Να καθιερωθεί ως πανελλήνια «Ημέρα Μνήμης» ενάντια στη σχολική βία η μέρα θανάτου τού Βαγγέλη Γιακουμάκη




Να καθιερωθεί ως πανελλήνια
«Ημέρα Μνήμης» ενάντια στη σχολική βία η μέρα θανάτου τού Βαγγέλη Γιακουμάκη
  
            ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
          www.ret-anadromes.blogspot.com


Ένα μεγάλο, ένα ατέλειωτο «γιατί» πλανάται τις μέρες αυτές στα χείλη όλων των Ελλήνων με αφορμή τον άδικο θάνατο τού Βαγγέλη, του Βαγγέλη που έκλαψε όλη η Ελλάδα, του δικού μας Βαγγέλη Γιακουμάκη, του παιδιού που- όπως ομολογείται από όλους (δημοσιογράφους, πολίτες, συσπουδαστές του)- μόνο καλοσύνες διέκριναν την προσωπικότητά του, που διαγράφονται, εξάλλου, τόσο αδρά και στα ευγενικά χαρακτηριστικά τού προσώπου του. Νιώθουμε όλοι μας την ευθύνη να μας βαραίνει. γιατί να μην προλάβουμε το «κακό»; Έμμεσα ευθύνονται πολλοί (πολιτεία, κοινωνία, σχολείο) γι’ αυτόν τον άδικο χαμό, που πρέπει στο εξής να μας προβληματίσει σοβαρά όλους ως κοινωνία. Πρέπει, όμως, και άμεσα, προς παραδειγματισμό και ενίσχυση, στο μέλλον, της προσπάθειας τής κοινωνίας να διδάξει να πληρώσουν ορισμένοι (αιώνια νομοτελειακή αρχή), γιατί άφησαν το… «κρητικό» (τι προσβολή, αλήθεια, για την Κρήτη!..) νταηλίκι τους να βρει αυτήν την ευγενική περήφανη κρητική ψυχή και να ξεσπάσει πάνω της προκειμένου να προκαλέσουν την προσοχή και να νιώσουν άντρες και σπουδαίοι στα μάτια των συσπουδαστών τους (τι διαστροφή προσωπικότητας, αλήθεια, ο άνθρωπος να ενεργεί όπως και τα ζώα με βάση τα άγρια ένστικτά του!). Από τη στιγμή που βλέπω πώς κάτι δεν το «σηκώνει» ο πλησίον μου, η ανθρωπιά και το χριστιανικό μου καθήκον (για όσους υφίσταται το τελευταίο) μού επιβάλλουν να σταματώ, τέρμα! «ελευθέρους γαρ αφήκε πάντας θεός και ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν» (Αλκίδαμας, κυνικός φιλόσοφος, 380 π.Χ.). Κάποιοι, όμως, τη βία τη διασκεδάζουν και επιμένουν, όπως και οι ναζί κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εις βάρος τής ελευθερίας των συνανθρώπων τους.
Η ημερομηνία θανάτου τού Βαγγέλη Γιακουμάκη είναι ανάγκη να καταστεί «Ημέρα Μνήμης» για όλη τη σπουδάζουσα νεολαία τής Ελλάδος ενάντια σε κάθε μορφής βία. Μια ώρα τού προγράμματος σπουδών στα σχολεία όλων των βαθμίδων να αφιερώνεται για εποικοδομητική συζήτηση, δασκάλων και μαθητών, επί του θέματος τής ενδοσχολικής βίας (bullying). Ο άδικος θάνατος τού Βαγγέλη τότε μόνο θα έχει πλήρως δικαιωθεί, όταν γίνει αφορμή να λυτρωθούν από το μαρτύριο που βιώνουν καθημερινά χιλιάδες ελληνόπουλα. Τότε και μόνον τότε η ψυχή τού Βαγγέλη θα έχει βρει τη δικαίωση και ειρήνευσή της στην αγκαλιά τού Θεού. Έχουμε το δικαίωμα να του το στερήσουμε;   
          Με τα τελευταία γεγονότα αποδείχθηκε περίτρανα ότι η βία στα σχολεία μας είναι ένα φαινόμενο όχι μόνον υπαρκτό και στη χώρα μας αλλά και συνεχώς εντεινόμενο. Η κοινωνία μας νοσεί βαρύτατα και οφείλει να αφυπνιστεί και να λάβει αυστηρά μέτρα. Πάντα υπήρχε η ενδοσχολική βία. Πάντα υπήρχαν παιδιά από προβληματικές οικογένειες, με προβλήματα που τα κουβαλούσαν και αναπαρήγαγαν στο σχολείο σε βάρος άλλων παιδιών. Πρόκειται, όμως, για ένα πολύμορφο και πολυδιάστατο φαινόμενο, η έκταση και η σοβαρότητα του οποίου δύσκολα αναγνωρίζονται, επειδή, κυρίως, τα θύματα φοβούνται να το εξομολογηθούν (αντίθετα καταλαμβάνονται από σύγχυση, άγχος και απόγνωση και κλείνονται στον εαυτό τους), οι εκπαιδευτικοί (το βασικό κλειδί τής υπόθεσης) δυσκολεύονται να το διαχειριστούν και τα σχολεία διστάζουν να το παραδεχτούν, λόγω του αρνητικού αντίκτυπου που θα έχει στην εικόνα και τη φήμη τους.
Ανάγκη, στο σημείο αυτό, να εξηγήσουμε ότι η ενδοσχολική βία [αγγλικά : school bullying (= σχολικός εκφοβισμός)] δεν αφορά σε έναν απλό τσακωμό μεταξύ "τσαμπουκάδων". Αντίθετα, κλείνει μέσα της μια σοβαρή παθογένεια και ασυμμετρία δυνάμεων, που ερείδεται στη σαφή φυσική ή κοινωνική υπεροχή τού εκφοβιστή (θύτη) σε σχέση με τον στόχο του (θύμα). Οι «δυνατοί» (άτομα, συνήθως, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυταρχικά, επιθετικά και επιρρεπή σε παραβίαση κανόνων και αντικοινωνική συμπεριφορά, εξαιτίας γονέων με προβλήματα, που απουσιάζουν συστηματικά από τη ζωή τους), οι «δυνατοί», λέγω, προς επιβεβαίωση τής υπεροχής τους εκφοβίζουν, συνήθως δημοσία, απειλούν και βασανίζουν εκείνους που θεωρούν πιο «αδύναμους» από αυτούς, που μπορεί να είναι κάθε αγόρι ή κορίτσι τού οποίου κάποια χαρακτηριστικά (ψυχολογικά ή κοινωνικά) αποκλίνουν από την ομάδα, ώστε να θεωρείται ως ασυνείδητη απειλή για όλους.
Τέτοια νοσηρά φαινόμενα το σχολείο οφείλει να τα αντιλαμβάνεται άμεσα και να δείχνει μηδενική ανοχή έναντι αυτών, γιατί εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την ψυχοσωματική υγεία των μαθητών. Από την άλλη μεριά οι επιθετικοί και βίαιοι μαθητές πρέπει να καταλάβουν ότι επιτυγχάνουν, ίσως, κάποιους άμεσους και στιγμιαίους στόχους αίσθησης επιβολής και «υπεροχής» έναντι των συμμαθητών τους, αλλά αργότερα πληρώνουν σημαντικά το τίμημα τής καταπάτησης των δικαιωμάτων και των συναισθημάτων των άλλων, μέσα από το χάσιμο φίλων και τη μείωση τής διαπροσωπικής τους επικοινωνίας, την ανικανότητά τους να αποκτήσουν αγάπη και σεβασμό από τους άλλους.
     Η βία που σήμερα βρίσκουμε στα σχολεία μας- αλλά και στην κοινωνία συνολικά- είναι, θεωρώ, στις μέρες μας, και άλλης μορφής και αιτιολογίας που σε ένα μεγάλο βαθμό την εκθρέψαμε εμείς οι ίδιοι στα παιδιά μας. Τα παιγνίδια που σήμερα βρίσκεις στο εμπόριο είναι μόνο παιγνίδια τρόμου με δράκοντες, εξωγήινους με διαβολική μορφή (κέρατα στο κεφάλι) και δεν ξέρω τι άλλο, ενώ να μην υποτιμούμε και την αρνητική επίδραση των βίντεο παιγνιδιών (video games), που σε «βάζουν» να σκοτώνεις ανθρώπους, του διαδικτύου και της τηλεόρασης, όπου με την ανοχή των κυβερνήσεων και όλων μας γενικά έχει βρει πρόσφορο έδαφος και προβάλλεται, σε κάθε ώρα τής ημέρας, κάθε είδους βία στα παιδιά. Τα παιδιά μας περνούν πολύ χρόνο βλέποντας ταινίες και παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια τρόμου, με βίαιο περιεχόμενο, ιδιαίτερα τρομακτικό και σε μας τους μεγάλους. Έτσι, ειδικά τα παιδιά που εκτίθενται και σε άλλους δυσμενείς παράγοντες που προκαλούν άγχος (οικογενειακούς, σχολικούς κ.λπ), έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπαράξουν την επιθετικότητα που βλέπουν και εισπράττουν από παντού εις βάρος των συμμαθητών τους μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Είναι αποδεδειγμένο, με απόλυτους αριθμούς, από επιστημονικές έρευνες ότι η επιθετικότητα αυξάνεται ως αποτέλεσμα τής  έκθεσης των παιδιών σε εικόνες βίας από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Τα παιδιά πολύ εύκολα μιμούνται την επιθετική συμπεριφορά άλλων, ειδικά ενηλίκων, οι οποίοι λειτουργούν ως πρότυπα γι’ αυτά. Και είναι αλήθεια ότι, μερικές φορές, και αυτά τα παιδιά μας φαίνονται να τρομάζουν με αυτήν την ίδια την επιθετικότητά τους, γιατί, έτσι όπως εκδηλώνεται μέσα τους, την αισθάνονται σαν μια κατάσταση που τα καταλαμβάνει και δεν μπορούν να τη διαχειριστούν και τα κάνει κυριολεκτικά να χάνουν τον έλεγχο τού εαυτού τους. Μια κατάσταση που, σε ακραίες περιπτώσεις, δεν διαφέρει καθόλου και από αυτήν την ίδια την «παράκρουση». Όμως, δεν τους δίνουμε την ευκαιρία να τη διαχειριστούν, αφήνοντάς τα έρμαια στην τύχη τους.
    Και το οξύμωρο, εδώ, είναι ότι ενώ παραμένουν στο εμπόριο και στις τηλεοράσεις τα εις βάρος των παιδιών μας αναπαράγοντα τη βία παιγνίδια- για το κέρδος που αφήνουν στις τσέπες των εμπόρων τού είδους- εμείς προσπαθούμε να τα «αντιπαλέψουμε» σε μια κοινωνία στην οποία τα εναπομένοντα ερείσματα και οι δοκιμασμένες παραδοσιακές αξίες - που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σοβαρό αντίβαρο στη συσσώρευση τόσου κακού- έχουν εκλείψει επικίνδυνα ή έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Όμως, η κατάσταση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σωστά και να αποκαλυφθούν οι βαθύτερες αιτίες της για μιαν αποτελεσματική παρέμβαση και βελτίωση. Καλά τα προγράμματα προαγωγής τής ψυχικής υγείας των μαθητών, οι διδασκαλίες και τα σεμινάρια, όμως, θεωρώ ότι δεν επαρκούν και ότι με μόνα αυτά δεν οδηγούμαστε σωστά στον επιθυμητό στόχο.
Πιστεύω, στο σημείο αυτό, ότι μόνον η καθάρια χριστιανική διδασκαλία, το «αγαπάτε αλλήλους» τού Ευαγγελίου, εκ των πραγμάτων, θα αναγνωριστεί, κάποια στιγμή, και πάλι ότι μπορεί να αποτελέσει τη μόνη δυνατή διέξοδο και το ισχυρότερο έρεισμα ηθικής ενίσχυσης και διδασκαλίας. Γράφει, στο σημείο αυτό, ο μεγάλος Ντοστογιέβσκι, που σύμπας ο λόγος του κινείται μέσα στα νάματα τού Ευαγγελίου: «Η θυσιαστική αγάπη είναι ταχεία, σταθερή, ειλικρινής, ευχάριστη, νηφάλια, τρυφερή, θαρραλέα, προσεκτική, γλυκιά, υπομονητική, πιστή, ταπεινή, συνετή, μακρόθυμη, ειρηνική, αγνή, ευγενής και ποτέ, μα ποτέ δεν ζητεί τα εαυτής. Η θυσιαστική αγάπη υπάρχει κι ύστερα από τον θάνατο!» (Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο Έφηβος, εκδόσεις Δαρεμά, Αθήναι χ, χ. 391). Αλλά και αλλού σημειώνει: είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι η κατεξοχήν βαθμίδα ωριμότητας τού ατόμου είναι αυτή που κίνητρό της έχει τη θυσιαστική αγάπη, την αγάπη που ξέρει να προσφέρεται στον πλησίον (Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι Δαιμονισμένοι, Διεθνείς Εκδόσεις χ.χ., 53), να αναλύεται, να συγχωράει, να θυσιάζεται για τον πλησίον και να τον κατανοεί «εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων» (Εβρ. ι΄, 24) ότι «φόβος ουκ έστιν έν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον,…ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Ιω. α΄ 4, 18).
      Είναι εξαιρετικά σημαντικό, μετά από όλα αυτά, οι γονείς να παρατηρούν τη συμπεριφορά τού παιδιού τους και να βρίσκονται σε μόνιμη και ενεργή επικοινωνία μαζί του, να φροντίζουν τα παιδιά τους να τους έχουν στήριγμα στη ζωή τους και να αναζητούν σε κάθε πρόβλημά τους την προστασία τους. Οποιαδήποτε ξαφνική, χωρίς εμφανές αίτιο, αλλαγή στη συμπεριφορά, στη διάθεση, στην όρεξη, στον ύπνο, στη σχολική επίδοση τού παιδιού πρέπει να γίνεται αμέσως αντιληπτή και να αξιοποιείται κατάλληλα από τους γονείς. Να απενοχοποιήσουν το παιδί και να του εξηγήσουν ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να του φέρεται άσχημα. Ότι είναι όλως φυσικό και ανθρώπινο, μια φυσιολογική νευροβιολογική αντίδραση (και σε καμιά περίπτωση «κάρφωμα») το να υπερασπίζεται με όλες του τις δυνάμεις αυτό που θεωρούμε όλοι μας ως αναφαίρετο δικαίωμά μας και να αντιδρά γενναία και να το καταγγέλλει προς όλες τις κατευθύνσεις όταν πιστεύει ότι, κατά κάποιο τρόπο, από την επιθετική συμπεριφορά τού πλησίον (που αυτός ο «βίαιος πλησίον», σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί, βέβαια, να είναι και ένας παιδεραστής) απειλείται άμεσα η προσωπικότητά του ή θίγεται ή μειώνεται το «εγώ» του.
Το άρθρο μου αυτό το έγραψα πονώντας και υποφέροντας για τον Βαγγέλη (αλλά και γιατί κι εγώ έχω τέσσερα παιδιά και οκτώ εγγόνια) και ανησυχώ και σκέφτομαι και πόσα άλλα παιδιά, δικά μας παιδιά, σε όλη την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο υποφέρουν από την βία και την επιθετικότητα των συμμαθητών τους. Κλείνοντας εύχομαι ο Θεός να αναπαύσει στην αγκαλιά του τον αγαπημένο μας Βαγγέλη, στον οποίο βλέπω, με νομοτελειακή δύναμη, να εφαρμόζεται πιστά ο λόγος των μακαρισμών τού Κυρίου, στο Όρος των Ελαιών: «μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» (Ματθ. ε΄, 5). Και πράγματι, ο Βαγγέλης, με την- από τους πάντες βεβαιωθείσα- πραότητα και καλοσύνη του και τον τρόπο που υπέμεινε το μαρτύριό του φοβερά αβοήθητος από όλους, έγινε το παιδί τής καρδιάς μας!  
    [Με αφορμή την κηδεία και τα σαράντα τού Βαγγέλη Γιακουμάκη (18/3/2015)]

ΓΙΑΝΝΗ ΠΛΑΤΥΡΡΑΧΟΥ - Τ Σ Α Ρ Π Α Λ Ο Σ (Εισαγωγή- Επιμέλεια- Γλωσσάριο Ν. Ε. Παπαδογιαννάκη -- Ελπινίκης Νικολουδάκη- Σουρή)



                       

ΓΙΑΝΝΗ ΠΛΑΤΥΡΡΑΧΟΥ

Τ Σ Α Ρ Π Α Λ Ο Σ
Εισαγωγή- Επιμέλεια- Γλωσσάριο
Ν. Ε. Παπαδογιαννάκη -- Ελπινίκης Νικολουδάκη- Σουρή

[Έκδοση Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, Εκτύπωση Καλαϊτζάκης Α.Ε., Ρέθυμνο 2014, σχ. 8ο (23Χ16), σσ. 462]

         ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
            www.ret-anadromes.blogspot.com

Το παρουσιαζόμενο μυθιστόρημα «Τσάρπαλος», του Γιάννη Πλατύρραχου, ξεπήδησε από τη «Ροδαμιά», του ίδιου συγγραφέα, όπου ο εν λόγω ήρωας παίρνει τον λόγο και αφηγείται την ιστορία του. Μιαν ιστορία συναρπαστική, που αναφέρεται στα χιλιάδες ορφανά των πολλών και σκληρών Κρητικών επαναστάσεων, που κατάφεραν να επιβιώσουν και να ενηλικιωθούν. Την ενηλικίωση τού ήρωα εξιστορεί το εν λόγω μυθιστόρημα με κάθε λεπτομέρεια και τα στάδια από το οποία αυτή διήλθε (την παιδική και εφηβική ηλικία), αλλά και τα βάσανα και τη γλυκιά απαντοχή τού έρωτά του προς την τουρκοπούλα Αϊσέ, από τα οποία η ενηλικίωσή του σημαδεύτηκε (γιατί είναι γεγονός ότι μέσα στα δύσκολα πολεμικά χρόνια ο έρωτας είναι που καθίσταται το «αλάτι» τής ζωής).
Ο συγγραφέας τού μυθιστορήματος Γιάννης Πλατύρραχος αποτελεί μιαν όλως ιδιάζουσα περίπτωση στη μεταπολεμική μας πεζογραφία. μπορεί να εμφανίστηκε πρόσφατα στα Νεοελληνικά Γράμματα, όμως η σκέψη του διαμορφώθηκε μέσα στις οδυνηρές και αντιφατικές συνθήκες τού μεταπολεμικού κόσμου. Από την άλλη θεωρείται, πιστεύουμε, ευνοημένος από την τύχη και τη ζωή, που το έργο του έτυχε τής επιστημονικής φροντίδας και επιμέλειας δύο εξαίρετων επιστημόνων και πανεπιστημιακών διδασκάλων, του Ν. Ε. Παπαδογιαννάκη και τής Ελπινίκης Νικολουδάκη- Σουρή, που το ανέδειξαν κατά τρόπο υποδειγματικό, με την πλουσιότατη «Εισαγωγή» που προέταξαν αυτού, το καταπληκτικό Λεξιλόγιο που συνέταξαν και τη συνολική Επιμέλεια τού έν λόγω έργου, που έγινε με πραγματικό ζήλο και επιστημονική ευσυνειδησία και δεξιότητα. Είναι γεγονός ότι αυτή μόνη η προσεκτική ανάγνωση τής εν λόγω εκτεταμένης- από εξήντα σελίδες- Εισαγωγής (χωρίς, φυσικά, το Λεξιλόγιο που ακολουθεί στο τέλος τού βιβλίου), μπορεί, με τα πλούσια σχόλιά της να βοηθήσει και οδηγήσει τον Αναγνώστη στην καλή και σε βάθος κατανόηση τού μυθιστορήματος που ακολουθεί και παρατίθεται πλήρες μετά από αυτήν.
 Ο Τσάρπαλος τού Γ. Πλατύρραχου, ένα έργο ειρηνικό, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον «Ερωτόκριτο» τού Βιτσέντζου Κορνάρου (κι εδώ μια ιστορία αγάπης είναι ο πυρήνας τού έργου) και, τον «Αιμίλιο», θα πρόσθετα, τού Ρουσώ, αφού στα περιεχόμενά του συναντά κανείς αυτό που ονομάζεται μυθιστόρημα μαθητείας, που αφηγείται τα στάδια ενηλικίωσης και ωρίμασης τού ήρωα, που συνδέονται με τις δοκιμασίες τής ζωής που δεν ανάγονται όμως σε πολεμικά ανδραγαθήματα, όπως στον «Ερωτόκριτο», αλλά στις δοκιμασίες τού καθημερινού βίου ατομικές (ορφάνια και φαμεγική), κοινωνικές (διωγμός, απομόνωση και φτώχεια) και υπαρξιακές (έρωτας και ηθική).    
Κατά την εξιστόρηση αυτήν αναπαρίσταται πιστά η καθημερινή ζωή στη νοτιοδυτική και νοτιοανατολική Κρήτη τον καιρό εκείνο, λίγο μετά το Ολοκαύτωμα τού Αρκαδίου και μέχρι την τελευταία δεκαετία τού 19ου αιώνα, μια περίοδο εκρηκτική και γεμάτη πολέμους για τους οποίους γίνονται μόνο νύξεις, και αυτά που ζωντανεύουν στο μυθιστόρημα είναι το κέφι, η ζωντάνια, τα τουφέκια και οι πυροβολισμοί για τις χαρές τής ζωής.
Η μαθητεία τού Τσάρπαλου θα συντελεστεί στο μεγάλο Πανεπιστήμιο τής ζωής, δίπλα σε πρόσωπα ικανά να τού μεταφυτεύσουν δεξιότητες και προσόντα που εκτιμιούνταν τον καιρό εκείνο, όπως αυτά τού κυνηγού, τού ποιητή, τού τραγουδιστή, τού χορευτή, τού στοχαστή και του αφηγητή. Ο ήρωας, πλάσμα χαρισματικό, μεγαλώνει μέσα στην εξοχή αθώος και ανυποψίαστος, αλλά με πηγαίο και κοφτερό μυαλό και ξεχωριστές δεξιότητες. Τον περιβάλλουν άνθρωποι που τον άγαπούν και νοιάζονται γι’ αυτόν, που υποκαθιστούν τα χάδια τής μάνας και τη φροντίδα τού πατέρα που το στέρησεν η ορφάνια (Λούγκος- καλόγερος Γαβρίλης). Οι διδαχές ειδικά τού καλόγερου ξεκινούν με διάλογο (Τσάρπαλου- καλόγερου Γαβρίλη) και προσλαμβάνουν βαθιά φιλοσοφικό λόγο, όπου τα πανανθρώπινα και αγωνιώδη ερωτήματα γίνονται η κλωστή που πλέκει το παραμύθι.
Όλως τυχαία είναι η συνάντηση με την Αϊσέ το μοιραίο πρόσωπο τής ιστορίας που εμφανίζεται με ισχυρό χαρακτήρα, κάλλη, σεβασμό για τους γονείς, αρετή. Μια τέτοια δυναμική γυναίκα θα βρεθεί στο πλάι τού Τσάρπαλου, γυναίκα με αρχέγονη θηλυκότητα, που το ταίρι της μόνο στη φύση μπορούσε να βρει στο πρόσωπο τού Τσάρπαλου, που, άριστος διαφεντευτής των αισθημάτων του, με την ανωτερότητά του και την πλούσια αξιοσύνη του κερδίζει τη συμπάθεια τόσο τής αγαπημένης του Αϊσέ όσο και των γονέων τής. Προσόν το συγγραφέα Γ. Πλατύρραχου η ικανότητά τού να προικίζει με αυτογνωσία και ακεραιότητα τους ανθρώπους. Έτσι, τόσο η Αϊσέ διεκδικεί για άντρα τής τον Τσάρπαλο με τις εξαιρετικές πνευματικές, καλλιτεχνικές και σωματικές χάρες και όχι τον πλούσιο Τουρκοκρητικό, όσο και οι γονείς της που κρυφοκαμαρώνουν το χριστιανάκι και «ζεματίζονται» βλέποντας τις «χοντράδες» και τα καμώματα τής παρέας τού υποψήφιου γαμπρού (διαφορά των πολιτισμών).
Ο αναγνώστης, περαιτέρω, του μυθιστορήματος μυείται με πολλήν, ομολογουμένως, παραστατικότητα στα τραπέζια και στα γλέντια στα μιτάτα, ιδιαίτερα μετά τη ζωοκλοπή, στο πανηγύρι στο Μοναστήρι και στο ψίκι στο σπίτι τού Σούλου, ενώ μέσα από την αυτοβιογραφία  τού Τσάρπαλου πληροφορείται, ακόμα, πώς μεγαλώνει ένα παιδί στην Κρήτη τού 19ου αιώνα, τα γιατροσόφια και τις γητειές που σημάδευαν τη ζωή των Κρητικών την εποχή εκείνη, όλες τις θεραπευτικές μεθόδους τής λαϊκής θεραπευτικής, καθώς και ποικίλα λαογραφικά μοτίβα (αιθέρια φάσματα, νεραϊδότοπους, παραμύθια, οιωνούς, παρατηρήματα, ευχές), τα οποία αναλύουν, περαιτέρω, και μελετούν διεξοδικά οι Επιμελητές, όπως μελετούν και παροιμίες, ιστορικούς τόπους και μέσω αυτών και την κρητική φύση, γενικότερα, όπου εξελίσσεται το μυθιστόρημα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον κρίνουμε το κεφάλαιο τής γλώσσας τόσο τού ίδιου του μυθιστοριογράφου με τα παραστατικά σύνθετα και το τραχύ αμπαδιώτικο ιδίωμα που απηχεί και ζωντανεύει τις φωνές μιας άλλης εποχής, όσο και των Επιμελητών τής έκδοσης με την πλουσιότατα εντυπωσιακή γλωσσολογική ανάλυση τού έργου, που μελετάται λεπτομερώς και σε βάθος από φωνολογικής, μορφολογικής, συνθετικής και κυρίως λεξιλογικής άποψης. Το Γλωσσάριο των εβδομήντα, περίπου, σελίδων, που επισυνάπτεται στο τέλος τού βιβλίου και ερμηνεύει και ετυμολογεί τις λέξεις τού μυθυστορήματος είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, πλήρες και εμπεριστατωμένο.
Πρόκειται, τωόντι, για μίαν άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική έρευνα και επανέκδοση πρωτογενούς λογοτεχνικού υλικού. Τα θερμά μας συγχαρητήρια στους Ν. Ε. Παπαδογιαννάκη και Ελπινίκης Νικολουδάκη- Σουρή, τους οποίους βεβαιώνουμε ότι: «ὂντως καλόν ἒργον εἰργάσαντο, ἐπειδάν καί ἐτελείωσαν αὐτό». Τέτοιες προσπάθειες μάς ενθαρρύνουν και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όσο ενδιαφερόμαστε και σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες τής τοπικής μας ιστορίας και λογοτεχνίας και του λαϊκού μας πολιτισμού δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα τού σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού και την ισοπεδωτική λαίλαπα τής παγκοσμιοποίησης και του συγκρητισμού.