ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ



ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ
Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν Σπηλαίω τεχθέντι, εκ τής Παρθένου και Θεοτόκου, εν Βηθλεέμ τής Ιουδαίας.
(Κάθισμα, ήχος δ')
**********************
Αγαπητοί φίλοι,
Ευχόμαστε σε όλους και στον καθένα σας χωριστά
προσωπική και οικογενειακή
υγεία, ευτυχία και χαρά,
το δε Νέο Έτος 2011
ευτυχισμένο και δημιουργικό.

ΜΙΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ




ΚΩΣΤΗΣ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ


ΜΙΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ


Οι δυτικές περιοχές του Ρεθύμνου μέχρι το στρατόπεδο περί το έτος 1970. Έχει αναγερθεί το Κέντρο Νεότητος (σημερινό 1ο Γυμνάσιο), δεν έχει, όμως, ανεγερθεί ακόμα το επισκοπείο.


Στην φωτογραφία αυτήν διακρίνεται, πέραν των δυτικών περιοχών του Ρεθύμνου και μεγάλο μέρος της πόλεως αραιοκατοικημένο, όπως ήταν πριν από 40 περίπου χρόνια.



1. Ο λόφος τού Τιμίου Σταυρού

Το βραχώδες ύψωμα του Τ. Σταυρού, επί Ενετοκρατίας, ακουγόταν ως Φουρκοκέφαλο ή ύψωμα τού Αγίου Αθανασίου και παρουσιάζεται σε όλες τις αναφορές των Βενετσιάνων αξιωματούχων ως ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της Fortezza, επειδή ακριβώς κυριαρχεί επικίνδυνα πάνω σε αυτήν και ο εχθρός μπορούσε με άνεση από εκεί να προσβάλλει αυτό το ίδιο το φρoύριο. Το πρώτο όνομα (Φουρκοκέφαλο) το αναφέρει ο Μα­ρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στο έργο του «Κρητικός πόλεμος» και εξη­γείται από το γεγονός ότι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας εκεί ήταν ο χώρος εκτέλεσης των Ρεθυμνίων επαναστατών από τους Βενετσιάνους[1], που με τον τρόπο αυτόν φοβέριζαν και παραδειγμάτιζαν τον λαό κάθε φορά που τολμούσε να «ξεμυτίσει» και επαναστατήσει κατά της εξουσίας τού κατακτητή. Στο γεγονός αυτό θα πρέπει να αναζητήσουμε και την ετυμολογία την ονομασίας «Φ ο υ ρ κ ο κ έ φ α λ ο»[2].
Ο λόφος τού Τιμίου Σταυρού
με τον ομώνυμο ναΐσκο στην κορυφή του
Σχετικά τώρα με τη δεύτερη ονομασία (Άγιος Αθανάσιος), ίσως η ύπαρξη πάνω στον λόφο τού Τιμίου Σταυρού εκκλησίας αφιερωμένης στον άγιο Αθανάσιο θα μπορούσε να δώσει μιαν εξήγηση για την προέλευση του ονόματος. Όμως, το όνομα τού λόφου μπορεί εξίσου να εξηγηθεί και από τις δύο εκκλησίες του αγίου Αθανασίου, που υπήρχαν στους πρόποδές του, η μία με την προσωνυμία άγιος Αθανάσιος των Φράγκων και η άλλη με την προσωνυμία άγιος Αθα­νάσιος των Ελλήνων[3].
Ο λόφος τού Τιμίου Σταυρού στις μέρες μας το όνομά του το οφείλει στο ομώνυμο εκκλησάκι, που κάτασπρο σαν περιστέρι δεσπόζει, από το 1935, στην ψηλότερη κορυφή του. Το 1935, ο Θεός μίλησε και ανέδειξε τον τόπο αυτόν του μαρ­τυρίου και του αίματος σε ιερό προσκύνημα τού Τιμίου Σταυρού. Μια ευλαβέστατη γυ­ναίκα, η Αικατερίνη Βασιλάκη ή Στεφάναινα, όπως την έλεγαν, είχε ως οι­κογενειακό κειμήλιο έναν σταυρό με Τίμιο Ξύλο με ευλαβική ιστορία και πολλά θαύματα. Το σπίτι της είχε γίνει προσκύνημα και τα θαύματα που γίνονταν καθημερινά δεν ήταν λίγα. Αυτή, λοιπόν, η ευ­λαβέστατη γυναίκα ζητούσε τόπο να χτίσει ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, όπου επισήμως πλέον θα γινόταν ή προσκύνηση τού Τιμίου Ξύλου. Η Στεφάναινα δεν είχε τύχει παιδείας και ούτε γνώριζε την ιστορία αυτού του χώρου. Όμως, το Πνεύμα του Κυρίου την καλούσε σε αυτόν ακριβώς τον τόπο του μαρτυρίου και του αίματος. Με την εργατικότητα τήυ ίδιας και με τη συνδρομή πολλών κατοίκων τού Ρεθύμνου, ο ναός χτίστηκε και τέθηκε σε λειτουργία. Σήμερα είναι ένα από τα ωραιότερα προσκυνήματα της πόλης μας, που το ευλαβούνται ιδιαίτερα οι Ρεθεμνιώτες[4].
Είναι, πάντως, ενδιαφέρον και άγνωστο, ίσως, στους πολλούς ότι τον ίδιο καιρό που, στα χρόνια τής Ενετοκρατίας, ανθούσε το μοναστήρι τού Σωτήρος, στον Κουμπέ (α΄ περίοδος ζωής του), στον γειτονικό αυτόν λόφο τού Τ. Σταυρού μαρτυρείται η παράλληλη παρουσία και δύο, ακόμα, μοναστηριών. του Αγίου Αντωνίου και της Παναγίας τής Μεσαμπελίτισσας, ενώ πολύ αργότερα και ταυτόχρονα, πάλι, με την επανίδρυση τής Ι. Μονής τού Σωτήρος από τον νεότερο Ιδρυτή και Κτήτορά της Γέροντα Νέστορα Βασσάλο (1935), στον λόφο τού Τ. Σταυρού ιδρύεται και τρίτο μοναστήρι- παλαιοημερολογίτικο αυτό το τελευταίο- προς τιμήν της Αγίας Τριάδος. Ταυτόχρονη, αλληλεπιδραστική και παράλληλη στον χώρο και τον χρόνο υπήρξε η πορεία όλων αυτών των ιερών καθιδρυμάτων, που, για τον λόγο αυτόν, κρίνουμε χρήσιμη μια σύντομη συσχέτιση και ιστορική σε αυτά αναφορά.

2. Το μοναστήρι τού Αγίου Αντωνίου

Η αρχαιότερη αναφορά τής μονής προέρχεται από έγγραφο τού ρεθύμνιου νοταρίου Τζώρτζη Τρωΐλου, του έτους 1592. Ο Γαβριήλ Αχέλης όρισε με διαθήκη του να ταφεί στο νεκροταφείο τού μοναστηριού τού Αγίου Αντωνίου στη Μεσαμπελίτισσα[5]. Και Μεσαμπελίτισσα δεν ονομαζόταν μόνο η γνωστή από πολλές πηγές Μονή της Θεοτόκου[6], αλλά και όλη η ευρύτερη περιοχή. Όπως φαίνεται από νοταριακό έγγραφο τού Τζώρτζη Πάντιμου, τού έτους 1640[7], το μοναστήρι τής Μεσαμπελίτισσας ήταν το πιο γνωστό στην περιοχή και η αναφορά σε αυτό βοηθούσε στον ακριβή προσδιορισμό τής θέσης που βρίσκονταν τα γειτονικά σε αυτό μικρότερα μοναστήρια.
Τέλος, η ύπαρξη μοναστηριού τού Αγίου Αντωνίου στον λόφο τού Τιμίου Σταυρού μαρτυρείται σαφώς και από τον ποιητή του «Κρητικού πο­λέμου» Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, που ση­μειώνει επί λέξει τα εξής:
«Κι οι Τούρκοι τσι λου­μπάρδες των τσι επήγα για μια νύχτα και δεν εφοβηθήκασι τσι μπάλες απού ερίχτα,
τσ' επήγε και τσ' ανέβασε, έτοιες φριχτές λουμπάρδες,
εκεί στην πόρτα τσ' εκκλησιάς, που 'τον οι καλο­ γράδες, έστησε το καστέλι τού 'ς τόπον που μπάλα σώνει,
μέσα στο Φουρκοκέφαλο τον Άγιο Αντώνη»
[8].
Ο σπηλαιώδης ναός τού αγίου Αντωνίου
 (που θα υπήρξε προφανώς
το καθολικό τής Ι. Μονής τού Αγίου Αντωνίου
 τής Ενετοκρατίας)
και δίπλα ο, επίσης σπηλαιώδης,
 ναΐσκος της αγίας Άννας.
Είναι, πάντως, γεγονός ότι η επισήμανση αυτή τού Μπουνιαλή- ότι το μοναστήρι «που 'τον οι καλογράδες» βρισκόταν πάνω στο λόφο Φουρκοκέφαλο- το αντιδιαστέλλει σαφώς από το μοναστήρι τού Σωτήρος Χριστού, στην περιοχή του Κουμπέ. Παρόλα αυτά, η ταυτόχρονη παρουσία των δύο μοναστηριών κατά την ίδια περίοδο τής Ενετοκρατίας στους δύο αυτούς όμορους λοφίσκους, στις Δυτικές παρυφές τής πόλεώς μας, δημιούργησε στο παρελθόν κάποιες συγχύσεις, πράγμα, ακριβώς, που φανερώνει αυτήν την αλληλεπιδραστική στη συνείδηση των Ρεθυμνίων και παράλληλη στον χώρο και τον χρόνο συνύπαρξη των δύο αυτών ιερών γυναικείων καθιδρυμάτων[9].
Ορισμένα ερείπια, που σώζονται μέχρι σήμερα στην ανατολική πλαγιά του λόφου τού Τ. Σταυρού και πίσω από το ιερό τής σημερινής εκκλησίας τού Αγίου Αντωνίου, πρέπει να βρίσκονται στη θέση που σημειώνεται το μοναστήρι (;) στον γνωστό πίνακα ζωγραφικής τού ανώνυμου Ρεθεμνιώτη ζωγράφου (1616), δηλαδή στη ΝΑ πλευρά τού λόφου[10]. Το τέλος τού μοναστηριού θα πρέπει να επήλθε μαζί με το τέλος και του άλλου μοναστηριού, του Σωτήρος Χριστού, το έτος 1645 που έχουμε την τούρκικη επίθεση κατά των Ενετών τού Ρεθύμνου και την οριστική υποταγή τής Κρήτης στον τουρκικό ζυγό.

3. Η Μονή τής Μεσαμπελίτισσας

Λίγο πιο κάτω, στις υπώρειες τού λόφου- εκεί όπου σήμερα ορθώνεται η εκκλησία τού νεκροταφείου η αφιε­ρωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και τον Άγιο Δημήτριο- την ίδια εποχή με το μοναστήρι τού αγίου Αντωνίου υπήρχε κι ένα άλλο μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία τη Μεσαμπελίτισσα, από τα άφθονα αμπέλια τής τσαρδάνας και τού λιάτικου που καταπράσινα απλώνονταν στη γύρω περιοχή. Ή Ιωάννα Στέριωτου, αντιγράφοντας από το σχεδιάγραμμα τής μονής από τον Ζ. Magagnatto (1559), την αναφέρει ώς «Santa Maria ή Mισoαμπελίτισσα (Misoambelitisa)». Οι μοναστηριακές ονομασίες Μεσαμπελίτισσα και Μεσαμπελίτης ήταν αρκετά συνήθεις στην Ενετοκρατούμενη Κρήτη, από την αφθονία των αμπελώνων, στους οποίους, συχνά, συνέπιπτε να βρίσκονται τα εν λόγω μοναστήρια[11].
Η μονή είναι βέβαιο ότι λειτουργούσε στα τέλη του 16ου αιώνα, αφού τοπωνύμιο Μεσαμπελίτισσα αναφέρεται σε δικαιοπρακτικό έγγραφο τού νοταρίου Τζώρτζη Τρωΐλου τού έτους 1592, χωρίς, πάντως, να γίνεται λόγος και για την ίδια τη μονή[12]. Η μονή, στη συνέχεια, αναφέρεται και σε άλλη νοταριακή πράξη τού Τρωΐλου, όπου σημειώνεται ότι βρισκόταν κοντά στην πόλη τού Ρεθύμνου και ότι σε αυτήν κατοικούσαν ως μοναχές οι αδελφές τής Μαρίνας Μαρούδη, το έτος 1599. Το μοναστήρι διακρίνεται και σε σχεδιάγραμμα τής πόλης που έγινε από τον μηχανικό Ντανιέλ Βικέντι[13].
Μετά την ολοκληρωτική άλωση της πόλεως από τους Τούρκους, ο ναός της Με­σαμπελίτισσας μετατράπηκε σε τεκέ[14].

4. Η νεότερη Μονή τής Αγίας Τριάδος

Στον λόφο τού Τιμίου Σταυρού βρίσκεται, όπως ήδη σημειώσαμε, και η νεότερη μονή της Αγίας Τριάδος, που ακολουθεί το Παλαιό Ημερολόγιο. Η Μονή ιδρύθηκε το 1935 από τη μοναχή Συ­γκλητική ή κατά κόσμον Ζωή Πενθερουδάκη, ιερορράπτρια. Αργότερα, στην εν λόγω μονή προσήλθαν και οι μοναχές Θεοδοσία (κατά κόσμον Σμαράγδα Ψαρουδάκη) και Ελεούσα (κατά κόσμον Αικατερίνη Γαβαλά).
Το μοναστήρι, αρχικά, ήταν ιδιοκτησία των παραπάνω μοναχών, οι οποίες με επίσημη συμβολαιο­γραφική πράξη το παρα­χώρησαν στην Ι. Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, που βρίσκεται στην Πάρνηθα, περιοχή Θρακομακεδόνων, τής οποίας, σήμερα, αποτελεί μετόχιο. Εκτός από τον κεντρικό ναό της Αγ. Τριάδας, μέσα στο μοναστήρι υπάρχει και ναός του αγίου Γεωργίου.
Η βενετσιάνικη Ι. Μονή 
τού Σωτήρος Χριστού, Κουμπέ,
νεότερο έργο 

μακαριστού Νέστορος Βασσάλου.
Εκτός των παραπάνω τριών Ι. Μονών, οι λοιπές εκκλησίες τής λοφοσειράς τού Κουμπέ είναι οι εξής, ξεκινώντας και πάλι από τον λόφο τού Τ. Σταυρού και προχωρώντας προς την Ι. Μονή τού Κουμπέ δυτικότερα (με την οποία θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα σε προσεχές άρθρο μας, από βιβλίο μας που έχουμε υπό έκδοσιν γι' αυτήν στο Τυπογραφείο).

5. Οι σπηλαιώδεις ναοί τού Αγίου Αντωνίου- Αγίας Άννας 

Κάτω ακριβώς από την κορυφή του βράχου τού Τιμίου Σταυρού, προς βορράν, βρίσκεται σήμερα ο σπηλαιώδης ναός του αγίου Αντωνίου και δίπλα σε αυτόν και ο μικρότερος ναός τής αγίας Άννας. Λέγεται ότι στο σημείο αυτό οι Ενετοί έρριπταν τα πτώματα των επαναστατών, απ' όπου, στη συνέχεια, τα παρελάμβανε ο λαός της πόλης και τα έθαβε στο νεκροταφείο.


Ναός αγίων 
Κωνσταντίνου και Ελένης
6. Ι. Ναός τού Αγίου Κωνσταντίνου

Δίπλα ακριβώς στο κοιμητήριο, βόρεια αυτού, βρίσκεται ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που έχει δώσει το όνομά του και στη νεοσύστατη ενορία τής περιοχής.



7. Ι. Ναός τού Αγίου Νικολάου


Ι. Ναός αγίου Νικολάου
σε φωτογραφία του 1930;
Μερικές δεκάδες μέτρα δυτικότερα τού λόφου τού Τιμίου Σταυρού και πάνω, ακριβώς, από το κύμα τής θάλασσας, βρίσκεται ο ι. ναός τού αγίου Νικολάου, της ομώνυμης συνοικίας τής πόλης μας, με θαυμάσιες εικόνες στο τέμπλο, προερχόμενες από τον χρωστήρα τού μεγάλου βυζαντινού αγιογράφου Φώτη Ν. Κόντογλου τού Κυδωνιέως (1951).


8. Ι. Ναός Αγίας Φωτεινής


Ναός αγίας Φωτεινής,
Kουμπέ
Ακόμα δυτικότερα από τον άγιο Νικόλαο ορθώνεται ο ναός τής αγίας Φωτεινής. Πρόσφατα (2007) κατεδαφίστηκε ο παλιότερος ναΐσκος μέσα στο ομώνυμο ελαιουργείο, ενώ ήδη από το έτος 1975 έχει αντικατασταθεί από τον αρκετά μεγαλύτερό του νεότερο ενοριακό (εγκαίνια 1985, από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Τίτο Συλλιγαρδάκη).
Ο παλιός ναός κτίστηκε γύρω στα 1910 κατόπιν εύρεσης, κατά θαυματουργικο τρόπο, της εικόνας τής αγίας Φωτεινής, στον χώρο τής παλιάς εκκλησίας, από τον λοχαγό Σταύρο Ρήγα. Ο Στ. Ρήγας ήταν ένας από τους δέκα αξιωματικούς πού είχε στείλει η ελεύθερη Ελλάδα στην Κρητική Πολιτεία, προκειμένου να οργανώσει την Κρητική Πολιτοφυλακή, η οποία, αργότερα, στους Βαλκανικούς Πολέμους, έμελλε να πετύχει πραγματικά θαύματα. Ο Στ. Ρήγας, κατά τη διαμονή του στην πόλη μας, είχε την πρωτοβουλία τής ίδρυσης- στο μέρος αυτό τής Αγίας Φωτεινής, στη δυτική πλευρά τού Γαλλιανού ποταμού- τού Σκοπευτηρίου τής πόλης, για να γυμνάζεται στην ελεύθερη σκοποβολή η νεολαία τού Ρεθύμνου. Σκοτώθηκε ως Συνταγματάρχης το έτος 1921 στο Ουσάκ τής Μ. Ασίας.
Απόδειξη του γεγονότος ότι από πολύ παλιά, πριν από το 1910, στο μέρος αυτό υπήρχε ναός τής αγίας Φωτεινής αποτελεί το γεγονός ότι το παρακείμενο σε αυτόν ρυάκι οι παλιοί Ρεθυμνιώτες το έλεγαν «τσ’ Αγιάς Φωθιάς ο ποταμός»[15].
Σπηλαιώδης ναός 
αγίου Σπυρίδωνος Κουμπέ

9. Ι. Ναός αγίου Σπυρίδωνος


Αθανάσιος Βασσάλος
Λίγες δεκάδες μέτρα ακόμα δυτικότερα τού ναού της αγίας Φωτεινής, στο σύνορο με την Ι. Μονή τού Σωτήρος, βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του αγίου Σπυρίδωνος. Εδώ επί Βενετοκρατίας θα πρέπει να ήταν η θέση τού ναού τής Αγίας Κυριακής, που εικονίζεται στο σχεδιάγραμμα τού Basilicata τού έτους 1618[16].
Εδώ, πριν από το 1935- έτος ίδρυσης τής Ι. Μονής τού Σωτήρος- κατέφυγε ο ιερομόναχος Αθανάσιος Βασσάλος[17], που ως τότε μόναζε στο Άγιον Όρος. Ανακαίνισε τον παλιό σπηλαιώδη ναό και σύντομα τον μετέτρεψε στο γνωστό και πολύ αγαπητό στην πόλη μας προσκύνημα. Μετέφερε την Αγία Τράπεζα στο κέντρο τού ιερού Βήματος, που προηγουμένως εφαπτόταν στον ανατολικό βράχο και διεύρυνε τον χώρο τού ιερού. Έφτιαξε ξύλινο τέμπλο με εικόνες τού ανιψιού του Νέστορος Βασσάλου, ο οποίος τον καιρό εκείνο ασκήτευε στο Άγιον Όρος και εκεί ασκούσε την αγιογραφία[18]. Οι εικόνες αυτές τού Νέστορος καταστράφηκαν όλες και σώζεται μόνο η εικόνα τού αγίου Ιωάννη. Μέσα στον ναό τού αγίου Σπυρίδωνος βρίσκεται σήμερα ο τάφος τού Αθανασίου Βασσάλου, που τάφηκε εκεί, ίσως, κατόπιν ενεργειών τού Νέστορος Βασσάλου.
Ο ναός του αγίου Σπυρίδωνος 
μετά τις πρόσφατες επεμβάσεις
Νεότερες επεμβάσεις στο ναΰδριο έγιναν πρόσφατα (2005) από την ενορία τής αγίας Φωτεινής, στην οποία και ανήκει από το έτος 1974[19].
Το "σπήλαιο της Γεννήσεως"
στον ναό του αγίου Σπυρίδωνος Κουμπέ
10. Ι. Ναός τού αγίου Αντωνίου, στην Ατσιπουλιανή Καμάρα 

Λίγες εκατοντάδες μέτρα δυτικότερα από την Ι. Μονή τού Σωτήρος Χριστού, σε εξόχου κάλλους μικρή φάραγγα, βρίσκουμε το, επίσης, σπηλαιώδες ναΰδριο τού αγίου Αντωνίου. Ενώ κάτω ακριβώς από το Μοναστήρι βρίσκεται η πηγή τού Κουμπέ και δίπλα σε αυτήν, 
δυτικά, τα θεμέλια μικρού άγνωστου ναού, που η κ. Μ. Αρακαδάκη θεωρεί ότι πρόκειται για τον άγιο Γεώργιο στους Πετζακάδες. Το τοπωνύμιο, δηλαδή (Πετζακάδες), δηλώνει ύπαρξη στην περιοχή τού ναού βυρσοδεψείων, κάτι που όμως δεν τεκμηριώνεται στα χρόνια τής Βενετοκρατίας[20].


Υποσημειώσεις
[1] Α. Ν. Νενεδάκη, Ρέθεμνος, Τριάντα αιώνες Πολιτεία, Αθήνα 1983, 16.
[2] Στο ερμηνευτικό λεξικό του Δημητράκου βρίσκουμε την εξής ερμηνεία του α' συνθετικού της ονομασίας: 1. (η) φούρκα= πάσσαλος διχαλωτός 2. δοκός σε σχήμα Τ ή σταυρού, όθ. κατ' επέκτ. αγχόνη, κρεμάλα.
[3]Τις θέσεις των δύο εκκλησιών μπορούμε να δούμε στον πίνακα 44- με το νούμερο 28 η μία και 27 η άλλη- της διδακτορικής διατριβής της Ι. Στεριώτου [Οι Βενετικές οχυρώσεις τού Ρεθύμνου (1540- 1646), Συμβολή στη φρουριακή αρχιτεκτονική του 16ου και 17ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1979, τ. Α΄].
[4] Περισσότερα για τον ι.ναό τού Τ. Σταυρού βλ. στα βιβλία: 1) Πίτερη Ιωάννη, Θαύματα τού Τιμίου Σταυρού, Ρέθυμνο 1998, 11. 2) Ο λόφος τού Τιμίου Σταυρού τής πόλης μας, Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης 1ου Γυμνασίου Ρεθύμνης (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη), Ρέθυμνο 1994, 25- 26, 3) Θεοδ. Ι. Ρηγινιώτη, Σύγχρονοι Άγιοι, Ρέθυμνο 2004, 147-148.
[5] Γιάννη Γρυντάκη, Το πρωτόκολλο τού Ρεθυμνιώτη συμβολαιογράφου Τζώρτζη Τρωΐλου, 1990, 82, αρ. εγγρ. 39.
[6] Βλ. το αμέσως επόμενο μοναστήρι.
[7] Γ. Γρυντάκη, Το πρωτόκολλο τού Ρεθυμνιώτη νοταρίου Τζώρτζη Πάντιμου, 1990, 123 (αρ. εγγρ. 211) και σημ.100, σ.163.
[8] Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, Ο Κρητικός πόλεμος (1645-1669), έκδοση κριτική εισαγωγή - επιμέλεια Α. Ν. Νενεδάκης, Αθήνα 1979, σ. 84 (του πρωτοτύπου), στ. 23-28.
[9] Έτσι, ο αείμνηστος Καθηγητής μας στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών Ν. Β. Δρανδάκης[9] ανάμεσα σε επτά εκκλησίες πού μνημoνεύoνται στον «Κρητικό Πόλεμο» τού Μαρίνου Τζάνε Mπoυνιαλή, κατέταξε και το μoναστήρι τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος στον Κουμπέ- που, όμως, δεν αναφέρεται ουδόλως από τον Μαρίνο Μπουνιαλή- παρασυρμένος σε τούτο από τους στίχους τού παραπάνω αποσπάσματος τού «Κρητικού Πολέμου», που αναφέρονται σε «εκκλησιά που ‘τον οι καλο­γράδες». Όμως, το γυναικείο μoναστήρι «που 'τον οι καλογράδες», το λέγει σαφώς ο ποιητής του «Κρητικού Πολέμου, βρισκόταν στο ύψωμα Φουρκοκέφαλο, όπως ο ίδιος αποκαλεί τη βραχώδη πρoεξoχή που υψώ­νεται πάνω από το σημερινό νεκροταφείο- και όχι στον λοφίσκο δυτικότερα, όπου, μέχρι σήμερα, βρίσκεται το μoναστήρι τής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, Κουμπέ, που τον καιρό εκείνο ήταν ανδρικό. Για όλα αυτά βλ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, "Τα μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου στο λόφο Φουρκοκέφαλο και της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος στον Κουμπέ", Νέα Χριστιανική Κρήτη, έτος Β΄, τεύχ. 3, Ρέθυμνον 1990, 127- 140. Και τη σχετική ανασκευή τού Ν. Β. Δρανδάκη, στο: «Ναοί Ορθοδόξων του Ρεθέμνους, αναφερόμενοι κυρίως στα κατάστιχα δυο Ρεθυμνίων συμβολαιογράφων τής Ενετοκρατίας», Νέα Χριστιανική Κρήτη, έτος Γ΄, τεύχ. 5-6 (Ιαν.- Δεκ.1991), 80, υποσ. 1.
[10] Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, "Τα μοναστήρια τού Αγ. Αντωνίου στο λόφο Φουρκοκέφαλο...", ό.π.,127. Επίσης, Ν. Ψιλάκη, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, τ. Β', Ηράκλειο 1993, 47.
[11] Έτσι, και έξω από τον Χάνδακα υπήρχε η Μονή τού Αγίου Ιωάννου τού Μεσαμπελίτη.
[12] Γ. Γρυντάκη, Πρωτόκολλο Τρωΐλου , ό.π., 82, αρ. εγγρ. 39.
[13] Ό.π. 213, σημ. 92.
[14] Τεκές = Μονή Δερβισών (Βλ. Ι. Ε. Νουχάκη, Κρητική Χωρογραφία, Εν Αθήναις 1903, 205).
[15] Ι. Γ. Δρανδάκη, "Η Αγία Φωτεινή", Κρητική Επιθεώρησις τής 31/5/ 1973, όπου καταγράφεται και όλο το ιστορικό ανεύρεσης τής εικόνας από τον λοχαγό Σταύρο Ρήγα.
[16] Εξάλλου, όπως με βεβαίωσε ο ιερεύς τού ναού π. Χαράλ. Κουτάντος- τον οποίο και από τη θέση αυτήν ευχαριστώ για τη βοήθειά του στη μελέτη των δύο ναών- στη θέση τού ιερού ναού τού αγίου Σπυρίδωνος, κατά την πρόσφατη ανακαίνισή του, βρέθηκαν ίχνη βενετσιάνικων κτισμάτων.
[17]Ο Αθανασίος Βασσάλος τού Νικολάου ήταν δεύτερος εξάδελφος τού Νέστορος. Ασκήτευε στο Άγιον Όρος και λόγω τής εξαιρετικής του καλλιφωνίας, περί το έτος 1900, προσλήφθηκε διάκος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί χειροτονήθηκε ιερομόναχος και έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Είχε ενορία και, ταυτόχρονα, ασκούσε και την τέχνη τού ωρολογοποιού, που την είχε μάθει από παιδί στο Ηράκλειο Κρήτης. Συγκέντρωσε χρήματα και επέστρεψε στο Ρέθυμνο, τα οποία ξόδευσε σε ποικίλες αγαθοεργίες. ανέλαβε τον εξωραΐσμό του εν λόγω σπηλαιώδους ναού τού αγίου Σπυρίδωνος, έκτισε εκκλησία και υδραγωγείο στην Κάλυβο Μυλοποτάμου, προικοδότησε άπορα κορίτσια και έκανε διάφορα αφιερώματα σε ναούς (πληροφορίες κ. Λιλίκας Πετουσάκη, το γένος Βασσάλου).
[17] Σοφία Σειράχ 8, 8.
[18] Ο εξωραϊσμός αυτός τού ναϋδρίου έγινε το έτος 1934, που ο Νέστωρ μετέβη για ένα χρόνο στο Άγιον Όρος προς εξακρίβωση τής αλήθειας για το Νέο Ημερολόγιο.
[19] Πιο πριν το ναΰδριο ανήκε στην ενορία Γάλλου.
[20] Μαρία Αρακαδάκη, Το "Terrritorio di Rettimo” προς τα μέσα τού 17ου αιώνα, Πληροφορίες από την έκθεση τού Nicola Gualdo (1633), στον τόμο «Τής Βενετιάς το Ρέθυμνο» (Πρακτικά Συμποσίου,) Βενετία 2003, 273.

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΛΛΕΡΓΗ


ΓΙΑΝΝΗ Μ. ΓΡΥΝΤΑΚΗ

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΙΟΥ
ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΛΛΕΡΓΗΡΕΘΥΜΝΟ 1634- 1646
[Τόμος 6ος στη σειρά των «Πρακτικών» τού «Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την π. Επαρχία Αγίου Βασιλείου», Ρέθυμνο 2010, σσ. 424, σχ. 8ο (24Χ17)]


ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Νοτάριος
, στα χρόνια της Ενετοκρατίας, ήταν ο συμβολαιογράφος και νοταριακά έγγραφα λέγονταν οι διάφορες δικαιοπραξίες που αυτός συνέτασσε. Τα νοταριακά έγγραφα αποτελούν σήμερα μια από τις σημαντικότερες πηγές του μεσαιωνικού και νεότερου πολιτισμού. Μέσα στις λίγες γραμμές μιας δικαιοπραξίας βρίσκονται κρυμμένες πάρα πολλές από τις πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων τής συγκεκριμένης εποχής, σχετικές, κυρίως, με τον οικονομικό, πολιτιστικό και συναισθηματικό τομέα. Σε αυτές, επί πλέον, μπορεί κανείς να διακρίνει τις επιδιώξεις, τις χαρές, τα όνειρα, τις προσδοκίες αλλά και τα βάσανα, τις λύπες, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και, γενικότερα, τον χαρακτήρα ενός ολόκληρου λαού, σε μια συγκεκριμένη φάση της ιστορίας του.
Και πιο συγκεκριμένα, από τις νοταριακές πράξεις μπορούμε να αντλήσουμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τον γάμο, το διαζύγιο, την προίκα, τα ταφικά έθιμα της εποχής, τη θρησκευτική πίστη και ευλάβεια, τις αγοραπωλησίες και τις ενοικιάσεις. Και, ακόμα, να εντοπίσουμε ένα μεγάλο πλήθος τοπωνυμίων πολλά από τα οποία χάθηκαν στο διάβα τού χρόνου (ή συνεχίζουν να υπάρχουν αλλοιωμένα ή και αναλλοίωτα), να βγάλουμε συμπεράσματα για τη μόρφωση των συμπατριωτών μας τον καιρό εκείνο, για τα επαγγέλματά τους (τσαγκάρηδες, μαραγκοί, ράφτες, χρυσοχόοι, χειρουργοί, βαστάζοι, καπετάνιοι, δάσκαλοι, κληρικοί) και για πάρα πολλά άλλα πράγματα. Μέσα από τις αγορές και τις πωλήσεις σπιτιών ή κτημάτων παρακολουθούμε, περαιτέρω, την οικονομική κατάσταση των κατοίκων και αισθανόμαστε τον πόνο των φτωχών και αδυνάτων δίπλα στην πλεονεξία και φιλοκέρδεια των πλουσίων, ενώ μέσα από τα προικοσύμφωνα διακρίνουμε την αγάπη των γονιών προς τα παιδιά τους, τις ξεχωριστές συνήθειες και τα είδη των προικιών που συνήθως κάλυπταν οικιακά σκεύη και ρουχισμό. Ώστε, σε τελική ανάλυση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάθε διαθήκη αποτελεί μια καθαρή σκιαγράφηση, μερική ή ολική, του χαρακτήρα τού διαθέτη, ενώ μέσα από τις ασήμαντες αυτές λεπτομέρειες τού καθημερινού κοινωνικού βίου μπορούμε ανετότερα να παρακολουθήσουμε και αυτά τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και τη συνθετότητα των εξελίξεων που αυτά επιφέρουν στη ζωή τού ανθρώπου.
Από τα τριακόσια κατάστιχα Κρητικών νοταρίων που διασώθηκαν και φυλάσσονται στα Κρατικά αρχεία της Βενετίας μόνο επτά ανήκουν σε Ρεθεμνιώτες και κανένα από αυτά σε Χανιώτες. Και, βέβαια, μέγα μέρος των πρωτόκολλων αυτών εξαφάνισε η πτώση του Ρεθύμνου στα χέρια των Τούρκων το 1646. Οι επτά Ρεθεμνιώτες νοτάριοι, των οποίων σώζονται τα κατάστιχα, είναι οι εξής: παλιότερος ο Ιωάννης Λόγγος και ακολουθούν ο Τζώρτζης Τρωίλος, ο Εμμ. Βαρούχας, ο Ιω. Βλαστός, ο Τζώρτζης Πάντιμος, ο Μαρίνος Αρκολέος και ο Αντρέας Καλλέργης.
Αυτού τού τελευταίου νοτάριου, του Αντρέα Καλλέργη, ο ρεθεμνιώτης ιστορικός Γιάννης Μιχαήλ Γρυντάκης μεταφέρει στην ελληνική τις 420 πράξεις από τις οποίες αποτελείται το πρωτόκολλό τής τρίτης περιόδου επαγγελματικής του δραστηριότητας, που ξεκινά από το έτος 1634 και φθάνει μέχρι το 1646 (πρωτόκολλο είναι το επίσημο βιβλίο μέσα στο οποίο έγραφαν τις πράξεις τους οι νοτάριοι). Να σημειώσουμε, λοιπόν, ότι ο Αντρέας Καλλέργης τού Τζώρτζη- ο πλέον αγαπημένος τής πόλης τού Ρεθύμνου νοτάριος- ήταν από τους πρώτους σε πελατεία, που θα άσκησε το επάγγελμά του για τριάντα έξι, τουλάχιστον, χρόνια (1610- 1646), μέχρι, δηλαδή, την τουρκική εισβολή εναντίον τού Ρεθύμνου, όταν ο Καλλέργης θα πλησίαζε, πλέον, τα ογδόντα χρόνια τής ζωής του.
Και στο σημείο αυτό- και παρά τις πληροφορίες που παραθέσαμε αμέσως παραπάνω για τον νοτάριο Αντρέα Καλλέργη- δεν θα έπαυσε θεωρούμε ο αναγνώστης μας να διερωτάται για τον λόγο που ώθησε το «Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για την π. Επαρχία Αγίου Βασιλείου» να αποφασίσει να περιλάβει ως 6ο τόμο στη σειρά των «Πρακτικών» του τον εν λόγω νοτάριο. Όπως σε Εισαγωγικό Σημείωμά της εξηγεί η Οργανωτική Επιτροπή τού Συνεδρίου, είναι διαπιστωμένο ότι οι περιοχές που είναι μακριά από τα αστικά κέντρα δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στις νοταρικές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τού νοταρίου τής πόλεως τού Ηρακλείου Μιχαήλ Μαρά, στις τριάντα χιλιάδες δικαιοπραξίες τού οποίου δεν υπάρχει ούτε μια που να αφορά στο νότιο τμήμα τού νομού. Αλλά και σε νοταρίους τού νομού Ρεθύμνου παρατηρείται ότι δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου σε χωριά και σε κατοίκους τού νότιου τμήματός του. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση τού νοτάριου Αντρέα Καλλέργη, που σε ένα μεγάλο μέρος των πράξεών του μιλούν τα χωριά και οι άνθρωποι τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου. γι’ αυτό και το συνέδριο τον περιέλαβε στα Πρακτικά του.
Όπως δηλώνει ο κ. Γρυντάκης, κατά την επεξεργασία των 420 αυτών πράξεων τού πρωτόκολλου τού Αντρέα Καλλέργη βρέθηκε μπροστά στο μεγάλο δίλημμα. να έκανε μια απλή μεταγραφή τους στην ελληνική ή να προχωρούσε σε μια ακριβή μετάφρασή αυτών. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις θα είχαμε να κάνουμε με ένα τεράστιο σε όγκο κείμενο που πολλοί λίγοι θα ήταν σε θέση να το χρησιμοποιήσουν. Μπροστά στο πρόβλημα αυτό, ο συγγραφέας προτίμησε να δώσει σε σύντομη ή εκτενή περίληψη μεταφρασμένες τις πράξεις που θεωρεί λιγότερο σημαντικές και σε ελεύθερη μετάφραση αυτές που κρίνει σημαντικότερες (κυρίως διαθήκες, διανομές περιουσιών, γάμους και προικοσύμφωνα), προτείνοντας, με τον τρόπο αυτόν, στο αναγνωστικό του κοινό ένα κείμενο πιο ευχάριστο στην ανάγνωσή του, πιο εύληπτο και πιο γοητευτικό, που έρχεται να διδάξει τον καθημερινό βίο και τη ζωή των προγόνων του της Ενετοκρατίας. Στις περιλήψεις, πέρα από τα κύρια σημεία τού περιεχομένου των πράξεων, σημειώνονται λεπτομερώς και τα κύρια ονόματα και τα τοπωνύμια, εξαιτίας τού ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος που αυτά παρουσιάζουν.
Η φιλολογική επιμέλεια τού Θεοδώρου Στ. Πελαντάκη συνετέλεσε αποτελεσματικά στη φροντισμένη εμφάνιση τού όλου βιβλίου από κάθε πλευρά. Ο συγγραφέας, από την άλλη μεριά, φρόντισε ιδιαίτερα να το εμπλουτίσει με όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν ανετότερη την πρόσβαση τού αναγνώστη σε αυτό, ειδήμονος και μη. Έτσι, ξεκινά με μια θαυμάσια Εισαγωγή, που αναφέρεται στον νοτάριο Αντρέα Καλλέργη και στο Πρωτόκολλό του και παραθέτει διευκρινιστικές πληροφορίες για την πορεία που ακολούθησε κατά το στήσιμο τού βιβλίου του. Ακολουθούν, στη συνέχεια, γλωσσάριο και οι 420 πράξεις του νοταρίου, μια σε κάθε σελίδα, τουλάχιστον. Κάτω από κάθε πράξη υπάρχουν πλούσια επεξηγηματικά σχόλια για τις λέξεις ή τις φράσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση ή αδυναμία κατανόησης στον αναγνώστη. Παράλληλα, δίδονται και πληροφοριακά στοιχεία, όπου αυτά κρίνονται αναγκαία. Και το βιβλίο κλείνει με χρήσιμα Ευρετήρια ονοματεπώνυμων, τοπωνυμίων, εκκλησιών και μοναστηριών, πόλεων, χωριών και συνοικιών, μετοχίων και καβαλαριών, ώστε το βιβλίο, τελικά, να καθίσταται μια εξαιρετική εγκυκλοπαίδεια Τοπικής Ιστορίας και μάλιστα, σε ένα μεγάλο μέρος του, της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ακολουθεί Ευρετήριο Πράξεων, Βιβλιογραφία και Πίνακας Περιεχομένων.
Το παραπάνω έργο του κ. Γιάννη Γρυντάκη είναι αξιολογότατο και έρχεται να καλύψει ένα σημαντικότατο κενό στη επιστήμη τής Ιστορίας. Λαμπρός ερευνητής ο ίδιος ερευνά και εξετάζει με ευρυμάθεια, γλαφυρότητα και συνθετικό πνεύμα ένα σπουδαίο χώρο τής Ιστορίας, όπως είναι οι νοτάριοι της Ενετοκρατίας, προσφέροντάς μας πλουσιότατες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τοπικού επιπέδου ιστορικές πληροφορίες. Τον ευχαριστούμε θερμά και γι’ αυτό το τελευταίο πόνημά του και του ευχόμαστε να είναι υγιής, και συνεχώς να ανεβαίνει τον γόνιμο δρόμο τής συστηματικής και καρποφόρας προσπάθειάς του.