H ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ TOY ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΚΟΥΜΠΕ ΡΕΘΥΜΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ ΝΕΣΤΩΡ Ι . ΒΑΣΣΑΛΟΣ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ



ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

H ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΟΥΜΠΕ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

ΚΑΙ Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΗΣ

ΝΕΣΤΩΡ Ι . ΒΑΣΣΑΛΟΣ
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ

[Εκδόσεις «Γραφοτεχνική», Ρέθυμνο 2011, σχ. 4ο (29Χ16,5), σσ. 242]

Με τη μελέτη μας αυτή, για πρώτη φορά, αποδεικνύουμε ότι στη σημερινή Ι. Μονή τού Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ, επί Ενετοκρατίας υπήρχε- παράλληλα με αυτήν τού Σωτήρα Χριστού- και η λατρεία τού αγίου Ιωάννου τού Ερημίτου, του Γουβερνέτου Χανίων. Αυτό βεβαιώνεται τόσο από τα διάφορα σχεδιογραφήματα της Ενετοκρατίας όσο και από την ύπαρξη, την ίδια εποχή, στην περιοχή τής Μονής τής παράκτιας Σκοπιάς του Αγίου Ιωάννου τού Ερημίτου (San Giovanni Eremita), που το όνομά της έλαβε, όπως και το όμορο σε αυτήν ακρωτήριο (όπου βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο) San ZuannePunta di S. Giovanni) από την εν λόγω Μονή, που επί Ενετοκρατίας ήταν ευρύτερα γνωστή ως μονή Αγίου Ιωάννου (του Ερημίτου).
Μελετούμε, περαιτέρω, τους οικιστές τής μονής στα χρόνια τής Ενετοκρατίας (απογραφή 1637), που- όπως και τα περισσότερα τον καιρό εκείνο μοναστήρια- ήταν ιδιωτική και βρισκόταν κάτω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των υιών τού ποτέ (= μακαρίτη) Κωνσταντίνου Βεβέλη, στους οποίους είχε περιέλθει από δωρεά τού Γεωργιλά Κλαροτζάνε στον ποτέ Λουκά Βεβέλη, πατέρα τού Κωνσταντίνου Βεβέλη.
Τέλος, παρακολουθούμε τη νεότερη τής Μονής Ιστορία από την επανίδρυσή της, από τον νεότερο ιδρυτή της Νέστορα Βασσάλο, μέχρι σήμερα και την εν γένει κοινωνική, πολιτιστική και πνευματική προσφορά της στον τόπο.
Είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που αξιωθήκαμε να εκπληρώσουμε το χρέος μας προς την ιερή μορφή τού θρυλικού Γέροντος Νέστορος Βασσάλου, παρουσιάζοντας την πρώτη αυτήν αυτοτελή βιογραφική ανάδειξη τής προσωπικότητάς του, του έργου και της προσφοράς του προς την πόλη μας και τον πνευματικό πολιτισμό της.
Είναι τα έτη, κυρίως, από το 1915 μέχρι το 1957, που σημαδεύτηκαν από την παρουσία του, που, κατά κοινή ομολογία και μαρτυρία, αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα και ορόσημο πνευματικότητας για την πόλη μας. Ο όλος βίος του, η αγία πολιτεία του, η φιλανθρωπία του, η αγάπη του προς τον άνθρωπο και η σημαντική προσφορά του στον πολιτισμό αυτού τού τόπου, με την πολύχρονη διδασκαλία τής ζωγραφικής τέχνης και αγιογραφίας στους νέους, σε μιαν εποχή ιδιαίτερα μίζερη και εξαθλιωμένη, τον έκαναν να αγαπηθεί ιδιαίτερα από τους Ρεθεμνιώτες, που προσέτρεχαν όλοι τους αθρόοι, νέοι και γέροι, στο μοναστήρι του, την κυψέλη αυτήν της χάριτος. Όλα αυτά και, περαιτέρω, η κατά τρόπον θαυμαστό ανεύρεση και επαναλειτουργία από τον ίδιο μιας παντελώς, μέχρι τότε, άγνωστης ορθόδοξης μονής τής Ενετοκρατίας, που αγαπήθηκε ιδιαίτερα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να αγαπάται και να προσφέρει πολλαπλώς στο πνευματικό στερέωμα τού Ρεθύμνου, θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αναδείξουν τον Νέστορα σε πολιτιστικό παράγοντα του τόπου και να τον προβάλλουν ως λαμπρό παράδειγμα προς μίμησιν από τους μεταγενεστέρους.

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ- ΚΥΠΡΙΑΔΟΥ



πρωτ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Δ. ΚΑΒΡΟΥΛΑΚΗ
Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ- ΚΥΠΡΙΑΔΟΥ
                          (Η Κ Α Ρ Τ Ε Ρ Ο Υ Σ Α)

[Εκδόσεις «Σαΐτης», Αθήνα 2011, σχ. 8ο (21Χ15), σσ. 144]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://www.ret-anadromes.blogspot.com

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε με το σημείωμά μας αυτό καίτοι αναφέρεται σε έναν άγνωστο για το Ρέθυμνο ναό τής Αθήνας, όμως, κάπου, σχετίζεται, θεωρώ, και με την πόλη μας και περικλείνει, γενικότερα, σπουδαίο ενδιαφέρον. Πρόκειται για το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο: «Ο ιερός ναός Κοιμήσεως τής Θεοτόκου- Κυπριάδου (Η Καρτερούσα)», του πρωτ. π. Εμμανουήλ Δ. Καβρουλάκη.
Και πρώτα- πρώτα ο π. Εμμανουήλ Καβρουλάκης, από τους Αρμένους Χανίων καταγόμενος, είναι πολύ γνωστός και στην πόλη μας, το Ρέθυμνο, από την πολύχρονη διακονία του τόσο στη Μικρή Παναγία, όσο και στο Μοναστηράκι Αμαρίου, την «πρώτη του αγάπη», όπως, συχνά, το αποκαλεί με τους φίλους του, γιατί «δεύτερη» θα καθίστατο, με τον καιρό, η «Παναγία η Καρτερούσα», στην Αθήνα, αυτό το προσωπικό μεγάλο δημιούργημά του. Από αυτόν τον τελευταίο ναό τής Μικρής Παναγίας Ρεθύμνου μετέβη, τον Φεβρουάριο τού 1977, στην ως άνω ενορία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου- Κυπριάδου, και, έκτοτε, έθεσε μοναδικό σκοπό τής ζωής του την ανέγερση τού παραπάνω περικαλλούς ι. ναού. Και ο π. Εμμανουήλ τα κατάφερε με τη βοήθεια τού Θεού και των πολλών και λαμπρών συνεργατών του εν μέσω απείρων μόχθων, κόπων, απογοητεύσεων, προπηλακισμών αλλά και πολλών και ωραίων αγώνων, διοργανώνοντας ποικίλες εξορμήσεις, εκδηλώσεις και ερανικές επιτροπές προς ανεύρεση των απαιτούμενων χρημάτων. Και όλα αυτά έγιναν με αγάπη και πάντοτε «εν καρτερία», γι’ αυτό και «Καρτερούσα» επονόμασαν την Παναγία, που τόσα χρόνια (από το 1923) «καρτερούσε» υπομονετικά την ίδρυσή της, από τότε που ο μακαρίτης Επαμεινώνδας Κυπριάδης, γεωπόνος- μηχανικός, είχε δωρίσει τον συγκεκριμένο χώρο για την ανέγερση ι. ναού. Και λέγεται, έκτοτε, η περιοχή τού ναού «Κυπριάδου», από τον άνθρωπο αυτόν, που, έχοντας πολλά οικόπεδα στην κατοχή του, πήγε στις αρμόδιες υπηρεσίες τής Αθήνας και ζήτησε να τα εντάξουν στο σχέδιο πόλεως τής Αθήνας και εκείνος θα ήταν υποχρεωμένος να άφηνε χώρους για εκκλησία, σχολείο, πάρκα, πλατείες και άλλους κοινόχρηστους χώρους. Και οι αρχές, τώντις, προώθησαν σχετικό Βασιλικό Διάταγμα (Δεκέμβριο 1923) «περί εγκρίσεως, τροποποιήσεως και επεκτάσεως» τού σχεδίου πόλεως Αθηνών και δημιουργήθηκε η συνοικία Κυπριάδου.Πρόκειται, ακριβώς, για την πρώτη Κηπούπολη της Αθήνας και μια από τις ωραιότερες και υγιεινότερες συνοικίες της. Και κάτι άλλο ακόμα. η Κυπριάδου υπήρξε περιοχή καλλιτεχνών, συγγραφέων και διανοουμένων. Εκεί δημιουργήθηκε μια συγκέντρωση εργαστηρίων γνωστών ζωγράφων, αντιπροσώπων εν μέρει της Γενιάς του '30. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν οι ζωγράφοι Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς, Ουμβέρτος Αργυρός, Σπύρος Βικάτος, Γιάννης Σπυρόπουλος, Γιώργος Βακαλό κ.ά. Επίσης, εδώ διιέμενε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, ο συγγραφέας και ακαδημα'ι'κός Σπύρος Μελάς, ο Δ. Γληνός, ο Σπυρ. Μαρινάτος, ο Θ. Βέγγος, ο αρχιμουσικός Αντίοχος Ευαγγελάτος και άλλοι.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα πράγματα με την εκκλησία και επί των ημερών τού καλού Λευίτη π. Εμμανουήλ Καβρουλάκη, τού Κρητός, το θαύμα συντελέσθηκε και ο ναός έλαβε σάρκα και οστά και έγινε πραγματικότητα (θεμελίωση 1980- εγκαίνια 1995). Πρόκειται, αλήθεια, για έναν ναό εντυπωσιακό, ευρύχωρο, πάμφωτο, πιστό αντίγραφο τής Αγιά- Σοφιάς στην Κωνσταντινούπολη, αλλά με σύγχρονες προδιαγραφές. Και επί πλέον, θαυμάσια ευπρεπισμένο με σπάνιας ωραιότητας ξυλόγλυπτα (τέμπλο, παγκάρια, προσκυνητάρια κ.λπ), αλλά και πλήρως αγιογραφημένο (κατάγραφο) με εξαίρετης τέχνης βυζαντινές αγιογραφίες.
Να σημειώσουμε, τέλος, ότι στον εν λόγω ναό τής Παναγίας Κυπριάδου με αίτηση τού π. Εμμανουήλ Καβρουλάκη προς τον τότε Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρό Τίτο, χορηγήθηκε ένας σπόνδυλος από τα μαρτυρικά λείψανα των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων τής πόλης μας, που έκτοτε καθαγιάζει το δημιούργημά του, ενώ στη ΒΔ γωνία τής αυλής τού ναού έχει στηθεί χάλκινη προτομή τού σπουδαίου Μικρασιάτη αγιογράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, γιατί ο Κόντογλου, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας και σημειώνουμε παραπάνω, έζησε τα περισσότερα χρόνια τής ζωής του στην εν λόγω ενορία, όπου βρίσκεται και η οικία του (επί τής οδού Βιζυηνού 16), ενώ σε αίθουσα Μουσείου εκτίθενται προσωπικά τού άνδρα και τής αγιογραφικής τέχνης του αντικείμενα. Να υπενθυμίσουμε, με την ευκαιρία, ότι εξαιρετικά εικονίσματα τού εν λόγω μεγάλου βυζαντινού αγιογράφου, του Πατέρα, θα έλεγα, των νεοελλήνων βυζαντινών αγιογράφων, φιλοξενούν στην πόλη μας και οι ι. ναοί των Τεσσάρων Μαρτύρων, του αγίου Νικολάου τής ομώνυμης συνοικίας τής πόλης μας, του αγίου Διονυσίου Περιβολίων και του ομώνυμου ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων, στον γενέθλιό τους τόπο, στις Μέλαμπες.
Ευχαριστούμε τον π. Εμμανουήλ Καβρουλάκη για την ευκαιρία που μας έδωσε με το σημείωμά μας αυτό να πλησιάσουμε το μεγαλόπνοο αυτό έργο του και να γνωρίσουμε πράγματα που μας ενδιαφέρουν ως Κρητικούς, αλλά και ως Ορθόδοξους Έλληνες.

ΝΙΚΗΣΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


ΜΑΝΟΛΗ Ι. ΚΟΥΝΟΥΠΑ

ΝΙΚΗΣΕ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
[Έκδοση «Γραφοτεχνική Κρήτης», Ρέθυμνο 2011, σχ. 8ο (24 Χ 17), σσ. 171+Παραρτήματα]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/

Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε, συνήθως, ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος καταγράφει ο ίδιος την ιστορία τής ζωής του ή ενός μόνο μέρους αυτής. Η αυτοβιογραφία, στις περισσότερες περιπτώσεις, γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί. Στην αυτοβιογραφία ανήκει και το Ημερολόγιο, στο οποίο βιογράφος είναι αυτός ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος και αφορά στη συστηματική καταγραφή από ένα άτομο των πιο σημαντικών γεγονότων τής προσωπικής του ζωής. Κατά κανόνα δεν γράφεται για να δημοσιευτεί ή να διαβαστεί από άλλους πλην τού ίδιου τού συγγραφέα του. Γι’ αυτό και ειδικά χαρακτηριστικά αναγνώρισης τού ημερολογιακού είδους είναι ο προσωπικός- εξομολογητικός χαρακτήρας του, η κυριαρχία τού α΄ ρηματικού προσώπου, η αποσπασματικότητα και το γεγονός ότι στην καταγραφή είναι όλα ιδωμένα κάτω από την οπτική γωνία τού ατόμου που κρατά το ημερολόγιο.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά τού είδους ανευρίσκουμε πλουσίως στο βιβλίο που γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας με τον εντυπωσιακό και πρωτότυπο τίτλο «Νίκησε δυο φορές το θάνατο», τού συνταξ. οδοντιάτρου και λογοτέχνη κ. Μανόλη Ι. Κούνουπα, ώστε να μπορούμε να το κατατάξουμε στο είδος αυτό τής ημερολογιακής αυτοβιογραφίας.
Στο Ημερολόγιό του ο αυτοβιογραφούμενος Παντελής Σαββάκης καταγράφει βήμα προς βήμα, με έναν χαρισματικό ερασιτεχνισμό που συναρπάζει τον αναγνώστη, την καθημερινή του ζωή, την οποία διηγείται με εξαιρετική στωικότητα και απρόσμενη ωριμότητα παρά το νεαρότατο τής ηλικίας του, ήταν μόλις είκοσι χρονών! Το ημερολόγιό του καθίσταται, στη συνέχεια, μια αποκάλυψη με τη φωνή ενός νέου, που ενσωματώνει μέσα της τη φρίκη και τα δεινά τού πολέμου και αποκορυφώνεται στην έκφραση όλου τού πατριωτικού και αντιπολεμικού μένους τής ψυχής του. Θα ήταν ευχής έργο η διάσωση Ημερολογίων τού είδους αυτού, που είναι αυτή ίδια η ιστορία τού τόπου μας γραμμένη σε πρώτο χέρι, αυθεντική, γνήσια, καθαρή από ανθρώπους που έζησαν και βίωσαν «στο πετσί» τους την ανατριχίλα και την αποστροφή των γεγονότων- πβ., στο σημείο αυτό, και το γνωστό Ημερολόγιο τής Γερμανοεβραίας έφηβης Άννας Φράνκ, αυτήν την de profundis (εκ βαθέων) αποκάλυψη με τη φωνή ενός παιδιού, που ενσωματώνει τη αποτροπιασμό τού φασισμού περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο τής Νυρεμβέργης (Jan Romein).
Έτσι και το «Νίκησε δυο φορές το θάνατο» αποβαίνει το εκφραστικό µέσο µιας νεωτερικής αντίληψης τού πολέµου και τής υποκειµενικής έκφρασης τής πραγµατικότητας. ∆εν πρόκειται εδώ για την ηρωική μόνο διάσταση τού πολέµου, αλλά για µια πραγµατικότητα φρικιαστική, έτσι, ακριβώς, όπως βιώνεται από τον ανθυπολοχαγό Παντελή Σαββάκη και καταγράφεται στο ηµερολόγιό του, σύμφωνα, θεωρώ, με τον τρόπο και του λοχία Κωστούλα στη «Ζωή εν Τάφω» τού Μυριβήλη.
Είναι η φρίκη τής ανθρωποσφαγής των χαρακωµάτων, οι άθλιες συνθήκες πείνας, κρύου και μαρτυρίου. Το αντιπολεµικό µήνυµα τού έργου αναδεικνύεται µέσα από την ωµότητα τής ρεαλιστικής περιγραφής που χρησιµοποιεί τη αποστροφή και τον θάνατο ως µέσον απώθησης που εξισώνει όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς, κάτω από το βάρος τής συντριβής τής ανθρώπινης ύπαρξης.
Η αυθεντικότητα τής πρώτης ύλης, το βάρος τής προσωπικής εµπειρίας και η αντιπολεµική ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή την αµεσότητα τού ρεαλισµού. Ο ήρωας άλλοτε εκθέτει πλήρη σχέδια δράσης, στρατηγικής και αντιμετώπισης τού εχθρού, άλλοτε σού μεταφέρει τον ενθουσιασμό και τη χαρά τής επιτυχούς έκβασης των επιχειρήσεων και άλλοτε την πικρή γεύση και την παγωμάρα τού θανάτου. Η εσωτερικευµένη, όμως, πραγματικότητα επιτρέπει, κάποτε, λυρικές εξάρσεις και έντονη συναισθηµατική φόρτιση. Ο ρεαλισµός τού Σαββάκη παραμένει λυρικός χωρίς να αναιρείται ούτε η αυθεντικότητα τής πραγματικής έντασης τού πολέμου, ούτε και η εσωτερικευµένη βίωσή του. Φρικιαστικές σκηνές αιχμαλωσίας- Ιταλοί να αυτομολούν και να αυτοπαραδίδονται στους Έλληνες- πείνας και απαισιοδοξίας εναλλάσσονται ξαφνικά με σκηνές δύναμης, αισιοδοξίας, βαθιάς επιθυμίας για ζωή και χαράς αναστάσιμης. Άλλωστε, µμοναδική διέξοδος από τον παραλογισμό τού πολέμου είναι η αγάπη για τη ζωή και η ερωτική έλξη για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Σκηνές αλτρουισμού και καλοκαγαθίας από εντελώς άγνωστους και, συχνά, άλλης εθνικότητας ανθρώπους (Μανταλένα, ένας φύλακας Άγγελος) καταμαρτυρούν ότι η αγάπη και η καλοσύνη έχουν διεθνή γλώσσα. Η πολύ συγκεκριμένη και πολύ τραυματική εμπειρία τού πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναµη τής φύσης, ως φυσικής ανάγκης επιβίωσης. Αργότερα, όμως, καταλήγει σε έναν οικουµενικό ανθρωπισµό, που ποτίζεται από τους ίδιους τους ανθρώπους- ήρωες τού έργου, την αξιοπρέπειά τους και την πνευματική τους ελευθερία.
Βλέπουμε, περαιτέρω, και διδασκόμαστε από το παράδειγμα τού ήρωα πως οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες τής ζωής καθίστανται στον άνθρωπο δύναμη, δημιουργώντας του αντιστάσεις και ικανότητα στο μυαλό να σκέφτεται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητεί τη βοήθεια τού Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων τής ψυχής του. Και καλύτερη µαρτυρία γι’ αυτό δεν µπορεί να είναι παρά αυτή η προσωπική τού ήρωα Παντελή Σαββάκη αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο, που παραµένει, άλλωστε, ο συνεκτικός ιστός τής σκέψης του και ολόκληρου τού έργου του στην εξελικτική του πορεία και μαρτυρία. Αυτό, εξάλλου, είναι που τον έκανε να νικήσει δυο φορές τον θάνατο και μετά από επανειλημμένες μεταπτώσεις σε καταστάσεις ψυχικής ανεπάρκειας και αδυναμίας ο ήρωας να επανέρχεται και πάλι με όλη τη δύναμη τής ψυχής και την αμετάθετη αποφασιστικότητά του να βγει, και πάλι, νικητής στη ζωή και τον θάνατο. «Ήμουν, σημειώνει σε κάποιο σημείο των σημειώσεών του, καλά στο ηθικό μου και παρακαλούσα το Θεό, να μη χάσω τα λογικά μου. Όλα μου φαίνονταν σαν να ζούσα ένα εφιαλτικό όνειρο. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς βρέθηκα σ’ αυτό το άθλιο άντρο, πώς περνούσα, πώς πέρασα όλες αυτές τις ατέλειωτες φοβερές νύχτες χωρίς να τρελαθώ, απομονωμένος από τον έξω κόσμο, χωρίς να ξέρω αν είναι ημέρα ή νύχτα, χωρίς καμιά μα καμιά επικοινωνία». Δεν άφησε η ατέρμονη αγάπη του για τη ζωή ούτε στιγμή την απογοήτευση να φωλιάσει μέσα του και να τον καταβάλει, αλλά μονίμως η ψυχή του φωτιζόταν από τη δύναμη τής θέλησης, της υπομονής και τής ελπίδας. Δεν άφησε ούτε στιγμή τη σκέψη του να θολώσει, μπροστά σε αναπάντεχα περιστατικά και εξελίξεις και ήταν το μέγεθος τού εκάστοτε αναφαινόμενου προβλήματος που κινούσε τις δυνάμεις τής ψυχής. Έχουμε ένα μοναδικό παράδειγμα θάρρους και ευψυχίας για τους νέους μας, που, για τον λόγο αυτόν, πρέπει το εν λόγω βιβλίο να φθάσει στα χέρια τους και να το διαβάσουν. Έχουν πολλά, μα πολλά να ωφεληθούν!
Ο κ. Μανόλης Κούνουπας κατάφερε στο βιβλίο του αυτό και ζωντάνεψε σε ένα σημαντικό για τα νεοελληνικά γράμματα έργο- ύμνο στη ζωή και την ειρήνη τις παραπάνω μνήμες- σημειώσεις τού Παντελή Σαββάκη από τα χαρακώματα τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μιλάει με τη φωνή του- ή, καλύτερα, με τα χειρόγραφά του.
Η μετατροπή τους σε αφηγηματικό λόγο από την πένα τού κ. Μανόλη Κούνουπα έγινε κατά τον αριστοτεχνικότερο τρόπο. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί πρόσωπα, στήνει σκηνικά δράσης και γενικά φωτίζει την αφήγησή του με ποικίλες άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες. Ασήμαντα γεγονότα ο συγγραφέας τα παρουσιάζει συνοπτικά, με την συμπύκνωση τού χρόνου, ενώ σε αυτά που τα θεωρεί περισσότερο σημαντικά εστιάζει επιτυχώς με την παράταση τής χρονικής διάρκειας. Δεν περιορίζεται στην περιγραφή των γεγονότων, αλλά τα παρουσιάζει όλοζώντανα σαν να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας. Συμμετέχει, πράγματι, σε αυτά ενεργά βιώνοντας το πρωτότυπο κείμενο τού αυτοβιογράφου του και συμμετέχοντας σε αυτό ως πρωταγωνιστής ή ως αυτόπτης μάρτυρας. Αυτοβιογράφος- συγγραφέας μιλούν στην ίδια γλώσσα και στο κείμενο επιτυχώς επικρατεί το α΄ ρηματικό πρόσωπο τού πρωτότυπου κειμένου. Πετυχαίνει ομαλή μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο, προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη με τεχνητές επιβραδύνσεις τής δράσης, όταν και όπου χρειάζονται, ενώ με την καλλιέπεια και κομψότητα τού λόγου τού προσφέρει γενναιόδωρα την αισθητική απόλαυση.
Ο κ. Μανόλης Κούνουπας είναι άξιος τού «δικαίου επαίνου» αλλά και τής αγάπης όλων των Ρεθεμνιωτών και γι’ αυτό το νέο πόνημά του, που αποτελεί, τώντις, περισπούδαστη και κεφαλαιώδους σημασίας μελέτη για τον τόπο μας. Στη συγγραφή του αυτήν προχώρησε, γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι ο άνθρωπος σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενεστέρους. Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον ακούραστο φίλο και δόκιμο συγγραφέα τής πόλης μας και τού ευχόμαστε ο Θεός να τού χαρίζει δύναμη και υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των "ρεθεμνιώτικων Γραμμάτων", στα οποία η μέχρι σήμερα συμβολή του είναι τόσο μεγάλη και ουσιαστική.