Βασιλείου (Πλακιάς, 2008) μας έχει αφήσει πλήθος πολύτιμων καρπών, που προέκυψαν τόσο μέσα από τις σπουδαίες ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε αυτό από τους εβδομήντα έξι (76), Έλληνες και ξένους, συνέδρους, όσο και μέσα από τους τρεις πολύτιμους τόμους που συνοδεύουν τα «Πρακτικά» και έχουν, ήδη, γνωρίσει το φως τής δημοσιότητας. 
  Μας θλίβει, όμως, το γεγονός ότι, και ύστερα από το μέγα αυτό για τον Δήμο μας εκδοτικό και επιμορφωτικό γεγονός, συνεχίζεται να παρατηρείται η γνωστή γλωσσική «αταξία» ως προς τη σωστή ορθογραφία ορισμένων ονομάτων χωριών τού Δήμου μας. Είναι γεγονός ότι στο σύνολο των επτά (07) τόμων τού Συνεδρίου μας- και μάλιστα στους δύο από αυτούς («Χωριά τής πρώην Επαρχίας Αγίου Βασιλείου» και «Τοπωνυμικό»)-  βασική επιδίωξή μας στάθηκε η πιστή τήρηση τής ετυμολογικά ορθότερης άποψης τόσο στη γραφή των ονομάτων των χωριών τού Δήμου μας, όσο και κάποιων άλλων λέξεων που δημιουργούν ορθογραφικά προβλήματα στη γραφή ορισμένων μικροτοπωνυμίων (όπως: σόχωρο- σώχωρο, βρομονερό- Βρωμονερό, μητάτο- μιτάτο κ.λπ.). Σκοπός μας ήταν να καθιερωθεί, τελικά, και να επικρατήσει η επιστημονικά και ιστορικά ορθότερη άποψη γραφής των τοπωνυμίων, με απόλυτο σεβασμό στη γλώσσα μας, το πολύτιμο αυτό δημόσιο αγαθό, για τη διαφύλαξη και προστασία τού οποίου όλοι, από τον μικρότερο μέχρι τον μεγαλύτερο, έχουμε χρέος να φροντίζουμε επιμελώς και ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.
  Για τον σκοπό αυτόν υπενθυμίζουμε αμέσως παρακάτω την ορθή γραφή τού ονόματος τού συνόλου των χωριών τού δήμου μας, σημειώνοντας, πάντως, με έντονη γραφή τα ονόματα των χωριών εκείνων στα οποία, συχνά, συνεχίζεται «προκλητικά» να ακολουθείται η εσφαλμένη γραφή.

1.      Αγαλλιανός- Αγαλλιανού (όχι Αγαλιανού)
2.      Αγία Γαλήνη
3.      Αγία Πελαγία
4.      Άγιος Βασίλειος
5.      Άγιος Ιωάννης Καμένος (όχι Καημένος)
6.      Αγκουσελιανά
7.      Ακούμια
8.      Ακτούντα (όχι Αχτούντα)
9.      Άρδακτος (όχι Άρδαχτος)
10.    Ασώματος
11.   Βάτος
12.   Βρύσες (όχι Βρύσσες)
13.   Γιαννιού
14.   Δαριβιανά (όχι Νταριβιανά)
   15.  Δουμαεργειό (όχι Δουμαεργιό. Μακάρι να επικρατούσε η ιστορική αυτή ονομασία του χωριού έναντι της νεότερης Κεντροχώρι όχι Κεδροχώρι)
16.   Δρύμισκος (όχι Δρίμισκος)
17.   Καλή Συκιά
18.   Καρήνες (όχι Καρίνες)
19.   Κεραμές- Κεραμέ
20.   Κισσός
21.   Κοξαρέ (Ατσιπάδες, Κατσογρίδα, Μπαλέ όχι Μπαλαί ή Παλέ)
22.   Κρύα Βρύση
23.   Λαμπηνή (όχι Λαμπινή)
24.   Λευκόγεια
25.   Μαριού
26.   Μέλαμπες
27.   Μιξόρρουμα (όχι Μυξόρρουμα ή Μιξόρουμα)
28.   Μουρνέ
29.   Μύρθιος
30.   Ορνέ
31.   Παλαιόλουτρα
32.   Πλακιάς (Σελλιανός όχι Σελιανός)
33.   Πλατανές
34.   Ροδάκινο
35.   Σακτούρια (όχι Σαχτούρια)
36.   Σελλιά (όχι Σελιά)
37.   Σπήλι
38.   Φραττί (όχι Φρατί)

                                                                                                                                                    Ρέθυμνο, 19 Ιουνίου 2013

                                                Για την Οργανωτική Επιτροπή

             Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ             



                                                                                                                                                                                                              ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ                             ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

ΑΠO TOYΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ - Α Ρ Ο Λ Ι Θ Ο Σ

          
          
Α   Ρ   Ο  Λ  Ι   Θ  Ο   Σ

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
www.ret-anadromes.blogspot.com

http://historicalcrete.ims.forth.gr


Αφορά σε σύνηθες τοπωνύμιο τής κρητικής, αποκλειστικά, υπαίθρου, ενώ, σε άλλα μέρη τού ελληνισμού, το ίδιο τοπωνύμιο, απαντά με άλλες μορφές. Στη Χίο, για παράδειγμα, ακούγεται ως Νερόλιθας. Σε μερικά, πάντως, χωριά, και στην Κρήτη, ο «αρόλιθος» ακούγεται, όπως, περίπου, το χιώτικο τοπωνύμιο, ως «νερόλιθος» (sic). Πρόκειται για βράχο ή λίθο με μικρό λακκίσκο ή λακκίσκους επί της επιφανείας του, όπου συγκεντρώνεται το νερό τής βροχής κι έτσι τα ζώα και τα πουλιά, αλλά, κάποτε, και οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα κατά τους μήνες του καλοκαιριού, βρίσκουν νερό και πίνουν στις εξοχές και στα όρη όπου, συνήθως, ευρίσκονται οι βράχοι αυτοί. Κατά τον σοφό Βαυαρό περιηγητή Μιχαήλ Δέφνερ αφορά σε αρχαία ελληνική λέξη, στο α΄ συνθετικό της οποίας βρίσκουμε την προελληνική ρίζα ar- που έχει σχέση με το νερό και φανερώνει το ρεύμα νερού, όπως στα τοπωνύμια: Άριον, `Αρνα, Ιάρδανος κ.λπ.[1]
Αρόλιθοι ( Δέφνερ,
Οδοιπορικαί Εντυπώσεις..., σ. 245)
Το τοπωνύμιο, περαιτέρω, απαντά και ως υποκοριστικό, Αρολίθι, στο (χωριό Μαριού, Δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου), όταν πρόκειται για μικρό αρόλιθο και Αρόλιθα, στον (χωριό Μύρθιος τού ίδιου Δήμου), με μεγεθυντική σημασία, με το επίθημα των αρσενικών –ας (ο Αρόλιθ-ας). Ενδιαφέροντα, πάντως, και κάποια τοπωνύμια σύνθετα ή περιφραστικά με τη λέξη «αρός», όπως: Βοϊδαρόλιθος, Πετραρόλιθος, Κρεμαστός Αρόλιθος, Σκιστός Άρόλιθος κ.λπ.
Το τοπωνύμιο, λοιπόν, είναι αρχαίο, σύνθετο από τις λέξεις αρός+λίθος, γνωστό από το λεξικό τού Ησύχιου, στο οποίο κατά λέξη σημειώνεται η φράση: «ρούς κοίλας πέτρας, ν ας δωρ θροίζεται μόριον», όπου το «μόριον», πολύ ορθά, διορθώθηκε σε «μβριον», από τον Μιχαήλ Δέφνερ, ο οποίος στο περιηγητικό βιβλίο του διαπραγματεύεται εκτενώς το θέμα των «αρών»[2]. Εδώ, ο Δέφνερ σημειώνει ότι το πρώτο μέρος «αρός» (= κοιλότης, λακκίσκος, γουβίτσα) σώζεται στην τσακωνική διάλεκτο. Σε αυτήν «αροί» λέγονται
Αρόλιθος με νερό
κοιλώματα, τα οποία σχηματίζουν στο έδαφος των σπηλαίων οι σταγόνες του νερού που πέφτουν αδιάκοπα από τον θόλο του σπηλαίου («σταγόνες ύδατος πέτραν κοιλαίνουσι») και, στη συνέχεια, αναφέρεται, ειδικότερα, στην περίπτωση τού ομώνυμου χωριού Αρολίθι της επαρχίας (και σήμερα Δήμου) Ρεθύμνου, όπου- όπως γράφει- πληροφορήθηκε από τον τότε δάσκαλο τού χωριού- κατόπιν αιτήματός του στην τότε Γενική Διεύθυνση των Σχολείων Κρήτης- ότι το χωριό στερείται μεν επαρκούς ύδατος, οι βράχοι, όμως, από ασβεστόλιθο και τιτανόλιθο που το περιβάλλουν έχουν μυριάδες τέτοιων αρών, μικρών και μεγάλων, χωρητικότητας από διακόσια δράμια έως και εξήντα οκάδες και βάθους μέχρι και ενός μέτρου μερικές φορές. Σε αυτούς τους αρούς αθροίζεται το νερό των βροχών και σε αυτούς καταφεύγουν οι γεωργοί και οι ποιμένες με τα ποίμνιά τους. Από εδώ, λοιπόν, προέρχεται η ονομασία και του χωριού Αρολίθι, καταλήγει ο Δέφνερ.
Το αρός τού Ησυχίου ανάγεται, περαιτέρω, σε αρχαίο επίθετο ναρός, -ά, -όν (ρ. νάω), που σημαίνει «ρέων, υγρός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το «αρός» προέρχεται από το αραιός, αρύς, λόγω της σύνθεσης τού λίθου που είναι αραιή και όχι συμπαγής και συνεχόμενη [πβ. αρογένης, αροσπαρμένος κ.λπ.[3]]. Ορθότερη, βέβαια, κρίνεται η πρώτη ετυμολογία, που ανταποκρίνεται, θεωρούμε, ακριβέστερα στη φυσική και εδαφική μορφολογία των χωριών όπου απαντά το συγκεκριμένο τοπωνύμιο. Σε όλα τα χωριά που το συναντήσαμε κι εμείς- κατά την έρευνά μας στα τοπωνύμια των χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου- μας έδωσαν σταθερά την ίδια πληροφορία, ύπαρξης τέτοιων βράχων με κοιλότητες, στις οποίες αθροίζεται το νερό τής βροχής. Σε αυτήν την ερμηνεία μάς βοηθά, περαιτέρω, και είναι διαφωτιστικό το τοπωνύμιο τής Χίου Νερόλιθας, ο (με τη σημασία, ακριβώς, του κρητικού αρόλιθος), που μπορεί να βασίζεται σε αρχαιότερο τύπο ναρόλιθος με παρετυμολογία προς το νερό[4].
Συχνά ο «αρόλιθος» βρίσκεται και σε ακροθαλασσιές, οπότε γεμίζει με θαλασσινό νερό, αντί βρόχινο, όπως στις λοιπές περιπτώσεις των εξοχών και των ορέων. Στην περίπτωση αυτήν πιθανόν ανάγεται και το τοπωνύμιο «Σιφούνι των Αλυκιανάδων», που συναντήσαμε στο παραθαλάσσιο χωριό Ροδάκινο του Ρεθύμνου, όπου, στο «Τοπωνύμικό» μας, εξηγούμε το «σιφούνι» ως μιαν, επίσης, μορφή αρόλιθου[5]. Ο Νικόλαος Τωμαδάκης το «Σιφούνι των Αλυκιανάδων» το εξηγεί ότι ανήκε σε κατοίκους από τον Αλυκιανό Χανίων [Αλυκιανός (εθνικό)= ο κάτοικος των αλυκών (= ειδικών παράλιων αβαθών φυσικών ή τεχνητών δεξαμενών, όπου με ηλιακή εξάτμιση του θαλασσινού νερού παράγεται το αλάτι)][6]. Με την τελευταία αυτήν ερμηνεία τού Τωμαδάκη («ειδικών παράλιων φυσικών ή τεχνητών δεξαμενών») συμφωνεί, νομίζω, η έννοια του «αρόλιθου», όπως τη δώσαμε στο συγκεκριμένο τοπωνύμιο του «Τοπωνυμικού» μας και όπως την εντοπίσαμε και στο λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη[7], όπου ως «αρόλιθοι» λογίζονται και αυτές, ακριβώς, οι φυσικές αλυκές των παραθαλάσσιων βράχων («αλατσόγουρνες» τις αποκαλεί), που τις λούζει το κύμα και γεμίζουν με νερό («θαλασσονέρι»), ενώ, αργότερα, κατά τους θερινούς μήνες, που το νερό εξατμίζεται, γεμίζουν με αλάτι. Και τέτοιους παραθαλάσσιους αρόλιθους είχε, φαίνεται, πολλούς το παραθαλάσσιο Ροδάκινο.
Στο ίδιο λεξικό του Αντώνη Τσιριγωτάκη[8], σχετικές προς την α΄ λέξη του προαναφερθέντος περιφραστικού τοπωνυμίου του Ροδάκινου Ρεθύμνου [«Σιφούνι (των Αλυκιανάδων»)] ανευρίσκουμε και τις φράσεις: «σιφουνίζει ο καιρός» ή «σιφουνίζει το χωράφι», με την έννοια ότι στεγνώνει, στραγγίζει η υγρασία του χωραφιού και γίνεται κατάλληλο προς καλλιέργεια και λοιπές γεωργικές εργασίες, όπως, δηλαδή, ακριβώς, κάποια στιγμή, στραγγίζουν και οι αρόλιθοι τόσον οι ορεινοί όσο και οι παραθαλάσσιοι. Κάθε αρόλιθος, όπως, σε συζήτησή μας, μου είπε χαρακτηριστικά ο παραπάνω φίλος λεξικογράφος, ξεκινάει ως «αρόλιθος», τον χειμώνα, και καταλήγει ως «σιφούνι» τους θερινούς μήνες, που εξατμίζεται (=«σιφουνίζει») το νερό του, αυτό της βροχής ή της θάλασσας, ανάλογα με το αν ο αρόλιθος βρίσκεται στην παραλία ή στο βουνό. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του χωριού που τους ήταν χρήσιμοι οι αρόλιθοι στη ζωή τους πάνω στο βουνό, προνοούσαν και τους σκέπαζαν με μια πλάκα που ταίριαζε, ώστε να μην εξατμίζεται το νερό και να κρατά περισσότερο.  
Οι αρχαίοι, τέλος, να σημειώσουμε, ότι χρησιμοποιούσαν τους «αρούς» για σπονδές και θυσίες[9].




[1] Δέφνερ 1918: 245, πβ. και Faure 1984: 61, Άμαντος 1915: 23- 25 και Πλατάκης 1966: 271.
[2] Δέφνερ 1918: 244- 245.
[3] Χατζιδάκις 1905: 249 και Πιτυκάκης, χ.χ.: λήμμα: «Αρόλιθος».
[4] Συμεωνίδης 2010: τ. Α΄, 293.
[5] Παπαδάκης 2010: 545.
[6] Τωμαδάκης 1986: 10.
[7] Τσιριγωτάκης 2019: ίδιο λήμμα («αρόλιθος»).
[8] Τσιριγωτάκης 2019: ίδιο λήμμα («σιφούνι»).
[9] Δέφνερ 1918: 247 και, επίσης, Σειστάκης 1969: σ. 165.


     
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άμαντος, Κωνσταντίνος 1915: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Χίου, Λεξικογραφικόν Αρχείον, 23-25.
Δέφνερ, Μιχαήλ 1918: Οδοιπορικαί Εντυπώσεις από την Δυτικήν Κρήτη, Αθήναι.
Παπαδάκης, Κωστής Ηλ. 2011: Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, τ. Ε΄, στη σειρά των Πρακτικών του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο.
Πιτυκάκης, Μανώλης Ι., 2001: Το γλωσσικό ιδίωμα τής Ανατολικής Κρήτης, Νεάπολη Κρήτης.
Πλατάκης, Ελευθέριος Κ. 1966: «Τα ονόματα των σπηλαίων και άλλων καρστικών μορφών τής Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 20.
Σειστάκης, Γεώργιος 1969: «Το Επανοχώρι Σελίνου», Κρητική Εστία, τεύχ. 193-195, σ. 165, Χανιά.
Συμεωνίδης, Χαράλαμπος Π. 2010: Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικονυμίων, Λευκωσία- Θεσσαλονίκη.
Τσιριγωτάκης, Αντώνιος Ευαγγ. 2019: Κρητών Διάλεκτος. Γνήσιο ιδιωματικό λεξικό, Ηράκλειο.
Τωμαδάκης, Νικόλαος 1986: «Φιλολογικά», Νεοελληνικόν Αρχείον Β΄.
Faure, Paul 1984: «Hydronymes Cretois», Κρητολογία 16-19.
Χατζιδάκις, Γ. Ν. 1905: Μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, Α΄, Eν Αθήναις.


ΝΙΚΟΣ Ι. ΔΕΡΕΔΑΚΗΣ: Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΝΙΚΟΣ Ι. ΔΕΡΕΔΑΚΗΣ

 

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

         [ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΗ, Ρέθυμνο 2013, σχ. 8ο (20Χ14), σσ. 64]  



    ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
              www.ret-anadromes.blogspot.com

Μία λαμπρή και όλως ανεπιτήδευτη ξενάγηση στην ιστορία και την ομορφιά τής κρητικής φορεσιάς μάς προσφέρει με ένα νέο βιβλίο του ο γνωστός δάσκαλος και συγγραφέας, με την πλούσια πολιτιστική και συνδικαλιστική δράση, κ. Νίκος Ι. Δερεδάκης.  Στο βιβλίο του αυτό, με τίτλο: «Η κρητική ενδυμασία στο πέρασμα τού χρόνου», παρακολουθεί, μελετά και εξετάζει την εξέλιξη τής κρητικής ενδυμασίας όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τις εκθέσεις των προβλεπτών τής Ενετοκρατίας και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, όπου, συνήθως, οι αφιερωτές των εκκλησιών εμφανίζονται με τα χαρακτηριστικά ενδύματα τής εποχής τους. Ενδιαφέρον ότι από τις επτά εικόνες αφιερωτών που παρατίθενται στην εν λόγω θεματική ενότητα, οι δύο προέρχονται από την επαρχία Αγίου Βασιλείου (χωριά Κισσός και Ακούμια, με τους περίφημους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς τους). Μέσα, λοιπόν, από τις εικόνες αυτές ο συγγραφέας παρακολουθεί βήμα προς βήμα την εξέλιξη τής κρητικής ενδυμασίας ανά τους αιώνες, από την Ενετοκρατία μέχρι και σήμερα, όταν πλέον η κρητική φορεσιά λόγω κόστους, αλλά, κυρίως, λόγω μόδας, έχει, ήδη, καταστεί «μουσειακό είδος», αφού οι μόνοι που συνεχίζουν ακόμη να τη φορούν και να την προβάλλουν στο ευρύτερο κοινό είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις και οι βρακοφόροι τού Προεδρικού Μεγάρου τής Αθήνας.
Ο συγγραφέας, περαιτέρω, παρακολουθεί τις ενδυματολογικές σχέσεις ανά εποχή και ανακαλύπτει ομοιότητες και διαφορές (το ζιπόνι, για παράδειγμα, της γυναικείας ενδυμασίας τού 15ου αιώνα μ.Χ. με το περικόρμιο των γυναικών τής Κνωσού), ενώ επεξηγεί επιτυχώς και ενδυματολογικούς όρους, πολύ χρήσιμους για την ιστορία, πια, της ελληνικής μας γλώσσας, που αφορούν στην κρητική ενδυμασία, όπως: σακοφίστανο, μεϊντάνι, προσέργιον, στιβάνια κ.λπ. και σημειώνει και πολλές άλλες λεπτομέρειες γύρω από το διαπραγματευόμενο θέμα.
Μετά τη συστηματική αυτήν καταγραφή και μελέτη τής κρητικής φορεσιάς διαχρονικά, ο κ. Δερεδάκης τις τελευταίες σελίδες τού πονήματός του αφιερώνει στα κοσμήματα τού στήθους, του λαιμού και της μέσης- με κεντρικό, πάντα, σύμβολο-κόσμημα τον χριστιανικό σταυρό- που συνόδευαν απαραίτητα την κρητική ενδυμασία και καθίσταντο οι αδιάψευστοι μάρτυρες τής οικονομικής και κοινωνικής θέσης τής κρητικοπούλας που τα φορούσε. Παραθέτει, επίσης, συγκριτικά τα διάφορα είδη κρητικής φορεσιάς, όπως τη «σφακιανή», την «ανωγειανή» και την «Κούδα», όπως ονομάζεται η φορεσιά τής Κριτσάς. Η πλούσια παράθεση σχετικών φωτογραφιών κάνει, οπωσδήποτε, πολύ ευκολότερη τη σύγκριση τής μίας με την άλλη και την παρακολούθηση καταλεπτώς τής εξέλιξης τού κρητικού ενδύματος διαχρονικά.
Τέλος, ως επιστέγασμα τού όλου βιβλίου ενδιαφέρουσα ενότητα αποτελούν τρεις γνωστοί Περιηγητές (oι Joseph Pitton de Tournefort, Robert Pashley και Vittorio Simonelli), που κυριολεκτικά όργωσαν απ’ άκρου σε άκρον το νησί μας, την Κρήτη, στα δύστηνα εκείνα χρόνια τής Τουρκοκρατίας και βαθιά, οι περισσότεροι, διανοούμενοι όπως ήταν, κατέγραψαν και κατέθεσαν στα βιβλία τους πολλές εύστοχες και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, για να τις μεταφέρουν στους κατοίκους των χωρών τους αλλά και της Ευρώπης γενικότερα και να γνωρίσουν την κοινωνική ζωή και τον πολιτισμό τής τουρκοκρατούμενης Ανατολής. Μεταξύ, λοιπόν, των άλλων στοιχείων που μας άφησαν οι περιηγητές αυτοί είναι και η περιγραφή τής ενδυμασίας των Κρητικών όπως την είδαν και όπως την αποτύπωσαν σε σχέδια και φωτογραφίες εποχής. Και είναι, θεωρώ, στο σημείο αυτό, πολύ χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα- για το πώς βλέπει ένας ξένος τους Κρητικούς- η παρατήρηση τού πρώτου περιηγητή, Tournefort, που- περιγράφοντας την κρητική γαλάζια βράκα των ανδρών- λέγει ότι κάνει τους Κρητικούς «να φαίνονται γελοίοι…», έτσι φαρδιά όπως είναι και όπως ο κάβαλός της κατεβαίνει πολύ πιο κάτω από το κανονικό.
Όπως φαίνεται απ’ όσα προηγήθηκαν, το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό βιβλίο τού κ. Δερεδάκη αποτελεί μία σύντομη μεν αλλά πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, που θα μπορούσε άνετα, λόγω και της απλότητας και σαφήνειάς της, να χρησιμοποιηθεί και ως σχολικό βοήθημα σε ανάλογα προς το αντικείμενό της Εκπαιδευτικά Προγράμματα.
Χορηγός τής έκδοσης είναι η «Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων ΑΓΚΑΛΗ HOMES», λόγω, ασφαλώς, της συγγένειας τού διαπραγματευόμενου θέματος προς την ηλικία των φροντιζομένων από την εν λόγω Μονάδα ατόμων, αφιερώνεται δε με σεβασμό στη μνήμη τής Σοφίας Ηλιάκη, της τελευταίας μεγάλης τερζίνας τής Κρήτης, που κυριολεκτικά ανάλωσε τη ζωή της στη διάδοση, διαφύλαξη και προστασία τής κρητικής φορεσιάς ως ενός λαμπρού και μοναδικού κομματιού τού εαυτού μας, της Κρήτης μας και τής πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ταυτότητας.
Τα θερμά μου συγχαρητήρια στον εκλεκτό φίλο Νίκο Ι. Δερεδάκη και του εύχομαι από καρδιάς «καλή συνέχεια» στη συγγραφικές του πλοηγήσεις.