Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΤΣΙΠΟΠΟΥΛΟ - Απάντηση στον κ. Ελευθέριο Ν. Σκανδάλη

Τοπωνυμικά


Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΑΤΣΙΠΟΠΟΥΛΟ
    (Απάντηση στον κ. Ελευθέριο Ν. Σκανδάλη)


              ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ




Με πολύ ενδιαφέρον παρακολούθησα το άρθρο τού Δρος Οικονομολόγου κ. Ελευθερίου Ν. Σκανδάλη γύρω από την προέλευση τού ονόματος Ατσιπόπουλο, του γνωστού σε όλους μας και προσφιλούς οικισμού τού Ρεθύμνου (βλ. εφημ. «Κρητική Επιθεώρηση» 8/1/2014 και «Ρέθεμνος» 11/1/2014). Όμως, η ιστορική και κυρίως η γλωσσολογική εδραίωσή του, καθώς και το πνεύμα που διέπει το όλο κείμενο με βρίσκουν παντελώς αντίθετο!
Πρώτον ο  συντάκτης τού ως άνω άρθρου φαίνεται σαν να επιδιώκει να «επιβάλει» τη λατινογενή – βυζαντινή προέλευση τού τοπωνυμίου και να αποκλείσει τους περί αφρικανικής- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- προέλευσης τού τοπωνυμίου ισχυρισμούς ορισμένων, μέθοδος που επιστημονικά δεν είναι αποδεκτή. Επίσης, η ενασχόλησή μου για δύο, κοντά, δεκαετίες με 8000, περίπου, τοπωνύμια τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου (39 συνολικά χωριά) και η ετυμολογία αυτών με γνώμονα πάντοτε την ιστορία και τη γλωσσολογική επιστήμη, με κάνει να θεωρώ ως, τουλάχιστον, ατυχή την άποψη τού κ. Σκανδάλη ότι δεν μπορεί η ετυμολογία των τοπωνυμίων να γίνεται με «όρους γλωσσολογικών κανόνων» (sic). Αυτό είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτό το ίδιο το όνομα- και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα που δεν είναι γλώσσα συμβατική- απηχεί τη βαθύτερη ουσία, αυτήν την ίδια την «ταυτότητα» τού όντος και επ’ αυτού είναι γνωστός ο λόγος τού Αντισθένη «ἀρχή παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» ή του θείου Πλάτωνα που δίδασκε ότι «ὅς ἂν τά ὀνόματα εἲδῃ, εἲσεται καί τά πράγματα» (από τα ονόματα, δηλαδή, γνωρίζουμε και τα πράγματα). Στην ιστορική, περαιτέρω, εδραίωση τής άποψης τού κ. Σκανδάλη δεν διέκρινα πειστική από επιστημονικές πηγές τεκμηρίωση, αλλά, μάλλον, μία σειρά προσωπικών «υποθέσεων» για τον βυζαντιακό χαρακτήρα τού οικισμού και τη «λατινογενή» προέλευση του μακροτοπωνυμίου, χωρίς, πάντως, και να εξηγεί τι, τελικά, σημαίνει η λέξη «Ατσιπόπουλο» [κάπου αναφέρονται αόριστα κάποια βαπτιστικά (;;;) Ακτζιπόπουλο και Πρινιακός, που το τελευταίο, του γειτονικού οικισμού «Πρινές», γιατί να μην είναι φυτωνυμικό;]. Οπότε, με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε ασφαλείς ετυμολογικές προσεγγίσεις.
Τέλος, στο συγκεκριμένο άρθρο διακρίνω μια προσπάθεια «εξωραϊσμού» τού τοπωνυμίου (να μην είναι αφρικανικό), που δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Μάλιστα, στο παρελθόν ένιωσα την ανάγκη να «απαντήσω» δημοσία σε εκλεκτό, και πάλι, τέκνο τού Ατσιπόπουλου, στον Αντιστράτηγο ε.α. κ. Νικόλαο Σαμψών, όταν με δημοσίευμά του στην «Κρητική Επιθεώρηση» (1/10/2004) πρότεινε «να αντικατασταθούν τα [τοπωνυμικά] απομεινάρια τής Τουρκοκρατίας με ελληνικές λέξεις». Απάντησα και πάλι δημοσία με δύο άρθρα μου («Κρητική Επιθεώρηση» 7/10/2004 και «Κρητική Επιθεώρηση» 5/11/2004) με τα οποία υποστήριζα ότι με την προτεινόμενη, συχνά, μετονομασία ξένων και ειδικά τουρκικών τοπωνυμίων περιφρονείται και αλλοιώνεται ένα μέρος τής Τοπικής μας Ιστορίας, τα δε συνδεόμενα προς αυτά τα τοπωνύμια ιστορικά ζητήματα αγνοούνται και παραμερίζονται παντελώς. Και- όπως παρατήρησε ο ρεθεμνιώτης Γλωσσολόγος, Καθηγητής τής Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, αείμνηστος Γ. Κουρμούλης- «η απώλεια και ενός μόνον τοπωνυμίου είναι πολλές φορές μεγάλης σημασίας, γιατί είναι ενδεχόμενο να παρασύρει μαζί του στο σκοτάδι ένα ιστορικό γεγονός, μια σελίδα του τόπου στον οποίο αυτό υπήρχε». Και, φυσικά, είναι δυνατόν την ιστορική πραγματικότητα ενός τόπου να την διασώζει αυτό μόνο το τουρκικό (ή περσικό ή αφρικανικό ή οποιοδήποτε άλλο) τοπωνύμιο, ενώ αυτό που θα δώσουμε εμείς, στη συνέχεια, προς αντικατάστασή του, να είναι εντελώς άσχετο προς αυτήν και απλά να εξυπηρετεί έναν κακώς εννοούμενο εξευγενισμό.
Σε αυτήν την ατυχή λύση περιέπεσαν οι Νομαρχιακές Επιτροπές (Ν. 4096/ 1929) και τα Συμβούλια Τοπωνυμίων (άρθρο 23 και 24 του Α.Ν. 1488/ 1938), που συστάθηκαν από την Πολιτεία κατά το έτος 1929, με τον σκοπό τής Μετονομασίας κάποιων τοπωνυμίων τής Χώρας. Οι Επιτροπές αυτές ανέλαβαν να μετονομάσουν όχι μόνο τουρκικά, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά τοπωνύμια, που, παρετυμολογούμενα, θεωρήθηκαν ως υβριστικά από τους κατοίκους ορισμένων περιοχών. Και ανέφερα, στα παραπάνω άρθρα μου, άφθονα τέτοια παραδείγματα «εξωραϊστικής» καταστροφολογίας, που μετονόμασαν ιστορικής σημασίας τοπωνύμια με κοινότυπα νεοελληνικά ονόματα, χωρίς καμιά ειδική βαρύτητα, γιατί μερικοί άσχετοι κοινοτικοί άρχοντες τα θεώρησαν ως…. τουρκικά ή οτιδήποτε άλλο.
Έτσι, η ονομασία τού χωριού Σκιλλούς (από το αρχαίο σκίλλα= σχίνος, πβ. και το αρχαίο Σκιλούς στην Πελοπόννησο) παρετυμολογήθηκε προς το σκύλος και μετονομάστηκε στο εντελώς άσχετο όνομα Καλλονή(!) (125/21.5.56 ΦΕΚ τ. Α΄). Παρόμοια το Δελημανωλιανά από το νεοελληνικό όνομα Δελημανώλης (πβ. ΔεληγιάννηςΔεληγιώργης), μετονομάστηκε σε Κοιλάδα, ενώ ο συνοικισμός Μουχτάρω με πολλή ευκολία μετονομάστηκε σε Ευαγγελισμό (για την υπάρχουσα, ασφαλώς, εκεί ομώνυμη εκκλησία), χωρίς να ληφθεί υπόψη η σύνδεση του τοπωνυμίου προς το βυζαντινό Μουρτάριοι, την οποία είχε καταδείξει πιο πριν ο κρητολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης. Το χωριό τού Νίκου Καζαντζάκη, Βαρβάρω, μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο, χωρίς να ληφθεί, και πάλι, υπόψη ότι στους Βυζαντινούς χρόνους «βάρβαροι» ονομάζονταν οι ξένοι μισθοφόροι, οπότε  το πρώτο όνομα τού χωριού απηχούσε μίαν ιστορική πραγματικότητα, αφού συσχετιζόταν με τη διαμονή, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, σε αυτό «ξένων μισθοφόρων». Τέλος, αναφέραμε το τοπωνύμιο Κανλί  Καστέλι (=ματωμένο φρούριο)- στο οποίο, καίτοι τουρκικό, διατηρούνταν σπουδαία ανάμνηση τής αιματηρής μάχης και πανωλεθρίας που έπαθαν οι Τούρκοι από τους Βενετο- κρητικούς στο μέρος αυτό. Το Κανλί Καστέλι, λοιπόν, με πολλή ευκολία και πάλι, μετονομάστηκε- απλά για τη δίκλιτη ομώνυμη εκκλησία του, όπως παραπάνω και το Βαρβάρω- σε Προφήτη Ηλία (!) (ΒΔ 20.9.55). Όμως, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει, αυτό το τελευταίο όνομα δεν έχει να διασώσει τίποτε απολύτως από την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία του τόπου, πράγμα που το επιτύγχανε μόνο το τουρκικό.
                                  *           *           * 
Μετά από αυτά τα γενικά στοιχεία προχωρώ στο επίμαχο θέμα τού ονόματος τού προσφιλούς οικισμού τής πόλης μας. Η απάντησή μου υπάρχει καταγεγραμμένη στο βιβλίο μου «Τοπωνυμικό τής Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου (και από 1/1/2011 Δήμου Αγίου Βασιλείου Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου)», Ρέθυμνο 2011, σελ. 656. Στο βιβλίο μου αυτό παραθέτονται 8000, περίπου, τοπωνύμια, τα οποία ετυμολογούνται, αιτιολογούνται και επεξεργάζονται λεπτομερώς, καθώς και εισαγωγικά στοιχεία (γεωγραφικά, πληθυσμιακά, ιστορικά, αρχαιολογικά, λαογραφικά κ.λπ) για κάθε χωριό (39 συνολικά χωριά) της εν λόγω επαρχίας. Το εν λόγω βιβλίο μου εκδόθηκε από τη Γραφοτεχνική Ρεθύμνου, ως Ε΄ τόμος στη σειρά των Πρακτικών τού «Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την επαρχία Αγίου Βασιλείου» (Πλακιάς 2008).
Ετυμολογώντας. λοιπόν, το μακροτοπωνύμιο «Ατσιπάδες», ανάμεσα σε αρκετές απόψεις που παραθέτω διαφόρων ερευνητών, ξεχωρίζω την άποψη τού επιφανούς και σοφού Κρητολόγου Στεφάνου Ξανθουδίδη, που ο ίδιος την αποδίδει και για την ετυμολογία τού μακροτοπωνύμιου «Ατσιπόπουλο». Κατά τον Ξανθουδίδη, λοιπόν, οι Ατζιπάδες ήταν στρατιώτες μισθοφόροι ή δορυφόροι και σωματοφύλακες, μελαψοί στο χρώμα, επίσης, μισθοφόροι Άραβες ή Αφρικανοί από αυτούς που πολλούς και από διάφορες χώρες αριθμούσε ο στρατός των Βυζαντινών. Γιατί, λοιπόν, να αρνηθούμε αυτήν την ιστορική πραγματικότητα των βυζαντινών στρατευμάτων, προσπαθώντας να «ωραιοποιήσουμε» το όνομα τού Ατσιπόπουλου ότι δεν είναι αφρικανικό;
Η λέξη κατά τον Ξανθουδίδη δεν φαίνεται να είναι ελληνική. Πιθανότατα πρόκειται για βαρβαρική, που προσαρμόστηκε, όμως, στο ελληνικό κλιτικό σύστημα, με τη συνήθη κατάληξη –άς. Ο Ξανθουδίδης πιστεύει ότι πρόκειται για την περσική λέξη sipahi ή sipah, που δηλώνει τον στρατιώτη (πβ. τούρκ. Σπαχής και αγγλ., στην Ινδία, Sipahi Sepoys και γαλλ., στην Αφρική, spahis= έφιππα τάγματα ιθαγενών Αράβων και Ινδών). Τη λέξη αυτήν παρέλαβαν οι Βυζαντινοί είτε απ’ ευθείας ή διά των Αράβων και διά του προθετικού [α] και τσιτακισμού την έκαμαν ατζυπάς, -άδες (sic).
Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της ανεύρεσης της λέξης Ατσιπάς στην Κρήτη- και μάλιστα ως ονόματος διαφόρων χωριών- ο Στ. Ξανθουδίδης θεωρεί ότι η διασπορά αυτή έγινε με τους στρατούς τού Νικηφόρου Φωκά που ανέκτησαν την Κρήτη, μετά από σκληρούς και αιματηρούς αγώνες, από τους Άραβες, ανάμεσα στους οποίους στρατιώτες θα υπήρχαν, ασφαλώς, και μισθοφόροι Ατσιπάδες. Γνωρίζουμε δε ότι ο συνετός στρατηγός, στη συνέχεια, μετά την κατάκτηση τού νησιού και προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχή του, αλλά και προς ενίσχυση τού ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού, κατοίκησε πολυάριθμους παλαίμαχους στρατιώτες του και μισθοφόρους, μοιράζοντας την Κρητική γη σε αυτούς . τότε, μαζί με τους λοιπούς Έλληνες, κατοίκησαν στη Μεγαλόνησο και Αρμένιοι (γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουν τέσσαρα χωριά «Αρμένοι» στο νησί, καθώς και «Αρμενοχώρι»), Τσάκωνες (πβ. χωριό: «Τσακώνω»), Σλάβοι (πβ. χωριά «Σκλάβοι», «Σκλαβεροχώρι» και άλλοι Βάρβαροι (χωριά: «Βάρβαροι» και «Βαρβάρω»= μισθοφόρων), αλλά και Ατσιπάδες [πβ. «Ατσιπάδες» (Κοξαρές), «Ατσιπάδες» (Μεγάλης Βρύσης Μονοφατσίου), «Ατσιπάδες» (δήμου Αρκαλοχωρίου), αλλά και «Ατσιπόπουλο» Ρεθύμνου και σημαίνει, λοιπόν, αυτό το τελευταίο, στρατιώτες μισθοφόρους ή δορυφόρους και σωματοφύλακες εκ διαφόρων χωρών από τους οποίους αριθμούσαν πολλούς τα βυζαντινά στρατεύματα, άρα το τοπωνύμιο, ως έχει, διασώζει- όπως έχουμε, ήδη, προαναφέρει- μίαν ενδιαφέρουσα ιστορική πληροφορία!
Αυτή θεωρώ ότι είναι η μόνη, μέχρι σήμερα, επιστημονικά αποδεκτή άποψη για το όνομα τού Ατσιπόπουλου και από ιστορικής και γλωσσολογικής άποψης, άποψη καθαρή, χωρίς άστοχες προσπάθειες εξωραϊσμού, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα τού Βυζαντίου και μάλιστα επί των χρόνων τού λαοφίλητου για μας τους Κρητικούς Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, που έζησε και δραστηριοποιήθηκε στα τελευταία χρόνια τής Αραβικής κατάκτησης, όταν ακόμα θα υπήρχαν, ασφαλώς, διεσπαρμένες και θα περιφέρονταν ανά την Αυτοκρατορία αραβικές και περσικές, όπως η παρούσα, λέξεις.      


Αντωνίου Βορεάδη (1859- 1913) «Κρήτη Παλαίουσα»


ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

 Αντωνίου Βορεάδη (1859- 1913)

«Κρήτη Παλαίουσα»

            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί δύο χρόνια από τότε (Κρητική Επιθεώρηση 7-3-2012) που ένιωσα βαθιά μέσα μου την ανάγκη να απευθυνθώ διά τού τύπου και να επαινέσω δημόσια τους μαθητές τού «Πρότυπου Πειραματικού Γυμνασίου Ρεθύμνου». Αυτό συνέβη όταν στον τοπικό τύπο διάβασα για την επιστολή που τα παιδιά είχαν αποστείλει προς το Κανάλι 4 τής βρετανικής τηλεόρασης και με την οποία εξέφραζαν προς αυτό την έντονη αγανάκτηση και δυσαρέσκειά τους για την εκπομπή: «Γίνε Έλληνας για μια εβδομάδα». Ήταν, θεωρώ, αυτή μια υπέροχη κίνηση με την οποία οι μαθητές μας, τα παιδιά τού Πειραματικού Σχολείου, αποδεικνύονταν, πέρα από κάθε προσδοκία, Έλληνες ενημερωμένοι και ορθά σκεπτόμενοι, με ζωντανή εθνική συνείδηση, περηφάνια, αυτογνωσία και πολιτισμό. Ήταν μια θαυμάσια και δυναμική πράξη αντίστασης των παιδιών μας στη βαθιά και πολύπλευρη κρίση και διολίσθηση τής σημερινής Ελλάδας, που οφείλεται όχι μόνο σε κακοδιαχείριση τής Χώρας από τους πολιτικούς, αλλά και σε σοβαρό έλλειμμα Ανθρωπιστικής Παιδείας και ηθικής. Οι μαθητές με τρόπο ευθύ και πολιτισμένο μετέφεραν προς το αγγλικό κανάλι τις αγωνίες τους, τις αναζητήσεις και τους υγιείς προβληματισμούς τους, υπερασπιζόμενοι ορθά και χωρίς ακρότητες την Πατρίδα και μη επιτρέποντας στους άλλους να την ευτελίζουν βάναυσα, ασελγώντας με χυδαιότητα πάνω στο πληγωμένο σώμα της, με το να αποκαλούν το σύνολο των Ελλήνων διεφθαρμένους, τεμπέληδες και φοροφυγάδες. Γιατί αυτό έκανε, με την παραπάνω εκπομπή του, το κανάλι 4 της Αγγλικής τηλεόρασης.
Σήμερα νιώθω την ίδια ανάγκη. να επανέλθω και να ανανεώσω το «Μπράβο» μου εκείνο προς τα παιδιά αυτού του ίδιου Σχολείου τής πόλης μας και τους Καθηγητές τους- Αθηνά Δρανδάκη, Πολυτίμη Παπαδοπούλου, Μαν. Αναγνωστάκη, Κωφοπούλου Ιγνατία και Άννα Πατεράκη- για την εξαιρετικά πετυχημένη όσο και πλούσια εκδήλωσή τους, που επιμελήθηκαν και παρουσίασαν στο κοινό τού Ρεθύμνου, τη Δευτέρα 9/12/2013, στην αίθουσα «Παντελής Πρεβελάκης» τού Ωδείου τής πόλης μας.
Ήταν, πραγματικά, μια εκδήλωση όλως πρωτότυπη στην επιλογή και την παρουσίασή της, ποιοτική και εξαιρετικά χρήσιμη για τα παιδιά που την βίωσαν προσωπικά, εμψυχώνοντάς την, αλλά και για το ρεθυμνιώτικο κοινό που την παρακολούθησε, λόγω των πολλαπλών ηθικών και πατριωτικών μηνυμάτων της, ενώ υπήρξε, περαιτέρω, και λίαν τιμητική για άνδρα κύρους και πολλαπλής κοινωνικής προσφοράς, τον Αντώνιο Βορεάδη, τον Κρήτα (1859- 1913), 1ο Νομάρχη Ρεθύμνου κατά την περίοδο τής Κρητικής Πολιτείας (1899- 1901), άριστο εκπαιδευτικό, ταλαντούχο λογοτέχνη και ποιητή, ανήσυχο δημοσιογράφο και εκδότη τής εφημερίδας «Ηράκλειο», ακέραιο χαρακτήρα και άνθρωπο, χαρισματικό και οξυδερκή πολιτικό και ένθερμο συνοδοιπόρο τού Ελευθερίου Βενιζέλου στους αγώνες του για τα την Ένωση.
Με την εκδήλωσή τους αυτήν, ενταγμένη στα 100 χρόνια από την Ένωση τής Κρήτης με τη Μητέρα Ελλάδα, τα παιδιά του Πειραματικού Γυμνασίου παρουσίασαν- στα πλαίσια τής «Παγκρήτιας Εκπαιδευτικής Δράσης “Αντώνιος Βορεάδης, ο Κρής: Από τους Πρωταγωνιστές στους Αγώνες για την Ένωση τής Κρήτης- 100 χρόνια από τον θάνατό του”»- το έργο τού Βορεάδη «Κρήτη Παλαίουσα», με παράλληλη έκθεση φωτογραφικού και αρχειακού υλικού για τον άνδρα και την Κρήτη κατά τα χρόνια τής Ένωσης. Το Πρόγραμμα τής εκδήλωσης εξαιρετικά πλούσιο περιλάμβανε αφήγηση (γύρω από τη ζωή τού Αντωνίου Βορεάδη), τραγούδι με λύρα- λαούτο (Ύμνος τής Κρήτης, Ελεγείον εις τον Αντώνιον Βορεάδην), χορό (Ανωγειανός Πηδηχτός, Πεντοζάλης) και το θεατρικό δρώμενο «Κρήτη Παλαίουσα» τού Βορεάδη, ένα δράμα έρωτα και εθνικής προδοσίας, που καταγράφει την  τραγική κατάληξη τής επανάστασης τού 1527 κατά των Βενετών, που ανέδειξε τον Καντανολέο σε τοπικό ήρωα. Τις σχετικές πληροφορίες διασώζει ο Ant. Trivan, από τον οποίο αντλεί και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος την ύλη τού ιστορικού του μυθιστορήματος «Κρητικοί Γάμοι».
Ήταν μια επιλογή που η ποιότητά της την κάνει να ξεχωρίζει σε ποιότητα σημαντικά από τις επιλογές που, συχνά, κάνουν άλλα σχολεία τού τόπου μας. Δεν μένει, λοιπόν, παρά να επαινέσουμε, για άλλη μια φορά, τα παιδιά τού Πειραματικού Γυμνασίου και τους Καθηγητές τους. Με μια τέτοια νεολαία σίγουρα συνεχίζει να υπάρχει ελπίδα, αφού, μέσα από την εκδήλωσή τους- που με το σημείωμά μας αυτό παρουσιάζουμε- αποδεικνύεται- όπως είχα γράψει και στην προαναφερθείσα επιστολή μου- ότι οι νέοι μας αφυπνίζονται από τον λήθαργο τής απάθειας και της απραξίας και ζητούν πλέον να ανακτήσουν τα ιδανικά που οι μεγαλύτεροι εντέχνως τους υπέκλεψαν, με το κοινωνικοπολιτικό δράμα που ο ελληνικός λαός ζει τα τελευταία χρόνια, λόγω απαξίωσης θεσμών εθνικών παραδόσεων και ιδανικών. Αν μας απέμεινε κάποια ελπίδα γι’ αυτόν τον τόπο, αυτή είναι η ελληνική νεότητα, που θα κλείσει τα αυτιά της στις σειρήνες αυτού του κόσμου και θα αναζητήσει τα ελληνορθόδοξα ήθη και έθιμα που θα την κρατήσουν ζωντανή, όποιες δυσκολίες και αν αντιμετωπίσει στο μέλλον.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΜΑ - Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΜΕΛΙΕΣ


          ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΜΑ 

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΜΕΛΙΕΣ

Από το Δημοτικό Θέατρο Ρεθύμνου, σε σκηνοθεσία Μανόλη Ζαχαράκη

       ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

       Είναι ευτύχημα για την πόλη μας, που διαθέτει επαρκώς τόσο ζωντανά πολιτισμικά στοιχεία στο χώρο των εικαστικών τεχνών, της μουσικής και του θεάτρου. Συχνά- πυκνά τα καλλιτεχνικά σχήματα του Δήμου μας προτείνουν στο ρεθεμνιώτικο κοινό θαυμάσιες, υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικές παραγωγές, που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε αυτές της Πρωτευούσας.

     Το Δημοτικό Θέατρο Ρεθύμνου, που δημιουργήθηκε το έτος 1993, με πρωτοβουλία του Δημάρχου κ. Δημ. Αρχοντάκη, συνεχίζει την καλλιτεχνική του δημιουργία κάτω από την προεδρία του Δημοτικού Συμβούλου κ. Γ. Παπατζανή και έχει, μέχρι σήμερα, παρουσιάσει δεκατρία συνολικά θεατρικά έργα- ένα για κάθε χρόνο- από το 1993. Μάλιστα, τα δύο τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί το έργο της χρονιάς να ανεβάζεται τον μήνα Δεκέμβριο, δίνοντας μιαν επί πλέον νότα πολιτισμικής ευαισθησίας, κουλτούρας, αισθητικής και ομορφιάς στην ήδη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. 
      Η τελευταία πρόταση του Δημοτικού μας Θεάτρου προς το ρεθεμνιώτικο κοινό ήταν το γνωστό έργο του Αλεξάνδρου Δουμά, υιού, «Η Κυρία με τις Καμέλιες» ή «… με τας Καμελίας», για να θυμηθούμε τον τίτλο, όπως είχε στα αμέσως προηγηθέντα χρόνια των «καθαρών».
      Ο Αλέξ. Δουμάς δημοσίευσε, για πρώτη φορά, το εν λόγω μυθιστόρημά του το έτος 1848 και τον έκανε παγκόσμια γνωστό. Το έργο αυτό ανεβάστηκε, στη συνέχεια, και στη σκηνή το έτος 1852 με πολλή μεγάλη επιτυχία και εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του Δουμά και ως θεατρικού συγγραφέα, χωρίς πάντως ποτέ ο Δουμάς να απαρνηθεί και να βγάλει από τα ενδιαφέροντά του και το μυθιστόρημα.
      Η υπόθεση του έργου βασίζεται σε υπαρκτό, πραγματικό πρόσωπο, την Αλφονσίν Πλεσί- που, ως πιο αριστοκρατικό, είχε υιοθετήσει το όνομα Μαρί Ντιπλεσί- μια από τις πιο διάσημες γυναίκες ελευθερίων ηθών του Παρισιού. Η Μαρί Ντιπλεσί ζούσε σε μυθική πολυτέλεια ξοδεύοντας ασυλλόγιστα τα χρήματά της, με αποτέλεσμα, όταν πέθανε, στις 2 Φεβρουαρίου του 1847, σε ηλικία μόλις εικοσιτριών χρόνων από φυματίωση να είναι βουτηγμένη στα χρέη της πολυτελούς της ζωής. Ο τόσο πρόωρος θάνατός της θεωρήθηκε στο κοσμικό Παρίσι μέγα γεγονός. Εραστής της Μαρί και ο ίδιος ο Δουμάς διέλυσε το δεσμό τους σε σχετικά μικρό διάστημα, επειδή ο νεαρός Δουμάς δεν είχε αρκετά χρήματα για να ανταπεξέρχεται στα υπέρογκα έξοδα της Μαρί και το θεωρούσε, εξάλλου, υποτιμητικό να παριστάνει τον «εραστή της καρδιάς» μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών. Ο έρωτας αυτός και οι αναμνήσεις που ξαναγύρισαν έντονες μετά τον θάνατο της Μαρί, τον Ιούνιο του 1847, συντέλεσαν ώστε να κλειστεί ο νεαρός Δουμάς στο δωμάτιο ενός πανδοχείου στο Παρίσι και «σαν υπνωτισμένος» και υπό το κράτος της συγκίνησης που τον διακατείχε να γράψει, μέσα σε τέσσερις μόλις εβδομάδες, την Κυρία με τας Καμελίας, μυθιστόρημα φλογερό, αυθόρμητο, βαθιά εμπνευσμένο, διαχρονικό, που έγινε μια από τις πιο πολυσυζητημένες ιστορίες αγάπης όλων των εποχών.
      Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Η υπόθεση, τώρα, στο πολυφημισμένο έργο του Δουμά έχει ως εξής: Μια νεαρή, ανιδιοτελής και όμορφη Παριζιάνα, η Μαργαρίτα Γκοτιέ, απαρνιέται την πολυτελή και ακόλαστη ζωή που διήγε μέχρι τότε ως ερωμένη κάποιου βαρόνου, για να ζήσει με έναν νέο, τον Αρμάνδο, που τον αγαπά και την αγαπά κι εκείνος αληθινά και να βρει την οδό της μετάνοιας και του εξαγνισμού στον αγνό αυτόν έρωτά τους. Ο πατέρας, όμως, του Αρμάνδο προσπαθεί μυστικά να πείσει την καλοπροαίρετη Μαργαρίτα, που πάσχει, ήδη, από φυματίωση σε  προχωρημένο στάδιο, ότι πρέπει να εγκαταλείψει το γιο του, ώστε να πάψει το σκάνδαλο, να αποκατασταθεί η καλή φήμη της οικογένειας και να προχωρήσει σε γάμο ο αρραβωνιαστικός της αδελφής του Αρμάνδο. Τελικά, η αρρώστια κερδίζει, η Μαργαρίτα πεθαίνει πάμπτωχη, μόνη και βουτηγμένη στα χρέη, σε ένα πολυτελές διαμέρισμα, το οποίο είχαν κιόλας κατασχέσει οι πιστωτές της. Προλαβαίνει, όμως, την τελευταία στιγμή να ζήσει την «ωραιότερη» μέρα της ζωής της, πεθαίνοντας ευτυχισμένη μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της Αρμάνδο. 
      Τον κεντρικό ρόλο στο ανέβασμα του έργου κράτησε ο φίλος Μανόλης Ζαχαράκης, που χειρίστηκε, μπορώ να πω, με υπευθυνότητα την σκηνοθεσία και τη μουσική επένδυση, μεταφέροντάς μας με σαφήνεια και καθαρότητα όλη τη ρομαντική ωραιότητα του έργου και τα λοιπά πλούσια στοιχεία που αποτύπωσε σε αυτό ένας μεγάλος συγγραφέας, σε μια ιδιαίτερα έντονη και ταραγμένη εποχή, που- παρά τον πρώιμο φεμινισμό που τη διακρίνει- τόσο πολύ, φαίνεται, να την σκανδάλιζαν η ακόλαστη ζωή και οι έρωτες μιας εταίρας.
      Αντίθετα, η σκηνογράφος Ελένη Δάγκα, στα κουστούμια, προτίμησε να δώσει διάσταση διαχρονική. Εξ ίσου διαχρονικά μπορούν να θεωρηθούν και οι κομμώσεις, η κινησιολογία και τα λίγα χορευτικά στοιχεία του έργου, δοσμένα με μιαν ενδιαφέρουσα γκάμα διαλογικών δραματοποιήσεων μοναδικής ευαισθησίας και εκφραστικής ικανότητας.
      Η υπόθεση εκτυλίσσεται- σε όλη τη διάρκεια του έργου- στην τραπεζαρία του πολυτελούς διαμερίσματος της ηρωίδας, στο Παρίσι. Η εμπνευσμένη επεξεργασία της σκηνοθετικής γραφής, η προσεκτική ανασύνταξη των ερμηνευτών ηθοποιών σε όλη την έκταση του σκηνικού χώρου, η λεπτή και κομψή τακτοποίηση των αντικειμένων της σκηνής και, κυρίως, οι ελεύθερες και συντονισμένες κινήσεις των ερμηνευτών συνετέλεσαν ώστε ουδόλως να βαρύνει ή να γίνει το έργο κουραστικό στους θεατές.
      Τα θερμά μου συγχαρητήρια στον καταξιωμένο σκηνοθέτη Μανόλη Ζαχαράκη και σε όλους τους λοιπούς συντελεστές της προχτεσινής θεατρικής παράστασης. Ήταν όλοι τους ωραίοι!

« Κ Α Λ Α Ξ Ε Τ Ε Λ Α »- Ήθος και πρεπιά δίδαξαν τα παιδιά του Πρινέ Ρεθύμνου



« Κ Α Λ Α   Ξ Ε Τ Ε Λ Α »

 Ήθος και πρεπιά δίδαξαν τα παιδιά του Πρινέ Ρεθύμνου 


                    ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
     Ένας δραστήριος σύλλογος του τόπου μας έχει αποδειχτεί τα τελευταία χρόνια ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Πρινέ, Δήμου Νικ. Φωκά. Με ποικιλία εκδηλώσεών του, θεατρικών παραστάσεων, ομιλιών, εκδρομών κ.λπ. προσπαθεί να ψυχαγωγήσει, να διατηρήσει και να μεταφέρει στους νεότερους τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα και τον πολιτισμό του τόπου.


Έτσι, μετά το περυσινό θεατρικό μονόπρακτο στην όμορφη πλατεία των Βεδέρων, ακολούθησε φέτος μια πολύ γενναιότερη θεατρική προσπάθεια, που καίτοι ερασιτεχνική- κρατήθηκε στους ασθενικούς ώμους μικρών παιδιών και νεαρών ερασιτεχνών ηθοποιών, της πρώτης, μόλις, εφηβικής τους ηλικίας- όμως αποδείχτηκε αρκετά επαρκής και ικανή να συγκινήσει τις εκατοντάδες των θεατών, που συνέρευσαν από τα γύρω χωριά του Δήμου Νικ. Φωκά και από το Ρέθυμνο στην όμορφη και δροσόλουστη πλατεία του Δημοτικού Σχολείου Πρινέ.

Η επιτυχία της παράστασης οφείλεται, πιστεύουμε, πρώτα- πρώτα στον έκτακτο ζήλο των νεαρών ηθοποιών, που οι περισσότεροι αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ταλαντούχοι και με εξαιρετικές επιδόσεις στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, αλλά και στην ικανότητα του δασκάλου τους Δημ. Μπεμπή, ο οποίος όχι μόνο δίδαξε αλλά και σκηνοθέτησε το έργο και με την προσωπική του συμμετοχή, ως πρωταγωνιστής, ανάμεσα στους νεαρούς ηθοποιούς του, τους βοήθησε γενναιόδωρα, ενθαρρύνοντάς τους να φτάσουν σε αυτό το λαμπρό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ώστε, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή, αν λέγαμε- όπως τόνισε και στο σχετικό προλόγισμά του ο Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Μαν. Γιαννούλης- ότι η θεατρική παράσταση της Τετάρτης οφείλεται προσωπικά στο Δημ. Μπεμπή, του οποίου «σημειωτέον έν παρόδω» οι δραστηριότητες δεν περιορίζονται μόνο στον συγκεκριμένο χώρο του θεάτρου, αλλά επεκτείνονται και παραπέρα και σε άλλους τομείς της καλλιτεχνικής ζωής, αφού- πρωτοχορευτής ο ίδιος του Ομίλου Βρακοφόρων- είναι ο δάσκαλος των «Κρητικών Χορών» στο χωριό του, τον Πρινέ, με εξαιρετικά θεαματικά αποτελέσματα τόσο στα πολύ μικρά όσο και στα μεγαλύτερα παιδιά.

Δεύτερος συντελεστής επιτυχίας της συγκεκριμένης θεατρικής παράστασης είναι, νομίζω, ο υπερδραστήριος Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Μαν. Γιαννούλης, γεωπόνος, τον οποίο, κάθε φορά, οι τοπικοί φορείς συντρέχουν επαρκώς, αναγνωρίζοντας τις πολλαπλές, σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, δραστηριότητές του. η τοπική Εκκλησία με τον π. Δημ. Μπεμπή, ο Δήμος και ο Δήμαρχος Νικ. Φωκά, ο Όμιλος Βρακοφόρων και πολλοί άλλοι φορείς του τόπου, όπως συνέβη και στην παρουσιαζόμενη με το σημείωμά μας αυτό τελευταία εκδήλωσή του.

Τρίτος και τελευταίος παράγων επιτυχίας της προχτεσινής θεατρικής παράστασης ήταν, ασφαλώς, και το είδος του θεατρικού έργου, που βοήθησε και διευκόλυνε σημαντικά τα παιδιά στην απόδοσή του. Πρόκειται για το γνωστό έργο «Καλά Ξέτελα» του δασκάλου Ν. Ορφανού, που έχει παιχτεί επανειλημμένα στην πόλη μας και από μεγαλύτερους θιάσους, ενηλίκων καλλιτεχνών και πάντα με εξαιρετική επιτυχία. Τα παιδιά φάνηκαν πολύ καλοί γνώστες των ηθών και των παραδόσεων του τόπου αλλά και της γλώσσας μας, τα οποία απέδωσαν με τόσο βιωματικό τρόπο και σαφήνεια που εξέπληξε τους πάντες. Ιδιαίτερα, από τα παιδιά πρωταγωνιστές, η Μαριγώ (Αιμ. Μπεμπή), ο Μάρκος (Σταύρος Πατεράκης), η Λαμπρινή (Ευαγγελία Λαρίου), η Αργυρώ (Ελένη Μπερνιδάκη) και ιδιαίτερα ο Ανεμογιακουμής (Γιώργος Λελεδάκης)- με τις πραγματικά ακροβατικές δυνατότητές του στο σανίδι- εξέπεμψαν φως και φανέρωσαν το πλουσιότατο καλλιτεχνικό τους διαμέτρημα. Ερμήνευσαν τους ρόλους τους με ξεχωριστή χάρη, ευαισθησία, χιούμορ και φυσικότητα, καταθέτοντας ενώπιον του κοινού, συχνά, εκπληκτικές και εντυπωσιακές ικανότητες. Όλα κύλησαν όμορφα, καθαρά, παραμυθένια, όπως σε ένα καλοκουρτισμένο παιγνίδι. Ό, τι πιο δύσκολο στο έργο- τη σεμνότητα του ήθους και της «εμιλιάς» των παλιών Κρητικών, που σήμερα έχει εκλείψει από τις σχέσεις μας- τα παιδιά μπόρεσαν να τα αναστήσουν με εξαιρετική επιτυχία, κάτι που αμφιβάλλω αν θα το κατάφερναν στον ίδιο βαθμό και με την ίδια φυσικότητα παιδιά της πόλης, εμποτισμένα με τη σύγχρονη και συχνά χυδαία, αντίληψη της ζωής. Παρηγοριά για όλους εμάς η επιβεβαίωση ότι τα παιδιά αυτά του γειτονικού ημιαστικού Πρινέ δεν κατάφερε ακόμα να τα πνίξει και να τα αλλοτριώσει η θάλασσα της παγκοσμιοποίησης και της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας και συνεχίζουν να επιπλέουν και να επιζούν έχοντας ως σημαία και λάβαρό τους ιερό τα ιδανικά και τις αξίες τις κληροδοτημένες από τους προγόνους, την ανθρωπιά και την πρεπιά και τση καρδιάς το πλούτος. Τα παιδιά αυτά συνεχίζουν να πίνουν από το νερό το γάργαρο, το αθάνατο, που πότισε και εξέθρεψε τις ρίζες του λαού μας. Τους απευθύνω, γι’ αυτό, ένα μεγάλο και γενναίο μπράβο, γιατί πραγματικά το αξίζουν!!

Το έργο «Καλά Ξέτελα» είναι μια Κρητική ηθογραφία που παρουσιάζει ανάγλυφα και με ολοζώντανα χρώματα τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου, την ψυχοσύνθεση, τη γλώσσα και σε όλο το διαμέτρημά της τη λεβεντιά του κρητικού λαού.
       Το έργο εξελίσσεται σε τρεις Πράξεις:

Η πρώτη διαδραματίζεται στο χειμαδιό του Αρχοντογιάννη, στην κουρά των προβάτων, όπου εκεί πλέκεται το ειδύλλιο του Μάρκου με την κόρη τού Αρχοντογιάννη, τη Λαμπρινή. Η δεύτερη στο σπίτι του Αρχοντογιάννη και της Μαριγώς, όπου όλοι έχουν μαζευτεί για το ξάσιμο των μαλλιών. Εκεί ολοκληρώνεται το ειδύλλιο και γίνεται ο γάμος. Η τρίτη εκτυλίσσεται στο σπίτι, πια, του Μάρκου και της Λαμπρινής, όπου γίνεται ο αντίγαμος. Ο αντίγαμος ή αντιχαρά γινόταν δεκαπέντε μέρες υστερότερα από το γάμο, όταν οι νιόπαντροι, με φορτωμένο το μουλάρι τους κανίσκια, πηγαίνουν στο σπίτι του αφέντη της νύφης, για πρώτη φορά από τότε που παντρευτήκανε.