"ΜΕΓΑΣ ΧΟΡΟΣ ΜΕΤΗΜΦΙΕΣΜΕΝΩΝ"

«Μέγας Χορός Μετημφιεσμένων»

«Ατραξιόν- Κοτιγιόν- Χαρτοπόλεμο- Σερπαντέν- Ανθοπόλεμο»


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

    Τα καρναβάλια τού παλιού Ρεθύμνου θεωρούνται από όλους τους παλιούς, που διατηρούν ακόμα έστω και αχνές μακρινές αναμνήσεις, πολύ πιο πηγαία σε χαρά και αυθορμητισμό από τα σημερινά. Το κέφι ήταν, βέβαια, πηγαίο μα ήταν και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν. Φτωχοί βιοπαλαιστές, με τα πολλά προβλήματα τής ζωής τους άλυτα, παραμερίζανε προσωρινά την ποδιά τής δουλειάς και τις ποικίλες δυσκολίες τής ζωής και πρωτοστατούσαν σε αποκριάτικα γλέντια, δίνοντάς τους ζωή, ζωντάνια και ομορφιά. Υπήρξε εποχή που οι Ρεθεμνιώτες στην πλειοψηφία τους τραγουδούσαν, είτε έπαιζαν ένα μουσικό όργανο (μαντολίνο, φυσαρμόνικα, βιολί). Όλες τις απόκριες, όλα τα βράδια, υπήρχε ζωηρή κίνηση στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις ταβέρνες. Τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν. η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά», η «Μοδιστρούλα», «Στης Νύχτας τη Σιγαλιά» και άλλα ωραία τραγούδια τής εποχής.

   Γύρω στα 1915, σε μια δύσκολη και συφοριασμένη εποχή, το Ρέθυμνο δημιουργούσε τους πρώτους πυρήνες καρναβαλικών παρελάσεων. Οι δρόμοι τού Ρεθύμνου από τη Μαρμαρόπορτα μέχρι τ’ Αμπουχούρι, τη Μεγάλη Πόρτα, την Τσάρου και τσ’ Αμμος την Πόρτα κυριολεκτικά έσφυζαν από ζωή και, στο τέλος, όλοι συνέχιζαν το κέφι τους στο περίφημο θέατρο τού Σπανδάγου, το «Ιδαίον Άντρον», όπου γινόταν δημόσιος χορός, που τον διοργάνωνε το Λύκειο των Ελληνίδων, την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, ο «Μέγας Χορός Μετημφιεσμένων», όπως το Ίδρυμα τον ανακοίνωνε από τον ημερήσιο τύπο της εποχής, με «Ατραξιόν- Κοτιγιόν- Χαρτοπόλεμο- Σερπαντέν- Ανθοπόλεμο». Τις απόκριες οι Ρεθεμνιώτες σκάρωναν τα πιο απίθανα θεάματα με θέματα που τα διέκρινε το πιο αυθόρμητο και πηγαίο χιούμορ. Στα καρναβάλια εκείνα δεν υπήρχε περιορισμός και μπορούσε ο καθένας να συμμετάσχει με καμώματα αυτοσχέδια που τού έρχονταν στο μυαλό εκείνη τη στιγμή. Και σε αυτό, ακριβώς, έγκειται η μεγάλη τους επιτυχία. Θα ήταν, εκεί, γύρω στα 1925 που ο Βασίλης ο Δασκαλάκης ντυνόταν Βασιλιάς Καρνάβαλος. Τού Γιάννη Ζαμφώτη, πάλι, τού τελάλη, ο γιος, ο Βασίλης, ντυνόταν διάβολος με ουρά και γινόταν ο φόβος και ο τρόμος των μικρών παιδιών, που τα κυνηγούσε αγρίως μπαίνοντας αυθόρμητα ακόμα και μέσα στα σπίτια. Ο μικρασιάτης Ασλάνης Λεωνίδας με πολλή επιτυχία έφτιαξε, κάποτε, με άχυρα ένα ομοίωμα νεκρού, τον οποίο, στη συνέχεια, βάλθηκε με πολύ γούστο να μοιρολογάται[1].

   Ο αείμνηστος Ανδρέας Σταυρουλάκης διασώζει[2] μιαν όλως πρωτότυπη είδηση για τον Πεντεφούτη, που την μεταφέρουμε περιληπτικά στο σημείο αυτό. Κάποτε, αστειευόμενοι μαζί του μια παρέα Ρεθυμνιωτών τον έβαλαν, για ένα σακί αλεύρι, να διατρέξει ολοτσίτσιδος- αληθινός πρόδρομος τού στρήκινγκ- όλους τους κεντρικούς δρόμους τής πόλης μας, φωνάζοντας δυνατά: «τρέξατε όλοι να θαυμάσετε το φοβερό θεριό…δωρεάν!». Και αυτό συνέβη κάτω από τους καγχασμούς και τα σφυρίγματα των Ρεθεμνιωτών, ενώ, μετά το τέλος τής ιλαροτραγωδίας, ο Πεντεφούτης φορτωνόταν τρισευτυχισμένος το σακί με το αλεύρι, τη λεία που του είχαν υποσχεθεί.

   Άλλη φορά λένε ότι έκανε το ίδιο πράγμα τις μέρες των Αποκριών, όταν ολοτσίτσιδος, πάλι, είχε ανεβεί σ’ ένα μικρό κάρο που το έσερνε ένα υπομονητικό γαϊδουράκι. Είχε αλειφθεί, όμως, με μαύρη πίσσα (κατράμι) και έδινε την εντύπωση ότι ήταν κανείς αράπης, που είχε φθάσει από την… Κεντρώα Αφρική. Σε αυτήν την έξαλλη κατάσταση άρχιζε να τραγουδάει με την παράφωνη ακαλλιέργητη φωνάρα του αστεία δίστιχα, ενώ οι πιτσιρίκοι τρέχανε ξοπίσω του με γέλια, σφυρίγματα και κοροϊδίες:

«Ήλθε η μόδα Φαραώ,
και κόβουν τσι πλεξούδες,
κ’ οι γι’ άντρες το μουστάκι τους,
και γίνονται αρκούδες»
[3].

   Απλά, αθώα πειράγματα, απλές σκηνοθετήσεις τής στιγμής, που, όμως, άγγιζαν βαθιά την ψυχή των ανθρώπων τής εποχής εκείνης, των έδιναν πηγαίο κέφι, χιούμορ, χαρά και ευθυμία. Σήμερα που έχουμε και σκορπάμε πολλά λεφτά, τα καρναβάλια μας είναι ασφαλώς πολύ πλουσιότερα σε άρματα και ενδυμασίες από τα καρναβάλια εκείνα, εβδομήντα- ογδόντα χρόνια πριν, και απαιτούν, ασφαλώς, μακρά εργασία και προετοιμασία για να κατασευαστούν (ακούμε να λένε ότι μόλις τελειώσει το ένα καρναβάλι, από την άλλη, κιόλας, μέρα αρχίζει η προετοιμασία για το άλλο, τού επόμενου χρόνου). Όμως, παρόλ’ αυτά, δεν φαίνεται τα σημερινά καρναβάλια να αγγίζουν την ψυχή τού ανθρώπου τής εποχής μας και να τού μεταγγίζουν τη χαρά με τον ίδιο πηγαίο τρόπο, όπως εκείνα τα παλιά καρναβάλια, που επηρέαζαν βαθιά, εντυπωσίαζαν και έμειναν μέχρι σήμερα ολοζώντανα στη μνήμη των παλιών, που τα θυμούνται και με το ίδιο κέφι, τής στιγμής εκείνης που τα ζούσαν στην πραγματικότητα, μας τα υπενθυμίζουν.


[1] Από πληροφορία κ. Μιχάλη Σιμιτζή (84 ετών σήμερα).

[2] Κρητική Επιθεώρησις 17/4/1974.

[3] Προμηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Β΄, τ. 1 (1977) 15.

ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΑΝΤΩΝΗ Κ. ΖΑΧΑΡΑΚΗ

ΕΜΜΕΤΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
[Εκδόσεις δ.υ, Ρέθυμνο 2008, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 206]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

http://ret-anadromes.blogspot.com


Οι ενθαρρυντικές κριτικές και τα ευνοϊκά σχόλια που γνώρισαν μέχρι σήμερα τα προηγούμενα βιβλία τού εκλεκτού συμπολίτη δασκάλου κ. Αντώνη Κ. Ζαχαράκη τον ώθησαν να βρει το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσει να γράφει, σε μια ηλικία που έρχεται καταφανώς σε αντίθεση προς τον δυναμισμό και την αποτελεσματικότητα τής γραφίδας του. Να γράφει ιστορίες από το παρελθόν, βιώματα αληθινά και ώριμα για τον ίδιο, κοσμημένα από τον πλούσιο πνευματικό μόχθο μιας ζωής εννέα περίπου δεκαετηρίδων ευγενικών προσπαθειών και αγώνων.
Στον Πρόλογο τού παρουσιαζόμενου βιβλίου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τη συγγραφική ευδοκίμηση τού συγγραφέα, ο οποίος σε χρονικό διάστημα οκτώ, μόλις, χρόνων έχει να μας παρουσιάσει τον εντυπωσιακό αριθμό οκτώ, συνολικά, βιβλίων. ένα βιβλίο τον χρόνο!
Γλυκύτατη η πέννα του κ. Ζαχαράκη, πλούσια στην απλότητα και περιεκτική στα βιώματά της, προσκομίζει- και με το βιβλίο του αυτό- στον αναγνώστη της τις εμπειρίες μιας πολύχρονης- κοντά εκατόχρονης- ζωής, που είδε, άκουσε και δοκίμασε πολλά ευχάριστα και δυσάρεστα στη ζωή του. Ο συγγραφέας φιλοσοφεί τα γεγονότα με τα πιο ζωντανά και ελκυστικά χρώματα και με έντονα παραστατικές, σχεδόν νατουραλιστικές εικόνες καταγράφει δεκάδες βιώματά του, που τα ανασύρει με φωτογραφική λεπτομέρεια από το συρτάρι της μνήμης, από πρόσωπα συγγενικά, φιλικά, αγαπητά και όχι μόνο, πρόσωπα του περιβάλλοντός του, του σχολείου, τής φύσης, της πόλης και του χωριού.
Ιδιαίτερα συγκινητική και από τα ποιήματά του αυτά αναδύεται η αγάπη τού Ποιητή προς τα εγγόνια του, την πολυτίμητη σύζυγο και τα παιδιά του. Παντού διδάσκει και νουθετεί, προτείνοντάς μας αξίες διαχρονικές, ποιήματα γεμάτα λεπτότητα, ευγένεια, ιδανικά, πίστη εγνωσμένη στον Θεό, βαθύ και γόνιμο προβληματισμό.
Παντού στην ποίηση τού κ. Ζαχαράκη διαχέεται πλούσιο και καθάριο το λαογραφικό υλικό. ιδιαίτερα στις «Συμπεθέρες»- με τους προξενητάδες τού παλιού καιρού και στίχο που έντονα θυμίζει ομηρικό δεκαπεντασύλλαβο-, καθώς και στο έθιμο τού ονόματος και τις ευχές των εορτών. Επίσης, τα κουτσομπολιά τής κοινωνίας «Στο γερασμένο ζευγάρι» και τα σκόρπια εθιμικά ανθολογήματα από τις Αποκριές, την Πρωτοχρονιά και τα Χριστούγεννα, σε ανάλογα ποιητικά συνθέματα, συμβάλλουν σημαντικά προς την κατεύθυνση αυτήν.
Δίνει, περαιτέρω, αξία σε ηθικά ερείσματα τής κοινωνίας, ξεθωριασμένα στην εποχή μας, που όμως στήριξαν ουσιαστικά και ενδυνάμωσαν άλλες εποχές, όπως την «ευχή τής μάνας», τον σεβασμό στους γονείς (πρβλ. «Ο Καθηγητής Σπύρος»), ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούνται και ποιήματά του που καταγράφουν ανθρώπινα ελαττώματα και κακίες, όπως ο «Ζηλιάρης», «Ο Δίμουρος», «Ο Κατεργάρης», «Ο Μπεκρής», ή την πίστη στον Θεό και στις ανθρώπινες αξίες, όπως «Ο σεβάσμιος παπάς», «Ο πόνος τού σεβαστού ιερέως», «Ένας πιστός χριστιανός».
Αλλά και τον έρωτα στην πιο αγνή και άδολη μορφή του, με τις αδιασάλευτες αξίες τής πίστης και τής ανθρώπινης αξιοπρέπειας ο κ. Ζαχαράκης ξέρει πάντα να τραγουδά με τα πιο γλυκά και αδιάφθορα χρώματα («Ο Έρωτας», «Τα ερωτευμένα γειτονόπουλα», «Η καρδιά τής Μάνας», «Ένας παράξενος γάμος»).
Μερακλής στα νιάτα του ο κ. Ζαχαράκης εξυμνεί συχνά και τραγουδά και τη λεβεντιά που την αναστοράται εκφρασμένη με ό, τι συνήθως αποκαλούμε «κρητική πρεπιά» («Τα Λεβεντόπαιδα»). Στ’ αγαπημένα του χόμπι και οι εκδρομές, οι αποδράσεις σε άλλους τόπους μακρινούς, που τον κάνουν να τα αναθυμάται νοσταλγικά σε άλλα ποιήματα όπως «Η Εκδρομή».
Στο εν λόγω βιβλίο τού κ. Ζαχαράκη νέα, όλως ξεχωριστή ενότητα η σχετική με τη «φύση», στην οποία γλυκόλαλο και ο ίδιος πουλί με την πένα του ψάλλει και τραγουδά τα δέντρα («Η Λεμονιά», «Η Ελιά», «Η Πορτοκαλιά»), τα δάση («Το δασάκι τού Εβλιγιά») και τα ολόδροσα περιβόλια.
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε τον εκλεκτό και δόκιμο πια συμπολίτη μας, τεχνίτη τού λόγου και Ποιητή, και του ευχόμαστε να έχει υγεία, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον απολλώνιο χώρο τής Ποίησης, στην οποία τόσο πετυχεμένη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.