Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ * * * ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ ΓΙΑΝΝΑΡΗ ΓΑΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΛΑΚΚΟΥΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ 1864



Δρ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗΣ 


           ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ
            ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ ΓΙΑΝΝΑΡΗ


ΓΑΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
  ΕΙΣ ΛΑΚΚΟΥΣ ΚΥΔΩΝΙΑΣ
 1864


     
[ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ, ΧΑΝΙΑ 2018, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 264]


   
ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


       
Ο Κωνσταντίνος Π. Φουρναράκης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και πρώην Προϊστάμενος του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, στα Χανιά. Τον καιρό που διατελούσε Προϊστάμενος στο ΓΑΚ- Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, με εξαιρετικό ενδιαφέρον παρακολουθούσαμε τον σπουδαίο εκδοτικό οργασμό που παρουσίαζε το εν λόγω επιστημονικό Ίδρυμα, με μια σειρά σημαντικών εκδόσεων τού 19ου αιώνα, με κορυφαίες αυτές από το ανέκδοτο Αρχείο (93 χειρόγραφων τόμων) του μεγάλου Ρεθεμνιώτη λαογράφου Παύλου Γ. Βλαστού («Βουκολικόν», «Θούρια», «Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης»), ελπίζοντας, από κάποιο σημείο και πέρα, ότι θα δημοσιευόταν, τελικά, ένα μεγάλο μέρος αυτού. Αλλά και άλλες εκδόσεις, τον ίδιο καιρό, γνώρισαν το φως της δημοσιότητας με σπουδαία έργα Κρητών της ίδιας περιόδου, όπως «Η Κρητικοπούλα, ήτοι αγώνες και πάθη της Κρήτης του 1866» του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, με Εισαγωγή- Επιμέλεια- όπως και οι λοιπές εκδόσεις- του Κωνσταντίνου Φουρναράκη. Όλα τα παραπάνω έργα του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης είχαμε την ευκαιρία να τα γνωρίσουμε από κοντά και να τα παρουσιάσουμε από τον τοπικό, ρεθεμνιώτικο και χανιώτικο, Τύπο.
     Σήμερα, στις λαμπρές αυτές εκδόσεις- με την επιμέλεια του κ. Φουρναράκη-  έρχεται να προστεθεί μια νέα μελέτη του υπό τον τίτλο: «Γάμος Κρητικός Εις Λάκκους Κυδωνίας, 1864», που αφορά σε ένα επύλλιο του μεγάλου αγωνιστή Χατζημιχάλη Γιάνναρη, Γενικού Αρχηγού Κυδωνίας, με τις θαυμαστές πολεμικές ικανότητες. Πρόκειται για μεταπτυχιακή εργασία του συγγραφέα, που δημοσιεύεται σήμερα όπως υποβλήθηκε πριν από μερικά χρόνια στο τμήμα Ελληνικής και Σλαβικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Γρανάδας, Ισπανίας, με μερικές μόνο συμπληρώσεις στη Βιβλιογραφία. Το εν λόγω επύλλιο του Χατζημιχάλη Γιάνναρη δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά από το αυτόγραφο του ποιητή, σχεδόν έναν αιώνα από την σύνθεσή του και αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, μια δυνατή αντίδραση και ένα ισχυρό ανάχωμα στον σύγχρονο τρόπο ζωής, θέτοντας ξανά το ζήτημα της αναζήτησης των χαμένων αξιών και της γνήσιας κρητικής ταυτότητας.
       Το ποίημα καταγράφει την εθιμική, κοινωνική και εθνική διάσταση του γάμου στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν ο γάμος δεν ήταν μόνο το ιερό της Εκκλησίας μυστήριο, αλλά και ένα γεγονός υψίστης κοινωνικής και εθνικής σημασίας, που διεξαγόταν με επισημότητα και πάνδημη συμμετοχή και όχι όπως σήμερα βιαστικά, επιφανειακά και τυποποιημένα. Ο άνδρας και η γυναίκα της Κρήτης ενώνονταν, τότε, με τα δεσμά του γάμου, για να αποχτήσουν παιδιά και να συνεχίσουν τη ζωή, συμμετέχοντας στους χωρίς διακοπή αγώνες για την απελευθέρωση της Κρήτης.
      Ο ποιητής Χ΄΄ Μιχάλης Γιάνναρης (1832- 1916) γεννήθηκε στους Λάκκους της Κυδωνίας. Έφηβος, δεκαέξι, μόλις, χρονών, μετέβη με τον πατέρα του στους Αγίους Τόπους ως προσκυνητής, όθεν και το προσωνύμιο «Χατζής». Η ζωή του υπήρξε μια συνεχής πολεμική αναμέτρηση, αλλά αυτό που, κυρίως, τον ανέδειξε ήταν ο επικός αγώνας του 1866. Στην Κωνσταντινούπολη- όπου μεταφέρθηκε από τον Χουσεΐν πασά και τέθηκε σε κατ’ οίκον επιτήρηση- κατάφερε να συναντηθεί με τον Πατριάρχη και να ενεργήσει προς αποστολή χρημάτων για την ανοικοδόμηση της Ι. Μ. Αρκαδίου, που, μετά την ανατίναξη, ήταν ένας σωρός ερειπίων. Πέραν, όμως, του μεγάλου αγώνα του 1866, ηγήθηκε, το 1877, και διακρίθηκε και στις μάχες των Κεραμειών, του Αλικιανού και των Λάκκων και αργότερα, το 1897, και των Λειβαδίων. Ο Χ΄΄Μιχάλης επέζησε όλων αυτών των κινδύνων και κατόρθωσε να δει την αγαπημένη του Κρήτη ελευθερωμένη και, ακόμα, το 1912 ομόφωνα να εκλεγεί Πρόεδρος της Διοικούσας Επαναστατικής Επιτροπής και υπουργός Δικαιοσύνης, ενώ την 1η Δεκεμβρίου 1913 είχε την μεγάλη τιμή να αντιπροσωπεύσει στην επίσημη τελετή της Ένωσης όλους τους αγωνιστές της Κρητικής Ελευθερίας, παραδίνοντας στον Βασιλιά την ιστορική ελληνική σημαία, που ύψωσε, στη συνέχεια, στο φρούριο του Φιρκά.
      Η ανάλυση του κ. Φουρναράκη ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τις μοναδικές ικανότητές του στο είδος αυτό της φιλολογικής- λαογραφικής εργασίας, όπως, εξάλλου, μας είχε, περί τούτου, βεβαιώσει και με τις προαναφερθείσες εργασίες τού Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Στο 1ο κεφάλαιο της Εισαγωγής ο συγγραφέας μιλεί για ζητήματα γλωσσικής εξομάλυνσης του κειμένου. Ακολουθούν πλούσια στοιχεία για τον Ποιητή και την εποχή του και λοιπά κεφάλαια που αναφέρονται στην Κρήτη και τη Λαογραφία, με τεράστια τη συμβολή, στο σημείο αυτό, του Ρεθυμνίου Παύλου Βλαστού, του οποίου το μνημειώδες λαογραφικό έργο υπήρξε καταλυτικό στον υπομνηματισμό και της παρούσας έκδοσης, ενώ ουσιαστική υπήρξε και η βοήθεια και άλλων έργων της Κρητικής Λαογραφίας- Λογοτεχνίας, όπως του «Κρητικού» του Παντελή Πρεβελάκη, οι λαογραφικές περιγραφές του οποίου βοήθησαν ως μέτρο σύγκρισης προς τη νεωτερικότητα- καθώς και άλλων κειμένων του 19ου αι., όπως της «Κρητηίδος» και των «Κρητικών Γάμων», τα οποία γνώριζε ο Ποιητής και βρισκόταν μαζί τους σε λογοτεχνική άμιλλα.
   Στην Εισαγωγή- πέραν των παραπάνω- ακολουθούν και κεφάλαια σχετικά με τον λαϊκό πολιτισμό και το δημοτικό τραγούδι στα χρόνια του Χατζημιχάλη Γιάνναρη, επίσης περί των αφηγηματικών τεχνικών που ακολουθούνται στο εξεταζόμενο επύλλιο και του τρόπου με τον οποίο ο Ποιητής αφηγείται τα γεγονότα (ομοδιηγητικός, οπτική γωνία, χρόνος αφήγησης, συλλογική φωνή). Εξετάζεται, επίσης, αν πρόκειται περί ρίμας ή επυλλίου, όπου ο συγγραφέας κατατάσσει το ποίημα στο είδος των επιθαλάμιων επυλλίων (επειδή, ακριβώς, συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ενός μικρού αφηγηματικού έπους) και το βιβλίο ολοκληρώνεται με την έκδοση του ποιήματος, τα σχόλια, το Γλωσσάριο, τον Πίνακα των Κυρίων Ονομάτων και τη Βιβλιογραφία.
     Παντού, στις εισαγωγές και στα σχόλια του συγγραφέα, αντικρύσαμε μακροσκελέστατες και σε βάθος αναλύσεις, που προσδίδουν στο έργο λογοτεχνική αξία, κύρος επιστημονικό και το ανασύρουν από την αφάνεια στην οποία είχε περιέλθει, εκατό σχεδόν χρόνια από την πρώτη έκδοσή του. Όλα αυτά συνδημιουργούν, θεωρούμε, ένα κείμενο που ξεχωρίζει ως μια σημαντική λαϊκή δημιουργία και περισσότερο με την έννοια ότι αγγίζει τον παλμό της ψυχής του κρητικού λαού. Ο κ. Φουρναράκης στην παρουσιαζόμενη μελέτη του θέτει επιτυχώς την επιστημονική του σφραγίδα και αναδεικνύεται, σαφώς, ως ένας εκ των βασικών μελετητών του Χατζημιχάλη Γιάνναρη τόσο με την παρούσα μεταπτυχιακή εργασία του, όσο και με άλλες σχετικές μελέτες του, όπως με ανακοίνωσή του στο Ι΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο και, κυρίως, με τη διδακτορική διατριβή του με την οποία προσφέρει πολύ περισσότερα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Χ΄΄ Μιχάλη Γιάνναρη.
     Η ανάγνωση τού εν λόγω βιβλίου καθίσταται πολύ ευχάριστη για τον αναγνώστη, τόσο για τον πλούτο των στοιχείων που παραθέτει (λογοτεχνικών, ιστορικών, λαογραφικών), όσο και για την εξαιρετική γλαφυρότητα παράθεσής τους από την πένα του κ. Φουρναράκη, τον οποίο, για μια ακόμη φορά, συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε. Πρόκειται, τωόντι, για μιαν άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική έρευνα και επανέκδοση πρωτογενούς ποιητικού λαογραφικού - λογοτεχνικού υλικού. Τα θερμά μου συγχαρητήρια στον φίλο κ. Κωνσταντίνο Φουρναράκη, τον οποίο βεβαιώνουμε ότι τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της τοπικής μας ιστορίας, λογοτεχνίας και του λαϊκού μας πολιτισμού δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού.

Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ * * * ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ- Ο ΑΔΗΣ



Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*

[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]


- 9ο 


ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ- Ο ΑΔΗΣ
( Α΄)



   ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ


            Αν και σε ορισμένα μοιρολόγια ο τόπος διαμονής του Χάρου και των νεκρών ορίζεται με ανθρωπομορφικούς όρους, σαν ένα σπίτι, δηλαδή, όπως και αυτά που έχουμε εδώ πάνω στη γη [οριζόμενο, συνήθως, με τις λέξεις γειτονιά, αυλή ή και πόρτα του Χάρου (το μέρος αντί του όλου)που έχει, μάλιστα, και κλειδιά και κλειδούχος του είναι αυτός ο ίδιος ο Χάρος], όμως, σε ορισμένα άλλα μοιρολόγια, το βασίλειο του Χάρου [ο Άδης (Νάδης), ο Κάτω Κόσμος] περιγράφεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον Απάνω Κόσμο. ως ένας τόπος, δηλαδή, φόβου, σκότους, αηδίας και φρικώδους αποστροφής, στον οποίο ο νεκρός φθάνει έπειτα από ένα μακρινό και με πολλά εμπόδια και κινδύνους ταξίδι (πβ. Γιοφύρι της Τρίχαςπύρινος ποταμός κ.λπ), κατεβαίνοντας τα «τριά σκαλιά του νάδη».

«Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά του νάδη
κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τους φτωχούς δεμένους»[1] 

ή

  «Μια λυγερή μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά του Άδη,
κι έλεγα πως θα μ’ ερωτά για μάνα γη για κύρη»[2].
           Στη δεξιά, περαιτέρω, μεριά του Άδη είναι φυτεμένο ένα κυπαρίσσι. Εκεί οι νέοι κρεμούν τα άρματά τους και οι νέες τα φουστάνια τους, μπαίνοντας, στη συνέχεια, γυμνοί στον κόσμο των σκιών[3] του Άδη. 
        Στο μοιρολόγι «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά του Χάρωνος»[4] ένας νέος εκφράζει την επιθυμία του να πάει να βρει τον Χάρο, να συναγωνιστούν στο σημάδι και να τον ρωτήσει γιατί θανατώνει τόσον αδιάκριτα τους ανθρώπους. Στη συνέχεια τού εν λόγω μοιρολογιού, το βασίλειο του Χάρου περιγράφεται ως ένα μέρος παντελώς αντίθετο προς την πραγματικότητα της ζωής πάνω στη γη. ως ένα μέρος στενό, ξερό και θεοσκότεινο, γεμάτο με πηλά και βούρκα, χωρίς τόπους με χαρές, τραγούδια και παιγνίδι:
  
   «Επά στου Χάροντα τσ’ αυλές δεν είναι πρασινάδες,
   μηδέ και σημαδότοποι, δεν παίζουν μηδ’ αμάδες.
   Δεν είναι μηδέ χρυσά ραβδιά πού χουν οι αφεντάδες,
   μόνο είν’ βούρκα και πηλά γεμάτ’ αδικητάδες.
   Δεν είν’ τραγούδια για μικρά, παιγνίδια για μεγάλα,
   μηδέ και τα μωρά παιδιά δεν τρων’ στον άδη γάλα.
   Τη νύχτα κλαίνε για βυζί και την αυγή για πιάσμα,
   και τ’ αποδιαφωτίσματα για την καημένη μάννα»[5]
  
       Μετά την παραπάνω φρικώδη περιγραφή του Άδη από τον ποιητή ο νέος του μοιρολογιού φαίνεται πως, για μια στιγμή, «σκιάχτηκε» ότι ο Χάρος ετοιμαζόταν να τον πάρει κι εκείνον στο αφιλόξενο και θεοσκότεινο βασίλειό του. Ο τρόπος που ο νέος αντιδρά σε αυτό το ενδεχόμενο, καταφεύγοντας απελπισμένα στην αρωγή της εκκλησίας και την επίκληση των αγίων, φανερώνει το πόσο μισητός είναι για τον άνθρωπο ο Χάρος, ενώ η απάντηση του τελευταίου επιβεβαιώνει τη ρήση του Πινδάρου: «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»

  «- Θωρώ κι αστράφτει και βροντά κι ’ναι σκοτεινιασμένα,
  κι ως φαίνεται παραμιλά ο Χάρος και για μένα.
  Σαράντ’ αγιοί βοηθάτε μου να φύγ’ απού το Χάρο,
  να σάσε κάμω λειτουργιά και τάσσιμο μεγάλο.
  - Σαράντ’ αγιούς κι αν έκραξες κι όσους πολλούς γυρέψεις,
  τσι λειτουργιές σου χάνεις τσι, μα μένα δεν μου φεύγεις. 

          Γενικά, ο κρητικός λαός φαντάζεται τον Άδη έχοντας στα μάτια του την προεικονιστική παράσταση του τάφου, του οποίου την εικόνα και εμπειρία έχει ολοζώντανη μπροστά του από την καθημερινή αναστροφή και πραγματικότητα της ζωής. Κάθε άνθρωπος μπροστά στον ανοιχτό τάφο βλέπει το σκότος, τη μούχλα, τους σκώληκες, τα γυμνά κόκαλα, το αραχνιασμένο μαύρο χώμα και τη φθορά, βλέπει αυτόν τον ίδιο τον Άδη με όλα του τα δεινά, σαν αντίθεση προς τη χαρά και το φως της ζωής και αναστενάζοντας συλλογίζεται με φιλοσοφική- μεταφυσική διάθεση:

 «Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ τη γη κι αναδακρυώνω
   θωρώ και συλλογίζομαι ό άνθρωπος ήντά ναι,
  λυπούμαι και τα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
  πως θα τα φά’ η μαύρη γη τ’ αραχνιασμένο μνήμα,
  στο λάκκο θα με βάλουνε να μου ξελησμονήσουν,
  οι φίλοι μου κι  οι γι’ εδικοί δε θα μ’ αναζητούσι,
  κι εμένα που δε μ’ έβανε κι ήταν στενός μ’ ο κόσμος,
  στο μνήμα θα με τρώγουσι τα ζούμπερα του Άδη,
  θα φάνε μάθια λαμπυρά, γλώσσα αηδονολαλούσα,
  θα φάνε μυαλό τση κεφαλής, πού’χε φωλιά η γνώση
  θα φάνε την καρδία μου, το φυλαχτό τσ’ αγάπης,
  θα φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
  όπου βαστούσαν τ’ άρματα, τσ’ εχθρούς αποζυγώναν
  τι γω μ’ όντε το θυμηθώ! ο άνθρωπος ήντα ναι!
 γιατί να ’ναι το τέλος του αραχνιασμένος Άδης!» [6]   
      
* Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων


 ________________________________________________________



[1] Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.
[2] Βλαστός 1850, 1242, αρ. 20.
[3] Παπαδογιάννης 1973, 137.
[4] Βλαστός 18501251, αρ. 33.
[5] Σε παρόμοιο μοιρολόγι [Μήνυμα Νέου από τον Άδη (Βλαστός 1850, 1225, αρ. 4)] ο δημοτικός τραγουδιστής βάζει τον Νέο από τον Άδη να λέγει συμπληρωματικά στα παραπάνω:

   «Γιατ’ επά που ’μεσταν εμείς, στενά μάς είν’ ο τόπος.
   Δεν έχ’ ο άδης καπηλιά μηδέ και χαροκόπους,
   μηδέ χαρά οι γέροντες μηδ’ έρωτα η νιότη». 

       Η φράση του μοιρολογιού «στενός μάς είν’ ο τόπος» είναι, κατά τον Γ. Τσουδερό, ένα καθαρά κρητικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα του ορεσίβιου κρητικού, που σαν περήφανος αετός βιγλίζει τον κόσμο ολόγυρά του από τις πιο ψηλές βιγλοκορφές των Μαδάρων και του Ψηλορείτη και χαίρεται να βλέπει κάτω από τα πόδια του ηλιόλουστο το νησί του (Τσουδερός 1976, 162).                         
[6] «Η ματαιότης», Βλαστός 1850, 1246, αρ. 26. Πβ. και παραλλαγή αυτού του ίδιου μοιρολογιού στον Αντ. Γιανναράκη:

«Θωρώ τον κόσμο και δειλιώ, τη γης κι αναστενάζω,
πώς θα με βάλουνε στη γης, στ’ aραχνιασμένο Nάδη
κι εκεί θενά πρεμαζωχτούν του Άδη τα σκουλήκια
να φάνε πόδια γλήγορα, χέρια καμαρωμένα,
να φάνε και τη γλώσσα μου, την αηδονολαλούσα».

                 Jeannarakis 1876, 142. αρ. 141.

ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ * * * Η τροφή του Ρεθύμνου



ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ


Η τροφή του Ρεθύμνου
Διατροφικές συνήθειες και γευστικές μνήμες


[Εκδόση: Γραφοτεχνική Κρήτης, Ρέθυμνο 2018, σχ. 8ο (22Χ11), σσ. 154]


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com



Ο φίλος Σχολικός Σύμβουλος κ. Χάρης Στρατιδάκης είναι γνωστός στην πόλη μας από το πλήθος των μελετών και των βιβλίων του, που αναφέρονται σε θέματα παιδαγωγικά, λαογραφικά και, κυρίως, Τοπικής Ιστορίας. Άνθρωπος με βαθιά γνώση του τόπου και του αντικειμένου ήδη από το έτος 1985, όταν άρχισε, το πρώτον, να συγγράφει, με τη σύζυγό του Αλκμήνη Μαλαγάρη, τον κλασικό, πλέον, για το Ρέθυμνο, «Οδηγό για την πόλη και τα περίχωρα», συνεχίζει και σήμερα το σημαντικό έργο του με μελέτες «ειδικότερες» για το Ρέθυμνο και την ιστορία του, όπως, για παράδειγμα, προηγούμενο βιβλίο του με τον τίτλο «Το  Ρέθυμνο του Τρόμου». Στο ίδιο μήκος κινείται και στην ίδια σειρά θεωρώ ότι ανήκει και το βιβλίο του που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, με τον τίτλο: «Η τροφή του Ρεθύμνου» και υπότιτλο: «Διατροφικές συνήθειες και γευστικές μνήμες».

      Η μετατόπιση, τον τελευταίο καιρό, του ενδιαφέροντος της Τοπικής Ιστορίας από τα σημαντικότερα στα ασήμαντα του καθημερινού βίου και πολιτισμού και από τους σπουδαίους και επώνυμους στις αφανείς και ανώνυμες πλειοψηφίες του λαού, συμβάλλει ουσιαστικά στην προσωπική και ιστορική ανάπτυξη του ανθρώπου, με έναν διαφορετικό από τους συνήθεις, που ακολουθεί η επίσημη ιστορία, τρόπους.

     Με τον τρόπο αυτόν λειτουργεί και το τελευταίο βιβλίο του Χ. Στρατιδάκη, που προσφέρει στον αναγνώστη του με έναν ξεχωριστό βιωματικό τρόπο τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι ο σύγχρονος ιστορικός ορίζοντας του στενότερου και ευρύτερου περιβάλλοντός του είναι στενά συνδεδεμένος με την ίδια του την προσωπική ύπαρξη και παρουσία του στη ζωή. Εξάλλου, και η συγγραφή αυτή είναι αποκύημα των γνωστών βιωματικών περιηγήσεων και περιπατητικών ξεναγήσεων του συγγραφέα στα πλαίσια των Ημερών του Ρεθύμνου, μιαν ελκυστική στους συμπολίτες μας μαθησιακή διαδικασία, γιατί- όπως πιστεύει και ο συγγραφέας- είναι ζωντανή, ευχάριστη, αναφέρεται στον γενέθλιο τόπο, καλλιεργεί τη βιωματικότητα και περιλαμβάνει την αλληλοτροφοδότηση από τους περιπατητές, εφόσον συνδυάζεται με αμεσότερες προσπάθειες ανασύνθεσης και αναδημιουργίας του τοπικού ιστορικού παρελθόντος.

     Μέχρι στιγμής, και για την ιστορία του τόπου, να σημειωθεί, ότι, ανάμεσα στις άλλες, έχουν πραγματοποιηθεί περιηγήσεις και στον μνημειακό πλούτο του Ρεθύμνου, στην ανατολική και δυτική ακτογραμμή του, στα ενάλια σπήλαια του Ατσιπόπουλου, στις αυλές και στα θυρώματα, στα τείχη της Φορτέτζας, στο Ρέθυμνο του Παντελή Πρεβελάκη.

     Η τελευταία περιήγηση με τον τίτλο «ανιχνεύοντας την ιστορία της γεύσης στην Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου», που πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαΐου 2015 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ημέρες Ρεθύμνου», σημείωσε απρόσμενη επιτυχία, τόσο για τους διοργανωτές, τον Σύλλογο Κατοίκων Παλιάς Πόλης, όσο και για τον εμψυχωτή της και συγγραφέα του ανά χείρας πονήματος.

 Το βιβλίο αναφέρεται σε ογδόντα (80), συνολικά, στάσεις, που συνοδεύονται από χάρτη και την πορεία προσέγγισης της καθεμιάς. Κάθε στάση περιλαμβάνει σύντομη καταγραφή, εικονογράφηση, τον αριθμό και την ακριβή θέση της, τον εντοπισμό της ιστορικής περιόδου στην οποία εντάσσεται και τη βασική βιβλιογραφία. Η εξέταση του θέματος γίνεται διαχρονικά, ο τόπος δε εστιάζεται σε όλο το εύρος της ανθρωπογενούς, στο εν λόγω είδος, δραστηριότητας, όπως:  στα εστιατόρια των ξενοδοχείων, στα λαϊκά εστιατόρια, μαγέρικα, χάνια, γαλακτοπωλεία, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, σφαγεία, ποτοποιεία, σφαγεία, αγγειοπλαστεία, αγωγούς ύδρευσης, πηγάδια, λαϊκές αγορές και γεωργοκτηνοτροφικές εκθέσεις, υπολείμματα όλα μιας παλαιότερης δόξας, παρελαύνουν δίπλα σε γιορτές, ιστορικά γεγονότα, θρησκευτικές προκαταλήψεις και λοιπές πολιτιστικές μνήμες.

   Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας, το παρουσιαζόμενο βιβλίο μπορεί να γίνει πραγματικά απολαυστικό και «χορταστικό» μόνο μέσα στο πεδίο του. στους δρόμους και στα σοκάκια της πόλης, με τα χρώματα, τις μυρωδιές και τις γεύσεις τους! Τι έτρωγαν οι Μινωίτες της περιοχής του Ρεθύμνου, πώς ψάρευαν στη Βενετοκρατία, τι μαγείρευαν την εποχή των Οθωμανών, ποιος τάιζε τα σπουργίτια αυτής της πόλης, ποιος έψηνε το καλύτερο γιουβέτσι, πότε άνοιξε το πρώτο σουπερ μάρκετ και γιατί, αλήθεια, οι κήποι της πόλης αυτής έμεναν κρυμμένοι. Τελειώνοντας την περιήγηση, το βιβλίο προχωρεί περαιτέρω, αναζητώντας και καταλήγοντας στα πώς και στα γιατί της σύγχρονης γαστρονομικής μας ταυτότητας.

Πολύ χρήσιμη, επίσης, η (ρεθεμνιώτικη) Βιβλιογραφία, καθώς και η αναφορά της βασικής, κάθε φορά, βιβλιογραφικής πηγής για κάθε λήμμα χωριστά (στάση στη συγκεκριμένη περίπτωση ξενάγησης). Δεν μπορώ, τέλος, να μη σταματήσω σε ορισμένες σελίδες του βιβλίου με εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως, για παράδειγμα, τις σελ. 30- 31 με τους πλανόδιους μικροπωλητές του παλιού Ρεθύμνου, τη σελ. 39 με τους παλιούς κινηματογράφους, τις σελ. 78- 79 με τη ρεθεμνιώτικη προκυμαία της καλοκαιριάτικης αναψυχής σε όλα τα στάδια της διαχρονικής ύπαρξής της (9 φωτογραφίες), τη σελ. 101 με τα μεγαλομπακάλικα της παλιάς πόλης, που σαν ένα από αυτά ήταν και αυτό του πατέρα μου στη Μεγάλη Πόρτα, από το οποίο διατηρώ πολλές και ωραίες αναμνήσεις και, τέλος, στις σελ. 114- 115 τις περίφημες καλλιτεχνικές πετρόκτιστες κρήνες από τις οποίες υδρευόταν το παλιό Ρέθυμνο.    

Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο συγγραφέα- ως συντελεστή και διοργανωτή του λαμπρού αυτού θεσμού στην πόλη μας- Χάρη Στρατιδάκη. Η αίσθηση του χρέους απέναντι στον τόπο του είναι, νομίζουμε, αυτή που καθοδηγεί τις προσπάθειές του. Η προσπάθειά του είναι ανάγκη βαθιά εσωτερική και αντανακλά το περίσσευμα της καρδιάς του. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης του καθενός μας απέναντι στους συμπολίτες του, η ολοπρόθυμη συνεργασία με τους άλλους για ανώτερους σκοπούς και ιδανικά αποτελούν την ασφαλέστερη βάση και δικλείδα για την προαγωγή και ιστορική και πνευματική ανάπτυξη και καταξίωση ενός τόπου.