ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ *** Οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης Ευγένιος και Τιμόθεος


ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ε. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ


Οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης Ευγένιος και Τιμόθεος
     [Ηράκλειο Κρήτης  2017, σχ. 16ο (16,5Χ12), σσ. 96]


          ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Μια νέα έκδοση τού γνωστού και στην πόλη μας ομότιμου Καθηγητή της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γεωργίου Ε. Κρασανάκη, με τον τίτλο: «Οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης Ευγένιος και Τιμόθεος», έφθασε στα χέρια μας τον τελευταίο καιρό. Και το νέο αυτό πόνημά του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εντάσσεται, τελικά, στον γνωστό επιστημονικό του χώρο, αυτόν της Ψυχολογίας, παρότι- από μια πρώτη, τουλάχιστον, ματιά- φαίνεται, τη φορά αυτήν, να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο και το εν λόγω πόνημά του να αφορά περισσότερο σε «καρπόν ειρηνικόν δικαιοσύνης» τού πιστού και ευσεβούς πανεπιστημιακού δασκάλου, με τα δεκάδες βιβλία στο ενεργητικό του, που συνταξιούχος, τώρα πια, και απαλλαγμένος από τις «ανάγκες» της πανεπιστημιακής έδρας μπορεί να επιδίδεται και σε άλλες επιστημονικές αναζητήσεις που τον ευχαριστούν.
  Στο βιβλίο, λοιπόν, αυτό περιλαμβάνονται δυο εισηγήσεις του κ. Κρασανάκη, σε ισάριθμα επιστημονικά συνέδρια, που έλαβαν χώρα, προς τιμήν των δύο αυτών μεγάλων ταγών της Εκκλησίας τη Κρήτης. Το πρώτο, για τον Ευγένιο, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, στις 12- 13 Δεκ. 1998 και το δεύτερο, για τον Τιμόθεο, στις Μοίρες, του ίδιο νομού, στις 7 Αυγ. 2016. Και στις δύο εισηγήσεις εντυπωσιάζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με όσα προλογικά σημειώσαμε, γίνεται συστηματική ανάλυση του ψυχολογικού προφίλ των δύο αυτών εκκλησιαστικών ανδρών. Καθηγητής Ψυχολογίας ο κ. Κρασανάκης κρίνει, μελετά και παρουσιάζει τη ζωή και το έργο τους βάσει ψυχολογικών κριτηρίων και υπό το πρίσμα μιας ειδικής ψυχολογικής εμβάθυνσης στην προσωπικότητά και τον χαρακτήρα τους. Όλα στο βιβλίο αυτό εξετάζονται κάτω από έναν αυστηρό αξιολογικό ψυχολογικό κώδικα, πράγμα που περικλείνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον αναγνώστη που θέλει να πληροφορηθεί για τη ζωή τους.
   Όλως συνοπτικά, στη συνέχεια, σεβόμενοι τον χώρο της εφημερίδας που μας φιλοξενεί, θα παρουσιάσουμε από το βιβλίο του κ. Κρασανάκη ένα- δυο, μόνο, σημεία ψυχολογικής εμβάθυνσης του συγγραφέα στους άνδρες και αναφοράς του στο πλουσιότατο φιλανθρωπικό και κοινωνικό τους έργο. Έτσι, ο πρώτος, στην παρουσίαση, ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης  Ε υ γ έ ν ι ο ς (1912- 78), παρουσιάζεται ως ένας ανεπανάληπτος σωματικός τύπος, ως ο επιβλητικός, ως προς το ανάστημα, Ιεράρχης, ο γλυκύς, ο ιλαρός, ο πράος και φωτεινός στο βλέμμα και ο φύσει καλός στην εμφάνιση. Από πλευράς χαρακτηρολογίας ο Καθηγητής παραπέμπει στον μεγάλο ψυχολόγο C. G. Jung και, κρίνοντας σύμφωνα με την διδασκαλία του, τον ονομάζει ενδοστρεφή, που σημαίνει ότι ο αρχιεπίσκοπος στα προβλήματα που αντιμετώπιζε αποσυρόταν, κλεινόταν στον εαυτό του, δίνοντας την εντύπωση φοβισμένου ατόμου, ενώ στην πραγματικότητα σκεφτόταν, δούλευε και προσπαθούσε μόνος του να λύσει το πρόβλημα που ανέκυπτε. Ο Ιεράρχης ήταν, σημειώνει, περαιτέρω, ο Καθηγητής Κρασανάκης προικισμένος με υψηλή νοημοσύνη και γλωσσικά, στα επίσημα κείμενά του, εμφανιζόταν εξαιρετικά ικανός και καλλιεργημένος άνθρωπος, όμως το προφορικό κήρυγμά του τον αδικούσε και ο ίδιος είχε πάντοτε ταπεινή άποψη για τη ρητορική του δεινότητα.
   Ως προς τη δράση του υπήρξε σπουδαία τόσο από εθνικής όσο και από εκκλησιαστικής άποψης. Είναι, στο σημείο αυτό, γνωστή η σωτηρία από τον μακαριστό Ιεράρχη των κρατουμένων από τους Γερμανούς ως ομήρων πεντακοσίων Βιαννιτών, αλλά και των πενήντα Ηρακλειωτών, στην Αγιά Χανίων, αλλά επίσης, είναι γνωστή και η κατοπινή εκκλησιαστική δράση του, η φιλανθρωπία του, τα φιλόπτωχα ταμεία που ίδρυσε, οι υποτροφίες που όρισε να δίδονται σε άπορους φοιτητές, τα οικοτροφεία και το Ορφανοτροφείο που έστησε και λειτούργησαν λαμπρώς επί των ημερών του.

Ο έτερος μεγάλος Ιεράρχης με το μοναδικά σπουδαίο έργο- είναι γεγονός ότι στο πρόσωπο των δύο αυτών Ιεραρχών η Κρήτη ευτύχησε να γνωρίσει ένα μεγάλο διάστημα χρηστής εκκλησιαστικής ηγεσίας- ο έτερος, λέγω, μεγάλος Ιεράρχης, ο Τ ι μ ό θ ε ο ς, υπήρξε παιδί χήρας μάνας, πολύτεκνης, έζησε μέσα σε μια μονογονεϊκή οικογένεια και πέρασε, ως εκ τούτου, δύσκολα παιδικά κι εφηβικά χρόνια. Το έλλειμμα αυτό και η στέρηση του πατέρα που δοκίμασε ο Ιεράρχης, έπαιξαν- σύμφωνα με τον καθηγητή Κρασανάκη- βασικό ψυχολογικό ρόλο στις κατοπινή αναπλήρωσή τους. Γιατί ο Ιεράρχης, το κενό αυτό της δικής του στέρησης και ορφάνιας, το αναπλήρωσε αργότερα προσφέροντας απλόχερα στον πλησίον και μάλιστα στ’ αγαπημένα ορφανά του. Η αναπλήρωση αυτή είναι κάτι που παρατηρείται συχνά στον χώρο της Ψυχολογίας. Έτσι, κατά τον κ. Κρασανάκη, τα απωθημένα που θα βρίσκονταν, ασφαλώς, στην ψυχή του αείμνηστου Ιεράρχη από τα παιδικά του χρόνια, δεν τον επηρέασαν αρνητικά, αλλά, αντίθετα, τον ώθησαν θετικά, γενόμενα δυνάμεις ενισχυτικές του ίδιου αλλά και πολλών άλλων κι έγινε ο επίσκοπος αυτός πρωτοπόρος σε έργα αγάπης, θυσίας και προσφοράς, ο μεγάλος πατέρας όλων παντού και προπάντων στη «Νέα Βασιλειάδα» του, «στην Πολιτεία της Αγάπης», όπως χαρακτηριστικά ονομάζει ο συγγραφέας το τεράστιο έργο του στην Παναγία την Καλυβιανή, ένα έργο θρύλος, που κι εμείς, προσωπικά, θεωρούμε ότι μόνον από έναν άλλον εξίσου εμπνευσμένο Ιεράρχη έχει υλοποιηθεί στην Κρήτη. Από τον μακαριστό Ειρηναίο Γαλανάκη. Και αυτόν, όπως και τον Ειρηναίο, λέγεται ότι πολλοί τους είδαν να δουλεύουν ως εργάτες, χειρωνακτικά, στα πνευματικά τους «γεώργια».
    Και, όπως, περαιτέρω, σημειώνει ο συγγραφέας, ο εν λόγω Ιεράρχης πιστός στην παράδοση ήταν και ο μόνος που δεν έβγαλε ποτέ το ράσο ούτε το καλυμμαύχι του. Ο λόγος του γλυκύς, «πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος» (Κολ. δ΄, 6), ήταν για τον λαό του Θεού λόγος πίστεως, λόγος ζωής λυτρωμένης. Κι γι αυτά τα τελευταία- την γλυκύτητα, δηλαδή, του λόγου του- μπορώ κι εγώ ο ίδιος, προσωπικά, να μαρτυρήσω, από προσωπική μου εμπειρία, από τότε, εν έτει 1973, όταν κάθε Τετάρτη, 8-9 το πρωί, ερχόταν ως Μητροπολίτης, τον καιρό εκείνο, Γορτύνης και Αρκαδίας και μας μιλούσε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στο Ηράκλειο. Και ήταν, θυμάμαι- και αυτό το ομολογούσαν και πολλοί άλλοι συμμαθητές μου στη Σχολή και, μάλιστα, αδιάφοροι και μη «στερροί» περί την πίστη- η ωραιότερη ώρα της εβδομάδας που με την γλυκύτητά του μας ξεκούραζε όλους ψυχικά και σωματικά από τις ταλαιπωρίες του καθημερινού προγράμματος και τα καψόνια που βιώναμε όλες τις άλλες ώρες στην εν λόγω Σχολή. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του!...   

Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό φίλο συγγραφέα κ. Γεώργιο Ε. Κρασανάκη και του ευχόμαστε να έχει δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο της Εκκλησίας και της Επιστήμης, όπου η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι και ουσιαστική και μεγάλη.

ΜΠΑΜΠΗ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΚΗ *** Σπονδή στο Μεγαλώνυμο Αρκάδι *** Συμφωνικό Ποίημα


           ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΡΕΘΥΜΝΗΣ & ΑΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ 


ΜΠΑΜΠΗ   ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΚΗ

Σπονδή στο 
Μεγαλώνυμο Αρκάδι
 Συμφωνικό  Ποίημα


   ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 Ήταν μια σπάνια προσφορά για τα Γράμματα, την Τέχνη και τον μουσικό πολιτισμό του Ρεθύμνου η βραδιά αφιέρωμα στο Αρκάδι, το Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017, στην αίθουσα «Παντελής Πρεβελάκης» της πόλης μας, που, σύμφωνα με τον λόγο και την ευφυή σκέψη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας, κ. Ευγενίου, ήλθε να σηματοδοτήσει την έναρξη ενός νέου κύκλου εορτασμών του δράματος, αυτόν της τρίτης εκατονταετίας της Αρκαδικής Εθελοθυσίας, που αρχίζει από φέτος, μετά τον περυσινό πανηγυρικό εορτασμό των εκατό πενήντα χρόνων. Ο σεβασμός που οφείλουμε στην ιστορική μνήμη του Έθνους μάς υπαγορεύει τη συνεχή ανανέωση αυτής της επετείου ως ταπεινού μνημόσυνου και ευλαβικού και αιώνιου αφιερώματος στη στρατιά των αθανάτων νεκρών μας, αλλά, επιπλέον, και για τη συνεχή άντληση υψηλών διδαγμάτων προς παραδειγματισμό ιδιαίτερα των νεοτέρων.     

Με τη συναυλία του Σαββάτου κλείνει η ιστορική, θα την ονόμαζα, ενότητα έργων του διαπρεπούς Ρεθύμνιου μουσικοσυνθέτη κ. Μπάμπη Πραματευτάκη, με την οποία έχουν υμνηθεί σπουδαία γεγονότα της τοπικής μας Ιστορίας . η Μάχη της Κρήτης, το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους, η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα αλλά και οι αγώνες των αδελφών μας Κυπρίων (με το τιτάνιο έργο του «Ο γιος μου ο Πενταδάκτυλος»). Και πάντα με τη συνεχή και διακριτική, θα έλεγα, ποιητική παρουσία δίπλα του της επί δεκαετίες συνεργάτιδός του κ. Εύας Λαδιά, της ιστορικής δημοσιογράφου του τόπου μας, αλλά και της εκλεκτής ποιήτριας, λογοτέχνιδος και ιστοριοδίφου των ιστορικών πηγών του Ρεθύμνου που- καίτοι μη κρητικής καταγωγής- έχει δουλέψει και αγαπήσει την ιστορία του τόπου και, μάλιστα, αυτήν του Αρκαδικού Δράματος, όσο πολλοί λίγοι ντόπιοι ερευνητές.
      Έτσι, στα πλαίσια του κύκλου αυτού και υπό την αιγίδα της Ι. Μητρόπολεως, της Αντιπεριφέρειας και του Δήμου Ρεθύμνου παρουσιάστηκε και έκλεισε τους φετινούς εορτασμούς για το αρκαδικό έπος το μεγαλόπνοο έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη «Σπονδή στο Μεγαλώνυμο Αρκάδι», συμφωνικό ποίημα δομημένο σε πέντε μέρη: Προσκύνημα- Μνήμης Εσπερινός- Πρώτη Αυγή στο Μετερίζι- Κραυγή Ηφαιστείου- Ηρώων Εφύμνιον. Με το έργο του αυτό ο κ. Πραματευτάκης έθεσε τη σφραγίδα για ένα μεγάλο έργο και για το Αρκάδι που μόνιμα τον ενέπνεε και για το οποίο έχει δημιουργήσει επανειλημμένα σπουδαίες μουσικές επενδύσεις για τις ανάγκες άλλων εκδηλώσεων [«Ωδή στο Αρκάδι» (1954), «Το Αρκάδι των Αγγέλων» 
(Φέφης Βαλαρή- Μαρίας Σακαδάκη), «Από το Μέρωνα στο Αρκάδι» (από την τριλογία «Αρκαδίου Έπος») της Εύας Λαδιά].

 

Και της τελευταίας αυτής μεγάλης δημιουργίας του κ. Πραματευτάκη το ποιητικό κείμενο (λιμπρέτο) φέρει, και πάλι, τη σφραγίδα της κ. Εύας Λαδιά, η οποία κατάφερε να επεξεργαστεί, συνδέσει και επιμεληθεί κείμενα ντόπιων ποιητών και συγγραφέων (Παντελή Πρεβελάκη, Κώστα Απανωμεριτάκη και φυσικά και δικά της), αλλά και ο ίδιος ο συνθέτης προσέθεσε προηγούμενες μουσικές δημιουργίες του σε ποίηση Ιωάννου Πολέμη και Μιχάλη Καυκαλά. Τα διανθίσματα, επίσης, από την ορθόδοξη εκκλησιαστική υμνολογία υπήρξαν εξαιρετικά καίρια και επιτυχή και συνέβαλαν τόσο νοηματικά όσο και μουσικά στο αποτέλεσμα, που- όπως όλοι διαπιστώσαμε από την ακρόαση της συναυλίας του Σαββάτου- ήταν καταπληκτικά υψηλό σε νοήματα και ποιητικές και μουσικές εξάρσεις. 
     Το έργο παρακολουθεί απ’ αρχής το αρκαδικό δράμα, των θυσιών τη θυσία, τονίζοντας και προβάλλοντας στο κοινό τα κύρια σημεία αυτού. Στο Α΄ Μέρος ο συνθέτης αρχίζει με τον χερουβικό ύμνο της Μεγάλης Πέμπτης «του Δείπνου σου του Μυστικού» και ο ακροατής εισάγεται σιγά- σιγά στη συντελούμενη θυσία από την Αγία Τράπεζα στην αλήθεια και τη σκληρή πραγματικότητα των πολιορκουμένων Αρκαδιωτών ηρώων. Στο ίδιο Μέρος και η ευγενής του Ποιητή Πολέμη προτροπή: «Μπρος στο κουρέλι σκύψετε με δακρυσμένα μάτια,  ὅταν ἡ δόξα τ' ἅρπαξε μέσ' ἀπό τή φωτιά…».     

Στο Β΄ Μέρος πρωταγωνιστής είναι το κυπαρίσσι, το κυπαρίσσι που πάντοτε ενέπνεε τον συνθέτη από την πρώτη του, κιόλας, απόπειρα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη σύνθεση. « Ήταν»- θα μας πει ο ίδιος στο πρόγραμμα της εκδήλωσης- «ο χώρος, το μοναστήρι κι εκείνο το δέντρο που με ενέπνεαν. Εκείνο το δέντρο που έχει ακόμα στον κορμό του τα σημάδια από τη συγκλονιστική μέρα που η μονή έγινε βωμός θυσίας». Στο δέντρο αυτό ο συνθέτης εστιάζει το μουσικό θέμα του για μιαν ακόμα σπονδή- πέραν των πολλών που σημειώσαμε παραπάνω- στο μεγαλώνυμο Αρκάδι, για μιαν ολοκληρωμένη, τη φορά αυτή, σκέψη, σαν ένα προσκύνημα στην κοίτη αυτήν της πανανθρώπινης υπέρβασης… Το κυπαρίσσι, λοιπόν, στο θρηνητικό του τραγούδι, το ακούμε, τώρα, να αναφωνεί: «Η μάνητα του Σουλτάνου έπεσε βαριά στο νησί. Ο πασάς ανέλαβε να καταπνίξει τους επαναστάτες». Στο ίδιο Μέρος και ο μονόλογος του Ηγουμένου με το συγκλονιστικό εκείνο «Κύριε ελέησον» της ύστατης επίκλησης του ανθρώπου στη βοήθεια του Θεού.     

Στο Γ΄ Μέρος και ενώ τα τουρκικά λεφούσια εισβάλλουν κατά της Μονής, από μέσα οι νέοι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» ακούγονται να ψάλλουν το τροπάριο των Αγίων της ημέρας, απόλυτα αρμόδιο στην περίσταση της στιγμής: «Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγοι, δυσωπούμεν υμάς ημείς οι ανάξιοι, ίνα ταις υμών δεήσεσι τειχίσητε ημάς….». Όμως, η θεία θέληση προορίζει τους Αρκαδιώτες στην υπέρβαση και την έκλαμψη! Με το στόμα του βαρύτονου ο ηγούμενος θα αναφωνήσει εν επιγνώσει του βεβαίου κινδύνου: «Απάνω τους γενναίοι, δεν είμαστε μονάχοι, η Παναγιά στο πλάι μας τα όπλα ευλογεί».  

 Στο Δ΄ Μέρος το έργο οδηγείται, πλέον, προς την ολοκλήρωση και τη δοξαστική αποκορύφωση, μέσα από τη φωτιά των όπλων και του μεγάλου κανονιού, της «Μπουμπάρδας Κουτσαχείλας», που έχει καταφθάσει μπροστά στην πύλη του μοναστηριού. Το ηρωικό ταπεινό μοναστήρι, στην έσχατη αυτή στιγμή, πολεμάει γενναία. Η έκρηξη ελεεί τους νικημένους, η αγωνία γίνεται θρίαμβος, κι΄ αυτό το μοναστήρι το ηρωικό, που πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει τώρα σαν ένα ηφαίστειο (Β. Ουγκώ). Και στο σημείο αυτό, στο έσχατο αυτό σημείο, ήρθε η ώρα ο συνθέτης να βάλει στα βάθρα τους υψηλά τους ήρωες του δράματος της αυτοπύρωσης, τον Κορωναίο, τον Αδάμ Παπαδάκη και τον Μαρουλιανό παπα.  

 Και το έργο ολοκληρώνεται στο Ε΄ Μέρος με το Εφύμνιο, που εκφράζει, ακριβώς, την επιθυμία του συνθέτη για προσωπική μετοχή και βίωση των γεγονότων.    

Και τη θεμελιώδη αυτήν ευστοχία στα κείμενα, το μουσικό ύφος και τον σχεδιασμό από τον μουσικοσυνθέτη Μπάμπη Πραματευτάκη, συμπλήρωσαν και φώτισαν θαυμάσια- σε μιαν αποτελεσματικότερη ολοκλήρωση μουσικού λόγου και παρτιτούρας- οι επιλεγμένες φωνές των μονωδών, αφενός, (Ν. Μαρκαντώνη, Ρωμανού Σκουμπουρδή, Φέφης Βαλαρή, Μαριέλλας Βιτώρου, Ν. Γαβαλά, Α. Κατικάκη και Μπάρμπαρας Λιονή), της πανελλήνια γνωστής Μικτής Χορωδίας του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος (σε διδασκαλία Κώστα Ευαγγελάτου) και των Αναγνωστών Βαγγέλη Στεφανάκη και Τάσου Κόλλια, αλλά και των μουσικών εκτελεστών της περίφημης Συμφωνιέτας Αθηνών, αφετέρου, υπό τη στιβαρή καθοδήγηση του αρχιμουσικού Γιώργου Αραβίδη. με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα και τη γενναιοδωρία των φωνών τους οι πρώτοι και τα πλούσια και εναλλασσόμενα χρωματικά ποικίλματα και μοτίβα οι δεύτεροι. Όλοι τους είχαν την ευκαιρία να αποτυπώσουν το πλήρες καλλιτεχνικό διαμέτρημά τους, με στόχο, προφανώς, την ανάδειξη μιας όψης των πραγμάτων τελείως διαφορετικής από τη γνώριμη, χαρίζοντας στο φιλόμουσο κοινό μιαν ερμηνεία λαμπερή, ανάλαφρη, φωτεινή, ανεπιφύλακτα δυναμική και υπερδεξιοτεχνική, με εντυπωσιακή ευκρίνεια και καθαρότητα, ευέλικτες αρθρώσεις και πλαστικότητα ήχου, αποδεικνύοντας μεγάλη, ασφαλώς, επεξεργασία και εξοικείωση, που ενθουσίασε πραγματικά το ακροατήριο σε ένα εξαιρετικά φωτισμένο όσο και λυτρωτικό εσωτερικό ταξίδι σύμφωνο με το πνεύμα και την ανάγκη του ανθρώπου προς μέθεξη των μεγάλων γεγονότων της αρκαδικής εποποιίας. 

     Δεν μας μένει παρά να σφίξουμε θερμά το χέρι των εκλεκτών φίλων δημιουργών Μπάμπη Πραματευτάκη και Εύας Λαδιά, και, ακόμα, να συγχαρούμε έναν προς έναν όλους τους προαναφερθέντες συντελεστές της θαυμάσιας αυτής μουσικής εκδήλωσης για τη σαφή, άκρως ευσυνείδητη και καταξιωμένη ερμηνεία τους.


ΜΑΝΟΣ Φ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ *** Ρεθεμνιώτες Ανταποκριτές στο Αλβανικό Μέτωπο

ΜΑΝΟΣ Φ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ

Ρεθεμνιώτες Ανταποκριτές στο Αλβανικό Μέτωπο
[Εκδόσεις Καλαϊτζάκης Α.Ε. , Ρέθυμνο 2017, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 112]


     ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
            www.ret-anadromes.blogspot.com

Φ. Β. Τσάκωνας

   «Ρεθεμνιώτες Ανταποκριτές στο Αλβανικό Μέτωπο» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Μάνου Φ. Τσάκωνα, στο οποίο γίνεται πλήρης και συστηματική κάλυψη τού εν λόγω ενδιαφέροντος θέματος, των πολεμικών, δηλαδή, ανταποκριτών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Μιας πτυχής του ελληνοϊταλικού πολέμου που, εν πολλοίς, μπορώ να πω ότι διέφευγε μέχρι τώρα στα ψιλά της τοπικής μας, τουλάχιστον, Ιστορίας. Και όμως το θέμα- όπως απέδειξε ο κ. Μ. Τσάκωνας με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του- έχει και για το Ρέθυμνο ένα όλως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στηριζόμενο σε ένα πλουσιότατο αρχειακό υλικό που εμψυχώνεται και ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μέσα από σημαίνοντα πρόσωπα της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας, φίλοι, τα περισσότερα, και συμπολεμιστές του πατέρα του, ανθυπολοχαγού Φώτη Τσάκωνα
     Πρόκειται για τη δεύτερη επίσημη εμφάνιση του Μάνου Τσάκωνα στα ρεθεμνιώτικα Γράμματα. Πρώτη ήταν αυτή με το, εξίσου, πολύτιμο βιβλίο του: «Ρέθυμνο 1930- Ο μεγαλοπρεπής εορτασμός του Αρκαδίου παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου» (Ρέθυμνο 2016), με το οποίο ο κ. Τσάκωνας (και με τον ίδιο ακριβώς αριθμό σελίδων!!) έδωσε το γενναιόδωρο παρόν του στον περυσινό εορτασμό των εκατό πενήντα χρόνων από την αρκαδική εποποιία. Αλλά και η δεύτερη αυτή έκδοσή του- στα πλαίσια του φετινού εορτασμού της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940- είναι, σαφώς, το ίδιο φροντισμένη και ποικίλως επιμελημένη, όπως και η πρώτη, με ένα πλουσιότατο υλικό από την προϊστορία, κι εδώ, της πολύκλαδης οικογένειάς του, γύρω από την οποία, όπως βλέπουμε, μέχρι στιγμής, στρέφονται τα ερευνητικά ενδιαφέροντά του. Γι’ αυτό, στα βιβλία του εμφιλοχωρεί, πάντοτε, και ο συναισθηματικός παράγων αλλά και οι αναμνήσεις και τα ακούσματα των παιδικών χρόνων, που- όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας το ομολογεί- τον ωθούν και τον βοηθούν εξαιρετικά στο να θυμηθεί, να συμπληρώσει και να βάλει σε μια σωστή τάξη και σειρά το υλικό των βιβλίων του.

   Το νέο βιβλίο του Μάνου Τσάκωνα, πέραν των πολεμικών, από το Μέτωπο, ανταποκρίσεων, που αποτελούν, βέβαια, και τη βασική του θεματολογία, όλως φυσικά και αβίαστα εξακτινώνεται και φθάνει και αγκαλιάζει και αυτήν την πόλη του Ρεθύμνου, στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρησις» του οποίου- μοναδική τον καιρό εκείνο εφημερίδα- δημοσιεύονται κάποιες από τις πολεμικές ανταποκρίσεις. Η «μετακίνηση» αυτή από την εμπόλεμη ζώνη και την πρώτη γραμμή του πυρός, στην πόλη του Ρεθύμνου, ντοκουμενταρισμένη κατάλληλα από το πολύτιμο αρχείο του πατέρα, Φώτη Τσάκωνα, δίνει, τωόντι, τη δυνατότητα στον συγγραφέα να «φωτογραφίσει» και- παράλληλα προς όσα συμβαίνουν στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, στα βουνά της Αλβανίας- να καταγράψει την εικόνα της πόλης του Ρεθύμνου κατά τις δίσεκτες κι εφιαλτικές εκείνες ώρες, προσκομίζοντάς μας πλούσια στοιχεία από την καθημερινότητά της, με αποκόμματα εφημερίδων, σχετικά με πολεμικά και πολιτικά γεγονότα, με ομιλίες και κοινωνικές και αθλητικές εκδηλώσεις, που συνέβαιναν σ’ αυτήν, παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις στο μέτωπο, για να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων και να παροτρύνουν σε βοήθεια των πολεμιστών μας.
   Και μπορώ να βεβαιώσω, στο σημείο αυτό, ύστερα από μιαν επιμελημένη κι εμπεριστατωμένη ανάγνωσή του, ότι έχουμε ένα βιβλίο καλογραμμένο και πολλαπλώς τεκμηριωμένο, που διαβάζεται εύκολα κι ευχάριστα και σ’ αυτό- πέραν των όσων μέχρις εδώ έχουμε σημειώσει- συντελούν, επίσης, και τα ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα που το εμπλουτίζουν, όλα Ελλήνων καλλιτεχνών που βρέθηκαν στον πόλεμο κι απέδωσαν σκηνές του πολέμου, όπως τα σκίτσα και τα σχέδια του Αλεξάνδρου Αλεξανδράκη και του Νικολάου Νείρου, τα χαρακτικά του Κώστα Γραμματόπουλου και, κυρίως, ένα πολύ ενδιαφέρον αρχειακό υλικό από αλληλογραφία και έντυπα του 1940, κάρτ- ποστάλ και ανέκδοτες φωτογραφίες του πατέρα τού συγγραφέα, Φώτη Τσάκωνα, με τους πολεμικούς ανταποκριτές των εφημερίδων σε πανηγυρικές φωτογραφίσεις τους στις νεοκατακτημένες από τα ελληνικά στρατεύματα πόλεις της Αλβανίας, καθώς και προσωπικών αντικειμένων,  ποικίλων εγγράφων και εφημερίδων της εποχής, που επιμελώς διέσωσε και παρέδωσε στον υιό του ο υπολοχαγός και πολεμικός ανταποκριτής Φώτης Τσάκωνας.
   Πρωτεύουσα θέση στο βιβλίο κατέχει ο πρύτανης των Ρεθυμνίων Ανταποκριτών, δημοσιογράφος και ανθυπολοχαγός, Κωστής Παπαδάκης, φίλος του Φώτη Τσάκωνα, από τον Βάτο Αγίου Βασιλείου, ο οποίος και έπεσεν ηρωικά οκτώ, μόλις, ημέρες από την έναρξη του πολέμου. Πρόλαβε και απέστειλε στις εφημερίδες (στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», όπου αρθρογραφούσε) την πρώτη και… τελευταία του, δυστυχώς, ανταπόκριση. Ένας ήρωας που με δική του πρωτοβουλία ζήτησε και κατετάγη ως μάχιμος και όχι ως πολεμικός ανταποκριτής, όπως θα μπορούσε. Αλλά το ηρωικό και αδαμάντινο ήθος του άνδρα το βλέπουμε ανάγλυφο να ξεπροβάλλει, τόσο στην τελευταία του αυτήν ανταπόκριση, όσο και στη συνέντευξη που έδωσε, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, στα «Κρητικά Νέα» (22/11/1978), η αδελφή του, γνωστή ψυχολόγος Μαρία Παπαδάκη- Χουρδάκη, πρωτεργάτρια στην ίδρυση της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
  Δεύτερη ακολουθεί η ανταπόκριση, για την κατάληψη της Κορυτσάς, και του ετέρου φίλου του Μ. Τσάκωνα, Γιώργου Ανδρουλιδάκη, στην εφημερίδα «Πρωΐα» της 24ης Νοεμβρίου 1940 και τρίτη αυτή του ανθυπολοχαγού Φώτη Τσάκωνα, πατέρα του συγγραφέα, στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρησις», στις 3 Δεκεμβρίου 1940. Ακολουθεί και  τέταρτη ανταπόκριση και πάλι από τον Γιώργο Ανδρουλιδάκη για την κατάληψη του Αργυροκάστρου, στην εφημερίδα «Πρωΐα», της 10ης και 13ης Δεκεμβρίου 1940 και ακολουθούν, λίγο αργότερα, ανταποκρίσεις και από τον ρεθεμνιώτη γιατρό Νίκο Λυράκη (Κρητική Επιθεώρηση 25 και 29 Ιανουαρίου 1941), του με αρχικά Π.Κ. (Κρητική Επιθεώρησις 15/3/ 1941), του Στέλιου Ν. Φαρσάτη (Κρητική Επιθεώρησις, 4 Απριλίου 1941) και, τέλος, ημερολογιακές σελίδες του Κώστα Αντωνάκη από την εποποιΐα του ελληνικού στρατού στην Αλβανία του 1940. Εντυπωσιάζει σε όλους το ξεχωριστό πάθος και η πίστη για την τελική νίκη με την οποία περιγράφουν τις μάχες και την καθημερινότητα των στρατιωτών εκεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
    Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο εκλεκτός φίλος Μάνος Τσάκωνας είναι άξιος του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης των Ρεθεμνιωτών και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που αποτελεί, τωόντι, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για το τόπο μας. Ο κ. Τσάκωνας έχει βαθιά τη συναίσθηση της ευθύνης που τον βαραίνει, όμως ο κίνδυνος της λησμονιάς είναι που βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά της αυτοκριτικής του, γιατί πιστεύει ότι και αυτή η απλή αναφορά του ονόματος του Πατέρα και των λοιπών παλαιών συμπολιτών και φίλων του, αποτελεί γι' αυτόν την πιο μεγάλη ανταμοιβή, που τον κάνει να νιώθει κι εκείνος ως ένας ακόμα «ανταποκριτής». «Ανταποκριτής» ναι (!)- για να χρησιμοποιήσω τον μετριόφρονα λόγο του- της υποχρέωσης και του καθήκοντος να μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά την ιστορία, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής προς εκείνους που την ανέδειξαν και μας έκαναν υπερήφανους. «Ανταποκριτής» και όχι συγγραφέας. Γι’ άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό- ας μου το επιτρέψει- συγγραφέα για το ήθος και τη μετριοφροσύνη που συνοδεύουν και χαρακτηρίζουν το πόνημά του και του ευχόμαστε ο Θεός να του δίνει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των "Ρεθεμνιώτικων Γραμμάτων".