7. Α Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ (Α΄ Μ Ε Ρ Ο Σ )


Εικ. 1. Ασώματος, η είσοδος του χωριού

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com

(Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η)


Το έχω ξαναπεί και στο παρελθόν ότι θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας για τον κάθε τόπο χωριστά την καταγραφή τής ιστορίας του. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός εξαιρετικής σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην Τοπική και, κατ’ επέκταση, και στη Γενική Ιστορία. Αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική, που, σε καμιά περίπτωση, δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες της λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφουν, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό βαθιάς ερωτικής αγάπης και νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων τού τόπου καταγωγής. Μακάρι να βρίσκονταν οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα έσκυβαν με αγάπη και ερωτική αφοσίωση πάνω από τα χωριά μας, μικρά και μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή θα την έλεγα, αποτύπωση τής ιστορίας τους και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο προσέγγισή τους.
Και κάτι τέτοιο επιθυμεί να θεραπεύσει η παρούσα καταγραφή των χωριών τής πρώην επαρχίας (και σήμερα Δήμου) Αγίου Βασιλείου τού νομού μας, αφού, για τα περισσότερα από αυτά, αποτελεί όνειρο ακατόρθωτο η δημιουργία ενός ξεχωριστού βιβλίου μιας, κατά το δυνατόν, πλήρους καταγραφής τής ιστορικής τους πραγματικότητας. Κίνητρό και για μας, για την εν λόγω καταγραφή, αποτέλεσε η Αγιοβασιλιώτική μας, εκ πατρός, καταγωγή, που την παραπάνω εκφρασθείσα κινητήρια δύναμη για το χωριό καταγωγής επεξέτεινε σε… όλη πια την επαρχία καταγωγής, με μια έστω μικρή και σύντομη αποτίμηση ορισμένων από τα αφορώντα στο κάθε χωριό.
Την καταγραφή μας αυτήν είχαμε ξεκινήσει πριν από τρία χρόνια με την τακτική δημοσίευση των χωριών τού Δήμου Αγίου Βασιλείου, από τις στήλες της εφημερίδας "Ρέθεμνος". Πριν ένα χρόνο, περίπου, σταματήσαμε, προσωρινά, τη δημοσίευσή τους, λόγω έλλειψης χρόνου, αφού είχαμε κατεπειγόντως να ολοκληρώσουμε ογκώδες σύγγραμμά μας για το «Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου» (38 χωριά- 7.000, περίπου, τοπωνύμια), προκειμένου να εκδοθεί στη σειρά των «Πρακτικών» του Διεθνούς Αγιοβασιλιώτικου Συνεδρίου (Πλακιάς, 19-23 οκτ. 2008), που τη στιγμή αυτήν η εκτύπωσή τους βρίσκεται σε εξέλιξη.
Με το σημείωμά μας αυτό επιθυμούμε, αφενός, να ανακοινώσουμε τη συνέχιση- με το άρθρο μας για τον Ασώματο που ακολουθεί- της δημοσίευσης των χωριών τού δήμου Αγίου Βασιλείου, και, αφετέρου- επειδή πολλοί είναι αυτοί που ενδιαφέρονται για το χωριό τους- να υπενθυμίσουμε τα χωριά που έχουν ήδη δημοσιευτεί- στην εν λόγω εφημερίδα "Ρέθεμνος"- και τα φύλλα και τις ημερομηνίες που αυτά δημοσιεύτηκαν:

ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ, α΄ μέρος, αριθμός φύλλου 359/ 31-3-2007
ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ, β΄ μέρος, α.φ. 360/ 5- 4- 2007
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, α.φ. 362/ 28- 4- 2007
ΑΓΚΟΥΣΕΛΙΑΝΑ, α.φ. 375/ 28-7- 2007
ΑΓΑΛΛΙΑΝΟΥ, α΄ μέρος, α.φ. 393/ 24-11- 2007
ΑΓΑΛΛΙΑΝΟΥ, β΄ μέρος, α.φ. 399/ 12-1- 2008
ΑΓΑΛΛΙΑΝΟΥ, γ΄ μέρος, α.φ. 403/ 9- 2- 2008
ΑΚΟΥΜΙΑ, α΄ μέρος, φ. 13-9-2008
ΑΚΟΥΜΙΑ, β΄ μέρος, φ. 20-9-2008
ΑΡΔΑΚΤΟΣ, φ. 24-1-2009


Η δημοσίευση- όπως καθίσταται φανερό- ακολουθεί μιαν, κατά το δυνατόν, αλφαβητική σειρά ενώ το φωτογραφικό υλικό των χωριών ανήκει σους πρώην δήμους Λάμπης και Φοίνικα, που και από τη θέση αυτήν θερμά τους ευχαριστώ.

7. Α Σ Ω Μ Α Τ Ο Σ
(Α΄ Μ Ε Ρ Ο Σ )
Στον όσιο Νικόλαο τον Κουρταλιώτη
θείον τής Λάμπης βλάστημα και Ασωμάτου αγαλλίαμα, και
Στον Μελχισεδέκ Τσουδερό, ηγούμενο τής Ι. Μονής Πρέβελη,
λαμπρό αγωνιστή και δραστήριο μέλος τής Φιλικής Εταιρείας
.

Θέση τού χωριού
Ο Ασώματος σήμερα ανήκει στον δήμο Φοίνικα (πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου) και βρίσκεται σε υψόμετρο 230μ., στο 28ο χιλιόμετρο τού δρόμου προς Πρέβελη, στην έξοδο τού Κουρταλιώτικου φαραγγιού, στους νότιους πρόποδες τού υψώματος Κουρούπα (984μ.), 7 χιλιόμετρα από το Λυβικό Πέλαγος.

Το όνομα τού χωριού
Το όνομα τού χωριού ανάγεται στον κεντρικό ναό τού Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, του 14ου αιώνα[1].

Εικ. 2. Γραφικό δρομάκι του χωριού

Πληθυσμιακά στοιχεία
Το έτος 1577 το χωριό αναφέρεται από τον Fr. Barozzi (fo 26v) στην επαρχία Αγίου Βασιλείου ως Assomato de Mega Potamo (Kουρταλιώτης), το 1583 από τον Καστροφύλακα (Κ175), Assomato dι Mega Potamo και με 89 κατοίκους, και το 1630 από το Βασιλικάτα (Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130) ως Assomato dι Mega Potamo. Στην τουρκική απογραφή του 1659 αναφέρεται Ασώματος με 30 σπίτια[2]. Το ίδιο έτος, 1659 (Τουρκοκρατία), το χωριό Ασώματος διέθετε 215,5 τσερίπια [3] χωράφια, 582 λιόδεντρα, 150 τσερίπια ακαλλιέργητες γαίες [4], ενώ δεν εμφανίζονται εκτάσεις σε αμπέλια και περβόλια. Αργότερα, στην Αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 το χωριό αναγράφεται Asomatos με 15 χριστιανικές οικογένειες [5]. Στην απογραφή τού 1881 ο Ασώματος αναφέρεται στο δήμο Φοίνικος, με 143 χριστιανούς κατοίκους. Το 1890 ο Ασώματος συνεχίζει να ανήκει στον δήμο Φοίνικος, με 143 κατ. (64 άρρ. και 79 θήλ.)[6]. Το 1900 τον βρίσκουμε, επίσης, στον ίδιο δήμο με 196 κατοίκους, όπως και το 1913 με 461 κατ. Το 1920 γίνεται έδρα ομώνυμης κοινότητας με 182 κατοίκους και το 1928 με 179. Το 1940 το όνομα του χωριού αναφέρεται στον πληθυντικό αριθμό Ασώματοι και μετρά 216 κατ., ενώ το 1951 186. Το 1961 το χωριό αναφέρεται Ασώματος με 177 κατ. και στην ίδια θέση αναφέρονται και η Κάτω Μονή Πρέβελη με 13 μοναχούς και η Πίσω Μονή Πρέβελη με 10 μοναχούς [7]. Στα επόμενα χρόνια ο πληθυσμός τού χωριού εξελίσσεται ως εξής: 1971: 179 κατ. και Κάτω Μονή Πρέβελη 4 μοναχοί και Πίσω Μονή Πρέβελη 6 μοναχοί, 1981: 154 και Κάτω Μονή Πρέβελη 9 μοναχοί και Πίσω Μονή Πρέβελη 5 μοναχοί, 1991: 165 και Κάτω Μονή Πρέβελη κανείς μοναχός και Πίσω Μονή Πρέβελη 3 μοναχοί, 2001: 199 και Κάτω Μονή Πρέβελη 2 μοναχοί και Πίσω Μονή Πρέβελη 6 μοναχοί.

Μορφές τού χωριού

α) Οι Τσουδεροί
Ο Ασώματος είναι η πατρίδα των Τσουδερών Γεώργιου, Μελχισεδέκ, Αναγνώστη και Ιωάννη, που έδρασαν κατά τις διάφορες κρητικές επαναστάσεις και γενικότερα όλων των Τσουδερών [8] , στους οποίους καταλέγεται, ασφαλώς, και ο Εμμαν. Τσουδερός, πρωθυπουργός τής Ελλάδος στην περίοδο τής μάχης τής Κρήτης (1941-44). Ο Γεώργιος Τσουδερός, μεγαλύτερος αδελφός τού Μελχισεδέκ, ήταν στρατάρχης στην επανάσταση τού 1821. Ο Μελχισεδέκ- καλογερικό όνομα τού Μιχαήλ Τσουδερού- διετέλεσε ηγούμενος τής Ι. Μονής Πρέβελη και δραστήριο μέλος τής Φιλικής Εταιρείας- μυηθείς σε τούτο από τον μοναχό Ανανία, τής Αγίας Λαύρας τού Αγίου Όρους- ήταν, επίσης, αρχηγός επαναστατικού σώματος και πρωτεργάτης τής Κρητικής Επανάστασης. Το 1817 εξελέγη ηγούμενος τής Μονής Πρέβελη και, έκτοτε, από όλους τους κατοίκους τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου ονομαζόταν «Τσουδερογούμενος». Μετά τον απαγχονισμό τού εθνομάρτυρος Πατριάρχου, η Υψηλή Πύλη διέταξε τη σύλληψή του προς απαγχονισμό. Ο Μελχισεδέκ ειδοποιήθηκε εγκαίρως και ανεχώρησε νύχτα από την Ι. Μονή με κάποιους μοναχούς και ανέρχεται στον Κουρκουλό, πάνω από το χωριό Ροδάκινο Αγίου Βασιλείου, όπου στις 24 Μαΐου τού 1821 ύψωσε τη σημαία τής επανάστασης. Πολέμησε ηρωικά στην Καλή Συκιά και στο Σπήλι, στις 15-6-1821. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Πολεμάρχι Κισάμου στις 3 Φεβρουαρίου τού 1822 [9]. Ο θάνατός του τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα, με τραγούδι που έγραψε το 1840 η Αντωνούσα Ι. Καμπουροπούλου και περιλαμβάνεται στο βιβλίο της «Ποιήματα Τραγικά» [10]. Ο Αναγνώστης ήταν γιος τού Γεωργίου Τσουδερού και διετέλεσε αρχηγός στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, με πολεμικές επιτυχίες στη συμπλοκή με τους Τούρκους στη θέση Μοναχή Ελιά και στον λόφο τού Αγίου Αντωνίου, στη βορινή είσοδο τού φαραγγιού τού Πρέβελη, προς αποτροπή προσπάθειας τού τουρκικού στρατού να περάσει το Κουρταλιώτικο φαράγγι, με αντικειμενικό, προφανώς, σκοπό την καταστροφή τού Μοναστηριού τού Πρέβελη [11]. Ο τελευταίος Τσουδερός, ο Ιωάννης, υπήρξε, εκτός από αγωνιστής, και σύμβουλος τής Κρητικής Πολιτείας (αρχικά των Εσωτερικών και έπειτα και των Οικονομικών) [12].
Η παράδοση λέγει σχετικά με την προέλευση τού οικογενειακού ονόματος «Τσουδερός» ότι οι Τσουδεροί, στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, αποτελούν κλάδο τής οικογένειας των Καλλέργηδων και ότι ο Εμμανουήλ Καλλέργης (1690), που κατοικούσε στην Κοξαρέ Αγίου Βασιλείου, ήταν ο πρώτος που πήρε το όνομα «Τσουδερός», από ένα όλως τυχαίο και απρόβλεπτο περιστατικό, όταν, ως μαθητευόμενος στην Ι. Μονή Πρέβελη, «ετσουδίστηκε», δηλαδή «καψαλίστηκε» ελαφρά από αναμμένο κερί η πλούσια κόμη του [13].

β)
Νικόδημος Σουμπασάκης
Από τον Ασώματο καταγόταν και ο φιλόμουσος, δραστήριος και φιλοπρόοδος Ιεράρχης τής Ι. Μητρόπολης Λάμπης και Σφακίων Νικόδημος Σουμπασάκης (1831-1845), αδελφός τής Ι. Μονής Πρέβελη, που επεχείρησε την ανάσταση τής μονής τού Αγίου Πνεύματος και ίδρυσε σε αυτήν την πρώτη και μοναδική στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Σχολή τού Αγίου Πνεύματος, που έμελλε να εξυπηρετήσει όχι μόνο την επαρχία Αγίου Βασιλείου, αλλά και τις επαρχίες Καινουρίου και Πυργιωτίσσης.

γ)
Όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης. Οι πηγές τού Κουρταλιώτη
Σύμφωνα με το συναξάρι του [14], εδώ γεννήθηκε και ο όσιος Νικόλαος ο Κουρταλιώτης, από γονείς ευσεβείς και εύπορους, στα τελευταία έτη τού 16ου αιώνα. Ακόμα και σήμερα στο χωριό διασώζεται δυνατή η γύρω από αυτόν παράδοση. Τόση λένε υπήρξε η ευλάβεια τού οσίου προς τον Θεό, ώστε από παιδί του δόθηκε η χάρη τής θαυματουργίας. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο πατέρας του τού λέγει μια μέρα: «τέκνον μου, εγώ είμαι αμαρτωλός άνθρωπος, και δεν είναι το σπίτι μου δι’ εσέ και να υπάγης να κατοικήσης εις αρμόζον δι’ εσέ μέρος». Τότε ο όσιος εγκατέλειψε την πατρική στέγη και πήγε στη Μεσαρά, όπου ζούσε ασκητικά στις ερήμους αυτής. Μετά από χρόνια επανήλθε και εγκαταστάθηκε στο φαράγγι τού Κουρταλιώτη, κοντά στη γενέθλιο κώμη του, συνεχίζοντας τον οσιακό και ασκητικό του βίο. Σε θαυματουργία του αποδίδεται και ο σχηματισμός των πέντε καταρρακτωδών πηγών, που σχηματίζουν τον Κουρταλιώτη ποταμό, όταν ο όσιος θέλησε να ξεδιψάσει κάποιον Μεσαρίτη, που έλαβε ως συνοδό του κατά την επιστροφή του- θανάσιμα τραυματισμένος- στη γενέθλιο γη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή τού βίου του, ο Μεσαρίτης αυτός τον είχε πληγώσει από λάθος, κυνηγώντας με το τόξο του και, ο Άγιος, αφού τον συγχώρησε γι’ αυτό που άθελά του έκανε, του ζήτησε ως χάρη να τον μεταφέρει, για να πεθάνει, στον τόπο του. Οι πηγές αυτές, ενάμισι χιλιόμετρο ανατολικά τού χωριού- θείο δώρημα στην περιοχή- είναι πολύ μεγάλης παροχής μαλακού και εύγευστου νερού χειμώνα- καλοκαίρι. Το νερό πέφτει από ψηλά και σχηματίζει τον Μεγάλο Ποταμό (Μέγας Ποταμός) που διασχίζει το Κουρταλιώτικο φαράγγι και, στη συνέχεια, καταλήγει στην περίφημη Λίμνη τού Πρέβελη, ένα τροπικό τοπίο ζεύξης ημεράδας και αγριότητας, με το πανέμορφο δάσος των φοινίκων- το δεύτερο στην Κρήτη- ένα σωστό αφρικάνικο τοπίο, στις νότιες Λυβικές ακτές τής Κρήτης.
Υπάρχει παράδοση ότι και ο σημερινός ναός τού Οσίου, δίπλα στις πηγές, κτίστηκε κατόπιν θαυματουργικής παρέμβασής του και με δαπάνη ενός πλούσιου Οθωμανού που εκφράστηκε υβριστικά για τον όσιο και αυτοστιγμεί τον βρήκε μεγάλη συμφορά [15]. Αν και ο άγιος δεν είναι αναγνωρισμένος με επίσημη απόφαση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, όμως περιλαμβάνεται στο Κρητικό Αγιολόγιο και η μνήμη τού τιμάται με ιδιαίτερη ακολουθία και εξαιρετική λαμπρότητα την 1η Σεπτεμβρίου.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία τής Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 67.
[2] Ν. Σταυρινίδη , απογραφικοί Πίνακες, Κρητικά Χρονικά , ΚΒ΄, 127, ενώ την ίδια χρονιά το χωριό βάσει τού ιεροδικαστικού κώδικα πληρώνει 30 χαράτζια κεφαλικό φόρο και 30 σπίτια πληρώνουν φόρο καφτανίου. Αργότερα, το 1671/2 το χωριό πληρώνει 13 χαράτζια (κατάστιχο κεφαλικού φόρου ΤΤ 980, σ. 252- 253) (Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο τού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 535, υποσ. 105).
[3] Τσερίπ (cerib)= μονάδα μέτρησης επιφανείας, που ισοδυναμεί προς 60 τετραγωνικούς πήχεις.
[4] Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, ό.π.
[5] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, London 1837, 313.
[6] Νικ. Σταυράκη, Στατιστική τού πληθυσμού τής Κρήτης, Αθήνησι 1890, 27.
[7] Και σήμερα στο Δ.Δ. Ασωμάτου, του Δήμου Φοίνικα, υπάγονται και οι: Κάτω Μονή Πρέβελη και Πίσω Μονή Πρέβελη)
[8] Εμμ. Γ. Γενεράλη, Επίτομος Γεωγραφία τής Νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 18911, 58.
[9] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά τής Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, τ. Α΄, 161- 162.
[10] Αντωνούσα Καμπουροπούλου , Ποιήματα Τραγικά, Ερμούπολη 1840 (στον Εμμ. Σ. Καλλέργη, Εισαγωγή στην Ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, 67). Περί Μελχισεδέκ Τσουδερού βλ. και στα εισαγωγικά στοιχεία τής Ι. Μονής Πρέβελη.
[11] Βασ. Ψιλάκη, Ιστορία τής Κρήτης, Αθήναι χ.χ., τ. Δ΄,49-50 και Ν. Φασατάκη, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, σ. 100.
[12] Ιω. Εμμ. Νουχάκη, Κρητική Χωρογραφία, Εν Αθήναις 1903 (επί Κρητικής Πολιτείας), 185.
[13] Βλ. Εμμ. Σ. Καλλέργη, Εισαγωγή στην Ιστορία των Καλλεργών, Ρέθυμνο 2007, 65 και Στέργιο Γ. Σπανάκη, ό.π.,161.
[14] Τίτου Συλλιγαρδάκη, Κρητικόν Λειμωνάριον, Αθήνα 1984,16.
[15] Αναλυτικότερα, η παράδοση για τον βίο τού οσίου Νικολάου τού Κουρταλιώτη, όπως μας την διασώζει ο Αλέξ. Κ. Χατζηγάκης (Εκκλησίες Κρήτης- Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 54-55) μας λέγει: Ο Άγιος, ως ασκητής, διέμενε σε βαθιά και σκοτεινή σπηλιά στο άγριο και δύσβατο φαράγγι τού χωριού Ζαρός τού Ηρακλείου. Η παράδοση μιλεί για την αγιότητα τού καλόγερου αυτού, που ζούσε προσευχόμενος και τρώγοντας μόνο άγρια χόρτα του βουνού. Μια βραδιά, ψάχνοντας για την λιγοστή τροφή του, ο Άγιος ξεμάκρυνε σε ένα φασολόκηπο. Ο ιδιοκτήτης του, την άλλη μέρα, αντιλήφθηκε ότι τού λείπανε μερικά φασόλια και καιροφυλάκτησε για να δει ποιο ζώο τού έκανε αυτήν την καταστροφή. Μόλις νύχτωσε είδε τον Άγιο να μπαίνει σκυφτός στον κήπο του. Έμοιαζε με περίεργο ζώο ο τρόπος που περπατούσε. Από τις νηστείες και τις στερήσεις ο Άγιος είχε τόσο καμπουριάσει, ώστε βάδιζε σκυφτά σαν να ήταν πράγματι κάποιο ζώο. Ο κηπουρός τον σκόπευσε με το όπλο του και ο άγιος έπεσε κάτω λαβωμένος από τα βόλια. Όταν ο κηπουρός πλησίασε και είδε ότι αντί για ζώο, όπως αρχικά είχε πιστεύσει, είχε τραυματίσει τον Όσιο, άρχισε να κλαίει γοερά για το κακό που άθελά του τού είχε κάμει και τον ρωτούσε τι να κάνει προκειμένου να εξιλεωθεί. Ο Όσιος τον καθησύχασε λέγοντάς του: «Έλα, λοιπόν, καλέ μου άνθρωπε, σήκωσέ με από εδώ και πήγαινέ με να πεθάνω στο χωριό μου το Φραττί(sic), Αγίου Βασιλείου». Τον πήρε στον ώμο του ο κηπουρός και άρχισε την πεζοπορία. Από τη νηστεία ο Όσιος ήταν τόσο ελαφρύς, που νόμιζε ότι κρατούσε ένα πουλάκι. Σιγά- σιγά, περπατώντας, έφτασαν στο Κουρταλιώτικο φαράγγι, ένα αληθινά κοσμογονικό, γεμάτο άγρια ομορφιά και μεγαλείο φαράγγι. Στο μέρος αυτό ο κηπουρός, αποσταμένος από την οδοιπορία, ζήτησε να πιει λίγο νερό. Πουθενά, όμως, νερό. παντού φαράγγι, βράχια θεόρατα, βαθιά και άνυδρα σπηλιάρια, καφετιές σάρες και χαράδρες, απόκρημνα κατσικομονοπάτια και ελάχιστα μόνο δενδρύλλια, που, γυρισμένα προς τα κάτω, έμοιαζαν σαν να ήταν κρεμασμένα. Ο Όσιος τον καθησύχασε λέγοντας του ότι θα βρει νερό, ο Θεός θα του στείλει και τον έπεισε να ξαπλώσει, για να ξεκουραστεί. Την ώρα εκείνη που ο κηπουρός κοιμόταν ο Άγιος γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται με θέρμη στον Θεό. Όταν τέλειωσε την προσευχή του, άπλωσε το χέρι του στον βράχο, βούτηξε τα δάκτυλά του μέσα κι ευθύς άφθονο και ολοδρόσερο νερό αναπήδησε σε πέντε μεγάλους κρουνούς όσα και τα δάκτυλα τού Αγίου. Ήταν τόσος ο θόρυβος που έκανε το νερό, ώστε ο κηπουρός ξύπνησε, ήπιε δροσερό νερό ευχαριστημένος και αποχαιρετώντας τον Όσιο ξαναγύρισε στο χωριό του, μονολογώντας το θαύμα που είδε με τα μάτια του, του έκτοτε Οσίου Νικολάου του Κουρταλιώτη, (Πρβλ. και άλλη παράδοση για τον Όσιο Νικόλαο τον Κουρταλιώτη και πάλι στον Αλέξ. Κ. Χατζηγάκη, Εκκλησίες Κρήτης- Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 55-57).

Η ΜΟΝΗ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ

Η ΜΟΝΗ ΚΑΙ Η ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
(Δεύτερη έκδοση Βελτιωμένη)
[Τυποεκδοτική_Μπαμιάκης, Ρέθυμνο 2010, σχ. 8ο (23,5Χ16), σσ. 63]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com

Ο δάσκαλος και πρώην Νομαρχιακός Σύμβουλος κ. Γεώργιος Ν. Τσιγδινός, πέραν των παραπάνω ιδιοτήτων του, είναι γνωστός στην πόλη μας και από τα ποικίλα δημοσιεύματά του σε τοπικά περιοδικά κι εφημερίδες και τα βιβλία του για το χωριό του, τον Κισσό, αλλά και τη γνωστή ιστορική Μονή και Σχολή του χωριού του, την ιερή κιβωτό τής πίστης και του Γένους, το Άγιο Πνεύμα. Το ενδιαφέρον του για την εν λόγω Μονή και Σχολή ο κ. Τσιγδινός έχει εκδηλώσει από το έτος 1998, όταν εξέδωσε την πρώτη έκδοση του εν λόγω βιβλίου του. Σήμερα, ύστερα από δώδεκα συναπτά έτη, επανέρχεται στη δημοσιότητα με μια δεύτερη βελτιωμένη έκδοση και με πολλά νέα ιστορικά στοιχεία για τον συγκεκριμένο χώρο. Πλούσια αισθήματα χαράς- σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του βιβλίου- πλημμυρίζουν την καρδιά του κ. Τσιγδινού, γιατί, ακριβώς, η πρώτη εκείνη έκδοση είναι που απέδωσε πολλούς εύχυμους καρπούς και συντέλεσε τα μέγιστα στην ευρύτερη γνωστοποίηση του μνημείου, ανακαίνιση και ανάδειξή του, και με τη συμβολή, εννοείται, και πολλών άλλων τοπικών παραγόντων και μάλιστα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίου, που από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε με εξαιρετική στοργή και ενδιαφέρον την προσπάθεια αυτήν, με στόχο, μάλιστα, εξαιρετικό την άμεση επαναλειτουργία τής Μονής.
Πρόκειται για έναν χώρο σκοτεινό που στις μέρες μας, ύστερα από τα παραπάνω, πάει και πάλι να αποκτήσει φωνή, ένας χώρος προσευχής και μυστηρίου, ένας χώρος «καταφύγιο της Ελληνοχριστιανικής Παιδείας και μαθήσεως, η εθνική Εστία που συντηρούσε άσβεστη τη φλόγα του Γένους, την πίστη στη θρησκεία και τον πόθο για την Ανάσταση και την Ελευθερία. Κρυφό Σχολειό στην αρχή, Ιεροδιδασκαλείο αργότερα, μοναδικό επαρχιακό κέντρο μαθήσεως επί επισκόπου Νικοδήμου και μεταγενέστερα, επί Ευμενίου το πρώτο στην Κρήτη πολιτισμένο εκπαιδευτήριο- οικοτροφείο μέσης παιδείας» (Μ. Μ. Παπαδάκης).
Η παράδοση θεωρεί ότι το εν λόγω μοναστήρι είναι δημιούργημα της Αρχόντισσας Μαρίας (που κατά τον συγγραφέα έζησε τον 13ο με αρχές τού 14ου αι.), ενώ αναφέρεται, περαιτέρω, και σε δυο νοταριακά έγγραφα του 1635 και του 1640, με τα οποία γίνονταν δωρεές προς τη Μονή δύο Ρεθεμνιωτών, μελών της μεγάλης και αξιόλογης οικογένειας των Σαγκουινάτσων (Σαουνάτσων), που επιθυμούσαν να ταφούν εκεί, στον χώρο της Μονής. Επίσης, σε δύο έγγραφα του Ιεροδικείου Ρεθύμνης, καθώς και σε δύο σουλτανικά φιρμάνια, γίνεται σαφής αναφορά και στη Μονή του Αγίου Πνεύματος.
Στο δεύτερο από τα δύο έγγραφα του Ιεροδικείου (2/5/1658) διασώζονται και τα ονόματα δύο ηγουμένων, αλλά και οι παράτολμοι δικαστικοί αγώνες τού ηγουμένου Παμφίλου, απέναντι στην παντοειδή τυραννία και τις αρπακτικές διαθέσεις του γενίτσαρου της περιοχής.
Ο συγγραφέας στο τέλος, και μετά την αναφορά του στα προαναφερθέντα ιστορικά έγγραφα, επικεντρώνεται στο περίφημο «Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου» και στα πλουσιότατα στοιχεία που αυτό μας παρέχει, ειδικά για το έτος 1670, που η Μονή του Αγίου Πνεύματος θεωρούνταν ως το πρώτο και πλουσιότερο μοναστήρι του ναχιγιέ (επαρχίας) Αγίου Βασιλείου.
Την πυρπόληση και καταστροφή της μονής από τους Τούρκους, στις 15 Ιουνίου 1821, μας υπενθυμίζει σήμερα αναμνηστική πλάκα, που έστησε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κισσού «Το Άγιο Πνεύμα», στις 15 Ιουνίου 1981, με επιγραφή συνταχθείσα από τον παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό συγγραφέα κ. Γ. Τσιγδινό, ενώ και άλλη μαρμάρινη πλάκα- με κείμενο και πάλι του ίδιου συγγραφέα- μας υπενθυμίζει την περίφημη μάχη του Τράχηλα, την πιο πολύνεκρη θυσία σε όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, πού και έκλεισε οριστικά τον αιματηρό αυτόν αγώνα.
Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, παραθέτει αυτούσιο το γνωστό άρθρο του αείμνηστου Μ. Πρεβελάκη, για την Ιερή Μονή του Αγίου Πνεύματος (Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών Α΄, 287), θεωρώντας το εξαιρετικής σημασίας, αφού αποτελεί μια θαυμάσια αναδρομή στη νεότερη ιστορία της Μονής από το 1821 μέχρι και τη διάλυσή της επί Κρητικής Πολιτείας.
Και η καταγραφή ολοκληρώνεται με ποικίλες νεότερες συμβολαιογραφικές πράξεις και σημαντικές αποφάσεις με τις οποίες η Μονή ανακηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 209/Β/29-2-1980), αλλά και άλλες αποφάσεις που αφορούν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις του μοναστηριακού συγκροτήματος, επανίδρυση, ανασύσταση και επαναλειτουργία της Ι. Μονής του Αγίου Πνεύματος και ανακαίνιση του δίκλιτου ναού του Μνημείου.
Το τελευταίο κεφάλαιο αναφέρεται στη νέα Σχολή του Αγίου Πνεύματος (1894- 1899), ένα από τα τελειότερα εκπαιδευτήρια της Κρήτης κατά τον 19ο αι. Πρόκειται, ακριβώς, για το πνευματικό «παιδί» του φωτεινού εκείνου και ακάματου επισκόπου Λάμπης Ευμένιου Ξηρουδάκη. Η Σχολή, δυστυχώς, του Αγίου Πνεύματος σε αυτήν την πιο υπέροχη ώρα τής ζωής της έγινε- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας- «θύμα» της πιο ευχάριστης εξέλιξης για το Κρητικό Ζήτημα, δηλαδή της αυτονομίας που έφερε, στη συνέχεια, την ένωση της Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα. Της λαμπρής αυτής περιόδου ο συγγραφέας ως ακροτελεύτια κείμενα στο βιβλίο του, παραθέτει τον Κώδικα της Μονής του Αγίου Πνεύματος, τον Κανονισμό λειτουργίας τής Σχολής, το Μαθητολόγιο του σχολικού έτους 1896- 97, καθώς και τα ονόματα των φοιτησάντων σε αυτήν κατά τα σχολικά έτη 1906- 07, 1907- 08 και 1908- 09.
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο και συντοπίτη κ. Γεώργιο Ν. Τσιγδινό και γι’ αυτό το τελευταίο αξιόλογο πόνημά του για τη γεραρά Μονή και Σχολή του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς δισταγμό μπορούμε να ομολογήσουμε δημοσία ότι και το δικό του ανύσταχτο ενδιαφέρον για την εν λόγω Μονή και Σχολή του Γένους μας είναι που βοήθησε και συντέλεσε τα μέγιστα στη διάσωση και ανάδειξη του εν λόγω μνημείου. Μετά από τον αείμνηστο κοντοχωριανό του (από τον Βάτο) λόγιο δικηγόρο, Μιχάλη Παπαδάκη, που έδωσε το έναυσμα, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα μέχρι τότε γνωστά μεν αλλά παντελώς και για πολλές δεκαετίες ξεχασμένα στοιχεία της Ιστορίας της Μονής του Αγίου Πνεύματος, μετά, λέγω, τον εν λόγω Μ. Παπαδάκη, είναι ο Γιώργης ο Τσιγδινός, που συνέχισε και βοήθησε αποτελεσματικά στη σημερινή λαμπρή ανάδειξη της εν λόγω Σχολής και Μονής του χωριού του με προσωπικές όσο και συνολικές πρωτοβουλίες, που συνέβαλαν στη διαρκή προβολή του μνημείου, με ποικίλα, επίσης, δημοσιεύματα και εκδόσεις, καθώς και τρεις, στη σειρά, μεγάλες γιορτές που έγιναν στη δεκαετία του 1980 με τη συμμετοχή πλήθους λαού και των αρχών του νομού. Δεν μένει παρά να τον συγχαρούμε και να τον ευχαριστήσουμε θερμά για μια φορά ακόμη και να τον βεβαιώσουμε ότι η τοπική κοινωνία, το Ρέθυμνο και η Κρήτη γενικότερα θα του είναι ευγνώμονες εσαεί.

ΕΝΑΝΤΙ ΣΧΟΛΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ- Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ

ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ
ΕΝΑΝΤΙ ΣΧΟΛΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ-
Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ
ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ

[Εκδόση: Με χορηγία της εφημερίδας Ρεθεμνιώτικα Νέα, Ρέθυμνο 2009, σχ. 8ο (22Χ22), σσ. 106]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
(http://ret-anadromes.blogspot.com)

Θεωρώ γεγονός υψίστης σημασίας την καταγραφή της ιστορίας τού κάθε τόπου χωριστά. Κάθε τέτοια καταγραφή- ακόμα και του μικρότερου οικιστικού χώρου- αποτελεί, οπωσδήποτε, γεγονός υψίστης σημασίας, μεγίστη συνεισφορά και ουσιαστική συμβολή στην τοπική και, κατ’ επέκταση, και στη Γενική Ιστορία. Μακάρι να βρίσκονται οι κατάλληλοι, κάθε φορά, άνθρωποι, που θα σκύψουν με αγάπη και αφοσίωση πάνω από τις γειτονιές, τις πόλεις και τα χωριά μας, μικρά και μεγάλα, για μια έστω και μικρή, αφετηριακή αποτύπωση της ιστορίας και του πολιτισμού τους, αν δεν είναι δυνατή μια ουσιωδέστερη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ιστορική και όχι μόνο καταγραφή και προσέγγιση. Και κάτι τέτοιο, ασφαλώς, αποτελεί πράξη επίσημη και εξαιρετική, που, σε καμιά περίπτωση, δε μπορεί να αποτιμηθεί με τους γνωστούς κανόνες της λογοτεχνικής και ιστορικής κριτικής, γι’ αυτό και, συνήθως, πραγματώνεται και υλοποιείται από ανθρώπους που οι ίδιοι κατάγονται από τον συγκεκριμένο τόπο που καταγράφεται, ώστε, σε τελική ανάλυση, η εργασία τους αυτή να αποτελεί καρπό εύχυμο και αρωματικό βαθιάς ερωτικής αγάπης και νοσταλγίας των πρώτων παιδικών αναμνήσεων από τον περιγραφόμενο τόπο.
Μια τέτοια δουλειά, που εμφανώς έγινε με πολύ κέφι και μεράκι και αποτελεί τέτοιο καρπό ερωτικής προς τον τόπο προσήλωσης και αγάπης είναι και το βιβλίο που γνώρισε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, με τον τίτλο: «Έναντι Σχολής Χωροφυλακής- Ο μετασχηματισμός μιας ρεθεμνιώτικης γειτονιάς μέσα σε μισό αιώνα», του γνωστού δασκάλου, ιστοριοδίφη και συγγραφέα του Ρεθύμνου, κ. Χάρη Στρατιδάκη.
Στο βιβλίο γίνεται λεπτομερής αναφορά στα κτίσματα της γειτονιάς του συγγραφέα και εξετάζεται το ιστορικό και αρχαιολογικό παρελθόν της, που φτάνει μέχρι και αυτά τα ύστερα μινωικά χρόνια, με νεκροταφείο, που, αν μη τι άλλο, σημαίνει ότι κάπου εκεί κοντά θα υπήρξε ένας οικισμός, προπάτορας της Ρεθύμνης, του Rettimo, της Ρεθύμνης και του Ρεθύμνου, για να χρησιμοποιήσουμε τον ωραίο λόγο του συγγραφέα, που αναγράφει το Ρέθυμνο με όλα τα γνωστά ονόματα της διαχρονικής του ιστορικής πορείας και παρουσίας.
Παρότι ο τίτλος του βιβλίου περιορίζεται αυστηρά στη γειτονιά του συγγραφέα, όμως είναι εμφανής σε όλη την έκταση της μελέτης η προσπάθεια του συγγραφέα να εκταθεί σε μια γενικότερη θεώρηση όλης της πόλης του Ρεθύμνου από οικοδομική και κοινωνική άποψη. Γίνεται, έτσι, σαφής και συχνά ικανοποιητική αναφορά και σε κτίσματα πέραν των ορίων της γειτονιάς του συγγραφέα, όπως στο Δημαρχείο και στα Βιβλιοπωλεία της πόλης, στην Ηλεκτρική, στο ιστορικό Ιδιωτικό Σχολείο της Αμαλίας (Ζαννιδάκη), στο ρυμουλκό Εωσφόρος, στο Ορφανοτροφείο, στους χώρους στάθμευσης των λεωφορείων (στη Μεγάλη Πόρτα, τη Γερακάρη, στον Άγνωστο Στρατιώτη και τη Μοάτσου), στους φωτογράφους της πόλης.
Με αφορμή, περαιτέρω, τις φιλικές και κοινωνικές σχέσεις του συγγραφέα με τους συμμαθητές του, κατά τα παιδικά του χρόνια, η καταγραφή εξακτινώνεται και προχωρεί και πιο πέρα και σε πολλά άλλα σημεία της πολιτείας (Γερμανικό Νεκροταφείο, Κουντουριώτη, Κήπο, πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, φθάνοντας μέχρι και τον λόφο του Εβλιγιά, τα Καστελλάκια και τον προφήτη Ηλία), καθώς και σε πολλά άλλα γνωστά στέκια του Ρεθύμνου, όπως ήταν το ζαχαροπλαστείο του Νικολαΐδη, το ποδηλατάδικο του Μπαροτσάκη, το καφενείο των εκπαιδευτικών «του Στάθη», το κατάστημα των καλλυντικών του Ανδρέα Ζωγράφου, το Παλλάδιο Λύκειο, ο ναός των Τεσσάρων Μαρτύρων κ.λπ.
Αλλά και ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου «Ρέθυμνο δεκαετία 1960: μια αυτάρκης οικολογική πόλη» την αναφορά του έχει σε μια σαφώς γενικότερη θεώρηση της οικονομίας του τόπου την περίοδο εκείνη, που βασικός κινητήριος μοχλός της ήταν το ελαιόλαδο. Αναφέρονται, λοιπόν, λεπτομερώς τα λαδάδικα της πόλης και οι λοιπές βιοτεχνίες και βιομηχανίες, αλλά και οι λοιπή επαγγελματική και επιχειρησιακή δραστηριότητα των Ρεθεμνιωτών. Ο συγγραφέας, εδώ, μελετά με εύστοχες αποδείξεις την πορεία του Ρεθύμνου προς το «παντέρμο Ρέθυμνο»- που το τοποθετεί στα 1970- και την ανάκαμψή του και πάλι, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, υπό την επήρεια κυρίως του τουρισμού, που οριστικοποίησε και την αυξητική τάση του Ρεθύμνου, που από τη μεθεπόμενη δεκαετία (1990) μετατράπηκε σε πόλη υποδοχής μεταναστών ελλήνων και αλλοδαπών.
Χαρακτηριστικό στο βιβλίο είναι και το πλούσιο προσωπικό- βιογραφικό στοιχείο, που, συχνά, σημαδεύεται από τη χαρακτηριστική φράση «θυμάμαι ακόμα». Ορισμένα, μάλιστα, από αυτά τα προσωπικά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα διακρίνονται για την εκπληκτική, συχνά αφοπλιστική ειλικρίνειά τους, όπως για παράδειγμα αυτά των σελίδων 37 (για την επίδοση του συγγραφέα κατά τα παιδικά του χρόνια στο σχολείο), 66 (για την συνήθεια του συγγραφέα να καπνίζει), αλλά και 75 (όπου ο συγγραφέας εξομολογείται πώς κέρδισε την αγάπη του προς τη σπηλαιολογία).
Η αναφορά μας αυτή στα επί μέρους θέματα του βιβλίου σκοπόν έχει να προβάλλει και επιδείξει τον εξαιρετικό πλούτο αυτού και επίσης το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και την δαψιλώς παρεχόμενη πληροφόρηση του αναγνώστη για την πόλη μας κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια και μάλιστα στις δεκαετίες 1960- 1980.
Η καταγραφή, όμως, του συγγραφέα δεν περιορίζεται μόνο στα άψυχα, αλλά προσλαμβάνει ακόμα πληρέστερες διαστάσεις με την αναφορά του και στο έμψυχο υλικό πρωταρχικά της γειτονιάς του με μια τάση και πάλι εξακτίνωσης στην πόλη ολόκληρη, αναφέροντας όσο το δυνατόν περισσότερους Ρεθεμνιώτες επώνυμους και ανώνυμους, τους περισσότερους άσχετους προς τη γειτονιά του.
Σαφώς, πάντως- από όλα τα παραπάνω- προκύπτει ότι δεν πρόκειται για έναν, ακόμα, τουριστικό οδηγό της πόλης του Ρεθύμνου, όπως, εξάλλου, τον γνωστό πληρέστατο και ανεπανάληπτο- υπόδειγμα για του είδους αυτού τα βιβλία- οδηγό του ίδιου συγγραφέα και της συζύγου του Αλκμήνης Μαλαγάρη, με τον τίτλο «Ρέθυμνο», που έχει γνωρίσει πάμπολλες εκδόσεις και έχει μεταφραστεί και σε πολλές ξένες γλώσσες. Εδώ, αντίθετα, έχουμε μια προσπάθεια του συγγραφέα να φωτίσει τον καθημερινό βίο και πολιτισμό του παλιού Ρεθύμνου- με κέντρο αναφοράς σε τούτο τη γειτονιά του κατά τα παιδικά του χρόνια- και συχνά, μάλιστα, τα μικρότερα και ασήμαντα που αφορούν στην καθημερινή ζωή, στα παιγνίδια του με τους φίλους του, στην αγορά, στους δρόμους και στις γειτονιές της πόλης, ακόμα και στους απλούς και μοναχικούς ανθρώπους. Ο συγγραφέας επιχείρησε, θεωρώ, κάτι ανάλογο με αυτό που επιχειρήσαμε κι εμείς με τους μαθητές μας στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο μας «Ρέθυμνο 1900- 1950». Και θεωρούμε ότι το βιβλίο μας αυτό τη συνέχειά του έχει στο παρόν βιβλίο του κ. Στρατιδάκη, που αρχίζει μετά το 1950, που εμείς θέσαμε ως όριο και τέρμα της δικής μας μελέτης.
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον εκλεκτό και δόκιμο συμπολίτη μας συγγραφέα κ. Χ. Στρατιδάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των Ρεθεμνιώτικων, και όχι μόνο, Γραμμάτων, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.