Κωστή Λαγουδιανάκη * * * Τον Κήπο το Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει


 Κωστή Λαγουδιανάκη

Τον Κήπο το Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει

(2η ξεφουρνιά από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη Ρέθυμνο 1900-1950, σελ.76-80)


Τον Κήπο το Δημοτικό το Ρέθεμνος λογιάζει
πολύχρωμες κι ευωδιαστές θύμησες σειραδιάζει.
Λογιάζει περαζούμενα και ξετυλίσσει μίτο
και Δήμαρχο τση προκοπής τον Πετυχάκη Τίτο.
Του κήπου του Δημοτικού κλιβάζουνε1 οι κλώνοι
απού τσι καρποδέσανε οι περασμένοι χρόνοι.
Ο Πετυχάκης Δήμαρχος πολλά πετυχεμένος
χρόνους πολλούς με το σταυρό και ψήφους εκλεγμένος.
Ξετρέχει για το Ρέθεμνος με το δημαρχιλίκι
ο κήπος και το πράσινο να ’χουν καλαμπαλίκι2.
Να φυτευτεί, να στολιστεί, ο κήπος να μυρίσει,
να ’ναι η ρεθεμνιώτικη μοσκοβολιάς η ζήση.
Να ’ναι μέσα στο Ρέθεμνος τση ζήσης τ’ οξυγόνο
και να ’ναι και περίπατος χαιράμενος στο χρόνο.
Κήπος απού στο μέτρημα στο Ρέθεμνο ’ναι τρίτος
που τον καλοξετέλεψε ο Δήμαρχος ο Τίτος.
Ο τρίτος κήπος τσ’ άλλους δυο στη θύμησή του φέρνει,
για τα κηποφυτέματα χρόνους αντιγιαέρνει.
Στον πρώτο ρεθεμνιώτικο του κήπου το χαΐρι3
οι Ρώσοι θεμελιώσανε νοσοκομείου χτίρι.
Ετότες εγγυήτρια η δύναμη ’ν’ οι Ρώσοι
νοσκομείο «Τσάρειο» στον κήπο θα φυτρώσει.
Θεόδωρος ο ντε Χιόστακ Διοικητής διατάσσει
το Ρέθεμνος τον κήπο του μη στερηθεί να χάσει.
Χαρές στο βενετσάνικο το παλαιό λιμάνι,
δεύτερου κήπου η φανειά τη μυρωδιά θα βγάνει.
Μοσκοβολιές του γιασεμιού και χρώμα τσ’ ανεμώνας
ο τούρκικος στολίζεται εδά ο προμαχώνας.
«Του πρίγκιπα Γεώργιου ο κήπος» το στολίζει,
στο Ρέθεμνος ο δεύτερος κήπος μοσκομυρίζει.
Κι οι Τούρκοι μπεγεντίζουνε μοσκοβολιάς τα δώσα
και «γκιουλ μπαξέ» τονε παινά η τούρκικη τους γλώσσα.
Τον τόπο γυροτρίγυρα ο κήπος δα βαφτίσει
«Κιουλούμπαση» θα τονε πει, θα τονε νοματίσει.
Με του καιρού το πέρασμα ο κήπος θα γραντίσει,
η μάνητα τση θάλασσας τσι μυρωδιές θα σβήσει.
Του τρίτου κήπου νέικα4 γροικούντ’ εδά χαμπάρια,
νέικα ριζοθέμελα στα τούρκικα μεζάρια.
Σε τόπο που βασίλευε το τέλος για τη ζήση
ανατολή του νέικου κήπου θα τον φωτίσει.
Στσι χρόνους του Μενέλαου δήμαρχου Παπαδάκη
γκινιάσματα5 θα κάμουνε τον κήπο για κονάκι.
Ο Παπαδάκης την αρχή του κήπου θα φυτέψει
κι ο Πετυχάχης που κλουθά θα τονε ξετελέψει.
Σε τόπο νεκρικής σιγής6 άνοιξη λουλουδίζει
κι ο κήπος ο δημοτικός το Ρέθεμνος πρεπίζει.
Βιόλες,δεντρά και χρώματα στένουνε χοροστάσι,
καλούνε τη μοσκοβολιά πρώτη χορό να πιάσει.
Τα φούλια και τ’ αγιόκλημα με τσι περιπλοκάδες
μυριστικές ξομπλιάζουνε και λένε μαντινάδες.
Και του κισού τσ’ αθιβολές ο κήπος καμαρώνει
και η χαρά του στσ’ ομορφιάς τον ουρανό σκαλώνει.
Παραδεισένιες ομορφιές και ξόμπλια στα στημόνια,
σε συναυλίες θεϊκές κανοναρχούν’ αηδόνια.
Τάξε πως τον εξόμπλιασε τση φύσης το μεράκι
κι απού τον δει χαρίζει του του παίνιου το κανάκι7.
Ρίζες, δεντρά κι αροδαμοί είναι του κήπου πλούτος
κι αναμεσώς στσ’ ελληνικούς ξεχωριστός ετούτος.
Απού τον πορπατεί μεθεί και ας μην είναι πιότης
και στου «κρασού την εορτή» είναι πανηγυριώτης.
Ο καθαείς παρακαλεί και λέει: «να μη λείπω
από τον ωριοπλούμιστο του Ρέθεμνους τον κήπο».

                                              Αλωνάρης 2018


              Λεξιλόγιο

  1. κλίβα, η= (ρ. κλίνω) βαρύ φορτίο, επί ευφορίας καρποφόρων δέντρων. Κλιβάζουνε οι κλώνοι, τα μουρέλα= από το βάρος του καρπού γέρνουνε προς τα κάτω.
  2. καλαμπαλίκι, το (ή χαλαμπαλίκι), [από τούρκ. kalambalik= μπουλούκι], ανθρωποπλημμύρα, συνωστισμός.
  3. χαΐρι, το [από τούρκ. hayir= αγαθό, καλό], προκοπή, πρόοδος.
  4. νέικα, επίθ. ο νεαρός, νέος
  5. γκινιάσματα, τα= ουσ. γκίνιασμα (από ρ. γκινιάζω= εγκαινιάζω) εγκαίνια
  6. νεκρικής σιγής= επειδή, ακριβώς, πρόκειται για  τον χώρο όπου προηγουμένως υπήρχαν τα τούρκικα νεκροταφεία
  7. κανάκι, το= το χάδι, η θωπεία, ο έπαινος

   

Το  ι σ τ ο ρ ι κ ό  π λ α ί σ ι ο  του παραπάνω ποιήματος από τον

Κωστή Ηλ. Παπαδάκη 

  
    Αυτή εδώ είναι η δεύτερη «ξεφουρνιά» του Ηρακλειώτη φίλου μαντιναδολόγου και ποιητή Κωστή Λαγουδιανάκη, που, διαβάζοντας το βιβλίο μας: «Ρ έ θ υ μ ν ο  1 9 0 0- 1 9 5 0» (Ρέθυμνο, 2010), εμπνέεται από αυτό και μας σκαρώνει, κατά καιρόν, θαυμάσιες ρίμες σε ατόφια κρητική διάλεκτο, που, για μερικούς, ίσως, αναγνώστες μας οι ρίμες αυτές να μιλάνε πολύ καλύτερα από τα λόγια κείμενα των βιβλίων. Έτσι, μετά τους «Υπαίθριους Μικροπωλητές του παλιού Ρεθέμνους» (τον Αρμένη, τον γνωστό και ως «Γκάβουνε- γκάβουνε» και τον καστανά, τον Ιορδάνη, που είχε το στέκι του στην περιοχή του Πλατάνου), σειρά πήρε ο περίφημος «Δημοτικός Κήπος» του Ρεθύμνου. Τα κρητικά αυτά ποιήματα του φίλου Κωστή Λαγουδιανάκη, πέραν της ψυχικής ευφορίας που μας προσφέρουν, μας δίνουν και την πολύτιμη ευκαιρία να κάνουμε και κάποιες, περαιτέρω, ιστορικές αναδρομές σε πράγματα του παλιού Ρεθύμνου, με σημειώματά μας όπως το παρόν, με ό,τι θετικό μπορεί αυτό για πολλούς να σημαίνει.
    Εντυπωσιακή, λοιπόν, και αυτή η ρίμα του φίλου Κωστή Λαγουδιανάκη, ξετυλίγει προσεκτικά και λεπτομερειακά το νήμα της Ιστορίας του Κήπου της πόλης μας από την αρχή, κιόλας, της δημιουργίας του, αναφερόμενος, δηλαδή, κατά σειράν και στους τρεις (03) Κήπους του Ρεθέμνους:
α) αυτόν που προϋπήρχε στα 1894 στους χώρους όπου, λίγο μετά, «ξεφύτρωσε» το Τσάρειο Νοσοκομείο, στις σημερινές εγκαταστάσεις της Αστυνομικής Σχολής Ρεθύμνου (εικ. 1)

Εικ. 1 Τσάρειο Νοσκοκομείο

β) στον γνωστό ως Κήπο του Πρίγκιπα Γεωργίου (1898), που δημιουργήθηκε από τον Ρώσο Διοικητή Θεόδωρο Ντε Χιόστακ, στην περιοχή του Κιουλούμπαση, προκειμένου να αντικαταστήσει αυτόν που χάθηκε με τη δημιουργία του Τσάρειου Νοσοκομείου. Πρόκειται για τον ωραίο κήπο, τον περίφημο Γκιούλ Μπαξέ, στη γλώσσα του ντόπιου τουρκικού στοιχείου, απ’ όπου και Κιουλούμπασης η συγκεκριμένη συνοικία ονομάστηκε (εικ. 2) και

Εικ. 2 Εικ. 2. Η περιοχή Κιουλούμπαση περί τις αρχές του περασμένου αιώνα (;). Στο κέντρο και αριστερά του Φάρου βρισκόταν ο δεύτερος Κήπος του Πρίγκιπα Γεωργίου (1898)

γ) τον σημερινό Δημοτικό Κήπο (εικ. 3), το καμάρι του Ρεθέμνους, δημιούργημα των δημάρχων του Μενέλαου Παπαδάκη (1923- 1925) (εικ. 4), από τα Ακούμια και του άλλου Αγιοβασιλειώτη, του Τίτου Πετυχάκη (1874-1966) (εικ. 5), που καταγόταν από τη γνωστή


Εικ. 3. Ο 3ος Δημοτικός
Κήπος του Ρεθύμνου (1930;)


οικογένεια των Πετυχάκηδων του Αγαλλιανού, μεγάλου εκσυγχρονιστή Δημάρχου για δυο δεκαετίες του Ρεθύμνου, που υλοποίησε και έδωσε σάρκα και οστά στην ιδέα του προκατόχου του Μενέλαου Παπαδάκη. 
Εικ. 4. Μενέλαος Παπαδάκης
Ο τελευταίος- που διετέλεσε και Αντιπρόεδρος τής «Φιλοδασικής Ένωσης» Ρεθύμνου- ξεκίνησε το έργο ενός νέου Δημοτικού Κήπου, στα χωραφοτόπια του εφκαφίου- πρώην τούρκικα μεζάρια (νεκροταφεία), που περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Δήμου Ρεθύμνου, διά παραχωρητηρίου πράξης του 1918, που εκτελέστηκε αργότερα, το έτος 1925, επί της Δημαρχίας του Τίτου Πετυχάκη. Ο Κήπος υπήρξε η καλύτερη αξιοποίηση τού χώρου των τουρκικών νεκροταφείων (μεζαριών), που, 

Εικ. 5. Τίτος Πετυχάκης
επί Τουρκοκρατίας, βρίσκονταν έξω από το παλιό βενετσιάνικο τείχος, που περιέβαλλε την πόλη μας σαν πολυτίμητο διαμαντένιο δακτυλίδι. Το Υπουργείο Γεωργίας, όμως, αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόταση και, έτσι, προσωρινά, ατόνησε, ώσπου στις 25-10-1925 εκλέχθηκε για πρώτη φορά Δήμαρχος ο Τίτος Πετυχάκης, που με θέρμη συνέχισε και υλοποίησε την ιδέα τού Μενέλαου Παπαδάκη, με αποτέλεσμα τον σημερινό Δημοτικό Κήπο, έργο πρωτοποριακό στους επαρχιακούς κήπους τής Ελλάδας. Τον Κήπο αυτόν του Ρεθύμνου ο δήμαρχος Πετυχάκης επιδείκνυε με θαυμασμό σε όλους τους υψηλούς επισκέπτες του Ρεθύμνου [βασιλιά Γεώργιο, Ελ. Βενιζέλο, δήμαρχο Αθηναίων Κ. Κοτζιά κ.ά. (Βλ. βιβλίο μας: Γλυπτά και Ενεπίγραφες Πλάκες του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2000, σ. 158)].

Εικ. 6.  Ελ. Βενιζέλος - Τ. Πετυχάκης στον Κήπο του Ρεθύμνου

5. ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ * * * Β΄. Ανθρωπομορφισμός τού Χάρου – Ο Οπλισμός του Χάρου


Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ*


[Συλλογή Π. Βλαστού, Άσματα Λαϊκά Κρητών ή Συλλογή Κρητικής Ποιήσεως Ποικίλης, τ. Α΄, 1850, ενότητα: «Άσματα Κρητών περί του Χάρωνος» (1860), σελ. 1209- 1276]

- 7ο 

ΚΩΣΤΗΣ  ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ


     
                   

             5. ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΧΑΡΟΥ

     Β΄. Ανθρωπομορφισμός τού Χάρου – Ο Οπλισμός του Χάρου

 
       Ως προς τον οπλισμό του, ο Χάρος άλλοτε εμφανίζεται να κρατεί σπαθί και άλλοτε κοντάρι με το οποίο χτυπά αλύπητα τα θύματά του: 


«Κι’ εμπήκε κι εκοντάρευγεν ο Χάρος τσ’ αντρειωμένους!»[1]


ενώ, συχνά, εμφανίζεται και ως καβαλάρης:


«Ο Χάροντας στην πόρτα του ευρέθη καβαλάρης» [2]

ή και ως πραματευτής:


«Πραματευτής επέρασε στ’ άλογο καβαλάρης,

Κοντοκρατεί το μαύρον του και τον καλημερίζει»[3] 


        Σε κάποια μοιρολόγια, επίσης, ο Χάρος εικονίζεται ως ο κλειδούχος τού Άδη, τα κλειδιά τού οποίου (δεκαοχτώ σε κάποιο μοιρολόγι!) γίνονται, συχνά, στόχος από τους νεκρούς –και μάλιστα από τους νεότερους και πιο καλαντρειωμένους- προκειμένου να ανοίξουν με αυτά τις πύλες τού Άδη και να ανεβούν και πάλι στη γη και στο φως τού ήλιου:


 «Τρεις αντρειωμένοι βούλονται απού τον κάτω κόσμο,

να πάρουν τ’ Άδη τα κλειδιά να βγουν εις τον απάνω»[4]  


  Στην κατηγορία αυτήν (του ανθρωπομορφισμού τού Χάρου), θα εντάξουμε και το τραγούδι «Αγγελική προκήρυξις περί Χάρωνος»[5], όπου ο Χάρος αποφασίζει, κατά το ανθρώπινο, και πάλι, να «χτίσει» περιβόλι[6]:


 «Άστρο λαμπρόν επρόβαλε που την Ανατολίτσα,

 κι ούλοι θαρρούσαν άστρο ’ναι κι άστρο το μαρτυρούσαν,

 μα κείνος ήταν άγγελος μ’ ολόχρυσες φτερούγες,

 κ’ εβγήκε κι εδιαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη.

 Οπού ‘χει ρούχ’ ας τα φορεί, παιδί ας το καμαρώνει,

 κι ο Χάρος εβουλήθηκε να χτίσει περιβόλι».


        Ο ανθρωπομορφισμός τού Χάρου, τέλος, στο μοιρολόγι «Ο σκληροκάρδης Χάρος»[7] εμφανίζεται στο ότι δεν θέλει, αφενός, να «βάλει μπελάδες» στην κεφαλή του, αλλά και στην «πονηριά», αφετέρου, με την οποία χειρίζεται το θέμα τής μακάβριας μεταφοράς των νεκρών, έχοντας υπόψη του τον αγώνα των ζωντανών, προκειμένου να τον ξεγελάσουν και να τους πάρουν πίσω. Για τον λόγο αυτόν αποφεύγει, όπως λέγει, τα πολυσύχναστα μέρη (πηγές, χωριά), γιατί φοβάται πως στα μέρη αυτά «κινδυνεύει» τόσο από τις μανάδες που έρχονται στη βρύση για να πάρουν νερό να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους, όσο και από τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα να αναγνωριστούν μεταξύ τους και, τότε, δεν θα μπορεί να τους ξεχωρίσει, «ξεχωρισμό δε θα ’χουν»[8]:


  «Μα δεν κονεύγω σε χωριά, δεν στένομαι σε βρύση,

 κι έρχοντ’ οι μάνες για νερό γνωρίζουν τα παιδιά των,

γνωρίζουνται τα’ αντρόυνα ξεχωρισμόν δεν έχουν».  


         Στο ίδιο, επίσης, μοιρολόγι έχουμε και θαυμάσιες ανθρωπομορφικές εικόνες, στις οποίες η κοινωνία των πεθαμένων τείνει να προσδιοριστεί με όρους τής κοινωνίας των ζωντανών. έτσι, ο Χάρος εμφανίζεται μπροστάρης να σέρνει ξοπίσω του τους νεκρούς, σύμφωνα με τις φυσικές δυνατότητές τους . τους νέους τους βάζει μπροστά, που μπορούν κι έχουν δυνάμεις (κατά το ανθρώπινο πάντα) να προπορεύονται, τους γέρους ξοπίσω, που λόγω έλλειψης φυσικών δυνάμεων δεν προλαβαίνουν και ξωμένουν, ενώ τα αδύναμα παιδιά τα έχει «αραδιασμένα» πάνω στη σέλα.


Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα[9],

 γη άνεμος τα πολεμά, γη ή βροχή τα δέρνει,

 μουδ’ άνεμος τα πολεμά μουδέ βροχή τα δέρνει 

 μονό διαβαίν’ ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

 Τσι νιους τσι παίρνει από μπροστά τσι γέροντες   ξοπίσω,

 και τα καυμένα τα μικρά στη σέλ’ αραδιασμένα.  


        Αντίθετα, σε άλλο μοιρολόγι, ο Χάρος θέτει και ταξικά κριτήρια στη σειρά που βάζει τους νεκρούς, σέρνοντάς τους στον Άδη. τους σέρνει, δηλαδή, με σειρά ανάλογη με την οικονομική τους τάξη όταν, ακόμα, βρίσκονταν στη ζωή: οι άρχοντες μπροστά και λυτοί και οι φτωχοί από πίσω και δεμένοι:


   «Ο Χάροντας μ’ απάντηξε στα τριά σκαλιά τού νάδη,

  κι έσερνε τσ’ άρχοντες λυτούς και τσι φτωχούς δεμένους…»[10]
 

_______________________________________________
[1] «Ο σιδηρούς πύργος των Ανδρείων και ο Χάρος» (Βλαστός 1850, 1232, αρ. 11).
[2] «Νέος θέλων να συναγωνισθεί μετά τού Χάρωνος», Βλαστός 1850, 1251, αρ. 33.
[3]  «Ο Χάρος ως πραματευτής», Βλαστός 1850 1253, αρ. 34.
[4] «Οι τρεις αντρειωμένοι από τον Άδη» (Βλαστός 1850, 1243, αρ. 21), επίσης «Η κλειδωμένη καρδιά» (Βλαστός 1850, 1245, αρ. 24) κ.λπ..
[5] Βλαστός 1850, 1247, αρ. 28.
[6] Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι την αναγγελία («αγγελική προκήρυξη») αυτήν κάνει «άστρο λαμπρό» από την Ανατολή, που, θεωρούμε ότι θα αφορά σε άγγελο καλό, σε άγγελο τού φωτός, όπως, εξάλλου, το αναγγέλλει και το τραγούδι και ανήκει στα ελάχιστα Κρητικά Μοιρολόγια στα οποία γίνεται μνεία χριστιανικών αναφορών και συμβόλων. Πβ. στον Βλαστό μοιρολόγια αυτής τής κατηγορίας τα: «Ο Παράδεισος» (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 15) [«να βγαινα στον Παράδεισο ομάδι με τσ’ άγγέλους»], «Το μεγάλο πεθύμιο» (Βλαστός 1850, 1247,αρ. 27) [Χριστέ μου! και να κάτεχα ποιο μήνα θ’ αποθάνω], Ο Άδης (Βλαστός 1850, 1240, αρ. 16) και όμοιον με το προηγούμενο (Βλαστός 1850, 1241, αρ. 17):
         «Στον ουρανό χορεύγουνε, στον Άδη γάμο κάνουν,
           κι επέψαν κι εκαλέσανε ούλους τσι πρικαμένους,
      Χριστέ! κι ας με καλιούσανε κι εμέ τον πρικαμένο…».    [7] Βλαστός 1850, 1269, αρ. 51.
[8] Από το σημείο αυτό φαίνεται ότι ο πεθαμένος υφίσταται, κατ’ αντιστοιχία τού ζωντανού, αναγνωρίσιμος από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, από την κοινωνική του θέση και τις συνήθειές του.
[9] Ο πόνος τού θανάτου δεν αφήνει ασυγκίνητα ούτε αυτά τα άψυχα στοιχεία τής φύσης.
[10]  Βλαστός 1850, 1268, αρ. 47.


  
 * Συντομευμένα αποσπάσματα Ανακοίνωσης του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που έγινε στο συνέδριο με θέμα: «Τα Κρητικά Μοιρολόγια», στα Ανώγεια, στις 13, 14 και 15 Νοεμβρίου 2015, από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και τον Δήμο Ανωγείων 


Κωστή Λαγουδιανάκη *** Υπαίθριοι μικροπωλητές του παλιού ρεθεμνους *** Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη «Ρ έ θ υ μ ν ο 1900-1950», σελ. 108


         Κωστή Λαγουδιανάκη *

Υπαίθριοι μικροπωλητές του παλιού ρεθεμνους

Από το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
«Ρ έ θ υ μ ν ο 1900-1950», σελ. 108


   *       *       *

Ρέθεμνος αλλοτεσινό στο λοϊσμό νεδιάζει1,

Αναστοράται2 τα παλιά, θύμησες σειραδιάζει3.

Ρέθεμνος αλλοτεσινό στο νου αποσπερίζει

τσι περασμένους τσι καιρούς θυμάται και φωτίζει.

Τσι περασμένες εποχές στο νου του ξαναφέρνει

και «χωργιογύρης» γίνεται και τα σοκάκια παίρνει.

Θωρεί «ξωτάρικες δουλειές», στη στράτα δουλευτάδες

τσι καστανάδες τσι παλιούς και τσι πασατεμπάδες.

Στσ’ ακροδρομιές συχνάζουνε κι άφτουνε τσι φουφούδες

με κόκκινα τα μάγουλα σαν και τσι κοπελούδες.

Άφτει φουφού ο πωλητής και τη φωθιά συμπαίνει

και πασατέμποι ζεστεροί νεδιάζουνε τ’ Αρμένη.

Σέρνει φωνή πως «γκάβουνε», τάξε ζεστοί και καίνε

και παρανόμι «Γκάβουνε» οι Ρεθεμνιώτες λένε.

Το στέκι του το μόνιμο για τη Μεγάλη Πόρτα

εμίσεψε παντοτινά,δεν είναι όπως πρώτα.

Πλια πώδε και στον Πλάτανο σαν πάει το σεργιάνι4

Παντήχνει5 του ο καστανάς, θωρεί τον Ιορδάνη.

Τση Μικρασίας άφηκε τη γονική πατρίδα

κι ανεζητά στο Ρέθεμνος τση ζήσης την ελπίδα.

Όλο τση ζήσης του το βιος κρεμά σε μια κολόνα

σακάκι και ομπρέλα του στον έντιμο αγώνα.

Η φτώχεια του η τίμια στση ζήσης του τ’ αμόνι

και το φαΐ-σκουτελικό6 πέμπουνε οι γειτόνοι.

 

Λ ε ξ ι λ ό γ ι ο
1. Νεδιάζω (ανεδιάζω από ανά+ιδεάζω <ιδέα)= βγαίνω έξω να δω κάτι.
2.Αναστορούμαι- θυμούμαι, αναπολώ παλαιότερα γεγονότα.
3. Σειραδιάζω= βάζω στη σειρά.
4. Σεργιάνι= περίπατος, βόλτα
5.Παντήχνω= συναντώ (μου πάντηξε ο Μιχάλης)

6.Σκουτελικό (το)= σκουτέλι (= πιάτο) με φαγητό που προσφέρεται σαν δώρο σε συγγενείς, φίλους ή φτωχούς.

 


       * Σχόλιο στον Μαντιναδολόγο Κωστή Λαγουδιανάκη και στο παρόν ποίημά του, από τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη              

               ___________


  Συνταξιούχος δάσκαλος και επί χρόνια Διευθυντής σε σχολεία του Ηρακλείου, ο Κωστής Λαγουδιανάκης, από το Χαρασό Πεδιάδος, ένας αληθινά παθιασμένος λάτρης της Κρητικής γλωσσολαλιάς και ιδιαίτερα χαρισματικός δημιουργός της κρητικής μαντινάδας, ψάχνει απ’ οπουδήποτε μπορεί να αντλήσει την έμπνευση για να «σκαρώσει» καινούριες μαντινάδες με ουσιώδες και μάλιστα κρητικό περιεχόμενο.
   Η πιο πρόσφατη μαντιναδολογική δουλειά του έχει τον τίτλο: «Χιλιάκριβε σεβντά μου» (Ηράκλειο 2015), ενώ ανάμεσα σε μια, τουλάχιστον, δεκάδα σχετικών βιβλίων του είναι και τα «Τα ναμουντάνικα χωργιά», μια τολμηρότατη δουλειά, στην οποία εμπεριέχονται 1430 μαντινάδες, μια για κάθε χωριό της Κρήτης(!), (Ηράκλειο 2009). Ναι, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται αυτό, ο Κωστής Λαγουδιανάκης κατάφερε να αφιερώσει σε κάθε χωριό της Κρήτης και από μια μαντινάδα, σκαρώνοντάς τες αφού διάβασε πρώτα από σχετικά βιβλία τα καθέκαστα του κάθε κρητικού χωριού!
 
  Τα μαντιναδολογήματα του Κωστή Λαγουδιανάκη καθίστανται θεωρώ, περαιτέρω, ένας θησαυρός πολύτιμος της Κρητικής Διαλέκτου και αξίζει, για τον λόγο αυτόν, να γίνονται ευρύτερα γνωστά, όπως και το παρόν που μου έστειλε πρόσφατα, εκπλήσσοντάς με και μένα ευχάριστα, σαν είδα από τον τίτλο ότι το σκάρωσε τόσο πετυχημένα, διαβάζοντας το βιβλίο μου:  «Ρ έ θ υ μ ν ο   1 9 0 0- 1 9 5 0», όπου, στη σελίδα 108, αναφερόμαστε στους υπαίθριους μικροπωλητές του παλιού Ρεθέμνους. Από δαύτους ο φίλος Κωστής συγκινήθηκε. από τον Αρμένη, τον γνωστό και ως «Γκάβουνε- γκάβουνε» και από τον καστανά, τον Ιορδάνη, που είχε το στέκι του στην περιοχή του Πλατάνου. Ξεριζωμένος από τις μικρασιατικές πατρίδες, ο Ιορδάνης έφτασε στο Ρέθυμνο με το καράβι της προσφυγιάς, όπου κι αμόλησε την άγκυρα της ελπίδας, ευρισκόμενος, έκτοτε, στην καθημερινή βιοπάλη του και στο εργοτάξιο της έντιμής του πενίας κάτω από την προστασία των συμπολιτών του Ρεθεμνιωτών, όπως φαίνεται και από τη φωτογραφία που αναδημοσιεύουμε με την ευκαιρία από το εν λόγω βιβλίο μας.
  Ευχαριστούμε τον Κωστή Λαγουδιανάκη, έναν εκλεκτό Ηρακλειώτη φίλο του Ρεθύμνου, που ανέλαβε με αυτόν τον τόσο όμορφο και πρωτότυπο τρόπο, σαν και τον αξέχαστο Ρεθεμνιώτη ποιητή  Γ ι ώ ρ γ η  Κ α λ ο μ ε ν ό π ο υ λ ο, να μας υπενθυμίσει και να μας συγκινήσει σιγοτραγουδώντας μας στην κρητική λαλιά σελίδες από το παλιό Ρέθεμνος, όπως εδώ από τους «μικροπωλητές» του. «Μας έπεψε»- όπως μας έγραφε χαρακτηριστικά στο ηλεκτρονικό του γράμμα- μια «πρώτη ξεφουρνιά» για τους μικροπωλητές, εμπνευσμένη από το βιβλίο μας για το παλιό το Ρέθεμνος, ευχόμενος «να 'χει μιαολιά νοστιμιά σαν τη νοστιμιά τση ξεφορνιάς του φτάζυμου»…. Κι έπεται και συνέχεια- όπως μας έγραφε ακριβοχαιρετώντας μας- στο τραγούδισμα του παλιού Ρεθέμνους...! Τον ευχαριστούμε για την αγάπη του για το Ρέθεμνος και για το δροσερό κι ευχάριστο τραγούδισμά του!