Ε Ρ Γ Α Κ Α Ι Η Μ Ε Ρ Α Ι ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΦΡΥΓΑΝΑΚΗΣ

Ε Ρ Γ Α Κ Α Ι Η Μ Ε Ρ Α Ι
ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

[Εκδόσεις «Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη», Ρέθυμνο 2010, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 344]

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

http://ret-anadromes.blogspot.com/

Ο συνάδελφος Γιώργος Δ. Φρυγανάκης- συνταξιούχος σήμερα Καθηγητής- είναι γεγονός ότι κατά τα χρόνια που υπηρετούσε στη Μέση Παιδεία έδινε μονίμως πνοή και οράματα στους μαθητές του και τους εμψύχωνε αδιαλείπτως από τον δικό του ζήλο και ενθουσιασμό, φυσικό επακολούθημα των οποίων υπήρξε η αξιόλογη εργασία τους που επιτελούνταν όλα αυτά τα χρόνια είτε με τις κατά διαστήματα ποικίλες ελεύθερες εκδόσεις τους (να θυμηθούμε, εδώ, και τις «Απόψεις» των Καθηγητών τού Πειραματικού Λυκείου), είτε με την επί χρόνια έκδοση τού γνωστού ετήσιου περιοδικού "Σχεδία" των μαθητών του 2ου Λυκείου Ρεθύμνης όταν, ακόμα, ο κ. Φρυγανάκης υπηρετούσε ως Καθηγητής στο συγκεκριμένο σχολείο.
Πρόσφατα ο κ. Φρυγανάκης επανήλθε στη δημοσιότητα με μιαν ογκώδη έκδοσή του- τριακοσίων πενήντα, περίπου, σελίδων- με τον τίτλο «Έργα και Ημέραι», που αφορά στα Πεπραγμένα τού Συλλόγου Φιλολόγων Ρεθύμνου (Σ.Φ.Ρ.). Στα «Εισαγωγικά» τού παρουσιαζόμενου βιβλίου ο συγγραφέας διευκρινίζει τη σκοπιμότητα τής συγγραφής αυτής που αναφέρεται σε έναν Σύλλογο που έκλεισε αισίως το ¼ τού αιώνα και μαζί του έκλεισε και ο πρώτος κύκλος των «Έργων και Ημερών» του, που σήμανε την αποχώρηση, αφενός, από το Δ.Σ. τής παλιάς φρουράς των ιδρυτικών στελεχών και την ανάγκη, αφετέρου, ανανέωσης που εκφράζει η εθελούσια αυτή έξοδος.
Αυτόν, λοιπόν, τον κύκλο θέλησε ο Γιώργος Φρυγανάκης να αποτυπώσει στο παρουσιαζόμενο βιβλίο του ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους εκείνους που συνέβαλαν άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο στην πραγματοποίηση των σκοπών τού Συλλόγου. Εξάλλου, με την κατάθεση των Πεπραγμένων ενός Συλλόγου, μπορούμε να παρακολουθήσουμε και ένα τμήμα από τη ζωή τής ίδιας τής πόλης στην οποία ο Σύλλογος ανήκει, και είναι, ασφαλώς, και αυτό ένα από τα ζητούμενα τής εν λόγω έκδοσης.
Και στο σημείο αυτό οφείλω να παρατηρήσω ότι ο κ. Φρυγανάκης «φύσει και θέσει» είναι ο μόνος πραγματικά κατάλληλος να αναλάβει αυτό το έργο, αφού διετέλεσε τα περισσότερα χρόνια τού πρώτου αυτού κύκλου ζωής τού εν λόγω Συλλόγου τής πόλης μας σε νευραλγικές θέσεις τού Δ.Σ. και μάλιστα Πρόεδρος αυτού, ώστε να γνωρίζει εκ των έσω και περισσότερο οποιουδήποτε άλλου ότι αφορά στα Έργα και τις Ημέρες αυτού. Οπότε, λοιπόν, ο συγγραφέας στη ζυγαριά της αυτοκριτικής του το ένιωθε ως δική του ευθύνη να άφηνε ένα έργο είκοσι πέντε χρόνων να περιέλθει στα δίκτυα τής λησμονιάς. Βοηθητικά στην προσπάθειά του αυτήν στάθηκαν- όπως ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά- η απαλλαγή του από τον ηλεκτρονικό… αναλφαβητισμό αλλά και η πρόσφατη αποχώρησή του από την υπηρεσία.
Πρόκειται για μια πολύχρονη δουλειά μόχθου, που κατόρθωσε να τιθασεύσει ένα ογκώδες αρχειακό υλικό είκοσι πέντε χρόνων και να το συστηματοποιήσει με τόση τάξη και μεθοδικότητα, που πραγματικά εκπλήσσει τον αναγνώστη για την ακρίβεια, τη συνέπεια και ευκρίνειά της. Είμαι σε θέση να γνωρίζω αρκετά για τον συγκεκριμένο σύλλογο, ώστε να μπορώ να κρίνω την εξαιρετική δουλειά τού κ. Φρυγανάκη.
Η δομή τού παρουσιαζόμενου βιβλίου έχει ως εξής:
Στην αρχή παραθέτεται «Προεισαγωγική Αναφορά» τού συγγραφέα στην προσφορά τού εκπαιδευτικού λειτουργού που αγωνίζεται για την παιδεία και τη διαμόρφωση τού χαρακτήρα των παιδιών τού ελληνικού λαού, καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι η ψυχή τού εκπαιδευτικού έργου και του Σχολείου τής Μ. Εκπαίδευσης είναι ο φιλόλογος, τόσο λόγω της ανομοιογένειας και του ετερόκλητου των μαθημάτων που ο εν λόγω λειτουργός καλείται να διδάξει, όσο και για τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα τής επιστήμης του, αυτονόητο ζητούμενο για μια κοινωνία με σοβαρότατο έλλειμμα παιδείας και ανθρωπισμού. Αυτός, εξάλλου, καταλήγει, είναι ο και λόγος που σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια της Χώρας μας παράλληλα με τις Ενώσεις Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης ιδρύεται και ένας Σύνδεσμος Φιλολόγων για τη στήριξη τού πολυεύθυνου έργου τού φιλολόγου.
Η λοιπή δομή τού παρουσιαζόμενου βιβλίου έχει ως εξής:
1. Ιστορικό ίδρυσης τής Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.) και καταστατικό ίδρυσης αυτής, μέσα στην οποία κυοφορήθηκε και γεννήθηκε και στο πνεύμα τής οποίας λειτούργησε ο Σύλλογος Φιλολόγων Ρεθύμνου.
2. Παραθέτονται βασικά έγγραφα σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία τού Σ.Φ.Ρ.
3. Ανά διετία και Δ.Σ. ακολουθεί και μια έκθεση Πεπραγμένων κατά βασικό τομέα δραστηριότητας.
4. Εξαιρετικά ενδιαφέρον και ευφυές κρίνεται το τέταρτο μέρος του εν λόγω βιβλίου, που αφορά στην παράθεση σημαντικών συμπληρωματικών στοιχείων (δημοσιευμάτων τοπικών, κυρίως, εφημερίδων), που, οπωσδήποτε, έχουν να προσθέσουν τη δική τους νότα προδιαθέτοντας ευχάριστα τον αναγνώστη και παραθέτοντας κάποιες επί πλέον λεπτομέρειες στα Πεπραγμένα.
Στο τέλος γίνεται αναλυτική παρουσίαση των εκδόσεων τού Σ.Φ.Ρ. και των περιεχομένων τού περιοδικού «Αναζητήσεις», τού γνωστού βήματος λόγου και διαλόγου των φιλολόγων τού νομού μας και όχι μόνο και ο τόμος ολοκληρώνεται με τον Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό τού Σ.Φ.Ρ. και την παρουσίαση των τεσσάρων διοργανώσεών του (2003- 2008).
Εξαιρετικά χρηστικά και τα δύο Ευρετήρια στο τέλος τού βιβλίου. το πρώτο αναφέρεται σε όλα τα βασικά θέματα (πρόσωπα, πράγματα), που απασχόλησαν τον Σύλλογο κατά το 25ετές αυτό διάστημα και το δεύτερο στα ονόματα όλων εκείνων που συνεργάστηκαν κατά το διάστημα αυτό με τον Σ.Φ.Ρ. με εισηγήσεις τους, ομιλίες και γραπτές καταθέσεις απ’ οπουδήποτε.
Όπως ευστοχότατα ο κ. Φρυγανάκης παρατηρεί η καλύτερη ανταμοιβή του είναι η αίσθηση ότι με την έκδοσή του αυτή δίνεται μια «δεύτερη ζωή» σε μια εθελοντική προσφορά είκοσι πέντε χρόνων, στην οποία αναλώθηκε πολύς προσωπικός χρόνος και μόχθος πολλών συναδέλφων τού τόπου μας. Μια «δεύτερη ζωή» που μπορεί να ζωογονήσει το μέλλον τού Σ.Φ.Ρ. και αυτό, ασφαλώς, είναι και η δική μας ευχή με την ευκαιρία τής παρουσίασης αυτής.
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τον φίλο Γιώργο Δ. Φρυγανάκη αποκλειστικό συντελεστή του όμορφου αυτού έργου. Η αίσθηση του χρέους απέναντι στην πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά τού τόπου του είναι, νομίζω, εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειές του και συνέβαλλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά του, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα της ψυχής του και ενθαρρύνει την ανάληψη και στο μέλλον παρόμοιων πρωτοβουλιών. Χωρίς κανένα δισταγμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το φωτισμένο ενδιαφέρον ορισμένων ανθρώπων για την ιστορική και πνευματική τού τόπου τους ανάδειξη, το γνήσιο συναίσθημα ευθύνης του καθενός μας απέναντι στον συνάνθρωπό αποτελούν την ασφαλέστερη βάση για την προαγωγή και ανάπτυξη ενός τόπου.

Ο ΠΛΑΚΙΑΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ


XΑΡΙΔΗΜΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΝΤΑΡΑΜΑΝΕΛΙΤΗ

Ο ΠΛΑΚΙΑΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ

[Εκδόσεις "Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη", Ρέθυμνο 2010, σχ. 8ο (21Χ22), σσ. 201]

Σε προηγούμενο σημείωμά μου είχα σημειώσει για τον συμπολίτη φίλο δικηγόρο Χάρη Ανδρέα Παπαδάκη ότι συνηθίζει με τα βιβλία του να μας διδάσκει την Τοπική Ιστορία με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που, συνήθως, χαράσσει και ακολουθεί η κλασική ιστοριογραφική επιστήμη. Γιατί στον Χάρη Παπαδάκη αρέσει ξεκινώντας από τα «ψιλά» και όλως επουσιώδη ενός τόπου να ανάγεται και να αγκαλιάζει με έναν τρόπο εκπληκτικό ολόκληρο το φάσμα της ιστορικής πραγματικότητας αυτού. Με παρόμοιο τρόπο, μπορώ να πω ότι ο κ. Παπαδάκης προσέγγισε και τον παρουσιαζόμενο με το παρόν σημείωμά μας τόπο, τον τόπο καταγωγής του, τον Πλακιά. Ο λόγος για το βιβλίο- λεύκωμα με τον τίτλο: «Ο Πλακιάς τού χθες», που γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας και ασχολείται με την ιστορική, κοινωνική και οικονομική αναδίφηση των αφορώντων στην εν λόγω περιοχή.
Όπως σημειώνει στα «Προλεγόμενά» του ο συγγραφέας, παρά το ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο, ο πατέρας του τον έμαθε από πολύ μικρό παιδί να αγαπά τον τόπο τής καταγωγής του, το χωριό του, τα Σελλιά, και το λιμάνι τής περιοχής, τον Πλακιά. Από μικρός συνέδεσε την περιοχή με τις καλοκαιρινές διακοπές των παιδικών του χρόνων, την αγάπησε πολύ και σήμερα έφτασε να γίνει και μόνιμος κάτοικος αυτής. Ο συγγραφέας είχε την ευτυχία να γνωρίσει τον Πλακιά ως ένα μικρό, απλό ψαροχώρι, με μια υπέροχη φύση, που συνδύαζε βουνό και θάλασσα, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς υποδομές. Ένας μικρόκοσμος με ελάχιστες μόνιμες οικογένειες τον χειμώνα, μερικούς ντόπιους παραθεριστές το καλοκαίρι, Ρεθεμνιώτες- χωραΐτες και Αθηναίους σταφυλάδες, ως και απειροελάχιστους ξένους τουρίστες, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Αυτός, όμως, ο γνήσιος και αυθεντικός Πλακιάς, το όμορφο ψαροχώρι τής εποχής εκείνης, χάθηκε ολοκληρωτικά. Τη θέση του σήμερα καταλαμβάνει μια κοσμοπολίτικη, τουριστική κωμόπολη.
Όλα αυτά είναι που έσπρωξαν τον Χάρη Παπαδάκη να δημιουργήσει το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό φωτογραφικό λεύκωμα για τον Πλακιά. «Φωτογραφικό» προκειμένου να λειτουργήσει- χρησιμοποιώ τη χαρακτηριστικά εύστοχη φράση του- ως εικονομήνυμα, που μέσα από αυτό οι μεγαλύτεροι θα θυμηθούν τα παλιά και οι νεότεροι θα ευαισθητοποιηθούν και θα προσπαθήσουν να σεβαστούν την ομορφιά τής περιοχής, που δεν σεβαστήκαμε εμείς οι μεγαλύτεροι.
Του «βιβλιολευκώματος» προηγείται θαυμάσια και περιεκτικότατη Εισαγωγή είκοσι πέντε, περίπου, σελίδων, που αναφέρεται στην ιστορική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα τής περιοχής. Ξεχωριστή έμφαση δίνεται στο γεγονός τής εξόρυξης στο παρελθόν- και πιο συγκεκριμένα κατά τα χρόνια τής Αιγυπτιοκρατίας (1830- 1940)- λιγνίτη από την περιοχή του Πλακιά και την ύπαρξη ορυγμάτων, σιδηροτροχιών, βαγονέτων αλλά και υποτυπώδους λιμένος για την εξαγωγή και μεταφορά του στην Αίγυπτο. Κυριαρχική θέση εδώ προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά και σπουδαία τοπωνύμια τής περιοχής, όπως η Σπιτάρα, το Δαμνώνι, ο Κουρταλιώτης, η Παλίγκρεμνος και οι θρυλικές Γονατές τού Διγενή- εξαιρετικά σημαντικό, αυτό το τελευταίο, ακριτικό τοπωνύμιο- που οριοθετούν με τα φαντάσματα, σήμερα, ερείπιά τους τον χώρο εξόρυξης και εξαγωγής τού εν λόγω ορυκτού. Τον λιγνίτη τού Πλακιά οι Αιγύπτιοι θεώρησαν ότι ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ποσότητας ικανής για να καλύψει τις ανάγκες της Αιγύπτου, που θα την ανεξαρτητοποιούσε πλήρως από την εισαγωγή λιγνίτη από την Αγγλία, άποψη, πάντως, που δεν αποδείχθηκε επαρκής και δεν είχε, γι’ αυτό, συνέχεια και στο μέλλον. Σημαντική θέση στο βιβλίο παραχωρείται, περαιτέρω και στον εντοπισμό ιχνών ρωμαϊκής αγροικίας στο Βουκελάρη, ανατολικά τής Σούδας, καθώς και στη διαχρονικά άναρχη δόμηση τού οικισμού, κάτι που φαίνεται να πονά και θλίβει ιδιαίτερα τον συγγραφέα.
Στην καταγραφή της Ιστορίας του τόπου ο κ. Παπαδάκης είναι πάντα πολύ προσεκτικός ερευνητής, ανατρέχοντας με ξεχωριστή επιμέλεια και σύνεση στην ανεύρεση και παράθεση των σωστών κάθε φορά πηγών και της ανάλογης βιβλιογραφίας, κάτι που και στην εργασία του αυτήν- παρά την «λευκωματική» της μορφή- φαίνεται να τον απασχόλησε σοβαρά. Ο Χάρης Παπαδάκης διακριβώνεται για μια ακόμη φορά ότι είναι σοβαρός συγγραφέας και μελετητής, που στηρίζεται συχνά σε σπάνιο αρχειακό υλικό- ανατρέχοντας, κάποτε, προς ανεύρεσή του εκατοντάδας χιλιόμετρα μακριά (Τυνησία Τουρκία, όπως από προσωπική πείρα είμαι σε θέση να γνωρίζω)- ενώ τα αρχεία των εφημερίδων και ειδικότερα τα φύλλα τής εφημερίδας τής Κυβέρνησης, φαίνεται να του είναι πάντοτε ιδιαίτερα οικεία και προσφιλή, τα οποία ως ικανότατος δικηγόρος με χαρακτηριστική άνεση και επιδεξιότητα διεξέρχεται και χρησιμοποιεί, όπως, ακριβώς, κάνει και στο παρόν «βιβλιολεύκωμά» του με τα φύλλα τής «Επίσημης Εφημερίδος της Κρητικής Πολιτείας» (Ε.Ε.Κ.Π.).
Ο συγγραφέας, πέραν των ανωτέρω, για τη συγγραφή τού παρουσιαζόμενου λευκώματος κατέφυγε και σε προφορικές μαρτυρίες από υπερήλικες γνώστες πολλών πραγμάτων τής εν λόγω περιοχής, ενώ το εξαιρετικά αξιόλογο και παντελώς άγνωστο στο ευρύτερο κοινό φωτογραφικό υλικό προέρχεται από κατοίκους, επίσης, της περιοχής και προσδίνει στο βιβλίο μιαν εξαιρετικά αξιόλογη όσο και αξιόπιστη ασπρόμαυρη εικόνα τού χώρου και της εποχής. Οι φωτογραφίες αναπαράγουν τόσο την ομορφιά τού τοπίου, όσο και τους ανθρώπους του και τις ποικίλες δραστηριότητές τους, με κυριότατη τον καιρό εκείνο δραστηριότητα- πάρεργο πάντως στις συνήθεις γεωργοκτηνοτροφικές τους ενασχολήσεις – το ψάρεμα.
Η προσπάθειά τού Χάρη Παπαδάκη υπήρξε φιλόπονη, εξαντλητική, συχνά επίπονη και αγωνιώδης. Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό και δόκιμο συμπολίτη μας συγγραφέα και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των Ρεθεμνιώτικων Γραμμάτων, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.


ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΛΑΤΑΝΟΙ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ Με ειδική αναφορά στο Μαρτύριο και στον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων




Εντυπωσιακή εικόνα των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνου, με κρητικές ενδυμασίες και το απολυτίκιό τους ποίημα Καλλίνικου Νικολετάκη. Έκδοση ιερού Ναού 4 Μαρτύρων (1953;)


















ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ 4 ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ


ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΛΑΤΑΝΟΙ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

Με ειδική αναφορά στο Μαρτύριο και στον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων

       Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός τοπωνυμίων, που χαρακτηρίζουν περιοχές, γειτονιές, αλλά και ολόκληρα χωριά της Χώρας μας, με το όνομα του πανέμορφου αυτού και επιβλητικού δέντρου, του πλατάνου, που καλλιεργείται από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα ως διακοσμητικό σε πάρκα και δενδροστοιχίες. Βασική απαίτηση του δέντρου αυτού είναι τα πολύ υγρά εδάφη. Και τέτοια όντας τα εδάφη της μικρής γλωσσίδας, πάνω στην οποία οι πρώτοι οικιστές του οικοδόμησαν το Ρέθυμνο, παρέχουν, ασφαλώς, εξαιρετικά γόνιμο και κατάλληλο έδαφος για την ευδοκίμησή του. Είναι γεγονός ότι όλο το παλιό Ρέθυμνο κυριολεκτικά «επιπλέει» μέσα στο νερό και ότι, ακόμα, κάθε φορά που οι κάτοικοί του επιχειρούν να ανοίξουν τα θεμέλια μιας νέας κατοικίας, στα δυο, μόλις, μέτρα συναντούν άφθονο νερό, που τους δυσκολεύει πολύ στην ανέγερσή της.
    Έτσι, το Ρέθυμνο στην ιστορική του πορεία φιλοξένησε στα εδάφη του αρκετά πλατάνια. Σε δύο, όμως, περιπτώσεις το φυτό αυτό κατέστη ιδιαίτερα σημαντικό και σπουδαίο. Άφησε το όνομά του, στην πρώτη, και περιβλήθηκε με θλιβερά γεγονότα ιστορικής σημασίας και στις δύο, που έλαβαν χώρα κάτω από το έντονα δροσιστικό φύλλωμά του, σηματοδοτώντας για δεκαετίες, τώρα, τον τόπο.
Ο λόγος, για τη γνωστή και σήμερα με την ονομασία «Πλάτανος» πλατεία του Ρεθύμνου (επίσημα, σήμερα, πλατεία Τίτου Πετυχάκη), αλλά και για την άλλη, επίσης, γνωστή πλατεία των Τεσσάρων Μαρτύρων, όπου, ορισμένοι σύγχρονοι συγγραφείς μέχρι πρόσφατα έδειχναν τον πλάτανο των Αγίων [1] .
     Στην πρώτη, βέβαια, περίπτωση, της ομώνυμης πλατείας του «Πλατάνου», είχαμε- κατά σαφείς και ασφαλείς πληροφορίες- ένα μόνο πελώριο πλάτανο [2] - όπως, εξάλλου, τούτο υποδηλώνεται και από την εκφορά της ονομασίας της πλατείας στον ενικό αριθμό <στον Πλάτανο>- που δροσιζόταν πλούσια από τα νερά της παρακείμενης κρήνης του Rimondi και χρησίμευε για τους απαγχονισμούς των χριστιανών. Στην πλατεία αυτήν και κάτω από τη σκιά, προφανώς, του μοναδικού αυτού πλατάνου, οι Τούρκοι διέσχισαν το στήθος του επισκόπου Γερασίμου Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη, «ζώντος έτι», το έτος 1822[3] . Στη συνέχεια, με το αίμα της καρδιάς του επισκόπου οι Τούρκοι ράντισαν τις σημαίες τους, για να κερδίζουν, όπως έλεγαν, στις μάχες τους Χριστιανούς.
   Στην άλλη περίπτωση, της ανοιχτότερης και κατά πολύ μεγαλύτερης πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων, στη θέση Μεγάλη Πόρτα, ο Εμμ. Γενεράλις [4] αναφέρει ότι εκτός των τειχών της πόλεως, και μέσα σε «ελεεινά ξύλινα παραπήγματα» [5] , ήταν τα κρεοπωλεία, παρά τα οποία υψωνόταν πελώριος πλάτανος από τον οποίο οι Τούρκοι κρεμούσαν τους χριστιανούς.
   Και στις δύο, λοιπόν, περιπτώσεις- και αυτήν της πλατείας του Πλατάνου και αυτήν της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων- βλέπουμε ότι κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου ο Τούρκος κατακτητής συνήθιζε να εκτελεί τους χριστιανούς υπηκόους του, είτε με απαγχονισμό, είτε με καρατόμηση, οπότε ο πλάτανος, εδώ, αποκτά μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική ιδιαιτερότητα [6] .
   Στην περίπτωση, πάντως, των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων παρατηρείται μεγάλη σύγχυση στα διάφορα κείμενα που μέχρι σήμερα έχουν γνωρίσει το φως της δημοσιότητας, ως προς τον πραγματικό αριθμό των πλατάνων στην ομώνυμη των Αγίων πλατεία, ενώ η ίδια σύγχυση παρατηρείται και σε ό,τι αφορά στον τρόπο του Μαρτυρίου τους. Έτσι, αλλού γίνεται λόγος για έναν και μοναδικό πλάτανο, «που θύμιζε, λέγει, στους Ρεθεμνιώτες τη θυσία και το φρικτό μαρτύριο των νεομαρτύρων» [7]και αλλού για τόπο «όπου υπήρχαν ένας ή περισσότεροι αιωνόβιοι πλάτανοι, κάτω από τη σκιά των οποίων οι άγιοι νεομάρτυρες μαρτύρησαν». Σχετικά, τώρα, με τον τρόπο του μαρτυρίου τους, άλλοι από τους ερευνητές ομιλούν περί αποτομής της κεφαλής των Αγίων και άλλοι περί απαγχονισμού τους.
    Έτσι, ειδικότερα, για «αποτομή» της κεφαλής των αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων κάνουν λόγο, από τους παλιούς λογίους, οι Εμμ. Λαμπρινάκης [8], Ι. Νουχάκης[9] και Εμμ. Γενεράλις, πλην όχι και τόσο σαφώς αυτός ο τελευταίος [10] , αλλά και όλοι όσοι προέρχονται από τους κόλπους της Εκκλησίας (επίσκοποι, θεολόγοι, εκκλησιαστικοί υμνογράφοι κτλ.).
   Για αποτομή, λοιπόν, κάνουν, περαιτέρω, λόγο όλοι ανεξαιρέτως οι βίοι μετά ακολουθιών των Αγίων, που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα. Αναφέρουμε δειγματικά τον παλαιότερο από αυτούς, τον οποίο ανακάλυψε ο Νικ. Τωμαδάκης στην Ι. Μονή Οδηγήτριας Κερά Γωνιάς Κισάμου, του έτους 1852[11], που είχε όμως συνταχθεί πολύ πρωτύτερα με τη συνεργασία των Μελετίου Νικολετάκη, Μητροπολίτη Κρήτης (1831-1839) και Καλλινίκου Νικολετάκη, επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (1832-1868) και του λογίου δασκάλου του Ρεθύμνου Νικ. Σταυράκη [12] , πριν από το θάνατο του Μελετίου, που συνέβη το έτος 1839, άρα στα αμέσως επόμενα από το μαρτύριο των Αγίων χρόνια [13] .
    Ο γνωστός, επίσης, Άγγλος περιηγητής R. Pashley, που περιόδευσε την Κρήτη και το Ρέθυμνο στα 1834- άρα δέκα, μόλις, χρόνια από το μαρτύριο των Αγίων- και παίρνει τις πληροφορίες του από το άμεσό του περιβάλλον, ομιλεί σαφώς μεν περί καρατομήσεως, αλλά τριών και όχι τεσσάρων νεομαρτύρων [14], καθώς και ο Στέργ. Σπανάκης [15]. Αλλά περί αποτομής κάνουν λόγο και οι περισσότεροι σύγχρονοι Ρεθυμνιώτες λόγιοι, ο π. Ιωάννης Πίτερης [16], ο Μιχ. Μ. Παπαδάκης [17]κ.ά. Στην προαναφερθείσα, μάλιστα, μελέτη του ο Μιχ. Παπαδάκης [18]δημοσιεύει και το ενδιαφέρον κείμενο της προκήρυξης του Μεχμέτ πασά, το οποίο, επίσης, κάνει λόγο για σφαγή των Τεσσάρων Νεομαρτύρων στην πλατεία της Μεγάλης Πόρτας: «
Ταϋτέρου στσι δυο ώρες σαμπάιλέν (αύριο στις οκτώ το πρωί) θα σφάξουνε στη Μεγάλη Πόρτα τέσσερις γκιαούρηδες. Θα γενούνε και άλλα μαζλουχάθια και λοής λοής μασκαραλίκια.. Τα ντουκινάνια (καφενεία) κι ούλοι οι μαγατζέδες θάναι σφαλιχτοί και όποιος θέλει νάρθει στο σεΐρι» [19].Άλλοι Ρεθυμνιώτες συγγραφείς- πάντως πολύ ολιγότεροι από τους προηγούμενους- ομιλούν για «πλατάνους, στους οποίους κρεμάστηκαν οι άγιοι νεομάρτυρες». Έτσι, από τους πιο παλιούς, ο συγγραφέας «του Χρονικού μιας Πολιτείας», Παντελής Πρεβελάκης, μιλεί για απαγχονισμό τους, στον πλάτανο που- όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- «θράσευε» και τότε, όταν έγραφε το Χρονικό του- το έτος 1938- στην πλατεία, έξω από την εκκλησία τους [20].
   Από τους νεότερους για απαγχονισμό, επίσης, των Αγίων μιλούν οι Εμμ. Φραγγεδάκης [21], Α. Μαλαγάρη- Χ. Στρατιδάκης [22], ο Δ. Αετουδάκης [23], και ο Μ. Τρούλης [24]. Ο κ. Τρούλης, μάλιστα, αποδέχεται απαγχονισμό των τριών μόνο νεομαρτύρων, ενώ ο τέταρτος, λέγει, ο Νικόλαος, σκοτώθηκε αργότερα, τον Μάρτιο του 1828, πολεμώντας τους Τούρκους στον πύργο του Ξωπατέρα [25]. Την ίδια άποψη αφήνει να διαφανεί και ο Χ. Παπαδάκης [26], όμως αρκετά παραλλαγμένη, αφού δεν παρουσιάζει τον Νικόλαο μαχόμενο στον πύργο του Ξωπατέρα, αλλά να πεθαίνει από ασφυξία από τους καπνούς της φωτιάς που έβαλαν οι Τούρκοι μέσα στον πύργο- κάτι, πάντως, που δεν είναι σύμφωνο με την άκρως ενδιαφέρουσα μαρτυρία που μας παραδίνει ο ιστορικός Ν. Ψιλάκης, περί ενός εξαιρετικά ανδρείου Νικολάου Βλατάκη [27].
    Πάντως, συμπληρωματικά, και όσον αφορά στην τελευταία αυτήν παρένθεση, σχετικά με τον τρόπο τελείωσης του τέταρτου νεομάρτυρα, του Νικολάου, αλλά και με το ζήτημα της μυστηριώδους εξαφάνισης της κάρας του, έχω να παρατηρήσω ότι ο Νικόλαος είναι ο μάρτυρας που η λαϊκή παράδοση τον αφήνει τελευταίο στη «λίστα» του μαρτυρίου, να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το μαρτύριο των τριών άλλων. Η παράδοση, λοιπόν, συνεχίζει, ότι πτοημένος, προς στιγμήν, από τη φρικιαστική θέα του μαρτυρίου των άλλων, ο Νικόλαος έδειξε κάποια νευρικότητα και συγκίνηση μπροστά στον θάνατο. Μα, στο τέλος, συνεχίζει η παράδοση, βρήκε και αυτός την ψυχραιμία του και έδωσε με δύναμη πίστης και θάρρος την απάντηση που έδωσαν και οι τρεις άλλοι στον Τούρκο αξιωματικό.
    Και θα ολοκληρώσουμε το παρόν θέμα, που αφορά στον τρόπο τελείωσης των Τεσσάρων Νεομαρτύρων, με αναφορά μας σε τοιχογραφία αναπαράστασης του μαρτυρίου τους, που απαντάται στον ναό τους, στην πόλη του Ρεθύμνου. Στην τοιχογραφία, λοιπόν, αυτήν και ενώ ο αγιογράφος αποδέχεται σαφώς το δι’ αποτομής των κεφαλών των Αγίων μαρτύριό τους, αφού απεικονίζει την σχετική αναπαράσταση, με την επιγραφή: «Η αποτομή των κεφαλών των αγίων τεσσάρων Νεομαρτύρων Γεωργίου, Αγγελή, Μανουήλ και Νικολάου», όμως, σε άλλο υπόθεμα της ίδιας τοιχογραφίας, απεικονίζει, και σκηνή Τεσσάρων αγχονών, που κρέμονται από πλάτανο, χωρίς τα σώματα, πάντως, των Αγίων και με την επιγραφή: «Πλάτανος απαγχονίσεως»(!). Η τοιχογραφία είναι εκτεταμένη, καταλαμβάνει όλο το κάτω μέρος της κόγχης του ιερού και αποτελείται από τέσσερα υποθέματα. Τα άλλα δύο υποθέματά της επιγράφονται: α) οι άγιοι Νεομάρτυρες ενώπιον του πασά Καδή και β)
οι άγιοι ενώπιον του Δικαστηρίου.Ο αγιογράφος με το παραπάνω υπόθεμα: «Πλάτανος απαγχονίσεως» μόνο σύγχυσης μπορεί να γίνει αίτιος στον απλό πιστό. Σε ένα θέμα απόλυτα ξεκαθαρισμένο από την υμνολογική και εικονογραφική παράδοση της τοπικής μας Εκκλησίας δεν χρειάζονται, νομίζω, του είδους αυτού οι καινοτομίες, που απλά επιζητούν τον εντυπωσιασμό και την πρωτοτυπία ή, ακόμα, τη δραματική ένταση και το τραγικό...
    Αυτά, λοιπόν, τα τελευταία- κείμενα και αγιογραφία- είναι, νομίζω, που δημιουργούν τη σύγχυση γύρω από τον τρόπο τελείωσης των Αγίων Τεσσάρων Μελαμπιανών Νεομαρτύρων. Η ευσέβεια, μάλιστα, του πιστού λαού του Ρεθύμνου, ύστερα από αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις, ορίζει επακριβώς και τον αριθμό των πλατάνων σε τέσσερις, όσοι, δηλαδή, ήταν και οι νεομάρτυρες, στους οποίους, λένε, ανά εις κρεμάστηκαν,
«δεχθέντες τον δι’ απαγχονισμού θάνατον».Πάντως, περίπτωση χρησιμοποίησης και της αγχόνης, παράλληλα με τον δια ξίφους αποκεφαλισμό, προς περαιτέρω τιμωρία, παραδειγματισμό και τρομοκράτηση του χριστιανικού στοιχείου, παντελώς αποκλείεται. Όλα τα συναξάρια των Αγίων συμφωνούν ότι οι δήμιοι, προς εκφοβισμό των λοιπών χριστιανών, απλά, άφησαν- κατά διαταγή του Μεχμέτ Πασά- τα σώματά τους στον τόπο του μαρτυρίου άταφα επί τρεις ημέρες, μέχρι που παρέλαβαν αυτά οι Αντώνιος Πουρδούνης και Γεώργιος Λαγός, για να τα ενταφιάσουν στην Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια. Επί πλέον, οι δήμιοι Οθωμανοί χωροφύλακες έφεραν και αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά αυτών [28].
    Μετά από όλα αυτά, στην πλειάδα των παραπάνω απόψεων, συμπερασματικά, παραθέτουμε και την προσωπική μας άποψη, σύμφωνα με την οποία ο υπεραιωνόβιος πλάτανος, κάτω από τον οποίο μαρτύρησαν οι Άγιοι, θα υπήρχε, πιθανόν, στο μέρος που έπιανε το άγιο βήμα της πρώτης εκκλησίας, αυτής που θεμελίωσε ο Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, στις 21-4-1909. Η άποψη αυτή για την θέση του μαρτυρίου στον χώρο του αγίου Βήματος ανήκει στον μακαριστό επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιο Καστρινογιαννάκη [29] και εκκλησιολογικά, τουλάχιστον, την βλέπω ως την μόνη ορθή, ως την μόνη που αρμόζει στη εκκλησιαστική συνείδηση και παράδοση της Εκκλησίας, να λάβει, δηλαδή, ιδιαίτερη μέριμνα, δια του πρώτου κτήτορος επισκόπου της, κατά την ανοικοδόμηση του ιερού ναού των Αγίων, τον χώρο του σεπτού μαρτυρίου τους, με τον υπεραιονόβιο πλάτανο, να τον καταλαμβάνει το άγιο Βήμα του ναού. Η Εκκλησία του Χριστού θεμελιώνεται και στηρίζεται επί του αίματος και των θυσιών των Μαρτύρων της πίστεως, ενώ είναι γνωστό ότι στους χρόνους των διωγμών οι τάφοι των Μαρτύρων χρησίμευαν αντί αγίας Τράπεζας. Άρα, σύμφωνα με την άποψη αυτήν ο ιερός πλάτανος των Αγίων θα πρέπει να ορθωνόταν πίσω, περίπου, από το σημερινό άγιο Βήμα του ναού [30]. Κάτω από τον γέρικο αυτόν πλάτανο, όπου επί Τουρκοκρατίας [31]γίνονταν οι εκτελέσεις, ο Τούρκος δήμιος απέκοψε τις κεφαλές των τεσσάρων νεομαρτύρων, στην επίμονη άρνησή τους να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό και να αλλαξοπιστήσουν. «Ημείς χριστιανοί εγεννήθημεν και χριστιανοί θέλομεν αποθάνει», υπήρξε η γενναία και αποστομωτική απάντησή τους, ενώ, στη συνέχεια- κατά το φρικτό και φοβερό μαρτύριό τους και μέχρι της τελευταίας των αναπνοής- προσεύχονταν ενδόμυχα, εκφωνούντες μυστικά το «Κύριε ελέησον» [32].
    Παρότι, λοιπόν, οι Τούρκοι συχνά χρησιμοποιούσαν τον «δι’ απαγχονισμού θάνατον»- και μάλιστα, όπως ήδη σημειώσαμε, από τον γερο- πλάτανο της συγκεκριμένης πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων [33]- το μαρτύριο των Αγίων έγινε «δια ξίφους», και αυτό βεβαιώνει και η επίσημη παράδοση της Εκκλησίας μας μέσω της εικονογραφικής παράδοσης και της ασματικής ακολουθίας τους.
    Στο γνωστό απολυτίκιο των Αγίων- που «κατά παράδοσιν» ψάλλεται στην ακολουθία τους την 28η Οκτωβρίου και είναι ποίημα του λόγιου επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλίνικου Νικολετάκη- αναφέρεται ότι «ούτοι διά πίστιν του Κυρίου σφαγέντες, το αίμα αυτών εθελουσίως εν τη Ρεθύμνη εξέχεαν…», ενώ και στο άλλο απολυτίκιο τού, επίσης, λόγιου και Κρητολόγου επισκόπου Λάμπης και Σφακίων, αείμνηστου Ευμένιου Ξηρουδάκη, μεταξύ άλλων, με περισσή λογοτεχνική δεινότητα, αναφέρεται: «…Χριστόν εκηρύξατε επί απίστων στερρώς, τετράριθμοι μάρτυρες, ξίφεσι τους αυχένας απετμήθητε πόθω, όθεν τοις των μαρτύρων ηριθμήθητε δήμοις…». Τέλος, και ο εικονογραφικός κύκλος των Αγίων, και μάλιστα μέσω της παλαιότερης γνωστής φορητής εικόνας τους, του έτους 1836- δηλαδή, δώδεκα, μόλις, χρόνια από το μαρτύριό τους- σε ένα από τα υποθέματά της, στην πάνω δεξιά της γωνία, εικονίζει τους Τέσσερις Νεομάρτυρες να δέχονται «τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατον» [34].
    Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε να τρανώσουμε ότι ο αιωνόβιος πλάτανος της πλατείας των Τεσσάρων Μαρτύρων, που σήμερα έχει παύσει, δυστυχώς, να υπάρχει και να «μαρτυρεί», καθαγιάστηκε και ποτίστηκε από το πανάγιο αίμα των Αγίων και συνδέθηκε άρρηκτα στη συνείδηση των Ρεθυμνιωτών με το μαρτυρικό θάνατό τους κάτω από τη σκιά του φθίνοντος φθινοπωρινού φυλλώματός του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ο Π. Πρεβελάκης σημειώνει ότι το έτος 1938 σωζόταν, ακόμα, ο πλάτανος των Τεσσάρων Μαρτύρων (Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1976, 116).
[2]Ε. Σ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 74.
[3]Ε. Σ. Λαμπρινάκη, ό.π., Ο Λαμπρινάκης, εδώ, σημειώνει «συνοικία «Μεγάλη Βρύσις, παρά την οποία υπάρχει πελωρία πλάτανος ένθα η ομώνυμος πλατεία, εν ή οι Τούρκοι διέσχισαν το στήθος του επισκόπου Γεράσιμου Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη ζώντος έτι το 1822». Επίσης, Εμμ. Γ. Γενεράλι, Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 19102, 31.
Πολύ πριν από την εκτέλεση του Περδικάρη, το έτος 1700, στην ίδια πλατεία, είχε γίνει το δια ξίφους μαρτύριο του Μαθιού, υιού του παπα- Γιώργη, από το Γερακάρη Αμαρίου, που και αυτός πρόσφατα- όπως και οι Τέσσερις Νεομάρτυρες- ανακηρύχθηκε άγιος, επειδή, ακριβώς, αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει διακηρύσσοντας, όπως και εκείνοι, ευθαρσώς: «Εγώ χριστιανός εγεννήθηκα και χριστιανός θα αποθάνω».
[4]Ό.π.
[5] Στην κατάσταση αυτήν τα κρεοπωλεία καταγράφονται από τον Εμμ. Γενεράλη στην πρώτη έκδοση της Γεωγραφίας του, το έτος 1894 (σ. 62). Αντίθετα, στη δεύτερη έκδοση, του 1910, αποκαλούνται κανονικά «κρεοπωλεία», άρα, πρόκειται τα λεγόμενα «Χασαπιά», που είχαν εν τω μεταξύ ανεγερθεί. Και πράγματι, το έργο ανέγερσης των Χασαπιών ξεκίνησε στις 10 Μαρτίου 1894 και παραδόθηκε προς δημοσία χρήση το έτος 1895, επί Δημαρχίας Γιουσούφ Βέη Αληγιατζιδάκη (Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, Τα Κασαπιά του Ρεθύμνου και ουχί μόνον, Έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2005, 55).
[6]Πρβλ. και τα όσα γράφει για τον πλάτανο της Τριπολιτσάς ο Γέρος του Μοριά: «…όταν εμβήκα εις την Τριπολιτσά με έδειξαν εις το παζάρι τον πλάτανο όπου κρέμαγαν τους Έλληνας, αναστέναξα και είπα: Άϊτε, πόσοι από το σόγι μου και το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί και διέταξα και τον έκοψαν»! (Γεωργ. Τερτσέτη, Απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821, 19).
[7]Εμμ. Γ. Γενεράλι, Επίτομος Γεωγραφία της νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 1891, 62, όπου μιλεί απλά για έναν πλάτανο, από τον οποίο οι Τούρκοι κρεμούσαν τους χριστιανούς, χωρίς, πάντως, ειδική αναφορά και στο μαρτύριο των Αγίων. -Ελ. Γ. Δαφέρμου, Οι Τέσσερεις (sic) Μάρτυρες της Ρεθύμνης, Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 21 (1980), 259 κτλ.
[8]Ε. Σ. Λαμπρινάκη, ό.π.,76.
[9]Ιωάννου Εμμ. Νουχάκη, Κρητική Χωρογραφία, Εν Αθήναις 1903, 206.
[10]Εμμ. Γ. Γενεράλι, ό.π.,18911,62 και 19102, 31.
[11]Στη σελίδα 31 του χειρογράφου σημειώνεται (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
«Η φυλάδα αύτη εγράφθη διά πόθο και ευλαβία / της δούλης του θεού παρασκευής κουρμουλοπούλας / κατά μήνα αύγουστο: 8 1852 ρέθεμνος/ και εις όποιον ναόν θελήσει έχει χρέος να την αφιερώση διά μνημόσυνον / των γονέων της».[12]Πρόκειται, ασφαλώς, για διαφορετικό πρόσωπο από τον Σταυράκη που έγραψε τη Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης.
[13]Μιχ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, Προμηθεύς ο Πυρφόρος 21 (1980), 261. Πρβλ. και Θεοχ. Δετοράκη, Η Υμνογραφία των Τεσσάρων Νεομαρτύρων του Ρεθύμνου, Προμηθεύς ο Πυρφόρος 21 (1980), 291.
[14]Κουρμούληδων στο επώνυμο, οι δυο αδέλφια και ο άλλος εξάδελφος (R. Pashley «Travels in Crete» 1, VII, 107).
[15]Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 522. Καινούρια στοιχεία μη υπάρχοντα στην ήδη δοθείσαν εργασίαν μου. Να προστεθούν…
[16]Ιωάννη Πίτερη, Αφιέρωμα στους Αγίους Τέσσερις Ρεθύμνιους Νεομάρτυρες, Κρητική Επιθεώρηση της 28ης Οκτωβρίου 1979.
[17]Μιχ. Μ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, ό. π., 261.
[18]Μιχ. Μ. Παπαδάκη, ό.π., 261-262.
[19]Το κείμενο αυτό της προκήρυξης διέσωσε ο Ρεθυμνιώτης λόγιος φαρμακοποιός Ιωάννης Κούνουπας. Αλκ. Στυλ. Μαυράκη, Περιβόλια Ρεθύμνου, Το συναξάρι του τόπου, Ρέθυμνο 1995, 20 και Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, ό. π., 140.
[20]Κοντά σ’ αυτά, ο Πρεβελάκης σημειώνει ανακριβώς και τον αριθμό των καρών τους, που τις ανεβάζει σε τέσσερις, αγνοώντας (;) την απώλεια της τετάρτης, επίσης το έτος του μαρτυρίου τους, που το τοποθετεί στα 1866, στην αρχή της μεγάλης κρητικής επανάστασης, αλλά και τον τόπο καταγωγής τους, που τον συγχέει με τον τόπο της ταφής τους, τα Περιβόλια. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι, στη συγκεκριμένη του γραφή, ο Πρεβελάκης, πρώτα απ’ όλα, είναι ο άριστος τεχνίτης του λόγου, ο αγαπημένος λογοτέχνης των Ρεθεμνιωτών, που έψαλε και τραγούδησε την πόλη τους και την έκανε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο και όχι ο ερευνητής ιστορικός, που ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια και μόνο. Όμως, παρόλα αυτά, δεν παύει να ασκείται επηρεασμός και σύγχυση, που, για όσους δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα, καθίστανται, ίσως, ακόμα εντονότερα (Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας Πολιτείας, Αθήνα 1976, 116).
[21]Κρητική επιθεώρησις, 29 Μαρτίου 1966.
[22]Α. Μαλαγάρη- Χ. Στρατιδάκης, Ρέθυμνο, Αθήνα 1987, 11, 63.
[23]Δ. Αετουδάκης, Ρεθεμνιώτικο οδοιπορικό μέσα στο χρόνο, Αθήνα 1986, 143.
[24]Μ. Τρούλης, Ρέθυμνο, Ρέθυμνο 1998, 43.
[25]Ο λόγος για τον ήρωα της Μονής της Οδηγήτριας Ιωάσαφ Ξωπατέρα ή Ξέπαπα (+1828), που αποσχηματίστηκε, για να μην παραβιάζει τους κανόνες της Εκκλησίας πολεμώντας με τα ράσα.
[26]Χαρίδημος Α. Παπαδάκης , ό.π., 141. Ο Χ. Παπαδάκης στο ζήτημα αυτό δεν παίρνει εντελώς ξεκάθαρη θέση. Απλά καταγράφει χρονολογικά τα γεγονότα στον Πύργο του Ξωπατέρα και αφήνει σε μας να βγάλουμε τα ανάλογα συμπεράσματα γύρω από το μυστήριο της εξαφάνισης της 4ης κάρας, αυτής του Νικολάου Βλατάκη.
[27]Ο ιστορικός Βασ. Ψιλάκης αναφέρεται σε συγκεκριμένο επεισόδιο από τη ζωή του «ταχύτατου, ευστροφώτατου» και «ατρόμητου», όπως τον χαρακτηρίζει, Αχμέτ Αγά (εν τη κρυπτώ Νικολάου<Βλατάκη και πρώην Ρετζέπη>), «από τον μεγάλον οίκον Κουσέ των Κουρμούληδων καταγόμενου», ο οποίος κατάφερε να απομακρύνει από το χωριό του, τις Μέλαμπες, τον αγριογεννίτσαρο από το Βαθυακό Καπαρό, που έβαζε τις κοπέλες του χωριού να χορεύουν με την παπαδιά, ενώ αυτός έτρωγε παχυλώς (Β. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, Εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., τ. 3, 31).
[28]Στυλ. Μ. Βυδάκης, στο συναξάρι της «Ακολουθίας των Άγιων Τεσσάρων νέων του Χριστού Μαρτύρων Αγγελή, Μανουήλ, Γεωργίου και Νικολάου των εν Ρεθύμνη μαρτυρησάντων», Εν Αθήναις 1852, 23- 24. Επίσης, στην ακολουθία των Αγίων που εκδόθηκε με επιμέλεια και Δαπάνη του Ιλαρίωνος, επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Εν Αθήναις 1877, 167, αλλά και στον «Βίο και Ακολουθία των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης», έκδοση «Παναγίας Καλυβιανής», Μοίραι Ηρακλείου , χ.χ.,7.
[29]Δ. Τ., Οι Τέσσερις Μάρτυρες, Ρεθεμνιώτικα Νέα, 26-27 Οκτωβρίου 1991, σ. 6.
[30]Ο Χάρης Παπαδάκης τον τοποθετεί δέκα, περίπου, μέτρα νοτιοδυτικότερα, και πιο συγκεκριμένα, λίγο νοτιότερα από τον σημερινό νότιο τοίχο της εκκλησίας των Τεσσάρων Μαρτύρων, μεταξύ νότιας πόρτας και του νότιου καμπαναριού της εκκλησίας, υποθέτω στη μέση του οδοστρώματος της σημερινής λεωφόρου (Τα Κασαπιά του Ρεθύμνου και ουχί μόνον, Ρέθυμνο 2005, 139). Πάντως, με τις αλλαγές των διαστάσεων των τριών ναών, που έχουν μέχρι σήμερα ανεγερθεί προς τιμήν των Αγίων, δεν αποκλείεται η παραπάνω διαφοροποίηση (Καστρινογιαννάκη- Παπαδάκη) στην ουσία να συμπίπτει, περίπου.
[31]Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας τόπος εκτέλεσης των Ρεθεμνιωτών Επαναστατών από τους Βενετσιάνους ήταν ο λόφος του Τιμίου Σταυρού, στις νότιες παρυφές της πόλεώς μας, που, τότε, ονομαζόταν Φουρκοκέφαλο, δηλαδή τόπος αγχόνης [φούρκα (η)= πάσσαλος διχαλωτός, δοκός σε σχήμα Τ ή σταυρού και κατ’ επέκτασιν αγχόνη, κρεμάλα]. Βλ. σχετικά Α. Ν. Νενεδάκη, Ρέθεμνος, τριάντα αιώνες πολιτεία, 16 και Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Τα μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου στο λόφο Φουρκοκέφαλο και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Κουμπέ, Νέα Χριστιανική Κρήτη 3 (1990), 129.
[32]Βλ. τα συναξάρια των Ακολουθιών των Αγίων της υποσ. 25.
[33]Πρβλ. την περίπτωση του Εμμανουήλ Φουντουλάκη από τα Ρούστικα, που, πιθανόν, το έτος 1892 τον κρέμασαν οι Τούρκοι «από της παρά τον ναόν των Τεσσάρων Νεομαρτύρων κατηραμένης πλατάνου…», Μιχ. Πρεβελάκη, ομιλία στο Ιδαίον Άντρον Ρεθύμνου, Κρητική Επιθεώρησις 5/12/1934 και Χαρίδημου Α. Παπαδάκη, ό. π., 138-139.
[34]Ελ. Γ. Δαφέρμου, Η εικονογραφία των Τεσσάρων Μαρτύρων, Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 21 (1980), 307. Αλλά και σε εικόνα του έτους 1859, που ζωγραφίστηκε με δαπάνη κάποιου Αντωνίου Χανιωτάκη, που ο ίδιος υποστηρίζει ότι επιστάτησε και αυτός στη μετακόμιση και ταφή των Αγίων- άρα, υποτίθεται ότι θα ήταν γνώστης του τρόπου τελείωσης των Αγίων – και στην εικόνα αυτήν, σε ένα από τα τέσσερα υποθέματά της, στο κάτω μέρος της εικόνας, ιστορείται η Αποτομή των Αγίων Τεσσάρων μαρτύρων (Μιχ. Παπαδάκη, Οι Τέσσερις νεομάρτυρες του Ρεθέμνου, ό.π., 282).