ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΛΑΤΑΝΟΙ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

     Παλιά εικόνα των Αγίων, που κυκλοφόρησε από τον ιερό Ναό περί το έτος 1955    
                           
 ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΛΑΤΑΝΟΙ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Με ειδική αναφορά στο Μαρτύριο και στον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων  

(Με την ευκαιρία τής εορτής τους- 28 Οκτωβρίου)

Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τοπωνυμίων, που χαρακτηρίζουν περιοχές, γειτονιές, αλλά και ολόκληρα χωριά της Χώρας μας, με το όνομα του πανέμορφου αυτού και επιβλητικού δέντρου, του πλατάνου, που καλλιεργείται από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα ως διακοσμητικό σε πάρκα και δενδροστοιχίες. Βασική  απαίτηση του δέντρου αυτού είναι τα πολύ υγρά εδάφη. Και τέτοια όντας τα εδάφη της μικρής γλωσσίδας, πάνω στην οποία οι πρώτοι οικιστές του οικοδόμησαν το Ρέθυμνο, παρέχουν, ασφαλώς, εξαιρετικά γόνιμο και κατάλληλο έδαφος για την ευδοκίμησή του. Είναι γεγονός ότι όλο το παλιό Ρέθυμνο κυριολεκτικά «επιπλέει» μέσα στο νερό και ότι, ακόμα, κάθε φορά που οι κάτοικοί του επιχειρούν να ανοίξουν τα θεμέλια μιας νέας κατοικίας, στα δυο, μόλις, μέτρα συναντούν άφθονο νερό, που τους δυσκολεύει πολύ στην ανέγερσή της.
Έτσι, το Ρέθυμνο στην ιστορική του πορεία φιλοξένησε στα εδάφη του αρκετά πλατάνια. Σε δύο, όμως, περιπτώσεις το φυτό αυτό κατέστη ιδιαίτερα σημαντικό και σπουδαίο. Άφησε το όνομά του, στην πρώτη, και περιβλήθηκε με θλιβερά γεγονότα ιστορικής σημασίας και στις δύο, που έλαβαν χώρα κάτω από το έντονα δροσιστικό φύλλωμά του, σηματοδοτώντας για δεκαετίες, τώρα, τον τόπο.


Δύο φωτο του παλιού (δεύτερου) ναού
των Αγίων περί το 1950



































     Ο λόγος, για τη γνωστή και σήμερα με την ονομασία «Πλάτανος» πλατεία του Ρεθύμνου (επίσημα, σήμερα, πλατεία Τίτου Πετυχάκη), αλλά και για την άλλη, επίσης, γνωστή πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων, όπου, ορισμένοι σύγχρονοι συγγραφείς μέχρι πρόσφατα έδειχναν  τον πλάτανο των Αγίων[1].
Στην πρώτη, βέβαια, περίπτωση, της ομώνυμης πλατείας του «Πλατάνου», είχαμε- κατά σαφείς και ασφαλείς πληροφορίες- ένα μόνο πελώριο πλάτανο[2]- όπως, εξάλλου, τούτο υποδηλώνεται και από την εκφορά της ονομασίας της πλατείας στον ενικό αριθμό <στον Πλάτανο>- που δροσιζόταν πλούσια από τα νερά της παρακείμενης κρήνης του Rimondi και χρησίμευε για τους απαγχονισμούς των χριστιανών. Στην πλατεία αυτήν και κάτω από τη σκιά, προφανώς, του μοναδικού αυτού πλατάνου, οι Τούρκοι διέσχισαν το στήθος του επισκόπου Γερασίμου Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη, «ζώντος έτι», το έτος 1822[3]. Στη συνέχεια, με το αίμα της καρδιάς του επισκόπου οι Τούρκοι ράντισαν τις σημαίες τους, για να κερδίζουν, όπως έλεγαν, στις μάχες τους Χριστιανούς.
Στην άλλη περίπτωση, της ανοιχτότερης και κατά πολύ μεγαλύτερης πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων, στη θέση Μεγάλη Πόρτα, ο Εμμ. Γενεράλις[4] αναφέρει ότι εκτός των τειχών της πόλεως, και μέσα σε «ελεεινά ξύλινα παραπήγματα»[5], ήταν τα κρεοπωλεία, παρά τα οποία υψωνόταν πελώριος πλάτανος από τον οποίο οι Τούρκοι κρεμούσαν τους χριστιανούς.
Και στις δύο, λοιπόν, περιπτώσεις- και αυτήν της πλατείας του Πλατάνου και αυτήν της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων- βλέπουμε ότι κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου ο Τούρκος κατακτητής συνήθιζε να εκτελεί τους χριστιανούς υπηκόους του, είτε με απαγχονισμό, είτε με καρατόμηση, οπότε ο πλάτανος, εδώ, αποκτά μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική ιδιαιτερότητα[6].                                                               
Στην περίπτωση, πάντως, των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων παρατηρείται μεγάλη σύγχυση στα διάφορα κείμενα που μέχρι σήμερα έχουν γνωρίσει το φως της δημοσιότητας, ως προς τον πραγματικό αριθμό των πλατάνων στην ομώνυμη των Αγίων πλατεία, ενώ η ίδια σύγχυση παρατηρείται και σε ό,τι αφορά στον τρόπο του Μαρτυρίου τους. Έτσι, αλλού γίνεται λόγος για έναν και μοναδικό πλάτανο, «που θύμιζε, λέγει, στους Ρεθεμνιώτες τη θυσία και το φρικτό μαρτύριο των νεομαρτύρων»[7] και αλλού για τόπο «όπου υπήρχαν ένας ή περισσότεροι αιωνόβιοι πλάτανοι, κάτω από τη σκιά των οποίων οι άγιοι νεομάρτυρες μαρτύρησαν». Σχετικά, τώρα, με τον τρόπο του μαρτυρίου τους, άλλοι από τους ερευνητές ομιλούν περί αποτομής της κεφαλής των Αγίων και άλλοι περί απαγχονισμού τους.
Έτσι, ειδικότερα, για «αποτομή» της κεφαλής των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων κάνουν λόγο, από τους παλιούς λογίους, οι Εμμ. Λαμπρινάκης[8], Ι. Νουχάκης[9] και Εμμ. Γενεράλις, πλην όχι και τόσο σαφώς αυτός ο τελευταίος[10], αλλά και όλοι όσοι προέρχονται από τους κόλπους της Εκκλησίας (επίσκοποι, θεολόγοι, εκκλησιαστικοί υμνογράφοι κτλ.).
 Για αποτομή, λοιπόν, κάνουν, περαιτέρω, λόγο όλοι ανεξαιρέτως οι βίοι μετά ακολουθιών των Αγίων, που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα. Αναφέρουμε δειγματικά τον παλαιότερο από αυτούς, τον οποίο ανακάλυψε ο Νικ. Τωμαδάκης στην Ι. Μονή Οδηγήτριας Κερά Γωνιάς Κισάμου, του έτους 1852[11], που είχε όμως συνταχθεί πολύ πρωτύτερα με τη συνεργασία των Μελετίου Νικολετάκη, Μητροπολίτη Κρήτης (1831-1839) και Καλλινίκου Νικολετάκη, επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (1832-1868) και του λογίου δασκάλου του Ρεθύμνου Νικ. Σταυράκη[12], πριν από το θάνατο του Μελετίου, που συνέβη το έτος 1839, άρα στα αμέσως επόμενα από το μαρτύριο των Αγίων χρόνια[13].
    Ο γνωστός, επίσης, Άγγλος περιηγητής R. Pashley, που περιόδευσε την Κρήτη και το Ρέθυμνο στα 1834- άρα δέκα, μόλις, χρόνια από το μαρτύριο των Αγίων- και παίρνει τις πληροφορίες του από το άμεσό του περιβάλλον, ομιλεί σαφώς μεν περί καρατομήσεως, αλλά τριών και όχι τεσσάρων νεομαρτύρων[14], καθώς και ο Στέργ. Σπανάκης[15]. Αλλά περί αποτομής κάνουν λόγο και οι περισσότεροι σύγχρονοι Ρεθυμνιώτες λόγιοι, ο π. Ιωάννης Πίτερης[16], ο Μιχ. Μ. Παπαδάκης[17] κ.ά. Στην προαναφερθείσα, μάλιστα, μελέτη του ο Μιχ. Παπαδάκης[18] δημοσιεύει και το ενδιαφέρον κείμενο της προκήρυξης του Μεχμέτ πασά, το οποίο, επίσης, κάνει λόγο για σφαγή των Τεσσάρων Νεομαρτύρων στην πλατεία της Μεγάλης Πόρτας: «Ταϋτέρου στσι δυο ώρες σαμπάιλέν (αύριο στις οκτώ το πρωί) θα σφάξουνε στη Μεγάλη Πόρτα τέσσερις γκιαούρηδες. Θα γενούνε και άλλα μαζλουχάθια και λοής λοής μασκαραλίκια.. Τα ντουκινάνια (καφενεία) κι ούλοι οι μαγατζέδες θάναι σφαλιχτοί και όποιος θέλει νάρθει στο σεΐρι»[19].
Άλλοι Ρεθυμνιώτες συγγραφείς- πάντως πολύ ολιγότεροι από τους προηγούμενους- ομιλούν για «πλατάνους, στους οποίους κρεμάστηκαν οι άγιοι νεομάρτυρες». Έτσι, από τους πιο παλιούς, ο συγγραφέας «του Χρονικού μιας Πολιτείας», Παντελής Πρεβελάκης, μιλεί για απαγχονισμό τους, στον πλάτανο που- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- «θράσευε» και τότε, όταν έγραφε το Χρονικό του- το έτος 1938- στην πλατεία, έξω από την εκκλησία τους[20].
Από τους νεότερους για απαγχονισμό, επίσης, των Αγίων μιλούν οι Εμμ. Φραγγεδάκης[21], Α. Μαλαγάρη- Χ. Στρατιδάκης[22], ο Δ. Αετουδάκης[23], και ο Μ. Τρούλης[24]. Ο κ. Τρούλης, μάλιστα, αποδέχεται απαγχονισμό των τριών μόνο νεομαρτύρων, ενώ ο τέταρτος, λέγει, ο Νικόλαος, σκοτώθηκε αργότερα, τον Μάρτιο του 1828, πολεμώντας τους Τούρκους στον πύργο του Ξωπατέρα[25]. Την ίδια άποψη αφήνει να διαφανεί και ο Χ. Παπαδάκης[26], όμως αρκετά παραλλαγμένη, αφού δεν παρουσιάζει τον Νικόλαο μαχόμενο στον πύργο του Ξωπατέρα, αλλά να πεθαίνει από ασφυξία από τους καπνούς της φωτιάς που έβαλαν οι Τούρκοι μέσα στον πύργο- κάτι, πάντως, που δεν είναι σύμφωνο με την άκρως ενδιαφέρουσα μαρτυρία που μας παραδίνει ο ιστορικός Ν. Ψιλάκης, περί ενός εξαιρετικά ανδρείου Νικολάου Βλατάκη[27].
Πάντως, συμπληρωματικά, και όσον αφορά στην τελευταία αυτήν παρένθεση, σχετικά με τον τρόπο τελείωσης του τέταρτου νεομάρτυρα, του Νικολάου, αλλά και με το ζήτημα της μυστηριώδους εξαφάνισης της κάρας του, έχω να παρατηρήσω ότι ο Νικόλαος είναι ο μάρτυρας που η λαϊκή παράδοση τον αφήνει τελευταίο στη «λίστα» του μαρτυρίου, να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το μαρτύριο των τριών άλλων. Η παράδοση, λοιπόν, συνεχίζει, ότι πτοημένος, προς στιγμήν, από τη φρικιαστική θέα του μαρτυρίου των άλλων, ο Νικόλαος έδειξε κάποια νευρικότητα και συγκίνηση μπροστά στον θάνατο. Μα, στο τέλος, συνεχίζει η παράδοση, βρήκε και αυτός την ψυχραιμία του και έδωσε με δύναμη πίστης και θάρρος την απάντηση που έδωσαν και οι τρεις άλλοι στον Τούρκο αξιωματικό.      
Και θα ολοκληρώσουμε το παρόν θέμα, που αφορά στον τρόπο τελείωσης των Τεσσάρων Νεομαρτύρων, με αναφορά μας σε τοιχογραφία αναπαράστασης του μαρτυρίου τους, που απαντάται στον ναό τους, στην πόλη του Ρεθύμνου. Στην τοιχογραφία, λοιπόν, αυτήν και ενώ ο αγιογράφος αποδέχεται  σαφώς το δι’ αποτομής των κεφαλών των Αγίων μαρτύριό τους, αφού απεικονίζει την σχετική αναπαράσταση, με την επιγραφή: «Η αποτομή των κεφαλών των αγίων τεσσάρων Νεομαρτύρων Γεωργίου, Αγγελή, Μανουήλ και Νικολάου», όμως, σε άλλο υπόθεμα της ίδιας τοιχογραφίας, απεικονίζει, και σκηνή Τεσσάρων αγχονών, που κρέμονται από πλάτανο, χωρίς τα σώματα, πάντως, των Αγίων και με την επιγραφή: «Πλάτανος απαγχονίσεως»(!). Η τοιχογραφία είναι εκτεταμένη, καταλαμβάνει όλο το κάτω μέρος της κόγχης του ιερού και αποτελείται από τέσσερα υποθέματα. Τα άλλα δύο υποθέματά της επιγράφονται: α) οι άγιοι Νεομάρτυρες ενώπιον του πασά Καδή και β) οι άγιοι ενώπιον του Δικαστηρίου.



                Ο νεότερος (ο τρίτος) ιερός ναός των αγίων Τεσσάρων Ρεθύμνου (φωτογρ. 2008)

          
  Ο αγιογράφος με το παραπάνω υπόθεμα: «Πλάτανος απαγχονίσεως» μόνο σύγχυσης μπορεί να γίνει αίτιος στον απλό πιστό. Σε ένα θέμα απόλυτα ξεκαθαρισμένο από την υμνολογική και εικονογραφική παράδοση της τοπικής μας Εκκλησίας δεν χρειάζονται, νομίζω, του είδους αυτού οι καινοτομίες, που απλά επιζητούν τον εντυπωσιασμό και την πρωτοτυπία ή, ακόμα, τη δραματική ένταση και το τραγικό...
 Αυτά, λοιπόν, τα τελευταία- κείμενα και αγιογραφία- είναι, νομίζω, που δημιουργούν τη σύγχυση γύρω από τον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Μελαμπιανών Νεομαρτύρων. Η ευσέβεια, μάλιστα, του πιστού λαού του Ρεθύμνου, ύστερα από αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις, ορίζει επακριβώς και τον αριθμό των πλατάνων σε τέσσερις, όσοι, δηλαδή, ήταν και οι νεομάρτυρες, στους οποίους, λένε, ανά εις κρεμάστηκαν, «δεχθέντες τον δι’ απαγχονισμού θάνατον».
Πάντως, περίπτωση χρησιμοποίησης και της αγχόνης, παράλληλα με τον δια ξίφους αποκεφαλισμό, προς περαιτέρω τιμωρία, παραδειγματισμό και τρομοκράτηση του χριστιανικού στοιχείου, παντελώς αποκλείεται. Όλα τα συναξάρια των Αγίων συμφωνούν ότι οι δήμιοι, προς εκφοβισμό των λοιπών χριστιανών, απλά, άφησαν- κατά διαταγή του Μεχμέτ Πασά- τα σώματά τους στον τόπο του μαρτυρίου άταφα επί τρεις ημέρες, μέχρι που παρέλαβαν αυτά οι Αντώνιος Πουρδούνης και Γεώργιος Λαγός, για να τα ενταφιάσουν στην Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια. Επί πλέον, οι δήμιοι Οθωμανοί χωροφύλακες έφεραν και αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά αυτών[28].

Μετά από όλα αυτά, στην πλειάδα των παραπάνω απόψεων, συμπερασματικά, παραθέτουμε και την προσωπική μας άποψη, σύμφωνα με την οποία ο υπεραιωνόβιος πλάτανος, κάτω από τον οποίο μαρτύρησαν οι Άγιοι, θα υπήρχε, πιθανόν, στο μέρος που έπιανε το άγιο βήμα της πρώτης εκκλησίας, αυτής που θεμελίωσε ο Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, στις 21-4-1909. Η άποψη αυτή για την θέση του μαρτυρίου στον χώρο του αγίου Βήματος ανήκει στον μακαριστό επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιο Καστρινογιαννάκη[29] και εκκλησιολογικά, τουλάχιστον, την βλέπω ως την μόνη ορθή, ως την μόνη που αρμόζει στη εκκλησιαστική συνείδηση και παράδοση της Εκκλησίας, να λάβει, δηλαδή, ιδιαίτερη μέριμνα, δια του πρώτου κτήτορος επισκόπου της, κατά την ανοικοδόμηση του ιερού ναού των Αγίων, τον χώρο του σεπτού μαρτυρίου τους, με τον υπεραιονόβιο πλάτανο, να τον καταλαμβάνει το άγιο Βήμα του ναού. Η Εκκλησία του Χριστού θεμελιώνεται και στηρίζεται επί του αίματος και των θυσιών των Μαρτύρων της πίστεως, ενώ είναι γνωστό ότι στους χρόνους των διωγμών οι τάφοι των Μαρτύρων χρησίμευαν αντί αγίας Τράπεζας. Άρα, σύμφωνα με την άποψη αυτήν ο ιερός πλάτανος των Αγίων θα πρέπει να ορθωνόταν πίσω, περίπου, από το σημερινό άγιο Βήμα του ναού[30]. Κάτω από τον γέρικο αυτόν πλάτανο, όπου επί Τουρκοκρατίας[31] γίνονταν οι εκτελέσεις, ο Τούρκος δήμιος απέκοψε τις κεφαλές των τεσσάρων νεομαρτύρων, στην επίμονη άρνησή τους να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό και να αλλαξοπιστήσουν. «Ημείς χριστιανοί εγεννήθημεν και χριστιανοί θέλομεν αποθάνει», υπήρξε η γενναία και αποστομωτική απάντησή τους, ενώ, στη συνέχεια- κατά το φρικτό και φοβερό μαρτύριό τους  και μέχρι της τελευταίας των αναπνοής- προσεύχονταν ενδόμυχα, εκφωνούντες μυστικά το «Κύριε ελέησον»[32].
Παρότι, λοιπόν, οι Τούρκοι συχνά χρησιμοποιούσαν τον «δι’ απαγχονισμού θάνατον»- και μάλιστα, όπως ήδη σημειώσαμε, από τον γερο- πλάτανο της συγκεκριμένης πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων[33]- το μαρτύριο των Αγίων έγινε «δια ξίφους», και αυτό βεβαιώνει και η επίσημη παράδοση της Εκκλησίας μας μέσω της εικονογραφικής παράδοσης και της ασματικής ακολουθίας τους.
 Στο γνωστό απολυτίκιο των Αγίων- που «κατά παράδοσιν» ψάλλεται στην ακολουθία τους την 28η Οκτωβρίου και είναι ποίημα του λόγιου επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικου Νικολετάκη- αναφέρεται ότι «ούτοι διά πίστιν του Κυρίου σφαγέντες, το αίμα αυτών εθελουσίως εν τη Ρεθύμνη εξέχεαν…», ενώ και στο άλλο απολυτίκιο τού, επίσης, λόγιου και Κρητολόγου επισκόπου Λάμπης και Σφακίων, αείμνηστου Ευμένιου Ξηρουδάκη, μεταξύ άλλων, με περισσή λογοτεχνική δεινότητα, αναφέρεται: «…Χριστόν εκηρύξατε επί απίστων στερρώς, τετράριθμοι μάρτυρες, ξίφεσι τους αυχένας απετμήθητε πόθω, όθεν τοις των μαρτύρων ηριθμήθητε δήμοις…». Τέλος, και ο εικονογραφικός κύκλος των Αγίων, και μάλιστα μέσω της παλαιότερης γνωστής φορητής εικόνας τους, του έτους 1836- δηλαδή, δώδεκα, μόλις, χρόνια από το μαρτύριό τους- σε ένα από τα υποθέματά της, στην πάνω δεξιά της γωνία, εικονίζει τους Τέσσερις Νεομάρτυρες να δέχονται «τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατον»[34].  
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε να τρανώσουμε ότι ο αιωνόβιος πλάτανος της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων, που σήμερα έχει παύσει, δυστυχώς, να υπάρχει και να «μαρτυρεί», καθαγιάστηκε και ποτίστηκε από το πανάγιο αίμα των Αγίων και συνδέθηκε άρρηκτα στη συνείδηση των Ρεθυμνιωτών με το μαρτυρικό θάνατό τους κάτω από τη σκιά του φθίνοντος φθινοπωρινού φυλλώματός του


[1]Ο Π. Πρεβελάκης σημειώνει ότι το έτος 1938 σωζόταν, ακόμα, ο πλάτανος των Τεσσάρων Μαρτύρων (Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1976, 116).
[2] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 74.
[3] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, ό.π., Ο Λαμπρινάκης, εδώ, σημειώνει «συνοικία «Μεγάλη Βρύσις, παρά την οποία υπάρχει πελωρία πλάτανος ένθα η ομώνυμος πλατεία, εν ή οι Τούρκοι διέσχισαν το στήθος του επισκόπου Γεράσιμου Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη ζώντος έτι το 1822». Επίσης, Εμμ. Γ. Γενεράλι, Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 19102 ,31.
Πολύ πριν από την εκτέλεση του Περδικάρη, το έτος 1700, στην ίδια πλατεία, είχε γίνει το δια ξίφους μαρτύριο του Μαθιού, υιού του παπα- Γιώργη, από το Γερακάρη Αμαρίου, που και αυτός πρόσφατα- όπως και οι Τέσσερις Νεομάρτυρες- ανακηρύχθηκε άγιος, επειδή, ακριβώς, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει διακηρύσσοντας, όπως και εκείνοι, ευθαρσώς: «Εγώ χριστιανός εγεννήθηκα και χριστιανός θα αποθάνω».    
[4] Ό.π.
[5] Στην κατάσταση αυτήν τα κρεοπωλεία καταγράφονται από τον Εμμ. Γενεράλη στην πρώτη έκδοση της Γεωγραφίας του, το έτος 1894 (σ. 62). Αντίθετα, στη δεύτερη έκδοση, του 1910, αποκαλούνται κανονικά «κρεοπωλεία», άρα, πρόκειται τα λεγόμενα «Χασαπιά», που  είχαν εν τω μεταξύ ανεγερθεί. Και πράγματι, το έργο ανέγερσης των Χασαπιών ξεκίνησε στις 10 Μαρτίου 1894 και παραδόθηκε προς δημοσία χρήση το έτος 1895, επί Δημαρχίας Γιουσούφ Βέη Αληγιατζιδάκη (Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, Τα Κασαπιά του Ρεθύμνου και ουχί μόνον, Έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2005, 55).
[6] Πρβλ. και τα όσα γράφει για τον πλάτανο της Τριπολιτσάς ο Γέρος του Μοριά: «…όταν εμβήκα  εις την Τριπολιτσά με έδειξαν εις το παζάρι τον πλάτανο όπου κρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα:  Άϊτε, πόσοι από το σόγι μου και το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί και διέταξα και τον έκοψαν»! (Γεωργ. Τερτσέτη, Απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821, 19).
[7] Εμμ. Γ. Γενεράλι, Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 1891, 62, όπου μιλεί απλά για έναν πλάτανο, από τον οποίο οι Τούρκοι κρεμούσαν τους χριστιανούς, χωρίς, πάντως, ειδική αναφορά και στο μαρτύριο των Αγίων. -Ελ. Γ. Δαφέρμου, Οι Τέσσερεις (sic) Μάρτυρες της Ρεθύμνης, Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 21 (1980), 259 κτλ.
[8] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, ό.π.,76.
[9] Ιωάννου Εμμ. Νουχάκη,  Κρητική Χωρογραφία, Εν Αθήναις 1903, 206.
[10] Εμμ. Γ. Γενεράλι, ό.π.,18911,62 και 19102, 31.
[11] Στη σελίδα 31 του χειρογράφου σημειώνεται (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου): «Η φυλάδα αύτη εγράφθη διά πόθο και ευλαβία / της δούλης του θεού παρασκευής κουρμουλοπούλας / κατά μήνα αύγουστο: 8 1852 ρέθεμνος/ και εις όποιον ναόν θελήσει έχει χρέος να την αφιερώση διά μνημόσυνον / των γονέων της». 
[12] Πρόκειται,  ασφαλώς, για διαφορετικό πρόσωπο από τον Σταυράκη που έγραψε τη Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης.
[13] Μιχ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, Προμηθεύς ο Πυρφόρος 21 (1980), 261. Πρβλ. και Θεοχ. Δετοράκη, Η Υμνογραφία των Τεσσάρων Νεομαρτύρων του Ρεθύμνου, Προμηθεύς ο Πυρφόρος 21 (1980), 291.
[14] Κουρμούληδων στο επώνυμο, οι δυο αδέλφια και ο άλλος εξάδελφος (R. Pashley «Travels in Crete» 1, VII, 107).
[15] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 522. 
[16]Ιωάννη Πίτερη, Αφιέρωμα στους Αγίους Τέσσερις Ρεθύμνιους Νεομάρτυρες, Κρητική Επιθεώρηση της 28ης Οκτωβρίου 1979.
[17] Μιχ. Μ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, ό. π., 261.
[18] Μιχ. Μ. Παπαδάκη, ό.π., 261-262.
[19] Το κείμενο αυτό της προκήρυξης διέσωσε ο Ρεθυμνιώτης λόγιος φαρμακοποιός Ιωάννης Κούνουπας. Αλκ. Στυλ. Μαυράκη, Περιβόλια Ρεθύμνου, Το συναξάρι του τόπου, Ρέθυμνο 1995, 20 και Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, ό. π., 140.
[20] Κοντά σ’ αυτά, ο Πρεβελάκης σημειώνει ανακριβώς και τον αριθμό των καρών τους, που τις ανεβάζει σε τέσσερις, αγνοώντας (;) την απώλεια της τετάρτης, επίσης το έτος του μαρτυρίου τους, που το τοποθετεί στα 1866, στην αρχή της μεγάλης κρητικής επανάστασης, αλλά και τον τόπο καταγωγής τους, που τον συγχέει με τον τόπο της ταφής τους, τα Περιβόλια. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι, στη συγκεκριμένη του γραφή, ο Πρεβελάκης, πρώτα απ’ όλα, είναι ο άριστος τεχνίτης του λόγου, ο αγαπημένος λογοτέχνης των Ρεθεμνιωτών, που έψαλε και τραγούδησε την πόλη τους και την έκανε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο και όχι ο ερευνητής ιστορικός, που ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια και μόνο. Όμως, παρόλα αυτά, δεν παύει να ασκείται επηρεασμός και σύγχυση, που, για όσους δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα, καθίστανται, ίσως, ακόμα εντονότερα (Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1976, 116).
[21] Κρητική επιθεώρησις, 29 Μαρτίου 1966.
[22] Α. Μαλαγάρη- Χ. Στρατιδάκης, Ρέθυμνο, Αθήνα 1987, 11, 63.
[23] Δ. Αετουδάκης, Ρεθεμνιώτικο οδοιπορικό μέσα στο χρόνο, Αθήνα 1986, 143.
[24] Μ. Τρούλης, Ρέθυμνο, Ρέθυμνο 1998, 43.
[25] Ο λόγος για τον ήρωα της Μονής της Οδηγήτριας Ιωάσαφ Ξωπατέρα ή Ξέπαπα (+1828), που αποσχηματίστηκε, για να μην παραβιάζει τους κανόνες της Εκκλησίας πολεμώντας με τα ράσα.
[26]Χαρίδημος Α. Παπαδάκης , ό.π., 141. Ο Χ. Παπαδάκης στο ζήτημα αυτό δεν παίρνει εντελώς ξεκάθαρη θέση. Απλά καταγράφει χρονολογικά τα γεγονότα στον Πύργο του Ξωπατέρα και αφήνει σε μας να βγάλουμε τα ανάλογα συμπεράσματα γύρω από το μυστήριο της εξαφάνισης της 4ης κάρας, αυτής  του Νικολάου Βλατάκη.
[27] Ο ιστορικός Βασ. Ψιλάκης αναφέρεται σε συγκεκριμένο επεισόδιο από τη ζωή του «ταχύτατου, ευστροφώτατου» και «ατρόμητου», όπως τον χαρακτηρίζει, Αχμέτ Αγά (εν τη κρυπτώ Νικολάου<Βλατάκη και πρώην Ρετζέπη>), «από τον μεγάλον οίκον Κουσέ των Κουρμούληδων καταγόμενου», ο οποίος κατάφερε να απομακρύνει από το χωριό του, τις Μέλαμπες, τον αγριογεννίτσαρο από το Βαθυακό Καπαρό, που έβαζε τις κοπέλες του χωριού να χορεύουν με την παπαδιά, ενώ αυτός έτρωγε παχυλώς (Β. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, Εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., τ. 3, 31).
[28] Στυλ. Μ. Βυδάκης, στο συναξάρι της «Ακολουθίας των Άγιων Τεσσάρων νέων του Χριστού Μαρτύρων Αγγελή, Μανουήλ, Γεωργίου και Νικολάου των εν Ρεθύμνη μαρτυρησάντων», Εν Αθήναις 1852, 23- 24. Επίσης, στην ακολουθία των Αγίων που εκδόθηκε με επιμέλεια και Δαπάνη του Ιλαρίωνος, επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Εν Αθήναις 1877, 167, αλλά και στον «Βίο και Ακολουθία των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης», έκδοση «Παναγίας Καλυβιανής», Μοίραι Ηρακλείου , χ.χ.,7.
[29] Δ. Τ., Οι Τέσσερις Μάρτυρες, Ρεθεμνιώτικα Νέα, 26-27 Οκτωβρίου 1991, σ. 6.
[30] Ο Χάρης Παπαδάκης τον τοποθετεί δέκα, περίπου, μέτρα νοτιοδυτικότερα, και πιο συγκεκριμένα, λίγο νοτιότερα από τον σημερινό νότιο τοίχο της εκκλησίας των Τεσσάρων Μαρτύρων, μεταξύ νότιας πόρτας και του νότιου καμπαναριού της εκκλησίας, υποθέτω στη μέση του οδοστρώματος της σημερινής λεωφόρου (Τα Κασαπιά του Ρεθύμνου και ουχί μόνον, Ρέθυμνο 2005, 139). Πάντως, με τις αλλαγές των διαστάσεων των τριών ναών, που έχουν μέχρι σήμερα ανεγερθεί προς τιμήν των Αγίων, δεν αποκλείεται η παραπάνω διαφοροποίηση (Καστρινογιαννάκη- Παπαδάκη) στην ουσία να συμπίπτει, περίπου. 
[31]Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας τόπος εκτέλεσης των Ρεθεμνιωτών Επαναστατών από τους Βενετσιάνους ήταν ο λόφος του Τιμίου Σταυρού, στις νότιες παρυφές της πόλεώς μας, που, τότε, ονομαζόταν Φουρκοκέφαλο, δηλαδή τόπος αγχόνης [φούρκα (η)= πάσσαλος διχαλωτός, δοκός σε σχήμα Τ ή σταυρού και κατ’ επέκτασιν αγχόνη, κρεμάλα]. Βλ. σχετικά Α. Ν. Νενεδάκη, Ρέθεμνος, τριάντα αιώνες πολιτεία, 16 και Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Τα μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου στο λόφο Φουρκοκέφαλο και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Κουμπέ, Νέα Χριστιανική Κρήτη 3 (1990), 129.
[32] Βλ. τα συναξάρια των Ακολουθιών των Αγίων της υποσ. 25.
[33] Πρβλ. την περίπτωση του Εμμανουήλ Φουντουλάκη από τα Ρούστικα, που, πιθανόν, το έτος 1892 τον κρέμασαν οι Τούρκοι «από της παρά τον ναόν των Τεσσάρων Νεομαρτύρων κατηραμένης πλατάνου…», Μιχ. Πρεβελάκη, ομιλία στο Ιδαίον Άντρον Ρεθύμνου, Κρητική Επιθεώρησις 5/12/1934 και Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, ό. π., 138-139.
[34] Ελ. Γ. Δαφέρμου, Η εικονογραφία των Τεσσάρων Μαρτύρων, Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 21 (1980), 307. Αλλά και σε εικόνα του έτους 1859, που ζωγραφίστηκε με δαπάνη κάποιου  Αντωνίου Χανιωτάκη, που ο ίδιος υποστηρίζει ότι επιστάτησε και αυτός στη μετακόμιση και ταφή των Αγίων- άρα, υποτίθεται ότι θα ήταν γνώστης του τρόπου τελείωσης των Αγίων – και στην εικόνα αυτήν, σε ένα από τα τέσσερα υποθέματά της, στο κάτω μέρος της εικόνας, ιστορείται η Αποτομή των Αγίων Τεσσάρων μαρτύρων (Μιχ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, ό.π., 282).  

ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΤΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ


                                            
                  ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΤΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ


                   ΚΩΣΤΗ Ηλ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

                           www.ret-anadromes.blogspot.com


      Το θέμα τής δρακοντοκτονίας εμφανίζεται συχνά τόσο στη βυζαντινή λογοτεχνία όσο και στη βυζαντινή παράδοση και τέχνη. Ο πυρήνας τής ιστορίας προέρχεται από παλιότερο μυθολογικό υλικό. έτσι ο Απόλλωνας σκοτώνει τον Πύθωνα, ο Περσέας σκοτώνει τον θαλάσσιο δράκοντα και σώζει την Ανδρομέδα, ο Βελλεροφόντης σκοτώνει τη Χίμαιρα.

   Οι δρακοντοκτόνοι άγιοι ανήκουν στην τάξη των στρατιωτικών αγίων. Εικονίζονται έφιπποι, με στρατιωτική περιβολή, κρατουντες ακόντιο και, κάποτε, ξίφος, συνήθως όταν παριστάνονται πεζοί. Σπουδαιότεροι είναι ο Γεώργιος και ο Θεόδωρος. Στην περίπτωση τού αγίου Θεοδώρου (τού πιο παλιού δρακοντοκτόνου αγίου τού Βυζαντίου)- σύμφωνα με τις υπάρχουσες σχετικές παραδόσεις- ο Άγιος έτυχε να περάσει από ένα άλσος που βρισκόταν κοντά στα Ευχάιτα. Εκεί τού ρίχτηκε ένας δράκος, που έτρωγε όσους περνούσαν από την περιοχή. Ο Άγιος τον σκότωσε και απελευθέρωσε το πέρασμα και το έδωσε σε κοινή χρήση, για το καλό τού κόσμου[1]. Στην περίπτωση, πάλι, τού αγίου Γεωργίου, σύμφωνα με σχετικές παραδόσεις, τη μοναδική πηγή στην περιοχή διαφέντευε δράκοντας που δεν άφηνε το νερό ελεύθερο να κυλήσει και να πιουν άνθρωποι και ζώα και να ποτιστεί και να καρπίσει η γη. Ο δράκος συγκατετίθετο να αφήνει το νερό μόνο για λίγες ώρες την ημέρα, αν τον ταΐζαν ανθρώπινο κρέας και μάλιστα νέου ανθρώπου. Με την παρέμβαση, όμως, τής θείας δύναμης τού δρακοντοκτόνου αγίου Γεωργίου παύει το μαρτύριο τής λειψυδρίας και αφήνεται το νερό να κυλήσει και πάλι άφθονο στους ανθρώπους, ενώ, συγχρόνως, σώζει την τελευταία στιγμή και τη βασιλοπούλα τής Σιλήνας, στη Λιβύη. Στην κρητική παραλλαγή (Γιάνναρη στ. 55), ο άγιος Γεώργιος φέρεται να δένει με χρυσή αλυσίδα τον λαιμό τού θηρίου[2].   

    Βασική αρχή είναι ότι ο δρακοντοκτόνος άγιος συμβολίζει το «καλό», ενώ ο φονευόμενος δράκοντας το «κακό», από το οποίο ο άγιος, με υπερφυσική θεία δύναμη, αναλαμβάνει να απελευθερώσει τον άνθρωπο. Εκτός από τη μορφή δράκων το «κακό», πολλές φορές, παίρνει τη μορφή γιγάντων ή τρομερών πολεμιστών, όπως τού Βούλγαρου πολιορκητή τής Θεσσαλονίκης Ιωάννη Ασάν ή Καλογιάννη, τον οποίο οι βυζαντινές πηγές ονομάζουν Σκυλογιάννη και τον οποίο φέρεται στις εικόνες τού να φονεύει ο άγιος Δημήτριος. Επίσης. οι δράκοι, συνήθως, φυλάνε το νερό πηγών (περίπτωση αγίου Γεωργίου) και περάσματα (περίπτωση αγίου Θεοδώρου), στα οποία δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να πλησιάσουν. Ο θάνατος τού τέρατος από τον άγιο έχει ως αποτέλεσμα την απόδοση τού χώρου, και πάλι, σε κοινή χρήση και προς όφελος των ανθρώπων.

    Συχνά η δύναμη αυτών των Αγίων δεν περιορίζεται στη σωτηρία κοσμικών κυριών και νεαρών πριγκιπισσών, αλλά επεκτείνεται και στη διάσωση νεαρών αγοριών που με διάφορους τρόπους έχουν πέσει στα χέρια αχρείων αλλόφυλων και αλλοθρήσκων. Για παράδειγμα στη συλλογή των θαυμάτων τού αγίου Θεοδώρου η πρώτη ιστορία αναφέρεται στη διάσωση ενός παιδιού που είχε αρπαχτεί και πουληθεί σε Ισμαηλίτες. Επίσης, στη συλλογή των θαυμάτων τού αγίου Γεωργίου, μια από τις ιστορίες αναφέρεται στη διάσωση ενός μικρού αγοριού από τη Μυτιλήνη που είχε πέσει θύμα των Αγαρηνών. Ο Άγιος εμφανίζεται έφιππος τη στιγμή που το παλικαράκι σερβίρει κρασί στον αφέντη τού. το αρπάζει, το βάζει στα καπούλια τού αλόγου τού και το επιστρέφει στους γονείς τού[3]

          Η λατρεία τού Γεωργίου ως δρακοντοκτόνου θα εξαπλωθεί στον ελλαδικό χώρο τον 14ο αιώνα, με την κάθοδο των Ηπειρωτών και Αλβανών, ενώ για το Βυζάντιο τα πράγματα έχουν κάπως διαφορετική, χρονικά, εξέλιξηέτσι, στην πρώτη εικόνα τού αγίου, που χρονολογείται στον 6ο αιώνα- όταν το Βυζάντιο ένιωθε τη σιγουριά, τη βεβαιότητα και την ασφάλεια τής δύναμής τού και η Ανατολική Εκκλησία είχε δώσει την ενοποιητική ιδεολογία τής αυτοκρατορίας, σίγουρη και αυτή για τη δύναμή τής- ο άγιος εικονίζεται με στρατιωτική μεν στολή- ως στρατιωτικός που εν ζωή ήταν- αλλά πεζός και όχι δρακοντοκτόνος. Σε μεταγενέστερη εικόνα τού, τού 9ου αιώνα, ο άγιος εικονίζεται έφιππος και με ακόντιο, δηλαδή πιο πολεμικός. Είμαστε σε μια εποχή που το Βυζάντιο νιώθει δίπλα τού την απειλή τού Ισλάμ και η Ανατολική Εκκλησία βρίσκεται στη δίνη τής εικονομαχίας και την πίεση τής αυξανόμενης δύναμης τού Πάπα. Αργότερα, τον 11ο αιώνα, όταν πια το Βυζάντιο βρίσκεται σε ακόμα δυσχερέστερη θέση, με πολλούς εχθρούς να το περισφίγγουν και να το απειλούν, ο άγιος στην εικονογραφία τού καθιερώνεται πια ως δρακοντοκτόνος. Το Βυζάντιο είναι τότε που χρειάζεται να νιώθει δίπλα τού πανίσχυρο σύμμαχο τη θεία δύναμη και παρουσία[4]. Και ο Γεώργιος είναι τότε που καθιερώνεται ως προστάτης των στρατευμάτων και, μαζί με τους δύο κατ’ εξοχήν δροκοντοκτόνους αγίους, τους Θεοδώρους (Τήρωνα και Στρατηλάτη), θεωρούνταν προστάτης και των Βυζαντινών διγενών ακριτών, όπως απεικονίζονται σε τοιχογραφία τού 11ου αιώνα από την Καππαδοκία[5].

        Στο Νέο Σούλι Σερρών την ημέρα τής εορτής τού αγίου Γεωργίου γίνεται αναπαράσταση τού γνωστου θαύματος τής δρακοντοκτονίας (όπως παριστάνεται στις εικόνες και περιγράφεται στα δημοτικά τραγούδια). Στη συνέχεια σχηματίζεται μεγάλη πομπή από παιδιά, που κρατουν εικόνες από όλες τις εκκλησίες τού χωριού[6].

 

            Δρακοντοκτόνοι άγιοι

    Εκτός τού αγίου Γεωργίου και των κατ’ εξοχήν δρακοντοκτόνων αγίων τής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Θεοδώρων (Τήρωνος και Στρατηλάτη) δρακοντοκτόνοι υπήρξαν και οι επόμενοι άγιοι:

 

·           ο απόστολος Ανδρέας,

·           ο άγιος Γεώργιος,

·      ο άγιος Δημήτριος (προστάτης και πολιούχος Θεσσαλονίκης), που εικονίζεται έφιππος, με στρατιωτική περιβολή, να σκοτώνει τον Βούλγαρο πολιορκητή τής Θεσσαλονίκης Ιωάννη Ασάν ή Καλογιάννη, τον οποίο οι βυζαντινές πηγές ονομάζουν Σκυλογιάννη, και είναι, επίσης, ντυμένος με στρατιωτική περιβολή.

·   ο άγιος Δονάτος (30 Απρ.) (στην Παραμυθιά). Ήταν επίσκοπος Ευροίας, στην Παλαιά Ήπειρο, την εποχή τού Μεγάλου Θεοδοσίου, τον 4ο αιώνα. Στον άγιο αποδίδεται η εξολόθρευση τού δράκου που δηλητηρίαζε το νερό στο χωριό τής επαρχίας του με το όνομα Σωρεία, κοντά στις πηγές τού Αχέροντα.

·   ο άγιος Ευμένιος, επίσκοπος Γορτύνης Κρήτης (18 Σεπτ.), που με λαμπάδες λέγεται ότι έκαψε έναν φοβερό δράκοντα που του επιτέθηκε. Έζησε τον 7ο αι. και κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας.

·       ο προφήτης Ηλίας,

·       ο άγιος Ιωάννης (στην Πάτμο),

·       ο άγιος Νικόλαος (στην Αττική),

·       η αγία Παρασκευή[7],

·       ο άγιος Ρηγίνος (στη Σκόπελο) (25 Φεβρ.), αφού, σύμφωνα με την παράδοση, σκότωσε τον δράκοντα που λυμαινόταν το νησί, στο Δρακοντόσχισμα, που βρίσκεται μεταξύ Σταφύλου και Αγνώντα.

·          ο όσιος Υπάτιοςο εν Ρουφινιαναίς (17 Ιουν., 29 Μαΐου), σε φορητή εικόνα τού 1817, του ι. ναού Παναγίας Δεξιάς τής Θεσσαλονίκης, εικονίζεται με ραβδί να θανατώνει τον τρικέφαλο δράκοντα.

·          ο άγιος Φανούριος (27 Αυγ.) την ιδιότητά του αυτήν- του δρακοντοκτόνου Αγίου- πέραν του στρατιωτικού επαγγέλματός του, πιστεύουμε ότι οφείλει στο γεγονός ότι σε στιχηρό τής ακολουθίας του, που ανήκει στον μουσικό Λαυριωτικό κώδικα (Λ 164, φ. 405), που συνέταξε, το πιθανότερον, ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β΄ (ο Διασπωρηνός) κατά τον ιδ΄ αιώνα, σημειώνεται χαρακτηριστικά: «υπερεθαύμασαν άγγελοι το της ψυχής σου στερέμνιον, ω του Κυρίου αθλητά, Φανούριε, πώς εσαρκώθης ο ένσαρκος δαίμοσι συμπλεκόμενος, ω του Κυρίου αθλητά, Φανούριε, επικρατέστερος γέγονας και την οφρύν αυτών κατέβαλες, ω του Κυρίου αθλητά, Φανούριε»[8].


         ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



 

    [1] Την παράδοση αυτή συναντούμε σε τρεις παραλλαγές, με πολύ μικρές μεταξύ τους διαφορές, βλ. Τίτου Παπαμαστοράκη, «Θεόδωρος και Γεώργιος, Ο δράκος και το παλληκάρι», στο Επτά Ημέρες, ένθετο τής Κυριακάτικης Καθημερινής, 27/10/2002, 14.

     [2] Ν. Γ. Πολίτου, Δημώδη ελληνικά άσματα περί τής δρακοντοκτονίας τού αγίου Γεωργίου, Λαογραφία 4 (1912-13), 203.

    [3] Τίτου Παπαμαστοράκη, «Θεόδωρος και Γεώργιος, Ο δράκος και το παλληκάρι», ό.π., 16.

    [4] Τάκη Καμπύλη, «“Άγιοι Γεώργιοι” και δράκοντες τής Ιστορίας», εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 26/4/2009, 23.

        [5] Εφημερ. «Τα Νέα»  Αθηνών, 15/4/2004, σ. Ρ 21.

    [6] Γεωργίου Ν. Αικατερινίδη, «Πασχαλινές περιφορές εικόνων», στο Επτά Ημέρες, ένθετο τής Κυριακάτικης Καθημερινής, 4 /4/2001, 28.

       [7] Βλ. σχετικά Δημ. Β. Οικονομίδου, «Η αγία Παρασκευή εις τον βίον τού ελληνικού και του ρουμανικού λαού», Επετηρίς Λαογραφικού Αρχείου  9-10 (1955-57), εν Αθήναις 1958, 65 εξ.

       [8] Βλ. Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Αγιολόγιον τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Έκδοση Αποστολικής Διακονίας, χ.χ., 457 (οικείο λήμμα).