ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ


1. Ένα ιστορικό ανέκδοτο για τον μεγάλο Γλωσσολόγο Γεώργιο    Χατζιδάκι, από τη Μύρθιο, Αγίου Βασιλείου.

        Ο Γεώργιος Χατζιδάκις μέχρι βαθέως γήρατος διέθετε μνήμη απέραντη, χωρίς σημάδια φυσικής άμβλυνσης που, συχνά, επιφέρει στον άνθρωπο η φθορά τού χρόνου και της ηλικίας. Κάποτε, λοιπόν, στο χωριό του, τη Μύρθιο, που συνήθιζε να την επισκέπτεται πολύ συχνά, διαμείφθηκε ο παρακάτω όλως φυσικός διάλογος με κάποιον χωριανό του:
«Τι κάνετε κ. Καθηγητά;»
Απάντηση Χατζιδάκι: «Γηράσκω ε διδασκόμενος»
Και σε νέα ερώτηση τού χωριανού του:
«Τι νεότερα:»
Ο Χατζιδάκις απαντά: «ν οδα τι οδν οδα», αλλά, χωριανάκι,   προσθέτει ο Καθηγητής, «οδ οομαι δεν εδέναι»[1] (ούτε το θεωρώ απαραίτητο να ξέρω!...).
Πραγματικά σοφός, πνευματώδης και ετοιμόλογος ο Χατζιδάκις έδινε, πάντοτε, παρόμοιες απαντήσεις, που χαρακτηρίζονταν από οξυδέρκεια και ευστροφία πνεύματος σε ανάλογες ερωτήσεις. Γιατί η σοφία του ήταν αληθινή.


      2. Ιστορικά ανέκδοτα από την καθημερινή ζωή στο παλιό Ρέθυμνο

α) Το νιόπαντρο ζευγάρι
Βρισκόμαστε στη δεκαετία τού σαράντα, τη μετακατοχική δεκαετία τής φτώχειας και τής εξαθλίωσης, όταν όλα γινόντουσαν στο πνεύμα τής οικονομίας και της… ανοικοδόμησης τής νέας Ελλάδας. Στην εποχή αυτήν, όπως και πολλά άλλα αγαθά, ένα γαμήλιο ταξίδι θεωρούνταν σπάνιο είδος εξαιρετικής πολυτέλειας γι’ αυτόν που το έκανε. Μια κυρία, λοιπόν, θέλοντας να πουλήσει νεωτερικό πνεύμα και μοντερνισμό  διηγείται με καμάρι στη φιλενάδα της, αγνοώντας, ως φαίνεται, και η ίδια τι ακριβώς ήταν το γαμήλιο ταξίδι: «Μα που να στα λέω καλή μου!  Ύστερα από το γάμο μας στην εκκλησιά των Τεσσάρων Μαρτύρων φύγαμε με τον Ανέστη για το γαμήλιό μας ταξίδι. νοικιάσαμε για μίαν ώρα το ταξί τού Καυκαλά, «ταξιδέψαμε» στον Πλατανιά, κάτσαμε στην ταβέρνα τού Βογιατζή, ήπιαμε μια γκαζόζα στα δυό και γιαήραμε πίσω!...»

    β) Οι τελάληδες
    Οι τελάληδες ή ντελάληδες ήταν γραφικοί τύποι τής πόλης μας που διαλαλούσαν και διαφήμιζαν, «στεντορεί τ φων», προϊόντα και στις δυο αγορές τής πόλης μας (τη Μικρή <Μεγάλη Πόρτα> και Μεγάλη <Τσάρου>), αντί ευτελούς αμοιβής. Τέτοιοι ήταν ο Ζαμφώτης και ο Σαράφης. Επιδεικνύοντας, κάποτε, ο πρώτος μία τεράστια μπριζόλα φρεσκοκομμένη, πληροφορούσε τους Ρεθεμνιώτες με τα εξής, ανεκδοτολογικά έκτοτε, λόγια: «Ο Μπεζώκος[2] έσφαξενε εδά ετούτονε το μουσκάρι. Γλακάτε μωρέ κι όποιος προλάβει».
Άλλοι τελάληδες ήταν ο Γαρμπής, ο Ηλίας, ο Γκρανής ο Κλαψούρης και Σαλιάρης, ο Στρατής ο Μετεωρολόγος και Χρονομέτρης, ο Γκόγκος, ο Βαγγέλης ο Φούσκος και ο Κακός Αέρας.
Αυτός ο τελευταίος, ο Κακός Αέρας, από τα Περβόλια, από τους φανατικότερους οπαδούς τού Βάκχου, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς τελάληδες τού παλιού Ρεθύμνου. Άγριος, μελαχρινός, λες και φυσούσε βίαιος βοριάς με κείνο το άγριο περπάτημά του, το δαιμονισμένο, το αλλοπαρμένο βλέμμα του και τα μουστάκια του που ανέμιζαν σαν τον φλόκο τού καραβιού που ξέχασαν να τον στεριώσουν στην πρύμη[3], περπατούσε συνεχώς σαν σίφουνας, φυσώντας και ξεφυσώντας, λες και τον περνούσε δυνατός αέρας (απ’ όπου και το παρατσούκλι του), τρικλίζοντας και μετρώντας τις αποστάσεις από το ένα μέχρι και το άλλο πεζοδρόμιο. Μούντζωνε όλους τους μαγαζάτορες, περιέπαιζε όσα ζωντανά βρίσκονταν μπροστά του, σφύριζε στους περαστικούς. Συνήθως, έτρεχε βιαστικός τα ξημερώματα να προφτάσει να πουλήσει σαλάτες στους πρωινούς πελάτες του στην οδό Αρκαδίου (Τσάρου τότε), στο Μεϊντάνι και τον Πλάτανο.
Κάποτε, μεταξύ άλλων, φέρεται ότι διαλαλούσε και τα εξής γραφικά: «Μωρέ, εχάθηκενε μια γκατσίκα κερασάτη και γκαστρωμένη, με άσπρη ζώνη και στακτί κολόρι (τα οπίσθια τής κατσίκας). όποιος τηνε βρει ρεγάλο θα πάρει μεγάλο!». Και σε άλλη περίπτωση ακούστηκε, πάλι, να διαλαλεί και να λέγει «Επόθανε μωρέ κι ο Χατζημπεκυράκης στον Πλάτανο (ήταν τουρκοκρητικός), μόνο μην τύχει και πάτε ούλοι μαζί, για θα χαλάσει το σπίτι!».    
                        

γ΄. Ένας  «πρόδρομος»  των  αδελφών  Λυμιέρ  (1895)  και  του  Γουώλτ Ντίσνεϊ στο  Ρέθυμνο  τού  1920
          Ο  Ιμπραήμ  Μπέης  ήταν  ο  μοναδικός  κινηματογραφιστής  τού  Ρεθύμνου  γύρω  στα  1920.  Είχε  ένα  μικρό  μηχάνημα  και  πρόβαλλε  ταινίες  τής  εποχής,  αστυνομικές  και  κωμωδίες.  Η  ταινία  κοβόταν  συνέχεια  και  η  προβολή  κρατούσε  ώρες,  καμιά  φορά  και  μέρες.  Τα  αποκόμματα τής ταινίας τα μάζευε ο γιος ενός τεχνικού στο  Νομαρχιακό,  τα  αποχρωμάτιζε,  ξύνοντάς τα προσεκτικά,  τα  έραβε  και τα έκανε ένα μικρό ρολό. Στη συνέχεια, πάνω  στα  άσπρα  τετραγωνάκια-  με  μελάνη  που  έπαιρνε  από  τα  σύνεργα  τού  πατέρα  του-  ζωγράφιζε  καραγκιοζάκια και άλλα σχέδια, που, δίνοντάς τους επάλληλες τις  κινήσεις με μιαν αυτοσχέδια  μηχανούλα,  με φακό, τα έριχνε πάνω  στον  τοίχο  ενός  δωματίου  τού σπιτιού του. Έβλεπες, τότε,  τα  σχέδια  να ζωντανεύουν, να τρέχουν,  να  πηδούν και να σε χαιρετούν…! Μαζεύονταν όλα τα παιδιά τής γειτονιάς στο σπίτι του και απολάμβαναν μέσα από την καρδιά τους το μοναδικό, για την εποχή, θέαμα.
 Πού  να  ήξεραν, τότε, αλήθεια, ότι αυτός ο άγνωστος πιτσιρικάς ρεθεμνιώτης ήταν  ο  πρώτος εφευρέτης τής σπουδαίας δουλειάς, των κινουμένων σχεδίων, πολύ  πριν από τον  μεγάλο  τεχνίτη τους,  τον Γουώλτ Ντίσνεϊ[4]. Να σημειώσουμε ότι ο Γουώλτ Ντίσνεϊ το 1937 γύρισε τη «Χιονάτη και τους επτά Νάνους», που ήταν η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους.
   
 


[1] Αλκ. 2, 144 D.
[2] Πρόκειται για παρωνύμιο τού Θεμιστοκλή Γοβατζιδάκη, του μεγαλοχασάπη τού Ρεθύμνου, αδελφού τού Γιάννη (Γοβατζιδάκη), βουλευτή, και του Μανόλη, που υπήρξε Δήμαρχος Ρεθύμνου. Ο Μπεζώκος, υπερβολικά ευτραφής, είχε πολλά λεφτά και καθόταν μόνιμα σε ένα τραπέζι πίνοντας τον καφέ του και, ταυτόχρονα, ρουφώντας τον ναργιλέ του. Από αυτό το τραπέζι ο Μπεζώκος ρύθμιζε και κανόνιζε όλες τις δουλειές τού μαγαζιού του.
[3] Νενεδάκης Ανδρέας, Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα 1991, 128.
[4] Την τελευταία αυτήν ιστορία μού παραχώρησε, μαζί με άλλες σημειώσεις της, σε ανύποπτο χρόνο, η κ. Μαρία Τσιριμονάκη, την οποία και θερμά ευχαριστώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: