Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ




Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ



(Πανηγυρικός που εκφωνήθηκε κατά την επίσημη Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό του Ρεθύμνου, στις 25 Μαρτίου 2011)

"Αυτόν το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλον κανένα
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί τού Εικοσιένα" 
μάς προτρέπει ο μεγάλος εθνικός μας βάρδος
Κωστής Παλαμάς.





Σεβασμιώτατε,

Κύριε Υπουργέ

Κύρια Βουλευτή

Κυρία Αντιπεριφερειάρχη

Κύριε Δήμαρχε

Κύριοι εκπρόσωποι των Πολιτικών και Στρατιωτικών Αρχών

Κυρίες και Κύριοι

Με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, που εκπάγλως εορτάζουμε σήμερα, συνδέεται κατά τρόπον αδιάρρηκτο και αρμονικό και το γεγονός της Εθνεγερσίας του Εικοσιένα. Με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εορτάζουμε τη σωτηρία και τη μετοχή του ανθρώπου στη θέωση και την αθανασία και εκφράζεται με μια πράξη, μια συμφωνία απόλυτης πνευματικής ελευθερίας ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Η Παναγία Θεοτόκος με τη θαρραλέα επιλογή της να γεννήσει τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό σηματοδοτεί μιαν αληθινή ελευθεριακή έκρηξη παράλληλη, σε πολλά σημεία, με αυτήν που οι Πανέλληνες εορτάζουμε σήμερα στα πλαίσια της Εθνεγερσίας του Εικοσιένα. Και αυτό το τελευταίο, η Εθνεγερσία τού Εικοσιένα- με κέντρο αναφοράς την Κρήτη και το Ρέθυμνο- θα αποτελέσει το αντικείμενο του σημερινού μας λόγου, στη σύντομη διαπραγμάτευση του οποίου εισερχόμαστε αμέσως τώρα.

Από τις αρχές τού 19ου αιώνα, Κυρίες και Κύριοι, από τις αρχές τού 19ου αιώνα ο σκλαβωμένος ελληνικός λαός ωρίμαζε με όλο κι επιταχυνόμενο ρυθμό. Πολλά και διάφορα αίτια προκάλεσαν την ορμητική αυτήν αφύπνιση των Νεοελλήνων. Και πιο συγκεκριμένα. τα δεινοπαθήματά τους, η λαϊκή και λόγια παράδοση και παιδεία, οι νέες ιδέες τής Γαλλικής Επανάστασης, οι ιδιοτελείς, βέβαια, αλλά, πάντως, ενθαρρυντικές υποκινήσεις τής τσαρικής Ρωσίας, η δράση τής Φιλικής Εταιρείας, ο Κοραής, ο Ρήγας Φεραίος, η Ορθόδοξη Εκκλησία, που σ’ όλο αυτό το διάστημα τροφοδοτούσε το υπόδουλο Γένος με τον πόθο τής Λευτεριάς, και άλλοι ακόμα παράγοντες δημιούργησαν, επαναλαμβάνω, το κατάλληλο επαναστατικό πνεύμα των Ελλήνων, για την ανάκτηση τής μυριοπόθητης λευτεριάς.

Και πράγματι την έξοχη αυτή στιγμή, της 25ης Μαρτίου 1821, που και επίσημα ξεκινά η Επανάσταση των Ελλήνων κατά τού τουρκικού ζυγού, ο ενθουσιασμός για τον αγώνα ήταν αληθινά μεγαλειώδης, απεριόριστος! Ό,τι κι αν προσπαθήσουμε εμείς οι μεταγενέστεροι να γράψουμε για τα μεγάλα γεγονότα τού Εικοσιένα, δεν θα σταθεί και πάλι μπορετό να συλλάβουμε σωστά το ρίγος και την ατμόσφαιρα των ημερών εκείνων. Το διαζευκτικό σχήμα «Ελευθερία ή Θάνατος» διατρέχει παντού και φλογίζει τις καρδιές των πανελλήνων. Ατέλειωτη αλυσίδα οι ήρωες τού Εικοσιένα, κυριολεκτικά μεθυσμένοι από τα γεγονότα των ημερών εκείνων με ανιδιοτέλεια, θάρρος κι αποφασιστικότητα ρίχνονται στον απελευθερωτικό τού Έθνους Αγώνα: «χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες», ψάλλει συνεπαρμένος και ο Άγγελος Σικελιανός. Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης, Ανδρούτσος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Μπουμπουλίνα, Νικηταράς, Μαντώ Μαυρογένους, Δέσπω, Αθανάσιος Διάκος, Κανάρης, Μπότσαρης, Μακρυγιάννης, Μιαούλης, Παπαφλέσσας, Καραϊσκάκης, όλοι οι Έλληνες μέχρι και τον πιο ανώνυμο ήρωα τού Μεσολογγιού «αγωνίζονται», όπως γράφει στα Απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «αγωνίζονται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες».

Κι είδαμε το Κούγκι, είδαμε το Μεσσολόγγι, τη Χίο, τα Ψαρά μεθυσμένα κι εκείνα από τον άσπιλο τής Ελευθερίας έρωτα ν’ αγωνίζονται και να θυσιάζονται σαν μια ψυχή. Πουθενά διχόνοια, πουθενά μίσος ή φιλονικία. Τα μίση κι οι φιλονικίες ξεκινούν από τα ατομικά πάθη, από τις προσωπικές φιλοδοξίες. Τα ωραία, όμως, έργα μόνο με συντονισμένη προσπάθεια τού συνόλου μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Συνήθως, αγαπητοί μου, αναφερόμενοι στον αγώνα τού Εικοσιένα, συνήθως, λέγω, το μυαλό μας πάει στα πρόσωπα και στα γεγονότα που μόλις σας απαρίθμησα παραπάνω, και αφορούν στη λεβεντογέννα Ρούμελη και τον ηρωικό Μωριά της Πατρίδας μας. Ξεχνάμε, όμως, ή, ίσως, και δεν το ξέρουμε ότι και ο τόπος μας, η Κρήτη, και ακόμα ειδικότερα ο νομός μας, το Ρέθυμνο, καθόλου δεν υστέρησαν σε ηρωισμούς και θυσίες, σε αγώνες και ολοκαυτώματα, συχνά, μάλιστα, πολύ μεγάλα, επικού, θα έλεγα, μεγαλείου.
Έτσι, κατά τα μέσα Μαΐου τού 1821 οι Τούρκοι θέλοντας να προλάβουν την επανάσταση τού νησιού, αρχίζουν να κινούνται κατά των χριστιανών. Συλλαμβάνουν τον επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ. Στις 22 Μαΐου, μετά τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρος Πατριάρχου, η Υψηλή Πύλη διατάζει τη σύλληψη τού Φιλικού Μελχισεδέκ Τσουδερού, του λιονταρόψυχου εκείνου Ηγουμένου τής Ι. Μονής Πρέβελη, προς απαγχονισμό. Ο Μελχισεδέκ ειδοποιήθηκε εγκαίρως και αναχώρησε νύχτα από την Ι. Μονή με κάποιους μοναχούς. Ανήλθε στον Κουρκουλό, πάνω από το χωριό Ροδάκινο του Αγίου Βασιλείου, όπου στις 24 Μαΐου του 1821 ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Αργότερα, πολέμησε ηρωικά και στη Καλή Συκιά και το Σπήλι, στις 15-6-1821, ενώ σκοτώθηκε πολεμώντας κοντά στο χωριό Πολεμάρχι Κισάμου το 1822.
Από την άλλη μεριά, στις 29 Μαΐου συνέρχονται οι αρμόδιοι στη μικρή μονή τής Παναγίας τής Θυμιανής, για να εκλέξουν τους αρχηγούς των όπλων κάτω από τις σημαίες των οποίων όφειλαν να ταχθούν οι πολεμιστές των Σφακίων αλλά και άλλων διαμερισμάτων τής Κρήτης. Τέλη Μαΐου, στο χωριό Ασκύφου, γίνεται και το πρώτο πολεμικό συμβούλιο. Σ’ αυτό το συμβούλιο μετρούν τα τουφέκια και τα βρίσκουν όλα- όλα 851. Όμως, και αυτά τα ελάχιστα οι Κρητικοί ξέρουν να τα τιμήσουν καθώς πρέπει. Από άλλα εφόδια; Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο πολύς Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, βρέθηκαν 40 μόλις βαρελάκια μπαρούτη, όχι παραπάνω από 360 οκάδες.
Το φτωχότατο αποτέλεσμα που έδωσε η πρόχειρη αυτή καταμέτρηση δεν πτόησε καθόλου τους επαναστάτες Κρητικούς. Μοίρασαν αυτά τα λίγα εφόδια στα πιο καίρια σημεία. Οι Τσουδεροί με τους Στρατή Βουρδουμπά και τον Κωστόπουλο θα χτυπούσαν στ’ Ασκύφου τον Ισμαήλ Κουντούρη, που βάδιζε προς τα Σφακιά. Ο Μανουσέλης και ο Δεληγιαννάκης θα χτυπούσαν στην Αργυρούπολη τους Τούρκους τού Ρεθύμνου. Ο Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης θα χτυπούσε τους Οθωμανούς τού πύργου τού Ιμβραήμ Αληδάκη.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι δεν κρατιούνται άλλο. Αρχίζουν να βγάζουν μαχαίρι από τα πιο άγρια στην ιστορία. Στην πόλη των Χανίων 400 χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Το κακό απλώνει. Η αιματηρή πυρκαγιά ζώνει τώρα και το Ρέθυμνο. Οι προύχοντες Καλλέργης και Ντεληγιώργης πέφτουν πρώτοι. Φυλακίζεται ο επίσκοπος Γεράσιμος Περδικάρης «εις ένα καταφρονεμένον και άχρηστον οσπίτιον και τόσον δυσώδες…». Τον επόμενο χρόνο απαγχονίζεται και αυτός στην πλατεία τού Πλατάνου, στο Ρέθυμνο. Στο Ηράκλειο σκοτώνουν τον φιλικό γιατρό Λευθεραίο και σφάζουν τον Μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και τους λοιπούς επισκόπους. Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί χριστιανοί τής ημέρας εκείνης, 24 Ιουνίου 1821, στο Μεγάλο Κάστρο και στα περίχωρα. Στη Σητεία σκοτώθηκαν 300 χριστιανοί, ενώ η Μονή Τοπλού κάηκε και πολλοί μοναχοί σφαγιάστηκαν
Οι χριστιανοί δεν αντέχουν άλλο. Η ώρα για ανταπόδοση ζυγώνει. Οι Τσουδερός, Κουρμούλης, Μελιδόνης γλυστρούν τη νύχτα τής 13ης Ιουνίου 1821 στο στρατόπεδο τού Ισμαήλ Κουντούρη και χτυπούν. Οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται κι ο Ισμαήλ σκοτώνεται. Σχεδόν ταυτόχρονα στο Λούλο των Κεραμειών, στα Χανιά, οι Χάληδες Βασίλειος και Ιωάννης σημειώνουν την πρώτη νικηφόρα μάχη στις 14 Ιουνίου. Η ημέρα αυτή θεωρείται και ως η επίσημη μέρα έναρξης τού Κρητικού αγώνα εναντίον των Τούρκων. Την ημερομηνία αυτήν παρέχεται και η πρώτη επίσημη προκήρυξη τής Γενικής Συνέλευσης των Κρητών:
«οι κάτοικοι τής νήσουΚρήτης, πλήρεις από υψηλόν και ευγενές τής ελευθερίας αίσθημα, έλαβον κατά τής Οθωμανικής τυραννίας τα όπλα περί τας δεκατέσσερας τού μηνός Ιουνίου εν έτει 1821».Τις αμέσως επόμενες ημέρες ο Σφακιανός Γεώργιος Δασκαλάκης ή Τσελεπής, εγγονός τού πρωτομάρτυρα Επαναστάτη τής Κρήτης Δασκαλογιάννη και ο Σήφακας πολεμούν στο Φρε τον Αλή Σοφτά των Χανίων. Στις 17 Ιουνίου οι οπλαρχηγοί Αναγνώστης και Πέτρος Μανουσέλης, ο Δεληγιαννάκης και οι Ρεθυμνιώτες Ιωάννης Δρουλίσκος και Μανόλης Ρουστικιανός ορμούν κατά των Τούρκων στη θέση Ζουρίδι τού Ρεθύμνου και κυριολεκτικά τους διασκορπίζουν εδώ κι εκεί. Τέλος, τις ίδιες μέρες, 5000 Τούρκοι υπό τον Λατίφ πασά των Χανίων κατατροπώνονται στη μάχη τού Θερίσσου και αποδεκατίζονται. Με τη νίκη αυτήν η επανάσταση στερεώνεται στην περιοχή των Χανίων.
Αν και σκληρός και από την αρχή άνισος ο αγώνας, η Κρήτη, τη στιγμή αυτήν, έμπαινε με ηρωισμούς και σημαντικές επιτυχίες στον πανελλήνιο χορό των επαναστάσεων. Οι πρώτες, όμως, αυτές επιτυχίες των Κρητικών δεν θα κρατήσουν, δυστυχώς, πολύ. αμέσως από τον επόμενο κιόλας χρόνο τα πράγματα θα αλλάξουν σημαντικά προς το χειρότερο και ο αγώνας θα γίνει ακόμα πιο άνισος και πιο σκληρός από τη στιγμή που στο νησί θα αποβιβαστεί ο πολυάριθμος αιγυπτιακός στρατός. Η πρώτη απόβαση Αιγυπτίων έγινε στα τέλη Μαΐου τού 1822. Την ακολούθησαν και άλλες δύο. Δέκα χιλιάδες ήταν τα ντουφέκια των Τουρκοαιγυπτίων. που να αντέξουν οι Κρητικοί; Τι να κάνουν; Βρίσκονται σε αδιέξοδο. Έτσι αναγκάζονται στο εξής να χρησιμοποιήσουν τις σπηλιές σαν καταφύγια και σαν πολεμικά ορμητήρια. Και αρχίζει ο πόλεμος από τις σπηλιές.
Στο χωριό Μελιδόνι, στη γνωστή σπηλιά, είχαν καταφύγει 370 άτομα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ο Τουρκοαιγύπτιος Χουσείν Μπέης πολιορκεί τη σπηλιά για τρεις μήνες χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος κατορθώνει να ανοίξει τρύπα στη σκεπή τής σπηλιάς και να ρίξει από κει εύφλεκτες ύλες και χλωρά ξύλα. Όλοι πέθαναν από ασφυξία και προσφέρθηκαν εκατόμβη για την απολύτρωση τής Κρήτης στις 23 Ιανουαρίου 1824, ακολουθώντας το παράδειγμα των αδελφών τους που είχαν σκοτωθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από τον Χασάν Πασά, λίγο καιρό πρωτύτερα, στη σπηλιά τής Μιλάτου (Φεβρουάριο 1823).
Παρόλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, η Κρήτη μπόρεσε να αντέξει ως τα 1830, περίπου, μόνο χάρη στις απροσμέτρητες και, συχνά, παράτολμες θυσίες των παλικαριών της. Στα 1830 η Κρήτη πουλήθηκε στον Τουρκοαιγύπτιο Μεχμέτ Αλή. Μια πολυαίμακτη δεκαετία συνεχών επαναστάσεων τού ηρωικού λαού τής Κρήτης τέλειωνε χωρίς καμιά δυστυχώς, μα καμιά δικαίωση. Το πρωτόκολλο τής 22 Ιουνίου 1830 άφηνε την Κρήτη έξω από τα όρια τού νεοπαγούς ελληνικού Κράτους, που την ίδια στιγμή κέρδιζε τις πρώτες του επιτυχίες στο διπλωματικό πεδίο. Μόνο πολύ αργότερα, στα 1897, και μάλιστα στα 1913 και ύστερα από τόσα χρόνια πικρής σκλαβιάς, τυραννίας και σκληρών και άνισων αγώνων, ύστερα από 32 επαναστάσεις, η Κρήτη μπόρεσε να ξαναπέσει στη θερμή αγκαλιά τής Μητέρας Ελλάδας σαν πολυβασανισμένη και ηρωική της θυγατέρα.
Μετά απ’ όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα, που με ρίγη συγκίνησης απαριθμήσαμε τη μεγαλώνυμη και ιερή τούτη στιγμή τής Ανάμνησης, φθάνουμε πια στην πεμπτουσία τού σημερινού εορτασμού, στο υπέροχο δίδαγμα που το Εικοσιένα προσφέρει στις κατοπινές γενιές των Ελλήνων και που είναι νομίζουμε το εξής: «Η των γεγενημένων πράξεων μνήμη τής περί των μελλόντων ευβουλίας γίγνεται παράδειγμα». Με άλλα λόγια την ιστορία δεν την μελετάμε για να μάθουμε απλά τι κατόρθωσαν οι πρόγονοί μας στο παρελθόν, αλλά για να μάθουμε τι είναι σωστό, τι είναι μπορετό να πράξουμε κι εμείς στο μέλλον.
Αυτή η ένδοξη εποχή και τα ηρωικά κατορθώματα, αυτό το άπεφθο Εικοσιένα ας αναθερμάνει μέσα μας τη δόξα τής καταγωγής και το βάρος τής ευθύνης. Υπερήφανοι για το παρελθόν, συνειδητοί γνώστες των δυνάμεων και αδυναμιών τού παρόντος, ατενίζοντας μ’ εμπιστοσύνη και αποφασιστικότητα στο μέλλον, ας προχωρήσουμε όλοι μαζί με ευψυχία και τόλμη στον δρόμο που χάραξε το Εικοσιένα κι έτσι να φτάσουμε, με τον αγώνα μας, μέσα από τη εσωτερική κάθαρση στην ακτινοβολία!

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΟΥΛ(Ρ)ΓΑΡΗ ΜΕΛΑΜΠΩΝ- ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΟΥΛ(Ρ)ΓΑΡΗ ΜΕΛΑΜΠΩΝ
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Η Ι. Μ. Βούλγαρη είναι παλιό Μοναστήρι, που την εξάρτησή του είχε από την Ι. Μονή Ασωμάτων, στο Αμάρι. Το όνομά του Βούλγαρης παραπέμπει σε ιδρυτή με το οικογενειακό όνομα Βούλγαρης[1] (και σήμερα Βουλγαράκης, όνομα που συνεχίζει να επιχωριάζει στο χωριό)[2]. Το εν λόγω όνομα εξαιρετικά σύνηθες οικογενειακό απαντά επτά φορές στο συγκεκριμένο χωριό κατά τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας (Vulgari Kostantin, Manol, Pasko, Manol, Yorgi, Mihali, Dimitri)[3].
Το επώνυμο, κατά τον Κων. Άμαντο οφείλεται στους Βουλγάρους στρατιώτες που είχαν εκστρατεύσει με τον Νικηφόρο Φωκά, για να ελευθερώσουν την Κρήτη από τους Σαρακηνούς[4]. Και ο Ν. Τωμαδάκης[5], θεωρεί πιθανή την ονομασία τού τοπωνυμίου και της Μονής από τους κατοίκους τού Borgo= Βουργάρων. Τέλος, η Χρυσούλα Τσικριτσή θεωρεί πιθανότερη την άποψη τού Αντ. Χατζή[6] για την ετυμολογία τού τοπωνυμίου από τη λέξη βουλγάρις= αυτός που κατασκευάζει και πουλάει βούλγας (μεσαιωνικό)= δερμάτινους σάκους και σήμερα στην Κρήτη βούργια. Πβ. μια παρόμοια ετυμολογία και στον Μιχ. Σκανδαλίδη[7]. Πάντως, το βούλγαρης, όπως σημειώνει η Χρ. Τσικριτσή, δεν είναι μόνο δηλωτικό επαγγέλματος, αλλά και σκωπτικό- ασφαλώς από το αντίστοιχο εθνικό- και θα πει ισχυρογνώμων (πβ. έγινε Τούρκος από το κακό του= θύμωσε πάρα πολύ). Βέβαια, αναφέρονται Βούλγαροι D’ Origine Servile και δεν αποκλείεται να είναι και οικογενειακό από εθνικό. Σε έγγραφο τού 1304 αναφέρεται Marino Bulgari κυβερνήτης γαλέρας, Victuri Bulgarus σε έγγραφο τού 1407 και Petrus Bulgari σε έγγραφο τού 1428[8].
Σήμερα, σε μια περιοχή κατάφυτη από αιωνόβια ελαιόδεντρα, Βορειοανατολικά των Μελάμπων, 30΄ πορεία από αυτές, σώζονται μερικά μόνον ερείπια των εγκαταστάσεων τής Ιστορικής Μονής και η εκκλησία τού αγίου Ιωάννη (Γενέθλιο– 24 Ιουνίου), άγραφη μονόκλιτη βασιλική (9,5Χ4,8), με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, με παραστάσεις φύλλων σταφυλής και δρακόντων. Καλντερίμι 20μ. οδηγεί μέχρι την είσοδο τής Μονής, της οποίας διατηρούνται ερείπια κελιών και λοιπών βοηθητικών χώρων και δύο χαράγματα του 1716 και του 1853.
Πρόκειται για παλιό μοναστήρι που λειτούργησε από την περίοδο τής Ενετοκρατίας και κτίστηκε, πιθανόν, πριν το 1645, ενώ ιστορικά μαρτυρείται η ύπαρξή του το έτος 1716 από σχετική επιγραφή, που δημοσίευσε ο Gerola[9]. Γενικά, πρέπει να τονιστεί ότι η περιοχή γύρω από τις Μέλαμπες αποτέλεσε, κατά τα χρόνια εκείνα, σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Το μοναστήρι πρέπει να ήταν πολύ πλούσιο, με περιουσία γύρω στα τρεις χιλιάδες ελαιόδεντρα, που πριν την επανάσταση τού 1821 θα ήταν προφανώς ακόμα περισσότερα. Το 1957 αποφασίστηκε η εκποίηση των κτημάτων τού «Βούλγαρη», που μέχρι τότε ανήκαν στο Ταμείο Εφέδρων πολεμιστών[10].
Στην περιοχή αυτήν, του Βούλγαρη, στη δεκαετία του πενήντα, ανασύρθηκαν κατά την καλλιέργεια- όπως συμβαίνει συχνά- αγρού δυο επιγραφές σε πωρόλιθο, γραμμένες σε δωρική διάλεκτο. Στη μια από αυτές (0,30Χ 0,14) μαρτυρείται, για πρώτη φορά, η ύπαρξη, στην περιοχή μάλλον Βούλγαρη, όπου και ανευρέθηκαν οι επιγραφές, της αρχαίας πόλεως Κώριον- εντελώς άγνωστης από άλλες αρχαίες πηγές. Της πόλεως αυτής, σύμφωνα με την επιγραφή, τον ναό- τον αφιερωμένο, κατά τη δεύτερη επιγραφή, στη θεά Αθηνά- επιμελήθηκε, μαζί και με άλλους τοπικούς παράγοντες, ο Σόαρχος, γιος του Παιθεμιδού, που είχε διατελέσει και πρέσβης, είχε, δηλαδή, αποκτήσει ένα σημαντικό πολιτειακό αξίωμα και η Τριβαλίς (πιθανόν σύζυγος του Σοάρχου)[11].
Προφορική παράδοση- που διασώζει ο Μελαμπιανός δάσκαλος Ν. Φασατάκης- αναφέρει πως οι καλόγεροι τού Αϊ- Γιώργη του Φινοκάλη έφυγαν και πήγαν στον Αϊ- Νικόλα, γιατί τους πείραζαν ξένοι. Επειδή, όμως, και εκεί πάθαιναν τα ίδια, μεταφέρθηκαν στο Μελισσουργάκι. Για τον ίδιο λόγο κατέληξαν στου Βούλγαρη και εγκαταστάθηκαν μόνιμα, γιατί εκεί ήταν πιο ασφαλείς, σχετικά μακριά από τα προηγούμενα μοναστήρια και αθέατοι από τη θάλασσα[12]. Από τότε το Μελισσουργάκι, που βρίσκεται ΝΑ του Βούλγαρη, κατέστη μετόχιο της Μονής τού Βούλγαρη με επιστάτη καλόγερο και πιθανόν ένα- δυο ακόμα μοναχούς που καλλιεργούσαν τα κτήματα.
Περί το 1770-1788 η μονή Βούλγαρη έγινε εξάρτημα της Ι. Mονής Ασωμάτων. Οι μοναχοί της μεταφέρθηκαν στη Μονή Ασωμάτων, ενώ στου Βούλγαρη παρέμειναν ένας– δυο, για να φροντίζουν την αξιόλογη περιουσία της Μονής, μέχρι περίπου το 1900, που το μοναστήρι έπαψε πια να έχει μόνιμο μοναχό επιστάτη.


Σημειώσεις
[1]Βούργαρης στην καταγραφή των τοπωνυμίων τού 1953, από τους δασκάλους τής Κρητικής υπαίθρου, με εντολή τής Εταιρείας Κρητικών και Ιστορικών Μελετών, που εδρεύει στο Ηράκλειο.
[2] Ν. Φασατάκη, «Το μοναστήρι του Βούλγαρη», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 37 (1984), 3-18 και Χρυσ. Τσικριτσή- Κατσιανάκη, «Συμβολή στη μελέτη των τοπωνυμίων της Κρήτης, Τοπωνύμια από οικογενειακά ονόματα», Αμάλθεια 6 (1975), 44]
[3] Ευαγγελία Μπαλτά - Mustafa Oguz, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 516-517.
[4] Κων. Αμάντου, «Κρητικά τοπωνύμια», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, Γ΄ (1940), 224.
[5] «Σλάβοι εν Κρήτη, τα Καράνου- Το Ροδοβάνι», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών (Ε.Ε.Κ.Σ) 1 (1938), 425.
[6] «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι», 73 και 77.
[7] «Ονοματολογική περιήγηση στον νησιωτικό μικρόκοσμο των Κυκλάδων», στα Πρακτικά Δ΄ Ονοματολογικού Συνεδρίου «Ονοματολογικά Κυκλάδων» (Τήνος 20-22 Οκτωβρίου 2005), περιοδ. «Ονόματα», Αθήνα 2007, 22.
[8] Χρυσ. Τσικριτσή, «Συμβολή στη μελέτη των τοπωνυμίων της Κρήτης, Τοπωνύμια από οικογενειακά ονόματα», Αμάλθεια 6 (1975), 44-45.
[9] G. Gerola, Monumenti Veneti Nell’ isola di Creta, Venezia NCM.V, vol ΙΙΙ, 178.
[10] Ψιλάκης Νίκος, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, τ. Β΄, Ηράκλειο 1993, 437.
[11] Χρίστου Μακρή, «Ιστορικά- Αρχαιολογικά Νέα», εφημ. Ρεθύμνου Βήμα της 18/11/1960.
[12] Ν. Φασατάκη, «Το Μοναστήρι του Βούλγαρη», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 37 (1984), 6.

Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ 19ΟΣ- 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ- ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ- ΓΛΥΠΤΙΚΗ


ΝΤΕΝΙΖ- ΧΛΟΗ ΑΛΕΒΙΖΟΥ 

Η ΚΡΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ 19ΟΣ- 20ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ- ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ- ΓΛΥΠΤΙΚΗ

[Εκδόσεις «ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ», Ηράκλειο 2010, σχ. 8ο (24Χ17), σσ. 317] 

  ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
http://ret-anadromes.blogspot.com/


    Μια θαυμάσια μελέτη με τίτλο: «Η Κρήτη των Καλλιτεχνών 19ος- 20ος αιώνας- Αγιογραφία- Ζωγραφική- Γλυπτική» γνώρισε πρόσφατα το φως τής δημοσιότητας. Συγγραφέας της η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου, δόκιμος ερευνήτρια και ιστορικός τής Τέχνης, δρ. τού Πανεπιστημίου τής Κρήτης. Θέμα της, όπως και από τον τίτλο καταδεικνύεται, το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι τής Κρήτης κατά τους δύο τελευταίους αιώνες τής δεύτερης χιλιετίας. 
    Στη μελέτη της αυτήν, η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου επιδίδεται σε μιαν πρώτη καταγραφή και αποθησαύριση ενός ενδιαφέροντος και λίαν αξιόλογου υλικού μέσα από το οποίο πληροφορούμαστε και αναγνωρίζουμε μιαν, εν πολλοίς, άγνωστη σε μας σήμερα Κρήτη, την Κρήτη των Καλλιτεχνών, την Κρήτη των αγιογράφων, των ζωγράφων και των γλυπτών. Πολλοί από τους Καλλιτέχνες αυτούς υπήρξαν Κρήτες, που, μετά τις καλλιτεχνικές σπουδές τους στο Κέντρο, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα και να βρουν εκεί την επαγγελματική τους διέξοδο και, μάλιστα, συχνά στον χώρο τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής αγιογραφίας. Και αυτό γινόταν πάντα μέσα από μύριες στερήσεις και αντιξοότητες, αφού είχαν να αντιπαλαίσουν με τη γνωστή κατάσταση ημιμάθειας μέσα στην οποία ζούσε κατά τον 19ο αι. το νησί. Γιατί η Τέχνη είναι γνωστό ότι συμβαδίζει πάντοτε με την παιδεία και την αισθητική καλλιέργεια τού λαού. Και πώς μπορούσε, αλήθεια, να αντιληφθεί τέχνη ένας ημιμαθής και απαίδευτος λαός; 
    Η εμμονή τής συγγραφέως στις ελευθερίες που έδωσαν στον τόπο ο Οργανικός Νόμος (1868) και η Σύμβαση τής Χαλέπας (1878), αλλά και το ερώτημα που εισάγει για το κατά πόσον υπήρξε τέχνη στα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, αποδεικνύουν, νομίζουμε, σαφώς αυτήν την τελευταία πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, η Τέχνη ζει και αναπτύσσεται «εν ελευθερία», γι’ αυτό ακριβώς είναι πολλοί οι Κρήτες καλλιτέχνες, που, μετά την εισβολή των Τούρκων στο νησί (1648), αναγκάστηκαν, εκ των πραγμάτων, να καταφύγουν στα Βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά, το τελευταίο απομεινάρι τής μη υποδουλωμένης στους Τούρκους Ελληνικής γης. 
    Η παρουσιαζόμενη μελέτη δομείται σε δύο μέρη και πέντε ενότητες. Η διανομή των επί μέρους θεμάτων στο Α΄ Μέρος έχει ως εξής: α) Ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωγραφική κατά τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας (17ος- 18ος αι.), κεφάλαιο που παρατίθεται στο βιβλίο και καταλαμβάνει τη θέση Προοιμίου, β) Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ζωγραφική τον 19ο αιώνα, γ) Απόφοιτοι Ακαδημιών και Σχολών Καλών Τεχνών (19ος αιώνας), δ) Στο γύρισμα τού αιώνα- Η περίοδος τής Κρητικής Αυτονομίας. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται ειδική αναφορά στην περίφημη Α΄ Διεθνή Έκθεση Χανίων, του 1900, η οποία, ανάμεσα στα εκθέματά της, είχε περιλάβει και τον καλλιτεχνικό τομέα. Πρόκειται για ένα εν πολλοίς άγνωστο αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα τής Κρητικής Πολιτισμικής Ιστορίας. 
    Το Β΄ Μέρος τού βιβλίου αναφέρεται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ειδικότερα στην καλλιτεχνική παραγωγή: α) των δεκαετιών 1920 και 1930 σε όλη την Κρήτη και β) των μέσων τού 20ου αιώνα. 
    Η μελέτη αυτή τής κ. Αλεβίζου υπήρξε το αποτέλεσμα ευρείας, απαιτητικής και συντονισμένης προσπάθειας, που στηρίχθηκε σε ένα πλουσιότατο αρχειακό υλικό, σε πληθώρα δημοσιευμένων και αδημοσίευτων μελετών, στον τοπικό τύπο τής κάθε ιστορικής περιόδου που γίνεται αναφορά και σε προφορικές μαρτυρίες απογόνων ή συγγενών των καλλιτεχνών που το έργο τους μελετάται, αναλύεται και διερευνάται διεξοδικά στο βιβλίο. Εξαιρετικά σπουδαία υπήρξε- καθ’ ομολογίαν τής ιδίας τής συγγραφέως- και η συμβολή τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγενίου στη συγγραφή της αυτήν, που, πέραν τής ειδικής επιστημονικής βοήθειας που γενναιόδωρα τής παρέσχε, της επεσήμανε, περαιτέρω, και έργα τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωγραφικής και την προέτρεψε να ασχοληθεί ερευνητικά με τη ζωή και το έργο ξεχασμένων αγιογράφων, κυρίως, του 19ου αιώνα, πράγμα που συντέλεσε καθοριστικά στην απόφασή της να διευρύνει τη συλλογή των πληροφοριών της για το καλλιτεχνικό δυναμικό τής Κρήτης, ενώ, τέλος, και προλόγισε το έργο- ως Επίσκοπος Κνωσού, τον καιρό εκείνο- με μια ευσύνοπτη αλλά ουσιώδη αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ζωγραφική στην Κρήτη. 
    Η διαπραγμάτευση του εκτεταμένου, όσο και ενδιαφέροντος αυτού θέματος είναι λεπτομερής και αναλυτική και χαρακτηρίζεται για τη σαφήνεια, την εκφραστική πληρότητα και επιστημονική ευσυνειδησία της. Πρόκειται για μιαν εργασία που βρίθει από διακόσιους, τουλάχιστον, Κρήτες Καλλιτέχνες, τους οποίους η συγγραφέας μάς παρουσιάζει κατά χρονολογική σειρά, παραθέτοντάς μας, παράλληλα, ενδιαφέρουσες απεικονίσεις έργων τους, συνοδευόμενες από θαυμάσια ευσύνοπτα κριτικά υπομνήματα τόσο τής ίδιας όσο και ειδικών τεχνοκριτικών. 
    Σημαντικό, κοντά σ’ αυτά, και το γεγονός ότι η συγγραφέας στο βιβλίο της αυτό δεν περιορίζεται μόνο σε καθαρά καλλιτεχνικές μορφές και πληροφορίες, αλλά με εξαιρετική γνώση και ευαισθησία και εντυπωσιακό βάθος γενικής ιστορικής γνώσης και πληρότητας, τον εξεταζόμενο κεντρικό πυρήνα τής Κρητικής Ιστορίας τής Ζωγραφικής τον ανάγει στο γενικότερο ιστορικό «γίγνεσθαι» των δύο αιώνων (19ου και 20ού), των οποίων τα επιτεύγματα τής τέχνης καταλεπτώς εξετάζονται. Έτσι, η Ιστορία τής νεότερης Κρητικής Καλλιτεχνίας ενταγμένη αρμονικά στη Γενική Ιστορία τού νησιού, με τα γεγονότα τοποθετημένα δεξιοτεχνικά πάνω στην ιστορική γραμμή των δύο μελετώμενων αιώνων, διευκολύνει τα μέγιστα στον καθορισμό τού χρόνου των γεγονότων και στη βαθύτερη και αποτελεσματικότερη κατανόησή τους, ενώ, παράλληλα, κάνει και μια πλήρη όσο και περισπούδαστη αναδρομή και στα σπουδαία ιστορικά γεγονότα που έγιναν ρυθμιστές των εξελίξεων και, εν πολλοίς, προσδιόρισαν τη σημερινή ιστορική πραγματικότητα και τις τύχες, γενικότερα, τού νησιού μας, αλλά και τής τέχνης τής Ζωγραφικής. Η παράθεση, περαιτέρω, επιμελών και επιλεγμένων και επιστημονικά εξακριβωμένων υποσημειώσεων και βιβλιογραφικών παραπομπών στα παρατιθέμενα στοιχεία φανερώνει μιαν ικανή κάτοχο τόσο τής ειδικής Βιβλιογραφίας τής Τέχνης τής Ζωγραφικής, όσο και τής Γενικής Ιστορικής Βιβλιογραφίας. 
    Με όλα αυτά οι πληροφορίες που το εν λόγω σύγγραμμα μάς παρέχει είναι, τωόντι, εξαιρετικά σπουδαίες, προσεγμένες, αυθεντικές και υπεύθυνες. Ειδικής βαρύτητας, για μάς τους Ρεθεμνιώτες, είναι τα κεφάλαια στα οποία η κ. Αλεβίζου κάνει ειδική αναφορά στον ρεθεμνιώτη αγιογράφο Χατζή Αντώνιο Βεβελάκη, τον αγιογράφο, που- όπως τιμητικά σημειώνει- κατέχει αναμφισβήτητα μιαν από τις πρώτες θέσεις στο στερέωμα τής Κρήτης των Καλλιτεχνών για το εύρος και την ποιότητα του έργου του. Ο Βεβελάκης χαρακτηρίζεται, περαιτέρω, για την εξαιρετικήν ευχέρεια και ευαισθησία του στη σύνθεση και οργάνωση τού χώρου, στην απόδοση των μορφών και των χρωμάτων, αλλά και τη λεπτομερή και σχεδιαστικά λεπτή εργασία του και εξαιρετική ικανότητά του στη φυσιοκρατική απόδοση των μορφών. 
    Η κ. Αλεβίζου εστιάζει, επίσης, και σε άλλους σπουδαίους Ρεθεμνιώτες καλλιτέχνες, όπως τους αγιογράφους Μιχαήλ Πρέβελη, Ιερόθεο Πραουδάκη, Ιωάννη Σταθάκη και Νέστορα Βασσάλο και τους ζωγράφους Γεώργιο Γαληνό, την εγγονή τού Βεβελάκη Αθηνά Καφάτου, την Αθηνά Ψύρρη, την Αγάπη Πολογιώργη και τους αδελφούς Γιάννη και Λευτέρη Κανακάκη, γλύπτη και ζωγράφο αντίστοιχα. 
    Μια, ακόμα, παράμετρος που χαρακτηρίζει την υψηλή ποιότητα τού έργου είναι και η εντυπωσιακά ωραία, ορθή και στρωτή χρήση τής ελληνικής γλώσσας, που μέσα στις σελίδες τού εν λόγω βιβλίου κυλάει στρωτά, σαν τα γαλήνια νερά τού Ιορδάνη. 
    Η κ. Ντενίζ- Χλόη Αλεβίζου εργάστηκε με απόλυτη συναίσθηση τής ευθύνης και του χρέους της απέναντι στον τόπο και την ιστορία. Το βιβλίο της συγκινεί, διδάσκει και διασώζει για τον Κρητικό λαό και την επιστήμη γενικότερα πολύτιμα πολιτιστικά αποθέματα, που συντηρούν και περισώζουν τον στοχασμό, τον χαρακτήρα, το ήθος, την πνευματική καλλιέργεια και την Τέχνη μιας εποχής. Σκοπός της η ανάδειξη τής σπουδαίας αυτής κληρονομιάς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του σε κάθε περίοδο τής ιστορικής του πορείας είναι φως και γι’ αυτό πρέπει να φωτίζει και να φωτίζεται και να διδάσκει ορθά τους μεταγενέστερους. Είναι, γι’ αυτό, άξια του δικαίου επαίνου τού τόπου και τής επιστήμης, που με τόση ευσυνειδησία και μόχθο η κ. Αλεβίζου υπηρετεί.