ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


1. Ένα ιστορικό ανέκδοτο για τον μεγάλο Γλωσσολόγο Γεώργιο    Χατζιδάκι, από τη Μύρθιο, Αγίου Βασιλείου.

        Ο Γεώργιος Χατζιδάκις μέχρι βαθέως γήρατος διέθετε μνήμη απέραντη, χωρίς σημάδια φυσικής άμβλυνσης που, συχνά, επιφέρει στον άνθρωπο η φθορά τού χρόνου και της ηλικίας. Κάποτε, λοιπόν, στο χωριό του, τη Μύρθιο, που συνήθιζε να την επισκέπτεται πολύ συχνά, διαμείφθηκε ο παρακάτω όλως φυσικός διάλογος με κάποιον χωριανό του:
«Τι κάνετε κ. Καθηγητά;»
Απάντηση Χατζιδάκι: «Γηράσκω ε διδασκόμενος»
Και σε νέα ερώτηση τού χωριανού του:
«Τι νεότερα:»
Ο Χατζιδάκις απαντά: «ν οδα τι οδν οδα», αλλά, χωριανάκι,   προσθέτει ο Καθηγητής, «οδ οομαι δεν εδέναι»[1] (ούτε το θεωρώ απαραίτητο να ξέρω!...).
Πραγματικά σοφός, πνευματώδης και ετοιμόλογος ο Χατζιδάκις έδινε, πάντοτε, παρόμοιες απαντήσεις, που χαρακτηρίζονταν από οξυδέρκεια και ευστροφία πνεύματος σε ανάλογες ερωτήσεις. Γιατί η σοφία του ήταν αληθινή.


      2. Ιστορικά ανέκδοτα από την καθημερινή ζωή στο παλιό Ρέθυμνο

α) Το νιόπαντρο ζευγάρι
Βρισκόμαστε στη δεκαετία τού σαράντα, τη μετακατοχική δεκαετία τής φτώχειας και τής εξαθλίωσης, όταν όλα γινόντουσαν στο πνεύμα τής οικονομίας και της… ανοικοδόμησης τής νέας Ελλάδας. Στην εποχή αυτήν, όπως και πολλά άλλα αγαθά, ένα γαμήλιο ταξίδι θεωρούνταν σπάνιο είδος εξαιρετικής πολυτέλειας γι’ αυτόν που το έκανε. Μια κυρία, λοιπόν, θέλοντας να πουλήσει νεωτερικό πνεύμα και μοντερνισμό  διηγείται με καμάρι στη φιλενάδα της, αγνοώντας, ως φαίνεται, και η ίδια τι ακριβώς ήταν το γαμήλιο ταξίδι: «Μα που να στα λέω καλή μου!  Ύστερα από το γάμο μας στην εκκλησιά των Τεσσάρων Μαρτύρων φύγαμε με τον Ανέστη για το γαμήλιό μας ταξίδι. νοικιάσαμε για μίαν ώρα το ταξί τού Καυκαλά, «ταξιδέψαμε» στον Πλατανιά, κάτσαμε στην ταβέρνα τού Βογιατζή, ήπιαμε μια γκαζόζα στα δυό και γιαήραμε πίσω!...»

    β) Οι τελάληδες
    Οι τελάληδες ή ντελάληδες ήταν γραφικοί τύποι τής πόλης μας που διαλαλούσαν και διαφήμιζαν, «στεντορεί τ φων», προϊόντα και στις δυο αγορές τής πόλης μας (τη Μικρή <Μεγάλη Πόρτα> και Μεγάλη <Τσάρου>), αντί ευτελούς αμοιβής. Τέτοιοι ήταν ο Ζαμφώτης και ο Σαράφης. Επιδεικνύοντας, κάποτε, ο πρώτος μία τεράστια μπριζόλα φρεσκοκομμένη, πληροφορούσε τους Ρεθεμνιώτες με τα εξής, ανεκδοτολογικά έκτοτε, λόγια: «Ο Μπεζώκος[2] έσφαξενε εδά ετούτονε το μουσκάρι. Γλακάτε μωρέ κι όποιος προλάβει».
Άλλοι τελάληδες ήταν ο Γαρμπής, ο Ηλίας, ο Γκρανής ο Κλαψούρης και Σαλιάρης, ο Στρατής ο Μετεωρολόγος και Χρονομέτρης, ο Γκόγκος, ο Βαγγέλης ο Φούσκος και ο Κακός Αέρας.
Αυτός ο τελευταίος, ο Κακός Αέρας, από τα Περβόλια, από τους φανατικότερους οπαδούς τού Βάκχου, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς τελάληδες τού παλιού Ρεθύμνου. Άγριος, μελαχρινός, λες και φυσούσε βίαιος βοριάς με κείνο το άγριο περπάτημά του, το δαιμονισμένο, το αλλοπαρμένο βλέμμα του και τα μουστάκια του που ανέμιζαν σαν τον φλόκο τού καραβιού που ξέχασαν να τον στεριώσουν στην πρύμη[3], περπατούσε συνεχώς σαν σίφουνας, φυσώντας και ξεφυσώντας, λες και τον περνούσε δυνατός αέρας (απ’ όπου και το παρατσούκλι του), τρικλίζοντας και μετρώντας τις αποστάσεις από το ένα μέχρι και το άλλο πεζοδρόμιο. Μούντζωνε όλους τους μαγαζάτορες, περιέπαιζε όσα ζωντανά βρίσκονταν μπροστά του, σφύριζε στους περαστικούς. Συνήθως, έτρεχε βιαστικός τα ξημερώματα να προφτάσει να πουλήσει σαλάτες στους πρωινούς πελάτες του στην οδό Αρκαδίου (Τσάρου τότε), στο Μεϊντάνι και τον Πλάτανο.
Κάποτε, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι διαλαλούσε και τα εξής γραφικά: «Μωρέ, εχάθηκενε μια γκατσίκα κερασάτη και γκαστρωμένη, με άσπρη ζώνη και στακτί κολόρι (τα οπίσθια τής κατσίκας). όποιος τηνε βρει ρεγάλο θα πάρει μεγάλο!». Και σε άλλη περίπτωση ακούστηκε, πάλι, να διαλαλεί και να λέγει «Επόθανε μωρέ κι ο Χατζημπεκυράκης στον Πλάτανο (ήταν τουρκοκρητικός), μόνο μην τύχει και πάτε ούλοι μαζί, για θα χαλάσει το σπίτι!».    
                        

γ΄. Ένας  «πρόδρομος»  των  αδελφών  Λυμιέρ  (1895)  και  του  Γουώλτ Ντίσνεϊ στο  Ρέθυμνο  τού  1920
          Ο  Ιμπραήμ  Μπέης  ήταν  ο  μοναδικός  κινηματογραφιστής  τού  Ρεθύμνου  γύρω  στα  1920.  Είχε  ένα  μικρό  μηχάνημα  και  πρόβαλλε  ταινίες  τής  εποχής,  αστυνομικές  και  κωμωδίες.  Η  ταινία  κοβόταν  συνέχεια  και  η  προβολή  κρατούσε  ώρες,  καμιά  φορά  και  μέρες.  Τα  αποκόμματα τής ταινίας τα μάζευε ο γιος ενός τεχνικού στο  Νομαρχιακό,  τα  αποχρωμάτιζε,  ξύνοντάς τα προσεκτικά,  τα  έραβε  και τα έκανε ένα μικρό ρολό. Στη συνέχεια, πάνω  στα  άσπρα  τετραγωνάκια-  με  μελάνη  που  έπαιρνε  από  τα  σύνεργα  τού  πατέρα  του-  ζωγράφιζε  καραγκιοζάκια και άλλα σχέδια, που, δίνοντάς τους επάλληλες τις  κινήσεις με μιαν αυτοσχέδια  μηχανούλα,  με φακό, τα έριχνε πάνω  στον  τοίχο  ενός  δωματίου  τού σπιτιού του. Έβλεπες, τότε,  τα  σχέδια  να ζωντανεύουν, να τρέχουν,  να  πηδούν και να σε χαιρετούν…! Μαζεύονταν όλα τα παιδιά τής γειτονιάς στο σπίτι του και απολάμβαναν μέσα από την καρδιά τους το μοναδικό, για την εποχή, θέαμα.
 Πού  να  ήξεραν, τότε, αλήθεια, ότι αυτός ο άγνωστος πιτσιρικάς ρεθεμνιώτης ήταν  ο  πρώτος εφευρέτης τής σπουδαίας δουλειάς, των κινουμένων σχεδίων, πολύ  πριν από τον  μεγάλο  τεχνίτη τους,  τον Γουώλτ Ντίσνεϊ[4]. Να σημειώσουμε ότι ο Γουώλτ Ντίσνεϊ το 1937 γύρισε τη «Χιονάτη και τους επτά Νάνους», που ήταν η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους.
   
 


[1] Αλκ. 2, 144 D.
[2] Πρόκειται για παρωνύμιο τού Θεμιστοκλή Γοβατζιδάκη, του μεγαλοχασάπη τού Ρεθύμνου, αδελφού τού Γιάννη (Γοβατζιδάκη), βουλευτή, και του Μανόλη, που υπήρξε Δήμαρχος Ρεθύμνου. Ο Μπεζώκος, υπερβολικά ευτραφής, είχε πολλά λεφτά και καθόταν μόνιμα σε ένα τραπέζι πίνοντας τον καφέ του και, ταυτόχρονα, ρουφώντας τον ναργιλέ του. Από αυτό το τραπέζι ο Μπεζώκος ρύθμιζε και κανόνιζε όλες τις δουλειές τού μαγαζιού του.
[3] Νενεδάκης Ανδρέας, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 128.
[4] Την τελευταία αυτήν ιστορία μού παραχώρησε, μαζί με άλλες σημειώσεις της, σε ανύποπτο χρόνο, η κ. Μαρία Τσιριμονάκη, την οποία και θερμά ευχαριστώ.


ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α Κ Ο Υ Μ Ι Α

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

                   Α Κ Ο Υ Μ Ι Α 
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 Στον Μενέλαο Μιχ. Παπαδάκη,
Δήμαρχο Ρεθύμνου από το 1922 μέχρι το 1925,
Εμπνευστή και Οραματιστή
 τής ίδρυσης
 τού Δημοτικού Κήπου Ρεθύμνου.
                            
·        Γενικά στοιχεία για το χωριό
Χωριό τού Δήμου Λάμπης (τέως επαρχίας Αγίου Βασιλείου), κάτοικοι 417 (απογρ. 2001), στο 39ο χιλιόμ. τού δρόμου Ρέθυμνο-Σπήλι- Αγία Γαλήνη, στις βόρειες υπώρειες τού όρους Σιδέρωτας (ύψος 530 μ.)[1] και με τον άλλο ορεινό όγκο τού όρους Κέδρος κατέναντι τους. Από την περιοχή τού
Ακούμια Γενική Θέα
χωριού πηγάζει ο Ακουμιανός ποταμός, που χύνεται κοντά στο ακρωτήριο Μέλισσα (αρχ. Ψύχιον). Για πολλά χρόνια ήταν έδρα κοινότητας μαζί με τα χωριά Βρύσες (Ακουμόβρυσες) και Πλατανές. Σήμερα, με τον Καποδιστριακό νόμο, αποτελεί ίδιο δημοτικό διαμέρισμα με τις Βρύσες και την Τριόπετρα, στην παραλία των Ακουμίων, που έχει πια, η τελευταία, αναγνωριστεί ως ίδιος οικισμός.

·        Πληθυσμιακά στοιχεία- Ίδρυση τού χωριού- Ονομασίες- Κτηματολογικά Στοιχεία
Το χωριό αναφέρεται στην επαρχία Αγ. Βασιλείου το 1577 από τον Fr. Barozzi (fo27r) ως Vrisses de Cumia, από τον Καστροφύλακα (Κ 176), το έτος 1583, ως Cumia με 464 κατοίκους και (Κ184) με 30 οφειλόμενες αγγαρείες και από τον Βασιλικάτα το 1630 ως Cumgna[2], (που αποδίδει την κρητική προφορά Κούμνια) και Vrisses de Cumia. Πάντως, το χωριό υπολογίζεται να είναι πολύ παλιότερο από τις παραπάνω βενετσιάνικες αναφορές, αφού οι τοιχογραφίες τού αρχαιότερου ναού τού χωριού, της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος, χρονολογούνται από το έτος 1389, στην ακμή τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, στην τουρκική απογραφή τού 1659 τα Ακούμια αναφέρονται Kuma Vrisi με 95 οικίες[3]. Στην Αιγυπτιακή απογραφή τού 1834 το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά λανθασμένα ως Akumia (όπως το άκουσαν, φαίνεται, οι απογραφείς του, προσθέτοντας το [α] του άρθρου στην αρχή τού ονόματος τού χωριού)[4]. Αντίθετα, ο Χουρμούζης Βυζάντιος, στα «Κρητικά» του (σ. 39), σημειώνει σωστά το όνομα του χωριού ως «Κούμια» το έτος 1842[5]. Αργότερα, τo 1881, γράφεται και πάλι ορθά Κούμια, ανήκει στο Δήμο του Αγίου Πνεύματος και έχει 660 χριστιανούς κατοίκους. Κατά τα νεότερα χρόνια, ο πληθυσμός τού χωριού διαμορφώνεται ως εξής: 1890 (Κούμια): 660, 1900: 810, 1913 (Κούμια): 937, το 1920 γράφεται και πάλι Ακούμια, όπως και το 1834 και θα συνεχίσει να γράφεται με τον ίδιο τρόπο, εσφαλμένα, μέχρι και σήμερα. Είναι έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου  και έχει 711 κατοίκους. Το 1925 γίνεται έδρα ομώνυμης κοινότητας (Δ. 26/1/1925, ΦΕΚ Α 27/1925), με οικισμούς της τις Βρύσες και τον Πλατανέ[6], και αριθμεί 780 κατ., χωρίς τους οικισμούς. Και η πληθυσμιακή εξέλιξη του χωριού συνεχίζεται ως εξής: 1940: 882, 1951: 885, 1961: 825, 1971: 653, 1981:553, 1991: 549, 2001: 417.
Το 1659 (Τουρκοκρατία) το χωριό (Α)Κούμια μαζί με τα μετόχια Βρύσες και Αγία Άννα αποτελούσαν σουλτανικές γαίες και διέθεταν 311,5 τσερίπια[7] χωράφια, 314 λιόδεντρα, 87 τσερίπια αμπέλια, 2,5 τσερίπια περβόλια και 17 τσερίπια ακαλλιέργητες γαίες[8].

·        Το όνομα τού χωριού
Γραφικό δρομάκι στα Ακούμια
 Ο Στέργ. Σπανάκης[9] παράγει το όνομα τού χωριού από το βυζαντινό όνομα κούμος (κομάς, με την ίδια σημασία και στον Ησύχιο), που σήμαινε, και τότε και τώρα, πρόχειρο οικίσκο για τη στέγαση και προφύλαξη από τα αρπακτικά ζώα των ορνίθων και άλλων οικιακών ζώων, χοίρων κτλ. Στις μάντρες τής Κρήτης υπάρχει και σήμερα ο κούμος, όπου κουμιάζουν τα μικρά ζώα, αρνιά ή ερίφια, όταν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις γαστέρες τους για πιτιά- αγαστέρα, όπως λέγεται- για να τα απομονώσουν, ώστε να μην φάνε χορτάρι, οπότε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γαστέρα τους για τον σκοπό αυτόν[10]. Από το ρ. κουμιάζω έγινε και το ουσιαστικό κουμιά ή κούμια= μικροί κούμοι.
Ο Νικ. Γ. Παπαδάκης, από τον γειτονικό οικισμό των Βρυσών, που διετέλεσε Καθηγητής τής Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης και Πρύτανης τού ίδιου Πανεπιστημίου[11], διατύπωσε την άποψη ότι το όνομα τού χωριού είναι παραφθορά τού ονόματος τής γνωστής οικογένειας τού Βυζαντίου, των Κομνηνών, κλάδος τής οποίας μεταφέρθηκε στην Κρήτη επί Νικηφόρου Φωκά. Θεωρεί, μάλιστα, ότι το όνομα τού ιδρυτή τού χωριού αναφέρεται στις τοιχογραφίες τού βυζαντινού ναού τής
Και άλλο γραφικό δρομάκι
Μεταμόρφωσης τού Σωτήρα και ήταν Κουμής(sic)[12]. Το σωστό, πάντως, όνομα τού ιδρυτή είναι Κουδουμνής, όπως μπορούμε να το δούμε αμέσως παρακάτω, την επιγραφή τού ναού, την οποία μεταφέρουμε ως έχει στο παρόν σημείωμά μας.
Πιθανότερη, πάντως, από τις δύο απόψεις θεωρούμε την πρώτη, οπότε, στην περίπτωση αυτήν, το όνομα τού χωριού προήλθε, προφανώς, από συνεκφορά τού ονόματός του με το προηγούμενο άρθρο (στα Κούμια> στ’ Ακούμια). Πρβλ., εξάλλου, και το άλλο χωριό τού νομού μας, τους Κούμους, που δικαιολογεί μια παρόμοια προέλευση (από ουσιαστ. κούμος).  Με το όνομα αυτό «Κούμια» το χωριό αναφέρεται σε άγιο δισκάριο τής ενορίας τού έτους 1917. 

·        Ιστορικά στοιχεία
Από το όνομα τού χωριού Κουμιανός ονομάζεται και ο ποταμός που περνά από εκεί κοντά. Στην περιοχή του (θέση Τράχηλας τού Αγίου Πνεύματος) έγινε σκληρή μάχη το Δεκέμβριο τού 1868 με Κρητικούς και εθελοντές από την Μάνη, υπό τον παλαίμαχο αγωνιστή τού 1821 Δημήτριο Πετροπουλάκη. Η μάχη κράτησε τρεις, περίπου, ώρες. Στο τέλος, οι επαναστάτες κάμφθηκαν και οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες. Εκτός από του αιχμαλώτους και τους σκοτωμένους, που έφθασαν τους διακόσιους, ο Ακουμιανός ποταμός έπνιξε περίπου δώδεκα εθελοντές, που επιχείρησαν να περάσουν τα ορμητικά, λόγω του χειμώνα, νερά του[13].
 Μπορεί το παρόν να είναι το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός, που έλαβε χώρα στην περιοχή τού χωριού, πλην όμως, το χωριό, γενικότερα, έχει να επιδείξει πλούσια συμμετοχή και στους λοιπούς αγώνες του έθνους. Για την πολυσχιδή, εξάλλου, πολεμική δράση τους οι Ακουμιανοί Κων. Τσελεπάκης και Στυλ. (Αναγνώστης) Μαρινάκης (καπετάν Μαρίνος) αναδείχθηκαν και αναγνωρίσθηκαν και επίσημα από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών ως οπλαρχηγοί τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου, κατά την οργάνωση τής μεγάλης Κρητικής Επανάστασης 1866-69. Το 1866 έγινε σύσκεψη, στην κεντρική πλατεία τού χωριού, των οπλαρχηγών τής περιοχής, με αρχηγό τον παραπάνω Αναγνώστη Μαρινάκη για τη συνέχιση τής επανάστασης. Μαρτυρούνται, τέλος- όπως και στα άλλα χωριά τής Πίσω Γιαλιάς- άφθονες περιπτώσεις απόκρυψης και περίθαλψης συμμάχων Άγγλων, Νεοζηλανδών και Αυστραλών από Ακουμιανούς, κατά τη διάρκεια τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941-45), που με τις πράξεις τους αυτές, αν μη τι άλλο, έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή τους και φανέρωναν τα αγνά πατριωτικά τους αισθήματα. 

·        Βυζαντινές Εκκλησίες τού χωριού
 Στο Β.Δ. άκρο τού χωριό υπάρχει κατάγραφη εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, του έτους 1389, έργο, κατά την παράδοση, της Αρχόντισσας Μαρίας, που έκτισε και το Μοναστήρι τού Αγίου Πνεύματος στην περιοχή ανάμεσα Κισσού και Βουιδομαγεριού (Δουμαεργιού). Αν η παράδοση αυτή είναι αληθινή η Αρχόντισσα Μαρία δεν έζησε στη βυζαντινή εποχή, όπως θρυλείται δι’ άλλων παραδόσεων, αλλά στην ενετική, γύρω στα 1389, που χρονολογείται- με την αμέσως παρακάτω επιγραφή των Κτητόρων- η ολοκλήρωση τού εν λόγω ναού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τού ναού η απεικόνιση, με την εν λόγω κτητορική επιγραφή, στη ΝΔ γωνία τού ναού και τού ζεύγους των κτητόρων (Κώστα και Ανίτζας), με τις χαρακτηριστικές στολές των Κρητικών τού 14ου αιώνα. ο άντρας, δηλαδή, με κόκκινη φορεσιά, στον νότιο τοίχο, και η γυναίκα με λευκό φόρεμα, στον δυτικό. Η κτητορική επιγραφή έχει ως εξής: «Ανηγέρθην εκ βάθρου κε ανηστορίθην ο θίος ναός του σοτίρος Χριστού, δηά σινεργίας και εξόδου παπά κυρ Μανοήλ του Κουδουμνή άμα σιμβίου κε τέκνων κε ετέρω(ν) ευσεβών Χριστηανών ον ο Κύριος γι(ν)όσκη τα ονόματα αυτών. Ετεληόθην ιούνιο ης τες ΙΒ΄, έτος ςωלζ[14]  ινδικτιώνος ΙΒ΄, αμήν». Εξωτερικά η εκκλησία, μοιάζει με δύο εκκλησίες ενωμένες σε μια.
Άλλοι βυζαντινοί ναοί είναι: α΄) αυτός του αγίου Νικολάου, μέσα το χωριό, μεγάλος ναός ρυθμού Βασιλικής, με τον Παντοκράτορα μισοκατεστραμμένο στην αψίδα του ιερού και άλλα υπολείμματα τοιχογραφιών και β΄) της Παναγίας (Ζωοδόχου Πηγής), παλιός βυζαντινός ναός, κατεστραμμένος, με υπολείμματα, επίσης, τοιχογραφιών, του αγίου Γεωργίου, της αγίας Μαρίνας, της αγίας Παρασκευής και του αγίου Ιωάννη. Άλλοι ναοί τού χωριού, νεότεροι, είναι η Κοίμηση τής Θεοτόκου (15 Αυγ.), ο άγιος Ιωάννης (29 Αυγ.), ο άγιος Δημήτριος (26 Οκτ.), ο άγιος Γεώργιος (23 Απρ.), η αγία Μαρίνα (17 Ιουλ.), η αγία Παρασκευή (26 Ιουλ.), ο άγιος Ιωάννης (7 Ιαν.), ερειπωμένος ναός στην περιοχή της Πίσω Γιαλιάς, ο προφήτης Ηλίας (20 Ιουλ.), επίσης, ερείπιο κοντά την ακροθαλασσιά και, τέλος, της Αναλήψεως του Κυρίου, που δεσπόζει στη ψηλότερη κορυφή τού όρους Σιδέρωτας, πάνω σε θεόρατο βράχο. Τα παλιά χρόνια, την ημέρα τής εορτής, ανέβαιναν προσκυνητές σχεδόν όλοι οι χωριανοί. Οι βοσκοί έβγαζαν το γάλα (ανεμικό), το μοίραζαν στους χωριανούς μετά τη θεία λειτουργία, έσφαζαν και ζώα και γλεντούσαν και πανηγύριζαν όλη την ημέρα. Σήκωναν και τη λεγόμενη «προβαρόπετρα», μια βαριά στρογγυλή πέτρα που τη σήκωναν μόνο τα γερά παλικάρια[15].
                                
·        Άλλα μνημεία τού χωριού
Διατηρείται, επίσης, στο χωριό, πύργος, που αποτελείται από δύο ορόφους, με μεγάλα παράθυρα, κακοποιημένος, κτίσμα τής τουρκικής, μάλλον, περιόδου, που θρυλείται ότι ανήκε στη βυζαντινή Αρχόντισσα Μαρία[16], ενώ στη μέση τής κεντρικής πλατείας υπάρχει θεόρατος πλάτανος, ηλικίας τουλάχιστον διακοσίων χρόνων, που χαρίζει στους κατοίκους και τους επισκέπτες τού χωριού το πλούσια δροσιστικό φύλλωμά του, κάτω από τη σκιά τού οποίου γίνονται όλα τα γλέντια και οι πανηγύρεις τού χωριού.

·        Μορφές τού χωριού
                         Αληκάκης Ιωάννης αγωνιστής τής Επανάστασης τού 1821, καταγόταν από μεγάλη και πλούσια οικογένεια, η οποία είχε εξαναγκαστεί να εξισλαμιστεί, ενώ στα κρυφά διατηρούσε τη χριστιανική θρησκεία. Με την έναρξη τού αγώνα του 1821 συντάχθηκε με τους Έλληνες και πολέμησε σε όλη τη διάρκεια τού αγώνα. Μετά το 1830 ο Αληκάκης εγκατέλειψε την περιουσία τού και εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1841 επέστρεψε στην Κρήτη για να συμμετάσχει στην εξέγερση κατά τής νέας τουρκικής κατοχής. Πήρε επίσης μέρος και στο επαναστατικό κίνημα τού Μαυρογένη, το 1858, όπου και τραυματίστηκε. Παρέμεινε στην Κρήτη και πέθανε πάμπτωχος στο Ρέθυμνο περί το 1860[17].
Από τις μορφές που ανέδειξε το χωριό ήταν ο Μενέλαος Μιχ. Παπαδάκης, ο οποίος διετέλεσε Δήμαρχος Ρεθύμνου από το 1922 μέχρι το 1925, Πρόεδρος του Εφεδρικού Ταμείου Ρεθύμνου και εμπνευστής τής ιδέας δημιουργίας τού Δημοτικού Κήπου τού Ρεθύμνου, ενός, μέχρι και σήμερα, βασικού στοιχείου υποδομής τής πόλεώς μας. Σήμερα, με το Πρακτικό αριθμ. 21 (15/9/03) τού Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου προτάθηκε και, στη συνέχεια, ονοματοθετήθηκε ως πλατεία  «Μενελάου Μιχ. Παπαδάκη» η πλατεία τού λιμενοβραχίονα τού λιμανιού τής πόλης μας, της γνωστής και ως Μαρίνας των θαλαμηγών. Επί πλέον προτάθηκε η τοποθέτηση στον Δημοτικό Κήπο πλάκας, οποία θα αναγράφει: 

«ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ»
Ιδρύθηκε επί Δημαρχίας Μενέλαου Παπαδάκη
Δημιουργήθηκε επί Δημαρχίας Τίτου Πετυχάκη.

Και η πλάκα αυτή, είναι αλήθεια ότι αποκαθιστά όλη την αλήθεια και τη δικαιοσύνη στο θέμα του ιδρυτή, αφενός, και του Δημιουργού, αφετέρου, του Δημοτικού μας Κήπου.
Άλλη σπουδαία μορφή τού χωριού υπήρξε και ο γιατρός Μιχαήλ Παπαδάκης, που διετέλεσε Πληρεξούσιος στην Επαναστατική Συνέλευση του 1878, Βουλευτής επί Κρητικής Πολιτείας, Νομάρχης Σφακίων (1892-95) και πρώτος χριστιανός Δήμαρχος Ρεθύμνου (1918-21).
Μιχ. Παπαδάκης του Μεν. (γενν. 1926), έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και του απονεμήθηκε μετάλλιο το 1958. Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Πρόεδρος του ΑΣΕΠ.

·        Σχολείο
Χρονολογία ανέγερσης του διδακτηρίου: 1932
Πάντως σχολείο υπήρχε στα Ακούμια ήδη από το 1900 και λειτουργούσε σε διάφορα σπίτια.
Λειτούργησε ως:
Μονοθέσιο: 1900-1907
Διτάξιο δημοτικό αρρένων: 1900- 1909
Ανώτερο δημοτικό Αρρένων:1910- 1914
Δημοτική Σχολή: 1915- 1921
Τριτάξιο δημοτικό Σχολείο: 1924- 1953
Τετραθέσιο δημοτικό σχολείο: 1954 έως 15-3-1969
Τριθέσιο δημοτικό σχολείο: 15-3-1969 έως 1974
Διθέσιο δημοτικό σχολείο: 1975- σήμερα
Σημ. Έως το 1964 στα Ακούμια φοιτούσαν και οι μαθητές του οικισμού Βρυσών, που ανήκει στην κοινότητα Ακουμίων. Έκτοτε, οι Βρύσες απέκτησαν δικό τους δημοτικό Σχολείο μέχρι το 1985, που καταργήθηκε ξανά και οι μαθητές φοιτούν και πάλι στο δημοτικό σχολείο Ακουμίων ως και οι μαθητές του Πλατανέ και του Δουμαεργιού (Κεντροχωρίου)[18].
Νηπιαγωγείο στα Ακούμια λειτούργησε από το σχολικό έτος 1966- 67 (με 19 νήπια) μέχρι το σχολικό έτος 2000- 2001 (με 5 νήπια), οπότε και έπαυσε να λειτουργεί.

·        Οικογένειες τού χωριού
 Παλιότερες οικογένειες επί Τουρκοκρατίας είναι οι Μαρινάκηδες, Παπαδάκηδες, Παναγιωτάκηδες. Άλλες οικογένειες του χωριού είναι οι Μουλακάκηδες, Ανδρουλάκηδες Σταματεράκηδες, Κουμαντάκηδες, Δαμβακεράκηδες, Τζανουδάκηδες, Ρουκουνάκηδες, Περαντωνάκηδες,  Παπαδογιαννάκηδες, Κανταϊφάκηδες, Ζαχαριουδάκηδες, Μαναράκηδες, Μαραγκάκηδες κ.ά.

·        Λαογραφικά στοιχεία (Παραδόσεις)
Ομοιογενής πάντοτε και ευάριθμη κοινότητα, αυτάρκης, με πλούσια λαϊκή παράδοση οριοθετημένη από τις ανάγκες τής καθημερινότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον για τον μελετητή. Αυτάρκης και ιεραρχημένη κοινωνία με αυστηρές αρχές και θρησκευτικούς κανόνες, με αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και συναίνεση σε σημαντικά θέματα- σ’ αυτό οφείλεται, ίσως, και η χαμηλή εγκληματικότητα τού χωριού- έχει ως σημείο αναφοράς την κοινή θρησκευτική ζωή που προσδιορίζει και την κοινωνική και εκφράζεται πάντα με σημείο αναφοράς την πλατεία τού χωριού, όπου και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας από την οποία αφορμάται και το ομώνυμο πανηγύρι[19].
Σε ένα τέτοιο χωριό δεν μπορεί παρά να υπάρχουν ενδιαφέρουσες θρησκευτικές παραδόσεις, που έτρεφαν ανέκαθεν και συνεχίζουν να τρέφουν τους κατοίκους. Έτσι, παράδοση κάνει λόγο για την Παναγία την Ακουμιανή, πλάι στον αμαξιτό δρόμο που ενώνει το Ρέθυμνο με την Αγία Γαλήνη, στο Λυβικό Πέλαγος. Λέγει, λοιπόν, ότι τα παλιά χρόνια, που οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει τα χωριά και κατακάψει τις εκκλησίες τους, οι κάτοικοι των χωριών που δεν είχανε εκκλησίες, ιδίως των απέναντι χωριών του Αμαρίου, βγάζανε τους νεκρούς των επάνω στο λαιμό τού βουνού Κέδρος και ατενίζοντας την Παναγία την Ακουμιανή διαβάζανε την νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν θάβανε εκεί τους νεκρούς τους[20]. 
Άλλη παράδοση κάνει λόγο για τον άγιο Ονούφριο, στο όρος Ασιδέρωτα, στη νότια πλευρά του, που αντικρίζει το Λυβικό Πέλαγος. Στο μέρος αυτό ανοίγεται μικροσπηλιά, από την οποία τρέχει νερό και λίγο πιο κάτω της, μέσα σε πλούσια φυτεία από ελιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, καρυδιές, κυδωνιές, ροδιές και  συκιές ξεπροβάλλει ταπεινό το εκκλησάκι του αγίου Ονουφρίου. Γύρω από την εκκλησία διατηρούνται κάποια κελάκια, παλιού μοναστηριού, καταστραμμένα, που η παράδοση λέγει ότι εδώ υπήρξε ανδρικό μοναστήρι που καταστράφηκε από τους κουρσάρους. Αργότερα κατοίκησαν σε αυτό μερικές καλόγριες.
Οι παλιοί έχουνε να πούνε πως το μοναστήρι ίδρυσε ένας καλόγερος, πολύ τριχωτός, σκυφτός δε όπως πήγαινε από την εξαντλητική νηστεία έμοιαζε σαν το πρόβατο. Ο καλόγερος αυτός θεωρούνταν ως άγιος άνθρωπος και κάθε που έρχονταν οι Τούρκοι ειδοποιούσε τους Χριστιανούς από πού θα περάσουν, για να φύγουν αυτοί από το άλλο  μέρος.
 Οι Ακουμιανοί, επίσης, διηγούνται ότι μια φορά πήγανε στο μοναστήρι δυο άνθρωποι, από τους οποίους ο ένας είχε σκοτώσει τον αδελφό τού άλλου. Πήγαν στο μοναστήρι, για να σκοτώσουν έναν από τους μοναχούς, με το όνομα Γεράσιμος, που είχε προφητικές και διορατικές ικανότητες, γιατί πίστευαν πως αυτά που έλεγε δεν ήταν σωστά. Όταν έφθασαν κοντά του, εκείνος τους είπε: «καλώς τα τά παιδιά μου, κι αυτό που έχετε στο νου σας να το κάνετε γρήγορα». Αυτοί τού απάντησαν «Άγιε, δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε». Αυτός τους απαντάει: «Μα αφού ξέρω ότι ήρθατε με σκοπό να με σκοτώσετε». Και για να τους αποδείξει τη δύναμή του, τους παίρνει και τους πηγαίνει στη βρύση, που είναι πιο κάτω από το μεγάλο βράχο. Παίρνει και ένα καθαρό ποτήρι, βάζει νερό τού ενός κι εκείνος το πίνει. Βάζει και του δευτέρου, από την ίδια πηγή, και τον νερό έγινε αμέσως κατακόκκινο, αίμα καθαρό. Το δίνει στον άλλο λέγοντας του: «πιες το παιδί μου, ότι αυτό είναι το αίμα του αδελφού σου, το αίμα που σκότωσες». Τότε αυτός γονάτισε στα πόδια του και του φιλούσε τα χέρια.
Ο άγιος αυτός ασκητής, με το όνομα Γεράσιμος, έζησε τον 19ο αιώνα και ο τάφος του βρίσκεται, σήμερα, δίπλα στον ναό τού αγίου Ονουφρίου. Είναι όμως κενός, γιατί άγνωστοι αφαίρεσαν από ευσέβεια τα οστά του, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του, επειδή τα θεωρούσαν θαυματουργά. Η παράδοση, σύμφωνα με τις παραπάνω διηγήσεις, θέλει τον Γεράσιμο τού Αγίου Ονουφρίου άγιο Γέροντα, προικισμένο με πολλά προσόντα και υπερφυσικές δυνατότητες. Ο Γεράσιμος θεωρείται όσιος στην περιοχή, χωρίς, πάντως, να υπάρχει σχετική απόφαση αγιοποίησής του ή κάποια ακολουθία στη μνήμη του. Σε μια φθαρμένη από τον χρόνο και την υγρασία εικόνα, που βρίσκεται στον ι. ναό τού αγίου Ονουφρίου εικονίζεται ο ασκητής και υπάρχει επιγραφή που αναφέρει:

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΑΚΟΥΜΙΑΝΗ
ΓΙΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΑΣΚΗΣΑΣ ΤΩ 1835
ΕΡΓΟΝ ΝΕΣΤΩΡΟΣ ΒΑΣΣΑ(ΛΟΥ)

        Κάθε χρόνο στον μικρό επισκευασμένο σήμερα ναό συγκεντρώνονταν πλήθη πιστών από όλη σχεδόν την Κρήτη, για να ζητήσουν την ευλογία του. Στην περιοχή σώζονται ακόμη τα πρόχειρα οικήματα των παλιών ασκητών, συνήθως κτισμένα μέσα σε σπήλαια.

·        Ακουμιανή Γιαλιά- Καταφύγιο ασκητών  
Στα Ακούμια τα τελευταία χρόνια λάμπρυναν τη μοναχική παράδοση τού χωριού δυο αγιασμένες ασκητικές μορφές. Στην περιοχή τής Κατεβατής- όπου και ομώνυμο σπήλαιο και Μονή του Αγίου Αντωνίου- έζησε ο τελευταίος ερημίτης τής Αγιοβασιλιώτικης Γιαλιάς Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (+2000).
Ο μοναχός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης, μια έντονα βιβλική μορφή, με χαρακτηρικά των παλιών ασκητών τής Γιαλιάς, εκάρη μοναχός στη σκήτη Παναγουλάκη στη Μεσσηνία και στη συνέχεια ήλθε στην Κρήτη προκειμένου να μονάσει. Εγκαταστάθηκε στην Κατεβατή αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή και άρχισε αρχικά μαζί με τον Νεόφυτο Μαρκάκη- τον τελευταίο ερημίτη των Αστερουσίων, που είχε μονάσει προηγουμένως στην Ι. Μ. Κουδουμά και τώρα βρισκόταν στην Κατεβατή- τις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ενός μικρού μοναστικού κέντρου[21].
 Επίσης, στο ερημητήριο τής Αγίας Άννας- κοντά στο ερημητήριο τού αγίου Ονουφρίου, στην παράκτια πεδιάδα τής Ακουμιανής Γιαλιάς- έζησε ασκητικά ο μοναχός Γεννάδιος Τζεκάκης από τα γειτονικά Ακτούντα, που κοιμήθηκε το έτος 1983, σε ηλικία εκατό πέντε ετών[22]. Ο Γεννάδιος έχει αφήσει στην περιοχή ανάμνηση μοναχού με πολλές αρετές, αφοσιωμένου στη νηστεία και την προσευχή.
Πιο πριν από αυτούς έζησε και ο γέρο- Γεννάδιος ο Αγιορείτης (κοιμήθηκε στις 17 Ιουνίου 1933, σε ηλικία 52 ετών), γεννημένος μοναχός, με πίστη και ταπείνωση, που μοναδικό χρέος του είχε τη διδασκαλία και την κατήχηση στις αρχές τού Χριστιανισμού.
Γενικά, μετά το 1924 η Ακουμιανή Γιαλιά έγινε καταφύγιο και χώρος υποδοχής όλων όσων είχαν αντιδράσει στην εφαρμογή τού νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου. Οι οπαδοί τού παλιού, Ιουλιανού ημερολογίου, περισσότερο γνωστοί και ως «παλιοημερολογίτες», αναζήτησαν τόπους με μοναστική παράδοση, προκειμένου να ιδρύσουν τα δικά τους μοναστήρια. Τότε ακριβώς οι οπαδοί τού παλιού Ημερολογίου θυμήθηκαν τον Άγιο Ονούφριο και μερικά ακόμη ξεχασμένα ερημητήρια τής ίδιας περιοχής. Στο δυτικότερο, μάλιστα, τμήμα στη περιοχής τού Αγίου Ονουφρίου υπάρχει ένα συγκρότημα κελιών που κτίστηκαν μετά το έτος 1930. Τα κελιά έμειναν χωρίς στέγη, γιατί οι μοναχοί δεν πρόλαβαν να τα στεγάσουν και εκδιώχτηκαν από εκεί[23]. 

·        Φυσικές ομορφιές- Ασχολίες των κατοίκων
Η γραφική Τριόπετρα
Και πάλι η γραφική Τριόπετρα
Αν στρίψουμε δεξιά, μέσα από το χωριό, φτάνουμε στην Ακουμιανή Γιαλιά μια από τις ωραιότερες ακρογιαλιές τής νότιας ακτής τού νομού Ρεθύμνου, με θαυμάσια παραλία από άμμο και μικρά βότσαλα σε όμορφους χρωματισμούς και νερά πεντακάθαρα. Μια παραλία ήρεμη, χωρίς πολλούς τουρίστες και ασφαλή, τη στιγμή που μπορεί ο άνεμος να φυσά μανιωδώς σε όλη τη Βόρεια Κρήτη. Ειδικότερα, η παραλία τής Τριόπετρας- που το όνομά της οφείλει στις τρεις τεράστιες πέτρες που ξεφυτρώνουν μέσα από τη θάλασσα, μπροστά από την παραλία- προσφέρει στους θαμώνες της ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα.
Κύριες ασχολίες των κατοίκων των Ακουμίων είναι η καλλιέργεια της ελιάς, των χαρουπιών και η κτηνοτροφία.
 



[1] Αν παρατηρήσουμε τις περίεργες πτυχώσεις των βράχων τού όρους (Α)Σιδέρωτας (Α-σιδέρωτος) θα αντιληφθούμε πώς προέκυψε το όνομα τού βουνού.
[2]Στέργιου Σπανάκη,  Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130.
[3] Ν. Σταυρινίδη , Απογραφικοί Πίνακες τής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά , ΚΒ΄, 127. Την ίδια χρονιά το χωριό βάσει τού ιεροδικαστικού κώδικα πληρώνει 13 χαράτζια κεφαλικό φόρο (Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο τού Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 479).
[4] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, London 1837, 313.
[5] Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά τής Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 427.
[6] Λίγο αργότερα ο Πλατανές εντάχθηκε στην κοινότητα Κεντροχωρίου Δ. 7/8/1930, ΦΕΚ Α 283/ 1930.
[7] Τσερίπ (cerib)= μονάδα μέτρησης επιφανείας, που ισοδυναμεί προς 60 τετραγωνικούς πήχεις.
[8] Ευαγγελία Μπαλτά- Mustafa Oguz, ό.π.
[9] Ό.π., 428.
[10] Στ. Ξανθουδίδη, Ποιμενικά τής Κρήτης, Λεξικογραφικόν Αρχείον, 5, 267-323.
[11] Περί Ν. Παπαδάκη βλ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, Ρέθυμνο 1997.
[12] Στυλ. Ν. Παπαδογιαννάκη, Τα Ακούμια Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, 7.
[13] Ν. Σταυρινίδη, Καπετάν Μιχάλης Κόρακας, 790. Περισσότερα στοιχεία για την Μάχη τού Τράχηλα- Αγίου Πνεύματος, βλ. στα Γενικά Στοιχεία τού χωριού Κισσός.
[14] Το έτος ςω(κόπα)Ζ= 6897 από κτίσεως κόσμου τής επιγραφής τού ναού αντιστοιχεί με το έτος 1389 από γεννήσεως Χριστού (Gerola, Monumenti Veneti Nellisola di Creta, Venezia NCM.V, vol ΙΙ 335,  φ. 37 και ΙV 493 φ.7). Μιχ. Μ. Παπαδάκη, Η Μονή και η Σχολή τού Αγίου Πνεύματος, περιοδ. Προμηθεύς ο Πυρφόρος 18 (1980), 5.
[15] Στυλ. Ν. Παπαδογιαννάκη, ό.π.,31.
[16]G. Gerola, Monumenti Veneti Nellisola di Creta, Venezia NCM.V, vol ΙΙ 335, ΙΙΙ 286-287.
[17] Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος- Λαρούς Μπριτάνικα (οικείο λήμμα) και Γ.Π.Εκκεκάκη, «Ο Ιωάννης Αληκάκης από τ’ Ακούμια», Κρητική Επιθεώρηση 11/3/2011.
[18] Φασατάκης Νικόλαος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης, Αθήνα 2003, 321.
[19] Στο διαδίκτυο: http://el.wikipedia.org
[20] Αλέξ. Κ. Χατζηγάκη, Εκκλησίες Κρήτης- Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 61.
[21] Περισσότερα για τον μοναχό Θεοδόσιο βλ. στον Αντώνη Στιβακτάκη,
[22] Την βιογραφία αυτού του τελευταίου μοναχού κατέγραψε ο Ακουμιανός Θεολόγος Καθηγητής κ. Στυλ. Μιχ. Παπαδογιαννάκης (Γεννάδιος και Ιωακείμ, Δύο Ρεθύμνιοι Άγιοι Μοναχοί, Ρέθυμνο 2002).
[23] Ν. Ψιλάκη, Μοναστήρια και Ερημητήρια τής Κρήτης, τόμος Β', Ηράκλειο 1993, 439.